27/10/08

Όψεις τού μεσοπαθητικού παρατατικού

Though this be madness,
yet there is method in it

Shakespeare


Στο διάλειμμα ενός γλωσσολογικού συνεδρίου παρακολουθούσα από κάποια απόσταση μια συζήτηση του δημάρχου τής φιλοξενούσας πόλης, ο οποίος είχε προσκληθεί να χαιρετίσει το συνέδριο. Κάποιος από τους ακροατές, γνώστης μάλλον της τοπικής πραγματικότητας, ρωτούσε τον δήμαρχο γιατί δεν είχε τοποθετήσει σε κεντρικό δρόμο προειδοποιητικά σήματα για τις λακκούβες που τόσα χρόνια ταλαιπωρούσαν τους ντόπιους νησιώτες και τους επισκέπτες. Θυμούμαι το συγκαταβατικό χαμόγελο του δημάρχου. «Δεν το βρίσκω καλή ιδέα», είπε. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο τού συνομιλητή του. «Αν βάλω πινακίδες, είναι σαν να παραδέχομαι ότι ο δρόμος δεν θα επισκευαστεί και ότι οι λακκούβες είναι (κοντοστάθηκε) κατά κάποιον τρόπο μόνιμες…»

Από κάποια λοξοδρόμηση του νου σκέφτηκα πόσο διαφορετική θα ήταν πιθανώς η απάντηση αν ο λόγος γινόταν, όχι για λακκούβες, αλλά για σκοπέλους ή υφάλους που μπορεί να συναντήσει ένα πλοίο στην πορεία του. Εκεί αμέσως αναγνωρίζουμε ότι, αν και θα προτιμούσαμε να μην υπάρχουν, δεν μπορούμε ωστόσο να αγνοήσουμε την παρουσία τους· το επιτάσσει η ασφάλεια του πλου. Εφόσον ο συλλογισμός μας φτάσει μέχρι εδώ, αβίαστα συμπεραίνουμε ότι η ασφάλεια είναι διακύβευμα ανώτερο από την προσωρινότητα ή μονιμότητα των εμποδίων. Ευθύς η κρίση μας γίνεται πιο ξεκάθαρη.

Ας μεταφέρουμε τώρα το παράδειγμά μας στη νεοελληνική γραμματική. Η σύνταξή της έχει συναντήσει, όπως καλά γνωρίζουμε, παγίδες ή εμπόδια που εξελέγχουν την ευθυκρισία τού γλωσσολόγου. Αντί να αποσιωπήσει τους υπαρκτούς σκοπέλους, επειδή φρονεί ότι δεν ταιριάζουν στο σύστημα ή ότι αντιβαίνουν στο κανονιστικό του περίγραμμα, ο επιστήμονας καλείται να τους χαρτογραφήσει και να τους ερμηνεύσει. Προφανώς η περιγραφική επάρκεια έχει αντικειμενική αξία που βαρύνει περισσότερο από τη δικαιολόγηση του συστήματος.

Παρακαλώ τώρα να μου συγχωρηθεί ο εμφατικός τόνος, αν παρατηρήσω πιο συγκεκριμένα: Οι συντάκτες τής Νεοελληνικής Γραμματικής (ή κρατικής / σχολικής γραμματικής, 1941) με πρωτουργό τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη χειρίστηκαν με σύνεση τους περισσότερους σκοπέλους τής υπό διαμόρφωση τότε Νέας Ελληνικής. Η γλώσσα τής εποχής τους χαρακτηριζόταν από ρευστότητα που δεν μπορεί να συγκριθεί με τις λίγες ακαταστάλαχτες ζώνες τής σημερινής κοινής. Ωστόσο, επειδή η γραμματική διακρίνεται επίσης από ό,τι παραλείπει, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπήρξαν λίγα σημεία που προκάλεσαν τέτοια αμηχανία, ώστε οι συντάκτες δεν ήξεραν πώς να τα σηματοδοτήσουν ή να τα αντιμετωπίσουν.

Παραδείγματος χάριν, αναφερόμενος στα πολυάριθμα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα της Νέας Ελληνικής (π.χ. συνεχής, προφανής, διαρκής, αρτιμελής, ασφαλής, ελλιπής, πλήρης, δηλητηριώδης κτλ.), ο Τριανταφυλλίδης έγραψε: «Ὁ σχηματισμὸς τῶν ἀρχαίων δικατάληχτων ἐπιθέτων φαίνεται ζήτημα ποὺ μέλλει νὰ λυθῆ τελειωτικὰ ἀπὸ τὶς ἐρχόμενες γενεές» (Ιστορική Εισαγωγή, Αθήνα 1938, σ. 156). Ο συλλογισμός παρακίνησε τον πρωτοπόρο γλωσσολόγο να παραλείψει αυτά τα επίθετα από τη γραμματική του.

Μήπως η επιλογή του εξάλειψε αυτούς τους λόγιους σκοπέλους από το σύστημα και αναίρεσε την ανάγκη για περιγραφή τους; Όχι. Στην αναπροσαρμοσμένη σχολική έκδοση της μικρής γραμματικής (1976) η συντακτική επιτροπή αναγκάστηκε να παραδεχτεί αυτά τα επίθετα ως τμήμα τής νεοελληνικής μορφολογίας. Εν ολίγοις, η ελλιπής σήμανση ενός δρόμου δεν εξαφανίζει τις λακκούβες του.

Ό,τι προσπαθώ με κάποτε κουραστικό και σχολαστικό τρόπο να εξηγήσω είναι ότι η σχολική γραμματική, έργο ισορροπημένο και για την εποχή του αρκετά συμπεριληπτικό, παραμέρισε μερικά (ολιγάριθμα) λόγια συστήματα, που ο χειρισμός τους προκαλούσε αμηχανία. Αυτό γίνεται εμφανέστερο σε λίγες περιπτώσεις που εμπίπτουν στη ρηματική μορφολογία και οι οποίες αξίζουν, καθώς πιστεύω, την προσοχή μας. Ας επισημανθεί επιπρόσθετα ότι, όχι μόνον η παράλειψη, αλλά και ο εσκεμμένος υποβιβασμός τής έκτασης ή της σπουδαιότητας ενός στοιχείου (υποσήμανση) υποβάλλει στον αναγνώστη / μαθητή την ιδέα ότι η συγκεκριμένη κλιτική κατηγορία περιελήφθη μάλλον απρόθυμα στη γραμματική, στιγματισμένη κάποτε σαν «αρχαϊστική», «ιδιόκλιτη» ή «ανώμαλη».

1) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε -άω: εγγυώμαι, εξαρτώμαι, προτιμώμαι, καταχρώμαι, ηττώμαι, αναρριχώμαι… Η Νεοελληνική Γραμματική τα παραλείπει. Εισήχθησαν στην αναπροσαρμοσμένη σχολική έκδοση (1976) ως υποστοιχείο τής «αρχαϊκής κλίσης» με ελάχιστα παραδείγματα και χωρίς συμφραστικές χρήσεις. Ο παρατατικός τους δεν εξετάζεται.

2) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε -έω ή σχηματισμένα κατά το πρότυπό τους: διοικούμαι, θεωρούμαι, στερούμαι, μιμούμαι, προηγούμαι, εξαιρούμαι, τοποθετούμαι, παρατηρούμαι, δικαιολογούμαι, εννοούμαι… Η εκτενέστατη αυτή κλιτική κατηγορία ρημάτων (β2 συζυγία) στρυμώχνεται στη Νεοελληνική Γραμματική (σ. 342, § 909) με τα μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, με τη σήμανση «αρχαϊκή κλίση παθητικής φωνής» και με ισχνά παραδείγματα. Απουσιάζουν οι συμφραστικές χρήσεις.

3) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία σε -μι / -μαι: επιτίθεμαι, προτίθεμαι, διατίθεμαι, κατατίθεμαι, προΐσταμαι, συνίσταμαι, παρίσταμαι, υφίσταμαι, επαφίεμαι… Παραλείπονται εντελώς.

4) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία σε -όω: δικαιούμαι, υποχρεούμαι, ισούμαι, καρπούμαι, πληρούμαι… Παραλείπονται εντελώς.

5) Μεσοπαθητικά ρήματα, σύνθετα του κείμαι, μερικά αποκλειστικώς τριτοπρόσωπα: έγκειται, πρόκειται, σύγκειται, πρόσκειται, εναπόκειται, υπόκειται… Παραλείπονται εντελώς.

Οι παραλείψεις που μνημόνευσα πήγασαν ασφαλώς από την πεποίθηση ότι αυτά τα κλιτικά συστήματα διαταράσσουν την ομοιογένεια του τύπου τής δημοτικής, που μόλις είχε αρχίσει να κατασταλάζει. Η υποσήμανση ή ο εσκεμμένος υποβιβασμός τους φανέρωναν επίσης την ελπίδα ότι οι ρηματικοί μεταπλασμοί θα συγχώνευαν τα ρήματα αυτά σε κλιτικές τάξεις πειθαρχημένες στο οικοδόμημα της γραμματικής. Επιπρόσθετα, η απουσία συμφραστικών χρήσεων, δηλ. παραδειγμάτων από πραγματικό κειμενικό λόγο, παρασιωπούσε την έκταση και τη σημασία τους. Ως αποτέλεσμα, όταν οι εν λόγω χρήσεις κυριάρχησαν αργότερα, μερικοί νόμισαν καλόπιστα ότι επρόκειτο για αναβιώσεις, όχι επιβιώσεις, ότι επανέρχονταν στο προσκήνιο ζητήματα που είχαν θεωρήσει από καιρό λυμένα.

Ειδικά ο σχηματισμός τού παρατατικού αυτών των κατηγοριών φαινόταν τόσο ασυμμόρφωτος, ώστε η περιγραφή του ξέφευγε ή ξεγλιστρούσε από κάθε έτοιμη μορφολογική κατηγορία. Ανασκοπώντας αυτά τα προβλήματα, η συνάδελφος Γεωργία Κατσούδα προχωρεί στο ακόλουθο, διατυπωμένο με περίσκεψη, σχόλιο: «Πολύ συχνά οι ομιλητές της νέας ελληνικής εκφράζουν την αμηχανία τους, όταν καλούνται να σχηματίσουν τον παρατατικό των παραπάνω ρημάτων. Αυτό οφείλεται και στο ότι οι νεοελληνικές γραμματικές αποφεύγουν να δώσουν συγκεκριμένα κλιτικά παραδείγματα για ρήματα αυτής της κατηγορίας. Εμείς προτιμούμε να συμπληρώσουμε το κενό με κλιτικά παραδείγματα από την αρχαία ελληνική παρά να δηλώνουμε ότι ρήματα όπως το τίθεμαι, παρίσταμαι, επαφίεμαι, εκρήγνυμαι δε σχηματίζουν παρατατικό» (Σύγχρονη πρακτική γραμματική, Αθήνα: Άγκυρα 2007, σ. 204). Οι κλιτικές αυτές τάξεις διαλαμβάνονται αναλυτικά στη Γραμματική τής Νέας Ελληνικής (Κλαίρη & Μπαμπινιώτη et al., Αθήνα 2005), μνημονεύεται δε ο παρατατικός των προερχομένων από τα αρχαία σε -μι / -μαι (εκτός από τους πίνακες των σελίδων 514 και 535, οι οποίοι περιλαμβάνουν και ρήματα που προέρχονται από τα συνηρημένα σε -έω).

Θα επιχειρήσω τώρα να εξετάσω το σύστημα κλίσεως που υπόκειται στις δύο πρώτες ρηματικές τάξεις (-άω και -έω), οι οποίες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ρευστότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καλύπτονται πλήρως τα ζητήματα ή ότι και αυτή η ταξινόμηση λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα λόγου.


Ρήματα σε -ώμαι, -άσαι, -άται…


Η αφομοιωτική ισχύς των τεσσάρων προσαρμοσμένων αποθετικών ρημάτων θυμούμαι, κοιμούμαι, φοβούμαι, λυπούμαι (και -άμαι), παρ’ όλο που δεν έχουν όμοια μορφολογική αφετηρία, έχει συμβάλει στην εξομάλυνση του κλιτικού παραδείγματος. Τα ληκτικά μορφήματα -άσαι, -άται… συνέπιπταν με τα μορφήματα των αρχαίων συνηρημένων (π.χ. εγγυάσαι, εξαρτάται, προτιμάται, αντανακλάται) και αυτό οδήγησε σε αναλογική επέκταση των τερμάτων στον παρατατικό. Συνεπώς, τα π.χ. λυπόμουν, φοβόσουν, θυμόταν, κοιμόταν συνέτειναν ώστε τύποι όπως εγγυόμουν, εγγυόταν, διερωτόταν, αναρριχόταν να μη συναντούν αξεπέραστη αντίσταση.

Μπορούμε, κατά συνέπεια, να προσδιορίσουμε τις εξής υποπεριπτώσεις:

α) Όσα ρήματα διαθέτουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο (σε -ιέμαι), τον προτιμούν στον σχηματισμό τού παρατατικού. Παραδείγματα: καυχιόμουν, -όσουν, -όταν (καυχώμαι / καυχιέμαι), συναντιόμαστε (συναντώμαι / συναντιέμαι), βρυχιόταν (βρυχώμαι / βρυχιέμαι)…

β) Μερικές φορές ο μεταπλασμένος τύπος απαντά μόνο στον παρατατικό: π.χ. εξαρτιόσουν, εξαρτιόταν (αλλά εξαρτάται, όχι *εξαρτιέται).

γ) Αρκετά λόγια ρήματα αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε συμμορφωτική λύση και συνήθως συμπληρώνουν τα κενά με τύπους τής αρχαίας μορφολογίας, ως επί το πλείστον χωρίς τη ρηματική αύξηση. Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ομιλητές κατά κανόνα αποφεύγουν να μεταχειρίζονται τα ρήματα αυτά σε άλλα πρόσωπα πλην του γ΄ ενικού και γ΄ πληθυντικού. Η εισήγηση του Αγ. Τσοπανάκη (Νεοελληνική Γραμματική, Αθήνα 1994, σ. 489) να πλαστεί εκ νέου εξομαλισμένος παρατατικός με τύπους που δεν έχουν έρεισμα σε καμμία γλωσσική χρήση (ο ίδιος τους σημαίνει με αστερίσκο: *τιμούμουν, *τιμούσουν, *τιμούταν…) ήταν ανεδαφική και χωρίς ελπίδα για επικράτηση. Παραδείγματα συνήθων χρήσεων, αντλημένων από πραγματικό λόγο: διερωτώντο (αλλά αναρωτιόταν), αυταπατάτο, αφορμώντο, αποπειράτο / απεπειράτο, αποκτάτο, αντανακλάτο, απορροφάτο, καταχράτο…

Συμφραστικές χρήσεις από κειμενικό λόγο: Αν συγκέντρωνε την προσοχή του σε μία μόνο ομάδα ψηφοφόρων, θα ηττάτο οπωσδήποτε από τον έμπειρο αντίπαλό του - Η νέα συμφωνία αντανακλάτο πλέον στην επενδυτική στροφή τής χώρας.


Ρήματα σε -ούμαι, -είσαι, -είται…


Για την ιδιαίτερα πολυπληθή αυτή ρηματική κατηγορία η Νεοελληνική Γραμματική παρέχει μόνο ένα παράδειγμα παρατατικού, υποβιβασμένο στα μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία: στερούμουν, στερούσουν, στερούνταν, στερούμαστε, στερούσαστε, στερούνταν (σ. 342). Η δυσκολία εντοπίζεται, καθώς έχει και από άλλους ομολογηθεί (π.χ. Τσοπανάκη, Νεοελληνική Γραμματική, σ.502), στη μορφολογική σύμπτωση του γ΄ ενικού και του γ΄ πληθυντικού προσώπου: στερούνταν.

Αν δεν θέλουμε να αδικήσουμε τον Τριανταφυλλίδη και την οξύνοια που εκδήλωνε στον χειρισμό των τυπολογικών δεδομένων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η εικόνα τής γλώσσας που κλήθηκε τότε να περιγράψει δεν ταυτιζόταν με τη γλωσσική μορφή που ακούεται και γράφεται σήμερα. Η γραπτή δημοτική, που στάθηκε το πρότυπο ή η βάση εκκινήσεως για τη Νεοελληνική Γραμματική, δεν διαχώριζε αυστηρά το γ΄ ενικό και το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της μεσοπαθητικής φωνής. Λογοτεχνικά και άλλα κείμενα του μεσοπολέμου εμφάνιζαν συχνά τύπους όπως φαίνο(υ)νταν, γράφονταν, τόσο για τον ενικό όσο και για τον πληθυντικό. Στη μορφολογική συγχώνευση συνέβαλλαν επίσης τύποι προερχόμενοι από τα νεοελληνικά ιδιώματα, των οποίων η λειτουργία δεν είχε ακόμη συρρικνωθεί από την αστυφιλία και την επέκταση του γραμματισμού. Παραδείγματα: κρητ. εκοιμούντονε (γ΄ εν. και πληθ.), Βορείου Αιγαίου αγαπιένταν (γ΄ εν. και πληθ.).

Το γνώρισμα αυτό της μεσοπολεμικής δημοτικής, η πάλη δηλ. μεταξύ ομοιομορφίας (-νταν) και διακρίσεως (-ταν / -νταν) ενικού και πληθυντικού, βαθμηδόν αμβλύνθηκε με σαφή υπεροχή των χωριστών αλλομόρφων. Η Νεοελληνική Γραμματική επιβεβαίωσε την τάση ορίζοντας στους παρατατικούς τής α΄ συζυγίας (των βαρυτόνων ρημάτων) το σχήμα που έμελλε να επικρατήσει: λεγόταν – λέγονταν, ακουόταν – ακούονταν, φαινόταν – φαίνονταν, χρειαζόταν – χρειάζονταν, χτυπιόταν – χτυπιόνταν (σ. 324 κ. εξ.). Ο τεράστιος όγκος αυτών των ρημάτων επηρέασε ολόκληρο το σύστημα και εδραίωσε στη δομή τού παρατατικού την αλλομορφική αντίθεση -τ- (γ΄ ενικό) και -ντ- (γ΄ πληθυντικό). Η εν λόγω αντίθεση είχε το πλεονέκτημα ότι επετύγχανε τη μέγιστη διάκριση (ενικού – πληθυντικού) με την ελάχιστη μεταβολή (αήχου – ηχηρού: [t] – [nd]), ήταν δε ομοκατηγοριακή, διότι δεν επέφερε μετακίνηση σε άλλη κλιτική τάξη.

Έχοντας κατά νου αυτούς τους γλωσσικούς όρους, μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί ο τύπος στερούνταν (ως γ΄ ενικό) εξακολουθεί να ενοχλεί τους φυσικούς ομιλητές και αδυνατεί να επικρατήσει, παρ’ ότι διδάσκεται επιμελώς επί τόσες δεκαετίες. Η ομαλότερη εναλλακτική λύση, που θα ήταν η υιοθέτηση των ληκτικών τερμάτων -ούταν, -ούνταν (π.χ. θεωρούταν – θεωρούνταν, συνεννοούταν, φρουρούταν, διοικούταν, τοποθετούταν…), δεν απέκτησε ποτέ ερείσματα στη χρήση. Τα περισσότερα ρήματα, αναβιωμένα ή νεόπλαστα, έφεραν μαζί τους κλιτικό σχήμα με λόγιο τίτλο ιδιοκτησίας, ο οποίος ανθίστατο στις μεταπλασμένες ή εξομαλισμένες κατηγορίες.

Αν επιδιώκαμε να προσδιορίσουμε τις τάσεις που κυριαρχούν στον παρατατικό αυτών των ρημάτων, δεν θα αστοχούσαμε ίσως στις εξής παρατηρήσεις:


α) Μερικά διαθέτουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο, ο οποίος δείχνει να προτιμάται από τους ομιλητές στον παρατατικό. Παραδείγματα: αρνιόταν (αλλά συνήθως αρνούμαι, -είσαι, -είται…), χρησιμοποιόταν (αλλά πάντοτε χρησιμοποιούμαι, -είσαι, -είται…), ασχολιόταν (κυρίως προφορικό, αλλά πάντοτε ασχολούμαι, -είσαι, -είται…).

β) Πολλά ρήματα τείνουν να διατηρούν τον αρχαίο τύπο -είτο (με ή συνήθως χωρίς ρηματική αύξηση), αν και σε άλλα πρόσωπα επικρατούν τα ομαλά μορφήματα. Τα ακόλουθα σχήματα, παρ’ ότι φαινομενικώς αταίριαστα, πληρούν δομικές ανάγκες τής ρηματικής μορφολογίας και συναντώνται με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα στα σώματα κειμένων. Παραδείγματα (γ΄ ενικό – γ΄ πληθυντικό): εξαντλείτο – εξαντλούνταν, διεκδικείτο – διεκδικούνταν, αποτελείτο – αποτελούνταν, καλλιεργείτο – καλλιεργούνταν, κατοικείτο – κατοικούνταν, τοποθετείτο – τοποθετούνταν, προωθείτο – προωθούνταν, ασχολείτο - ασχολούνταν και πολυάριθμα άλλα.


Συμφραστικές χρήσεις από κειμενικό λόγο: Η στάση του δεν εξηγείτο αλλιώς παρά μόνο από πείσμα - Στο ημίχρονο η ομάδα προηγείτο με 1-0 - Επί δύο χρόνια ταλαιπωρείτο από την επάρατη νόσο - Δήλωσε ότι θα παραιτείτο, αν δεν είχε την πλήρη στήριξη του συμβουλίου.


Οι σκέψεις και οι εξηγήσεις που έχω ώς τώρα παρουσιάσει αποσκοπούν να δείξουν ότι οι ασυμμόρφωτοι τύποι τού μεσοπαθητικού παρατατικού δεν χρωστούν την επικράτησή τους σε κάποιον αρχαϊστικό συρμό ούτε αποτελούν άρρητη γραφή στον τοίχο που ζητεί να αποκωδικοποιηθεί. Έχουν τουναντίον συστηματική ερμηνεία, η οποία συγκεράζει τη μέγιστη διάκριση με την ελάχιστη μεταβολή. Μολονότι διανύουμε ρευστό γλωσσικό τοπίο, αυτό δεν είναι λόγος να αμελήσουμε τη σηματοδότησή του, ευελπιστώντας ότι οι λακκούβες θα κλείσουν και οι σκόπελοι με κάποιον τρόπο θα καταδυθούν. Αν η γραμματική αναγνωρίζει επίσης ως ρόλο της ότι πρέπει να επιλύει προβλήματα, δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη αρχή από το να δίνει στα εμπόδια εποπτεύσιμη μορφή.


Σημείωση: Εξαιρετικές παράλληλες σκέψεις τού συναδέλφου Ευθ. Φ. Παναγιωτίδη μπορείτε να διαβάσετε σε πρόσφατο άρθρο του.

12/9/08

Αναλυτικός κατάλογος άρθρων

Με σκοπό τη διευκόλυνση των αναγνωστών ετοιμάστηκε ο ακόλουθος αναλυτικός κατάλογος των άρθρων που έχουν αναρτηθεί σε αυτόν τον ιστότοπο. Επειδή τα κείμενα είναι συνήθως εκτενή και η αρχειοθήκη τού ιστολογίου έχει μόνο χρονολογική και ειδολογική ταξινόμηση, η οποία δεν κατατοπίζει τον αναγνώστη, φάνηκε χρησιμότερο να υπάρχει ένας πίνακας περιεχομένων, στον οποίο τα άρθρα να καταχωρίζονται κατά θεματικές ενότητες. Ο κατάλογος θα ενημερώνεται με όσα άρθρα γραφτούν στο μέλλον και θα υπάρχει ως μόνιμος σύνδεσμος για τους επισκέπτες.

Ας σημειωθεί ότι, αν κάποιο άρθρο περιλαμβάνεται σε περισσότερα του ενός γνωστικά πεδία, θα καταχωρίζεται εκεί όπου κυρίως ανήκει ή είναι πιθανότερο να αναζητηθεί.

Εκφράζω την εκτίμησή μου προς τους αγαπητούς αναγνώστες που δαπάνησαν χρόνο να διαβάσουν ή και να σχολιάσουν τα παρακάτω άρθρα. Τους ευχαριστώ θερμά για την ανταπόκρισή τους.


Βιβλιοκριτική

  1. Paul Cartledge: Η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας (Cambridge). Ομιλία από την παρουσίαση της ελληνικής μετάφρασης.
  2. Νίκου Σαραντάκου: Γλώσσα μετ' εμποδίων. Βιβλιοκριτική παρουσίαση, Μέρος Α΄.
  3. Γλωσσικά εμπόδια. Βιβλιοκριτική παρουσίαση (Νίκου Σαραντάκου: Γλώσσα Μετ' Εμποδίων), Μέρος Β΄.
  4. Πίσω από τις γραμμές. Κριτική τής ελληνικής μετάφρασης βιβλίου τής H. Walter.
  5. Παναγιώτη Κριμπά: Επιδράσεις τής Νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες. Βιβλιοκριτική παρουσίαση.
  6. Νίκου Σαραντάκου: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Βιβλιοκριτική παρουσίαση.
Γλωσσική μυθολογία
  1. Γλωσσική παραμυθία. Ανατομία των γλωσσικών μύθων.
  2. Γλωσσική παραμυθία: Η ομοιότητα και η αντιστοιχία. Η σπουδαιότητα της συστηματικής αντιστοιχίας έναντι της επιφανειακής ομοιότητας.
  3. Γλωσσική παραμυθία: Η διατήρηση της δομής. Η μορφολογική δομή ως επαληθευτικό κριτήριο.
  4. Γλωσσική παραμυθία: Η αρχή τής ομοχρονίας. Η ομοχρονία απαραίτητη συνθήκη για κάθε γλωσσική αλλαγή.
  5. Ατοπήματα και ουτοπία. Η έλλειψη συστηματικότητας και η εσφαλμένη αξιολόγηση του υλικού στα γλωσσικά μυθεύματα.
Γνωσιακή γλωσσολογία
  1. Η εικόνα στη γλωσσική αντίληψη. Εννοιοποίηση και εικονοσχήματα.
  2. Η βάση τού μεταφορικού λόγου. Η αντίληψη ομοιότητας, ο τομέας-πηγή και ο τομέας-στόχος. Πώς λειτουργούν οι μεταφορές.
  3. Στοπ καρέ. Πλαίσιο, προώθηση στο προσκήνιο και ιδεοποιημένα γνωσιακά πρότυπα (ICMs).
Δεοντολογία
  1. Γλώσσα και αγωγή. Η αγωγή ως προϋπόθεση της επιστημονικής συζήτησης (εισαγωγικό άρθρο τού ιστολογίου).
  2. Η δεοντολογία στην επιστήμη. Ποιες αρχές πρέπει να διέπουν την επιστημονική έρευνα.
  3. Η τέχνη τής συνομιλίας. Προϋποθέσεις τού διαλόγου. Ευγένεια, σεβασμός και ευαισθησία ή ο καλός και ο κακός οδηγός.
Διδακτική τής γλώσσας
  1. Το δέντρο, τα κλαδιά και τα κύματα: Σχήματα στη γλωσσική αλλαγή. Ο ρόλος τού παραδείγματος στη διδασκαλία τής ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας.
  2. Όψεις τού μεσοπαθητικού παρατατικού. Προβλήματα περιγραφικής επάρκειας της γραμματικής σε μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία σε -άω και -έω.
Εκδηλώσεις
  1. Εκδήλωση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών προς τιμήν τού καθηγητή Γεράσιμου Ρηγάτου. Πρόγραμμα της εκδήλωσης και συμμετοχή.
  2. 8ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας: Ιωάννινα 30/8 - 2/9/2007. Αναγγελία και στιγμιότυπα.
  3. Γλώσσα και αποταμιευμένη σοφία. Ομιλία στην εκδήλωση προς τιμήν τού καθηγητή Γεράσιμου Ρηγάτου.
  4. Από το σημειωματάριο ενός συνεδρίου. Σημειώσεις και εντυπώσεις από την 30ή ετήσια συνάντηση του Τομέα Γλωσσολογίας τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
  5. Ημερίδα τής Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας: 27 Ιανουαρίου 2010. Εκδήλωση για τα τριάντα χρόνια από την ίδρυση της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας.
  6. 31η συνάντηση εργασίας τού Τομέα Γλωσσολογίας τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Περίληψη της ανακοίνωσής μου.
  7. 33ο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Λειτουργικής Γλωσσολογίας: Κέρκυρα, 11-16 Οκτωβρίου 2010. Περίληψη της ανακοίνωσής μου.
  8. Η διατροφική παράδοση στην Ελλάδα. Ομιλία κατά την παρουσίαση βιβλίου τού καθηγητή Γεράσιμου Ρηγάτου.
  9. 10ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας: Κομοτηνή, 1-4 Σεπτεμβρίου 2011. Περίληψη της ανακοίνωσής μου.
Ετυμολογία
  1. Ετυμολογικοί μετεωρισμοί. Κριτική στο άρθρο τού Χρίστου Δάλκου, «Η ενδοσυγκριτική μέθοδος», 2003, Λεξικογραφικόν Δελτίον 24, σελ. 131-159.
  2. Φιλοξενημένα. Σύνδεσμοι προς δύο άρθρα ετυμολογικού περιεχομένου, ανηρτημένα στο Περιγλώσσιο.
  3. Ετυμολογικές παρενέργειες: Η αμαξοστοιχία και η μηχανή. Κριτική στο άρθρο τού Ι.Ν. Ηλιούδη «À propos de l’étymologie des mots κτῆνος, ζερβός, φλογέρα, καζάνι», Αθηνά, τόμ. ΠΒ΄ [2000], σελ. 229-232.
  4. Δυσετυμολόγητες λέξεις προερχόμενες από κύρια ονόματα. Η ομιλία μου στην Ημερίδα τής Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας.
  5. Η προσωπογραφία τού αντιδανείου. Πώς ορίζεται το αντιδάνειο και πώς διακρίνεται από τα υπόλοιπα λεξικά δάνεια.
Ορθογραφία
  1. Ας μιλήσουμε για ορθογραφία. Μέρος Α΄: Προϋποθέσεις τού διαλόγου.
  2. Ας μιλήσουμε για ορθογραφία. Μέρος Β΄: Κριτική επιφυλλίδων τού κ. Γιάννη Η. Χάρη.
  3. Ας μιλήσουμε για ορθογραφία. Μέρος Γ΄: Αρχές και συστηματοποίηση της ιστορικής / ετυμολογικής ορθογραφίας.
  4. Ορθογραφία: Ο απόηχος μιας συζητήσεως. Διάλογος μεταξύ Μ. Τριανταφυλλίδη και Ν. Ανδριώτη για ζητήματα ορθογραφίας.
  5. Ορθογραφικές αμφιγραφίες: μία ή δύο λέξεις; Προτάσεις για συστηματοποίηση των λόγιων λεξικών συνδυασμών.
  6. Το τελικό -ν: Γραφέας και αναγνώστης. Αδυναμίες τής σχολικής ρύθμισης και άλλων εισηγήσεων. Γιατί ο ρόλος τού αναγνώστη έχει προτεραιότητα.
  7. Στον αρμό τής σύνθεσης. Εξέταση της γραφής των συνθέτων με -ρρ- ή -ρ-. Ποιες αρχές ρυθμίζουν την ορθογραφική επιλογή.
  8. Η ορθογραφία τού αντιδανείου. Αρχές και συστηματοποίηση των διαφόρων κατηγοριών με συνολική πρόταση για την ορθογραφική απόδοση.
Σημασιολογία
  1. Η σημασιολογική δείνωση. Αιτίες και συνέπειες της σημασιολογικής χειροτέρευσης.
  2. Η σημασιολογική δείνωση: Μέρος Β΄. Παραδείγματα λέξεων και φράσεων. Ο ρόλος της στα λεξικά δάνεια.
  3. Γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία. Αιτίες τής σημασιολογικής μεταβολής.
  4. Στη μηχανή τού γλωσσικού χρόνου. Γραμματικοποίηση, αποσημασιοποίηση και αποχρωματισμός στη σημασιολογική μεταβολή.

18/8/08

Ατοπήματα και ουτοπία

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ
Ελύτης

Αν έχετε πεζοπορήσει σε άγνωστο μέρος ή επιχειρήσατε κάποτε να πλοηγήσετε ένα σκάφος, θα είστε ασφαλώς εξοικειωμένοι με τη σπουδαιότητα της πυξίδας. Θα ξέρετε, όμως, ότι αυτό το στοιχειώδες αξιόπιστο όργανο μπορεί να αποδειχθεί εντελώς άχρηστο, αν δεν έχετε φέρει μαζί σας λεπτομερή χάρτη. Χωρίς τον χάρτη οι ενδείξεις τής πυξίδας δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν, επειδή αδυνατούμε να τις αντιστοιχίσουμε στην πραγματικότητα.

Ο χώρος τής γλωσσικής μυθολογίας ηγεμονεύεται από τη στρεβλωτική συλλογιστική γραμμή, ότι η μελέτη των δεδομένων έχει τελεολογικό χαρακτήρα: αποσκοπεί στη θεμελίωση της υπεροχής. Από όσους πέφτουν θύματα αυτού του ιδεολογήματος δεν λείπει η αγάπη για τη γλώσσα. Ωστόσο, ο συναισθηματικός χώρος που καλύπτεται από τέτοια μυθεύματα αλλοιώνει τον ήχο τους και θολώνει την κρίση. Ως αποτέλεσμα, η άρθρωση των μύθων φτάνει στα αφτιά τόσο παραμορφωμένη, ώστε για ορισμένους να ακούεται σαν ατόφυα ελληνική φωνή.

Από όσους αισθάνονται αγαλλίαση εξαιτίας τής γλωσσικής μυθολογίας λείπει ο λεπτομερής χάρτης, τον οποίο έχουμε στο παρελθόν αποκαλέσει κατάρτιση. Η σοβαρή αυτή έλλειψη αφήνει τα γλωσσικά σήματα ακατάληπτα, τα δε ερμηνευτικά χάσματα σκεπάζονται βιαστικά από την ατημελησία που χαρακτηρίζει τον νηπιακό ενθουσιασμό. Η ευγενής ιδέα ανακηρύχθηκε κριτήριο αφ’ εαυτού ικανό να αντισταθμίσει όλες τις μεθοδολογικές ατέλειες και να αποζημιώσει για όλα τα ατοπήματα που ρυμουλκούνται από την ουτοπία.

Πριν από λίγα χρόνια δημοσιεύθηκε σε περιοδικό που φιλοξενεί γλωσσικές εικασίες άρθρο το οποίο αποσκοπεί στην επανεξέταση ή αναθεώρηση των «κρατουσών θεωρητικών υποθέσεων» για τη γλώσσα. Ερευνητές, σχολιαστές, εκδότες και ολιγάριθμοι ανεπαρκώς ενημερωμένοι φιλόλογοι και ιστορικοί έχουν αφεθεί να παρασυρθούν από τα συμπεράσματά του και παραπέμπουν σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι ανατρέπει τα πορίσματα της επιστήμης για την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία.

Από το άρθρο δεν λείπουν οι συνήθεις διαπιστωμένες ακρότητες, που είναι συνυφασμένες με τα κείμενα γλωσσικής μυθολογίας. Αναφέρω εν συντομία μερικές: Άστοχη χρήση γλωσσολογικών όρων και ελλιπής κατανόηση του περιεχομένου τους – Αθέτηση των μορφολογικών ορίων των λέξεων – Επιλεκτική άντληση υλικού από διάφορα εγχειρίδια και λεξικά, ενίοτε εκτός συγκειμένου, όταν κρίνεται συμφέρουσα για τον στόχο – Αντιπαραβολή υλικού που δεν ανήκει στην ίδια συγχρονία και, παρά ταύτα, αντιμετωπίζεται σαν ομοστρωματικό. Τέλος, παρατηρείται η διαδεδομένη σύγχυση μεταξύ ομορρίζων και παραγώγων τής ετυμολογικής αλυσίδας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παραπλανητική μεταφορά των στοιχείων που παρέχουν τα λεξικά.

Διαβάζοντας τέτοια κείμενα, ο γλωσσολογικά ενήμερος αναγνώστης νιώθει βαθιά αμηχανία, όχι μόνον από την ισχυρή αυτοπεποίθηση των συντακτών, αλλά και από την τακτική τους να στηρίζονται στην αισθητική εντύπωση και όχι στην επιστημονική ανάλυση. Δυστυχώς, η κακή χρήση τού υλικού από (συχνά καλοπροαίρετους) ερευνητές, που όμως στερούνται επιστημονικού υποβάθρου, δεν είναι παρά απαρίθμηση σοφισμάτων που αποτιμήθηκαν σαν επιχειρήματα.

Έχω στο παρελθόν εξηγήσει (και εμμένω σε αυτή τη θέση) ότι δεν έχει νόημα η λεπτομερής αναίρεση κάθε γλωσσικού μύθου, ότι είναι περιττή εφόσον έχουμε εξασκήσει τις δυνάμεις αντιλήψεώς μας μέσω της κατάρτισης, ώστε ευθύς να αναγνωρίζουμε την πλάνη. Συμβαίνει κάποτε, όμως, η πλάνη να είναι καλά κρυμμένη πίσω από τη συγκίνηση που προκαλεί και τα γλωσσολογικά εργαλεία να χρησιμοποιούνται με παροδηγημένο ρομαντισμό, καθώς ο ερευνητής πασχίζει να συμμορφώσει τη γλωσσική ύλη με την έμπνευση, θεωρώντας ότι η επιστήμη υποχρεούται να λογοδοτήσει σε κάποια ωραία (εθνική ή άλλη) ιδέα.

Προσέξτε, παρακαλώ, την ακόλουθη ένδειξη:

Στο προαναφερθέν άρθρο διατυπώνεται η κεντρική ιδεολογική θέση ότι οι διαπιστωμένες σχέσεις μεταξύ γλωσσών τεκμηριώνουν «τὴν δυνατότητα καὶ ἐπάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς νὰ ἑρμηνεύη ἐτυμολογικῶς καὶ ἐν πολλοῖς καὶ μορφολογικῶς ὁποιαδήποτε γλῶσσα». Οι συντάκτες ισχυρίζονται ότι αυτό «ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἀρχικὴ γλῶσσα ἄμεσο πρόγονο τῆς Ἑλληνικῆς, τὴν Ἑλληνοπελασγική, τὴν βάση τῆς ἑνιαίας ὁμογλωσσίας τοῦ ἀρχέγονου ἑλληνικοῦ χώρου, τῆς κοιτίδας τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ».

Επειδή οι εσφαλμένες αυτές απόψεις χαρακτηρίζονται από ηχητικό πληθωρισμό που ακούεται ευχάριστα στα απρόσεκτα αφτιά, έκρινα σκόπιμο να στρέψω την προσοχή σε δύο βασικές μεθοδολογικές πλάνες που υπόκεινται σε τέτοια κείμενα και αιχμαλωτίζουν τον τρόπο σκέψεως, ώστε να παράγει στάση αδιάφορη για την επιστήμη.

1) Έλλειψη συστηματικότητας.

Η χρήση τού υλικού σε εργασίες γλωσσικής μυθολογίας διακρίνεται από ρευστότητα, ασυνέπεια και σύγχυση. Οι όποιες συγκρίσεις δεν υπαγορεύονται από καμμία συστηματική αντιστοιχία, αλλά υποτάσσονται μόνο στην τυχαιότητα, αν ο επιδιωκόμενος σκοπός φαίνεται προσιτός.

Το ακόλουθο παράδειγμα από το ίδιο άρθρο είναι, καθώς πιστεύω, ικανό να επεξηγήσει τα ανωτέρω:

Οι συντάκτες συνδυάζουν διάσπαρτα γλωσσικά στοιχεία, τα οποία νομίζουν ότι αποδεικνύουν σχέση καταγωγής τής Φινλανδικής από την Ελληνική. Κατά τη συνήθη τακτική των κειμένων αυτής της κατηγορίας, ο προσφορότερος στόχος είναι λέξεις που εμφανίζουν κάποια ομοιότητα στη μορφή και είναι παραπλήσιες στη σημασία. Ως εκ τούτου, φινλανδικές λέξεις ανάγονται αδίστακτα σε αρχαίες ελληνικές, π.χ. φινλ. vesi «νερό» (αρχ. Fύδωρ), aina «πάντοτε» (αρχ. αἰωνίως), tuli «φωτιά» (αρχ. σέλας), sulo «χάρη» (αρχ. θάλλειν), riekale «κουρέλι» (αρχ. ῥάκος με κατάληξη –ύλλον = -ale), puu «δέντρο» (αρχ. φύειν) και παρόμοια. (Οι τύποι γράφονται ακριβώς όπως τους παραθέτουν οι συντάκτες τού άρθρου).

Φοβούμαι πως οι ανωτέρω συγκρίσεις συνιστούν καθαρή άσκηση παρετυμολογίας. Οι συγγραφείς απομονώνουν τεμάχια λέξεων βασισμένοι σε επιφανειακή και τυχαία ομοιότητα, παραθεωρώντας ότι η ετυμολογία προϋποθέτει αυστηρή και αναλυτική επεξήγηση της όποιας αντιπαραβολής. Συνεπώς, η συσχέτιση των aina – αἰωνίως, sulo – θάλλειν, tikki – στίζειν και άλλων δεν προσφέρει απολύτως τίποτε, διότι στηρίζεται μόνο στη φαντασία και δεν αποδεικνύει συστηματική σύνδεση του πλήρους κλιτικού και μορφολογικού παραδείγματος των λέξεων. Οι συντάκτες έχουν ακόμη παρερμηνεύσει διάφορες υποθέσεις για δάνεια μεμονωμένων λέξεων των φιννοουγγρικών γλωσσών από γειτονικές (κυρίως τευτονικές) γλώσσες, όπως εικάζεται ότι συνέβη π.χ. με το φινλ. tikki (πβ. αρχ. γερμ. *stik-i- > γοτθ. stiks «τσίμπημα, ραφή», ομόρριζο των αρχ. στίζω, λατ. *stingo, σύνθ. di-stinguo), οι οποίες ασφαλώς δεν σημαίνουν ότι πηγή προελεύσεως είναι η Ελληνική.

Η ετυμολογία, ως απαιτητικός γλωσσολογικός κλάδος, επιβάλλει επίσης ικανοποιητική ερμηνεία κάθε εικαζόμενης φωνητικής αλλαγής. Η υποτιθέμενη προέλευση του φινλ. vesi από το αρχ. ὕδωρ δεν εξηγείται με την επιπόλαιη υπόθεση ότι έχουμε «τροπὴ ὀδοντικοῦ δ σὲ σ»· η εν λόγω τροπή είναι σπανιότατη και εμφανίζεται σε ορισμένο φωνητικό περιβάλλον (κυρίως όταν γειτονεύει με ημιφωνικό φθόγγο), όχι όποτε μας εξυπηρετεί. Το ζεύγος tuli – σέλας δεν ερμηνεύεται με το σόφισμα «δωρικὴ τροπὴ σ- > τ-», αφ’ ενός μεν διότι αυτή η εξέλιξη δεν είναι καθολική στις δωρικές διαλέκτους, αφ’ ετέρου δε διότι δεν επηρεάστηκε ο τύπος σέλας.

Η έλλειψη συστηματικότητας που διέπει αυτή τη συλλογιστική γραμμή φανερώνει την ανεπάρκειά της και με έναν ακόμη τρόπο. Οι συγκρίσεις αφορούν μόνο σε τυχαίες ομοιότητες λέξεων, ουδέποτε σε αντιστοιχίες συστημάτων και μορφολογικών παραδειγμάτων.

Εξηγούμαι:

Οι ερευνητές που καταγίνονται με τέτοιες θεωρητικές υποθέσεις δεν μπορούν να νίψουν τας χείρας των παρουσιάζοντας απλώς το ζεύγος π.χ. vesi – (F)ύδωρ. Οφείλουν να αποδείξουν ισχυρές αντιστοιχίες για ολόκληρο το κλιτικό παράδειγμα, π.χ. ὕδατος, ὕδατα (πβ. τα όντως ομόρριζα χεττ. wātar, wetenas, γοτθ. wato, watins). Οφείλουν να εξετάσουν ολόκληρο το σύστημα του ρήματος π.χ. θάλλω, για να εντοπίσουν αναλογία (που υπερβαίνει την τυχαία ομοιότητα) στην κλίση, στα πρόσωπα και στους χρόνους με φινλανδικό ρήμα (και όχι με το ουσ. sulo «χάρη»). Οφείλουν να παραθέσουν ομάδες ελληνογενών λέξεων με παραγωγικό μόρφημα που να προέρχεται από το αρχ. -ύλον. Και είναι υποχρεωμένοι να παράσχουν πειστικές αποδείξεις ότι η γλώσσα-στόχος (Φινλανδική) συμμερίζεται τουλάχιστον κάποιες από τις μορφολογικές ιδιαιτερότητες της υποτιθέμενης γλώσσας-πηγής (Αρχαίας Ελληνικής, όπως είναι ο αναδιπλασιασμός, η ρηματική αύξηση, το μεταπτωτικό σύστημα), για να μη μνημονεύσουμε στοιχεία ταυτότητας της γλώσσας, που δεν γίνονται εύκολα αντικείμενο δανεισμού (όπως οι αντωνυμίες, τα στερητικά μορφήματα και οι τύποι τού προσωπικού ρήματος «είμαι»).

Συμπέρασμα: Τα γλωσσικά μυθεύματα αστοχούν οικτρά στον τομέα τής σύγκρισης, επειδή αποτυγχάνουν να αποδείξουν συστηματικότητα στη δομή. Η Φινλανδική ανήκει σε άλλη γλωσσική οικογένεια (ουραλική) και είναι μάταιο να αναζητούμε την αφετηρία της σε οποιονδήποτε κλάδο τής ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας.

2) Ελλιπής αξιολόγηση του υλικού.

Οι ουτοπικές γλωσσικές θεωρίες αναζητούν αδυναμίες τής ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας, για να εκφράσουν τη διαφωνία τους με πάταγο. Οι εισηγητές τους σύρονται από τη σκέψη ότι έτσι ανοίγουν τον δρόμο, για να θέσουν στην αφετηρία τής ομογλωσσίας την Ελληνική. Εντούτοις, όσοι προβαίνουν σε τέτοιους έωλους ισχυρισμούς καταλήγουν απλώς να ακυρώνουν κάθε εργαλείο τής επιστημονικής έρευνας.

Ας επιστρέψουμε στο προαναφερθέν άρθρο, που χρησιμεύει ως παράδειγμα στη συζήτησή μας, για να επισημάνουμε το πρόβλημα.

Οι συντάκτες κατακρίνουν μία από τις επιχειρηθείσες διαιρέσεις των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, την πεπαλαιωμένη ταξινόμηση σε γλώσσες centum και satem (από το αριθμητικό εκατό, όπως απαντά σε διάφορες γλώσσες). Αξίζει να παρατηρηθεί ότι η συγκεκριμένη διαίρεση δεν θεωρείται πλέον λειτουργική στη σύγχρονη Ι.Ε. γλωσσογεωγραφία, επειδή βασίζεται σε ένα μόνο χαρακτηριστικό και δεν παράγει ισόγλωσσο που να ανταποκρίνεται σε όσα γνωρίζουμε για τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Εφόσον οι γλώσσες των δύο αυτών κατηγοριών δεν μοιράζονται άλλα συστηματικά στοιχεία, δεν θεωρούμε σήμερα ότι η διαίρεση centum – satem συμβάλλει στις γνώσεις μας για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (Π.Ι.Ε.) φωνολογία. (Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται θεωρητικά για το ζήτημα μπορεί να συμβουλευτεί, μεταξύ άλλων, το εξαιρετικό πρόσφατο εγχειρίδιο του James Clackson, Indo-European Linguistics, Cambridge 2007, σ. 49-53).

Οι συντάκτες τού άρθρου, όμως, αποτυγχάνουν να παρακολουθήσουν την επιστημονική σκέψη και τη διαδρομή που διήνυσε η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα και ύστερα. Ενώ ισχυρίζονται ότι «αὐτὴ ἡ διάκριση [δηλ. centum – satem] εἶναι λανθασμένη καὶ σκοποθηρική», στη συνέχεια πιστεύουν πως επιλύουν το ζήτημα τοποθετώντας απλώς στην αφετηρία την ελληνική γλώσσα. Προβάλλουν τη θέση ότι «ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἤδη ἀπὸ τῆς μυκηναϊκῆς διαλέκτου εἶναι ἡ μόνη ποὺ καλύπτει τὴν ἑρμηνεία τῆς ἐναλλαγῆς σ/κ». Οι ατέλειες της διαίρεσης centum – satem μπορούν, επομένως, να αρθούν «ἐὰν δεχθοῦμε τὸ γεγονὸς τῆς συνύπαρξης ἐναλλακτικῶς τῶν φθόγγων σ/κ σὲ ὁμόρριζα τῆς Ἑλληνικῆς». Κατόπιν αναφέρονται μερικές περιπτώσεις, στις οποίες νομίζουν ότι υπάρχει ασυνέπεια, όπως σανσκριτικές λέξεις που εμφανίζουν k αντί συριστικού φθόγγου και παραδείγματα αρχαιοδιαλεκτικών τύπων με διπλή αντιπροσώπευση (-κ- και -σ-). Λυπούμαι ότι οι θέσεις αυτές επαναλήφθηκαν έκτοτε από ολιγάριθμους κλασικούς φιλολόγους με τον ισχυρισμό ότι εδραιώνουν κάποιου είδους «ιαπετική» (εννοούν, αντίθετα από τον Γ. Χατζιδάκι, ελληνογενή) ομογλωσσία.

Έχω χρέος να επισημάνω ότι οι αρθρογράφοι έχουν καθ’ ολοκληρίαν παρανοήσει τις παραμέτρους τού ζητήματος. Θα προσπαθήσω να περιγράψω με αδρές γραμμές το επίμαχο θέμα, χωρίς (πολύ φοβούμαι) να αποφύγω τη σχολαστικότητα που συνεπάγεται η πραγμάτευσή του.

Για να αντιληφθούμε ποιοι τύποι είναι συγκρίσιμοι, απαιτείται να έχουμε υπ’ όψιν τι έχει αποδείξει / αποκαταστήσει η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία σχετικά με το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό φωνολογικό σύστημα για τον προκείμενο τομέα. Τα οροφικά σύμφωνα της Π.Ι.Ε. (παλαιότ. gutturals, τώρα συνήθως dorsals) διαιρούνται σε τρεις σειρές: α) ουρανικά [palatals]: *k΄, *g΄, *g΄h, β) υπερωικά [velars]: *k, *g, *gh, γ) χειλοϋπερωικά [labiovelars]: *kw, *gw, *gwh. Από τις τρεις αυτές σειρές μόνον η πρώτη (των ουρανικών) παρουσιάζει την τάση για συριστικοποίηση στις αποκαλούμενες satem γλώσσες, πρόκειται δε σαφώς για νεωτερισμό (όχι αρχαϊσμό) των συγκεκριμένων γλωσσών.

Οι συντάκτες τού άρθρου αναμειγνύουν ετερόκλιτα στοιχεία, παραβάλλοντας δεδομένα από διαφορετικές συμφωνικές σειρές, ενώ επιπλέον παραβλέπουν εντελώς τον ρόλο των γειτονικών φωνηέντων.

Εξετάστε μερικά από τα παραδείγματα που επικαλούνται:

Περίπτωση 1: Το αρχ. κείρω, που ανάγεται σε Ι.Ε. θέμα *sker- «κόβω, διαιρώ», συνδέεται με ομόρριζα όπως τα συνώνυμα λιθ. skìrti, skiriù και σανσκρ. krntati, kartati (γ΄ ενικό πρόσωπο). Εδώ το οροφικό σύμφωνο είναι καθαρό υπερωικό, το οποίο διατηρείται σε όλη την ομογλωσσία και επομένως δεν σχετίζεται με τη διαίρεση centum – satem.

Περίπτωση 2: Συνθετότερη είναι η περίπτωση της ερωτηματικής αντωνυμίας τίς. Ποιο είναι το αρχικό σύμφωνο; Το υλικό τής ομογλωσσίας παρέχει τα εξής στοιχεία προς σύγκριση: λατ. quis, χεττ. kwis, γοτθ. hwas, σανσκρ. kas, λιθ. kas. Είναι προφανές ότι ο αρχικός οροφικός φθόγγος είναι το χειλοϋπερωικό *kw- (όχι κάποιο «ελληνοπελασγικό» qπ) και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στη διαίρεση centum – satem, η οποία, όπως ελέχθη, αφορά στη σειρά των ουρανικών συμφώνων.

Ας σημειωθεί ότι οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι δεν εξελίχθηκαν ομοίως στις Ι.Ε. γλώσσες και στις επί μέρους διαλέκτους, αλλά η αντιπροσώπευσή τους είναι αυστηρά συνδεδεμένη με το εκάστοτε γειτονικό φωνήεν. Επί παραδείγματι, το Ι.Ε. χειλοϋπερωικό *kw απαντά στη Σανσκριτική κανονικά ως k, αλλά εξελίχθηκε σε c, όταν ακολουθούσε *e, *i, *j. Παραδείγματα: σανσκρ. pañča (< *penkwe, πβ. αρχ. πέντε, αιολ. πέμπε), čakra- (< θ. *kwel-, πβ. αρχ. κύκλος, παλ. σκανδ. hvel).

Συνεπώς, κατανοούμε ότι η κάποτε διαφορετική αντιπροσώπευση ενός φθόγγου στις διαλέκτους αποτελεί χωριστή εξέλιξη υπαγορευόμενη από το άμεσο φωνητικό περιβάλλον. Όσα γνωρίζουμε από την ιστορική πορεία των γλωσσών μάς πείθουν ότι οι σύνθετης άρθρωσης χειλοϋπερωικοί φθόγγοι, που δεν διατηρήθηκαν στην Ελληνική, έχουν σαφώς αρχαϊκό χαρακτήρα. Η αντιπροσώπευση π.χ. του Ι.Ε. *gw- στη Λατινική ως gu- (διατήρηση), g- (διατήρηση του υπερωικού στοιχείου) και v/f (διατήρηση του χειλικού στοιχείου) συμφωνεί με τον ρεαλισμό που πρέπει να διέπει την αποκατάσταση ή επανασύνθεση. Αν αγκιστρωθούμε στην ελληνοκεντρική γλωσσική μυθολογία, ότι τα αρχαία σύμφωνα βρίσκονται στην αφετηρία τής αλυσίδας, δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος να εξηγήσουμε τη διπλή άρθρωση των λατ. qu-, χεττ. kw- και ομοίως.

Περίπτωση 3: Η άτοπη χρήση τού υλικού φανερώνεται ακόμη στην περίπτωση των αρχ. ρημάτων κίω «φεύγω, τρέχω», κινῶ (-έω) και σεύω / σεύομαι «τρέχω, κυνηγώ», που δεν αποκλείεται να συγγενεύουν ετυμολογικώς. Το γεγονός ότι το θέμα κι- συνδέεται με το λατ. ci-tus «ταχύς» και ότι το σεύω ίσως σχετίζεται με το σανσκρ. cyávate «περπατώ, βαδίζω» και το αρμεν. čogay «πήγα», δεν αποδεικνύει ότι οι ελληνικοί τύποι είναι οι αρχικοί. Για να έχουμε διττή εξέλιξη, χρειαζόμαστε συμφωνικό φθόγγο που να την επιτρέπει και αυτός είναι, πιθανότατα, το ουρανικό *k΄ ή *kj (I.E. θέμα *kjew-). Όπως ο νεοελληνικός τσιτακισμός [affrication] προϋποθέτει ουράνωση [nasalisation], η οποία τελείται πριν από πρόσθιο φωνήεν /e, i/, ομοίως η αρχαία συριστικοποίηση [sibilisation] απαιτεί επίσης προσθίωση της άρθρωσης [k΄] / [kj] (προ των e, i). Αν το ουρανικό στοιχείο χαθεί, τότε το οροφικό σύμφωνο διατηρείται ως απλό [k].

Ελάχιστα αρχαιοελληνικά θέματα εμφάνισαν εξέλιξη και προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλά το ίδιο συνέβη και σε γλώσσες όπως η Τοχαρική, όπου το ουρανικό *k΄ απαντά ως [š] πριν από /e, i/ και ως [k] στα υπόλοιπα φωνητικά περιβάλλοντα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η Τοχαρική είναι η πηγή τής ομογλωσσίας.

Έχοντας ήδη αρκετά μακρηγορήσει, δεν θα επιμείνω άλλο στα ατοπήματα του άρθρου. Υποσημειώνω το εξής: Οι παραπομπές σε αναγνώσματα όπως του μουσικολόγου Nors Josephson για υποτιθέμενα ελληνικά στοιχεία γλωσσών τής Πολυνησίας και του γλωσσομαθούς ερασιτέχνη Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda), ο οποίος διατύπωσε εντελώς αστήρικτους ισχυρισμούς για τη σχέση Εβραϊκής και Ελληνικής, στερούν από το άρθρο οποιαδήποτε βιβλιογραφική και επιστημονική θεμελίωση.

Η αναζήτηση τεκμηρίων, όταν στο βάθρο έχει ήδη τοποθετηθεί ένα μύθευμα, καταδικάζει εξ αρχής την προσπάθεια, ακόμη και αν πηγάζει από γνήσια αγάπη για τη γλώσσα. Επειδή το αίσθημα της αρέσκειας εξουσιάζει την κρίση, με λύπη διαπιστώνουμε ότι le coeur a ses raisons, que la raison ignore…

Στα μάτια ενός μικρού παιδιού ό,τι λάμπει ή γυαλίζει φαντάζει άκρως ελκυστικό, παρ’ ότι μπορεί να είναι ασήμαντης αξίας. Παρόμοια, τα γλωσσικά μυθεύματα τροφοδοτούν την αισθητική συγκίνηση και υπαγορεύουν ιδέες αλλοιωμένες, που όμως αστράφτουν μέσα στην άγνοια από την οποία απορρέουν.

Ας παραδεχτούμε ότι η επιστημονική ανάλυση έχει άλλες αξιώσεις, που επικαθορίζονται από την αντικειμενικότητα των στοιχείων. Ας παραδεχτούμε ότι αυτός ο λεπτομερής επιστημονικός χάρτης είναι ο μόνος δοκιμασμένος στον χρόνο, στην παραγωγή αποτελεσμάτων και στον έλεγχό τους. Και ας παραδεχτούμε ότι μόνο η πυξίδα που επαληθεύεται με αυτόν μπορεί να μας προστατέψει από τα ατοπήματα της ουτοπίας.

7/7/08

Το τελικό -ν: Γραφέας και αναγνώστης

trattando l’ombre come cosa salda
Δάντης

Φανταστείτε ότι έχετε ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι και το σφραγίζετε ενόσω βρίσκεστε στην κορυφή ενός βουνού, ώστε να είναι γεμάτο αέρα. Καθώς κατεβαίνετε, διαπιστώνετε αμέσως ότι το μπουκάλι αρχίζει να συρρικνώνεται. Ο λόγος είναι προφανής: Η πίεση του εξωτερικού αέρα είναι ισχυρότερη από τον αραιότερο αέρα τού βουνού, ο οποίος είναι εγκλωβισμένος στο εσωτερικό.

Οι ορθογραφικές συμβάσεις που διατυπώνονται υπό μορφήν κανόνα έχουν να εξισορροπήσουν πιέσεις τις οποίες κάποτε παραβλέπουμε. Είναι περίεργο και κατά κάποιον τρόπο άδικο ότι μερικές φορές αστοχούμε να παρατηρήσουμε την ορθογραφική σύμβαση από την πλευρά τού αναγνώστη, όχι μόνο του γραφέα. Η πίεση μεταξύ των δύο ρόλων δεν είναι ισομερής και, αν την αγνοήσουμε, ενδέχεται να σπαταλούμε εξαιτίας της πολύτιμες πνευματικές δυνάμεις.

Οι μελέτες δείχνουν ότι, αν εξαιρέσουμε τη γραφή ορισμένων καταλήξεων, η χρήση (και κυρίως η παράλειψη) του τελικού -ν αποτελεί ένα από τα σημεία όπου εντοπίζονται τα περισσότερα ορθογραφικά λάθη. Εξετάζοντας συστηματικά την έκταση και το είδος τής σύγχυσης σε κάθε είδους κείμενα, είναι λογικό να διερωτηθούμε αν ο συμβατικός κανόνας προσφέρει επαρκή κατεύθυνση, αν ρυθμίζει ικανοποιητικά το φαινόμενο που επιδιώκει να περιγράψει.

Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω, αν μου επιτρέπεται ο λόγος, να γείρω την πλάστιγγα προς την πλευρά τού αναγνώστη-αποδέκτη των κειμένων, κρίνοντας υπό αυτό το πρίσμα τις ρυθμίσεις και τις προτάσεις για τη γραφή τού τελικού -ν. Ο αναγνώστης μου θα ξέρει, χωρίς ανάγκη για δική μου υπενθύμιση, ότι η σπουδή τής γλωσσικής χρήσης μελετά στην πραγματικότητα ανάσες ζωντανού λόγου και αναγνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να περιγράψει ανέπαφη την ευρυχωρία τους. Μερικές φορές τείνουμε να ξεχνούμε αυτή την αλήθεια και να «μεταχειριζόμαστε τους ήσκιους σαν κάτι στερεό», όπως έγραψε ο Δάντης στον στίχο που παρέθεσα. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να κατευθυνθεί η συζήτηση στα εξής καίρια ερωτήματα: Ποιος ρόλος πρέπει να έχει προτεραιότητα στην ορθογραφική σύμβαση, του γραφέα ή του αναγνώστη; Ποια είναι τα βασικά συστατικά μέρη τού ορθογραφικού κανόνα και πώς ανταποκρίνονται σε αυτά οι μέχρι τώρα διατυπωμένες προτάσεις;


Γραφέας και αναγνώστης: Ποιος έχει προτεραιότητα;


Ενώ όποιος απολαμβάνει τη μουσική δεν είναι απαραιτήτως μουσικός, ο γραφέας και ο αναγνώστης είναι οπωσδήποτε ρόλοι τού ίδιου ομιλητή. Η πραγματικότητα μας αναγκάζει να παραδεχτούμε ότι η διάκριση γραφέα και αναγνώστη υφίσταται μόνον ως εναλλαγή ρόλων. Στη διδακτική τής γλώσσας συχνά διαπιστώνουμε ότι η διευκόλυνση του ενός καταλήγει σε επιβάρυνση του άλλου, ότι η οικονομική ή πλεοναστική καταβολή δυνάμεων έχει για τους δύο ρόλους αντίθετη ροπή.

Υπάρχουν δύο ισχυροί λόγοι, για τους οποίους ο αναγνώστης δικαιούται προτεραιότητα.

Πρώτον, ο εγγράμματος ομιλητής λειτουργεί ως αναγνώστης σε βαθμό πολλαπλάσιο από ό,τι ως γραφέας. Η ανάγνωση κειμένων για πρακτικούς λόγους, σε καθημερινές συναλλαγές, αλλά και προς επιμόρφωση, εκπαίδευση ή καλλιέργεια υπερτερεί κατά πολύ της παραγωγής κειμένων. Η επέκταση του γραμματισμού στις σύγχρονες κοινωνίες επιβάλλει ή υποχρεώνει σε συνεχή αναγνώριση και ανάγνωση κειμένων, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη για επαρκείς αναγνώστες.

Δεύτερον, αν χρειάζεται οπωσδήποτε να διαλέξουμε, προφανώς θα αναγνωρίσουμε ότι παρέχοντας περισσότερη, ίσως και πλεοναστική, πληροφορία, εξασφαλίζουμε ισχυρό αντάλλαγμα: περισσότερη σαφήνεια. Αν και η οικονομία είναι για τον γραφέα πιο επιθυμητή, θα προτιμήσει να την αποποιηθεί ή να τη θυσιάσει, όταν αντιληφθεί ότι η ακρίβεια και η σαφήνεια διακυβεύονται από την επιλογή του. Ο ομιλητής ως αναγνώστης έχει αξιολογικό βάρος μείζονος σπουδαιότητας.

Η γραφή ή η παράλειψη του τελικού -ν με βάση την ισχύουσα (σχολική) ρύθμιση επιβαρύνει ιδιαίτερα τον αναγνώστη, διότι δεν είναι σχεδιασμένη για τις δικές του ανάγκες. Ο κανόνας ορίζει ότι το τελικό -ν του άρθρου τον, την, του αριθμητικού έναν και των αρνητικών δεν, μην χάνεται όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από διαρκές σύμφωνο {β, γ, δ, ζ, θ, λ, μ, ν, ρ, σ, φ, χ} (Νεοελληνική Γραμματική, §183-4, σ. 82-83).

Η τήρηση του κανόνα, όποιο κέρδος και αν έχει για τον γραφέα, αφήνει πρόσφορο έδαφος για ασάφεια (π.χ. τον μεγάλο κόλπο ~ το μεγάλο κόλπο· έπειτα δε/δεν (;) θα βρούμε τρόπο να γυρίσουμε πίσω· πρώτα θα γίνει τεχνικός έλεγχος, κατόπιν δε (;) θα εκδοθεί πιστοποιητικό καταλληλότητας). Ίσως κάποιος αντιτάξει ότι η όποια αμφισημία αίρεται από το συγκείμενο ή από τη σύνταξη, αλλά ακόμη και όταν δεν υπάρχει αντικειμενικώς ασάφεια, σημειώνεται καθυστέρηση της ανάγνωσης, που οφείλεται στην αβεβαιότητα του αναγνώστη. Επί παραδείγματι, όταν ακολουθεί επίθετο (ή περισσότερα του ενός επίθετα), η απουσία τού τελικού -ν μπορεί να υποχρεώσει τον αναγνώστη να επιστρέψει στο κείμενο, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι κατάλαβε σωστά (π.χ. συνέταξε ένα(ν) σύντομο αλλά κατανοητό και εκσυγχρονισμένο κανονισμό).

Ας σημειωθεί ότι η β΄ έκδοση της επιτετμημένης Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής (1975), η οποία διανεμήθηκε στα σχολεία, ενσωμάτωνε απόφαση του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη να διατηρείται το τελικό -ν «πάντοτε, ὁποιοδήποτε σύμφωνο καὶ ἂν ἀκολουθῆ, στὶς ἀκόλουθες περιπτώσεις: α) στὸ ἄρθρο τὸν πρὶν ἀπὸ ἐπίθετο (ἀνεξάρτητα ἂν ἀκολουθῆ ἢ ὄχι οὐσιαστικό), ἢ πρὶν ἀπὸ ὄνομα κύριο (…)· β) στὰ ἄκλιτα δέν, σάν (…) δ) στὴν τριτοπρόσωπη προσωπικὴ ἀντωνυμία τόν: τὸν βλέπω» (§136).

Η καλοσχεδιασμένη αυτή προσαρμογή αναιρέθηκε το επόμενο έτος και έκτοτε η σχολική Γραμματική δεν υιοθέτησε καμμία πρόταση που να αντανακλά περίσκεψη για τον αναγνώστη, αλλά αντιμετώπισε το τελικό -ν περίπου σαν μάταιο στολίδι. Επιπλέον, η πρόβλεψη της σχολικής Γραμματικής να φυλάσσεται το τελικό -ν «όπου χρειάζεται» (π.χ. στις αρσενικές αντωνυμίες αυτόν, εκείνον, τούτον: εκείνον το δρόμο, §184) μετακυλίει αδικαιολόγητο βάρος στον γραφέα, ο οποίος πρέπει τώρα να αποφασίζει αν υπάρχει πιθανότητα συγχύσεως. Προφανώς μπορεί να κάνει λάθος.


Ορθογραφική ρύθμιση: Παράμετροι


Απαιτούμε συνήθως από την ορθογραφική σύμβαση να χαρακτηρίζεται από συνέπεια: ευλόγως, διότι τότε είναι διδακτή και εφαρμόσιμη. Τον ουσιώδη ρόλο τής συνέπειας στην ιστορική-ετυμολογική ορθογραφία κατέδειξα σε προηγούμενα άρθρα μου, εξηγώντας σε ποιους τομείς η ετυμολογική αρχή ενισχύει την αξιοπιστία τού συστήματος. Σε γλώσσα με ενήλικη πλέον γραφή, όπως η Νέα Ελληνική, που δεν μαστίζεται πια από την άναρχη και πολύσπερμη εμφάνιση των κειμένων τού 18ου και 19ου αιώνα, η συστηματοποίηση είναι ζητούμενο και αξία.

Ο ορθογραφικός κανόνας που αποσκοπεί στη συνέπεια πληροί δύο επάλληλες παραμέτρους:

(α) Γενίκευση [generalisation], που σημαίνει ότι αντλεί στοιχεία από μεμονωμένες περιπτώσεις και προχωρεί στην περιγραφή ομολόγων.
(β) Προβλεψιμότητα [predictability], που σημαίνει ότι ενσωματώνει τη δυνατότητα να περιγράφει τύπους και μορφές που θα προκύψουν στο μέλλον ή σε καταστάσεις που δεν διατυπώνονται ρητά.

Από τα παραπάνω είναι, καθώς πιστεύω, εμφανές ότι η ορθογραφική σύμβαση έχει ισχύ ανάλογη της κανονικότητας στην οποία αποβλέπει. Αν κάτι περιορίζει ή εξισορροπεί τη γενίκευση και την προβλεψιμότητα, είναι η αρχή τής λογικής αντιπροσωπευτικότητας [reasonable representativeness], όπως ορίζεται στη διδακτική τής γλώσσας, η οποία επιτρέπει την αποτύπωση των φωνητικών αλλαγών, όταν δεν αλλοιώνεται το ίνδαλμα των λέξεων (π.χ. αποφεύγουμε να δηλώσουμε την έκκρουση ως ένωση του κλιτικού με το ρήμα: *τούδωσε, *μειδοποίησε) και όταν δεν διακυβεύεται η σαφήνεια.

Ας μεταφέρουμε τα παραπάνω θεωρητικά στοιχεία στο εξεταζόμενο θέμα.

Ο Αγαπητός Τσοπανάκης ασχολήθηκε συστηματικά με το πρόβλημα του τελικού -ν, τόσο σε χωριστό μελέτημά του (Προβλήματα της Δημοτικής: Το τελικό -ν, Θεσσαλονίκη 1987) όσο και στη Νεοελληνική Γραμματική του (Αθήνα & Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 169-174). Στα κείμενά του εύστοχα επισημαίνει ότι η ρύθμιση της γραφής τού τελικού -ν συσκότισε το σπουδαιότερο ζήτημα, που θα έπρεπε να είναι η επίδρασή του στη συμπροφορά και συνεκφορά με τον αρκτικό φθόγγο τής επόμενης λέξης στον προφορικό λόγο (π.χ. τον πρώτο καιρό [tom bróto ceró], την ξέρω [tiŋ gzéro], τη ντροπή [ti dropí]). Ακόμη παρατήρησε ότι το σπουδαιότερο πρόβλημα είναι «ἡ ματαιότητα τῆς προσπάθειάς μας νὰ ἀπομνημονεύσουμε τοὺς κανόνες τῆς ἀφομοίωσης ἢ τῆς διατήρησης τοῦ -ν μπροστὰ σ’ αὐτὰ ἢ σ’ ἐκεῖνα τὰ σύμφωνα καὶ φωνήεντα» (σελ. 172).

Εφόσον οι κανόνες συμπροφοράς αφορούν κατ’ εξοχήν στον ρέοντα προφορικό λόγο, οι εγγενείς περιορισμοί τής γραφής επιβαρύνουν άσκοπα τον γραφέα με φορτίο που ίσως αδυνατεί να σηκώσει. Ως αποτέλεσμα, η πείρα δείχνει ότι, παρά τη σχολική ρύθμιση, η υπόσταση του τελικού -ν στα σχολικά γραπτά παραμένει αβέβαιη. Λάθη όπως *το καιρό, *τη τροφή, *ένα καθηγητή, *κάποιο άνθρωπο έχουν χαρακτήρα ποιοτικό και συστηματικό: ο μαθητής έχει αλλοιωμένη εικόνα τού ρόλου τού τελικού -ν στη φωνοτακτική διαδοχή και εικάζει ότι είναι προτιμότερο ή ασφαλέστερο να το παραλείψει.

Ο Τσοπανάκης πρότεινε τη γραφή τού τελικού -ν σε όλες τις αιτιατικές τού οριστικού και αορίστου άρθρου τον-την, έναν-μιαν, των αντωνυμιών αυτόν-αυτήν, εκείνον-εκείνην, τούτον-τούτην, πόσον-πόσην, τόσον-τόσην κ.ά., καθώς και των άναρθρων επιθέτων και ουσιαστικών, π.χ. πολύν μαθητόκοσμο, τον/έναν δοκιμασμένο φίλο, ελαφρόν ύπνο, βαθύν ύπνο, πολύν κόσμο κ.ά. (έ.α. σελ. 173).

Οι προτάσεις αυτές επιλύουν το πρόβλημα της πιθανής ασάφειας από την παράλειψη του τελικού -ν και έχουν το πλεονέκτημα της γενικευτικής επέκτασης, η οποία μειώνει την υποχρέωση του γραφέα να απομνημονεύσει κανόνες που ενδεχομένως δεν κατανοεί.

Ασκώντας όμως καλή κρίση, αναρωτιόμαστε αν μερικές από τις προτεινόμενες αλλαγές χαρακτηρίζονται από λογική αντιπροσωπευτικότητα και προβλεψιμότητα, αρχές απαραίτητες για την ορθογραφική σύμβαση. Αν γράψουμε, καθώς συστήνει η Γραμματική Τσοπανάκη, Κύριον Γιώργον Μιχαλόπουλον, καθηγητήν, έμπορον, Κυρίαν Μελπομένην Μιχαλοπούλου, καθηγήτριαν, είναι αμφίβολο αν αποσαφηνίζουμε κάποια συγκεχυμένη δομή, συγχρόνως δε υποπίπτουμε στο σφάλμα να περιγράφουμε τύπους ανύπαρκτους στη γλωσσική χρήση ή απηρχαιωμένους. Η πρόταση δε να γράφουμε το τελικό -ν «ὅπου ἀλλοῦ ἡ σαφήνεια τοῦ λόγου τὸ καθιστᾶ ἀναγκαῖο, ἰδίως στὴν δήλωση ἄναρθρων ἀντικειμένων σὲ αἰτιατική» (έ.α.) στερείται προβλεψιμότητας, διότι αποθέτει στον γραφέα την ευθύνη ή το φορτίο να αναλύσει συντακτικά την πρόταση και, αφού αναγνωρίσει το άναρθρο αντικείμενο, να κρίνει αν απαιτεί αποσαφήνιση. Επιπλέον, ο αναγνώστης δικαίως θα αναρωτηθεί γιατί διατηρούμε το τελικό -ν στον γραπτό λόγο διδάσκοντας ότι αποβάλλεται μόνο στον προφορικό, αλλά δεν έχουμε αντίρρηση να εκθλίβουμε φωνήεντα που εκκρούονται από ισχυρότερα (π.χ. σ' αυτούς, σ' εκείνον, όπως γράφονται κατά κανόνα στη Γραμματική Τσοπανάκη).


Οι προτάσεις που συζητήθηκαν παραπάνω μας έδωσαν την ευκαιρία να εξετάσουμε γιατί είναι άστοχο να υποβαθμίζεται ο ρόλος τού αναγνώστη στην ορθογραφική σύμβαση. Συγχρόνως διακρίναμε ότι η γενίκευση και η προβλεψιμότητα της ρύθμισης πρέπει απαραιτήτως να εξισορροπούνται από τη λογική αντιπροσωπευτικότητα, ώστε η σύμβαση να είναι εφαρμόσιμη.

Υπάρχουν δύο ακόμη ζητήματα που αξίζουν την προσοχή μας. Πώς αιτιολογείται ιστορικά ο κλονισμός τού τελικού -ν, που ήγειρε την ανάγκη για αλλεπάλληλες ρυθμίσεις τής γραφής και της παράλειψής του; Ποιες λογικές παράμετροι μπορούν να ληφθούν υπ’ όψιν, προκειμένου η πίεση μεταξύ γραφέα και αναγνώστη να μην αποβαίνει εις βάρος τού δευτέρου και συγχρόνως να μη μετακυλίει στον πρώτο αδικαιολόγητο φορτίο;


Με αυτά τα ερωτήματα θα ασχοληθώ σε επόμενο άρθρο.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ (Φεβρουάριος 2011): Αξίζει να ενημερωθούν οι αγαπητοί φίλοι που πιθανώς ενδιαφέρονται για το ζήτημα ότι, σύμφωνα με απόφαση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ο σχολικός κανόνας για το τελικό -ν έχει πλέον αλλάξει επίσημα. Με μια καλομελετημένη προσαρμογή αποφασίστηκε να διατηρείται το τελικό -ν στο αρσενικό άρθρο τον πάντοτε, ανεξάρτητα από τον φθόγγο που ακολουθεί.

Η εύστοχη αυτή απόφαση εφαρμόζεται τόσο στην καινούργια γραμματική τού Γυμνασίου (των Χατζησαββίδη & Χατζησαββίδου) όσο και στην καινούργια γραμματική τού Δημοτικού (των Γεωργιαφέντη, Κοτζόγλου, Φιλιππάκη-Warburton), η οποία παρουσιάστηκε επίσημα στο πρόσφατο συνέδριο γλωσσολογίας τής Θεσσαλονίκης.

Στους συνδέσμους που παρέθεσα μπορεί ο αναγνώστης να εξετάσει αναλυτικά τις καινούργιες γραμματικές, που θα εισαχθούν στη σχολική τάξη.

17/6/08

Στοπ καρέ

Στην αγαπημένη μου Ρένα
για την όγδοη επέτειο του γάμου μας


Αν σας αρέσουν οι φωτογραφίες, θα έχει συμβεί να δείτε εικόνες τής περιοχής ή του τόπου σας, όπως έχει φωτογραφηθεί από άλλους. Ακόμη και αφού σας διαβεβαίωσαν ότι αυτό που βλέπετε είναι η συνοικία ή το σπίτι σας, οπωσδήποτε χρειαστήκατε λίγα λεπτά για να επαληθεύσετε την πληροφορία. Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιείτε, προσπαθούσατε να ξαναδείτε κάτι οικείο μέσα από το βλέμμα κάποιου άλλου και αυτό απαίτησε προσαρμογή.

Η στάση μας απέναντι στις διαφορετικές λήψεις τού φωτογραφικού φακού μπορεί να ρίξει φως σε πλευρές τής σημασιολογικής αλλαγής που συνήθως επισκοτίζονται από τη διασπορά των ειδών ή μορφών της. Σε προηγούμενα άρθρα έχουμε παρατηρήσει ότι η αχλύς που καλύπτει τις αιτίες των μεταβολών μάς αναγκάζει κάποτε να σκεφτόμαστε στο κενό, όταν μοχθούμε να εξακριβώσουμε ή να κατονομάσουμε την εξέλιξη. Η ειδολογική μάλιστα μελέτη δεν έχει πάντοτε παρουσιάσει τον κοινό παρονομαστή των αλλαγών, τέτοιον που να εφαρμόζεται σε αφιστάμενες περιπτώσεις.

Όταν επιχειρούμε να επανασυνθέσουμε τη διαδρομή μιας λέξεως, κατά κανόνα στοχεύουμε στη συνένωση στιγμιοτύπων τής πορείας της, προκειμένου να ξετυλιχτεί μπροστά μας το βιογραφικό της σημείωμα. Εντούτοις, η γνωσιακή σημασιολογία [cognitive semantics] μας προσφέρει μία ακόμη πολύτιμη δυνατότητα: να αντιληφθούμε τον ρόλο που παίζει στη σημασιολογική αλλαγή η εκάστοτε οπτική γωνία, η λήψη τού φωτογραφικού φακού.

Ας ξαναθυμηθούμε το πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε με τη φωτογραφία. Με τα δικά μας μάτια τα οικεία αντικείμενα έχουν ορισμένη και συγκεκριμένη αντιληπτική θέση, αναλύονται υπό καθορισμένη ταξινομική διάταξη, η οποία μας βοηθεί να αναγνωρίσουμε το φωτογραφικό πλάνο. Η θέση και η σειρά των στοιχείων απαρτίζουν τον οικείο μας χώρο, τον οποίο έχουμε δημιουργηθεί να συλλαμβάνουμε ως όλον. Αν κάποια από τις διαστάσεις ξαφνικά αλλάξει, π.χ. αν μας δείξουν την ίδια φωτογραφία μεγεθυσμένη ή τον ίδιο τόπο από άλλη οπτική γωνία, η αναγνώριση δυσχεραίνεται και προϋποθέτει επεξεργασία, η οποία αποκαλείται ερμηνευτική ανάλυση [construal].

Ομοίως, οι σημασίες των λέξεων δεν γίνονται ποτέ αντιληπτές in vacuo, αλλά εντός ορισμένης κάθε φορά φωτογραφικής λήψης, η οποία εκ φύσεως περιέχει και άλλες εικόνες, όπως μια φωτογραφία τελικά εικονίζει αντικείμενα ή πρόσωπα που ακούσια περιλάβαμε στο πλάνο. Το σύνολο των εννοιακών διαστάσεων που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό τής σημασίας αποκαλείται πλαίσιο [frame] ή νοητικός χώρος [mental space]. Όταν ο ομιλητής μεταχειρίζεται μια λέξη για να επικοινωνήσει, προϋποθέτει ότι ο συνομιλητής του μπορεί να αντιληφθεί με παρόμοιο τρόπο τα βασικά στοιχεία τού πλαισίου, ακριβώς όπως δείχνουμε μια φωτογραφία σε κάποιον και περιμένουμε να μοιραστεί τις εντυπώσεις μας.

Μερικά απλά παραδείγματα εξηγούν πιο παραστατικά πώς λειτουργεί το πλαίσιο στο γνωσιακό σύστημα των ομιλητών. Αν χρησιμοποιήσουμε έξω από τη σχολική τάξη τον όρο υποτείνουσα, ίσως νιώσουμε την ανάγκη να μεταχειριστούμε προσδιορισμούς όπως γεωμετρικός, επειδή αντιλαμβανόμαστε ότι το μόνο πλαίσιο που επιτρέπει τη σημασιολογική αναγνώριση της λέξης περιλαμβάνει ένα ορθογώνιο τρίγωνο (παράδειγμα του R. Langacker). Οι λέξεις αγοράζω, πουλώ θα ήταν ασαφείς έξω από το πλαίσιο της ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ και η λέξη αμυντικός, ως ουσιαστικό, προϋποθέτει πλαίσιο που θα συνδεόταν ίσως με αθλητική αναμέτρηση. (Συνηθίζεται να κεφαλαιογραφούνται τα πλαίσια, όταν κατονομάζονται στη σημασιολογική ανάλυση).

Η λειτουργία τού πλαισίου ερμηνεύει ικανοποιητικά την πολυσημία, η οποία είναι αναγκαία για την αλλαγή σημασίας. Σε κάθε επικοινωνιακή πράξη δεν είναι δυνατον να αναγγελθούν περισσότερες από μία έννοιες, διότι αυτό θα ακύρωνε τη μετάδοση του μηνύματος. Στην προκειμένη περίπτωση, μία από τις σημασιολογικές πτυχές τής λέξεως προβάλλεται ή αναδεικνύεται ανάλογα με τις συνθήκες ή με την οπτική γωνία που έχει επιλεγεί. Ονομάζουμε αυτή την επιλεκτική προβολή προώθηση στο προσκήνιο [foregrounding].

Η λέξη στόμιο, παραδείγματος χάριν, αποκτά διαφορετική γνωσιακή υπόσταση αν προβληθεί στα πλαίσια ΦΙΑΛΗ, ΣΠΗΛΙΑ ή ΣΩΛΗΝΑΣ. Τα γερμανικά ρήματα essen και fressen σημαίνουν «τρώω», αλλά το πλαίσιο αναφοράς τους είναι διακριτό, διότι το πρώτο αφορά σε ανθρώπους, ενώ το δεύτερο σε ζώα. Η λέξη κακούργημα προσδιορίζει γενικότερο νοητικό χώρο στην καθημερινή ομιλία εν σχέσει με τη χρήση της στο δικαστήριο, όπου πρέπει να ενταχθεί στο ίδιο πλαίσιο με το οποίο ερμηνεύονται οι αντίστοιχοι όροι πλημμέλημα και πταίσμα. Αν πείτε μάλλον έχει ιό, ο προσδιορισμός τού πλαισίου είναι αναγκαίος για την κατανόηση, επειδή πρέπει να εξακριβωθεί αν εννοείτε άνθρωπο ή ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Ένα ακόμη πλεονέκτημα του πλαισίου ως μηχανισμού σημασιολογικής ανάλυσης είναι ότι επιτρέπει στη γλώσσα να εντάσσει στον ίδιο νοητικό χώρο λέξεις με διαφορετικές σημασίες, που όμως ανήκουν στην ίδια εικόνα, στο ίδιο καρέ. Οι λέξεις πατέρας, μητέρα, θείος, ανεψιός, παππούς εγγράφονται στο πλαίσιο της ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ. Ωστόσο, οι λέξεις αυτές εννοιοποιούν επίσης αντίληψη από ποικίλα επίπεδα. Όπως εξήγησε ο G. Lakoff, η λέξη μητέρα περιέχει πληροφορίες που αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, στα εξής πλαίσια:

ΤΟΚΕΤΟΣ: Η γυναίκα που φέρνει το παιδί στον κόσμο, που τίκτει.
ΓΕΝΕΤΙΚΗ: Η γυναίκα που παρέχει το γενετικό υλικό για τη σύλληψη της νέας ζωής.
ΑΝΑΤΡΟΦΗ: Η γυναίκα που ανατρέφει και μεγαλώνει το παιδί.
ΓΑΜΟΣ: Η σύζυγος του πατέρα.
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ: Η πλησιέστερη συγγενής τού παιδιού.
ΑΓΧΙΣΤΕΙΑ: Η πεθερά σε σχέση με τον σύζυγο της κόρης της.

Η ανάλυση αυτή συνενώνει πολλαπλά πλαίσια, στα οποία εντάσσεται γνώση τής γλώσσας που είναι επίσης εγκυκλοπαιδική ή πραγματολογική. Επειδή η χρήση των λέξεων δεν απαιτεί οπωσδήποτε εξοικείωση με κάθε στοιχείο τού πλαισίου, τα επί μέρους εννοιακά συστήματα ονομάζονται ιδεοποιημένα γνωσιακά πρότυπα [Idealised Cognitive Models, ICMs]. Η εκάστοτε χρήση τής λέξης μητέρα μπορεί να προωθεί στο προσκήνιο ένα ή περισσότερα από αυτά τα πρότυπα, απεικονίζοντας ένα ή περισσότερα φωτογραφικά στιγμιότυπά της. Αν, επί παραδείγματι, αναφέρεται στη «μητρυιά», η λέξη θα προβάλλει τα πλαίσια ΓΑΜΟΣ, ΑΝΑΤΡΟΦΗ και όχι τα υπόλοιπα· αν αναφέρεται στη «βιολογική μητέρα», θα προβάλλει το πλαίσιο ΓΕΝΕΤΙΚΗ, αλλά όχι απαραιτήτως τα υπόλοιπα· αν δηλώνει την «άγαμη μητέρα», δεν θα περιλαμβάνει τα πρότυπα ΓΑΜΟΣ, ΑΓΧΙΣΤΕΙΑ και παρόμοια.

Εν τέλει, το πλαίσιο υποδεικνύει την πορεία που ακολούθησε η αλλαγή σημασίας, καθώς προσδιορίζει τη σημασία που προωθείται στο προσκήνιο. Ενώ οι λήψεις τού γλωσσικού φακού είναι για κάθε λέξη πολλές, η εστίαση είναι κατά την πρόσληψη μία, αφήνοντας τις υπόλοιπες στο περιθώριο, ακριβώς όπως η εστίαση του φωτογραφικού φακού σε κοντινό αντικείμενο καθιστά τα είδωλα του παρασκηνίου θολά.

Εξετάστε το ακόλουθο παράδειγμα: Το αγγλικό επίθετο rude «αγενής» προέρχεται (μέσω της παλαιάς Γαλλικής) από το λατ. rudis «τραχύς – ωμός» και αυτή ήταν η σημασία του όταν εισήχθη στην Αγγλική τον 15ο αι. Παρατηρήστε, όμως, τη διαδρομή που αποκαλύπτουν τα ακόλουθα χρονολογημένα παραδείγματα:

(1536) They shall leave their cure not to a rude and unlerned person, but to a good, lerned and experte curate [«όχι σε κάποιον αμόρφωτο και αμαθή»]
(1609) Some obey whilest they are rude or in a low state [«είναι ακαλλιέργητοι ή χαμηλού επιπέδου»]
(1788) It was the design of Otho the Third to abandon the ruder counties of the north [«να εγκαταλείψει τις πιο τραχιές/ακαλλιέργητες κομητείες τού βορρά»]
(1812) The production of metals from rude ores [«από ακατέργαστα μεταλλεύματα»]
(1865) The new religion was first promulgated by rude men unacquainted with learning and rhetoric [«από ακαλλιέργητους ανθρώπους»]

Προφανώς το επίθετο rude συλλαμβανόταν στον γλωσσικό φακό ως προσδιορισμός κυρίως «πραγμάτων» στο αρχικό τους στάδιο (προτού υποβληθούν σε κατεργασία) και κατόπιν «προσώπων» που δεν είχαν ακόμη εκπολιτιστεί, εκπαιδευτεί ή καλλιεργηθεί. Βαθμηδόν προωθήθηκε στο προσκήνιο η λήψη που εθεωρείτο χαρακτηριστικότερη: η αναφορά σε ανθρώπους που είχαν παραμείνει αμόρφωτοι και τραχείς, πράγμα που επηρέασε τη συμπεριφορά τους. Η απόσταση ώς τη σημασία «αγενής» δεν ήταν πλέον μεγάλη και διανύθηκε γρήγορα.

Είναι εμφανές ότι η ικανότητα του ανθρώπου να συλλαμβάνει και να ερμηνεύει τις σημασίες συνεπάγεται αναγνώριση διαφορετικών πλαισίων, τα οποία αποτελούν το πρίσμα τής σημασιολογικής ανάλυσης. Αν από τη γλωσσική σημασία απουσίαζε ο ρόλος τού πλαισίου, η ερμηνεία θα έτεινε να είναι μοναδική, ενιαία και ομοιόμορφη. Η απλουστευτική αυτή αντιμετώπιση θα αδυνατούσε να εξηγήσει την ανάπτυξη νέων σημασιών και τις διαφορές αντιλήψεως των ίδιων σημασιολογικών πεδίων, όπως υπογραμμίζεται από τα παραδείγματα που ακολουθούν.

Αρκετές γλώσσες χρειάζονται περισσότερα του ενός πλαίσια, για να εννοιοποιήσουν τη σημασία ΟΛΟΣ. Η Αρχαία Ελληνική διακρίνει σταθερά τα επίθετα πᾶς «πλήρης – κάθε είδους», ἅπας «συνολικός – (πληθ.) όλοι γενικά», ἕκαστος «καθένας χωριστά» (χωρίς κατ’ ανάγκην συμπεριληπτική αναφορά), ὅλος «πλήρης – (πληθ.) πάντες (συμπεριληπτική αναφορά)». Εντούτοις, η Γαλλική φαίνεται να αντιδιαστέλλει μόνο τις λέξεις tout «όλος» και chaque «κάθε», ενώ η Εβραϊκή δεν λεξικοποιεί καθόλου τη διάκριση αυτών των πλαισίων: η λέξη kol σημαίνει τόσο «όλος» όσο και «κάθε» (π.χ. kol hayom «όλη μέρα», kol boker «κάθε πρωί»).

Η εστίαση της αντιλήψεως δεν παραμένει αμετάβλητη. Αν σας ρωτούσαν τι χαρακτηρίζει περισσότερο την έννοια «κήπος», θα χρησιμοποιούσατε προφανώς πλαίσιο που περιλαμβάνει χώρο με λουλούδια σε κάποιον βαθμό περιποιημένα. Ωστόσο, φαίνεται ότι ομιλητές αρχαίων γλωσσών προωθούσαν στο προσκήνιο διαφορετική εικόνα, που σημαίνει ότι αντιλαμβάνονταν τη σημασία υπό εντελώς διαφορετικό πλαίσιο.

Το ινδοευρωπαϊκό θέμα *gher- εικάζεται ότι σήμαινε «περικλείω, περιφράσσω» (και «παίρνω, αποκτώ»). Δεν είναι περίεργο ότι από μεταπτωτική βαθμίδα αυτού του θέματος προήλθε το λατ. hortus, που αρχικά σήμαινε «κλειστός, περιφραγμένος χώρος, περίβολος». Σταδιακά, ο κλειστός περιφραγμένος χώρος θεωρήθηκε κατάλληλος για ανθοκομία και έτσι η λέξη hortus έφθασε να σημαίνει «κήπος».

Η αλλαγή πλαισίου, όμως, δεν σταμάτησε εδώ. Η παλαιά γαλλική λέξη ort «κήπος» (< λατ. hortus) δεν διατηρήθηκε. Ποια λέξη για τον «κήπο» θα χρησιμοποιούσε τώρα η Γαλλική; Από το ίδιο Ι.Ε. θέμα προήλθε η παλαιά τευτονική λέξη *gardon, από την οποία σχηματίστηκε το υστερολατινικό gardo «φράχτης, περίβολος» και, καθώς πιστεύουμε, το επίθετο *gardinus «περιφραγμένος, περίκλειστος». Το επίθετο σχημάτισε τη συνεκφορά *hortus gardinus «περίκλειστος κήπος, περιφραγμένος κήπος», τα στοιχεία τής οποίας συνδέθηκαν τόσο στενά, ώστε θεωρήθηκαν ότι ανήκαν, όχι απλώς στην ίδια λήψη τού γλωσσικού φακού, αλλά και στο ίδιο καρέ, στο ίδιο στιγμιότυπο. Ως εκ τούτου, το επίθετο *gardinus απορρόφησε τη σημασία όλης της συνεκφοράς και οδήγησε στο παλαιό γαλλ. gardin «κήπος», από όπου το γαλλ. jardin και το αγγλ. garden.

Δεν είναι περιττό να υπογραμμιστεί ότι από το Ι.Ε. θέμα *gher- σχηματίστηκε επίσης κανονικά το αρχ. χόρτος, που, όπως θα αναμέναμε, σήμαινε «περίβολος, περιφραγμένος τόπος» και ειδικότερα «περίκλειστος βοσκότοπος». Η λέξη δεν διατήρησε το ίδιο πλαίσιο με τους ρομανικούς και γερμανικούς όρους· ο γλωσσικός φακός προέβαλε τη σημασία «τροφή ζώων (σε περίκλειστο βοσκότοπο)» και κατέληξε στη σημασία «χόρτο, χορτάρι». Προφανώς αυτό που κάποια γλωσσική κοινότητα φωτογραφίζει με συγκεκριμένο τρόπο παρουσιάζει μερική μόνο επικάλυψη με το πλαίσιο άλλων ομιλητών. Όταν νέα πλαίσια αναπτύσσονται, οι ήδη υπάρχουσες λέξεις αναγκάζονται, τρόπον τινά, να υπαχθούν σε άλλη ταξινόμηση και αυτό μεταβάλλει αρχικά τις συνυποδηλώσεις τους, προτού επηρεάσει τον πυρήνα τής λεξικής σημασίας.


Αν οι φωτογραφίες αρέσουν στους περισσότερους ανθρώπους, είναι ίσως επειδή τους θυμίζουν εικόνες, περιστάσεις ή πρόσωπα που δεν ανήκουν πια στο παρόν, που ο φακός μας έχει πλέον προσπεράσει. Είναι ίσως ευτύχημα ότι τα στιγμιότυπα του γλωσσικού φακού δεν περνούν ποτέ χωρίς να αφήσουν στις σημασίες των λέξεων αποτύπωμα που, αντί να συνθλιβεί από τον χρόνο, παραμένει μόνιμο τμήμα τής περιουσίας τους.

27/4/08

Η τέχνη τής συνομιλίας

Στους αγαπημένους μου γονείς
για τα 41 χρόνια γάμου που συμπλήρωσαν


Η πρώτη φορά που ακούσαμε τη φωνή μας ηχογραφημένη πρέπει να υπήρξε πραγματικά συναρπαστική και συγχρόνως απογοητευτική εμπειρία. Αναμφίβολα αναρωτηθήκαμε: «Έτσι είναι η φωνή μου;»

Η χροιά τής φωνής επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, στους οποίους το αφτί είναι εξαιρετικά ευαίσθητο. Ο ήχος που παράγεται από τις φωνητικές χορδές ενισχύεται από τα οστά τού θώρακα και της κεφαλής, από τις ρινικές κοιλότητες και τους παραρρινικούς κόλπους, επηρεάζεται δε από την ανατομία τού στόματος, των δοντιών και του λάρυγγα. Εντούτοις, επειδή τα αφτιά αποτελούν μέρος τού ηχητικού αυτού συστήματος, οι δονήσεις των οστών δεν τους επιτρέπουν να αντιληφθούν τον ήχο τής φωνής ακριβώς όπως τον ακούν οι άλλοι. Είναι σαν να προσπαθούμε να ακούσουμε ένα πιάνο κολλώντας το αφτί μας πάνω στην ουρά του· η ακουστική αίσθηση είναι εντελώς αλλοιωμένη.

Ο απόηχος της συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της συνομιλίας έχει ομοιότητες με τη χροιά τής ηχογραφημένης φωνής: συχνά αφήνει στους άλλους διαφορετική εντύπωση από ό,τι στον ομιλητή. Ο γλωσσολογικός κλάδος τής ανάλυσης ομιλίας έχει εξετάσει ποικίλους διαύλους από τους οποίους διηθείται το μήνυμα προτού καταλήξει στον αποδέκτη. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, είναι αρκετό να δεχτούμε ότι η αναγνώριση της επίδρασης των πράξεων ομιλίας [speech acts] και της προσλεκτικής ισχύος τους [locutionary force] αποτελεί προϋπόθεση για κάθε μελέτη τής συνομιλίας.


Στις απαρχές τού ευγενικού λόγου

Η ευγένεια στη συνομιλιακή διαδικασία προϋποθέτει αναγνώριση του γεγονότος ότι τα λόγια ασκούν επίδραση, που μπορεί να είναι αρεστή ή δυσάρεστη, επωφελής ή επιβλαβής. Ο υπολογισμός τού αποήχου που έχουν οι λέξεις ως ισχυρά εργαλεία επικοινωνίας γέννησε την ανάγκη για ευγένεια.

Ο ευγενικός λόγος εκφράζεται διαφορετικά κατά γλώσσα και σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η γλωσσολογική του ανάλυση. Αρκεί να λεχθεί ότι, εφόσον η χρήση τής γλώσσας αποτυπώνει στοιχεία τής προσωπικότητας, η συνομιλία αποκαλύπτει εν πολλοίς τι είδους ταυτότητα αποδίδουν αναμεταξύ τους οι συμμετέχοντες. Ανάλογα με τη γλώσσα, ο σεβασμός και η απόδοση τιμής στον συνομιλητή εκφράζεται με πραγμάτωση διαφορετικών και διακριτών γραμματικών ή συντακτικών επιλογών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η επιλογή απευθυντικού τρόπου [addressive mode] στη συνομιλία. Στα Ελληνικά ο εν λόγω τρόπος σχετίζεται με τη χρήση τού πληθυντικού ευγενείας στην προσφώνηση αγνώστων ή ανωτέρων. Οι γλωσσολογικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι ο πληθυντικός ευγενείας έχει την αφετηρία του στον πληθυντικό τής μεγαλοπρεπείας [pluralis majestatis], ο οποίος πρωτοπαρουσιάστηκε στη διάκριση των λατινικών αντωνυμιών tu «εσύ» και vos «εσείς». (Ας σημειωθεί ότι ο πληθυντικός τής μεγαλοπρεπείας είναι αρχαϊκό συντακτικό σχήμα· απαντά επί παραδείγματι ήδη στη Βιβλική Εβραϊκή, αλλά εκεί ακολουθείται από ρήμα σε ενικό αριθμό). Κατά τον 4ο αι. μ.Χ. αναπτύχθηκε η συνήθεια να απευθύνονται στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον πληθυντικό vos αντί του ενικού tu. Βαθμηδόν η χρήση τού πληθυντικού έγινε χαρακτηριστικό των ανωτέρων τάξεων, τύπος που οι ευγενείς απηύθυναν ο ένας στον άλλον. Συγχρόνως μεταχειρίζονταν ενικό όταν μιλούσαν σε κατωτέρους τους, υποδηλώνοντας έτσι ότι ο πληθυντικός δεν δήλωνε μόνο σεβασμό αλλά και απόσταση σε αντιδιαστολή προς την οικειότητα. Συνοψίζοντας γλωσσική διαδρομή που διήρκεσε αιώνες, οι απευθυντικοί τύποι ευγενείας επεκτάθηκαν σε διάφορα περιβάλλοντα και εκφράστηκαν ποικιλοτρόπως κατά γλώσσα (π.χ. σε πληθυντικό γαλλ. tu / vous, γερμ. du / Sie, ελλ. εσύ / εσείς – σε γ΄ ενικό που δηλώνει απόσταση, π.χ. ισπ. tú / usted, ιταλ. tu / lei, πολων. ty / pan κ.ά.)

Λέξεις για την ευγένεια

Ότι η ευγένεια ως σύστημα συμπεριφοράς έχει ιστορικά συνδεθεί με τη σωρευτική απήχηση του βίου των ανωτέρων τάξεων προκύπτει και από τις ίδιες τις λέξεις που τη δηλώνουν. Η αρχ. λέξη εὐγενής (> μεσν. εὐγενικός) αρχικά σήμαινε, ως είναι φυσικό, «υψηλής, αρχοντικής καταγωγής», σύντομα όμως δήλωσε αυτόν «που έχει λεπτούς τρόπους, που φέρεται με αβρότητα». Στη Γερμανική το επίθ. höflich «ευγενικός» έχει την αφετηρία του στο ουσιαστικό Hof «αυλή (ηγεμόνα ή ευγενούς)» και είναι ομόρριζο των επιθέτων höfisch «αυλικός» και hübsch «χαριτωμένος, όμορφος».

Η γαλλική λέξη poli «ευγενικός» προέρχεται από τον λατ. μετοχικό τύπο polītus του ρήματος polire «γυαλίζω» (> γαλλ. polir «γυαλίζω, ραφινάρω»). Τον 12ο αι. η λ. poli σήμαινε επίσης «κομψός» και την ίδια εποχή μέσω της αγγλονορμανδικής τάξης περνά στον αγγλ. τύπο polite, που φυσικά σημαίνει «γυαλισμένος». Από τον 16ο αι. συναντάται πλέον με τη σημασία «καλλιεργημένος», αλλά θα χρειαστεί ένας αιώνας ακόμη για να εκφράσει ο όρος poli τη σημερινή σημασία «ευγενικός, με λεπτούς τρόπους».

Οι διαπιστώσεις αυτές, που αποτελούν κοινό κτήμα τής επιστημονικής γλωσσολογίας, δεν αποδεικνύουν ότι η ευγένεια είναι γνώρισμα των ανωτέρων μόνο τάξεων· μάλλον αποκαλύπτουν ότι οι τρόποι των ευγενών ασκούσαν εξ αρχής ισχυρή επίδραση και προκαλούσαν αίσθηση.


Απόψεις για την ευγένεια


Αν και η ευγένεια στη συμπεριφορά (κατ’ εξοχήν στη συνομιλία) έχαιρε ανέκαθεν σεβασμού, οι απόψεις για το περιεχόμενό της δεν ταυτίζονται. Παρόμοια με τις γλωσσικές μεταβολές, ορισμένοι τρόποι και πρότυπα κερδίζουν κύρος στην κοινότητα και ενδέχεται να ανατρέψουν τη στάση της ή να οδηγήσουν σε άλλη αξιολόγηση. Αυτό μπορεί να συμβεί εντελώς απροσδόκητα.

Για να διαφωτίσουμε το σημείο: Επί πολλές δεκαετίες οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι είναι αγενές να συστηνόμαστε έχοντας το χέρι στην τσέπη ή κοιτάζοντας προς κατεύθυνση άλλη από το πρόσωπο του συνομιλητή μας. Αν όμως αυτή η συμπεριφορά αποσπαστεί από το συγκεκριμένο πλαίσιο και ενταχθεί σε άλλο, π.χ. αν ο δημοφιλής ήρωας κινηματογραφικής ταινίας παρουσιάσει αυτή τη στάση ως στοιχείο τού χαρακτήρα του με καταφατικό περικείμενο και με τρόπο που κολακεύει την προσοχή, το αγενές φέρσιμο θα μπορούσε να αποχαρακτηριστεί και να μετονομαστεί σε «αμεσότητα», «αυτοπεποίθηση» ή «αντισυμβατικότητα».

Οι σκέψεις αυτές καταδεικνύουν ότι η στάση κάποιου κατά τη συνομιλία απέχει πολύ από τον υπόκωφο θόρυβο ενός καταποντισμένου ηχείου: πάντοτε συντονίζεται με την κλίμακα της επικοινωνίας. Ορισμένοι τείνουν να πιστεύουν ότι η τέχνη τής συνομιλίας επαφίεται απλώς στη δεξιότητα των συνομιλητών. Άλλοι κρίνουν περιττή τη συζήτηση περί καλών τρόπων και το δείχνουν στην πράξη, υποστηρίζοντας ότι η στερεότυπη ευγένεια απογυμνώνει την επικοινωνία από την ουσία της, ότι είναι σπατάλη γλωσσικού φορτίου. Εν τέλει, ποιος αποφασίζει αν είμαστε ευγενικοί συνομιλητές;

Το άρθρο αυτό δεν αποσκοπεί στην παρουσίαση υποδείξεων ή τεχνικών για τη συνομιλία, πολλώ μάλλον αφού ο συντάκτης του δεν έχει ούτε τα προσόντα ούτε την εξουσία να το πράξει. Έχω όμως υπ’ όψιν ένα παράδειγμα που φαίνεται ότι διαφωτίζει το ζήτημα και εξηγεί γιατί η τέχνη τής συνομιλίας παραμένει ζωτικής σημασίας και πέρα από οποιαδήποτε φλυαρία πολύτιμη.


Συνομιλία και οδήγηση: Ο καλός και ο κακός οδηγός


Η συμμετοχή σε συνομιλία θα μπορούσε τηρουμένων των αναλογιών να παρομοιαστεί με την οδήγηση σε πολυσύχναστο δρόμο: Αν και όλοι έχουν πιθανώς δίπλωμα οδηγήσεως, αυτό δεν τους καθιστά κατ’ ανάγκην ασφαλείς οδηγούς ούτε μειώνει τους παράγοντες που συνεχώς οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν. Όπως οι οδηγοί έτσι και οι συνομιλητές κινούνται σε ένα πλέγμα ομαδικών σχέσεων, οι οποίες αν αγνοηθούν ή υποτιμηθούν ασφαλώς θα προκαλέσουν εκτροπή ή και συγκρούσεις.

Ομοίως, η πείρα από τη συμμετοχή σε συζητήσεις, η ευγλωττία, η ευφυΐα, η ετοιμολογία και άλλα χαρίσματα δεν σημαίνουν ότι κάποιος αντιλαμβάνεται οπωσδήποτε τον απόηχο της φωνής του στους άλλους, ότι εν ολίγοις καλλιεργεί την τέχνη τής συνομιλίας. Αν τα γλωσσικά χαρίσματα δεν κατευθύνονται από σεβασμό και γνήσια ευαισθησία, θα παραγάγουν απλώς κάποιον που επιθυμεί να κυριαρχεί στη συζήτηση και να έχει την τελευταία κάθε φορά λέξη, συχνά δε στις συζητήσεις κυριαρχεί ο πιο εκδηλωτικός, όχι ο πιο αξιόλογος.

Στις λίγες παρατηρήσεις που ακολουθούν ο αναγνώστης μου ασφαλώς θα εντοπίσει παράλληλα στοιχεία ανάμεσα στη συνομιλία και την οδήγηση· δεν προσπαθώ να τα κρύψω. Επειδή τα όρια της ευγένειας είναι μερικές φορές δύσκολο να περιγραφούν, ίσως είναι χρησιμότερο να ξεκινήσουμε από την οδήγηση, για την οποία μπορούμε να εκφραστούμε πιο αντικειμενικά.

α) Ο καλός συνομιλητής είναι πρώτα καλός ακροατής.

Η καλή ακρόαση περιλαμβάνει περισσότερα από το να ακούει κανείς ήχους και να κατανοεί το περιεχόμενό τους. Απαιτεί παρατηρητικότητα, της οποίας το κλειδί είναι το γνήσιο ενδιαφέρον για τον συνομιλητή. Αν ενδιαφερόμαστε για τους άλλους, θα μεταχειριζόμαστε τις απόψεις τους με σεβασμό, αφιερώνοντας τον αναγκαίο χρόνο για να τις σκεφτούμε και να βεβαιωθούμε ότι τις καταλαβαίνουμε. Όταν ο συνομιλητής αναπτύσσει τις θέσεις του, η ενεργός ακρόαση δηλώνεται με νεύμα ή χαμόγελο ή με τον κατάλληλο συνομιλιακό δείκτη.

Αν έχουμε τη συνήθεια να διακόπτουμε ή να συμπληρώνουμε κάθε πρόταση του συνομιλητή μας, αυτό θα μετέδιδε το μήνυμα ότι οι πεποιθήσεις των άλλων δεν αξίζουν τον χρόνο, την προσοχή, την υπομονή ή τον σεβασμό μας. Θα θέλαμε να σχηματίσουν τέτοια εντύπωση;

Ο καλός ακροατής αγωνίζεται να διακρίνει την άποψη του συνομιλητή του. Αναρωτιέται: «Γιατί έχει αυτή τη γνώμη; Τι τον οδήγησε να επενδύσει σε αυτήν; Πώς μπορώ να δείξω ότι αναγνωρίζω τη σπουδαιότητα που έχει για αυτόν η σκέψη του, ακόμη και όταν την κρίνω λανθασμένη ή αβάσιμη;»

Ο καλός ακροατής απαντά με τρόπο που αποπνέει εκτίμηση. Στην προφορική επικοινωνία το χαρακτηριστικό αυτό έρχεται στο προσκήνιο με ανάλογες χειρονομίες ή εκφράσεις τού προσώπου, καθώς και με τη χροιά τής φωνής. Ο σεβασμός προς ό,τι ειπώθηκε συνεπάγεται ότι αναγνωρίζουμε την παρουσία τού συνομιλητή ως αξιόλογη, έστω και αν διαφωνούμε. Αν δεν μπορούμε να εκδηλώσουμε τέτοια στάση, είναι σοφότερο να προτιμήσουμε τη σιωπή. Αν απαντούμε γραπτώς, δεν είναι άσκοπο να ευχαριστήσουμε τον συνομιλητή που μας γνωστοποίησε τη γνώμη του, που θεώρησε σκόπιμο να μοιραστεί μαζί μας ιδέες στις οποίες έχει ίσως αναλώσει χρόνο και στοχασμό. Η ανταπόκριση είναι συνήθως ευνοϊκή.

β) Ο καλός συζητητής παραχωρεί προτεραιότητα.

Η αθέτηση των κανόνων προτεραιότητας αποτελεί, κατά τους συγκοινωνιολόγους, μία από τις κύριες αιτίες αυτοκινητικών ατυχημάτων. Φυσικά, οι κανόνες και τα σήματα οδικής κυκλοφορίας παρέχουν εδραιωμένο το πλαίσιο που καθορίζει ποιος οδηγός πρέπει να παραχωρήσει προτεραιότητα. Τι συμβαίνει όμως στη συνομιλία;

Ας εξετάσουμε πρώτα εν συντομία τι συνεπάγεται η παραχώρηση προτεραιότητας. Κατόπιν, θα είναι, καθώς πιστεύω, εύλογο ποιος συνομιλητής πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία.

Η παραχώρηση χρόνου στους άλλους, για να εκφραστούν, φανερώνει (όπως ήδη τονίστηκε) αξιέπαινο ενδιαφέρον. Επιπλέον, η προσοχή με προσήλωση ενθαρρύνει την ελεύθερη έκφραση. Αν συνοδεύεται από διακριτικές, υποκινητικές ερωτήσεις, αποκαλύπτει ότι η συνομιλία είναι αμφίδρομης ροής και όχι απλώς βήμα για να μιλήσουμε όταν έρθει η σειρά μας. Εντούτοις, η εκχώρηση προτεραιότητας σημαίνει πολύ περισσότερα.

Ο καλός συνομιλητής δεν επιδιώκει συνεχώς την πρωτοβουλία στη συζήτηση. Δεν σπεύδει να εκφράσει γνώμη για το κάθε τι ούτε θεωρεί υποτιμητικό να παραδεχτεί ότι ωφελήθηκε από όσα ελέχθησαν. Δεν διστάζει να ομολογήσει ότι πείστηκε για κάτι στο οποίο είχε προηγουμένως αντιρρήσεις. Θα σημειώσει έντιμα: «Έχετε δίκιο», «Δέχομαι τη διόρθωση», «Δεν το είχα σκεφτεί». Τέτοιες εκφράσεις αποδίδουν στους άλλους τιμή και αναγνώριση, ενώ συγχρόνως σημαίνουν ότι μπορούμε να συζητήσουμε χωρίς να χαρακτηρίζουμε κάθε αντίρρηση πρόκληση. Ως αποτέλεσμα, όταν κατόπιν μιλήσουμε, είναι πιθανότερο να εισακουστούμε με τον ανάλογο σεβασμό.

Η συζήτηση περιλαμβάνει διαπραγμάτευση συναισθημάτων. Συνήθως αυτά εκπέμπονται από τον τόνο τής φωνής ή από το ύφος τής γραφής και δεν συγκεφαλαιώνονται σε τεχνική ή μέθοδο που μαθαίνεται· είναι ιδιότητες που διαπλάθονται και καλλιεργούνται. Από τη στάση μας στη συζήτηση, γραπτή ή προφορική, ο συνομιλητής είναι ευθύς σε θέση να διακρίνει αν σκοπό έχουμε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας, να κατεδαφίσουμε τις απόψεις του ή να τον επικρίνουμε με σκληρότητα. Από το ύφος ομιλίας ή γραφής θα καταλάβει οπωσδήποτε αν τα σχόλιά μας πηγάζουν από ευγενική καλοσύνη ή από αγανάκτηση. Ο θετικός τόνος ασκεί ευεργετική επίδραση: ακόμη και όταν ο συνομιλητής δεν πεισθεί αμέσως, θα του έχουμε αφήσει ικανή τροφή για σκέψη.

Από τα παραπάνω προκύπτει, νομίζω, αβίαστα ποιος πρέπει να παραχωρεί προτεραιότητα στη συνομιλία: αυτός που περισσότερο ενδιαφέρεται για την καλή της έκβαση.


γ) Ο καλός συζητητής δεν είναι επιθετικός, αλλά θετικός.

Η επιθετική οδήγηση, παρ’ ότι δημοφιλής, αποκαλύπτει ότι πίσω από το τιμόνι κάθεται κάποιος που νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Ο οδηγός αυτός είναι απότομος, ανταγωνιστικός και, ως εκ τούτου, επικίνδυνος. Ποιος θα ήθελε να συνταξιδέψει στο αυτοκίνητό του;

Ο επιθετικός συζητητής έχει πιθανώς αναπτύξει την ικανότητα να εντοπίζει γρήγορα τα σφάλματα ή τις ελλείψεις των άλλων απόψεων. Συχνά στρέφεται εναντίον τους ως προσώπων, προσπαθώντας έτσι να υπονομεύσει τις θέσεις τους. Μολονότι μπορεί να είναι ευφυής και εύστροφος, αντιμετωπίζει τους αντιγνώμους με υπεροψία, την οποία ενδομύχως ή καταφανώς δικαιολογεί ως αίσθηση ανωτερότητας και κάνει πνευματώδη σχόλια που πιστεύει ότι τον εξυψώνουν.

Αυτός ο τρόπος κολακεύει ίσως τον εγωισμό, αλλά είναι βέβαιο ότι θα κάνει τον ακροατή να κλείσει τα αφτιά του, παρ’ όλο που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκομίσει κάτι χρήσιμο. Επιπρόσθετα, η υιοθέτηση αυτού του ύφους τονώνει ιδιότητες της προσωπικότητας, τις οποίες θα έπρεπε να μοχθούμε να καταστείλουμε: εγωισμό, υπερηφάνεια, ιδιοτέλεια.

Ο καλός συζητητής δεν αποπνέει σκληρότητα αλλά καλοσύνη, ακόμη και όταν ο συνομιλητής του δεν φαίνεται να την αξίζει ή φέρεται άσοφα. Χωρίς να επιβραβεύει το σφάλμα ή να υποκρίνεται ότι συμφωνεί, ο καλός συζητητής θα αναζητήσει κάτι θετικό στη συμμετοχή τού συνομιλητή του και θα το αναδείξει γενναιόδωρα. Αν χρειαστεί να διορθώσει, το κάνει με τρόπο που δεν μειώνει την αξιοπρέπεια του άλλου και λειτουργεί ως συνεργάτης, όχι σαν ελεγκτής.

Στην παραγωγική συζήτηση ο θετικός συνομιλητής εκδηλώνει λογικότητα και είναι πρόθυμος να υποχωρεί όταν είναι κατάλληλο. Δεν συγχέει την αυτοπεποίθηση με την ισχυρογνωμοσύνη ούτε θεωρεί μειωτική τη συγκατάβαση. Είναι έτοιμος να υποβάλει ερωτήσεις, για να αποκτήσει ευρύτερη κατανόηση του θέματος. Δεν σπεύδει σε συμπεράσματα.

Ο θετικός συνομιλητής χαρακτηρίζεται επιπλέον από σύνεση. Δεν βιάζεται να καταλογίσει στον συνομιλητή του ταπεινά ή ποταπά κίνητρα. Προσπαθεί να διακρίνει πίσω από τις λέξεις τα αισθήματα. Κατόπιν δεν μεταχειρίζεται αυτά τα αισθήματα με καταφρόνηση. Αντιλαμβάνεται ότι κανείς δεν επιθυμεί να μετέχει σε συζήτηση, στην οποία νιώθει διαρκώς υπό πίεση. Αν τον υποχρεώσουμε, θα υιοθετήσει αναπόφευκτα αμυντική στάση και θα κρύψει πίσω της όλες τις ευαίσθητες χορδές που αποτύχαμε να αγγίξουμε. Συνεπώς, ο συνετός συνομιλητής καταπολεμεί την παρόρμηση να μιλάει ή να γράφει μόνο για να εκθέσει σφάλματα άλλων. Αν διαφωνήσει, δείχνει καθαρά ότι προσβλέπει στην κατανόηση, όχι στη σύγκρουση.

Κάτι τελευταίο: Η αισχρολογία, η υβριστική ή χυδαία γλώσσα και οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί ορίζουν την αποτυχία τής συνομιλίας. Αντί να δείχνουν ευφυΐα ή αμεσότητα, αποκαλύπτουν τουναντίον πόσο χαμηλά μπορούμε να πέσουμε αν κάποτε χάσουμε τον έλεγχο. Με γαστρονομικούς όρους, μοιάζει σαν να προσφέρουμε στον προσκεκλημένο μας φρούτο σε κατάσταση αποσύνθεσης.


Η τέχνη τής συνομιλίας αποτελείται από συσσωρευμένα κοιτάσματα πολλών αρετών, από παραστάσεις και λεκτικές πράξεις που συντέμνονται στην ευγένεια. Αν και κάποιος θα μπορούσε ενδεχομένως να μάθει και να εφαρμόσει μερικές μεθόδους ή τεχνικές, ίσως δε να μελετήσει εγχειρίδια καλών τρόπων και οδηγούς συμπεριφοράς, μόνο ο γνήσιος σεβασμός και το πραγματικό ενδιαφέρον θα εμφυσήσουν σε όλα τα παραπάνω ζωτική πνοή.

29/2/08

Στη μηχανή τού γλωσσικού χρόνου

Hazman yaassé et shelo

Από την εικόνα τής πλάστιγγας ή ζυγαριάς προέκυψαν στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική δύο αξιοσημείωτα ρήματα, εντελώς διαφορετικής σημασίας: το ρήμα γέρνω «κλίνω προς τα κάτω» (που ανάγεται στο αρχ. ἐγείρω «υψώνω») και το ρήμα σηκώνω «υψώνω» (που ανάγεται στο ελληνιστικό σηκῶ «ζυγίζω στην πλάστιγγα»). Από τις πρώτες ετυμολογικές μελέτες των εν λόγω ρημάτων διατυπώνουμε την εικασία ότι αφετηρία των δύο σημασιών υπήρξε η εικόνα μιας πλάστιγγας, στην οποία ο βαρύτερος δίσκος πέφτει τη στιγμή που υψώνεται ο ελαφρύτερος. Αγνοούμε όμως την ακριβή αιτία τής διαφοροποίησης. Εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε γιατί η ίδια εικόνα παρήγαγε σημασιολογικώς αντίθετα αποτελέσματα, αφ’ ενός μεν «κλίνω προς τα κάτω» (ρήμα γέρνω), αφ’ ετέρου δε «υψώνω» (ρήμα σηκώνω).

Ο Σαίξπηρ έγραψε για τον χρόνο ότι «ταξιδεύει με διαφορετικό βηματισμό» και φαίνεται πως αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν όταν προσπαθούμε να τον παρατηρήσουμε.

Ειδικά για τη μελέτη τής σημασιολογικής μεταβολής έχει ευφυώς λεχθεί ότι περισσότερα είναι τα ερωτήματα από τις διαθέσιμες απαντήσεις. Μερικές φορές ο ιστορικός γλωσσολόγος απλώς αγγίζει ορατές πλευρές τής εξέλιξης ή αρκείται να συγκρίνει παράλληλες μεταβολές σε διάφορες γλώσσες, για να φωτίσει μέσω αυτών κάποιας μορφής κανονικότητα. Κάποτε, όταν έχει φέρει στο φως αρκετά στοιχεία (όπως στο παράδειγμα των δύο ρημάτων), νιώθει σαν να προσπαθεί να καλλιεργήσει με ακατάλληλα εργαλεία μια τέχνη ελλειπτική. Ακόμη και όταν με πολλή προσπάθεια καταφέρουμε να ταξιδέψουμε πίσω στον γλωσσικό χρόνο, αυτό δεν αποτελεί εγγύηση ότι οι βιογραφίες των λέξεων που επανασυνθέσαμε θα επαναληφθούν.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που η μελέτη των σημασιολογικών μεταβολών προκαλεί τόσες ερμηνευτικές δυσκολίες στον ιστορικό γλωσσολόγο. Ένας ισχυρός λόγος είναι ότι οι πιθανές αλλαγές σημασίας δεν διέπονται από τα όρια των φωνητικών και μορφολογικών αλλαγών. Ενώ κάθε γλώσσα διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό φωνημάτων και μορφημάτων, πράγμα που συνεπάγεται πεπερασμένες δυνατότητες συνδυασμού και μεταβολών τους, οι σημασίες δεν αποτελούν κλειστό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και αν εντοπιστούν συγκεκριμένες τάσεις ή κανονικότητες, αυτές δεν έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα ούτε δεσμεύουν τυχόν μελλοντική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία μας να προσδιορίσουμε επακριβώς και πλήρως τις αιτίες των σημασιολογικών μεταβολών εξηγεί εν πολλοίς γιατί δεν μπορούμε να διατυπώσουμε νόμους που να τις περιγράφουν. Εφόσον η δομή των σημασιών κατ’ ουσίαν αποτυπώνει τη δομή τής αντιλήψεως, η χαρτογράφηση των αλλαγών τους θα απαιτούσε ίσως μια γραμματική τής σκέψης.

Το πράγμα περιπλέκεται αν αναλογιστούμε επιπλέον το εξής:

Αν κάποτε είμαστε αρκετά τυχεροί, το ταξίδι στον γλωσσικό χρόνο μπορεί να μας αποκαλύψει μια καλή ιστορία. Και τότε όμως η περιγραφή της παρουσιάζεται σαν τετελεσμένο γεγονός, του οποίου έχουν προηγηθεί στάδια που ίσως αγνοούμε ή μηχανισμοί που δεν μελετήσαμε. Όταν σε ένα λεξικό διαβάζουμε αναλυμένη τη βιογραφία μιας λέξεως, αυτό έχει συμβεί συνήθως χάρις σε καλές μαρτυρίες των ενδιαμέσων σταδίων της, που έτυχε να διασωθούν, μάλλον παρά εξαιτίας τής ευφυούς ετυμολογικής εργασίας τού γλωσσολόγου.

Ο γλωσσικός χρόνος δεν χαρακτηρίζεται από αυστηρή γραμμικότητα· σπανίως μας δίνει μια ιστορία όπως θα θέλαμε να την ακούσουμε: με αρχή, μέση και τέλος. Πολλές φορές είμαστε ικανοποιημένοι μόνο και μόνο επειδή στην ανοιχτή θάλασσα βρήκαμε διάσπαρτα νησιά που μοιάζουν να χωρίζονται από χάσματα, αλλά διακρίναμε ότι επικοινωνούν στον αβυσσαίο βυθό. Όταν βρούμε στοιχεία που τεκμηριώνουν την υποθαλάσσια σύνδεση, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι κάτω από την επιφάνεια υπήρχε σχήμα, σχέση, μηχανισμός και βάση.

Μια από τις λίγες περιπτώσεις στις οποίες έχουμε προσδιορίσει με αξιόπιστα στοιχεία τις αδιόρατες αυτές συνδέσεις είναι οι αλλαγές σημασίας που προκαλούνται από τη γραμματικοποίηση [grammaticalisation]. Ο όρος αυτός υποδηλώνει, κατά τον Meillet, «την απόδοση γραμματικού χαρακτήρα σε προηγουμένως ανεξάρτητη λέξη» ή την τροπή μιας ανεξάρτητης λέξης σε όρο με γραμματική λειτουργία (1912, ‘L’evolution des formes grammaticales’, Scientia 12, 6).

Εξετάστε τα ακόλουθα μεσαιωνικά παραδείγματα:


· Βλέπε αυτός ο λογισμός, μήμπα να σε πλανέσει (Ερωτόκριτος).
· Ογιά να μήμπα να θαρρεί πως τον παρακαλούμε, πε του πως δεν παντρεύγομαι (Φορτουνάτος).
· Εφοβήθην (μ)πας και στείλουν απέ τα ξύλα τους (Μαχαιράς).


Από την ετυμολογία μαθαίνουμε πώς εκτυλίχθηκε η ιστορία αυτών των συνδέσμων. Σε προγενέστερα κείμενα συναντούμε τις ακολουθίες μην πας (> μπας) και μην πά(ει) (> μήμπα), από όπου προέκυψε ο νεοελληνικός σύνδεσμος μπας. Αν αφήσουμε κατά μέρος τις φωνητικές μεταβολές και τη φωνολογική μείωση, που περιλαμβάνονται στα γνωρίσματα της γραμματικοποίησης, υπάρχει κάτι στην πορεία τής σημασίας που έλκει αμέσως την προσοχή: η μετάβαση από τη λεξική σημασία «μην πας» στη γραμματική λειτουργία τού ενδοιαστικού συνδέσμου. Επειδή η αλλαγή αυτη συνεπάγεται απώλεια στοιχείων τής λεξικής σημασίας και άμβλυνση των χαρακτηριστικών της, δηλώνεται εύγλωττα με τον όρο σημασιολογικός αποχρωματισμός [semantic bleaching].

Ο όρος φέρνει εύλογα στον νου αυτό που μπορεί να συμβεί στα ζωηρόχρωμα ρούχα, αν κάποτε ξεχαστούμε και τα βουτήξουμε σε λευκαντικό όπως η χλωρίνη. Αν μεταχειριστούμε δε ζεστό νερό, είναι βέβαιο ότι το ύφασμα θα ξεβάψει.

Η γραμματικοποίηση ενός όρου επηρεάζει τόσο δραστικά τη λεξική σημασία του, επειδή μεταβάλλει τον λειτουργικό ρόλο και συρρικνώνει το σημασιολογικό πεδίο του. Ως αποτέλεσμα, η λέξη χάνει μέρος τού φορτίου της, διότι ενσωματώνει τώρα λειτουργίες που προηγουμένως επιτελούνταν από στοιχεία τού συντακτικού περιβάλλοντος ή υπονοούνταν από τη συνομιλία. Η προσαρμογή αυτή αποκαλείται υποκειμενοποίηση [subjectification], επειδή είναι προσανατολισμένη στην οπτική γωνία τού ομιλητή και φέρει την ευθύνη για τη σταδιακή άμβλυνση της σημασίας.

Ίσως δεν θα απείχαμε από την αλήθεια αν παρατηρούσαμε ότι ο αποχρωματισμός επιδρά με τρόπο που θυμίζει έντονα το ξέβαμμα των ρούχων: απαιτεί την ισχύ ενός δραστικού παράγοντα (π.χ. λευκαντικού), όπως είναι η διαδικασία τής γραμματικοποίησης, και ευνοείται από το περιβάλλον (π.χ. ζεστό νερό), όπως όταν συμβάλλουν οι συμφραστικές και συντακτικές συνθήκες.

Τώρα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τι συνέβη στις παρακάτω περιπτώσεις, στις οποίες η γλωσσική αναδρομή έχει αποδώσει καλούς καρπούς.

Στα κείμενα της κλασικής Λατινικής η φρ. clara mente σημαίνει, ως είναι φυσικό, «με καθαρό μυαλό» (clarus + mens, -ntis). Εντούτοις, αργότερα, στη δημώδη Λατινική το συμφραστικό περιβάλλον ευνόησε την ερμηνεία «ξεκάθαρα, σαφώς, με σαφή τρόπο». Ως αποτέλεσμα, το β΄ συστατικό μέρος -mente αποχρωματίστηκε και θεωρήθηκε δηλωτικό τού τρόπου. Αυτό υπήρξε η αφετηρία των επιρρημάτων σε -ment(e) που χρησιμοποιούν οι σύγχρονες ρομανικές γλώσσες (π.χ. γαλλ. lente-ment «αργά», douce-ment «γλυκά»), τα οποία καθόλου δεν ανακαλούν στον νου την αρχή τους (λατ. mens, -ntis «νους, μυαλό»).

Διαφορετική ήταν η εξέλιξη του παλαιού γαλλικού επιθέτου verai (> σύγχρονο γαλλ. vrai), το οποίο σήμαινε, όπως σήμερα, «αληθινός» και προήλθε από το λατ. verus (με τη μεσολάβηση του υστερολατινικού *veraius). Ώς τον 14ο αι. το παλαιογαλλικό verai είχε περάσει στην Αγγλική, όπου διατηρούσε τη βασική σημασία του. Τότε όμως συνέβη μια αξιοσημείωτη αλλαγή. Καθώς συνόδευε διάφορα ονόματα, η συντακτική λειτουργία τής λέξεως μεταβλήθηκε και απέκτησε απλώς εμφατικό ρόλο ως επίρρημα. Κατά συνέπεια, φράσεις τής παλαιάς Αγγλικής όπως veray good(e) «αληθινά καλός» απέκτησαν ήδη τον 15ο αι. τη γενικότερη σημασία «πολύ καλός» και η Αγγλική το πολύχρηστο σήμερα επίρρημα very.

Σε περιπτώσεις προχωρημένου αποχρωματισμού, όταν η γραμματικοποίηση έχει προκαλέσει θεμελιώδεις μεταβολές στην υποκείμενη δομή τής λέξεως, η ανίχνευση της διαδοχής των ρόλων δεν είναι εύκολη. Το κοινό λατινικό ουσιαστικό homo «άνθρωπος» αποκτά στη δημώδη Λατινική την επιπρόσθετη σημασία «άνδρας», σχέση κοινή στο γνωσιακό σύστημα των ομιλητών (πβ. αρχ. ἄνθρωπος < *ἄνδρ-ωπος «που μοιάζει με άνδρα»). Η αλλαγή αύξησε τη συχνότητα χρήσεως της λέξης, η οποία υπέστη περαιτέρω φωνολογική μείωση (παλ. γαλλ. omne) και κατέληξε στην απλή γαλλ. αντωνυμία on (πβ. κ. αγγλ. man «άνθρωπος – άνδρας», γερμ. Mann «άνδρας» - man «κάποιος»).


Οι περιπτώσεις αποχρωματισμού που έχουν μελετηθεί αποκαλύπτουν ότι κατά τη γραμματικοποίηση παρουσιάζεται ισχυρή τάση προσαρμογής τής σημασίας στη ροή τής συνομιλίας ή της επικοινωνίας. Δυστυχώς, τα γραπτά κείμενα του παρελθόντος σπανίως μας παρέχουν πληροφορίες για το περιβάλλον τής επικοινωνίας, τα υπονοήματα των συμμετεχόντων, τη χροιά ή το ύφος τής συνομιλίας. Η ιστορική σημασιολογία μάς επιτρέπει μόνο να αρκεστούμε στη βεβαιότητα ότι «ο χρόνος θα κάνει το μέρος του». Και ευχόμαστε να αφήσει πίσω του αποτυπώματα ικανά για να ταξιδέψουμε σε αυτόν.

Σημείωση: Με τον αποχρωματισμό και την αποσημασιοποίηση έχω ασχοληθεί εκτενώς στο άρθρο μου «Το επίρρημα τάχα: Μεταβολές σημασίας και ο ρόλος τής γραμματικοποίησης» (Γλωσσολογία, 2006, τόμ. 15, σελ. 51-64). Επιπλέον, ένας οξύνους αναγνώστης είχε την καλοσύνη να διατυπώσει εύστοχες παρατηρήσεις για τον γλωσσικό χρόνο από την οπτική γωνία των θετικών επιστημών. Τον ευχαριστώ θερμά.