21/2/10

Νίκου Σαραντάκου: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (Αθήνα 2009, Εκδόσεις τού Εικοστού Πρώτου)

Βιβλιοκριτική παρουσίαση


Σε μια από τις γλαφυρότερες ιστορίες τού Ηροδότου διαβάζουμε ότι ο Φαραώ Νεκώ (6ος αι. π.Χ.) οργανώνει στόλο φοινικικών πλοίων με σκοπό να κάνουν τον περίπλου της Αφρικής (αποκαλείται μετωνυμικά Λιβύη στο κείμενο). Ο περίπλους διήρκεσε τρία περιπετειώδη χρόνια και οι ναύτες επιστρέφοντας διηγούνταν έκπληκτοι «ὡς περιπλέοντες τὴν Λιβύην [= Αφρική] τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά» (4.42). Ο Ηρόδοτος αδυνατούσε να το πιστέψει («ἐμοὶ μὲν οὐ πιστά») και δικαιολογημένα. Έχοντας ζήσει βορείως του ισημερινού κύκλου, η οπτική γωνία των ναυτών που περιέπλευσαν τη Νότιο Αφρική τού ήταν εξ ολοκλήρου απροσδόκητη και, ως εκ τούτου, ασύλληπτη.

Η επιστήμη τής ετυμολογίας αποδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις άσκηση σωστής οπτικής γωνίας. Αφού συγκεντρώσει το υλικό και απευθυνθεί στις πηγές του, ο ετυμολόγος ξανακοιτάζει τα στοιχεία με επιστημονική μέθοδο, προκειμένου να διακρίνει ποια οπτική γωνία είναι τώρα η καλύτερη. Τότε ακριβώς, κάποτε όλως διόλου απρόσμενα, η ιστορία τής λέξης έρχεται να του παραδοθεί σαν ώριμος καρπός.

Τέτοιος καρπός ώριμης οπτικής γωνίας είναι το άρτιο βιβλίο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία τού φιλολόγου και μεταφραστή Νίκου Σαραντάκου. Το έργο περιέχει τριάντα μία ιστορίες λέξεων «που ίσως σας έχουν απασχολήσει» (όπως δηλώνεται εύγλωττα στον υπότιτλό του) και πρωτοδημοσιεύτηκαν είτε στο ιστολόγιο του συγγραφέα είτε στην κυριακάτικη εφημερίδα με την οποία συνεργάζεται. Αναλυτικό πίνακα των κειμένων τού βιβλίου μπορεί ο αναγνώστης να δει στον ιστότοπο του συγγραφέα.

Ο Ν.Σ. επιδίωκε να συνθέσει ένα λεξιλογικό οδοιπορικό σε γεγονότα τού προηγούμενου έτους, ορμώμενος από λέξεις τής επικαιρότητας, αλλά κατάφερε κάτι πολύ σπουδαιότερο: να δείξει πώς συναρμολογείται μια ετυμολογική ιστορία κατ’ ευθείαν από τις πηγές. Ο συγγραφέας έχει το ταλέντο και την επιμονή να ξεδιαλέγει μέσα από σωρούς λεξιλογικών καταλοίπων τούς κρίκους μιας ασχημάτιστης ακόμη αλυσίδας και μετά να την προσφέρει όμορφα ξετυλιγμένη στον αναγνώστη.

Χωρίς να το διατυμπανίζει και ενίοτε χωρίς καν να το δηλώνει, το βιβλίο συναθροίζει μερικές από τις θεμελιώδεις παραμέτρους τής επιστημονικής ετυμολογίας και τους δίνει μορφή, απτή εφαρμογή. Με ευσυνειδησία τονίζεται σε διάφορα σημεία η αξία που έχουν για την ετυμολογία:

(α) η εκτίμηση της μορφολογικής αλλαγής (π.χ. σ. 73, όπου αναλύεται ο σχηματισμός των ρημάτων χάνω, ξεχάνω),
(β) η εκτίμηση της σημασιολογικής αλλαγής (π.χ. σ. 39-40, η σημασία «ψέμα» τής λ. μούσι· σ. 101-2, όπου αναλύεται ωραία το σημασιολογικό πεδίο τής λ. παραβολή· σ. 174-5, εξαιρετική η εξήγηση της σημασίας «σοβαρό λάθος» της λ. μαργαριτάρι),
(γ) η χρονολόγηση των τύπων (π.χ. σ. 164-5, όπου με εργώδη φιλολογική αναζήτηση προσδιορίζεται ακριβέστερα η αφετηρία τής λ. γρίπη στην Ελληνική),
(δ) οι γραπτές μαρτυρίες σε αντιδιαστολή προς οποιαδήποτε πεποιημένη αναγωγή (π.χ. σ. 133-5, όπου καυτηριάζεται η ασύγγνωστη παρετυμολόγηση του debate από το ανύπαρκτο *δίβατον· σ. 62, όπου καταδεικνύεται αναντίρρητα γιατί η λ. κεφτές δεν μπορεί να έχει ελληνική αρχή· σ. 33-35, όπου στηλιτεύεται η αδικαιολόγητη εμμονή ορισμένων στη γραφή τού Βατοπεδίου με -αι-).

Από τη συνολική εικόνα τού βιβλίου είναι εμφανές ότι ο Ν.Σ. αναγνωρίζει την κοπιαστική λεξικογραφική εργασία, που έχει καθαρίσει το μονοπάτι από τα ξερόχορτα κάθε όμορφης ετυμολογικής ιστορίας. Το επιστημονικό του υπόβαθρο, όχι απλώς το ταλέντο, τον έχει βοηθήσει να αναγνωρίζει πώς συντελείται η γλωσσική αλλαγή, πότε μια λέξη αποτελεί δάνειο ή αντιδάνειο, πώς λειτουργεί το φαινόμενο της προφύλαξης και σε ποια πεδία βρίσκει πρόσφορο έδαφος η λαϊκή ετυμολογία. Ο Ν.Σ. αποδίδει αθροιστικό ειδικό βάρος στην ακρίβεια των στοιχείων, επικουρούμενος επίσης από ηλεκτρονικά και διαδικτυακά εργαλεία που δεν ήταν διαθέσιμα ή προσβάσιμα όταν συντάσσονταν τα λεξικά. Αντιλαμβάνεται επομένως ότι ένα λεξικό χιλιάδων λημμάτων δεν έχει τη δυνατότητα της εξονυχιστικής εμβάθυνσης σε κάθε λέξη (σ. 15), όπως συμβαίνει με μια μονογραφία.

Οι στόχοι τού βιβλίου υπηρετούνται επίσης από τη γραφή του. Ο Ν.Σ. δεν γράφει ερμητικά, αλλά προσπαθεί επίμονα να συνομιλήσει με τον αναγνώστη και, όταν το πετυχαίνει, τον αιχμαλωτίζει στο κείμενο. Ο αναγνώστης θα ελκυστεί οπωσδήποτε από το ρωμαλέο ύφος τού βιβλίου, που πείθει χρησιμοποιώντας τα απλούστερα υλικά: Αποφεύγει τον μονοκόμματο μακροπερίοδο λόγο, ξεκινά από το γνωστό και προσφέρει βήμα-βήμα πρόσβαση στο καινούργιο, δίνει τη δυνατότητα νοητικής ανάπαυλας με ελεγχόμενους πλατειασμούς, λιτές αφηγηματικές διεξόδους, που λειτουργούν μνημονικά όπως η coda σε μια μουσική φράση.

Δεν ριψοκινδυνεύω πολύ, νομίζω, αν υπογραμμίσω την υποψία μου ότι αυτή η καλαίσθητη γραφή έχει στηριχτεί εν πολλοίς στην εξοικείωση του Ν.Σ. με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Στα κείμενά του συναντά κανείς άφθονες αναφορές, παραθέσεις και γνώμες από λογοτέχνες όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης, ο Καραγάτσης, ο Σολωμός, ο Καρκαβίτσας, ο Σκαρίμπας και άλλοι, με επιστροφές κυρίως στη γενιά τού 30, που αποτελεί τον μετρονόμο τής λογοτεχνικότητας στη νεοελληνική γραμματεία. Η επαφή τού συγγραφέα με κείμενα τέτοιων υψηλών απαιτήσεων φανερώνεται, καθώς πιστεύω, ως αναχώνευση και όχι σαν απλή κατάρτιση.

Αυτός ο γόνιμος αντικατοπτρισμός επιτρέπει στον Ν.Σ. να συντάσσει γοητευτικές ιστορίες λέξεων, αναμφίβολα ξαναδουλεμένες στα χρόνια που πέρασαν, όπως τα κείμενά του για το χρήμα και τα νομίσματα (σ. 67 κ.εξ.), η ιστορία τής μπάλας (σ. 78 κ. εξ.), καθώς και η συνδυασμένη αφήγηση της πορείας των λ. κάλπη, ψήφος, κουκκιά και κύαμος (σ. 139-45). Ο καλλιεργημένος αναγνώστης μπορεί να αφεθεί στην ιστορία των ελεφάντων και των αξιωματικών, των πιονιών και των κομματιών τού σκακιού, βέβαιος ότι η εμπιστοσύνη του θα ανταμειφθεί πλούσια (σ. 117-8).

Σε διάφορα σημεία τού βιβλίου ο Ν.Σ. διατυπώνει το αξίωμα «λεξιλογώ, δεν πολιτικολογώ» και χαίρομαι ότι έχει στις περισσότερες περιπτώσεις ευθυγραμμιστεί με αυτη τη σοφή αρχή. Η πολεμική για γλωσσικά ζητήματα, αταίριαστη άλλωστε στο ίδιο το αντικείμενο του βιβλίου, θα αδικούσε την επίπονη εργασία που υπόκειται σε αυτό. Δεν κουράζει, ελπίζω, να ξανατονίσω ότι η καυστική ειρωνεία αποτελεί μορφή φιλοφρόνησης προς τον εαυτό μας, την οποία οφείλουμε πάση θυσία να αποφύγουμε.

Η ισορροπία, που φαίνεται ότι βρήκε ο Ν.Σ. σε αυτό το ζήτημα, άφησε χώρο για μερικές από τις ευστοχότερες κρίσεις που καταγράφονται στα κείμενά του. Προσυπογράφει κανείς τη γνώμη τού συγγραφέα ότι η ετυμολογία δεν είναι εργαλείο φρονήματος ούτε στοχεύει στην αποκατάσταση κάποιου είδους γλωσσικής καθαρότητας (σ. 12). Δύο από τις πιο μεστές δηλώσεις τού βιβλίου είναι ότι η στερεότυπη διατύπωση «μας γλιτώνει από την ανάγκη να σκεφτούμε» (σ. 29), καθώς και ότι «το να χρησιμοποιούμε βαριές και ηχηρές λέξεις σε κάθε χρήση τις φθείρει» (σ. 31). Δίκιο έχει επίσης στην παρατήρηση ότι το σύμπλεγμα -χτ-, άλλοτε απλωμένο και σε λόγιες λέξεις (π.χ. εχτίμηση, πραχτικός, απόχτημα), έχει πλέον υποχωρήσει (σ. 148), οριστικά όπως δείχνουν τα πράγματα. Καλοζυγισμένη είναι ακόμη η κρίση του, ότι αν υπάρχει εδραιωμένη ετυμολόγηση με ισχυρή εσωτερική αιτία, είναι μάταιο να αναζητείται άλλη αρχή, όπως συμβαίνει όταν ακατάρτιστοι ερευνητές ετυμολογούν απερίσκεπτά ξένες λέξεις από τα Ελληνικά (σ. 135).

Λίγες μερικότερες αντιρρήσεις μου, πάντοτε διατυπωμένες εν γνώσει τής υψηλής στάθμης τού βιβλίου, αποβλέπουν μόνο στην ιδέα που εκφράζουν οι στίχοι τού Πινδάρου: κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι.

Δεν είναι απολύτως ακριβές ότι «τα παιδιά των αρχαίων προγόνων μας την εποχή του Περικλή είχαν δάσκαλο τον παιδαγωγό» (σ. 26). Στην αρχαία Αθήνα ο όρος παιδαγωγός είχε πολύ πιο περιορισμένη εφαρμογή, αφού δήλωνε τον οικέτη (οικιακό επιμελητή), ο οποίος οδηγούσε τον μαθητή από και προς το διδασκαλείο, φροντίζοντας κατόπιν να μελετά τα μαθήματά του. Η γενικότερη σημασία δεν φαίνεται να ανήκει στην Αθήνα τής κλασικής εποχής.

Ζήτημα οπτικής γωνίας, όπως συμβαίνει συχνά στην ετυμολογία, είναι η θεώρηση του σκίτσου ως αντιδανείου ή όχι, καθώς αμφότερες οι εκδοχές υπάρχουν στη βιβλιογραφία. Ο Ν.Σ. έχει υπ’ όψιν, ως φαίνεται (σ. 22), τους Cortelazzo & Zolli, αλλά οι περιπλοκές είναι άφθονες και η τελεία δεν έχει ακόμη τεθεί. Ζήτημα ορολογίας είναι, από την άλλη πλευρά, ο χαρακτηρισμός τού γαλλ. torneiement ως «ρηματικού ουσιαστικού» (σ. 21)· ο συγγραφέας έχει μάλλον μπερδέψει το nomen actionis, που ταιριάζει εδώ, με το ρηματικό ουσιαστικό όπως είναι π.χ. το γερούνδιο. Ακόμη, το υποκοριστικό τέρμα -άκι στο ουσιαστικό παραδάκι δεν «λειτουργεί επαυξητικά» (σ. 67), αλλά επιφέρει συναισθηματική σμίκρυνση, η οποία αποδίδει στην έννοια οικειότητα. Τέλος, δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα η απόλυτα διατυπωμένη δήλωση ότι το Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής είναι «το μόνο που έχει συνταχθεί με βάση σώματα κειμένων» (σ. 55)· λεπτομερειακή παρουσίαση των ειδικών πηγών των λεξικών υπάρχει στο μελέτημα «Σύντομη ανασκόπηση της σύγχρονης νεοελληνικής λεξικογραφίας» (συνεδριακή ανακοίνωση, διαθέσιμη προς ανάγνωση εδώ).

Κάνοντας λόγο για λίγα επουσιώδη αστοχήματα του βιβλίου, θέλω να υπογραμμίσω ξανά τη συνολική του αρτιότητα. Μου δίνει γνήσια και ειλικρινή χαρά ότι βλέπω τον συγγραφέα να συναυξάνεται με κάθε βιβλίο του, διδάσκοντας και διδασκόμενος, και να αντιμετρείται με τα κρυμμένα οδόσημα της ετυμολογικής πορείας, μέχρι που τελικά mens agit molem. Το βιβλίο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία είναι μια ευφυής, μεθοδολογημένη μελέτη, που έχει ζυγίσει προσεκτικά τους όρους τής επιστήμης. Αλλά δεν κρύβει, καθώς πιστεύω, και τον ενθουσιασμό τού συγγραφέα για την ιστορία των λέξεων, ενθουσιασμό που φωτίζει χωρίς να τυφλώνει και ιστορία που μυεί χωρίς να εκθειάζει.