29/2/08

Στη μηχανή τού γλωσσικού χρόνου

Hazman yaassé et shelo

Από την εικόνα τής πλάστιγγας ή ζυγαριάς προέκυψαν στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική δύο αξιοσημείωτα ρήματα, εντελώς διαφορετικής σημασίας: το ρήμα γέρνω «κλίνω προς τα κάτω» (που ανάγεται στο αρχ. ἐγείρω «υψώνω») και το ρήμα σηκώνω «υψώνω» (που ανάγεται στο ελληνιστικό σηκῶ «ζυγίζω στην πλάστιγγα»). Από τις πρώτες ετυμολογικές μελέτες των εν λόγω ρημάτων διατυπώνουμε την εικασία ότι αφετηρία των δύο σημασιών υπήρξε η εικόνα μιας πλάστιγγας, στην οποία ο βαρύτερος δίσκος πέφτει τη στιγμή που υψώνεται ο ελαφρύτερος. Αγνοούμε όμως την ακριβή αιτία τής διαφοροποίησης. Εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε γιατί η ίδια εικόνα παρήγαγε σημασιολογικώς αντίθετα αποτελέσματα, αφ’ ενός μεν «κλίνω προς τα κάτω» (ρήμα γέρνω), αφ’ ετέρου δε «υψώνω» (ρήμα σηκώνω).

Ο Σαίξπηρ έγραψε για τον χρόνο ότι «ταξιδεύει με διαφορετικό βηματισμό» και φαίνεται πως αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν όταν προσπαθούμε να τον παρατηρήσουμε.

Ειδικά για τη μελέτη τής σημασιολογικής μεταβολής έχει ευφυώς λεχθεί ότι περισσότερα είναι τα ερωτήματα από τις διαθέσιμες απαντήσεις. Μερικές φορές ο ιστορικός γλωσσολόγος απλώς αγγίζει ορατές πλευρές τής εξέλιξης ή αρκείται να συγκρίνει παράλληλες μεταβολές σε διάφορες γλώσσες, για να φωτίσει μέσω αυτών κάποιας μορφής κανονικότητα. Κάποτε, όταν έχει φέρει στο φως αρκετά στοιχεία (όπως στο παράδειγμα των δύο ρημάτων), νιώθει σαν να προσπαθεί να καλλιεργήσει με ακατάλληλα εργαλεία μια τέχνη ελλειπτική. Ακόμη και όταν με πολλή προσπάθεια καταφέρουμε να ταξιδέψουμε πίσω στον γλωσσικό χρόνο, αυτό δεν αποτελεί εγγύηση ότι οι βιογραφίες των λέξεων που επανασυνθέσαμε θα επαναληφθούν.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που η μελέτη των σημασιολογικών μεταβολών προκαλεί τόσες ερμηνευτικές δυσκολίες στον ιστορικό γλωσσολόγο. Ένας ισχυρός λόγος είναι ότι οι πιθανές αλλαγές σημασίας δεν διέπονται από τα όρια των φωνητικών και μορφολογικών αλλαγών. Ενώ κάθε γλώσσα διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό φωνημάτων και μορφημάτων, πράγμα που συνεπάγεται πεπερασμένες δυνατότητες συνδυασμού και μεταβολών τους, οι σημασίες δεν αποτελούν κλειστό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και αν εντοπιστούν συγκεκριμένες τάσεις ή κανονικότητες, αυτές δεν έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα ούτε δεσμεύουν τυχόν μελλοντική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία μας να προσδιορίσουμε επακριβώς και πλήρως τις αιτίες των σημασιολογικών μεταβολών εξηγεί εν πολλοίς γιατί δεν μπορούμε να διατυπώσουμε νόμους που να τις περιγράφουν. Εφόσον η δομή των σημασιών κατ’ ουσίαν αποτυπώνει τη δομή τής αντιλήψεως, η χαρτογράφηση των αλλαγών τους θα απαιτούσε ίσως μια γραμματική τής σκέψης.

Το πράγμα περιπλέκεται αν αναλογιστούμε επιπλέον το εξής:

Αν κάποτε είμαστε αρκετά τυχεροί, το ταξίδι στον γλωσσικό χρόνο μπορεί να μας αποκαλύψει μια καλή ιστορία. Και τότε όμως η περιγραφή της παρουσιάζεται σαν τετελεσμένο γεγονός, του οποίου έχουν προηγηθεί στάδια που ίσως αγνοούμε ή μηχανισμοί που δεν μελετήσαμε. Όταν σε ένα λεξικό διαβάζουμε αναλυμένη τη βιογραφία μιας λέξεως, αυτό έχει συμβεί συνήθως χάρις σε καλές μαρτυρίες των ενδιαμέσων σταδίων της, που έτυχε να διασωθούν, μάλλον παρά εξαιτίας τής ευφυούς ετυμολογικής εργασίας τού γλωσσολόγου.

Ο γλωσσικός χρόνος δεν χαρακτηρίζεται από αυστηρή γραμμικότητα· σπανίως μας δίνει μια ιστορία όπως θα θέλαμε να την ακούσουμε: με αρχή, μέση και τέλος. Πολλές φορές είμαστε ικανοποιημένοι μόνο και μόνο επειδή στην ανοιχτή θάλασσα βρήκαμε διάσπαρτα νησιά που μοιάζουν να χωρίζονται από χάσματα, αλλά διακρίναμε ότι επικοινωνούν στον αβυσσαίο βυθό. Όταν βρούμε στοιχεία που τεκμηριώνουν την υποθαλάσσια σύνδεση, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι κάτω από την επιφάνεια υπήρχε σχήμα, σχέση, μηχανισμός και βάση.

Μια από τις λίγες περιπτώσεις στις οποίες έχουμε προσδιορίσει με αξιόπιστα στοιχεία τις αδιόρατες αυτές συνδέσεις είναι οι αλλαγές σημασίας που προκαλούνται από τη γραμματικοποίηση [grammaticalisation]. Ο όρος αυτός υποδηλώνει, κατά τον Meillet, «την απόδοση γραμματικού χαρακτήρα σε προηγουμένως ανεξάρτητη λέξη» ή την τροπή μιας ανεξάρτητης λέξης σε όρο με γραμματική λειτουργία (1912, ‘L’evolution des formes grammaticales’, Scientia 12, 6).

Εξετάστε τα ακόλουθα μεσαιωνικά παραδείγματα:


· Βλέπε αυτός ο λογισμός, μήμπα να σε πλανέσει (Ερωτόκριτος).
· Ογιά να μήμπα να θαρρεί πως τον παρακαλούμε, πε του πως δεν παντρεύγομαι (Φορτουνάτος).
· Εφοβήθην (μ)πας και στείλουν απέ τα ξύλα τους (Μαχαιράς).


Από την ετυμολογία μαθαίνουμε πώς εκτυλίχθηκε η ιστορία αυτών των συνδέσμων. Σε προγενέστερα κείμενα συναντούμε τις ακολουθίες μην πας (> μπας) και μην πά(ει) (> μήμπα), από όπου προέκυψε ο νεοελληνικός σύνδεσμος μπας. Αν αφήσουμε κατά μέρος τις φωνητικές μεταβολές και τη φωνολογική μείωση, που περιλαμβάνονται στα γνωρίσματα της γραμματικοποίησης, υπάρχει κάτι στην πορεία τής σημασίας που έλκει αμέσως την προσοχή: η μετάβαση από τη λεξική σημασία «μην πας» στη γραμματική λειτουργία τού ενδοιαστικού συνδέσμου. Επειδή η αλλαγή αυτη συνεπάγεται απώλεια στοιχείων τής λεξικής σημασίας και άμβλυνση των χαρακτηριστικών της, δηλώνεται εύγλωττα με τον όρο σημασιολογικός αποχρωματισμός [semantic bleaching].

Ο όρος φέρνει εύλογα στον νου αυτό που μπορεί να συμβεί στα ζωηρόχρωμα ρούχα, αν κάποτε ξεχαστούμε και τα βουτήξουμε σε λευκαντικό όπως η χλωρίνη. Αν μεταχειριστούμε δε ζεστό νερό, είναι βέβαιο ότι το ύφασμα θα ξεβάψει.

Η γραμματικοποίηση ενός όρου επηρεάζει τόσο δραστικά τη λεξική σημασία του, επειδή μεταβάλλει τον λειτουργικό ρόλο και συρρικνώνει το σημασιολογικό πεδίο του. Ως αποτέλεσμα, η λέξη χάνει μέρος τού φορτίου της, διότι ενσωματώνει τώρα λειτουργίες που προηγουμένως επιτελούνταν από στοιχεία τού συντακτικού περιβάλλοντος ή υπονοούνταν από τη συνομιλία. Η προσαρμογή αυτή αποκαλείται υποκειμενοποίηση [subjectification], επειδή είναι προσανατολισμένη στην οπτική γωνία τού ομιλητή και φέρει την ευθύνη για τη σταδιακή άμβλυνση της σημασίας.

Ίσως δεν θα απείχαμε από την αλήθεια αν παρατηρούσαμε ότι ο αποχρωματισμός επιδρά με τρόπο που θυμίζει έντονα το ξέβαμμα των ρούχων: απαιτεί την ισχύ ενός δραστικού παράγοντα (π.χ. λευκαντικού), όπως είναι η διαδικασία τής γραμματικοποίησης, και ευνοείται από το περιβάλλον (π.χ. ζεστό νερό), όπως όταν συμβάλλουν οι συμφραστικές και συντακτικές συνθήκες.

Τώρα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τι συνέβη στις παρακάτω περιπτώσεις, στις οποίες η γλωσσική αναδρομή έχει αποδώσει καλούς καρπούς.

Στα κείμενα της κλασικής Λατινικής η φρ. clara mente σημαίνει, ως είναι φυσικό, «με καθαρό μυαλό» (clarus + mens, -ntis). Εντούτοις, αργότερα, στη δημώδη Λατινική το συμφραστικό περιβάλλον ευνόησε την ερμηνεία «ξεκάθαρα, σαφώς, με σαφή τρόπο». Ως αποτέλεσμα, το β΄ συστατικό μέρος -mente αποχρωματίστηκε και θεωρήθηκε δηλωτικό τού τρόπου. Αυτό υπήρξε η αφετηρία των επιρρημάτων σε -ment(e) που χρησιμοποιούν οι σύγχρονες ρομανικές γλώσσες (π.χ. γαλλ. lente-ment «αργά», douce-ment «γλυκά»), τα οποία καθόλου δεν ανακαλούν στον νου την αρχή τους (λατ. mens, -ntis «νους, μυαλό»).

Διαφορετική ήταν η εξέλιξη του παλαιού γαλλικού επιθέτου verai (> σύγχρονο γαλλ. vrai), το οποίο σήμαινε, όπως σήμερα, «αληθινός» και προήλθε από το λατ. verus (με τη μεσολάβηση του υστερολατινικού *veraius). Ώς τον 14ο αι. το παλαιογαλλικό verai είχε περάσει στην Αγγλική, όπου διατηρούσε τη βασική σημασία του. Τότε όμως συνέβη μια αξιοσημείωτη αλλαγή. Καθώς συνόδευε διάφορα ονόματα, η συντακτική λειτουργία τής λέξεως μεταβλήθηκε και απέκτησε απλώς εμφατικό ρόλο ως επίρρημα. Κατά συνέπεια, φράσεις τής παλαιάς Αγγλικής όπως veray good(e) «αληθινά καλός» απέκτησαν ήδη τον 15ο αι. τη γενικότερη σημασία «πολύ καλός» και η Αγγλική το πολύχρηστο σήμερα επίρρημα very.

Σε περιπτώσεις προχωρημένου αποχρωματισμού, όταν η γραμματικοποίηση έχει προκαλέσει θεμελιώδεις μεταβολές στην υποκείμενη δομή τής λέξεως, η ανίχνευση της διαδοχής των ρόλων δεν είναι εύκολη. Το κοινό λατινικό ουσιαστικό homo «άνθρωπος» αποκτά στη δημώδη Λατινική την επιπρόσθετη σημασία «άνδρας», σχέση κοινή στο γνωσιακό σύστημα των ομιλητών (πβ. αρχ. ἄνθρωπος < *ἄνδρ-ωπος «που μοιάζει με άνδρα»). Η αλλαγή αύξησε τη συχνότητα χρήσεως της λέξης, η οποία υπέστη περαιτέρω φωνολογική μείωση (παλ. γαλλ. omne) και κατέληξε στην απλή γαλλ. αντωνυμία on (πβ. κ. αγγλ. man «άνθρωπος – άνδρας», γερμ. Mann «άνδρας» - man «κάποιος»).


Οι περιπτώσεις αποχρωματισμού που έχουν μελετηθεί αποκαλύπτουν ότι κατά τη γραμματικοποίηση παρουσιάζεται ισχυρή τάση προσαρμογής τής σημασίας στη ροή τής συνομιλίας ή της επικοινωνίας. Δυστυχώς, τα γραπτά κείμενα του παρελθόντος σπανίως μας παρέχουν πληροφορίες για το περιβάλλον τής επικοινωνίας, τα υπονοήματα των συμμετεχόντων, τη χροιά ή το ύφος τής συνομιλίας. Η ιστορική σημασιολογία μάς επιτρέπει μόνο να αρκεστούμε στη βεβαιότητα ότι «ο χρόνος θα κάνει το μέρος του». Και ευχόμαστε να αφήσει πίσω του αποτυπώματα ικανά για να ταξιδέψουμε σε αυτόν.

Σημείωση: Με τον αποχρωματισμό και την αποσημασιοποίηση έχω ασχοληθεί εκτενώς στο άρθρο μου «Το επίρρημα τάχα: Μεταβολές σημασίας και ο ρόλος τής γραμματικοποίησης» (Γλωσσολογία, 2006, τόμ. 15, σελ. 51-64). Επιπλέον, ένας οξύνους αναγνώστης είχε την καλοσύνη να διατυπώσει εύστοχες παρατηρήσεις για τον γλωσσικό χρόνο από την οπτική γωνία των θετικών επιστημών. Τον ευχαριστώ θερμά.