30/3/07

Η σημασιολογική δείνωση - Μέρος Β΄

Πάνω στο κομοδίνο της είναι ένα μικρό κουτάκι. Δεν έχει τίποτε σπουδαίο: ένα φτηνό κολιέ με πολλές πολύχρωμες χάντρες. Αλλά δίπλα του υπάρχει μια κάρτα. Λέει ότι το κολιέ είναι δώρο από την οχτάχρονη κορούλα της, που ξόδεψε για αυτό όλες της τις οικονομίες. Τώρα το ασήμαντο κουτάκι παίρνει στα μάτια της άλλη αξία. Η μητέρα αγκαλιάζει την κόρη της συγκινημένη και γεμάτη ευγνωμοσύνη.

Όπως τα πράγματα, έτσι και οι λέξεις συχνά εξαρτούν την αξία τους από το ποιος τις χρησιμοποιεί. Το περιβάλλον χρήσεως, το ποιόν των ομιλητών και η αντίληψη της γλωσσικής κοινότητας αποκτούν ξεχωριστό ρόλο στο σημασιολογικό φορτίο μιας λέξεως και επηρεάζουν την πορεία ενδεχόμενης μεταβολής. Αν η μητέρα που αναφέρθηκε στον πρόλογο δεχόταν το ίδιο δώρο σε επέτειο γάμου από τον σύζυγό της, οπωσδήποτε η αξιολόγησή του θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Στο προηγούμενο άρθρο μου εξήγησα ότι η σημασιολογική δείνωση συνεπάγεται μείωση του κύρους μιας λέξεως, η οποία ακολουθείται από κακοσημία. Ως αποτέλεσμα, η λέξη απαντά πλέον σε άλλο συγκείμενο και με διαφορετικά υπονοήματα. Όπως συμβαίνει με το σύνολο των σημασιολογικών μεταβολών, τις περισσότερες φορές δεν έχουμε τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε το σημείο αφετηρίας μιας αλλαγής, αλλά νιώθουμε απλώς ικανοποιημένοι όταν μπορούμε να απεικονίσουμε τη μετέπειτα εξέλιξη.

Η ενασχόληση με τις τάξεις των σημασιολογικών μεταβολών, κυρίως δε με τη δείνωση, καθιστά απαραίτητη μια διασάφηση. Η παραδοσιακή εικόνα των αλλαγών σημασίας βασιζόταν στην απατηλή εντύπωση ότι κατά κάποιον τρόπο η νεότερη σημασία προέρχεται ή εκπηγάζει από την προηγούμενη ή ότι η παλαιότερη σημασία μετατρέπεται στη νέα. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Αμφότερες οι σημασίες πρέπει να είναι διαθέσιμες στην ίδια γλωσσική κοινότητα υπό τον όρο τής ομοχρονίας, προκειμένου να διαμορφωθούν οι συνθήκες που ευνοούν κάποια αλλαγή.

Η αρχή αυτή είναι διαυγέστερη όταν εξετάζουμε τη σημασιολογική αλλαγή φράσεων, όχι απλώς λέξεων. Εξετάστε το ακόλουθο παράδειγμα δείνωσης:

Η φράση έφαγε της χρονιάς του σήμερα σημαίνει «ξυλοκοπήθηκε άγρια». Εντούτοις, η αρχή της δεν ήταν κακόσημη. Τα σώματα κειμένων δείχνουν ότι αρχικώς αναφερόταν σε κάποιον ο οποίος έφαγε από τις προμήθειες που είχε αποθηκεύσει εκείνη τη χρονιά. Είναι φανερό ότι, αφού οι εν λόγω προμήθειες ήταν προϊόντα εποχής, υπήρχαν σε αφθονία, επειδή ο σκοπός τους ήταν να καλύψουν τις ανάγκες ολόκληρου του έτους. Η χρήση τής φράσης με τη σημασία «ξυλοκοπήθηκε» ήταν στην αρχή ευφημιστική, δηλαδή αποσκοπούσε στην απόδοση δυσμενούς σημασίας με λεκτικά μέσα που δεν είχαν χρωματιστεί ως κακόσημα.

O δίαυλος αλλαγής τής σημασίας συνδέεται άρρηκτα με το περιβάλλον επικοινωνίας, όχι μόνο το συγκειμενικό, αλλά το ευρύτερο. Ο ομιλητής χρησιμοποιεί τη λέξη ή τη φράση με άλλη σημασία, επειδή αυτό υπηρετεί τα αξιώματα της επικοινωνίας. Σε αυτά περιλαμβάνεται επίσης η επιθυμία τού ομιλητή για πρωτοτυπία και εκφραστικότητα, ειδικά όταν νιώθει ότι τα διαθέσιμα μέσα έχουν υποστεί κατά κάποιον τρόπο κορεσμό.

Για να παραμείνουμε στο εννοιακό πεδίο τού «ξυλοκοπήματος», η φράση τον έκανα του αλατιού «τον έδειρα» δεν ήταν εξ αρχής κακόσημη. Φαίνεται ότι αφετηρία της υπήρξε η συνήθεια να κοπανίζουν το μπαγιάτικο ή σκληρό κρέας (κυρίως στα στρατόπεδα του 19ου αιώνα), για να μαλακώσει, ώστε στη συνέχεια να αλατιστεί. Το κοπανισμένο κρέας ήταν πλέον του αλατιού, κατάλληλο για αλάτισμα. Αυτή η κοινή εικόνα προσέδιδε στον λόγο ευφυΐα και πρωτοτυπία, όταν μεταφερόταν στην απόδοση του ξυλοκοπήματος.

Το περιβάλλον δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας. Οι ομιλητές τείνουν να αξιολογούν τον τρόπο επικοινωνίας, τον δικό τους και των άλλων, και να αντλούν συμπεράσματα για τη γλώσσα. Σε αρκετές περιπτώσεις η άποψή τους για άλλους ομιλητές επηρεάζει τις λέξεις, όπως το επίπεδο των κατοίκων επηρεάζει την εικόνα μιας περιοχής.

Στην περίπτωση των λέξεων dilettante (ιταλ.), amateur (γαλλ.) και ερασιτέχνης αυτός ακριβώς είναι ο λόγος τής σημασιολογικής δείνωσης. Οι πηγές δείχνουν ότι οι λέξεις αυτές αναφέρονταν σε κάποιον που εκδήλωνε πραγματική αφοσίωση σε κάτι, αν και δεν το ασκούσε ως επάγγελμα, αποτελούσε δε ενασχόληση των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. Βαθμηδόν οι ομιλητές άρχισαν να αντιδιαστέλλουν τέτοιες ασχολίες προς την ειδική επιστημονική γνώση των ειδημόνων. Τελικά, ερασιτέχνης αποκλήθηκε, όχι πλέον ο εραστής τής τέχνης, αλλά κυρίως ο ανειδίκευτος, ο άπειρος, ο μη ειδικός.

Οι όροι αγαθός και αθώος, μολονότι δεν έχουν χάσει τις αρχικές σημασίες τους, έφθασαν στη Νέα Ελληνική να δηλώνουν επίσης τον «ανόητο» ή «εύπιστο» άνθρωπο, πράγμα που κινείται παράλληλα προς τη δείνωση σημασίας την οποία υπέστησαν οι γαλλικές λέξεις innocent «αθώος – ανόητος» και bonhomme «καλός, καλοκάγαθος – ανόητος, εύπιστος». Στην ίδια κατηγορία ανήκει η λέξη κρετίνος «ηλίθιος», η οποία ανάγεται στο γαλλ. crétin, που δύσκολα αποκαλύπτει την καταγωγή του από το υστερολατινικό christianus (< ελνστ. χριστιανός).

Χαρακτηριστική περίπτωση σημασιολογικής χειροτέρευσης αποτελεί η αγγλική λέξη gay, η οποία επί αιώνες σήμαινε «πρόσχαρος, ζωηρός, εύθυμος» και ώς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δινόταν συχνά ως προσωπικό όνομα. Η αλλαγή σημασίας της ξεκίνησε από την αργκό των φυλακών, όπου η φράση gay cat σήμαινε «νεαρός αλήτης που τον εκμεταλλεύεται (συχνά σεξουαλικά) άλλος εμπειρότερος» και κατόπιν «νεαρός ομοφυλόφιλος», πράγμα που οδήγησε στη γενίκευση της σημασίας «ομοφυλόφιλος» (Webster’s Dictionary of Word Histories, Springfield Mass., 1992). Η επικράτηση της σημασίας αυτής είχε ως αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί εντελώς η ιστορικά κληρονομημένη χρήση «εύθυμος, ζωηρός», η οποία σήμερα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια από τον μέσο ομιλητή χωρίς σοβαρή παρεξήγηση.

Ιδιαίτερα επιρρεπή στη σημασιολογική δείνωση είναι τα λεξικά δάνεια. Αυτό δεν οφείλεται σε εγγενή κατωτερότητα των δανείων ούτε υπάρχει τίποτε το «χυδαίο» στη χρήση λέξεων ξένης προελεύσεως. Εντούτοις, το λεξικό δάνειο δεν μεταφέρει στην αποδέκτρια γλώσσα τις σημασιολογικές και μορφολογικές συνάψεις (γλωσσολογικώς, τις παραδειγματικές και συνταγματικές σχέσεις) που είχε στη γλώσσα προελεύσεως (φαινόμενο κλεψύδρας). Αυτό καθιστά τέτοια δάνεια επιρρεπή σε επανερμηνεία με βάση κυρίως τη φωνητική ομοιότητα.

Η λέξη παλάβρα είναι ισπανοεβραϊκής προελεύσεως και αρχικά σήμαινε, όπως και στα Ισπανικά, «λέξη, λόγος». Η ισπανοεβραϊκή γλώσσα (λαντίνο) αποτελούσε επί μακρόν lingua franca κατά τις εμπορικές συναλλαγές στην προπολεμική Θεσσαλονίκη (ακόμη και εκτός των σεφαραδίτικων κοινοτήτων) και έτσι η λέξη παλάβρα πέρασε στην Ελληνική. Στην αποδέκτρια γλώσσα, όμως, η ισχυρή παρετυμολογική επίδραση του ήδη μεσαιωνικού επιθέτου παλαβός (λόγω φωνητικής ομοιότητας) κινητροδότησε τη σημασιολογική δείνωση και έτσι σήμερα η λέξη παλάβρα έφθασε να σημαίνει «τρέλα», το δε παράγωγο παλάβρας έγινε συνώνυμο του παλαβός.

Όταν ένα λεξικό δάνειο ανταγωνίζεται μια λόγια λέξη, είτε επανεισηγμένη είτε νεόπλαστη, η σημασιολογική δείνωση μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος, αν το δάνειο συνδέεται με τη λαϊκή γλώσσα. Επειδή το ξένο λαϊκό δάνειο είναι φυσικό να έχει ευρεία χρήση, πιθανόν να αποφεύγεται στον γραπτό λόγο, ο οποίος στην εποχή μας αποκτά αυξανόμενη σπουδαιότητα. Ως εκ τούτου, ο μέσος ομιλητής ίσως αρχίσει να παίρνει αποστάσεις. Αυτή είναι πολλές φορές η αφετηρία διαφόρων μειωτικών χρήσεων. Επί παραδείγματι, τα λεξικά δάνεια λούστρος, χαμάλης, τενεκές, χασάπης, αν χρησιμοποιηθούν ως προσφωνήσεις, αποκτούν ευθύς αμέσως μειωτικό χαρακτήρα (π.χ. λούστρο! χαμάλη! τενεκέ! χασάπη!), τον οποίο δεν έχουν οι λόγιες αντίστοιχες: στιλβωτής, μεταφορέας, λευκοσίδηρος, κρεοπώλης.

Ο Δ. Τομπαΐδης προβάλλει την αντίρρηση ότι η αποδοχή αυτής της εξήγησης θα οδηγούσε στην άποψη πως «η γλώσσα των ανώτερων τάξεων μπορεί να ρυθμίζει τις σημασίες ή τις αποχρώσεις των σημασιών που παίρνουν οι λέξεις που χρησιμοποιούνται από το λαό» (Λεξιλογικά τής Νέας Ελληνικής, Αθήνα 1998, σελ. 35). Αν και η αντίληψη του άνωθεν (von oben nach unten) καθορισμού των σημασιών δεν είναι ίσως ελκυστική, το ειδικό βάρος στην πλάστιγγα φέρει η χρήση ή η σημασία που κερδίζει κύρος στους ομιλητές. Μολονότι αυτή δεν γέρνει πάντοτε προς την πλευρά των ανωτέρων τάξεων, η εισαγωγή λόγιων όρων ή η υιοθέτηση αρχαίων σε αντικατάσταση λεξικών δανείων ώθησε, την εποχή τού καθαρισμού, αρκετές ξένες λέξεις σε σημασιολογική χειροτέρευση.

Ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα παραδείγματα:

Η λέξη χάλι προέρχεται από το τουρκικό hal, το οποίο σημαίνει απλώς «κατάσταση» (χωρίς μειωτικό χαρακτήρα). Η επανεισαγωγή τής λέξης επίσκεψη ώθησε τη λαϊκή βίζιτα (δάνειο από την Ιταλική) στη μειωτική σημασία «επίσκεψη πόρνης». Οι λέξεις μαντάτο (λατ.) και χαμπέρι (τουρκ.) δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο ίδιο συγκείμενο με τη λέξη είδηση (π.χ. η φράση πήρα τα μαντάτα / τα χαμπέρια δηλώνει ότι κάποιος έμαθε μάλλον άσχημα νέα, πράγμα που δεν αποδίδεται από την αντίστοιχη φράση πήρα / έλαβα τις ειδήσεις).


Η σημασιολογική δείνωση είναι μέρος τού συνόλου των αλλαγών σημασίας, που αποτελούν το πλέον δυσπρόσιτο αντικείμενο έρευνας της ιστορικής γλωσσολογίας. Η ανακάλυψη κανονικοτήτων ή γενικών τάσεων δεν είναι εύκολη, επειδή πάντοτε υπάρχουν αντιπαραδείγματα που φαίνεται να ακυρώνουν την ομαλή ταξινόμηση. Αντί να κατονομάσει την αλλαγή, ο ιστορικός γλωσσολόγος πρέπει ίσως να αρκεστεί να την ερμηνεύσει, αναζητώντας τον παράγοντα που φέρει το ειδικό βάρος και κυριαρχεί στην επικοινωνία. Και στην επικοινωνία οι ερωτήσεις ποιος, σε ποιον, πώς και γιατί έχουν τον βαρύνοντα ρόλο.

Σημείωση: Προστέθηκαν μερικές λέξεις από τις πηγές που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο.