16/6/07

Γλωσσική παραμυθία: Η ομοιότητα και η αντιστοιχία

Ο καθένας μας γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί αν ανάμεσα σε μερικά χαλασμένα φρούτα βάλουμε ένα καλό. Ανάλογα με τη θερμοκρασία τού χώρου, η σήψη είναι ζήτημα χρόνου. Η πείρα μάς έχει διδάξει επίσης ότι και αν αντιστρέψουμε την αναλογία, θα προκύψει το ίδιο αποτέλεσμα. Αν σε ένα καλάθι με ωραία, ώριμα φρούτα τοποθετήσουμε ένα σάπιο, σύντομα όλα θα χαλάσουν.

Η σήψη διαχέεται στο περιβάλλον της και έχει τον τρόπο να επικρατεί.

Δυστυχώς, οι γλωσσικοί μύθοι καταλήγουν να καταστρέφουν οποιαδήποτε καλοπροαίρετη θεώρηση της ιστορίας τής γλώσσας. Όσο και αν προσπαθήσουμε, αν κρύψουμε μια πλάνη κάτω από καλή γνώση τής αρχαίας γλώσσας και γραμματείας, κάτω από την ευφυΐα ή τη γλωσσομάθειά μας, ίσως δε και κάτω από τις καλές μας προθέσεις ή το αγνό μας κίνητρο, οι μύθοι τελικά θα υποσκάψουν και θα διαβρώσουν οτιδήποτε καλό με το οποίο τους έχουμε καλύψει.

Στο προηγούμενο άρθρο μου προσπάθησα να εξηγήσω τι καθιστά τόσο ελκυστική τη γλωσσική μυθολογία, καθώς και πόσο επιβλαβής είναι η υιοθέτησή της. Υποστήριξα ότι, ανεξάρτητα από τους λόγους που ωθούν κάποιον να ενστερνιστεί μια πλάνη, η επίδρασή της στη νοοτροπία και στον τρόπο σκέψεως είναι βαθιά αλλοιωτική. Όπως συμβαίνει με τα χαλασμένα φρούτα, διαχέεται εύκολα και διαστρέφει την κρίση.

Η καλύτερη απάντηση στην ψευδώνυμη γνώση που κυκλοφορείται με τόση αφθονία είναι σαφώς η κατάρτιση. Παρ' ότι απαιτεί μόχθο και ίσως μάλιστα να μην είναι τόσο γοητευτική ή εντυπωσιακή όπως ο μύθος, έχει στερεά βάση και θεμελιώνεται στην επιστημονική έρευνα.

Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας σε τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά που αποτελούν κριτήριο γνησιότητας στην επιστημονική συγκριτική γλωσσολογία και καταλογίζουν ανεπάρκεια σε κάθε γλωσσικό μύθο. Επειδή καθένα από αυτά απαιτεί χωριστή ανάπτυξη, στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί μόνο το πρώτο.


Η γλωσσική μυθολογία αρκείται στην παράθεση ομοιοτήτων, ενώ η επιστημονική γλωσσολογία βασίζεται στη θεμελίωση αντιστοιχιών.


Η διαφορά μεταξύ ομοιότητας (similarité) και αντιστοιχίας (correspondance) είναι κεφαλαιώδης, διότι η πρώτη είναι επιφανειακή και έχει την αφετηρία τις σε εξωτερικές ενδείξεις, ενώ η δεύτερη εδράζεται στη δομή τής γλώσσας και έχει συστηματικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η ομοιότητα είναι μεμονωμένη, κατ’ ουσίαν απομονωμένη από το υπόλοιπο γλωσσικό υλικό, ενώ η αντιστοιχία παρατηρείται σε πλήθος ομοειδών περιπτώσεων.

Εξετάστε το ακόλουθο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Γνωστό βιβλίο γλωσσικής μυθολογίας διατείνεται, μεταξύ πολλών άλλων, ότι η εβραϊκή λέξη כל kol «όλος» προέρχεται από την ελληνική όλος. Διατυπώνεται μάλιστα ο ισχυρισμός ότι η σημασιολογική συμπεριφορά των δύο επιθέτων είναι παρόμοια, ενισχυτική τής εικαζόμενης συγγένειας.

Ο μη ειδήμων αναγνώστης ίσως βρει ελκυστική την εικασία, αλλά ας σκεφθούμε: Αιτιολογεί ο εισηγητής της την απουσία τού αρχικού k- από την ελληνική λέξη; Μπορεί να παρουσιάσει άλλες περιπτώσεις, στις οποίες έχουμε αποδεδειγμένη τέτοια αποβολή τού αρχαίου κ- ως αρκτικού συμφώνου; Παραθέτει άλλα ομοειδή ζεύγη που να καθιστούν αναντίρρητη την προτεινόμενη αντιστοιχία εβρ. k- ↔ αρχ. ø στην αρχή των λέξεων;

Ο γλωσσολόγος που επιθυμεί να τεκμηριώσει συγκεκριμένη αντιστοιχία, η οποία δεν αιωρείται στην τυχαιότητα, θα αναζητήσει περισσότερο υλικό. Διαπιστώνει εν προκειμένω ότι στη γραμματεία απαντά επίσης ο ιωνικός τύπος οὖλος. Από αυτό επάγεται ότι στη βάση τού συστήματος βρίσκεται αμάρτυρος τύπος *ολ-Fος, από όπου το ιωνικό οὖλος με αναπληρωτική έκταση (δηλ. αποβολή τού ημιφώνου και τροπή τού βραχέος φωνήεντος που προηγείται σε μακρό κλειστό: [hólwos] > [hó:los]).

Η ορθότητα του συμπεράσματος επαληθεύεται από ομοειδείς περιπτώσεις, οι οποίες ακυρώνουν οποιαδήποτε συμπτωματική ή τυχαία ομοιότητα. Παραδείγματα: αττ. μόνος / ιων. μοῦνος < *μον-Fος, αττ. ξένος / ιων. ξεῖνος < *ξεν-Fος, αττ. κόρη / ιων. κούρη < *κορ-Fᾱ κ.ά. Η Γραμμική Β΄ (Μυκηναϊκή) επιβεβαιώνει τα ανωτέρω στοιχεία. Είναι φανερό τώρα ότι το φωνητικό φαινόμενο που περιγράψαμε απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ομοιότητα: πρόκειται για συστηματική αντιστοιχία.

Η εξέταση παράλληλων περιπτώσεων από άλλες γλώσσες καταδεικνύει επιπλέον ότι ο τύπος *όλ-Fος, τον οποίο επανασυνθέσαμε, θα πρέπει να ανάγεται σε ένσιγμο θέμα *sol-, όπως επιμαρτυρούν αντίστοιχοι τύποι άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, π.χ. λατ. sal-vus «σώος – υγιής», sol-idus «σταθερός», σανσκρ. sar-va- «ακέραιος, άθικτος, πλήρης», αρμεν. olj «ολόκληρος –υγιής» (< *sol-jo-).

Τώρα είμαστε σε καλύτερη θέση να απορρίψουμε τη συσχέτιση με το εβρ. kol, με το οποίο η μερική ομοηχία δεν έχει συστηματικό αλλά τυχαίο χαρακτήρα.


Στο επόμενο άρθρο θα συζητήσουμε πώς η γλωσσική μυθολογία προσκρούει στην αρχή τής διατηρήσεως της δομής, η οποία αποτελεί θεμέλιο της συγκριτικής μορφολογίας.

Σημείωση: Δεν πρέπει να αναμένουμε από την ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία να επιλύσει ζητήματα που απαιτούν εμμάρτυρες αρχαιολογικές αποδείξεις. Πληροφορίες για την καταγωγή των ινδοευρωπαϊκών φύλων ή την αρχική τους κοιτίδα, καθώς και η σχετική συλλογιστική, υπάρχουν τώρα διαθέσιμες σε πλούσια βιβλιογραφία. Οι διιστάμενες απόψεις σε ζητήματα γλωσσικής παλαιοντολογίας δεν ανατρέπουν την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία, η οποία στηρίζεται σε ισχυρά τεκμήρια. Στους ενδιαφερομένους συστήνω τα ακόλουθα βιβλία:

• Gamkrelidze, H.C. & V.V. Ivanov, 1995: Indo-European and the Indo-Europeans. A reconstruction and historical analysis of a proto-language and a proto-culture. Berlin & New York.

• Mallory, J.P., 1989: The Indo-Europeans (μτφρ. Οι Ινδοευρωπαίοι. Γλώσσα, Αρχαιολογία και Μύθος, Αθήνα 1995).

• Renfrew, C., 1987: Archaeology and language. The puzzle of Indo-European origins. London.

Σε αυτά και σε άλλα ζητήματα είναι αναμενόμενο ότι η επιστήμη δεν έχει δώσει οριστικό πόρισμα για το κάθε τι. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας αποτρέψει από το δικαίωμα να εξετάσουμε τον επιστημονικό συλλογισμό και να μοχθήσουμε προκειμένου να αποκτήσουμε την κατάρτιση που απαιτείται για να επεξεργαζόμαστε σωστά το γλωσσικό υλικό. Όταν παρέχουμε στον εαυτό μας αυτή την ευκαιρία, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για χρόνο καλά τοποθετημένο, ο οποίος στη συνέχεια θα μας ανταμείψει.