29/3/10

31η συνάντηση εργασίας τού Τομέα Γλωσσολογίας τού Α.Π.Θ. (17-18 Απριλίου 2010)

Η συμμετοχή σε ένα σημαντικό συνέδριο αποτελεί βασικό τρόπο να υποβάλει κανείς την πρότασή του στη σοφία των πολλών. Όσοι προσερχόνται στις επιστημονικές συναντήσεις έτοιμοι να ακούσουν και να ωφεληθούν από τις παρατηρήσεις των συναδέλφων τους κατορθώνουν να εμβαθύνουν περισσότερο και να ελέγξουν παράγοντες που ίσως είχαν διαφύγει την προσοχή τους.

Έχοντας πολλές φορές βρεθεί σε αυτή την ευεργετημένη θέση, εκτιμώ ιδιαίτερα τις προσπάθειες των διοργανωτών να συγκεντρώσουν και εφέτος στη Θεσσαλονίκη τόσα και τέτοια ενδιαφέροντα θέματα, όπως αυτά που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα της 31ης συνάντησης εργασίας τού Τομέα Γλωσσολογίας τού Α.Π.Θ. (17-18 Απριλίου 2010). Το θέμα τού συνεδρίου είναι «Διδασκαλία και εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας», εμπίπτει δε στο γενικότερο πλαίσιο της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας. Περιλαμβάνονται ελκυστικές ανακοινώσεις σχετικά με τη διδασκαλία τής γραμματικής, τη δίγλωσση εκπαίδευση, τον γραμματισμό και τις γλωσσικές στάσεις.

Σε αυτή τη συνάντηση παρουσιάζουμε μαζί με την αγαπητή μου συνάδελφο Γεωργία Κατσούδα (ερευνήτρια της Ακαδημίας Αθηνών) την εργασία μας «Ο ρόλος τής λαϊκής ετυμολογίας στη διδασκαλία τής ορθογραφίας». Είναι αρκετά χρόνια τώρα που ασχολούμαι θεωρητικά με την τυποποίηση της λαϊκής ετυμολογίας και ήθελα να προσθέσω εδώ μερικές λεπτομέρειες από την εισηγητική περίληψη της ανακοίνωσής μας (έχουν αφαιρεθεί οι βιβλιογραφικές παραπομπές).

Η λαϊκή ετυμολογία στηρίζεται εν πολλοίς στον μηχανισμό τής εικονικότητας, κατά τον οποίο η εγγύτητα στη μορφή οδηγεί σε επανερμηνεία ενός αδιαφανούς τύπου, προκειμένου να ταιριάζει με γλωσσικό υλικό οικειότερο στους ομιλητές. Η κινητροδότηση [motivation] των τύπων που επηρεάζονται δεν είναι αυθαίρετη, αλλά οφείλεται σε αναλογική μεταβολή που αποσκοπεί σε αυξημένη κανονικότητα.

Στις κοινωνίες υψηλού γραμματισμού η πρότυπη ορθογραφία επηρεάζει επίσης τη γλωσσική ικανότητα, καθώς φαίνεται ότι αποτελεί τμήμα τού νοητικού λεξικού. Επομένως, η αναγνώριση της έντυπης λέξης μπορεί να επιτευχθεί, όπως έχει αποδειχθεί ερευνητικά, με συνδυασμό πληροφοριών αντλημένων τόσο από το φωνολογικό όσο και από το ορθογραφικό λεξικό.

Εφόσον η διδασκαλία τής ορθογραφίας αποβλέπει σε προγραμματική επάρκεια, δηλαδή σε σχήμα προσιτό και διδάξιμο, σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζεται ανάγκη να συγκερασθεί η ισχυρή έλξη τού επάγοντος στοιχείου (που λαμβάνει χώρα στη λαϊκή ετυμολογία) με τις αρχές τής γενίκευσης και της απλούστευσης. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η λαϊκή ετυμολογία συνάπτει τις λέξεις προς άλλα συστήματα με αφετηρία τη φωνητική εγγύτητα, μερικοί εύλογοι στόχοι της (π.χ. απομονωμένες λόγιες λέξεις, δάνεια, δυσπρόφερτοι τύποι κ.ά.) παρουσιάζουν διπλή γραφή, κατ’ εξοχήν όταν δεν έχει επηρεαστεί αισθητά η φωνητική μορφή των τύπων.

Στην ανακοίνωση αυτήν αναλύεται η λειτουργία τής εικονικότητας στη λαϊκή ετυμολογία και εξετάζεται ο ρόλος της στη διδασκαλία τής ορθογραφίας. Διττογραφίες όπως πιλοτή / πυλωτή, πίρος / πείρος, κτήριο / κτίριο, ρεβίθι / ρεβύθι, λικουρίνος / λυκουρίνος, χλομός / χλωμός κ.ά., οι οποίες αποτελούν συχνά λεξικογραφικό πρόβλημα, αποδεικνύουν ότι ο βαθμός ανακλητικότητας του επάγοντος στοιχείου ποικίλλει, πράγμα που καθιστά την αποσαφήνιση αναγκαιότερη. Τέλος, προτείνονται τρεις αρχές για την τυποποίηση της ορθογραφίας των παρασυνδεδεμένων τύπων.