27/4/08

Η τέχνη τής συνομιλίας

Στους αγαπημένους μου γονείς
για τα 41 χρόνια γάμου που συμπλήρωσαν


Η πρώτη φορά που ακούσαμε τη φωνή μας ηχογραφημένη πρέπει να υπήρξε πραγματικά συναρπαστική και συγχρόνως απογοητευτική εμπειρία. Αναμφίβολα αναρωτηθήκαμε: «Έτσι είναι η φωνή μου;»

Η χροιά τής φωνής επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, στους οποίους το αφτί είναι εξαιρετικά ευαίσθητο. Ο ήχος που παράγεται από τις φωνητικές χορδές ενισχύεται από τα οστά τού θώρακα και της κεφαλής, από τις ρινικές κοιλότητες και τους παραρρινικούς κόλπους, επηρεάζεται δε από την ανατομία τού στόματος, των δοντιών και του λάρυγγα. Εντούτοις, επειδή τα αφτιά αποτελούν μέρος τού ηχητικού αυτού συστήματος, οι δονήσεις των οστών δεν τους επιτρέπουν να αντιληφθούν τον ήχο τής φωνής ακριβώς όπως τον ακούν οι άλλοι. Είναι σαν να προσπαθούμε να ακούσουμε ένα πιάνο κολλώντας το αφτί μας πάνω στην ουρά του· η ακουστική αίσθηση είναι εντελώς αλλοιωμένη.

Ο απόηχος της συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της συνομιλίας έχει ομοιότητες με τη χροιά τής ηχογραφημένης φωνής: συχνά αφήνει στους άλλους διαφορετική εντύπωση από ό,τι στον ομιλητή. Ο γλωσσολογικός κλάδος τής ανάλυσης ομιλίας έχει εξετάσει ποικίλους διαύλους από τους οποίους διηθείται το μήνυμα προτού καταλήξει στον αποδέκτη. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, είναι αρκετό να δεχτούμε ότι η αναγνώριση της επίδρασης των πράξεων ομιλίας [speech acts] και της προσλεκτικής ισχύος τους [locutionary force] αποτελεί προϋπόθεση για κάθε μελέτη τής συνομιλίας.


Στις απαρχές τού ευγενικού λόγου

Η ευγένεια στη συνομιλιακή διαδικασία προϋποθέτει αναγνώριση του γεγονότος ότι τα λόγια ασκούν επίδραση, που μπορεί να είναι αρεστή ή δυσάρεστη, επωφελής ή επιβλαβής. Ο υπολογισμός τού αποήχου που έχουν οι λέξεις ως ισχυρά εργαλεία επικοινωνίας γέννησε την ανάγκη για ευγένεια.

Ο ευγενικός λόγος εκφράζεται διαφορετικά κατά γλώσσα και σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η γλωσσολογική του ανάλυση. Αρκεί να λεχθεί ότι, εφόσον η χρήση τής γλώσσας αποτυπώνει στοιχεία τής προσωπικότητας, η συνομιλία αποκαλύπτει εν πολλοίς τι είδους ταυτότητα αποδίδουν αναμεταξύ τους οι συμμετέχοντες. Ανάλογα με τη γλώσσα, ο σεβασμός και η απόδοση τιμής στον συνομιλητή εκφράζεται με πραγμάτωση διαφορετικών και διακριτών γραμματικών ή συντακτικών επιλογών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η επιλογή απευθυντικού τρόπου [addressive mode] στη συνομιλία. Στα Ελληνικά ο εν λόγω τρόπος σχετίζεται με τη χρήση τού πληθυντικού ευγενείας στην προσφώνηση αγνώστων ή ανωτέρων. Οι γλωσσολογικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι ο πληθυντικός ευγενείας έχει την αφετηρία του στον πληθυντικό τής μεγαλοπρεπείας [pluralis majestatis], ο οποίος πρωτοπαρουσιάστηκε στη διάκριση των λατινικών αντωνυμιών tu «εσύ» και vos «εσείς». (Ας σημειωθεί ότι ο πληθυντικός τής μεγαλοπρεπείας είναι αρχαϊκό συντακτικό σχήμα· απαντά επί παραδείγματι ήδη στη Βιβλική Εβραϊκή, αλλά εκεί ακολουθείται από ρήμα σε ενικό αριθμό). Κατά τον 4ο αι. μ.Χ. αναπτύχθηκε η συνήθεια να απευθύνονται στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον πληθυντικό vos αντί του ενικού tu. Βαθμηδόν η χρήση τού πληθυντικού έγινε χαρακτηριστικό των ανωτέρων τάξεων, τύπος που οι ευγενείς απηύθυναν ο ένας στον άλλον. Συγχρόνως μεταχειρίζονταν ενικό όταν μιλούσαν σε κατωτέρους τους, υποδηλώνοντας έτσι ότι ο πληθυντικός δεν δήλωνε μόνο σεβασμό αλλά και απόσταση σε αντιδιαστολή προς την οικειότητα. Συνοψίζοντας γλωσσική διαδρομή που διήρκεσε αιώνες, οι απευθυντικοί τύποι ευγενείας επεκτάθηκαν σε διάφορα περιβάλλοντα και εκφράστηκαν ποικιλοτρόπως κατά γλώσσα (π.χ. σε πληθυντικό γαλλ. tu / vous, γερμ. du / Sie, ελλ. εσύ / εσείς – σε γ΄ ενικό που δηλώνει απόσταση, π.χ. ισπ. tú / usted, ιταλ. tu / lei, πολων. ty / pan κ.ά.)

Λέξεις για την ευγένεια

Ότι η ευγένεια ως σύστημα συμπεριφοράς έχει ιστορικά συνδεθεί με τη σωρευτική απήχηση του βίου των ανωτέρων τάξεων προκύπτει και από τις ίδιες τις λέξεις που τη δηλώνουν. Η αρχ. λέξη εὐγενής (> μεσν. εὐγενικός) αρχικά σήμαινε, ως είναι φυσικό, «υψηλής, αρχοντικής καταγωγής», σύντομα όμως δήλωσε αυτόν «που έχει λεπτούς τρόπους, που φέρεται με αβρότητα». Στη Γερμανική το επίθ. höflich «ευγενικός» έχει την αφετηρία του στο ουσιαστικό Hof «αυλή (ηγεμόνα ή ευγενούς)» και είναι ομόρριζο των επιθέτων höfisch «αυλικός» και hübsch «χαριτωμένος, όμορφος».

Η γαλλική λέξη poli «ευγενικός» προέρχεται από τον λατ. μετοχικό τύπο polītus του ρήματος polire «γυαλίζω» (> γαλλ. polir «γυαλίζω, ραφινάρω»). Τον 12ο αι. η λ. poli σήμαινε επίσης «κομψός» και την ίδια εποχή μέσω της αγγλονορμανδικής τάξης περνά στον αγγλ. τύπο polite, που φυσικά σημαίνει «γυαλισμένος». Από τον 16ο αι. συναντάται πλέον με τη σημασία «καλλιεργημένος», αλλά θα χρειαστεί ένας αιώνας ακόμη για να εκφράσει ο όρος poli τη σημερινή σημασία «ευγενικός, με λεπτούς τρόπους».

Οι διαπιστώσεις αυτές, που αποτελούν κοινό κτήμα τής επιστημονικής γλωσσολογίας, δεν αποδεικνύουν ότι η ευγένεια είναι γνώρισμα των ανωτέρων μόνο τάξεων· μάλλον αποκαλύπτουν ότι οι τρόποι των ευγενών ασκούσαν εξ αρχής ισχυρή επίδραση και προκαλούσαν αίσθηση.


Απόψεις για την ευγένεια


Αν και η ευγένεια στη συμπεριφορά (κατ’ εξοχήν στη συνομιλία) έχαιρε ανέκαθεν σεβασμού, οι απόψεις για το περιεχόμενό της δεν ταυτίζονται. Παρόμοια με τις γλωσσικές μεταβολές, ορισμένοι τρόποι και πρότυπα κερδίζουν κύρος στην κοινότητα και ενδέχεται να ανατρέψουν τη στάση της ή να οδηγήσουν σε άλλη αξιολόγηση. Αυτό μπορεί να συμβεί εντελώς απροσδόκητα.

Για να διαφωτίσουμε το σημείο: Επί πολλές δεκαετίες οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι είναι αγενές να συστηνόμαστε έχοντας το χέρι στην τσέπη ή κοιτάζοντας προς κατεύθυνση άλλη από το πρόσωπο του συνομιλητή μας. Αν όμως αυτή η συμπεριφορά αποσπαστεί από το συγκεκριμένο πλαίσιο και ενταχθεί σε άλλο, π.χ. αν ο δημοφιλής ήρωας κινηματογραφικής ταινίας παρουσιάσει αυτή τη στάση ως στοιχείο τού χαρακτήρα του με καταφατικό περικείμενο και με τρόπο που κολακεύει την προσοχή, το αγενές φέρσιμο θα μπορούσε να αποχαρακτηριστεί και να μετονομαστεί σε «αμεσότητα», «αυτοπεποίθηση» ή «αντισυμβατικότητα».

Οι σκέψεις αυτές καταδεικνύουν ότι η στάση κάποιου κατά τη συνομιλία απέχει πολύ από τον υπόκωφο θόρυβο ενός καταποντισμένου ηχείου: πάντοτε συντονίζεται με την κλίμακα της επικοινωνίας. Ορισμένοι τείνουν να πιστεύουν ότι η τέχνη τής συνομιλίας επαφίεται απλώς στη δεξιότητα των συνομιλητών. Άλλοι κρίνουν περιττή τη συζήτηση περί καλών τρόπων και το δείχνουν στην πράξη, υποστηρίζοντας ότι η στερεότυπη ευγένεια απογυμνώνει την επικοινωνία από την ουσία της, ότι είναι σπατάλη γλωσσικού φορτίου. Εν τέλει, ποιος αποφασίζει αν είμαστε ευγενικοί συνομιλητές;

Το άρθρο αυτό δεν αποσκοπεί στην παρουσίαση υποδείξεων ή τεχνικών για τη συνομιλία, πολλώ μάλλον αφού ο συντάκτης του δεν έχει ούτε τα προσόντα ούτε την εξουσία να το πράξει. Έχω όμως υπ’ όψιν ένα παράδειγμα που φαίνεται ότι διαφωτίζει το ζήτημα και εξηγεί γιατί η τέχνη τής συνομιλίας παραμένει ζωτικής σημασίας και πέρα από οποιαδήποτε φλυαρία πολύτιμη.


Συνομιλία και οδήγηση: Ο καλός και ο κακός οδηγός


Η συμμετοχή σε συνομιλία θα μπορούσε τηρουμένων των αναλογιών να παρομοιαστεί με την οδήγηση σε πολυσύχναστο δρόμο: Αν και όλοι έχουν πιθανώς δίπλωμα οδηγήσεως, αυτό δεν τους καθιστά κατ’ ανάγκην ασφαλείς οδηγούς ούτε μειώνει τους παράγοντες που συνεχώς οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν. Όπως οι οδηγοί έτσι και οι συνομιλητές κινούνται σε ένα πλέγμα ομαδικών σχέσεων, οι οποίες αν αγνοηθούν ή υποτιμηθούν ασφαλώς θα προκαλέσουν εκτροπή ή και συγκρούσεις.

Ομοίως, η πείρα από τη συμμετοχή σε συζητήσεις, η ευγλωττία, η ευφυΐα, η ετοιμολογία και άλλα χαρίσματα δεν σημαίνουν ότι κάποιος αντιλαμβάνεται οπωσδήποτε τον απόηχο της φωνής του στους άλλους, ότι εν ολίγοις καλλιεργεί την τέχνη τής συνομιλίας. Αν τα γλωσσικά χαρίσματα δεν κατευθύνονται από σεβασμό και γνήσια ευαισθησία, θα παραγάγουν απλώς κάποιον που επιθυμεί να κυριαρχεί στη συζήτηση και να έχει την τελευταία κάθε φορά λέξη, συχνά δε στις συζητήσεις κυριαρχεί ο πιο εκδηλωτικός, όχι ο πιο αξιόλογος.

Στις λίγες παρατηρήσεις που ακολουθούν ο αναγνώστης μου ασφαλώς θα εντοπίσει παράλληλα στοιχεία ανάμεσα στη συνομιλία και την οδήγηση· δεν προσπαθώ να τα κρύψω. Επειδή τα όρια της ευγένειας είναι μερικές φορές δύσκολο να περιγραφούν, ίσως είναι χρησιμότερο να ξεκινήσουμε από την οδήγηση, για την οποία μπορούμε να εκφραστούμε πιο αντικειμενικά.

α) Ο καλός συνομιλητής είναι πρώτα καλός ακροατής.

Η καλή ακρόαση περιλαμβάνει περισσότερα από το να ακούει κανείς ήχους και να κατανοεί το περιεχόμενό τους. Απαιτεί παρατηρητικότητα, της οποίας το κλειδί είναι το γνήσιο ενδιαφέρον για τον συνομιλητή. Αν ενδιαφερόμαστε για τους άλλους, θα μεταχειριζόμαστε τις απόψεις τους με σεβασμό, αφιερώνοντας τον αναγκαίο χρόνο για να τις σκεφτούμε και να βεβαιωθούμε ότι τις καταλαβαίνουμε. Όταν ο συνομιλητής αναπτύσσει τις θέσεις του, η ενεργός ακρόαση δηλώνεται με νεύμα ή χαμόγελο ή με τον κατάλληλο συνομιλιακό δείκτη.

Αν έχουμε τη συνήθεια να διακόπτουμε ή να συμπληρώνουμε κάθε πρόταση του συνομιλητή μας, αυτό θα μετέδιδε το μήνυμα ότι οι πεποιθήσεις των άλλων δεν αξίζουν τον χρόνο, την προσοχή, την υπομονή ή τον σεβασμό μας. Θα θέλαμε να σχηματίσουν τέτοια εντύπωση;

Ο καλός ακροατής αγωνίζεται να διακρίνει την άποψη του συνομιλητή του. Αναρωτιέται: «Γιατί έχει αυτή τη γνώμη; Τι τον οδήγησε να επενδύσει σε αυτήν; Πώς μπορώ να δείξω ότι αναγνωρίζω τη σπουδαιότητα που έχει για αυτόν η σκέψη του, ακόμη και όταν την κρίνω λανθασμένη ή αβάσιμη;»

Ο καλός ακροατής απαντά με τρόπο που αποπνέει εκτίμηση. Στην προφορική επικοινωνία το χαρακτηριστικό αυτό έρχεται στο προσκήνιο με ανάλογες χειρονομίες ή εκφράσεις τού προσώπου, καθώς και με τη χροιά τής φωνής. Ο σεβασμός προς ό,τι ειπώθηκε συνεπάγεται ότι αναγνωρίζουμε την παρουσία τού συνομιλητή ως αξιόλογη, έστω και αν διαφωνούμε. Αν δεν μπορούμε να εκδηλώσουμε τέτοια στάση, είναι σοφότερο να προτιμήσουμε τη σιωπή. Αν απαντούμε γραπτώς, δεν είναι άσκοπο να ευχαριστήσουμε τον συνομιλητή που μας γνωστοποίησε τη γνώμη του, που θεώρησε σκόπιμο να μοιραστεί μαζί μας ιδέες στις οποίες έχει ίσως αναλώσει χρόνο και στοχασμό. Η ανταπόκριση είναι συνήθως ευνοϊκή.

β) Ο καλός συζητητής παραχωρεί προτεραιότητα.

Η αθέτηση των κανόνων προτεραιότητας αποτελεί, κατά τους συγκοινωνιολόγους, μία από τις κύριες αιτίες αυτοκινητικών ατυχημάτων. Φυσικά, οι κανόνες και τα σήματα οδικής κυκλοφορίας παρέχουν εδραιωμένο το πλαίσιο που καθορίζει ποιος οδηγός πρέπει να παραχωρήσει προτεραιότητα. Τι συμβαίνει όμως στη συνομιλία;

Ας εξετάσουμε πρώτα εν συντομία τι συνεπάγεται η παραχώρηση προτεραιότητας. Κατόπιν, θα είναι, καθώς πιστεύω, εύλογο ποιος συνομιλητής πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία.

Η παραχώρηση χρόνου στους άλλους, για να εκφραστούν, φανερώνει (όπως ήδη τονίστηκε) αξιέπαινο ενδιαφέρον. Επιπλέον, η προσοχή με προσήλωση ενθαρρύνει την ελεύθερη έκφραση. Αν συνοδεύεται από διακριτικές, υποκινητικές ερωτήσεις, αποκαλύπτει ότι η συνομιλία είναι αμφίδρομης ροής και όχι απλώς βήμα για να μιλήσουμε όταν έρθει η σειρά μας. Εντούτοις, η εκχώρηση προτεραιότητας σημαίνει πολύ περισσότερα.

Ο καλός συνομιλητής δεν επιδιώκει συνεχώς την πρωτοβουλία στη συζήτηση. Δεν σπεύδει να εκφράσει γνώμη για το κάθε τι ούτε θεωρεί υποτιμητικό να παραδεχτεί ότι ωφελήθηκε από όσα ελέχθησαν. Δεν διστάζει να ομολογήσει ότι πείστηκε για κάτι στο οποίο είχε προηγουμένως αντιρρήσεις. Θα σημειώσει έντιμα: «Έχετε δίκιο», «Δέχομαι τη διόρθωση», «Δεν το είχα σκεφτεί». Τέτοιες εκφράσεις αποδίδουν στους άλλους τιμή και αναγνώριση, ενώ συγχρόνως σημαίνουν ότι μπορούμε να συζητήσουμε χωρίς να χαρακτηρίζουμε κάθε αντίρρηση πρόκληση. Ως αποτέλεσμα, όταν κατόπιν μιλήσουμε, είναι πιθανότερο να εισακουστούμε με τον ανάλογο σεβασμό.

Η συζήτηση περιλαμβάνει διαπραγμάτευση συναισθημάτων. Συνήθως αυτά εκπέμπονται από τον τόνο τής φωνής ή από το ύφος τής γραφής και δεν συγκεφαλαιώνονται σε τεχνική ή μέθοδο που μαθαίνεται· είναι ιδιότητες που διαπλάθονται και καλλιεργούνται. Από τη στάση μας στη συζήτηση, γραπτή ή προφορική, ο συνομιλητής είναι ευθύς σε θέση να διακρίνει αν σκοπό έχουμε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας, να κατεδαφίσουμε τις απόψεις του ή να τον επικρίνουμε με σκληρότητα. Από το ύφος ομιλίας ή γραφής θα καταλάβει οπωσδήποτε αν τα σχόλιά μας πηγάζουν από ευγενική καλοσύνη ή από αγανάκτηση. Ο θετικός τόνος ασκεί ευεργετική επίδραση: ακόμη και όταν ο συνομιλητής δεν πεισθεί αμέσως, θα του έχουμε αφήσει ικανή τροφή για σκέψη.

Από τα παραπάνω προκύπτει, νομίζω, αβίαστα ποιος πρέπει να παραχωρεί προτεραιότητα στη συνομιλία: αυτός που περισσότερο ενδιαφέρεται για την καλή της έκβαση.


γ) Ο καλός συζητητής δεν είναι επιθετικός, αλλά θετικός.

Η επιθετική οδήγηση, παρ’ ότι δημοφιλής, αποκαλύπτει ότι πίσω από το τιμόνι κάθεται κάποιος που νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Ο οδηγός αυτός είναι απότομος, ανταγωνιστικός και, ως εκ τούτου, επικίνδυνος. Ποιος θα ήθελε να συνταξιδέψει στο αυτοκίνητό του;

Ο επιθετικός συζητητής έχει πιθανώς αναπτύξει την ικανότητα να εντοπίζει γρήγορα τα σφάλματα ή τις ελλείψεις των άλλων απόψεων. Συχνά στρέφεται εναντίον τους ως προσώπων, προσπαθώντας έτσι να υπονομεύσει τις θέσεις τους. Μολονότι μπορεί να είναι ευφυής και εύστροφος, αντιμετωπίζει τους αντιγνώμους με υπεροψία, την οποία ενδομύχως ή καταφανώς δικαιολογεί ως αίσθηση ανωτερότητας και κάνει πνευματώδη σχόλια που πιστεύει ότι τον εξυψώνουν.

Αυτός ο τρόπος κολακεύει ίσως τον εγωισμό, αλλά είναι βέβαιο ότι θα κάνει τον ακροατή να κλείσει τα αφτιά του, παρ’ όλο που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκομίσει κάτι χρήσιμο. Επιπρόσθετα, η υιοθέτηση αυτού του ύφους τονώνει ιδιότητες της προσωπικότητας, τις οποίες θα έπρεπε να μοχθούμε να καταστείλουμε: εγωισμό, υπερηφάνεια, ιδιοτέλεια.

Ο καλός συζητητής δεν αποπνέει σκληρότητα αλλά καλοσύνη, ακόμη και όταν ο συνομιλητής του δεν φαίνεται να την αξίζει ή φέρεται άσοφα. Χωρίς να επιβραβεύει το σφάλμα ή να υποκρίνεται ότι συμφωνεί, ο καλός συζητητής θα αναζητήσει κάτι θετικό στη συμμετοχή τού συνομιλητή του και θα το αναδείξει γενναιόδωρα. Αν χρειαστεί να διορθώσει, το κάνει με τρόπο που δεν μειώνει την αξιοπρέπεια του άλλου και λειτουργεί ως συνεργάτης, όχι σαν ελεγκτής.

Στην παραγωγική συζήτηση ο θετικός συνομιλητής εκδηλώνει λογικότητα και είναι πρόθυμος να υποχωρεί όταν είναι κατάλληλο. Δεν συγχέει την αυτοπεποίθηση με την ισχυρογνωμοσύνη ούτε θεωρεί μειωτική τη συγκατάβαση. Είναι έτοιμος να υποβάλει ερωτήσεις, για να αποκτήσει ευρύτερη κατανόηση του θέματος. Δεν σπεύδει σε συμπεράσματα.

Ο θετικός συνομιλητής χαρακτηρίζεται επιπλέον από σύνεση. Δεν βιάζεται να καταλογίσει στον συνομιλητή του ταπεινά ή ποταπά κίνητρα. Προσπαθεί να διακρίνει πίσω από τις λέξεις τα αισθήματα. Κατόπιν δεν μεταχειρίζεται αυτά τα αισθήματα με καταφρόνηση. Αντιλαμβάνεται ότι κανείς δεν επιθυμεί να μετέχει σε συζήτηση, στην οποία νιώθει διαρκώς υπό πίεση. Αν τον υποχρεώσουμε, θα υιοθετήσει αναπόφευκτα αμυντική στάση και θα κρύψει πίσω της όλες τις ευαίσθητες χορδές που αποτύχαμε να αγγίξουμε. Συνεπώς, ο συνετός συνομιλητής καταπολεμεί την παρόρμηση να μιλάει ή να γράφει μόνο για να εκθέσει σφάλματα άλλων. Αν διαφωνήσει, δείχνει καθαρά ότι προσβλέπει στην κατανόηση, όχι στη σύγκρουση.

Κάτι τελευταίο: Η αισχρολογία, η υβριστική ή χυδαία γλώσσα και οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί ορίζουν την αποτυχία τής συνομιλίας. Αντί να δείχνουν ευφυΐα ή αμεσότητα, αποκαλύπτουν τουναντίον πόσο χαμηλά μπορούμε να πέσουμε αν κάποτε χάσουμε τον έλεγχο. Με γαστρονομικούς όρους, μοιάζει σαν να προσφέρουμε στον προσκεκλημένο μας φρούτο σε κατάσταση αποσύνθεσης.


Η τέχνη τής συνομιλίας αποτελείται από συσσωρευμένα κοιτάσματα πολλών αρετών, από παραστάσεις και λεκτικές πράξεις που συντέμνονται στην ευγένεια. Αν και κάποιος θα μπορούσε ενδεχομένως να μάθει και να εφαρμόσει μερικές μεθόδους ή τεχνικές, ίσως δε να μελετήσει εγχειρίδια καλών τρόπων και οδηγούς συμπεριφοράς, μόνο ο γνήσιος σεβασμός και το πραγματικό ενδιαφέρον θα εμφυσήσουν σε όλα τα παραπάνω ζωτική πνοή.