8/2/08

Ετυμολογικές παρενέργειες: Η αμαξοστοιχία και η μηχανή

Κριτική στο άρθρο τού Ι.Ν. Ηλιούδη
«À propos de l’étymologie des mots
κτῆνος, ζερβός, φλογέρα, καζάνι»
(Αθηνά, τόμ. ΠΒ΄ [2000], σ. 229-232)

Δεν είχα αρχίσει ακόμη να πηγαίνω στο σχολείο, όταν ο αγαπημένος μου παππούς συνήθιζε να με πηγαίνει βόλτα στο Φάληρο. Ήταν στις αρχές τής δεκαετίας τού ΄70, τότε που είχε περιοχές με μεγάλες παιδικές χαρές και οι άνθρωποι ένιωθαν άνετα να περπατήσουν. Θυμούμαι λίγες λεπτομέρειες πια, αλλά πολύ καθαρά πόσο βάρος είχε στα μάτια ενός παιδιού ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος που παίρναμε από την Πλατεία Ομονοίας. Αυτό που έχει μείνει καρφωμένο στη μνήμη, όμως, είναι η απογοήτευσή μου που δεν μπορούσα να βρω τη μηχανή τού τρένου. Η αμαξοστοιχία έφτανε στο τέρμα τής διαδρομής και ευθύς γύριζε πίσω με την αντίθετη φορά· δεν έπρεπε η μηχανή να είναι πάντοτε μπροστά;

Ο ετυμολόγος που έχει να δαμάσει υλικό ποικίλης προελεύσεως βρίσκεται συχνά στην ανάγκη να αποφασίσει προς τα πού θα κινηθεί και ποιο από τα διαθέσιμα στοιχεία φέρει το ειδικό βάρος που απαιτείται για να οδηγήσει την έρευνα. Αν αστοχήσει, ίσως απομείνει σε άλλον προορισμό, πασχίζοντας κατόπιν να συμμορφώσει όπως-όπως τα δεδομένα.

Ο δρ Φιλολογίας Ι.Ν. Ηλιούδης έχει κατά καιρούς ασχοληθεί με την ετυμολογία και λυπούμαι ότι χρειάστηκε και στο παρελθόν να ελέγξω τις προτάσεις του. Η επιστήμη τής ετυμολογίας έχει κανόνες και αυτοί εφαρμόζονται, όχι αφαιρετικά στο γενικό πλαίσιο, αλλά στην οπτική γωνία, στη συλλογιστική τροχιά και στη φορά τής έρευνας. Στην εφαρμογή τους δεν αρκεί η καλή προαίρεση.

Ο κ. Ηλιούδης ετυμολογεί εκ νέου τις λέξεις κτήνος, ζερβός, φλογέρα και καζάνι. Ατυχώς, σφάλλει και στις τέσσερεις. Όχι από ατελή γνώση τής γλώσσας ή από έλλειψη βιβλιογραφικών πηγών, αλλά από κακή κρίση, από άστοχο υπολογισμό των παραγόντων που συμμετέχουν στην ιστορία των λέξεων.

Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να εξηγήσω γιατί ο προσανατολισμός αυτών των προτάσεων είναι εσφαλμένος ή γιατί η μηχανή τού τρένου πρέπει πάντοτε να βρίσκεται στην πρώτη θέση.


1) κτήνος

Ο συγγραφέας κρίνει λανθασμένη τη γλωσσολογική βιβλιογραφία που ανάγει τη λέξη σε θέμα ομόρριζο του ρήματος κτῶμαι (-άο-). Αιτία είναι ένας συλλογισμός που βασίζεται σε ανεπαρκή λεξικογραφική κρίση: Ότι κτήνη ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα ζώα που σφάζονταν για να προσφερθούν ως θυσία. Με αυτή την αφετηρία ο αρθρογράφος ισχυρίζεται ότι «l’étymologie de ce mot est vraisemblablement en relation avec de sens du verbe κτείνω, ἔ-κταν-ον (κταν > κτην)» (σ. 230). Προχωρεί μάλιστα να κατονομάσει την προτεινόμενη παραγωγή με τον παλαιογραμματικό όρο μετάληψις, που μεταχειρίζονταν οι γραμματικοί τής ελληνιστικής εποχής για να περιγράψουν τη μετάθεση ποσότητας, επειδή αγνοούσαν τα μεταπτωτικά φαινόμενα.

Η ετυμολογία είναι, δίχως άλλο, ευγενής άσκηση και δεν θέλω διόλου να αποθαρρύνω νέες προτάσεις. Εντούτοις, αν η συμβολή μας δεν έχει μεθοδολογική αρτιότητα, πιθανόν να αποδειχθεί μάταιη, διότι, όπως σοφά έλεγε ο ποιητής, κακὸν δ’ ἀνεμώλια βάζειν.

Εν προκειμένω, η σωστή μορφολογική ανάλυση είναι προϋπόθεση και όχι παρεπόμενο της σύγκρισης. Πρέπει να προηγείται οποιουδήποτε συσχετισμού με εικαζόμενα ομόρριζα. Σύμφωνα με τα έγκυρα λεξικογραφικά έργα (Chantraine, Frisk, Hofmann), η λ. αναλύεται κτῆ-νος (με θέμα κτη- και παραγωγικό επίθημα -νος), πράγμα που την εντάσσει στην ευρεία λεξιλογική οικογένεια των αρχ. κτῶ-μαι (-άο-), κτῆ-σις, κτη-τός, κτῆ-μα, κτή-τωρ, κτέα-νον «ιδιοκτησία, περιουσία». Συνεπώς, το θέμα κτη- λειτουργεί κανονικά ως μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας και δεν υπάρχει τρόπος ή λόγος να αποσυνδεθεί από αυτήν.

Από την άλλη πλευρά, η ανάλυση κτῆν-ος, που προτείνει ο κ. Ηλιούδης θέλοντας να συνδέσει με το αρχ. κτείνω «φονεύω» (< *κτεν-jω), αφήνει τη λέξη απομονωμένη. Από το εν λόγω ρήμα σχηματίζονται παράγωγα σε –ος, αλλά αυτά είναι nomina agentis και συναντώνται αποκλειστικά στην ετεροιωμένη βαθμίδα –κτονος: πατρο-κτόνος, ἀδελφο-κτόνος. Αυτό συμφωνεί με σχήματα όπως τείνω – τόνος, θείνω – φόνος, των οποίων η εκτεταμένη βαθμίδα (*την-, *θην) δεν απαντά στην Ελληνική.

Υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που μαρτυρεί ότι το κτῆνος ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια του κτῶμαι (και όχι του κτείνω). Ο αρχ. πληθυντικός κτήνη / κτήνεα σημαίνει σε πρώιμα κείμενα «αγέλες, ιδιοκτησία, ποίμνια» (όχι «σφαχτά»), όπως φαίνεται από χωρία τού Ησιόδου και των Ομηρικών ύμνων. Η σημασία «σφαχτά για θυσία», την οποία εισάγει στη συζήτηση ο κ. Ηλιούδης, βασίζεται σε υστερότερες λεξικογραφικές παρατηρήσεις τού Ερρίκου Στεφάνου (στο γνωστό λεξικό τού 1841) και του έργου που είναι γνωστό ως Μέγα Ετυμολογικόν. Τα έργα αυτά αποθησαυρίζουν πολύτιμο υλικό, αλλά οι ερμηνείες τους δεν έχουν επιστημονική βάση. Αν βασιστούμε στις ετυμολογικές τους εξηγήσεις, βέβαιο είναι ότι θα παρασυρθούμε προς άλλη κατεύθυνση.


2) ζερβός

Ο κ. Ηλιούδης δεν συμμερίζεται την άποψη των λεξικών ότι το μεσαιωνικό επίθετο ζερβός ετυμολογείται από το ζαβός, επειδή δεν βρίσκει τρόπο να εξηγήσει τη μεταβολή σημασίας. Εντούτοις, όπως έχω ξαναγράψει, η μηχανή τής αμαξοστοιχίας είναι τα κριτήρια μορφής: αν τα αγνοήσουμε, θα βρεθούμε αίφνης εκτροχιασμένοι και μακριά από τον προορισμό μας. Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι «le mot ζερβός a de relation étymologique avec le mot latin reservum (ital. riserva) et il a résulté comme le mot néogrec στέρνα < (ci)sterna: (re)servum, (ri)serva > ζερβός, d’ailleurs tous les deux ont un sens d’auxiliaire et du reserviste» (σ. 231).

Ο συλλογισμός αυτός περιέχει αρκετά ατοπήματα. Αν υποτεθεί απόσπαση του τεμαχίου re- / ri- από το λατ. (re)servum ή το ιταλ. (ri)serva, ποιο είναι το μορφοφωνολογικό περιβάλλον που ευνοεί την επανανάλυση; Επιπλέον, δεν ερμηνεύεται η μετακίνηση του τόνου στη λήγουσα. Το κυριότερο: Παραβλέπεται η παρουσία τού μεσαιωνικού τύπου ζαρβός, το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί από το υποτιθέμενο (re)servum.

Όση συγκίνηση και αν προσφέρει στον ερευνητή μια καινούργια ετυμολογική πρόταση, αυτή εξακολουθεί να υπόκειται στους κανόνες που διέπουν ολόκληρο το γλωσσικό υλικό. Από το μεσν. ζαβός «ανόητος, τρελός» προέκυψε τύπος ζαρβός (πιθ. μέσω επιθ. *ζαβρός κατά το αριστερός) και κατόπιν ζερβός (με τροπή /a/ > /e/ σε περιβάλλον /r/). Η λαϊκή πεποίθηση ότι η αριστερή πλευρά σχετίζεται με ελαττωματικότητα σε διάφορους τομείς προσέφερε τη βάση για την ετυμολογική αυτή αλυσίδα.


3) φλογέρα

Για τη λέξη αυτή οι ετυμολογικές μελέτες προτείνουν αναγωγή σε όρους τής Αλβανικής ή της Αρωμουνικής (Κουτσοβλαχικής). Τέτοιοι όροι τού ποιμενικού λεξιλογίου είναι συνήθως διάσπαρτοι στις βαλκανικές γλώσσες (π.χ. ρουμ. fluer, αλβ. flojere) και συχνά δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε την αφετηρία. Ο κ. Ηλιούδης νομίζει ότι βρήκε τη λύση: «cette origine commune est le mot de la grecque ancienne αὐλός: αὐλο- + suffixe -ερα > ἀφλοέρα > φλογέρα» (σ. 232).

Φοβούμαι ότι σε αυτό το νήμα ο αρθρογράφος προχωρεί στα σκοτεινά. Η Νέα Ελληνική δεν έχει επίθημα -ερα (απεναντίας έχει -ιέρα, -ερός, καθώς και επαυξήσεις τους). Ακόμη, η αποκρυστάλλωση της αρχ. διφθόγγου αυ- οδηγεί σε [af] μόνον όταν ακολουθεί άηχο σύμφωνο: αυτός [aftos], παύση [pafsi], αλλά αυλός [avlos], αυλή [avli]. Καμμία γλωσσολογική αιτία δεν μπορεί να στηρίξει διαφορετική συμπεριφορά τής διφθόγγου στην προκειμένη περίπτωση.


4) καζάνι

Τα ετυμολογικά λεξικά ανάγουν το μεσν. καζάνι στο τουρκ. kazan. O κ. Ηλιούδης, ωστόσο, παρασύρεται από τη σκέψη ότι αρκετές τουρκικές λέξεις έχουν απώτερη ελληνική αρχή και εικάζει ότι «le mot turc kazan a aussi l’origine grecque, c’est à savoir, κάδ(ος) + suffixe -ανι(ν) > καζάνι > kazan» (σ. 232).

Η πρόταση αυτή είναι εξ ολοκλήρου άστοχη. Η μεταβολή δ > ζ είναι πολύ σπάνια και δεν πραγματοποιείται ποτέ πριν από ανοικτό κεντρικό φωνήεν (το -α-): απαιτεί πρόσθιο κλειστό φωνήεν ή ημίφωνο (π.χ. ζαβολιά < διαβολιά). Η παράθεση βιβλιογραφικών στοιχείων για τον σχηματισμό των τύπων τηγ-άνι, δρεπ-άνι και παρόμοια, αν και χρήσιμη, δεν ενισχύει καθόλου την πρόταση του αρθρογράφου.


Έχω ξαναγράψει ότι η ετυμολογία δεν είναι ανεκτική επιστήμη. Η υιοθέτηση μιας πρότασης συνεπάγεται απόρριψη άλλης ή άλλων. Πολλές φορές η βιογραφία των λέξεων μοιάζει με βιβλίο που έχουμε πιάσει ανοιγμένο κάπου στη μέση και αγωνιζόμαστε να βρούμε την αρχή του. Είναι ίσως προτιμότερο να το κρατήσουμε πρώτα σωστά, όχι ανάποδα, γνωρίζοντας προς τα πού να διαβάσουμε, από πού να ξεκινήσουμε. Διότι μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί άλλος τρόπος να υπηρετήσουμε την ακρίβεια και την επιστημονική γνώση.