7/12/09

Παναγιώτη Κριμπά: Επιδράσεις τής Νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες (Αθήνα 2007: Εκδόσεις Γρηγόρη)

Βιβλιοκριτική παρουσίαση


Μπορώ να θυμηθώ πολύ ζωηρά τις πρώτες φορές που προσπάθησα να βγάλω νερό από βαθύ πηγάδι - και πόσο είχα τότε ταλαιπωρηθεί. Πρέπει να ήταν περίπου τριάντα χρόνια πριν σε ένα κυκλαδίτικο νησί, όπου βρισκόμαστε για διακοπές. Στον παραθαλάσσιο οικισμό δεν υπήρχε ύδρευση και το βρόχινο νερό συλλεγόταν σε στέρνες, συνήθως χωρίς μάγγανο. Παρά την καλή μου πρόθεση να κάνω το παλληκάρι, τσαλαβουτούσα τον κάδο στο νερό, νομίζοντας ότι η ορμή ήταν αρκετή αποζημίωση για την αδεξιότητά μου. Θυμούμαι καθαρά τον αγαπημένο μου παππού να με παρακολουθεί απορημένος. Έχοντας σταδιακά χάσει την ακοή του από την Κατοχή και μετέπειτα, με κοίταξε αινιγματικά, σηκώθηκε, με παραμέρισε και κατόπιν με δυο-τρεις επιδέξιες κινήσεις έσυρε τον κουβά επάνω ξέχειλο από νερό.

Τα συλλογίζομαι αυτά προσπαθώντας τώρα να καταλάβω πώς ένα αξιόλογο βιβλίο μπορεί κάποτε να ξεκινήσει υποσχόμενο πολλά και να αναδείξει τελικά την επίμοχθη αλλά άτεχνη εξοικείωση με γλωσσικό υλικό εξαιρετικά πυκνό, άνισο και ετερογενές. Με το βιβλίο του Επιδράσεις τής Νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες ο κ. Παναγιώτης Κριμπάς, λέκτορας στο Τμήμα Γλώσσας των Παρευξεινίων Χωρών τού Δ.Π.Θ., ασχολείται με τον δύσκολο τομέα των βαλκανισμών, δηλ. των κοινών χαρακτηριστικών που εμφανίζουν οι γλώσσες των Βαλκανίων. Ο κ. Κριμπάς δεν είναι ειδικός γλωσσολόγος, κινείται όμως με άνεση στο πεδίο αυτό, διακρίνεται για την ασυνήθιστη γλωσσομάθειά του και έχει το πλεονέκτημα ότι κατέχει τις γλώσσες που πραγματεύεται. Με κείμενο σφιχτοδεμένο, χωρίς παραπατήματα προς τη φλυαρία, ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τον ρόλο τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής στη διαμόρφωση των βαλκανικών γλωσσών.


Α. Τα δομικά στοιχεία


Από τις πρώτες του σελίδες το βιβλίο ρίχνει τον κάδο βαθιά στο πηγάδι· περιγράφει τον απαιτητικό χώρο που συγκροτούν οι βαλκανικές γλώσσες, αυτόν που προσδιορίζουμε ως Sprachbund «γλωσσικό δεσμό» ή «γλωσσική ένωση» ή, όπως προτείνει ο συγγραφέας, «ζώνη γλωσσικής επαφής» (σ. 27). Ο Π.Κ. δίνει επιτυχημένο ορισμό τού φαινομένου, αλλά προς όφελος του αναγνώστη ας σημειωθεί ότι ο όρος Sprachbund αναφέρεται σε ζώνη γλωσσών που παρουσιάζουν σύγκλιση ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά. Αν και η σχετική βιβλιογραφία είναι εκτενής, η διατύπωση του βιβλίου ευστοχεί στις εξής δύο προϋποθέσεις: Τα κοινά δομικά χαρακτηριστικά πρέπει: α) να απαντούν σε γλώσσες που ανήκουν σε δύο τουλάχιστον διαφορετικές οικογένειες, β) να μην αιτιολογούνται ως αποτέλεσμα εσωτερικής γλωσσικής εξέλιξης (σ. 37 κ. 45-46).

Από τον αρκετά μεγάλο αριθμό των στοιχείων που κατά καιρούς επικαλούμαστε, για να καθορίσουμε τη ζώνη των βαλκανισμών, οι γλωσσογεωγράφοι συνήθως συγκλίνουν στα ακόλουθα οκτώ (τα στοιχεία από τον Trask, 2007:404-5):

α) Συγχώνευση γενικής και δοτικής πτώσης (π.χ. Αλβανική, Ελληνική, Βουλγαρική, Ρουμανική).
β) Σχηματισμός μέλλοντα από περίφραση με ρήμα που σημαίνει «θέλω» (π.χ. Βουλγαρική, Ελληνική, Ρουμανική, Σερβοκροατική).
γ) Επίταξη του οριστικού άρθρου (π.χ. Αλβανική, Ρουμανική, Βουλγαρική).
δ) Απώλεια του απαρεμφάτου ακόμη και σε περιπτώσεις ταυτοπροσωπίας (π.χ. Ελληνική, Βουλγαρική, Σερβοκροατική).
ε) Αναλυτικός σχηματισμός τού συγκριτικού των επιθέτων (π.χ. Αλβανική, Βουλγαρική, Ελληνική [προαιρετικά], Ρουμανική, Τουρκική).
στ) Χρήση άτονης προσωπικής αντωνυμίας ως προληπτικού αντικειμένου (π.χ. Αλβανική, Βουλγαρική, Ρουμανική).
ζ) Ξεχωριστοί ρηματικοί τύποι για άμεση και έμμεση αφήγηση (π.χ. Αλβανική, Βουλγαρική, Τουρκική).
η) Σχηματισμός των αριθμητικών 11 – 19 με βάση τη δομή «ένα επί/σε δέκα» (π.χ. Αλβανική, Βουλγαρική, Ρουμανική).

Άλλα εγχειρίδια μπορεί να δίνουν έμφαση και σε μερικά ακόμη χαρακτηριστικά, αλλά ο παραπάνω κατάλογος είναι αρκετά κατατοπιστικός.

Από τα προηγούμενα είναι αυθυπονόητο ότι η βαλκανική ζώνη επαφής καθορίζεται από μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά, διότι αυτά αποτελούν τα δομικά στοιχεία τής γλώσσας. Σε αυτή τη βασική παραδοχή έχουν την εξήγησή τους τα καίρια προβλήματα του κρινόμενου βιβλίου. Αυτά σχετίζονται α) με το είδος των στοιχείων που είναι συγκρίσιμα και β) με την πηγή τής παρατηρούμενης σύγκλισης.

Ο συγγραφέας ορίζει ως κύριο στόχο του να αναδείξει την ελληνική συμβολή στον βαλκανικό γλωσσικό δεσμό. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι «η ύπαρξη των πολυάριθμων λέξεων αναμφισβήτητης ελληνικής προέλευσης τις οποίες συναντά κανείς στις βαλκανικές γλώσσες είναι πολύ πιθανό να υπονοεί πολλά και για την προέλευση αρκετών από τα ιδιαίτερα κοινά δομικά στοιχεία των εν λόγω γλωσσών» (σ. 35). Φοβούμαι ότι η προσεκτική αυτή διατύπωση συνιστά απλώς συγκερασμό εντυπώσεων απρόσφορων για το θέμα μας. Τα κοινά λεξιλογικά στοιχεία δεν αποτελούν δείκτη εντάξεως μιας γλώσσας σε ζώνη επαφής, διότι οφείλονται κατά κανόνα σε δανεισμό και όχι σε σύγκλιση. Η χρήση τού λεξιλογίου ως βάσης αναφοράς δεν είναι ασφαλές κριτήριο και υπονομεύει την ίδια την ιδέα τού γλωσσικού δεσμού για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν αποσαφηνίζει ποια στοιχεία είναι αποδεκτά και ποια απορριπτέα (βλ. Thomason 1999, Joseph 1992).

Η θεμελιώδης αυτή θέση φαίνεται να αθετείται από το βιβλίο. Παρά την αναμφισβήτητη κατάρτιση και τη στρωτή γραφή του, ο συγγραφέας αγωνίζεται να σύρει τον κάδο από το πηγάδι, χτυπώντας τον πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά τού τοιχώματος. Όταν τελικά έρχεται στην επιφάνεια, λίγο υλικό είναι πλέον αξιοποιήσιμο σε σχέση με την κεντρική ιδέα. Εν προκειμένω, συχνά στις σελίδες τού βιβλίου συνωθούνται στοιχεία από όλα τα γλωσσικά επίπεδα. Ενώ ο συγγραφέας αναφέρει ότι δεν μελετά γενικώς τη βαλκανική ζώνη, αλλά τον ρόλο τής Ελληνικής στον σχηματισμό της (σ. 36), χωρίζει το βιβλίο του σε τέσσερα κεφάλαια κατά τα οποία εξετάζει τόσο δομικά όσο και λεξιλογικά χαρακτηριστικά, αντλώντας τα πρώτα από τους ήδη γνωστούς βαλκανισμούς. Πραγματεύεται διαδοχικά ελληνικές επιδράσεις στη Ρουμανική, την Αλβανική, τη Βουλγαρική και τη Σερβοκροατική, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο τμήμα στο λεξιλόγιο και το βραχύτερο σε δομικά, μορφοσυντακτικά στοιχεία. Ο μη ειδικός αναγνώστης αποκομίζει τελικά την εντύπωση ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά είναι ίσης σπουδαιότητας ή τουλάχιστον συμμετρικής επιρροής και ότι η βαλκανική ζώνη ξεχωρίζει επειδή χρωματίζεται έντονα από ελληνικά λεξικά δάνεια.

Με τα λεξιλογικά τεκμήρια θα ασχοληθώ αργότερα σε αυτή τη μελέτη. Η πραγμάτευση όμως των μορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών ως προς κάθε μια από τις τέσσερεις προαναφερθείσες γλώσσες και ιδίως τα επί μέρους συμπεράσματα του βιβλίου αφήνουν άφθονο χώρο για αμφιταλάντευση, είναι faire et refuser de faire. Εννοώ συγκεκριμένα: Για κάθε μια από τις τέσσερεις εξεταζόμενες γλώσσες μελετώνται εννέα εικαζόμενοι βαλκανισμοί. Από αυτους ελληνικής αφετηρίας θεωρεί ο συγγραφέας μόνο δύο ή τρεις σε κάθε γλώσσα. Σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται μνεία τής Βαλκανικής Δημώδους Λατινικής με τη σωστή παρατήρηση ότι η επίδρασή της είναι ίσως ισχυρότερη (π.χ. στην Αλβανική, σ. 113), πράγμα που όμως φοβούμαι ότι αντιβαίνει στη βασική θέση τού βιβλίου.

Αυτό μας οδηγεί τώρα στη δεύτερη παραδοχή. Ποια είναι η πηγή των βαλκανισμών; Ο συγγραφέας υποθέτει ότι η Ελληνική (κυρίως η Μεσαιωνική) υπήρξε η απώτερη και ισχυρότερη πηγή επιρροής ως γλώσσα που επί αιώνες μιλήθηκε στην περιοχή. Προσθέτει προσεκτικά ότι, ακόμη και σε χαρακτηριστικά άλλης αρχής, η Ελληνική υπήρξε προφανώς ο δίαυλος ή το όχημα που τα διέδωσε (σ. 41). Στην ελκυστική αυτήν υπόθεση πρέπει να αντιτάξουμε ότι η απάντηση εξαρτάται από το είδος και τον αριθμό των ερωτήσεων, καθώς και από τις γλώσσες που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν.

Πόσο ευρεία είναι η βαλκανική ζώνη επαφής; Χωρίς να παρατίθεται εδώ κάθε υποθετικό σχήμα, έχουν προσαχθεί ισχυρά επιχειρήματα υπέρ και κατά της συμπερίληψης γλωσσών όπως η Τουρκική, η Ισπανοεβραϊκή, η Αρωμουνική, η Ρομανί και άλλες, με διαβαθμισμένη συμμετοχή (βλ. π.χ. Schaller 1975, Tomić 2001). Ας περιοριστούμε σε μία μόνο περίπτωση.

Ο συγγραφέας απορρίπτει τη συμμετοχή τής Τουρκικής με τον συλλογισμό ότι δεν υπήρξε υποστρωματική και ότι απέκτησε τα χαρακτηριστικά της εκτός των Βαλκανίων (σ. 27 κ. 47). Η άποψη αυτή έχει υποστηριχθεί επίσης από τον Joseph (1983: 255), ο οποίος προβάλλει το κριτήριο ότι μια γλώσσα πρέπει να περιέχει χαρακτηριστικά που αποκλίνουν από προγενέστερα στάδιά της, προκειμένου να ταξινομηθεί στον γλωσσικό δεσμό.

Στις αντιρρήσεις αυτές μπορούμε να αντιπαραθέσουμε δύο συλλογισμούς, οι οποίοι νομίζω ότι μας βοηθούν να αποκτήσουμε πιο ισορροπημένη εικόνα. Πρώτον, η συμμετοχή τής Τουρκικής δεν κρίνεται από τον υποστρωματικό χαρακτήρα ούτε απαιτείται σωρευτική επιρροή κατά το σχήμα τής αντεστραμμένης πυραμίδας· η Βαλκανική Τουρκική θα ήταν σαφώς παραστρωματική γλώσσα (adstrate, βλ. Friedman 1999: 521). Δεύτερον, μερικοί από τους γενικότερα παραδεκτούς βαλκανισμούς, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, συναντώνται στην Τουρκική, π.χ. ο αναλυτικός συγκριτικός των επιθέτων, η χρήση διακριτών ρηματικών τύπων για άμεση και έμμεση αφήγηση, η απώλεια του απαρεμφάτου, η σειρά όρων ΥΑΡ (υποκείμενο – αντικείμενο – ρήμα), η απώλεια φωνηεντικών χαρακτηριστικών όπως η μακρότητα και η ερρινότητα [overlay features], η ανάπτυξη κεντρικού μέσου φωνήεντος schwa [Ə] κ.ά. Πολλοί δέχονται ότι στην πραγματικότητα πηγή κάποιων από τα χαρακτηριστικά αυτά στις βαλκανικές γλώσσες (π.χ. των ρημάτων άμεσης και έμμεσης αφήγησης) υπήρξε η τουρκική γλώσσα. Προφανώς, η λύση δεν είναι να αποκλείσουμε από την αντιπαραβολή δομικά στοιχεία που δεν συνεισφέρουν στην υπόθεσή μας (το προκείμενο βιβλίο θέτει ως προϋπόθεση να απαντούν στην Ελληνική), αλλά να αναζητήσουμε άλλη ερμηνεία με ισχυρότερη αποδεικτική βάση.

Συμπυκνώνοντας σε λίγες γραμμές σημεία από την ογκώδη σχετική βιβλιογραφία, διαπιστώνουμε την ευλογοφάνεια του θεωρητικού σχήματος της πολλαπλής αιτιότητας [multiple causation]. Ενώ τα λεξιλογικά στοιχεία τής ζώνης είναι σαφώς ελληνικής και τουρκικής αρχής, τα δομικά χαρακτηριστικά έχουν πολυμερέστερη αφετηρία, ξεκινώντας από τις εγγύτερες γλώσσες και καταλήγοντας στα απώτερα μέλη τής ζώνης. Φυσικά, ένα χαρακτηριστικό μπορεί κάλλιστα να χαθεί από τη γλώσσα-πηγή, προτού εξαπλωθεί πλήρως στη ζώνη επαφής, πράγμα που δυσχεραίνει τον εντοπισμό τής προέλευσής του, αυτό όμως συμφωνεί εξ ολοκλήρου με τον ρεαλισμό τής αποκατάστασης (βλ. Lindstedt 2000· Johanson 1992). Στην πραγματικότητα, κανένα από τα γλωσσικά χαρακτηριστικά τού βαλκανικού δεσμού δεν απαντά σε όλες τις γλώσσες που θεωρείται ότι ανήκουν σε αυτόν (Hamp 1979). Ακόμη και όταν ένα στοιχείο έχει σαφή την εξήγησή του από συγκεκριμένη γλώσσα (π.χ. η αντικατάσταση του απαρεμφάτου από τη δομή θέλω + συμπληρωματική πρόταση με υποτακτική έχει ελληνική αρχή, βλ. Horrocks 2006: 343-4), η πλειονότητα των συγκλίσεων έχουν σκοτεινή αφετηρία, ασυνεχή διάδοση και απροσδιόριστες ισογλώσσους. Συμβαίνει ό,τι αν ρίξουμε δυο-τρεις πέτρες στο νερό: τα κύματα επικαλύπτονται, συχνά κινούνται συνδυασμένα προς κοινή κατεύθυνση, επιταχύνοντας ή επιβραδύνοντας, και τελικά οι κύκλοι χάνουν το κέντρο τους.


Β. Τα λεξιλογικά στοιχεία


Θα αδικούσαμε όμως το έργο, αν δεν αναφερόμαστε στο τμήμα τού βιβλίου που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση: τα λεξιλογικά χαρακτηριστικά με ελληνική προέλευση σε τέσσερεις βαλκανικές γλώσσες. Ο συγγραφέας μάς προσφέρει ένα αλφαβητικό γλωσσάριο αυτών των λέξεων για κάθε γλώσσα, το οποίο (παρά τις αναπόφευκτες επαναλήψεις) αποδεικνύεται χρήσιμο και προσεγμένο. Μερικές από τις πιο επιμελημένες σελίδες τού βιβλίου ανήκουν σε αυτά ακριβώς τα τμήματά του, θέλω δε να ξεχωρίσω τους πίνακες που έχει ετοιμάσει ο συγγραφέας για την αντιπροσώπευση των ελληνικών φωνημάτων στα δάνεια των τεσσάρων γλωσσών (σ. 87-90 για τη Ρουμανική, σ. 175-8 για την Αλβανική, σ. 218-21 για τη Βουλγαρική, σ. 251-4 για τη Σερβοκροατική). Οι πίνακες αυτοί δεν είναι φωνοτακτικές κατασκευές τής θεωρίας, αλλά έχουν προκύψει από το γλωσσικό υλικό και αυτό συμβάλλει στην ακρίβειά τους.

Είναι εντούτοις αξιοπαρατήρητο ότι ο συγγραφέας δεν φαίνεται να έχει λάβει υπ’ όψιν του κατά την ετυμολόγηση των δανείων μεγάλο μέρος τής επιστημονικής εργασίας που είχε γίνει ώς το 2005, οπότε ολοκληρώθηκε η συγγραφή τού βιβλίου. Από την τεκμηρίωση και τη βιβλιογραφία προκύπτει ότι περιορίστηκε στο Ετυμολογικό Λεξικό τού Ν. Ανδριώτη (και μάλιστα στη β΄ έκδοση, όχι στην εμπλουτισμένη και διορθωμένη γ΄ έκδοση του 1983) και δεν έχει εξετάσει τη συμβολή των δύο βασικών λεξικών, του ΛΝΕΓ (Γ. Μπαμπινιώτη) και του ΛΚΝ (Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη). Ομοίως, δεν έχει αντλήσει πληροφορίες από το μνημειώδες Λεξικό τής Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας του Εμμ. Κριαρά, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την περίοδο που διαλαμβάνεται στο βιβλίο. Δύο ακόμη σημαντικά άρθρα που θα μπορούσε να έχει συμβουλευτεί ο συγγραφέας οφείλονται σε συμβολές τού Ανδριώτη· πρόκειται για τα μελετήματά του «Τὰ ἑλληνικὰ στοιχεῖα τῆς βουλγαρικῆς γλώσσης» (Αρχείον θρακικού θησαυρού 17 [1952], σ. 33-100) και «Τὰ ἑλληνικὰ στοιχεῖα στὶς γλῶσσες τῶν γειτόνων μας Σλάβων» (Σήμερα 1 [1960], τεύχ. 5, σ. 3-5). Περισσότερη βιβλιογραφία, απαραίτητη για την ενασχόληση με τη βαλκανική γλωσσολογία, παρατίθεται στο τέλος αυτής της μελέτης.

Στο λεξιλογικό τμήμα συναντούμε αρκετές αξιοσημείωτες παρατηρήσεις, που φανερώνουν καλή γνώση τής γλωσσογεωγραφίας των νεοελληνικών ιδιωμάτων και των επαφών τους με τις βαλκανικές γλώσσες. Ο Π.Κ. κινείται στις βαλκανικές γλώσσες με ευχέρεια, αγωνιζόμενος, όπως είχε γράψει άλλοτε ο Thumb, «να χωρίσει τα σκύβαλα από τον καρπό».

Εν προκειμένω: Σωστά παρατηρεί ότι ο τύπος economisi της Ρουμανικής έχει την αρχή του στον συνοπτικό τύπο ἐκονόμησα, ο οποίος είναι (ας σημειωθεί) ήδη μεσαιωνικός (σ. 74). Έχει δίκιο όταν λαμβάνει υπ’ όψιν το φωνολογικό σύστημα της αποδέκτριας γλώσσας, προκειμένου να κρίνει την προέλευση μιας λέξεως (π.χ. σ. 86) και πολύ μεθοδικά πραγματεύεται τα ταξινομικά στοιχεία [classifiers] της Νέας Ελληνικής, εξηγώντας πώς αποκτούν αρνητική σημασία (π.χ. σ. 95, άνθρωπος, φράγκο, δεκάρα, γραμμάριο, στάλα, ψυχή – ψυχή δεν περπατούσε στον δρόμο!) Ενημερωμένος αποδεικνύεται ο συγγραφέας ως προς την αξία τής ταξινόμησης των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών σε centum και satem και οι σχετικές σελίδες τού βιβλίου είναι καλοζυγισμένες και κατατοπιστικές (σ. 103-4).

Ακόμη, εύστοχα ερμηνεύει την εξέλιξη του δείκτη θα (σ. 92), την επικράτηση του ημιφωνικού [j] στον ενικό τής λ. αντσούγια (σ. 117), καθώς και την προέλευση των τοπωνυμίων Καλογρέζα και Σχηματάρι από την Αλβανική (σ. 135 κ. 168). Συζητήσιμη αλλά όχι απορριπτέα είναι η πρότασή του για την ετυμολόγηση της λ. πίτα, που έχει ταλανίσει όλες τις γενεές ετυμολόγων (σ. 82), και εξαιρετική η υπόθεσή του ότι το αλβ. roit «στάζω, ρέω» πρέπει να προήλθε «από κάποιον ιδιωματικό τύπο *ροΐσω (< *ροΐζω), τον οποίο δεν έχω συναντήσει», όπως σημειώνει ο συγγραφέας (σ. 162). Η ετυμολόγηση είναι απολύτως έγκυρη, διότι οι ρηματικοί τύποι ροΐζω (ροΐσω), ρούζω (< ρο(ή) + παραγωγικό τέρμα -ίζω) όντως υπάρχουν στη διάλεκτο του Πόντου με τη σημασία «πέφτω (από άλογο, από ψηλά)», άρα και «ρέω, στάζω».

Ωστόσο, όταν σταθούμε λεπτομερώς στον έλεγχο των ερμηνειών, συναντούμε μερικά ετυμολογικά σφάλματα. Θα στρέψω τώρα την προσοχή σε λίγα από αυτά, όσα κρίνω σοβαρότερα ή έχουν μεθοδολογικό ενδιαφέρον, με την προσδοκία ότι τα σχόλια αυτά θα συμβάλουν στην επιστημονική πειθαρχία που πρέπει να διέπει την ετυμολογική έρευνα.

# (σ. 85) Το ρουμ. tiflă «μούντζα» ετυμολογείται σωστά από το ελλ. τύφλα, αλλά η ερμηνεία τής σημασίας είναι άστοχη. Η ανοιχτή παλάμη δεν «συμβολίζει τις ακτίνες τού φωτός που τυφλώνει», όπως σημειώνει με επιφύλαξη ο συγγραφέας, αλλά αναφέρεται στο μεσαιωνικό έθιμο κατά το οποίο άλειφαν το πρόσωπο του διαπομπευομένου με καπνιά. Όπως έχω γράψει εκτενώς αλλού, η συναφής λ. μούντζα (επίσης μεσν. μούζα) δεν ετυμολογείται από το επίθ. μουντός, όπως αναφέρει ο Π.Κ. ακολουθώντας διστακτικά τον Ανδριώτη (σ. 153), αλλά από το περσ. muzh (ίδια σημασία). Η πατρότητα της προτάσεως ανήκει στον Γ. Γιαννουλέλλη.

# (σ. 133) Το αλβ. imonik «καρπούζι» ετυμολογείται εσφαλμένα από τύπο χυμωνικό, που ο συγγραφέας ανάγει στο ουσ. χυμός, παρ’ ότι ο σχηματισμός είναι μορφολογικώς αστήρικτος. Πρόκειται προφανώς για το χειμωνικό (< χειμώνας), λέξη γνωστή στη διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας και στα ιδιώματα της Κεφαλλονιάς και της Λευκάδας. Η λ. δήλωνε φρούτα κομμένα πρόωρα, τα οποία αφήνονταν να ωριμάσουν εκτός εποχής και μακριά από το δέντρο.

# (σ. 149) Το αλβ. manar «οικόσιτο αρνί» ανάγεται στο ελλ. μανάρι, το οποίο εξηγείται λανθασμένα από το ελνστ. υποκοριστικό ἀμνάριον (του αρχ. ἀμνός). Όπως έχω γράψει αλλού, ο παμβαλκανικός αυτός όρος προέρχεται μάλλον από το αρωμουνικό manări (πληθ. τού manaru), το οποίο έχει την αφετηρία του στο υστερολατινικό επίθ. manuarius (< λατ. manus «χέρι») και δήλωνε αρχικώς το ζώο «που τρέφεται από το χέρι κάποιου», που είναι οικόσιτο και εξημερωμένο. Η πατρότητα της προτάσεως ανήκει στoν S. Nicosia.

# (σ. 198) Το μεσν. τσεκούρι(ν) δεν σχηματίστηκε από υποτιθέμενη συνεκφορά το σεκούριον > *τ’ σεκούρι(ν) > τσεκούρι «με τροπή του [s] σε [ts] λόγω γρήγορης εκφοράς του ουδέτερου οριστικού άρθρου και του ουσιαστικού που ακολουθεί». Ο τσιτακισμός δεν λειτουργεί έτσι, το δε άρθρο δεν συγκόπτει προ συμφώνου τα τελικά φωνήεντα. Απεναντίας, από την υστερολατινική συνεκφορά (manuaria) securis «πέλεκυς (χειρός)» ο τύπος securis έδωσε το ελνστ. σεκούριον, από όπου με προσθίωση της άρθρωσης προ των φωνηέντων [e, i] προέκυψε το προστριβές [ts], πβ. κ. τσυρίζω < συρίζω, τσούζω < σίζω.

# (σ. 202) Το μεσν. κουτσός δεν προέρχεται από το ανύπαρκτο *κοψός, καθώς είχε αρχικά υποθέσει ο Κ. Άμαντος. Εξηγώ γιατί στο βιβλίο μου Εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία (σ. 121-2). Πιθανότερη είναι η αναγωγή στο υστερολατινικό επίθετο coxus / cossus «χωλός», στην οποία συνηγορούν τα γλωσσοϊστορικά δεδομένα. Η πατρότητα της προτάσεως ανήκει στον Στ. Αλεξίου.

# (σ. 210) Όταν υποβάλλουμε ετυμολογική πρόταση, είναι σκόπιμο να ελέγχεται σχολαστικά η χωροχρονική τοποθέτηση των λέξεων. Εν προκειμένω, το ελλ. μουστάκι δεν προέρχεται από το ιταλ. mustachio, αν και (για να μην αδικήσουμε τον συγγραφέα) είναι σωστό να λεχθεί ότι το ίδιο σφάλμα επαναλαμβάνουν ο J. Maher και ο R. Anttila. Η λ. έχει αδιάλειπτη παρουσία στην Ελληνική: αρχ. μύσταξ, -ακος, ελνστ. μουστάκιον (υποκοριστικό), μεσν. μουστάκι(ν). Δεν υπάρχει βάση για να επικαλεστούμε ξένη αφετηρία ή μεσολάβηση.


Κάνω συχνά τη σκέψη ότι, ακόμη και όταν καταπιάνεται με ζητήματα που δεν εμπίπτουν πλήρως στο αντικείμενό του, ο καλός μελετητής έχει τον τρόπο να ξεχωρίζει. Από το βιβλίο του Επιδράσεις τής Νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες ο κ. Κριμπάς αναδεικνύεται για την καλλιέργεια και την αδρή γραφή του.

Με στενοχωρεί να πω ότι, ειδικά στον τομέα τής εκτίμησης των βαλκανισμών ως δομικών στοιχείων που αποτελεί την κεντρική θέση τού βιβλίου, ο συγγραφέας βασανίζεται φιλότιμα να αντλήσει νερό από το βαθύ αυτό πηγάδι, χωρίς τελικά να τα καταφέρνει. Το βιβλίο μένει σαν διστακτικό αποτύπωμα ενός ταλαντούχου τεχνίτη, που ίσως χρειαζόταν να το ξαναπιάσει ωριμότερος πια και με πληρέστερη ειδική κατάρτιση. Η ευφυΐα και ευσυνειδησία τού συγγραφέα καθιστούν, νομίζω, αυτή την προσδοκία βεβαιότερη.

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Friedman, V.A. 1999: «West Rumelian Turkish in Macedonia and adjacent areas». The Turkish Language in Contact. Amsterdam: J. Benjamins.
Friedman, V.A. 2006: «Balkans as a Linguistic Area». In: Keith Brown (ed.) Encyclopedia of Language & Linguistics, 2nd edition, vol. 1, pp. 657-672. Oxford: Elsevier.
Hamp, E. 1979: «Linguistic areas or clusters?». Quatrième Congrès International des Études du Sud-est Européen. Ankara.
Horrocks, G. 1997: Greek. A history of the language and its speakers. London & New York (μτφρ. 2006 υπό Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου, Αθήνα: Εστία).
Johanson, L. 1992: Strukturelle Faktoren in türkischen Sprachkontakten. Stuttgart: Franz Steiner.
Joseph, B. 1983: The synchrony and diachrony of the Balkan infinitive. A study in areal, general and historical linguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
Joseph, B. 1992: «Balkan languages». International Encyclopaedia of Linguistics. Oxford: Oxford University Press.
Lindstedt, Yuko 1999: «Linguistic balcanisation: contact-induced change by mutual reinforcement». Conference on Language Contact, Groningen.
Schaller, H.W. 1975: Die Balkansprachen. Eine Einführung in die Balkanphilologie. Heidelberg.
Thomason, Sarah G. 1999: «Linguistic areas and language history». Conference on Language Contacts, Groningen.Trask, L. 2007 (β΄ έκδ.): Historical linguistics. London: Hodder.