Σε παλαιό εγχειρίδιο για την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας δινόταν προς τον μαθητή η ακόλουθη (υφολογική) συμβουλή: Αποφεύγετε τη χρήση ρητών, παροιμιών και παραδειγμάτων στον γραπτό σας λόγο. Αν τα χρησιμοποιείτε, οι αναγνώστες σας ίσως νομίσουν ότι δεν μπορείτε να εκφραστείτε με δικά σας λόγια ή ότι δεν έχετε δικές σας ιδέες. Η συμβουλή αυτή δεν φαίνεται παράδοξη. Στα επιστημονικά εγχειρίδια η χρήση παραδειγμάτων σπανίζει και κυριαρχεί η μεταγλώσσα τής ορολογίας, με σκοπό τη συμπύκνωση των πληροφοριών και, ως εκ τούτου, την οικονομία τού λόγου. Πολλοί δε έχουν τη γνώμη ότι τα ρητά, οι παροιμίες και τα παραδείγματα ανήκουν προφανώς σε κοινωνίες με λιγότερα εγγράμματα μέλη, οι οποίες στηρίζονταν κυρίως στη μνήμη ως αποθήκη και φυλάκιο γνώσεων. Ο σύγχρονος επιστήμονας, κατ' εξοχήν ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, ανατρέφεται με την αντίληψη ότι η ακαδημαϊκή διδασκαλία περιλαμβάνει την παράθεση στοιχείων και επιχειρημάτων, θέσεων και αντιρρήσεων διατυπωμένων στη γλώσσα τής επιστήμης, στη γλώσσα των βιβλίων αυτών καθ' αυτά. Τελικά, το ακαδημαϊκό μάθημα καταλήγει να είναι αναμέτρηση του διδάσκοντος με ένα ή περισσότερα βιβλία.
Έχω από καιρού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω τακτική θα μπορούσε να παρομοιαστεί με κάποιον που ζωγραφίζει έναν πίνακα, χωρίς να χρησιμοποιεί κανένα γνωστό σχήμα. Μολονότι κάποιοι ομότεχνοι ίσως τον θαυμάσουν, πόσοι θα απολαύσουν πραγματικά το προϊόν ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Ακόμη και αν ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι η τεχνική του συνιστά τέχνη, τι εντύπωση θα αποκομίσουν για την τέχνη οι παρατηρητές;
Σε αυτό το σημείωμα επιθυμώ να δείξω ότι η χρήση παραδειγμάτων στην ακαδημαϊκή διδασκαλία τής γλωσσικής αλλαγής έχει στην πραγματικότητα βάθος, ισχύ και παραστατικότητα που την καθιστούν στοιχείο τής μάθησης και όχι απλώς βοήθημά της. Στα σημεία που θα παραθέσω στη συνέχεια, παρακαλώ προσπαθήστε να διακρίνετε την εκτενή χρήση των αναλογιών, που, αν λείψουν, καθιστούν ανεπαρκή την παρουσίαση και την αποτίμηση των αντίστοιχων θεωριών.
Ένα από τα πρώτα σχήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διδασκαλία τής Ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας ήταν το δέντρο (Friedrich von Schlegel, Franz Bopp κ.ά.). Η απλότητα αυτής της συλλήψεως έχει εισχωρήσει στην επιστημονική μεταγλώσσα. Κατανοούμε ευθύς αμέσως την αναφορά σε γλωσσικούς κλάδους, που προέκυψαν από κοινό κορμό, αναφερόμαστε σε ρίζες γλωσσών και λέξεων και τελικά δεν δυσκολευόμαστε να πούμε ότι φύσηξε ο άνεμος της γλωσσικής αλλαγής.
Αν η γλώσσα λειτουργούσε σαν μηχανή ή οργανισμός, το σχήμα δεν θα είχε ατέλειες. Αποτυπώνει πολύ καλά τις εγγύτερες και τις απώτερες σχέσεις των επί μέρους γλωσσών, ξεχωρίζει τους κλάδους από τους υποκλάδους και επιτρέπει την υπόθεση ότι, όπως ένα κλαδί μπορεί να ξεραθεί, μια γλώσσα μπορεί ομοίως να πεθάνει, αν πάψει να έχει ομιλητές.
Εντούτοις, όταν εμβαθύνουμε στην ιστορία των γλωσσών, το σχήμα ή το πρότυπο του δέντρου φαίνεται ατελές. Ας αναφερθούμε σε ένα μόνο μειονέκτημα: Στο κατά γράμμα δέντρο τα κλαδιά ξεκινούν από διαφορετικό σημείο τού κορμού, πλησιέστερα ή μακρύτερα από τη ρίζα. Αυτό θα φαινόταν πολύ ελκυστικό για τις γλωσσικές οικογένειες, ότι δηλαδή αποχωρίστηκαν από τον κοινό κορμό σε διαφορετικά χρονικά στάδια.
Αν, όμως, το σκεφθούμε βαθύτερα, η εξήγηση δεν ικανοποιεί. Επί παραδείγματι, σε ποιο χρονικό σημείο τής δημώδους Λατινικής αποχωρίστηκαν από τον κοινό κορμό οι ρομανικές γλώσσες; Αν υποθέσουμε ότι οι γλώσσες τής Καστίλλης (η κατοπινή Ισπανική) αποχωρίστηκαν στο χρονικό σημείο Α, οι υπόλοιποι λατινόφωνοι μιλούσαν ακόμη την ύστερη Λατινική; Και πότε έληξε ο προσδιορισμός; Πότε οι κάτοικοι των επαρχιών τής Λουζιτανίας συνειδητοποίησαν ότι η γλώσσα τους δεν ήταν Λατινική αλλά Πορτογαλική; Πότε το αντιλήφθηκαν οι ομιλητές των άλλων συγγενών γλωσσών; Για να χρησιμοποιήσουμε ένα ακόμη παράδειγμα, η απόλυτη υιοθέτηση του δενδροειδούς σχήματος θα παρομοίαζε τη γλώσσα με αμαξοστοιχία, η οποία βαθμηδόν χάνει τα βαγόνια της ώσπου μένει χωρίς κανένα, αλλά εμείς επιμένουμε να μιλούμε για τρένο.
Είναι προφανές ότι, όταν παρουσιάστεί στους φοιτητές ολόκληρος ο παραπάνω συλλογισμός, δεν υποτιμάται η νοημοσύνη τού ακαδημαϊκού ακροατηρίου. Απεναντίας, τους βοηθούμε να εισδύσουν στην ουσία τής θεωρίας και να τη συλλάβουν σφαιρικά και πλήρως. Ενεργοποιούμε τις δυνάμεις αντιλήψεώς τους και είναι πιθανόν μέσω κατάλληλων ερωτήσεων να αντιληφθούν οι ίδιοι το πλαίσιο του όλου σχήματος. Εν ολίγοις, τους βοηθούμε να αναπτύξουν και να καλλιεργήσουν επιστημονικό λογισμό.
Ο γλωσσολόγος που χώνεψε καλά το σχήμα τού δέντρου θα κατανοήσει επιπλέον τι επιδίωξε να προσφέρει η θεωρία των κυμάτων (Wellentheorie). Θα συλλάβει ευθύς τις ατέλειές της, αναλογιζόμενος ότι η γλωσσική αλλαγή δεν περνά σαν οδοστρωτήρας πάνω από προγενέστερα στρώματα ή τύπους. Θα καταλάβει, εν ολίγοις, ότι η γλωσσική αλλαγή είναι πολύπλοκη διαδικασία, στην οποία μόνον ατελώς μπορεί να έχει πρόσβαση ο επιστήμονας, διότι αποτελεί ο ίδιος τμήμα της ή την παρατηρεί υπό περιορισμένη οπτική γωνία και αφού έχει ήδη συντελεστεί.
Εφόσον ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος να σκέφτεται με βάση εικονοσχήματα (image-schemas), που αποτελούν δομές γνώσεως θεμελιώδεις στην οργάνωση της σκέψης, η χρήση παραδειγμάτων και σχημάτων στην επιστημονική μάθηση είναι στην πραγματικότητα εγγενές στοιχείο τής γνώσης. Η επιστημονική ανάλυση που δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθεί με δεδομένα γνωσιακά (cognitive) σχήματα γίνεται ανεπίγνωστη, ακατανόητη ή, όπως έγραψε ο μαθηματικός και γλωσσολόγος Ray Jackendoff, απλώς α-νόητη.
6/12/06
Το δέντρο, τα κλαδιά και τα κύματα: Σχήματα στη γλωσσική αλλαγή
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)