22/5/09

Από το σημειωματάριο ενός συνεδρίου

Η εφετινή 30ή ετήσια συνάντηση γλωσσολογίας που οργάνωσε στις 2-3 Μαΐου ο Τομέας Γλωσσολογίας τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπήρξε συνέδριο υψηλής ποιότητας, που νομίζω ότι αποζημίωσε όσους το παρακολουθήσαμε. Η συμπλήρωση πενήντα ετών από τον θάνατο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, στον οποίο ήταν αφιερωμένες όλες οι θεματικές ενότητες, έδωσε την ευκαιρία να ανασκοπηθεί η θεμελιώδης συμβολή του στη νεοελληνική γλωσσική εκπαίδευση.

Ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε γλωσσολόγος με εξαιρετική κατάρτιση. Ως εκ τούτου, αναγνώριζε τους περιορισμούς του και ήξερε ότι η επιστήμη θα εξακολουθούσε να προοδεύει έπειτα από αυτόν. Στο συνέδριο εξετάστηκαν διάφορες πτυχές τού έργου του υπό το φως των νεότερων ερευνών και με τη σοφία που προσφέρει η χρονική απόσταση. Εντούτοις, η συχνή επιστροφή στα κείμενα, στις επιστολές και στα βιβλία του θα προσφέρει πάντοτε, ιδιαίτερα στους νεότερους επιστήμονες, την ευκαιρία να εξακριβώσουν πόσο προσέθεσε στη συγκρότηση του μεγάλου αυτού δασκάλου η ηθική ακεραιότητα και η αρετή.

Κάθε συνέδριο συγκεντρώνει επίσης, εκτός από ιδέες, ανθρώπους. Παρατήρησα με ιδιαίτερη εκτίμηση το ενδιαφέρον και την ενεργό παρουσία φοιτητών και άλλων συναδέλφων, οι οποίοι ήταν εκεί για να παρουσιάσουν τμήματα της εργασίας τους σε προφορική ή ανηρτημένη ανακοίνωση.

Με ρωτούν μερικές φορές τι θυμούμαι από ένα συνέδριο. Ίσως η αναμενόμενη απάντηση να σχετιζόταν με την ομιλία κάποιου διαπρεπούς συναδέλφου ή με κάτι καινούργιο που ήλθε στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια των συνεδριών. Αν και αυτά έχουν την αυθυπονόητη σημασία τους, έχω τη γνώμη ότι ο έλεγχος της μνήμης πρέπει να γίνεται προτού ανοίξουμε το σημειώματάριό μας. Με αυτή τη βάση χαίρομαι που μπορώ να θυμηθώ τη ζωηρή εντύπωση μερικών ευγενικών προσώπων (μεταπτυχιακών φοιτητών, υποψηφίων διδακτόρων εδώ και στο εξωτερικό), που έδειξαν ότι ξέρουν να συζητούν, να ακούν, να ρωτούν και να μαθαίνουν.

Στις δυσάρεστες εκπλήξεις τού συνεδρίου ανήκε η γνωστή ατυχής πρυτανική προσφώνηση, η οποία περιελάμβανε την παρετυμολογική ερμηνεία τού ρήματος κυβερνώ, που ο ομιλητής ανήγαγε στις λέξεις κύβη «κεφάλι», έρως και, αν δεν τον διέκοπτε ο καθηγητής κ. Σετάτος, είμαι βέβαιος ότι θα προσέθετε τη λέξη νους. Ως μέλος τού ακροατηρίου λυπήθηκα βαθιά από την ανταπάντηση του ομιλητή, ότι η ερμηνεία του αποτελούσε «κατατεθειμένη γνώση» και όχι απλώς προσωπική του άποψη. Με στενοχώρησε ο εσωτερικός ειρμός αυτού του συλλογισμού, ότι αν αντλήσουμε γνώση από οπουδήποτε, μπορούμε στη συνέχεια να την τυλίξουμε αβίαστα με το περικάλυμμα της επιστημοσύνης. Και ήθελα να προσθέσω ακόμη αυτό: Οι γνώσεις που αντλούνται από συγγράμματα ή άρθρα γλωσσικής μυθολογίας εξυψώνουν μόνο την απερισκεψία. Όταν κάποιος αναζητήσει σε αυτές στήριγμα, τότε διαπιστώνει πως ο λογαριασμός ήταν κενός και ό,τι είχε κατατεθεί σε αυτόν έμεινε χωρίς αντίκρισμα.

Ενεργό ρόλο στην απόκρουση των κίβδηλων γνώσεων θα κληθεί να παίξει ο ιδρυόμενος, έπειτα από αρκετά χρόνια προσπαθειών, Διεθνής Σύλλογος Ελληνικής Γλωσσολογίας. Πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο επιστημονικό σωματείο που θα εκπροσωπεί τη γλωσσολογική κοινότητα στην Ελλάδα. Στο συνέδριο παρουσιάστηκε προσχέδιο του καταστατικού του και ελπίζεται ότι η σύστασή του δεν θα καθυστερήσει πολύ. Η ύπαρξη του σωματείου ίσως παρακινήσει τον Τύπο και τα μέσα επικοινωνίας να ζητούν τη γνώμη τής γλωσσολογικής κοινότητας αντί να δημοσιεύουν άκριτα και χωρίς έλεγχο κάθε γοητευτικό μύθευμα.

Σε αυτό το συνέδριο παρουσίασα την ανακοίνωση Όψεις τού μεσοπαθητικού παρατατικού, που ετοιμάστηκε σε συνεργασία με τη συνάδελφο Γεωργία Κατσούδα. Ευχαριστώ θερμά τους αγαπητούς φίλους για αυθόρμητα σχόλια ή επί μέρους παρατηρήσεις στο κείμενο που στάθηκε αφορμή τής ανακοίνωσης και μας βοήθησαν να εξετάσουμε το θέμα συστηματικότερα και πληρέστερα, προκειμένου να παρουσιαστεί στην επιστημονική κοινότητα.


Θα σχολιάσω τώρα εν συντομία μερικά κύρια σημεία τού συνεδρίου, που παρουσιάστηκαν είτε σε προφορικές είτε σε ανηρτημένες ανακοινώσεις. Η πλήρης μορφή τους θα δημοσιευτεί στις προσεχείς Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, που μέλλουν να εκδοθούν ώς την άνοιξη του 2010.

Ο καθηγητής Χριστόφορος Χαραλαμπάκης παρουσίασε στην εναρκτήρια ομιλία με περιεκτικό και ευσύνοπτο τρόπο το έργο τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Εκτός από τη γνωστή συμβολή του στη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε πρωτοπόρος και σε τομείς εν πολλοίς ακαλλιέργητους τότε στην Ελλάδα, όπως οι ειδικές-συνθηματικές γλώσσες, η διδακτική τής γλώσσας, ακόμη και η ψυχανάλυση (είναι από τους πρώτους που γράφουν για τον Φρόιντ). Ο ομιλητής εξήρε στοιχεία τού χαρακτήρα τού δασκάλου, ο οποίος προσείλκυε στον κύκλο του νέους επιστήμονες, συγγραφείς και παιδαγωγούς, που αναζητούσαν τη συντροφιά και τις συμβουλές του. Υπήρξε προσιτός και ταπεινός μέχρι τέλους τής ζωής του.

Μια από τις ξεχωριστές περιστάσεις ήταν η ομιλία τού καθηγητή Σωφρόνη Χατζησαββίδη, ο οποίος παρουσίασε τη νέα εγκεκριμένη Γραμματική τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας για το γυμνάσιο (Σ. Χατζησαββίδης & Α. Χατζησαββίδου, Γραμματική Νέας Ελληνικής γλώσσας. Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου, Αθήνα 2009· το κείμενο της Γραμματικής είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου). Εφόσον πρόκειται για διδακτικό εγχειρίδιο, αξίζει προσεκτική μελέτη, την οποία επιφυλάσσομαι να γράψω σε ευθετότερο χρόνο ως βιβλιοκριτική.

Η νέα Γραμματική είχε επωμιστεί το φορτίο να αντικαταστήσει την πεπαλαιωμένη πια Μικρή Σχολική Γραμματική (την αναπροσαρμογή τής Γραμματικής Τριανταφυλλίδη), αλλά οι συγγραφείς δεσμεύονταν επίσης από την προκήρυξη του διαγωνισμού τού 2003, η οποία ρητά όριζε ότι το νέο εγχειρίδιο έπρεπε να βασίζεται στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη. Η συγκεκριμένη δέσμευση περιόριζε, όπως είναι φυσικό, τα περιθώρια της συγγραφικής ομάδας και δεν τους επέτρεψε να εφαρμόσουν όλα όσα πίστευαν. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι σωστό να επικρίνουμε τη νέα Γραμματική, επειδή δεν ακολούθησε κάποιο σύγχρονο πρότυπο γλωσσοεκπαιδευτικής περιγραφής (θα προτιμούσα π.χ. τη συστημική ή τη δομολειτουργική προσέγγιση ή ακόμη το γνωσιακό πρότυπο στον τομέα τής σημασιολογίας), όταν η προκήρυξη απέκλειε αυτές τις διεξόδους. Η κριτική που θα αγνοήσει αυτόν τον θεμελιώδη παράγοντα κινδυνεύει να ακυρώσει το περιεχόμενό της.

Χωρίς να επεκταθώ, νιώθω υποχρεωμένος να επιστήσω την προσοχή σε ορισμένα θετικά στοιχεία τού νέου εγχειριδίου. Πρώτη φορά σε εγκεκριμένη σχολική γραμματική υπάρχει εκτενής ενότητα για τη σύνταξη (η οποία μέχρι τώρα διδασκόταν χωριστά) και μικρότερες ενότητες για την πραγματολογία και την κειμενογλωσσολογία. Επιτέλους εισάγεται στη σχολική τάξη η θεμελιώδης έννοια του φωνήματος και δίδονται στον μαθητή νύξεις στοιχειώδους φωνητικής. Ακόμη ρυθμίζεται με λογικότερο τρόπο ο κανόνας τού τελικού -ν προς την κατεύθυνση της διατήρησής του στο άρθρο τον σε όλες τις περιπτώσεις (υπακούοντας και στη σύγχρονη τάση, όπως τόνισε ο ίδιος ο συγγραφέας). Θεωρώ επίσης σημαντικό ότι περιέχονται χρηστικά σχόλια με αναφορά στα επίπεδα ύφους (τυπικό, οικείο, ουδέτερο). Δεν με βρίσκουν σύμφωνο όλες οι επιλογές των συγγραφέων (π.χ. η μορφολογική κατάταξη των ονομάτων δεν είναι η οικονομικότερη, η διδασκαλία τής ρηματικής μορφολογίας δεν έχει επωφεληθεί όσο θα έπρεπε από τις νεότερες ταξινομήσεις, η δε παρουσίαση του σημασιολογικού τομέα, ιδίως των μεταβολών, είναι επιδερμική ή απλώς υπαινικτική), αλλά διέκρινα με ευχαρίστηση ότι οι αποφάσεις τους (ακόμη και όσες δεν κρίνω εύστοχες) δεν ελήφθησαν άκοπα και εσπευσμένα. Τα σχόλια αυτά είναι, καθώς πιστεύω, αναγκαία αφετηρία για να αντιμετωπιστεί η νέα σχολική Γραμματική με δίκαιο τρόπο.

Ο αγαπητός συνάδελφος Σπύρος Μοσχονάς ανέλυσε εύστοχα ένα αφηγηματικό σχήμα που χαρακτήρισε το έργο τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη και καθόρισε εν πολλοίς την ιδεολογική κατεύθυνση των κειμένων του. Επρόκειτο για το ζήτημα της γλωσσικής πολιτικής τού δημοτικισμού, την οποία ο Τριανταφυλλίδης προσπάθησε να αποχωρίσει από την ιδεολογική φόρτιση, ώστε να διευκολύνει τη διάδοση της νέας γλώσσας ως κοινής.

Ο Νίκος Παντελίδης, από τους κατ’ εξοχήν ειδικούς μελετητές τής διαχρονικής διαλεκτολογίας, παρουσίασε μαρτυρίες για την εξέλιξη των νεοελληνικών ιδιωμάτων τής Πελοποννήσου. Μερικές φορές τα συγκεκριμένα ιδιώματα τείνουν να παραβλέπονται, επειδή η ιστορία τους συγχωνεύεται με την εξέλιξη της Κοινής, αλλά το γεγονός ότι το πρώτο γραπτό τους κείμενο είναι το Χρονικόν τού Μορέως θα πρέπει να μας καταστήσει προσεκτικότερους. Μου δίνεται εδώ η ευκαιρία να τονίσω πόσο μεγάλο βιβλιογραφικό κενό θα καλύψει ο αναμενόμενος τόμος Οι νεοελληνικές διάλεκτοι, τον οποίο ετοιμάζει το Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη υπό την επίβλεψη του καθηγητή Χρήστου Τζιτζιλή.

Ενδιαφέρουσα ήταν η ανακοίνωση του καθηγητή Μιχάλη Σετάτου σχετικά με τους αποκαλούμενους «κρυφούς κανόνες» στη Νεοελληνική Κοινή, δηλ. λειτουργίες φαινομενικώς ασύνδετες ή ανεξάρτητες από το σύστημα, αν και το υλικό που παρουσιάστηκε δεν δικαιολογούσε ακριβώς αυτόν τον χαρακτηρισμό. Επί παραδείγματι, ο σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών δεν υπακούει σε κανόνες σκοτεινούς και δυσδιάκριτους, αλλά παρουσιάζεται ως σύνολο επιλογών που τίθενται ενώπιον των ομιλητων και υπαγορεύονται από το ύφος τού λόγου (επίσημο ή οικείο) και από την κλιτική κατηγορία τού ονόματος.

Ετυμολογικό περιεχόμενο είχε η ανακοίνωση του συναδέλφου Δώρου Κυριαζή, ο οποίος επιχείρησε να μελετήσει τουρκικά δάνεια στη Νέα Ελληνική και στην Αλβανική. Η βαθιά του γνώση των εν λόγω γλωσσών τού επέτρεψε να διατυπώσει λεξικογραφικές παρατηρήσεις σχετικά με τη σημασιολογική συμπεριφορά των δανείων στην αποδέκτρια γλώσσα.

Δεν συμφωνώ με την πρότασή του για την ετυμολογική αρχή τής λέξης τσουτσέκι, που τα λεξικά ανάγουν στο τουρκ. çiçek «λουλούδι» (με ειρωνική χρήση). Ο ομιλητής πρότεινε συμφυρμό των τουρκικών çiçek «λουλούδι» και köçek «νεαρός χορευτής που κάνει άσεμνες κινήσεις», αφ’ ενός μεν για να δικαιολογήσει το ν.ελλ. -ου-, αφ’ ετέρου δε για να εξηγήσει τον μειωτικό χαρακτήρα τής ελληνικής λέξης. Ωστόσο, όπως έχω γράψει αλλού, ο συμφυρμός δεν λειτουργεί έτσι. Το προϊόν του θα έπρεπε να είχε εμφανιστεί πρώτα στη δότρια γλώσσα ή τουλάχιστον και τα δύο συστατικά του μέρη να είχαν αφήσει ίχνη στην αποδέκτρια γλώσσα. Επιπλέον, η τροπή /i/ > /u/ κοντά στο προστριβές /ts/ είναι κανονική στη Νέα Ελληνική, π.χ. κυλώ > τσουλώ. Συνεπώς, ο αγαπητός συνάδελφος θα μου επιτρέψει να εμμείνω στην απλούστερη πρόταση, την οποία υιοθετούν μέχρι τώρα τα λεξικά.

Το γεγονός ότι ο δανεισμός λειτουργικών τεμαχίων, όπως τα τέρματα και τα επιθήματα, είναι λιγότερο συνηθισμένος στις γλωσσικές επαφές κατέστησε ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την ανάλυση του συναδέλφου Παναγιώτη Κατσαρού, ο οποίος ανέλυσε τη σημασολογική συμπεριφορά τού υποκοριστικού επιθήματος -ούτσικος, που ανάγεται στο ιταλ. -uccio / -uzzo.

Εξαιρετικά συγκροτημένη ήταν η σταθμισμένη ερευνητική μελέτη που παρουσίασε η καθηγήτρια Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη σχετικά με τη συμβολική αξία των γραμμάτων στην ορθογραφία. Με βάση ποσοτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ορισμένα δάνεια τείνουν να γράφονται με τρόπο που τους αποδίδει, τρόπον τινά, ελληνικότερο χαρακτήρα και συχνά παρετυμολογούνται προς στοιχεία που τα προσεγγίζουν σε ήδη γνωστές λεξιλογικές οικογένειες. Επί παραδείγματι, οι μη ετυμολογικές γραφές πολυθρόνα, συντριβάνι οφείλονται σε παρασύνδεση προς οικειότερες στον ομιλητή λέξεις (π.χ. πολύς, συντρίβω), ενώ οι αδικαιολόγητες γραφές σταύλος, καυγάς έχουν ιδεογραφική αξία, καθώς επιτρέπουν στον ομιλητή να τις κατηγοριοποιήσει σαν ελληνικές. Η έρευνα απέδειξε ότι τέτοιες γραφές είχαν αρκετές φορές παρασύρει το αναγνωστικό κοινό να ταξινομήσει λανθασμένα τις λέξεις, νομίζοντας ότι ανήκουν στο γηγενές λεξιλόγιο.