sine ut sunt, aut non sint?
Στο προηγούμενο άρθρο μου εξήγησα, με όση μπόρεσα σαφήνεια, ότι η σχολική ορθογραφία είχε την αφετηρία της στη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Εστίασα επίσης την προσοχή στα τεκμήρια που μαρτυρούν ότι ο σχετικός διάλογος έμεινε ατελής.
Οι μελετητές τής ιστορίας τής γλώσσας αντιλαμβάνονται αμέσως ότι μεγάλος σάλος και ακαταστασία επικρατούσαν στη γραφή τής Νέας Ελληνικής (δημοτικής) πριν από τη ρύθμιση που επέβαλε η Νεοελληνική Γραμματική. Η αναρχία αυτή είχε πολλαπλούς αιτιολογικούς παράγοντες σχετικούς με τη φύση τής ιστορικής ορθογραφίας ή ακόμη και εξωγλωσσικούς (σύντομη επισκόπησή τους στο άρθρο τού Μ. Τριανταφυλλίδη, 1943: «Ορθογραφικά: Αυγό ή αβγό», Νέα Εστία, τόμ. 33, σελ. 303-5). Ότι η σημερινή εικόνα τού γραπτού μας λόγου ριζικά διαφέρει από τη νεφελώδη και άναρχη γραφή εκείνης της περιόδου είναι γεγονός αναντίρρητο. Η ρύθμιση που επιτεύχθηκε χάρις στη Νεοελληνική Γραμματική καθώς και η επέκταση του γραμματισμού συνετέλεσαν στη βεβαιωμένη πρόοδο που παρατηρήθηκε έκτοτε.
Α. Προαπαιτούμενα του διαλόγου
Αν επιδιώκουμε να συμβάλουμε ουσιωδώς στον ορθογραφικό διάλογο, ξεκινούμε από ακατάλληλη αφετηρία όταν φέρνουμε στην επιφάνεια μεμονωμένες λέξεις και αγκιστρωνόμαστε σε αυτές. Για να κρίνουμε σωστά τη σχολική ορθογραφία, πρέπει δίχως άλλο να συζητήσουμε τις θεωρητικές αρχές που τη στηρίζουν. Οφείλουμε περαιτέρω να ελέγξουμε τις αδυναμίες τού συστήματος στους τομείς τής συνέπειας και της αξιοπιστίας. Αν αμελήσουμε την πραγμάτευση των σημείων αυτών με τη σειρά που μνημόνευσα, κινδυνεύουμε να περιγράφουμε μονομερώς πτυχές τού προβλήματος και ίσως φθάσουμε να στοιχηθούμε πίσω από δημοφιλείς απόψεις ή γραφές, έχοντας παραβλέψει το υπόβαθρό τους και παρασυρθεί από την επικράτησή τους.
Σπεύδω να πω, εκ προοιμίου και πιθανόν ως εκ του περισσού, ότι η επιδιωκόμενη αξιοπιστία και συμμόρφωση δεν σημαίνει να στραφούμε στην υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου ή κάποιου είδους φωνητικής γραφής. Τέτοιες ριζοσπαστικές λύσεις, απαράδεκτες για τα Ελληνικά, είχαν προταθεί από παλιά, ήδη από την εποχή τού ορμητικού δημοτικισμού (τις υποστήριξε π.χ. ο Κλέανδρος Λάκων [Καρθαίος], μέλος τής επιτροπής συντάξεως της Νεοελληνικής Γραμματικής), και ακούονται ενίοτε σήμερα που η ξενόγλωσση παιδεία και η διαδικτυακή κυριαρχία ασκούν αυξανόμενη επιρροή. Οι λύσεις αυτές θα ήταν ουτοπικές και αδιανόητες για γλώσσα με τόσο μακρά ιστορία και παιδευτική θέση (βλ. το παλαιό εξαίρετο άρθρο τού καθηγητού κ. Γ. Μπαμπινιώτη, «Το θεωρητικόν υπόβαθρον της ιστορικής ορθογραφίας», ΕΕΦΣΠΑ 23, 1972, σελ. 286-307), θα προκαλούσαν δε ρήγμα στη γλωσσική συνέχεια που χαρακτηρίζει την Ελληνική.
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έκλεισε, ήδη το 1926, το σχετικό θέμα ως εξής:
«Ορθογραφία φωνητική είναι βέβαια για μας τους σημερινούς Έλληνες ουτοπία, αφού για να την καθιερώσωμε θα έπρεπε πρώτα απέναντι στην αρχαία φιλολογία να υψώσωμε εφάμιλλη μια νέα δική μας και ν’ αλλάξωμε ριζικά την ψυχική μας θέση στο παρελθόν».
Β. Αρχές και ατέλειες της σχολικής ορθογραφίας
Εφόσον η ορθογραφία μας έχει ιστορικό χαρακτήρα και ετυμολογική βάση, κατανοούμε καλύτερα τις αρχές στις οποίες οικοδομήθηκε η ρύθμισή της το 1941. Η Νεοελληνική Γραμματική (σ. 406, § 1079) τις διατυπώνει ως εξής:
1) Δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσουμε αλύγιστα την ιστορική αρχή στην ορθογραφία.
2) Το ορθογραφικό σύστημα πρέπει να είναι διδάξιμο, δηλ. προσιτό στους μαθητές με βάση κανόνες συστηματικούς και ευκολομνημόνευτους.
3) Λόγω της θέσεως της αρχαίας φιλολογίας και γλώσσας στη ζωή μας, πρέπει να τηρήσουμε την ιστορική αρχή τής ορθογραφίας μας. «Για πραχτικούς όμως λόγους μπορούμε να μην την ακολουθήσωμε, όσο δεν ερχόμαστε σε άμεση ή σε μεγάλη αντίθεση με την αρχαία ορθογραφία (…) ή όπου αντιστέκονται διδαχτικές ανάγκες επιταχτικές».
Ο Τριανταφυλλίδης αποκάλεσε τη στάση αυτή απλοποιημένη, μεταρρυθμισμένη ορθογραφία, θεωρώντας ότι εναρμονίζει καλύτερα τις αξιώσεις τής ιστορίας με τα δίκαια της ζωής. Ο Κριαράς την ονόμασε συμβιβαστικό ετυμολογικό ιστορισμό.
Παρ’ ότι είναι προφανής η λογική βάση στην οποία εδράζεται αυτό το σύστημα, ευθύς εξ αρχής διακρίνουμε τη ρευστότητα του πεδίου εφαρμογής του. Συγκεκριμένα: Πώς είναι αντικειμενικά δυνατό να διαγνώσουμε ότι μια λέξη απομακρύνεται τόσο από το έτυμόν της, ώστε να την απλογραφήσουμε χωρίς συγχρόνως να προσκρούομε στο πνεύμα τής αρχαίας ορθογραφίας; Πότε η έκταση της ιστορικής αρχής είναι τέτοια, που να οδηγεί σε μονοπαγή αναχρονισμό; Γιατί η α΄ περίπτωση τείνει προς απλογράφηση, ενώ η β΄ είναι μάλλον συντηρητική; Και πότε η παρακολούθηση της ιστορίας τής λέξεως αντιβαίνει στις διδακτικές ανάγκες;
Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, φανερό είναι ότι δεν έχουμε ανάγκη από μια συνταγή αφοριστικά διατυπωμένη, που να χαρακτηρίζει «συνεπές» το δικό μας σύστημα και «ατάκτους» τους αντιγνώμους μας. Στις επιφυλλίδες του, που σχολίασα στα προηγούμενα σημειώματά μου, ο κ. Χάρης υποκεφαλαίωσε ως «σύστημα» αφιστάμενες λεξικογραφικές προτάσεις με εξ ολοκλήρου διακριτή καταγωγή και δεν ανέλυσε την ασυνέπεια που επιχειρούσαν να θεραπεύσουν. Επιπλέον, ξεχώρισε από τον κατάλογο τις πλέον ασυνήθιστες γραφές, παραθεωρώντας άλλες που δεν ξαφνιάζουν τον αναγνώστη και έχουν αξιοσημείωτο μερίδιο χρήσεως. Η πείρα δείχνει ότι αυτός ο χειρισμός ενδέχεται να μας παροδηγήσει, με αποτέλεσμα η κρίση μας, αν και επί σημείων ορθή, να αποδειχθεί συνολικώς άδικη.
Η σχολική ορθογραφία επέλυσε αρκετά από τα προβλήματα που προκαλούσε η προηγούμενη γενική ακαταστασία. Η συστηματοποίηση της γραφής τερμάτων και καταλήξεων ρύθμισε επίσης αποτελεσματικά (πλην ολίγων περιπτώσεων) τη διδασκαλία των σχετικών τύπων. Εντούτοις, η διδακτική πείρα και η αυξημένη γνώση τής ετυμολογίας έφεραν στο φως ορισμένες ατέλειες. Η επισήμανση και διόρθωσή τους δεν αντίκειται στο πνεύμα που εισηγήθηκε ο Τριανταφυλλίδης, αλλά αυξάνει τη συνέπεια και την αξιοπιστία τού συστήματος.
Ο αναγνώστης που συνήθισε άλλο οπτικό ίνδαλμα μερικών λέξεων ίσως ξαφνιαστεί από τη σχολαστικότερη εφαρμογή τής ιστορικής ορθογραφίας. Αυτό αποτελεί σοβαρό σημείο προς συζήτηση. Εύλογα ορισμένοι γλωσσολόγοι επικαλούνται το κριτήριο της χρήσεως, έστω εσφαλμένης, και της καθιέρωσης, έστω εσπευσμένης. Θεωρώ αξιοσέβαστες τις επιφυλάξεις αυτές, φρονώ όμως ότι πρέπει να διατηρούμε τη διαύγεια που θα μας επιτρέψει να συζητήσουμε νηφάλια ποιες διορθωτικές κινήσεις είναι εφικτές και ποιο είναι το υπόβαθρό τους. Η δύναμη της αδράνειας, που συχνά απορρέει από την ισχύ τής κρατικής εκπαίδευσης, ενδέχεται να διαιωνίζει αδικαιολόγητα σφάλματα και να τους παρέχει ερείσματα που δεν δικαιούνται. Η δύναμη της συνήθειας και οι αγλωσσολόγητες αντιδράσεις υποχρέωσαν πολύ νωρίς τον Τριανταφυλλίδη να στέρξει στις ετυμολογικά εσφαλμένες γραφές αυγό, αυτί (αντί αβγό, αφτί) και να τις εντάξει στη σχολική γραμματική. Η πράξη του ήταν πιθανώς συνετή για τα τεταμένα πάθη τής εποχής, αλλά ελπίζω ότι έχουμε αποκτήσει πλέον την ωριμότητα να διορθώσουμε το λάθος.
Όταν (το 1919) ο Γάλλος νεοελληνιστής Hubert Pernot πληροφορήθηκε αυτόν τον αναγκαστικό συμβιβασμό, διαμαρτυρήθηκε στον Τριανταφυλλίδη: Mais il aurait fallu le leur expliquer! (Μα έπρεπε να τους το εξηγήσετε!) Στα σοφά λόγια τού Pernot βρίσκεται ίσως το κλειδί τής λύσεως που ζητούμε. Αντί να υποχωρούμε σε κάθε λανθασμένη γραφή, απλώς επειδή έχει ερείσματα στη χρήση, πιθανώς δεν πρέπει να διστάζουμε ως γλωσσολόγοι να εξηγούμε και να διδάσκουμε, πασχίζοντας να πείσουμε. Αν αστοχήσαμε μέχρι τώρα, ίσως οφείλεται στο ότι αποτύχαμε να πείσουμε ή αμελήσαμε να υποστηρίξουμε όσα γνωρίζουμε ότι είναι σωστά. Χρειάζεται ίσως να αλλάξουμε τον τρόπο αντιλήψεως των δεδομένων και να αναλύσουμε τα ζητήματα από την αρχή.
Γ. Προς συνεπέστερη ιστορική ορθογραφία
Θα επιχειρήσω τώρα να θεμελιώσω τη θέση αυτή, διατυπώνοντας αρχές και επιμερίζοντας σε κατηγορίες τούς συζητούμενους τύπους (διαφωτιστικό είναι επ’ αυτού το σχετικό άρθρο τού κ. Γ. Μπαμπινιώτη στο Βήμα, όπου υποστηρίζονται πειστικά τα δίκαια της ετυμολογικής ορθογραφίας). Διευκρινίζω ότι, όταν αναφέρομαι σε ορισμένη γραφή ως σχολική, εννοώ τύπους που περιέχονται στους Ορθογραφικούς Οδηγούς τής Νεοελληνικής Γραμματικής, τόσο της πλήρους εκδόσεως όσο και της «Μικρής» επιτετμημένης Γραμματικής, ασχέτως αν άλλα σχολικά βιβλία (ή λεξικά) διαφοροποιούνται κατά περίπτωση. Επιπλέον, δεν συζητώ εδώ τις ρυθμίσεις τής σχολικής ορθογραφίας για τη γραφή καταλήξεων και παραγωγικών τερμάτων (σωστές πλην μερικών εξαιρέσεων)· οι παρατηρήσεις μου αφορούν πρωταρχικά στη γραφή των θεμάτων των λέξεων, που αποτέλεσε, όπως σημείωσα, το πιο παραμελημένο κομμάτι τού διαλόγου.
Εν πρώτοις, ο κατηρτισμένος αναγνώστης δεν μπορεί να παραβλέψει ότι η σημερινή σχολική ορθογραφία έχει σε ορισμένες περιπτώσεις ευνοήσει ή καθιερώσει γραφές που χαρακτηρίζονται από ασυνέπεια και έχει χειριστεί ανομοίως παραπλήσιους τύπους. Επιπλέον, έχει κάποτε επιβάλει γραφές που στηρίζονται σε πεπαλαιωμένη ετυμολόγηση, η οποία σήμερα έχει αναγνωριστεί ως εσφαλμένη. Ίσως κάποιος εκπλαγεί βλέποντας ανάμεσά τους κοινές λέξεις καθημερινής χρήσεως, διότι από την κριτική τού κ. Χάρη αποκόμισε την εντύπωση ότι η ετυμολογική ορθογραφία διδάσκει μόνο μερικές αποκλίνουσες γραφές που έλκουν αμέσως την προσοχή σαν ακραίες. Δεν έχουν καθόλου έτσι τα πράγματα. Εξετάστε τα ακόλουθα παραδείγματα:
Κανένας απλοποιητικός παράγοντας δεν στηρίζει το αδικαιολόγητο καινούριος (αντί καινούργιος), που η Νεοελληνική Γραμματική (§ 1098) στρυμώχνει ανάμεσα στα ανάριος και στεριά, σαν να πρόκειται για ομοίας τάξεως τύπους. Αν γράψουμε κατεβοδώνω (όπως συνιστά η Γραμματική), αλλά ευοδώνω, προκαλούμε μόνο σύγχυση, δεν απλουστεύουμε. Η λέξη φυσαλλίδα είναι ήδη αρχαία και, αν ακολουθήσουμε τη σχολική γραφή με ένα –λ-, ενώ γράφουμε χρυσαλλίδα (όπως παρατίθεται στην ίδια σελίδα), δεν αποκομίσαμε κανένα όφελος. Οι λέξεις καντήλι και μαντήλι, αν και λατινικής αρχής, γράφονται ήδη από την ελληνιστική εποχή με –ή-. Εντούτοις, για απροσδιόριστο λόγο, η σχολική Γραμματική διαφορίζει το καντήλι (με –ή-) από το μαντίλι (με –ί-). Το ήδη αρχαίο ρήμα στείβω γράφεται λανθασμένα στύβω και με τον τρόπο αυτόν παρασυνδέεται προς τις λέξεις στύφω και στυφός, με τις οποίες ουδεμία ετυμολογική σχέση έχει. Όταν γράφουμε ξεφτιλίζω (αντί του ορθού ξευτιλίζω), αλλά εξευτελίζω, συσκοτίζουμε την άμεση ετυμολογική τους συγγένεια και στερούμε από τον αναγνώστη τη δυνατότητα να την αντιληφθεί αμέσως. Ο κατάλογος των παραδειγμάτων θα μπορούσε να γίνει αρκετά εκτενέστερος.
Πώς θα ήταν δυνατόν να συστηματοποιηθεί συνεπέστερα η ιστορική ορθογραφία, ώστε να προσκολλάται πιστότερα στην ιστορική αρχή και συγχρόνως να σέβεται το κριτήριο της χρήσης; Οι εξής αρχές θα φανούν οπωσδήποτε χρήσιμες:
● Λέξεις με αναμφισβήτητη ετυμολογική αναγωγή στην αρχαία και ελληνιστική Ελληνική πρέπει να τηρούν την ιστορική τους ορθογραφία.
Ας ξεκινήσουμε με μερικές απλές περιπτώσεις: Τα βεβαιωμένα διπλά σύμφωνα της αρχαίας γλώσσας δεν υπάρχει λόγος να αθετηθούν. Η ορθή γραφή κουκκί (που ανάγεται σε υποκοριστικό τού αρχ. κόκκος) δεν πρέπει να αθετείται με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι πια αισθητή η ετυμολογική σχέση μεταξύ ετύμου και παραγώγου (ενώ η σχολική Γραμματική προκρίνει τη γραφή κουκκίδα, που ανήκει στην ίδια κατηγορία). Ομοίως, διατηρούμε τη γραφή κόκκαλο (αλλαγή γένους τού αρχ. κόκκαλος), κακκαβιά (ανάγεται στο αρχ. κακκάβη «χύτρα», σημιτικό δάνειο), γρασσίδι (προέρχεται από το ελνστ. γράσσις «χλόη»), κάππαρη (αρχ. κάππαρις) και ενοποιούμε τις γραφές μαμμά, μάννα και μαμμή (όλες ανάγονται στο ελνστ. μάμμη «μητέρα»). Και δεν θα ήταν ανάρμοστο να γράφουμε κουλλός (από το αρχ. κυλλός), κοκκύτης (από το αρχ. κόκκυ + παραγωγικό επίθημα –ύτης), τιττυβίζω (το οποίο γράφεται έτσι από την εποχή τού Θεοφράστου, 4ος αι. π.Χ.), αλλά και παλληκάρι (από το ελνστ. πάλληξ / πάλλαξ, ομόρριζο του αρχ. παλλακή).
Όταν η ετυμολογική προέλευση είναι βέβαιη, διατηρούμε τη γραφή που μαρτυρεί τη γλωσσική συνέχεια. Δεν προκαλούμε το γλωσσικό αίσθημα όταν γράψουμε βογγώ (αντί βογκώ), που ανάγεται τελικά στο αρχ. γογγύζω, ούτε όταν διατηρήσουμε τις ετυμολογικές γραφές γλυτώνω (< *εκ-λυτώνω, πβ. έκλυτος), κολοιός (ήδη αρχ.), λειώνω (ανάγεται στο αρχ. ρήμα λειόω < επίθ. λείος) και μπαλλώνω (ήδη μεσν. μεταπλασμένος τύπος τού αρχ. ρήματος εμβάλλω). Δεν αντιβαίνει στον ρεαλισμό η υιοθέτηση της ετυμολογικά σωστής γραφής κρωντήρι (από τύπο κρυωτήριον) αντί κροντήρι. Ότι λίγες ετυμολογικά ορθές γραφές, όπως αγώρι, τραυώ, φτειάχνω, φαίνεται να προσκρούουν στην ευρεία συνήθεια δεν καθιστά, καθώς πιστεύω, την αρχή ανεπαρκή καθ’ εαυτήν.
● Αν λέξεις αρχαίας ή ελληνιστικής προελεύσεως μαρτυρούνται με δύο γραφές, μπορούμε να διατηρήσουμε την απλούστερη εφόσον έχει επικρατήσει.
Κατά τούτο, γράφουμε σάκος, φάλαινα, παρ’ ότι οι γραφές με διπλά σύμφωνα είναι καλύτερα μαρτυρημένες, και μπορούμε να γράψουμε επίσης κροκόδειλος (αντί του ετυμολογικά ορθού κροκόδιλος) και πλημμύρα (αντί του ετυμολογικά ορθού πλημύρα), καθώς αυτές οι καθιερωμένες γραφές είναι ήδη αρχαίες (αν και οφείλονται σε παρετυμολογία).
● Δάνεια ήδη αρχαία ή ελληνιστικά διατηρούν τη γραφή που είχαν κατά την είσοδό τους στην Ελληνική. Τα υπόλοιπα δάνεια μπορούν να απλογραφούνται.
Δεν είναι άστοχο να γράψουμε βούλλα, βουλλώνω (αντί βούλα, βουλώνω), εφόσον η συγκεκριμένη λατινογενής λέξη είναι ήδη ελληνιστική, πράγμα που ισχύει επίσης για το ουσιαστικό κολλήγας (αντί κολίγας).
Προβλήματα προκαλούν τα αντιδάνεια της Ελληνικής ή μερικοί ελληνογενείς ξένοι όροι, που συχνά επιστρέφουν στη γλώσσα με εντελώς αλλοιωμένη μορφή. Οι περιπτώσεις δεν είναι όμοιες. Επί παραδείγματι, οι γραφές γλυκερίνη, κορώνα, τόννος (το ψάρι), φυντάνι δεν ενοχλούν, ενώ το ρωδάκινο, το καρώτο ή το τσηρώτο και μερικά άλλα μοιάζουν «δυσκολοχώνευτα». Φρονώ ότι η αιτία έγκειται στην οπτική συσχέτιση των αντιδανείων με ήδη υπάρχουσες λέξεις, οι οποίες ασκούν ισχυρή επίδραση. Οι λέξεις γλυκός, κορωνίδα, φυτό συσχετίζονται εύκολα με τα ανωτέρω αντιδάνεια, ενώ η παρουσία των ομοήχων τόνος (σημείο τονισμού) και τόνος (μονάδα βάρους) διευκολύνει τη διαφοροποίηση από το ομώνυμο ψάρι (τόννος). Από την άλλη πλευρά, θα ήταν αδύνατον να επικρατήσει η γραφή πηλώτος (αντί πιλότος), μολονότι είναι βεβαιωμένο ότι πρόκειται για αντιδάνειο που ανάγεται σε τύπο *πηδώτης «πηδαλιούχος», σχηματιζόμενο από το ομηρικό πηδόν «κουπί, πηδάλιο». Ασφαλώς, η ελληνογενής άκλιτη λέξη εστέτ θα απλογραφηθεί: είναι απροσάρμοστο δάνειο και δεν μπορεί να κριθεί με τους όρους των υπολοίπων.
Σκεπτόμενοι νηφάλια τις επί μέρους περιπτώσεις, πιθανώς αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση να είναι η μόνη που έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει ερείσματα στη χρήση, διότι έτσι ελέγχεται η ένταξη της λέξης σε ευρύτερο σχηματιστικό παράδειγμα.
● Αν υπάρχουν αμφιβολίες για την ετυμολογική προέλευση ενός τύπου, θα διατηρήσουμε την απλούστερη υπάρχουσα γραφή.
Οι λίγες αυτές περιπτώσεις καθιστούν ακόμη πιο αναγκαία την παρουσία αξιόπιστου και εκσυγχρονισμένου με τα σημερινά αποκτήματα της επιστήμης ετυμολογικού λεξικού τής Νέας Ελληνικής, το οποίο να συνδυάζει τη μορφολογική ανάλυση με την εξιστόρηση της μεταβολής σημασίας. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, είναι σκόπιμο να απλογραφούμε τις λέξεις για τις οποίες η ετυμολογική επιστήμη δεν έχει μέχρι τώρα αποφανθεί με βεβαιότητα. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε ρήματα όπως το γρικώ, για το οποίο τουλάχιστον τρεις διαφορετικές απόψεις διεκδικούν ορθότητα, και ουσιαστικά όπως το λόξυγγας, του οποίου η ετυμολογική πραγμάτευση θα απαιτούσε χωριστό σημείωμα.
Επισημειώνω τα εξής: Σε κάθε σύστημα ιστορικής ορθογραφίας είναι δυνατόν να εντοπιστούν ασυμμόρφωτες ή, γενικά, δύσκολες περιπτώσεις. Οι ανωτέρω αρχές πλεονεκτούν κατά το ότι διορθώνουν ασυνέπειες της σχολικής ορθογραφίας και έχουν λογική διάρθρωση. Ότι θα βρεθούν κενά που να απαιτούν την επέμβαση ή ερμηνεία τού γλωσσολόγου και τη ρύθμιση της γραμματικής είναι εκ των προτέρων δεδομένο. Η βάση στηρίξεως, όμως, της ετυμολογικής ορθογραφίας (με τη λελογισμένη αυτή μορφή) είναι πολύ ισχυρότερη από το ευμετάβλητο κριτήριο της χρήσεως ή της επικυριαρχίας τύπων που οφείλονται σε ατέλειες της σχολικής γραμματικής. Ο καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης είχε τονίσει εύστοχα στο προαναφερθέν άρθρο του:
«Ότι η ορθογραφία μερικών λέξεων πρέπει με τον καιρό να αλλάξει, ακολουθώντας τα διδάγματα της επιστήμης (τα ασφαλή και τα ευρύτερα αποδεκτά), είναι για μένα επιβεβλημένο και αυτονόητο, γιατί αλλιώς θα μέναμε καθηλωμένοι σε προφανή σφάλματα, επειδή συνέβη απλώς να καθιερωθούν κάποτε στο παρελθόν! Η ορθογραφία δεν μπορεί να έχει στατικό χαρακτήρα, μόνη αυτή από όλη τη γλώσσα, που εξελίσσεται δυναμικά όπως και η γλωσσική επιστήμη που μελετά τη γλώσσα».
Πιστεύω ότι οι επιφυλλίδες τού κ. Χάρη και οι παρατηρήσεις διαφόρων αναγνωστών υπήρξαν ευεργετικές και εποικοδομητικές για τον διάλογο που είχε καθυστερήσει. Είθε το αποκύημα αυτού του διαλόγου να μας οδηγήσει πάλι να σκεφθούμε, όπως ίσως ο Ρωμαίος λεγεωνάριος που μνημόνευσα στο εισαγωγικό σημείωμα: Τι είναι απαραίτητο; Τι είναι περιττό; Τι είναι αταίριαστο; Τι είναι εφικτό; Η ανταπόκριση θα δείξει τι αντίκρισμα είχαν οι λύσεις που προσφέραμε.