29/1/08

Γλώσσα και αποταμιευμένη σοφία

Στις 7 Μαρτίου 2007 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών οργάνωσε εκδήλωση με σκοπό να τιμήσει το συγγραφικό έργο τού κ. Γεράσιμου Ρηγάτου στον τομέα τής ιατρικής λαογραφίας. Έγραψα τότε για αυτή την περίσταση. Η εν λόγω εκδήλωση, στην οποία είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί με τις καθηγήτριες κ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου και Άννα Γουίλ-Μπαδιεριτάκη (αντικαταστάτρια της κ. Μαρκαντώνη), έστρεψε την προσοχή στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις ασθένειες, το σώμα και τους γιατρούς, όπως αναδεικνύεται από την κρυμμένη σοφία των μύθων, των παροιμιών και των αινιγμάτων.

Ευχαριστώ τους οργανωτές για την τιμητική εκείνη πρόσκληση και παραθέτω στη συνέχεια το κείμενο της ομιλίας μου, με την ελπίδα ότι θα προσελκύσει το ενδιαφέρον σε τομείς τής εκφραστικής γλώσσας που είναι τόσο παραμελημένοι.

Ομιλία προς τιμήν τού καθηγητή κ. Γεράσιμου Ρηγάτου


Πόσες παροιμίες γνωρίζετε; Πόσες πιστεύετε ότι μπορείτε να θυμηθείτε; Πόσες συνηθίζετε να χρησιμοποιείτε;

Οι ερωτήσεις αυτές μοιάζουν ίσως απροσδόκητες σε ένα μορφωμένο και καλλιεργημένο ακροατήριο όπως αυτό. Αλλά οι γνώστες τής ιστορίας ξέρουν ότι σε καιρούς όχι πολύ μακρινούς η ίδια η σοφία και η γνώση ευθέως σχετίζονταν με την ικανότητα κάποιου να κατέχει παροιμίες, να λύνει αινίγματα, να αφηγείται μύθους.

Στην αρχαιότητα οι άνθρωποι που αποκαλούμε σήμερα σοφούς διακρίνονταν σε αυτούς ειδικά τους τομείς. Ο Αριστοτέλης, ο τελευταίος που μπορούσε να καυχηθεί ότι καλλιέργησε ως πανεπιστήμων τα βασικά γνωστικά πεδία, είχε καταρτίσει εκτενή συλλογή παροιμιών, που δυστυχώς δεν διασώθηκε μέχρι σήμερα. Από την εβραϊκή Βιβλική ιστορία μαθαίνουμε ότι ο Σολομών μπορούσε να λέει από μνήμης 3000 παροιμίες. Τότε που ο γραπτός λόγος ήταν δυσεύρετος και τα κείμενα ελάχιστα, οι παρατηρήσεις τού ανθρώπου για τη ζωή και την υγεία, οι αρχές, οι αρετές και οι αξίες του έπρεπε να διατυπωθούν με τις λιγότερες δυνατές λέξεις. Έπρεπε να απομνημονευθούν. Οι άνθρωποι έφεραν αυτά τα λόγια σαν δίχτυ ασφαλείας στη ζωή τους.

Λοιπόν: Πόσες παροιμίες γνωρίζετε;

Ο κ. Γεράσιμος Ρηγάτος δαπάνησε τουλάχιστον 28 χρόνια συλλέγοντας ύλη λαϊκής σοφίας. Από το 1979, οπότε έγραψε το πρώτο του κείμενο για τον πολιτισμό τής ιατρικής, εργάστηκε επιμελώς και με σχολαστικότητα να αναδείξει τις λαϊκές γνώσεις και αντιλήψεις για την υγεία. Ανέτρεξε σε παροιμίες, μύθους, αινίγματα, δημοτικά τραγούδια, επωδές και αναζήτησε ακατέργαστους κρυστάλλους τέτοιας σοφίας.

Ασφαλώς, η λαογραφική ύλη είναι υλικό ακατέργαστο. Όπως συμβαίνει με κάθε τέτοιο ορυκτό, η ομορφιά του δεν είναι αμέσως φανερή ή ορατή. Ένας αδαμάντινος κρύσταλλος χρειάζεται να κοπεί με μεγάλη επιδεξιότητα, για να λάμψει στο φως και να προκαλέσει τον θαυμασμό. Ειδάλλως, ένα μικρό λάθος στο τρόχισμα μπορεί να τον μετατρέψει σε σκόνη άνθρακα, οπότε αναφωνούμε ότι άνθρακες ο θησαυρός.

Στην ομιλία μου θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, πώς ο κ. Ρηγάτος χειρίζεται με σεβασμό το υλικό του, ώστε να μας προσφέρει κρυστάλλους σοφίας. Δεύτερον, πώς μπορούμε ίσως σήμερα να ωφεληθούμε, αν έπρεπε ή θα οφείλαμε κάτι να διδαχτούμε από όσα με τόσο μόχθο έχουν συγκεντρωθεί.

Θα ξεκινήσω με τον χειρισμό τού υλικού.

Λέγεται ότι η ομορφιά ενός αδαμάντινου κρυστάλλου πολλαπλασιάζεται όταν ξέρουμε από πού να κοιτάξουμε για να διακρίνουμε πώς παγιδεύει και ελευθερώνει το φως από τις πολυάριθμες έδρες του. Ο κ. Ρηγάτος ως φιλόλογος-ιατρός δείχνει ότι ξέρει ακριβώς πού να κοιτάξει. Προσέξτε γιατί.

Το 1997 ο κ. Ρηγάτος κυκλοφορεί το βιβλίο του Ιατρική Παροιμιολογία, έργο ξεχωριστής λαογνωσίας. Εκεί συναθροίζει, κατατάσσει και ερμηνεύει παροιμίες για τον γιατρό και τον ασθενή, για τα πρόσωπα και τις νόσους, για το σώμα και τις λειτουργίες του. Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά πώς είναι δομημένος ο αφαιρετικός λόγος που χαρακτηρίζει τις παροιμίες. Αντί να παραθέτει απλώς την παροιμία και δίπλα την εξήγηση, προτιμά να αναδεικνύει την αναλογική σκέψη που τη διέπει. Αυτό συμβαίνει επειδή η παροιμία βασίζεται στην αντίληψη ομοιότητας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα κάθε τέτοιου ρητού.

Θα σας αναφέρω μερικά παραδείγματα.

Αφού η καρδιά είναι η έδρα των αισθημάτων, μπορεί να είναι καλή ή κακή, σκληρή ή τρυφερή, μπορεί να είναι θαρραλέα ή να τρέμει, να ραγίζει, να σπάζει, μπορεί να μας την ανοίγουν ή να την κάνουν περιβόλι, μπορεί να σπαράζει ή να καεί.

Αναλογιστείτε επίσης τον μεταφορικό λόγο που συνδέεται με τη μύτη. Είναι φυσικά το όργανο της όσφρησης και έτσι λέμε ότι κάποιος έχει μεγάλη ή γερή μύτη. Αλλά ο συγγραφέας παρατηρεί οξυδερκώς ότι στον πυρήνα πολλών μεταφορικών εκφράσεων βρίσκεται το γεγονός ότι η μύτη προεξέχει στο πρόσωπο. Αυτός είναι ο λόγος που κάποιος χώνει τη μύτη του ή τον σέρνουν από τη μύτη. Μπορεί επίσης να είναι ψηλομύτης, αν σηκώνει υπεροπτικά το κεφάλι, ή να μη βλέπει πέρα από τη μύτη του, παροιμία γνωστή και στη γαλλική γλώσσα.

Η αίσθηση της γεύσης μπορεί ακόμη να αποτελέσει τον πυρήνα παροιμιών. Σε διάφορες παροιμίες ο κ. Ρηγάτος επισημαίνει ότι μέσω της γεύσης δηλώνεται η κληρονομικότητα: Γονείς τα τρώνε τα ξινά και τα παιδιά μουδιάζουν – Οι μάννες τρων τα όξινα και τα παιδιά μουδιούνε. Είναι αξιοσημείωτο ότι η παροιμία αυτή συναντάται ήδη στη Βίβλο, στον Ιερεμία και τον Ιεζεκιήλ, τον 7ο κιόλας αιώνα. Οι Εβδομήκοντα διάλεξαν την εξής μεταφραστική απόδοση: Οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ᾑμωδίασαν. Πόσο διαυγής είναι τώρα ο πυρήνας των παροιμιών: Οι πράξεις των γονέων έχουν συνέπειες στα παιδιά τους. Η λαϊκή αντίληψη εύστοχα το εφήρμοσε επίσης στις κληρονομικές νόσους.

Ασφαλώς αυτή η οπτική γωνία προβάλλει τις έδρες τού παροιμιακού λόγου.

Ο χειρισμός τής λαογραφικής ύλης από τον κ. Ρηγάτο είναι υποδειγματικός, ουσιαστικά φιλολογικός, για έναν ακόμη λόγο. Εφαρμόζει στα κείμενά του μια αρχή που γνωρίζουμε ήδη για τη γλωσσολογική της αξία: την αρχή τής ομοχρονίας.

Τι είναι η ομοχρονία και γιατί τη χρειαζόμαστε; Θα απαντήσω σε αυτό το ερώτημα εκθέτοντας σύντομα το πρόβλημα και διαφωτίζοντάς το με ένα παράδειγμα.

Η λαογραφική ύλη βασίζεται στην προφορική παράδοση: καταξιώνεται μέσω της μετάδοσης από γενεά σε γενεά. Επειδή στηρίζεται στην υποστήριξη της ομάδας, στον αυθορμητισμό και όχι στην επιστημονική μελέτη, επειδή συχνά εκφράζει προλήψεις, φαντασία ή μυθική αντίληψη, ενίοτε δυσκολευόμαστε να την προσλάβουμε σωστά.

Μπορούμε ίσως να το παρομοιάσουμε με αυτό που συμβαίνει όταν κοιτάζουμε στον βυθό τής θάλασσας από απόσταση ή από μέσα. Ελάχιστα μέτρα κάτω από την επιφάνεια όλα τα άλλα χρώματα έχουν απορροφηθεί, τα πάντα (ακόμη και το πιο ζωηρό κόκκινο) έχουν αποκτήσει απόχρωση από σκούρο πράσινο. Ως αποτέλεσμα, με τα φυσικά μας μάτια αδυνατούμε να διακρίνουμε οποιαδήποτε απόχρωση του βυθού. Τι χρειαζόμαστε; Φως. Απαιτείται να φέρουμε μαζί μας τεχνητό φως. Χωρίς φως η εικόνα τού βυθού είναι αλλοιωμένη και παραπλανητική.

Η αρχή τής ομοχρονίας που εφαρμόζει πιστά στα έργα του ο κ. Ρηγάτος είναι η προσπάθεια να εξετάσουμε τη λαογραφική ύλη στον δικό της ιστορικό χρόνο, όχι στον δικό μας. Καθώς βυθιζόμαστε στον χρόνο, χρειαζόμαστε, όχι τα μάτια τού 21ου αιώνα, αλλά φως τέτοιο που να μας βοηθεί να γνωρίσουμε τα στοιχεία τού λαϊκού πολιτισμού, το πιστοποιητικό γεννήσεώς τους και το βιογραφικό τους σημείωμα.

Το 2005 ο κ. Ρηγάτος παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό ένα έργο ξεχωριστής ποιότητας, το Λεξικό Ιατρικής Λαογραφίας, πραγματικό opus vitae στον τομέα του. Το βιβλίο, επιμελημένο έξοχα από τις εκδόσεις Βήτα, περιέχει περίπου 4.200 λήμματα και 55 εικόνες σε 400 σελίδες. Στην πραγμάτευση των λημμάτων ο συγγραφέας επιδιώκει συστηματικά να αναχθεί στον ιστορικό χρόνο των θεμάτων, εφαρμόζοντας την αρχή τής ομοχρονίας.

Επί παραδείγματι, σε πολλές λαογραφικές παραδόσεις και με διαφορετικό κάθε φορά διαλεκτικό τύπο συναντούμε μια μυστηριώδη οντότητα, που τη χρησιμοποιούσαν ως φόβητρο για τα παιδιά. Είναι η Γειλού ή το γελλουικό (στην Κάρπαθο), αλλά και ο Γελλοφάς ή Γιαλλουάς (που συνδέεται με τις προλήψεις για τη γλωσσοφαγιά). Ίσως έχετε ακούσει τη Γιαλλού στην Αμοργό (που είχε κακό μάτι) ή (αν είστε από τη Μυτιλήνη, την Κρήτη, την Κύπρο) εκείνη που ευθύνεται για τον αιφνίδιο βρεφικό θάνατο ή τη μεσογειακή αναιμία. Φυσικά πρόκειται για πρόληψη. Αν όμως δεν την τοποθετήσουμε στον ιστορικό χρόνο, θα χάσουμε κάθε δυνατότητα εποπτείας της.

Ο κ. Ρηγάτος ερευνά τις πηγές. Βρίσκει τις μεσαιωνικές μαρτυρίες, ότι πρόκειται για μυστηριώδη θεότητα που πίστευαν ότι έβλαπτε τα παιδιά. Ο Μιχαήλ Ψελλός την ονομάζει Γιλλώ και την αποκαλεί θεοστυγὲς μίασμα, παμμιγὲς τέρας, λέγοντας μάλιστα ότι πρόκειται για αρχαίο και πολυθρύλητο όνομα. Τώρα έχουμε την πληροφορία που χρειαζόμαστε. Από ανάμνηση αυτής της μυθικής οντότητας προέκυψαν τα φόβητρα και κατόπιν οι επωδές και τα ξόρκια για την αποτροπή τού κακού.

Όμως ο τομέας στον οποίο η επιθυμία για αποτροπή τού κακού εκδηλώνεται ξεκάθαρα είναι η ονοματοθεσία. Αν υπάρχουν μυστηριώδεις δυνάμεις που απειλούν το νεογέννητο, που μπορεί να σταθούν κακός οιωνός για την υγεία και τη ζωή του, ίσως το όνομά του να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να αποδιώξει το κακό. Ο κ. Ρηγάτος δεν αμελεί αυτή την πλευρά τής λαογραφικής ύλης στο βιβλίο του Νεοελληνικά Επώνυμα με Ιατρική Προέλευση. Τέτοια ονόματα και επώνυμα θεωρούνταν φυλαχτά: Ζώης (να ζήσει το παιδί, ειδικά αν προηγήθηκαν θάνατοι), Σιδέρης (να είναι γερό σαν σίδερο), Χρόνης (να μακροημερεύσει), Στέριος (να στεριώσει) και Ρίζος (να ριζώσει). Δεν συμφωνείτε ότι αυτά τα ονόματα αποκτούν τώρα ενώπιόν μας άλλο νόημα, επειδή προσπαθήσαμε να τα αντικρίσουμε στον δικό τους ιστορικό χρόνο, επειδή ακολουθήσαμε την αρχή τής ομοχρονίας;


Τελευταίο άφησα το ερώτημα της ωφέλειας. Μας ευεργετεί άραγε τώρα η μελέτη τής λαογραφικής ύλης; Υπάρχει ίσως κάτι που διδασκόμαστε, κάτι να ωφεληθούμε;

Στο βιβλίο του Γυάλινος Πύργος, Τρίχινος Φράχτης, που εκδόθηκε το 2003, ο κ. Ρηγάτος σχολιάζει σειρά αινιγμάτων για το ανθρώπινο σώμα και τις λειτουργίες του. Εξετάζει την ιστορία των αλληγορικών αφηγήσεων και τη θέση που είχαν στην αρχαιότητα τα μαντεύματα ως πνευματικό άθλημα και ως μέσο αποταμιεύσεως και δοκιμής τής γνώσης. Τα αινίγματα αποτελούσαν εγκλωβισμένα μυστικά και η δυνατότητα κάποιου να τα εξηγήσει ήταν δείκτης τής σοφίας του ή της ικανότητάς του να φυλάξει την εμπιστευμένη σε αυτόν γνώση. Στους κατοπινούς καιρούς όποιος ήξερε πολλά αινίγματα μπορούσε επίσης να ψυχαγωγήσει τους άλλους και να γίνει αφορμή ενός παιδαγωγικού παιχνιδιού.

Ερώτηση προς αυτοεξέταση: Πόσα παιδαγωγικά παιχνίδια έχουν θέση στις δικές μας συντροφιές;

Τέτοιες αλληγορικές περιγραφές συχνά φέρνουν μαζί τους τον απόηχο νοημάτων με ειδικό βάρος. Είναι μια φωνή από το παρελθόν. Φυσικά, οι αντιλήψεις και τα ήθη τής εποχής δεν ήταν ιδανικά. Ωστόσο, εκείνοι που έφεραν αυτές τις αντιλήψεις δεν είχαν ίσως διαβάσει ποίηση, αλλά μπορούσαν να μιλήσουν τόσο ποιητικά, ώστε να παρομοιάσουν τη γλώσσα με φιλντισένιο περιβόλι, κελαδεί γλυκό αηδόνι. Δεν ήξεραν αν το φως είναι ύλη ή κύμα ή και τα δύο, αλλά ήξεραν για τη σκιά αυτό που λέει ένα κυπριακό αίνιγμα: έšει έναν πράμαν πραματίν, που όπου πάω κλουφά μου («είναι ένα πράγμα τόσο δα, που όπου πάω με ακολουθεί»).

Δεν αληθεύει ότι από την καλαισθησία και την οξυδέρκεια αυτών των αλληγοριών μπορούμε κάτι να διδαχτούμε, να ωφεληθούμε;

Διάβασα πρόσφατα το εξής: Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το ανθρώπινο μάτι μπορεί να διακρίνει περίπου 10.000.000 αποχρώσεις ή χρώματα. Από αυτά μπορούμε να κατονομάσουμε ίσως μόνο είκοσι ή λίγο περισσότερα.

Ο κ. Ρηγάτος με το πλούσιο συγγραφικό έργο του μας βοηθεί να γνωρίσουμε και ό,τι μέχρι τώρα δεν μπορούσαμε να κατονομάσουμε, μας εξοικειώνει με στοιχεία τής κληρονομιάς μας, που δεν είχαμε φροντίσει να αποδεχτούμε και να αποκτήσουμε. Το πολύτιμο αυτό καταπίστευμα δεν είναι ζήτημα ιατρικής λαογραφίας. Είναι προϊόν τού τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντικρίζει τον εαυτό του. Σε αυτό ο κ. Ρηγάτος έκανε το μέρος του. Και μπορούμε, γι' αυτό, όπως οι Ρωμαίοι, να πούμε: cujus pars magna fuit…


(Η ομιλία μου δημοσιεύτηκε, μαζί με τις υπόλοιπες ομιλίες τής εκδήλωσης, στο περιοδικό Πνευματική Κύπρος, τεύχος 423, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2009, σ. 183-6).