18/12/06

Η δεοντολογία στην επιστήμη

Die Wissenschaft kennt nur ein Gebot: den wissenschaftlichen Beitrag.
Bertolt Brecht, 1938

Η εικόνα τής εκπαίδευσης του νεαρού πλουσιόπαιδου μας δίνεται από μερικά αποσπάσματα ελληνιστικών παπύρων και επιστολών. Η διδασκαλία τής γραφής ακολουθούσε την εξής απλή τακτική: Πάνω σε πλάκα αλειμμένη με κερί ο δάσκαλος χάρασσε τον τύπον, που συνήθως ήταν μεμονωμένες λέξεις ή κάποιο γύμνασμα, και κατόπιν ο μαθητής έπρεπε να αντιγράψει από κάτω το κάθε τι όσο το δυνατόν πιστότερα. Το προϊόν τής εργασίας του ονομαζόταν υπογραμμός.

Επί αιώνες ο τύπος και ο υπογραμμός αντιπροσωπεύουν τη μάθηση μέσω προτύπων ή υποδειγμάτων. Θα ανέμενε κανείς ότι η βελτίωση του τύπου οδηγεί σε καλύτερα προϊόντα. Ότι αν κάποιος προχωρεί ή εμβαθύνει σε γνώση, αυτό αποτυπώνεται στον χαρακτήρα και στην προσωπικότητά του. Ότι αν είναι εξευγενισμένη η εκπαίδευσή του, θα τείνει να φέρνει στην επιφάνεια τις καλύτερες πλευρές του. Ότι η επιστημονική έρευνα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα της αρετής.

Το σύνολο των ηθικών αρχών που πρέπει να διέπουν την επιστημονική έρευνα είναι συνήθως γνωστό με τον ελληνογενή όρο ethics. Κατά κανόνα αποδίδουμε τον αγγλικό όρο με τη λέξη δεοντολογία, φυλάσσοντας τη λέξη ηθική (που έχει εκ φύσεως μεγαλύτερη βαρύτητα) ως αντίστοιχη του λατινογενούς morality (Moralität, moralité). Στο σημείωμα αυτό επιθυμώ να φέρω στην επιφάνεια πλευρές τής επιστημονικής έρευνας, στις οποίες η αρετή κινδυνεύει να απομείνει desideratum deperditum, o δε λόγος περί αυτής παρωχημένος ή και ύποπτος, υποκριτικός. Θέλω επίσης (ας μου επιτραπεί η επιθυμία) να επαναφέρω τη λέξη αρετή στην τρέχουσα επιστημονική ομιλία, από την οποία έχει λείψει πια τόσο εμφανώς όσο και η ιδιότητα την οποία δηλώνει. Ο λόγος είναι ότι όλο και περισσότερο παρατηρεί κανείς να ξεθωριάζει ο τύπος τής αρετής και, ως εκ τούτου, οι σπουδαστές αρκούνται ή αγωνίζονται συνεχώς να αναπαράγουν τον ελαττωματικό της υπογραμμό.

Ο αναγνώστης ίσως διερωτηθεί: Γιατί πρέπει να νοιαζόμαστε για την αρετή και τη δεοντολογία, όταν ασχολούμαστε με την επιστήμη; Το ερώτημα δεν είναι άκαιρο. Ο όρος δεοντολογία μοιάζει νομικίστικος και, επομένως, απωθητικός. Επιπλέον, πολλοί ίσως έχουν την πεποίθηση ότι η φράση τού Πασκάλ, la vraie morale se moque de la morale «η αληθινή ηθική αδιαφορεί για την ηθική», είναι πιο εξυπηρετική από την ατέρμονα σκιαμαχία για τον ορισμό της. Μήπως τελικά έχει δίκιο το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (και προφανώς άλλα σπουδαία ιδρύματα) που στρύμωχνε τις αρχές δεοντολογίας στις τελευταίες σελίδες τού μεταπτυχιακού οδηγού και με στοιχεία των 8;

Θα ήθελα να θέσω ως αξιώματα δύο βασικές σκέψεις. Κατόπιν θα επιχειρήσω να τις εξηγήσω μέσω ορισμένων παραδειγμάτων.
Πρώτον, η αρετή συνδέεται με την ηθική υπεροχή. Η εν λόγω υπεροχή δεν είναι η ικανότητα κάποιου να ξεπερνά τους άλλους, αλλά να παραμερίζει με σκληρό αγώνα την ιδιοτέλεια, την ανεντιμότητα, τον καιροσκοπισμό και τη φαυλότητα που τόσο αβίαστα σπεύδουν να εκδηλωθούν. Ηθική υπεροχή στην επιστήμη σημαίνει ηθική αρτιότητα.
Δεύτερον, η επιστημονική έρευνα επηρεάζει ζωές. Παρέχει τροφή τού πνεύματος, η οποία διαπλάθει ανθρώπους, διδάσκει και μεταδίδει ιδέες, παραδίδει πρότυπα και θέτει στόχους. Δεν είναι άτοπο, πιστεύω, να ζητούμε από αυτήν ακριβώς την έρευνα ηθικό έρεισμα.

Αυτός καθ' αυτόν ο τρόπος με τον οποίο εργαστήκαμε μπορεί να δείξει αν η δεοντολογία ήταν μέλημά μας ή την αγνοήσαμε.


Αναλογιστείτε ένα ζήτημα που κάποιος ίσως θεωρήσει έλασσον. Υποθέστε ότι ολοκληρώσαμε την εργασία μας. Ας αναρωτηθούμε: Έχω προσωπικά επαληθεύσει τις πηγές; Μερικά βιβλία που αναφέρω ίσως είναι του 19ου αιώνα ή παλαιότερα, πιθανώς μεσαιωνικά. Τα έχω εξετάσει από πρώτο χέρι ή απλώς αντέγραψα την παραπομπή από άλλον μελετητή; Αν και προφανώς είναι δύσκολο να έχει κανείς πρόσβαση στο κάθε τι, η παράλειψη αυτού του βήματος με φέρνει προ του κινδύνου να επαναλάβω το ενδεχόμενο σφάλμα κάποιου άλλου. Επιπλέον, όταν το λάθος ανακαλυφθεί, θα φανέρωνε ότι δεν μεταχειρίζομαι σωστά τις πηγές, ότι ίσως δεν είμαι εν γένει αξιόπιστος σε όλη την εργασία μου. Θέλω να δημιουργήσω τέτοιο όνομα;

Μεγάλο μέρος τής επιστημονικής έρευνας στηρίζεται σε ήδη κεκτημένη γνώση. Η απόκτησή της οφείλεται σε άλλους που εργάστηκαν σκληρά. Αναγνωρίζουμε με ευγνωμοσύνη τη συνεισφορά τους; Ορισμένοι έφθασαν στο σημείο, όχι απλώς να παρασιωπήσουν τη συμβολή κάποιου ή να καρπωθούν τον κόπο του, αλλά και να μεταγράψουν στη δική τους γλώσσα ξένο εγχειρίδιο, υποθέτοντας ότι οι ελαφρές τροποποιήσεις καθιστούσαν «δικό τους» το έργο. Επί παραδείγματι, το 1988 ο Charles Brucker έγραψε για τη γαλλική σειρά Qué sais-je? το βιβλίο L’étymologie, στο οποίο φιλοδοξούσε να παρουσιάσει ιστορική επισκόπηση της επιστημονικής ετυμολογίας. Πόσο απογοητευτικό ήταν, όμως, όταν η επιστημονική κοινότητα ανακάλυψε ότι μεγάλο μέρος τού κειμένου ήταν στην πραγματικότητα παράφραση του ιταλικού βιβλίου L'etimologia, που είχε γράψει το 1976 ο Alberto Zamboni... H αποσιώπηση των πηγών, ακόμη και σε περιπτώσεις λιγότερο ακραίες από τη λογοκλοπή (plagiarism), είναι σήμερα ακόμη ευκολότερη λόγω της διαδικτυακής πρόσβασης σε κείμενα που δεν τυπώθηκαν και των οποίων η κυριότητα σπανίως αποδίδεται στον δημιουργό. Επιπλέον, είμαστε χρεώστες όχι μόνο στους συγγραφείς, αλλά και σε συναδέλφους με τους οποίους συζητήσαμε θέματα της εργασίας μας ή μοιραστήκαμε κάποιο πρόβλημα, καθώς και προς εκείνους που μας υπέδειξαν το βιβλίο ή την ιδέα εκείνη που ξεκλείδωσε το συρτάρι όπου είχαμε καταχωνιάσει τη μελέτη μας, επειδή φθάσαμε σε αδιέξοδο. Η αναγνώρισή τους είναι στοιχείο τής δεοντολογίας και ένδειξη ηθικού ερείσματος.

Η εξής ερώτηση έχει επίσης βαρύτητα: Υποστηρίζουν πράγματι τα στοιχεία και τα δεδομένα την εκδοχή που έχω υιοθετήσει; Αρκετά ζητήματα στις θεωρητικές επιστήμες χρωματίζονται από το ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Ασφαλώς δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένουμε ότι ο γλωσσολόγος, επί παραδείγματι, σκέφτεται ή λειτουργεί in vacuo, σαν να μην τον έχουν καταφθάσει οι απόψεις των προγενεστέρων ή σαν να τον προσπέρασαν χωρίς να τον αγγίξουν. Εντούτοις: Αν τα στοιχεία που βρίσκω φαίνεται να ανατρέπουν την εκδοχή που σκοπεύω να υποστηρίξω, θα έχω την εντιμότητα και την ταπεινότητα να αλλάξω γνώμη; Περαιτέρω, θα με υποκινήσει η ηθική μου συγκρότηση να το παραδεχτώ δημόσια, αν κάποιος άλλος μού το υποδείξει; Και θα με παρακινήσει η ακεραιότητα και η ευθύτητα να μην αποσιωπήσω όσες επιστημονικές πηγές αμφισβητούν το συμπέρασμά μου, έστω και αν αυτό συνεπάγεται περισσότερη εργασία εκ μέρους μου;

Οι επιπτώσεις τού έργου μας σε άλλους δεν περιορίζονται στην ιδεολογία. Τι είδους απόηχο προσδοκώ από την εργασία μου; Ελάχιστοι επιστήμονες μπορούν να καυχηθούν ότι η δική τους συμβολή κλείνει οριστικά το θέμα που πραγματεύονται. Αν προσδοκούμε ότι το βιβλίο, το άρθρο ή το κείμενό μας θα ενταφιάσει όλη την προγενέστερη έρευνα, χαράσσοντας πάνω από την ταφόπλακα το όνομά μας, ίσως πρέπει να το ξανασκεφτούμε. Η επιθυμία κάποιου να έχει την τελευταία λέξη σε ό,τι συζητείται δεν είναι ένδειξη σωφροσύνης, μπορεί δε να αποθαρρύνει μελλοντικούς ερευνητές από τη δική τους συνεισφορά, από τη δική τους οπτική γωνία. Αν γράφουμε ή διδάσκουμε, πρέπει μάλλον να πασχίζουμε να μεταφέρουμε στους άλλους ερεθίσματα για περαιτέρω έρευνα, να εγείρουμε το ενδιαφέρον τους, να δείξουμε τι μας συνήρπασε στον συγκεκριμένο τομέα και γιατί είναι επωφελές και γόνιμο να ενασχοληθεί κανείς σε αυτόν. Η αρετή θα μας υποκινήσει να μην παραλείψουμε αυτή τη σπουδαία πτυχή τής διδασκαλίας.

Μερικά ακόμη ερωτήματα: Μήπως η προσέγγιση που υιοθέτησα ή η γλώσσα που χρησιμοποιώ είναι μεροληπτική; Υπάρχει πιθανότητα (ή κίνδυνος) να αγνόησα σχολές σκέψεως που απείχαν από το πρότυπό μου και δεν προσπάθησα να τις καταλάβω; Μήπως η ταύτισή μου με ορισμένη νοοτροπία ή ιδεολογία συσκοτίζει την κρίση μου και με ωθεί να αντιμετωπίζω με καχυποψία την αντιγνωμία; Έχω τις γνώσεις, τις πηγές και τις απαιτούμενες ικανότητες να εξετάσω επαρκώς το συγκεκριμένο θέμα ή ασχολούμαι με αυτό απλώς επειδή είναι διαθέσιμο ή απουσιάζει από τη βιβλιογραφία; Είμαι ειλικρινής όταν ισχυρίζομαι ότι εισφέρω κάτι καινούργιο;

Σε αυτό το σημείωμα δεν ασχολήθηκα καθόλου με τις περαιτέρω επιπτώσεις τής γλωσσολογικής εργασίας, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν ακόμη και τη γλωσσική πολιτική. Η ιστορία ή η γλώσσα, ακόμη και η ορθογραφία, σχετίζονται συχνά με την ίδια την ταυτότητα κάποιου και, επομένως, η γνώμη μας ως «ειδικών» θα μπορούσε να επιδράσει στον τρόπο αντιλήψεως αυτής της ταυτότητας. Οι παρενέργειες της φαύλης συμπεριφοράς σε αυτόν τον τομέα ίσως αποδειχθούν άκρως επιζήμιες―με τρόμαξαν και προτίμησα να τις παραλείψω.

Αυτό καθιστά περισσότερο αναγκαία την ηθική αρτιότητα και τη δεοντολογία στην επιστημονική έρευνα. Η πραγματική επιστημονική συνεισφορά δεν παράγει απλώς μια φουσκωμένη από γνώσεις διάνοια, αλλά αναπαράγει την αρετή. Ειδάλλως, όπως είχαν ήδη διαπιστώσει οι αρχαίοι, ίσως αποτελεί πανουργία και όχι σοφία.