10/10/11

Η ορθογραφία τού αντιδανείου

How long a time lies in one little word
Shakespeare

Η Αγγλίδα κοινωνιογλωσσολόγος Lesley Milroy διηγείτο κάποτε πόσο δύσκολο ήταν να εισχωρήσει σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης στο Μπέλφαστ, με σκοπό να παρατηρήσει κατόπιν τον τρόπο ομιλίας των μελών της. Ήταν συνηθισμένη τακτική να μένει ο επισκέπτης εντελώς σιωπηλός αρκετή ώρα, χωρίς να του απευθύνεται ο λόγος και χωρίς ο ίδιος να νιώθει υποχρεωμένος να εξηγήσει τον λόγο τής επίσκεψής του. Στη συγκεκριμένη κοινότητα ο επισκέπτης ή και ο γνωστός έπρεπε πρώτα να αναγνωριστούν, τρόπον τινά, προτού τους αποδοθεί ρόλος τέτοιος που να καθορίζει το είδος τής περαιτέρω επικοινωνίας.

Τα λεξικά δάνεια που έχουν διαγλωσσική πορεία δεν μπορούν επίσης να παρακάμψουν αυτά τα αρχικά στάδια της αναγνώρισης, έστω και αν δεν ακολουθήσουν όλα τον ίδιο δρόμο και δεν οδηγηθούν στην ίδια κατάληξη, που συχνά είναι η ενσωμάτωση της λέξης και η κωδικοποίησή της στην αποδέκτρια γλώσσα. Στο προηγούμενο άρθρο μου εξήγησα, όσο σαφέστερα μπορούσα, ότι το αντιδάνειο, όποια και αν είναι η αρχή και διαδρομή του, είναι λεξικό δάνειο διαμορφωμένο από προσχώσεις γενεών και γλωσσών που του άφησαν το αποτύπωμά τους.

Αυτή η ειδική κατηγορία δανείων περιέχει λέξεις οι οποίες, παρά την απώτερη προέλευσή τους, διαμορφώθηκαν βαθμηδόν σύμφωνα με τη φωνητική των ενδιαμέσων σταδίων τους και όχι με βάση την ετυμολογική τους αφετηρία. Το αντιδάνειο επιστρέφει συχνά τόσο αλλοιωμένο, ώστε συνήθως απαιτούνται γνώσεις που μόνο ο ιστορικός γλωσσολόγος διαθέτει, προκειμένου να ανιχνευτεί η αφετηρία, οι δε φυσικοί ομιλητές κατά κανόνα αδυνατούν να το συσχετίσουν με τα στοιχεία τού λεξιλογίου που οι ίδιοι αναγνωρίζουν ως γηγενή.

Θεωρητικές αρχές και προϋποθέσεις

Στο σημείο αυτό δεν περιττεύει, νομίζω, μια θεωρητική παρατήρηση. Τα στοιχεία τού λεξιλογίου είναι οργανωμένα σε λεξικά πεδία, στα οποία η πρόσβαση είναι τόσο φωνητική όσο και σημασιολογική. Επιπρόσθετα, όπως έχει δείξει η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, η αναγνώριση της έντυπης λέξης επιτυγχάνεται με συνδυασμό πληροφοριών αντλημένων τόσο από το φωνολογικό όσο και από το ορθογραφικό (νοητικό) λεξικό. (Τις συνέπειες αυτού του γεγονότος στην ορθογραφία εξετάσαμε με τη συνάδελφο Γ. Κατσούδα στο πρόσφατο άρθρο μας «Ο ρόλος τής λαϊκής ετυμολογίας στη διδασκαλία τής ορθογραφίας», Θεσσαλονίκη 2011, ΜΕΓ 31, 351-6). Η ιστορική φύση τής νεοελληνικής ορθογραφίας επιτρέπει τη συσχέτιση ετυμολογικά συγγενών λέξεων και αποτελεί, όπως έχω ξαναγράψει, τον άξονα στον οποίο μπορεί να στηριχτεί οποιαδήποτε αξίωση συνέπειας και προγραμματικής επάρκειας.

Αν όμως, όπως καταδείχθηκε παραπάνω, τα αντιδάνεια συνιστούν μια ειδική κατηγορία δανείων, των οποίων η αφετηρία ή κάποιο ενδιάμεσο στάδιο ήταν (εν προκειμένω) η Ελληνική, τότε η ορθογραφία τους δεν μπορεί να παραβλέψει το κριτήριο της συσχέτισής τους με στοιχεία τού λεξιλογίου που οι ομιλητές θεωρούν ήδη γνωστά (Παπαναστασίου 2008: 206). Όταν ένα αντιδάνειο δεν αναγνωρίζεται ως γηγενές στοιχείο, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τα περισσότερα μη προσαρμοσμένα δάνεια, και δεν λειτούργησαν σε αυτό οι αρχές τής εικονικότητας [iconicity] και της διαφάνειας [transparency] που θα επέτρεπαν την επανερμηνεία του, η λογική κατεύθυνση που καθορίζει την ορθογραφία του δεν είναι άλλη από την απλογράφηση, όπως ισχύει για όλα τα δάνεια.

Τόσο η ομοιομορφία όσο και η διαφάνεια αποτελούν πλευρές τής φυσικότητας και επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο οι φυσικοί ομιλητές επιλέγουν να ταξινομήσουν ή να αναγνωρίσουν τα στοιχεία τού λεξιλογίου. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος να ελέγξουμε την εφαρμογή των παραπάνω θεωρητικών αρχών είναι να εξετάσουμε τη λειτουργία τής συσχέτισης των αντιδανείων με τις λέξεις τής Ελληνικής που βρίσκονται στην ετυμολογική τους αλυσίδα.

Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να διατυπώσω μερικές εισηγητικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με κάποια συνέπεια τα γλωσσολογικά πορίσματα που προαναφέρθηκαν. Ο κατατοπισμένος αναγνώστης και ο ειδικός επιστήμονας θα σκεφτούν πιθανώς παραδείγματα δύσκολα στην ταξινόμηση, τα οποία φαίνεται να αντιστέκονται στην κατηγοριοποίηση. Έχω, ωστόσο, την πεποίθηση ότι οποιαδήποτε συστηματική μελέτη τού ζητήματος οφείλει να εξισορροπήσει συνεκτικά τον βαθύ ιστορικό χαρακτήρα τής νεοελληνικής ορθογραφίας με τις αρχές τής αναγνώρισης, της ομοιομορφίας και της απλογράφησης.

Ταξινόμηση και κριτήρια

Τα περισσότερα αντιδάνεια δεν παρουσιάζουν προβλήματα ορθογραφίας, καθώς η απόδοσή τους είναι ως επί το πλείστον φωνημική (π.χ. βάρκα, γουλί, ετόλ, ζαμπόν, καρέκλα, λάμπα, μαντολίνο, μπάνιο, πιάτσα, ταλέντο κτλ.). Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις στις οποίες η γραφή δεν είναι τόσο αυτονόητη. Με βάση τις θεωρητικές προϋποθέσεις τής προηγούμενης ενότητας, η ορθογραφική απόδοση των αντιδανείων θα μπορούσε να ενταχθεί στις εξής κατηγορίες:

[Το σύμβολο << δηλώνει ότι παραλείπονται ενδιάμεσα στάδια στην ετυμολογική αλυσίδα. Επίσης δεν σημειώνονται οι σημασιολογικές αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει].

1.         Τα απροσάρμοστα αντιδάνεια απλογραφούνται.

Η ακλισία, που υποδηλώνει μη συμμόρφωση προς το μορφολογικό σύστημα της Ελληνικής, σημαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων ότι η λέξη δεν αναγνωρίστηκε ως ελληνικής αρχής. Οι λέξεις αυτές μπορούν να γραφτούν με τον απλούστερο τρόπο, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα δάνεια.

            Παραδείγματα:
βίρα < βενετ. vira << αρχ. γῦρος
γκριφόν < γαλλ. griffon << αρχ. γρύψ, -πός
εστέτ < γαλλ. esthète << αρχ. αἰσθητικός
κολάζ < γαλλ. collage << αρχ. κόλλα
κολάν < γαλλ. collant << αρχ. κόλλα
κομεντί < γαλλ. comédie << αρχ. κωμῳδία
μπαλαντέρ < γαλλ. baladeur << αρχ. βαλλίζω
μπουτίκ < γαλλ. boutique << αρχ. ἀποθήκη
μπριγιάν < γαλλ. brillant << ελνστ. βήρυλλος
σπιράλ < γαλλ. spiral << αρχ. σπεῖρα
φαντεζί < γαλλ. fantaisie << αρχ. φαντασία

Εξαιρέσεις: π.χ. οξυζενέ (μεταφορά ελληνογενούς νεολογισμού), συνθεσάιζερ (βλ. κριτήριο 3β).

2.         Τα προσαρμοσμένα αντιδάνεια απλογραφούνται, όταν η συσχέτισή τους με την απώτερη ελληνική αρχή δεν είναι αισθητή στους ομιλητές. Πρόκειται για την πολυπληθέστερη ομάδα λέξεων.

Εφόσον οι συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκε το αντιδάνειο αντανακλούν κατά το πλείστον τη φωνητική ιστορία των ενδιαμέσων σταδίων και κατ’ εξοχήν της γλώσσας εισόδου, σπανίως οι ομιλητές είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τον επισκέπτη, δηλ. να προσδιορίσουν την ελληνική προέλευση και να συσχετίσουν τη λέξη με συγγενείς όρους. Τα εν λόγω αντιδάνεια μοιάζουν απομονωμένα στη συνείδηση των ομιλητών, διότι δεν εντάσσονται στα λεξικά πεδία των ομορρίζων τους. Συχνά το μόνο που μοιράζονται με την ελληνική λέξη από την οποία προέρχονται είναι ορισμένα φωνήματα που συνέβη να μην επηρεαστούν από την πολυδαίδαλη γλωσσική διαδρομή ή που φαίνονται παρόμοια, ενώ στην πραγματικότητα απηχούν την ιστορική φωνολογία των ενδιάμεσων γλωσσών. Οι λέξεις αυτές μπορούν να γραφτούν με τον απλούστερο τρόπο, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα δάνεια.

Παραδείγματα:
γκάμα < ιταλ. gamma < αρχ. γάμμα
γόμα < ιταλ. gomma << αρχ. κόμμι
γρέγος < βενετ. grego << αρχ. Γραικός
κανάτα (μεσν.) < μεσν. λατ. cannata << αρχ. κάννη (ομοίως όσα τελικώς ανάγονται στην ίδια αρχ. λέξη: κανέλα, κανελόνι, κανόνι, κάνουλα)
καρότο < ιταλ. carota << ελνστ. καρωτόν
μελόντικα < ιταλ. melodica << ελνστ. μελῳδικός
μπαλάντα < προβηγκ. balada << αρχ. βαλλίζω (ομοίως όσα τελικώς ανάγονται στην ίδια αρχ. λέξη: μπαλαρίνα, μπαλέτο, μπάλος)
μπριλάντι < ιταλ. brillante << ελνστ. βήρυλλος
παλάγκο < ιταλ. palanco << αρχ. φάλαγξ, -γγος
πιλότος < βενετ. piloto < μεσν. *πηδώτης
στιφάδο < βενετ. stufado << αρχ. τῦφος
τζίρος < ιταλ. giro << ελνστ. γῦρος
τσιρότο < ιταλ. cerotto << ελνστ. κηρωτόν
-έσα (μεσν. παραγωγικό τέρμα) < ιταλ. -essa << αρχ. -ισσα

3.         Η ετυμολογική γραφή μπορεί να προτιμηθεί, όταν υπάρχει ευδιάκριτη συσχέτιση του αντιδανείου με την ελληνική λέξη στην οποία ανάγεται ή με όρους τής ετυμολογικής της οικογένειας, καθώς και όταν ο σχηματισμός και η ιστορία τού αντιδανείου μετά την εκ νέου είσοδο στην Ελληνική καθιστούν την αναγνώριση προφανή. Στη μικρότερη αυτή ομάδα μπορούν να συγκαταλεχθούν ορισμένα αντιδάνεια υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α)        Η ιστορική γραφή υπάρχει ήδη στην ετυμολογική αλυσίδα, έχοντας έτσι μακρά ιστορία, που αποδεικνύει πρώιμη συνταύτιση με το υπόλοιπο λεξιλόγιο.

            Παραδείγματα:
κορώνα (μεσν.) < ιταλ. corona << αρχ. κορώνη
σκευρώνω (μεσν.) < σκευρίον < μεσν. λατ. sceurum << αρχ. σκεῦος
στρίγγλα (μεσν.) < υστερολατ. *strigula << αιτ. στρίγγα του ελνστ. *στρίγξ, -γγός

β)         Η συσχέτιση με ελληνικά ομόρριζα είναι ισχυρή είτε στο φωνητικό είτε στο σημασιολογικό γλωσσικό επίπεδο.

            Παραδείγματα:
γρύλος «τριζόνι» < ιταλ. grillo << αρχ. γρῦλος / γρύλλος
ρυζότο < ιταλ. risotto << ελνστ. ὄρυζα
σμυρίγλι < ιταλ. smeriglio << ελνστ. σμυρίς, -ίδος
συνθεσάιζερ < αγγλ. synthesiser << αρχ. σύνθεσις
φυντάνι < τουρκ. fıdan << μεσν. φυτόν

γ)         Το αντιδάνειο είναι λόγιος όρος ή σχηματίστηκε με λόγιο πρότυπο.

            Παραδείγματα:
γραικύλος < λατ. graeculus << αρχ. Γραικός
ελιξήριο < γαλλ. élixir << ελνστ. ξηρίον
εξωτικός < λατ. exoticus << ελνστ. ἐξωτικός
μωσαϊκό < ιταλ. mosaico << αρχ. Μοῦσα / Μῶσα (δωρ., πβ. μεσν. μωσαΐζω «κοσμώ με μωσαϊκό»)

δ)         Σε λίγες περιπτώσεις διττογραφιών η ετυμολογική γραφή θα μπορούσε να διατηρηθεί ή να ενισχυθεί, προκειμένου να εφαρμοστεί η αρχή τής ομοιομορφίας ή να μην επιβαρυνθεί τυχόν ομογραφία.

            Παραδείγματα:
γαρύφαλλο < μεσν. γαρόφαλ(λ)ον / γαρούφαλ(λ)ο / γαρυόφαλ(λ)ο < παλ. ιταλ. και γαλλ. τύποι (π.χ. garofalo) << ελνστ. καρυόφυλλον
τόννος «είδος ψαριού» < υστερολατ. tunnu(m) << αρχ. θύννος (προκειμένου να μη συγχέεται με τα ομώνυμα τόνος «τονικό σημείο» και τόνος «μονάδα βάρους»)
τσιγγούνης < τουρκ. çingene < μεσν. Τσιγγάνος


Με αυτές τις λίγες κατευθυντήριες γραμμές καταβλήθηκε προσπάθεια να εξεταστεί το ζήτημα της ορθογραφίας των αντιδανείων συνολικά και όσο το δυνατόν συστηματικότερα. Αν και πιθανώς μερικές περιπτώσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά, έχω τη γνώμη ότι η ταξινόμηση των κατηγοριών παρουσιάζει τις γλωσσολογικές αρχές με τρόπο λογικά εφαρμόσιμο. Στην πραγματικότητα, η ποικίλη σύσταση του νεοελληνικού λεξιλογίου και αυτή καθ’ αυτήν η ανόμοια διαδρομή των αντιδανείων φέρνουν στον νου χαλκογραφία εποχής που τείνει να αντιστέκεται σε κάθε εισήγηση, βρίσκοντας σε αυτήν ισχυρά αντίβαρα. Όπως σοφά λέει μια παλιά ασκεναζίτικη παροιμία, oyf itlekhn terets ken men gefinen a naye kashye, δηλ. θα υπάρχει πάντα μια καινούργια ερώτηση για κάθε απάντηση.


Βιβλιογραφικές αναφορές
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Α., 1985: «Πώς ορίζεται το αντιδάνειο;». ΜΕΓ 6, Θεσσαλονίκη, σ. 261-8
Βασμανόλη Ε., 2001: Οι αντιδάνειες λέξεις στη Νέα Ελληνική. Αθήνα (αδημοσίευτη διδ. διατριβή)
Dieterich K., 1901: «Zu den romanischen Lehnwörter im Neugriechischen». Byzantinische Zeitschrift 10, σ. 587-96
Ιορδανίδου Α., 2009: Το ταξίδι των λέξεων. Αθήνα: Άσπρη Λέξη
Maidhof A., 1931: Neugriechische Rückwanderer aus den romanischen Sprachen. Athen
Παπαναστασίου Γ., 2008: Νεοελληνική ορθογραφία. Θεσσαλονίκη. ΙΝΣ
Ράλλη Α., 2005: Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης