30/11/06

Γλώσσα και αγωγή

Μερικές ερωτήσεις μοιάζουν με παγόβουνα: Η ουσία τους βρίσκεται ως επί το πλείστον κάτω από την επιφάνεια, πίσω από αυτά που πραγματικά δηλώνουν.
Πάρτε ως παράδειγμα την ερώτηση: Φθείρεται η γλώσσα;

Η ερώτηση αυτή ανασύρει στην επιφάνεια μια έννοια γλωσσολογικώς απαράδεκτη: τη φθορά. Η επιστημονική άποψη, ότι η γλώσσα μεταβάλλεται ή αλλάζει και δεν «φθείρεται», έχει πολλαπλώς καταδειχθεί και δεν χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση. Ούτε χρειάζεται να καταπιαστεί κανείς με τους παράγοντες που συνήθως ωθούν κάποιον να μιλήσει για φθορά: μακρά ιστορική παράδοση, ανάδειξη των λόγιων στοιχείων σε κανόνα ορθοέπειας, αποδοκιμασία των δανείων, μορφολογικές αποκλίσεις που τείνουν να διαδοθούν. Ούτε χρειάζεται να αναφερθεί κανείς στο ζήτημα της εξιδανίκευσης της ετυμολογικής ορθογραφίας (παρ’ ότι πιστεύω ότι είναι η συνεπέστερη μορφή και έχω εργαστεί για τη συστηματοποίησή της στην Ελληνική).

Πίσω από την ερώτηση περί φθοράς συνήθως κρύβεται απογοήτευση. Συχνά καλοπροαίρετοι άνθρωποι με αγάπη για τη γλώσσα λυπούνται βλέποντας τάσεις για παρέκκλιση από το πρότυπο που έχουν μελετήσει, καλλιεργήσει ή φανταστεί. Συνήθως δε η αντίληψη της φθοράς συνοδεύεται από ελλιπή γλωσσολογική παιδεία, η οποία ευδοκιμεί στους ελληνοκεντρικούς χώρους. Και είναι κρίμα ότι η προώθηση των αποκαλουμένων «ιδεολογημάτων υπεροχής» (ideals of superiority), που σχετίζονται με την πατρότητα του αλφαβήτου, την ινδοευρωπαϊκή θεωρία ή την προφορά τής Αρχαίας Ελληνικής, βρίσκει γόνιμο έδαφος σε όσους αγαπούν τη γλώσσα και αναζητούν κάπου να αγκιστρωθούν, ώστε να νιώσουν ότι δεν συμβάλλουν στη φθορά της.

Η σκιαμαχία σχετικά με τις θέσεις αυτές αποτελεί πλέον κοινό τόπο σε κάθε συζήτηση περί «φθοράς» τής γλώσσας. Σε κατοπινά σημειώματα θα αναφερθώ στα καθαρώς γλωσσολογικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτή τη συζήτηση. Υπάρχει όμως περισσότερο βάθος στο αρχικό ερώτημα: Εφόσον η έννοια της φθοράς έχει αξιολογική και ηθική χροιά, υπάρχει κάποιος τρόπος να εφαρμοστεί στη γλώσσα;


Ίσως η απάντηση βρίσκεται σε μια πλευρά τού ζητήματος, η οποία δεν υπόκειται σε γλωσσολογική / επιστημονική ανάλυση. Με αυτό θα ήθελα να ασχοληθώ σε αυτό το πρώτο σημείωμα. Αναφέρομαι στη γλωσσική επικοινωνία, στην αγωγή τού λόγου. Ο όρος αυτός ίσως ανακαλεί στον νου μαθήματα καλλιέπειας, ορθής εκφώνησης και άρθρωσης ή, εν γένει, τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να βελτιωθεί ως ομιλητής ή δάσκαλος προς ακροατήριο και να πείθει τους συνομιλητές του. Τέτοιου είδους ζητήματα έχουν ασφαλώς μεγάλη σημασία και αποτελούν στην ουσία την τέχνη τής ρητορικής, την οποία μπορεί κάποιος να διδαχθεί και, εν συνεχεία, να ασκήσει, όπως συνέβαινε ήδη στην αρχαιότητα.

Η γλωσσική επικοινωνία, όμως, δεν στηρίζεται μόνο στην ικανότητα πειθούς. Διαθέτει και άλλες αρετές που συνήθως αγνοούνται.


Συγκεκριμένα: Σε πάμπολλες συζητήσεις (ακόμη και σε ανταλλαγές κειμένων) βλέπει κανείς να αρθρώνονται απλώς παράλληλοι μονόλογοι. Όταν κάποιος παρατηρεί τον συνομιλητή του ενώ συγχρόνως προετοιμάζει την απάντησή του, έχει στάση αμυντική και δεν συμβάλλει σε πραγματική επικοινωνία. Επιπρόσθετα, η πίεση για εξασφάλιση γοήτρου μεταβάλλει μια συνομιλία σε αγώνα από τον οποίο πρέπει κανείς να βγει (όσο το δυνατόν πιο) αλώβητος. Ως εκ τούτου, όλο και λιγότεροι είναι πρόθυμοι να αφιερώσουν χρόνο ακούοντας κάποιον και στη συνέχεια να δείξουν ότι έλαβαν υπ’ όψιν όσα ελέχθησαν. Όλο και σπανιότερα ακούμε ανθρώπους να υποβάλλουν ερωτήσεις όπως «Τι εννοείς;», «Ποια είναι η γνώμη σου;», «Μπορείς να μου εξηγήσεις…;» Τέτοιες ερωτήσεις παραχωρούν σε κάποιον άλλον χρόνο να παρουσιάσει τη θέση του και να κυριαρχήσει τρόπον τινά στη συζήτηση· επιπλέον αποκαλύπτουν ότι δεν γνωρίζουμε τα πάντα και μας στερούν την ευκαιρία να προβάλουμε τον εαυτό μας. Σημαίνουν ότι δεν επιδιώκουμε να είμαστε το επίκεντρο της προσοχής ή το σημείο αναφοράς σε κάθε τι που διαμείβεται.

Η αγωγή τής επικοινωνίας περιλαμβάνει την ευγένεια και τον σεβασμό. Είναι η ικανότητα ή η τέχνη να κάνουμε τον συνομιλητή ή τον ακροατή να αισθανθεί ότι ωφελήθηκε, ότι συνέβαλε, ότι βοήθησε, ότι συμμετείχε. Σημαίνει να αφιερώνουμε χρόνο στη γλώσσα, χωρίς να βιαζόμαστε όταν μιλούμε και χωρίς να σπεύδουμε να εκφράσουμε γνώμη για το κάθε τι. Σημαίνει να αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς μας και ότι άλλοι μπορεί να υπερέχουν σε γνώσεις, ιδέες ή ευφυΐα και, επομένως, να μας ωφελήσουν. Σημαίνει να διαφωνήσουμε χωρίς να προσβάλουμε ή να θίξουμε. Σημαίνει να κερδίσουμε τον συνομιλητή, όχι τη λογομαχία.

Ο Αυστριακός πιανίστας Artur Schnabel παραδέχτηκε κάποτε: «Δεν παίζω τις νότες καλύτερα από άλλους πιανίστες. Χειρίζομαι όμως καλύτερα τις παύσεις ανάμεσα στις νότες—ναι, εκεί ακριβώς έγκειται η τέχνη μου».
Η αγωγή τής επικοινωνίας περιλαμβάνει παύσεις. Όχι απλώς τις ρητορικές παύσεις για έμφαση, για εισαγωγή επιχειρήματος, για πρόκληση αποήχου κ.τ.ό., αλλά την ικανότητα να σωπαίνει κανείς για να ακούσει. Συνδέεται με την τέχνη τής ακρόασης, η οποία φθείρεται διαρκώς από την ταχύτητα της ομιλίας, από έναν ακατάπαυστο μονόλογο που εξωτερικεύεται χωρίς να έχει ωριμάσει.

Η αγωγή τής επικοινωνίας είναι κατ’ εξοχήν αναγνώριση της αξίας τού σιγάν, όχι του λαλείν. Και αυτό δεν είναι μόνο τέχνη, αλλά και αρετή.