Μερικές ερωτήσεις μοιάζουν με παγόβουνα: Η ουσία τους βρίσκεται ως επί το πλείστον κάτω από την επιφάνεια, πίσω από αυτά που πραγματικά δηλώνουν.
Πάρτε ως παράδειγμα την ερώτηση: Φθείρεται η γλώσσα;
Η ερώτηση αυτή ανασύρει στην επιφάνεια μια έννοια γλωσσολογικώς απαράδεκτη: τη φθορά. Η επιστημονική άποψη, ότι η γλώσσα μεταβάλλεται ή αλλάζει και δεν «φθείρεται», έχει πολλαπλώς καταδειχθεί και δεν χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση. Ούτε χρειάζεται να καταπιαστεί κανείς με τους παράγοντες που συνήθως ωθούν κάποιον να μιλήσει για φθορά: μακρά ιστορική παράδοση, ανάδειξη των λόγιων στοιχείων σε κανόνα ορθοέπειας, αποδοκιμασία των δανείων, μορφολογικές αποκλίσεις που τείνουν να διαδοθούν. Ούτε χρειάζεται να αναφερθεί κανείς στο ζήτημα της εξιδανίκευσης της ετυμολογικής ορθογραφίας (παρ’ ότι πιστεύω ότι είναι η συνεπέστερη μορφή και έχω εργαστεί για τη συστηματοποίησή της στην Ελληνική).
Πίσω από την ερώτηση περί φθοράς συνήθως κρύβεται απογοήτευση. Συχνά καλοπροαίρετοι άνθρωποι με αγάπη για τη γλώσσα λυπούνται βλέποντας τάσεις για παρέκκλιση από το πρότυπο που έχουν μελετήσει, καλλιεργήσει ή φανταστεί. Συνήθως δε η αντίληψη της φθοράς συνοδεύεται από ελλιπή γλωσσολογική παιδεία, η οποία ευδοκιμεί στους ελληνοκεντρικούς χώρους. Και είναι κρίμα ότι η προώθηση των αποκαλουμένων «ιδεολογημάτων υπεροχής» (ideals of superiority), που σχετίζονται με την πατρότητα του αλφαβήτου, την ινδοευρωπαϊκή θεωρία ή την προφορά τής Αρχαίας Ελληνικής, βρίσκει γόνιμο έδαφος σε όσους αγαπούν τη γλώσσα και αναζητούν κάπου να αγκιστρωθούν, ώστε να νιώσουν ότι δεν συμβάλλουν στη φθορά της.
Η σκιαμαχία σχετικά με τις θέσεις αυτές αποτελεί πλέον κοινό τόπο σε κάθε συζήτηση περί «φθοράς» τής γλώσσας. Σε κατοπινά σημειώματα θα αναφερθώ στα καθαρώς γλωσσολογικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτή τη συζήτηση. Υπάρχει όμως περισσότερο βάθος στο αρχικό ερώτημα: Εφόσον η έννοια της φθοράς έχει αξιολογική και ηθική χροιά, υπάρχει κάποιος τρόπος να εφαρμοστεί στη γλώσσα;
Πάρτε ως παράδειγμα την ερώτηση: Φθείρεται η γλώσσα;
Η ερώτηση αυτή ανασύρει στην επιφάνεια μια έννοια γλωσσολογικώς απαράδεκτη: τη φθορά. Η επιστημονική άποψη, ότι η γλώσσα μεταβάλλεται ή αλλάζει και δεν «φθείρεται», έχει πολλαπλώς καταδειχθεί και δεν χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση. Ούτε χρειάζεται να καταπιαστεί κανείς με τους παράγοντες που συνήθως ωθούν κάποιον να μιλήσει για φθορά: μακρά ιστορική παράδοση, ανάδειξη των λόγιων στοιχείων σε κανόνα ορθοέπειας, αποδοκιμασία των δανείων, μορφολογικές αποκλίσεις που τείνουν να διαδοθούν. Ούτε χρειάζεται να αναφερθεί κανείς στο ζήτημα της εξιδανίκευσης της ετυμολογικής ορθογραφίας (παρ’ ότι πιστεύω ότι είναι η συνεπέστερη μορφή και έχω εργαστεί για τη συστηματοποίησή της στην Ελληνική).
Πίσω από την ερώτηση περί φθοράς συνήθως κρύβεται απογοήτευση. Συχνά καλοπροαίρετοι άνθρωποι με αγάπη για τη γλώσσα λυπούνται βλέποντας τάσεις για παρέκκλιση από το πρότυπο που έχουν μελετήσει, καλλιεργήσει ή φανταστεί. Συνήθως δε η αντίληψη της φθοράς συνοδεύεται από ελλιπή γλωσσολογική παιδεία, η οποία ευδοκιμεί στους ελληνοκεντρικούς χώρους. Και είναι κρίμα ότι η προώθηση των αποκαλουμένων «ιδεολογημάτων υπεροχής» (ideals of superiority), που σχετίζονται με την πατρότητα του αλφαβήτου, την ινδοευρωπαϊκή θεωρία ή την προφορά τής Αρχαίας Ελληνικής, βρίσκει γόνιμο έδαφος σε όσους αγαπούν τη γλώσσα και αναζητούν κάπου να αγκιστρωθούν, ώστε να νιώσουν ότι δεν συμβάλλουν στη φθορά της.
Η σκιαμαχία σχετικά με τις θέσεις αυτές αποτελεί πλέον κοινό τόπο σε κάθε συζήτηση περί «φθοράς» τής γλώσσας. Σε κατοπινά σημειώματα θα αναφερθώ στα καθαρώς γλωσσολογικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτή τη συζήτηση. Υπάρχει όμως περισσότερο βάθος στο αρχικό ερώτημα: Εφόσον η έννοια της φθοράς έχει αξιολογική και ηθική χροιά, υπάρχει κάποιος τρόπος να εφαρμοστεί στη γλώσσα;
Ίσως η απάντηση βρίσκεται σε μια πλευρά τού ζητήματος, η οποία δεν υπόκειται σε γλωσσολογική / επιστημονική ανάλυση. Με αυτό θα ήθελα να ασχοληθώ σε αυτό το πρώτο σημείωμα. Αναφέρομαι στη γλωσσική επικοινωνία, στην αγωγή τού λόγου. Ο όρος αυτός ίσως ανακαλεί στον νου μαθήματα καλλιέπειας, ορθής εκφώνησης και άρθρωσης ή, εν γένει, τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να βελτιωθεί ως ομιλητής ή δάσκαλος προς ακροατήριο και να πείθει τους συνομιλητές του. Τέτοιου είδους ζητήματα έχουν ασφαλώς μεγάλη σημασία και αποτελούν στην ουσία την τέχνη τής ρητορικής, την οποία μπορεί κάποιος να διδαχθεί και, εν συνεχεία, να ασκήσει, όπως συνέβαινε ήδη στην αρχαιότητα.
Η γλωσσική επικοινωνία, όμως, δεν στηρίζεται μόνο στην ικανότητα πειθούς. Διαθέτει και άλλες αρετές που συνήθως αγνοούνται.
Συγκεκριμένα: Σε πάμπολλες συζητήσεις (ακόμη και σε ανταλλαγές κειμένων) βλέπει κανείς να αρθρώνονται απλώς παράλληλοι μονόλογοι. Όταν κάποιος παρατηρεί τον συνομιλητή του ενώ συγχρόνως προετοιμάζει την απάντησή του, έχει στάση αμυντική και δεν συμβάλλει σε πραγματική επικοινωνία. Επιπρόσθετα, η πίεση για εξασφάλιση γοήτρου μεταβάλλει μια συνομιλία σε αγώνα από τον οποίο πρέπει κανείς να βγει (όσο το δυνατόν πιο) αλώβητος. Ως εκ τούτου, όλο και λιγότεροι είναι πρόθυμοι να αφιερώσουν χρόνο ακούοντας κάποιον και στη συνέχεια να δείξουν ότι έλαβαν υπ’ όψιν όσα ελέχθησαν. Όλο και σπανιότερα ακούμε ανθρώπους να υποβάλλουν ερωτήσεις όπως «Τι εννοείς;», «Ποια είναι η γνώμη σου;», «Μπορείς να μου εξηγήσεις…;» Τέτοιες ερωτήσεις παραχωρούν σε κάποιον άλλον χρόνο να παρουσιάσει τη θέση του και να κυριαρχήσει τρόπον τινά στη συζήτηση· επιπλέον αποκαλύπτουν ότι δεν γνωρίζουμε τα πάντα και μας στερούν την ευκαιρία να προβάλουμε τον εαυτό μας. Σημαίνουν ότι δεν επιδιώκουμε να είμαστε το επίκεντρο της προσοχής ή το σημείο αναφοράς σε κάθε τι που διαμείβεται.
Η αγωγή τής επικοινωνίας περιλαμβάνει την ευγένεια και τον σεβασμό. Είναι η ικανότητα ή η τέχνη να κάνουμε τον συνομιλητή ή τον ακροατή να αισθανθεί ότι ωφελήθηκε, ότι συνέβαλε, ότι βοήθησε, ότι συμμετείχε. Σημαίνει να αφιερώνουμε χρόνο στη γλώσσα, χωρίς να βιαζόμαστε όταν μιλούμε και χωρίς να σπεύδουμε να εκφράσουμε γνώμη για το κάθε τι. Σημαίνει να αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς μας και ότι άλλοι μπορεί να υπερέχουν σε γνώσεις, ιδέες ή ευφυΐα και, επομένως, να μας ωφελήσουν. Σημαίνει να διαφωνήσουμε χωρίς να προσβάλουμε ή να θίξουμε. Σημαίνει να κερδίσουμε τον συνομιλητή, όχι τη λογομαχία.
Ο Αυστριακός πιανίστας Artur Schnabel παραδέχτηκε κάποτε: «Δεν παίζω τις νότες καλύτερα από άλλους πιανίστες. Χειρίζομαι όμως καλύτερα τις παύσεις ανάμεσα στις νότες—ναι, εκεί ακριβώς έγκειται η τέχνη μου».
Η αγωγή τής επικοινωνίας περιλαμβάνει παύσεις. Όχι απλώς τις ρητορικές παύσεις για έμφαση, για εισαγωγή επιχειρήματος, για πρόκληση αποήχου κ.τ.ό., αλλά την ικανότητα να σωπαίνει κανείς για να ακούσει. Συνδέεται με την τέχνη τής ακρόασης, η οποία φθείρεται διαρκώς από την ταχύτητα της ομιλίας, από έναν ακατάπαυστο μονόλογο που εξωτερικεύεται χωρίς να έχει ωριμάσει.
Η αγωγή τής επικοινωνίας είναι κατ’ εξοχήν αναγνώριση της αξίας τού σιγάν, όχι του λαλείν. Και αυτό δεν είναι μόνο τέχνη, αλλά και αρετή.
6 σχόλια:
Καλορίζικο!
Θα το επισκέπτομαι :-)
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Εξαιρετικό πρώτο άρθρο - είμαι βέβαιος ότι ανάλογου επιπέδου θα είναι και τα επόμενα.
Καλορίζικο και καλή συνέχεια!
Μια ιδιαίτερα αναγκαία φωνή για τα γλωσσικά ζητήματα, αλλά και ένα ιδιαίτερα αναγκαίο ύφος -για όλα τα ζητήματα.
Φυσικά, θα περνάμε συχνά.
Αγαπητοί φίλοι, ευχαριστώ για το καλωσόρισμα. Οι απόψεις σας θα είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες.
Αν και δεν θα έχω χρόνο να γράφω συχνά, σκοπεύω να κρατώ μερικές σκέψεις για τη γλώσσα σε αυτό το σημειωματάριο. Μέχρι τώρα τις κρατούσα μόνο για τον εαυτό μου...
Πολὺ ἐνδιαφέρον. (Καὶ συγγνώμη, ποὺ ἀρχίζω τὰ σχόλια ἀπὸ τὸ τέλος, ἀλλὰ προσφάτως σᾶς ἀνακάλυψα, καὶ ἔχετε τὴν ἰκανότητα νὰ μοῦ κεντρίζετε τὸ ἐνδιαφέρον.)
Ἔχω, ὡστόσο, μιὰ ἔνστασι. Ἐὰν ἡ «φθορὰ» εἶναι ἰδεολόγημα, τότε καὶ ἡ «μὴ φθορὰ» εἶναι ἰδεολόγημα. Ἐὰν ὁ ἀρνητικὸς χρωματισμὸς τῶν νεωτεριστικῶν ἀλλαγῶν εἶναι ἰδεολόγημα, τότε καὶ ὁ ἀρνητικὸς χρωματισμὸς τῶν «γλωσσαμυντορικῶν» ἀλλαγῶν εἶναι ἰδεολόγημα. Ἐὰν ἡ θεώρησι τῶν «μαλλιαρῶν» ὡς καταστροφέων εἶναι ἰδεολόγημα, τότε καὶ ἡ θεώρησι τῶν «γλωσσαμυντόρων» ὡς νεκροφίλων εἶναι ίδεολόγημα. Διότι, ἐὰν τὰ γλωσσικὰ φαινόμενα εἶναι φυσικὲς διαδικασίες χωρὶς καμμία ἀρνητικὴ ἢ θετικὴ ἠθικὴ ποιότητα, τότε αὐτὸ ἰσχύει τόσο γιὰ τὸν μαλλιαρισμὸ ὅσο καὶ γιὰ τὸν γλωσσαμυντορισμό. Κάθε φαινόμενο, χωρὶς ἐξαίρεσι, εἶναι φυσικὸ φαινόμενο (αὐτὸ τελικῶς εἶναι ταυτολογία). Ἐπομένως, τὸ ἐπιχείρημά σας μπορεῖ κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους σας. Δηλαδή, δὲν μπορεῖτε ἐσεῖς νὰ τίθεστε ἐκτὸς θετικῆς ἢ ἀρνητικῆς ἀξιολογήσεως, ἀλλὰ ὄχι οἱ ἀντίπαλοί σας. (Χρησιμοποιῶ καταχρηστικῶς τὴν λέξι «ἀντίπαλος», χωρὶς πολεμικὴ διάθεσι, εἰλικρινῶς.)
Ἔπειτα, θεωρῶ ὅτι ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα παίζουμε μὲ τὶς λέξεις. Ἐξηγοῦμαι. Ὡραῖα, δὲν ὑπάρχει «φθορά», οὔτε «θάνατος» τῆς γλώσσας. (Ἐν τούτοις διαβάζω ὅτι οἱ γλωσσολόγοι ἐπισημαίνουν τὸν «οἰκολογικὸ» κίνδυνο χαμοῦ χιλιάδων γλωσσῶν ἰθαγενῶν φύλων... Αὐτὸ τί εἶναι; ) Θέλουμε τὰ Ἑλληνικὰ νὰ ἔλθουν στὴν θέσι π.χ. τῶν Σουμεριακῶν ἢ τῶν ἰθαγενῶν τῆς Νήσου τοῦ Πάσχα; Τὸ θέλουμε ὴ δὲν τὸ θέλουμε, ἀνεξαρτήτως ἂν τὸ ποῦμε «φθορὰ» ἢ ὁτιδήποτε. Αὐτὸ δὲν ἀφορᾷ τὴν ἐπιστήμη, θὰ μοῦ πεῖτε· ἡ ἐπιστήμη περιγράφει φυσικὰ φαινόμενα, οὔτε θέλει οὔτε δὲν θέλει. Ναί, οἱ ἄνθρωποι θέλουν, καὶ τὸ ἐρώτημα παραμένει. (Ἂν τείνουν ἢ ὄχι πρὸς τὰ ἐκεῖ τὰ Ἑλληνικὰ σήμερα, εἶναι ἄλλη ὑπόθεσις.)
Καλώς ήλθατε, Καλλίμαχε, και ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας.
Ο λόγος που δεν μπορούμε να μιλήσουμε για γλωσσική «φθορά» είναι ότι μας λείπουν τα επιστημονικά εργαλεία να την ορίσουμε και, επιπλέον, δεν ξέρουμε πού να σταματήσουμε.
Εξαιρετική εισαγωγή στον γλωσσολογικό προβληματισμό που συνεπάγεται το ερώτημά σας αποτελεί το βιβλίο τής Jean Aitchison, Language change: Progress or decay? (Cambridge 2001, 3η έκδ.), το οποίο μεταφράστηκε πρόσφατα στα Ελληνικά (Γιατί αλλάζει η γλώσσα. Πρόοδος ή παρακμή; Αθήνα: Πατάκης 2005). Μελετώντας το θα αποκτήσετε την απαραίτητη εποπτεία των φαινομένων που συνδέονται με τη γλωσσική αλλαγή.
Εύχομαι καλή συνέχεια.
Δημοσίευση σχολίου