29/2/08

Στη μηχανή τού γλωσσικού χρόνου

Hazman yaassé et shelo

Από την εικόνα τής πλάστιγγας ή ζυγαριάς προέκυψαν στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική δύο αξιοσημείωτα ρήματα, εντελώς διαφορετικής σημασίας: το ρήμα γέρνω «κλίνω προς τα κάτω» (που ανάγεται στο αρχ. ἐγείρω «υψώνω») και το ρήμα σηκώνω «υψώνω» (που ανάγεται στο ελληνιστικό σηκῶ «ζυγίζω στην πλάστιγγα»). Από τις πρώτες ετυμολογικές μελέτες των εν λόγω ρημάτων διατυπώνουμε την εικασία ότι αφετηρία των δύο σημασιών υπήρξε η εικόνα μιας πλάστιγγας, στην οποία ο βαρύτερος δίσκος πέφτει τη στιγμή που υψώνεται ο ελαφρύτερος. Αγνοούμε όμως την ακριβή αιτία τής διαφοροποίησης. Εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε γιατί η ίδια εικόνα παρήγαγε σημασιολογικώς αντίθετα αποτελέσματα, αφ’ ενός μεν «κλίνω προς τα κάτω» (ρήμα γέρνω), αφ’ ετέρου δε «υψώνω» (ρήμα σηκώνω).

Ο Σαίξπηρ έγραψε για τον χρόνο ότι «ταξιδεύει με διαφορετικό βηματισμό» και φαίνεται πως αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν όταν προσπαθούμε να τον παρατηρήσουμε.

Ειδικά για τη μελέτη τής σημασιολογικής μεταβολής έχει ευφυώς λεχθεί ότι περισσότερα είναι τα ερωτήματα από τις διαθέσιμες απαντήσεις. Μερικές φορές ο ιστορικός γλωσσολόγος απλώς αγγίζει ορατές πλευρές τής εξέλιξης ή αρκείται να συγκρίνει παράλληλες μεταβολές σε διάφορες γλώσσες, για να φωτίσει μέσω αυτών κάποιας μορφής κανονικότητα. Κάποτε, όταν έχει φέρει στο φως αρκετά στοιχεία (όπως στο παράδειγμα των δύο ρημάτων), νιώθει σαν να προσπαθεί να καλλιεργήσει με ακατάλληλα εργαλεία μια τέχνη ελλειπτική. Ακόμη και όταν με πολλή προσπάθεια καταφέρουμε να ταξιδέψουμε πίσω στον γλωσσικό χρόνο, αυτό δεν αποτελεί εγγύηση ότι οι βιογραφίες των λέξεων που επανασυνθέσαμε θα επαναληφθούν.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που η μελέτη των σημασιολογικών μεταβολών προκαλεί τόσες ερμηνευτικές δυσκολίες στον ιστορικό γλωσσολόγο. Ένας ισχυρός λόγος είναι ότι οι πιθανές αλλαγές σημασίας δεν διέπονται από τα όρια των φωνητικών και μορφολογικών αλλαγών. Ενώ κάθε γλώσσα διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό φωνημάτων και μορφημάτων, πράγμα που συνεπάγεται πεπερασμένες δυνατότητες συνδυασμού και μεταβολών τους, οι σημασίες δεν αποτελούν κλειστό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και αν εντοπιστούν συγκεκριμένες τάσεις ή κανονικότητες, αυτές δεν έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα ούτε δεσμεύουν τυχόν μελλοντική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία μας να προσδιορίσουμε επακριβώς και πλήρως τις αιτίες των σημασιολογικών μεταβολών εξηγεί εν πολλοίς γιατί δεν μπορούμε να διατυπώσουμε νόμους που να τις περιγράφουν. Εφόσον η δομή των σημασιών κατ’ ουσίαν αποτυπώνει τη δομή τής αντιλήψεως, η χαρτογράφηση των αλλαγών τους θα απαιτούσε ίσως μια γραμματική τής σκέψης.

Το πράγμα περιπλέκεται αν αναλογιστούμε επιπλέον το εξής:

Αν κάποτε είμαστε αρκετά τυχεροί, το ταξίδι στον γλωσσικό χρόνο μπορεί να μας αποκαλύψει μια καλή ιστορία. Και τότε όμως η περιγραφή της παρουσιάζεται σαν τετελεσμένο γεγονός, του οποίου έχουν προηγηθεί στάδια που ίσως αγνοούμε ή μηχανισμοί που δεν μελετήσαμε. Όταν σε ένα λεξικό διαβάζουμε αναλυμένη τη βιογραφία μιας λέξεως, αυτό έχει συμβεί συνήθως χάρις σε καλές μαρτυρίες των ενδιαμέσων σταδίων της, που έτυχε να διασωθούν, μάλλον παρά εξαιτίας τής ευφυούς ετυμολογικής εργασίας τού γλωσσολόγου.

Ο γλωσσικός χρόνος δεν χαρακτηρίζεται από αυστηρή γραμμικότητα· σπανίως μας δίνει μια ιστορία όπως θα θέλαμε να την ακούσουμε: με αρχή, μέση και τέλος. Πολλές φορές είμαστε ικανοποιημένοι μόνο και μόνο επειδή στην ανοιχτή θάλασσα βρήκαμε διάσπαρτα νησιά που μοιάζουν να χωρίζονται από χάσματα, αλλά διακρίναμε ότι επικοινωνούν στον αβυσσαίο βυθό. Όταν βρούμε στοιχεία που τεκμηριώνουν την υποθαλάσσια σύνδεση, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι κάτω από την επιφάνεια υπήρχε σχήμα, σχέση, μηχανισμός και βάση.

Μια από τις λίγες περιπτώσεις στις οποίες έχουμε προσδιορίσει με αξιόπιστα στοιχεία τις αδιόρατες αυτές συνδέσεις είναι οι αλλαγές σημασίας που προκαλούνται από τη γραμματικοποίηση [grammaticalisation]. Ο όρος αυτός υποδηλώνει, κατά τον Meillet, «την απόδοση γραμματικού χαρακτήρα σε προηγουμένως ανεξάρτητη λέξη» ή την τροπή μιας ανεξάρτητης λέξης σε όρο με γραμματική λειτουργία (1912, ‘L’evolution des formes grammaticales’, Scientia 12, 6).

Εξετάστε τα ακόλουθα μεσαιωνικά παραδείγματα:


· Βλέπε αυτός ο λογισμός, μήμπα να σε πλανέσει (Ερωτόκριτος).
· Ογιά να μήμπα να θαρρεί πως τον παρακαλούμε, πε του πως δεν παντρεύγομαι (Φορτουνάτος).
· Εφοβήθην (μ)πας και στείλουν απέ τα ξύλα τους (Μαχαιράς).


Από την ετυμολογία μαθαίνουμε πώς εκτυλίχθηκε η ιστορία αυτών των συνδέσμων. Σε προγενέστερα κείμενα συναντούμε τις ακολουθίες μην πας (> μπας) και μην πά(ει) (> μήμπα), από όπου προέκυψε ο νεοελληνικός σύνδεσμος μπας. Αν αφήσουμε κατά μέρος τις φωνητικές μεταβολές και τη φωνολογική μείωση, που περιλαμβάνονται στα γνωρίσματα της γραμματικοποίησης, υπάρχει κάτι στην πορεία τής σημασίας που έλκει αμέσως την προσοχή: η μετάβαση από τη λεξική σημασία «μην πας» στη γραμματική λειτουργία τού ενδοιαστικού συνδέσμου. Επειδή η αλλαγή αυτη συνεπάγεται απώλεια στοιχείων τής λεξικής σημασίας και άμβλυνση των χαρακτηριστικών της, δηλώνεται εύγλωττα με τον όρο σημασιολογικός αποχρωματισμός [semantic bleaching].

Ο όρος φέρνει εύλογα στον νου αυτό που μπορεί να συμβεί στα ζωηρόχρωμα ρούχα, αν κάποτε ξεχαστούμε και τα βουτήξουμε σε λευκαντικό όπως η χλωρίνη. Αν μεταχειριστούμε δε ζεστό νερό, είναι βέβαιο ότι το ύφασμα θα ξεβάψει.

Η γραμματικοποίηση ενός όρου επηρεάζει τόσο δραστικά τη λεξική σημασία του, επειδή μεταβάλλει τον λειτουργικό ρόλο και συρρικνώνει το σημασιολογικό πεδίο του. Ως αποτέλεσμα, η λέξη χάνει μέρος τού φορτίου της, διότι ενσωματώνει τώρα λειτουργίες που προηγουμένως επιτελούνταν από στοιχεία τού συντακτικού περιβάλλοντος ή υπονοούνταν από τη συνομιλία. Η προσαρμογή αυτή αποκαλείται υποκειμενοποίηση [subjectification], επειδή είναι προσανατολισμένη στην οπτική γωνία τού ομιλητή και φέρει την ευθύνη για τη σταδιακή άμβλυνση της σημασίας.

Ίσως δεν θα απείχαμε από την αλήθεια αν παρατηρούσαμε ότι ο αποχρωματισμός επιδρά με τρόπο που θυμίζει έντονα το ξέβαμμα των ρούχων: απαιτεί την ισχύ ενός δραστικού παράγοντα (π.χ. λευκαντικού), όπως είναι η διαδικασία τής γραμματικοποίησης, και ευνοείται από το περιβάλλον (π.χ. ζεστό νερό), όπως όταν συμβάλλουν οι συμφραστικές και συντακτικές συνθήκες.

Τώρα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τι συνέβη στις παρακάτω περιπτώσεις, στις οποίες η γλωσσική αναδρομή έχει αποδώσει καλούς καρπούς.

Στα κείμενα της κλασικής Λατινικής η φρ. clara mente σημαίνει, ως είναι φυσικό, «με καθαρό μυαλό» (clarus + mens, -ntis). Εντούτοις, αργότερα, στη δημώδη Λατινική το συμφραστικό περιβάλλον ευνόησε την ερμηνεία «ξεκάθαρα, σαφώς, με σαφή τρόπο». Ως αποτέλεσμα, το β΄ συστατικό μέρος -mente αποχρωματίστηκε και θεωρήθηκε δηλωτικό τού τρόπου. Αυτό υπήρξε η αφετηρία των επιρρημάτων σε -ment(e) που χρησιμοποιούν οι σύγχρονες ρομανικές γλώσσες (π.χ. γαλλ. lente-ment «αργά», douce-ment «γλυκά»), τα οποία καθόλου δεν ανακαλούν στον νου την αρχή τους (λατ. mens, -ntis «νους, μυαλό»).

Διαφορετική ήταν η εξέλιξη του παλαιού γαλλικού επιθέτου verai (> σύγχρονο γαλλ. vrai), το οποίο σήμαινε, όπως σήμερα, «αληθινός» και προήλθε από το λατ. verus (με τη μεσολάβηση του υστερολατινικού *veraius). Ώς τον 14ο αι. το παλαιογαλλικό verai είχε περάσει στην Αγγλική, όπου διατηρούσε τη βασική σημασία του. Τότε όμως συνέβη μια αξιοσημείωτη αλλαγή. Καθώς συνόδευε διάφορα ονόματα, η συντακτική λειτουργία τής λέξεως μεταβλήθηκε και απέκτησε απλώς εμφατικό ρόλο ως επίρρημα. Κατά συνέπεια, φράσεις τής παλαιάς Αγγλικής όπως veray good(e) «αληθινά καλός» απέκτησαν ήδη τον 15ο αι. τη γενικότερη σημασία «πολύ καλός» και η Αγγλική το πολύχρηστο σήμερα επίρρημα very.

Σε περιπτώσεις προχωρημένου αποχρωματισμού, όταν η γραμματικοποίηση έχει προκαλέσει θεμελιώδεις μεταβολές στην υποκείμενη δομή τής λέξεως, η ανίχνευση της διαδοχής των ρόλων δεν είναι εύκολη. Το κοινό λατινικό ουσιαστικό homo «άνθρωπος» αποκτά στη δημώδη Λατινική την επιπρόσθετη σημασία «άνδρας», σχέση κοινή στο γνωσιακό σύστημα των ομιλητών (πβ. αρχ. ἄνθρωπος < *ἄνδρ-ωπος «που μοιάζει με άνδρα»). Η αλλαγή αύξησε τη συχνότητα χρήσεως της λέξης, η οποία υπέστη περαιτέρω φωνολογική μείωση (παλ. γαλλ. omne) και κατέληξε στην απλή γαλλ. αντωνυμία on (πβ. κ. αγγλ. man «άνθρωπος – άνδρας», γερμ. Mann «άνδρας» - man «κάποιος»).


Οι περιπτώσεις αποχρωματισμού που έχουν μελετηθεί αποκαλύπτουν ότι κατά τη γραμματικοποίηση παρουσιάζεται ισχυρή τάση προσαρμογής τής σημασίας στη ροή τής συνομιλίας ή της επικοινωνίας. Δυστυχώς, τα γραπτά κείμενα του παρελθόντος σπανίως μας παρέχουν πληροφορίες για το περιβάλλον τής επικοινωνίας, τα υπονοήματα των συμμετεχόντων, τη χροιά ή το ύφος τής συνομιλίας. Η ιστορική σημασιολογία μάς επιτρέπει μόνο να αρκεστούμε στη βεβαιότητα ότι «ο χρόνος θα κάνει το μέρος του». Και ευχόμαστε να αφήσει πίσω του αποτυπώματα ικανά για να ταξιδέψουμε σε αυτόν.

Σημείωση: Με τον αποχρωματισμό και την αποσημασιοποίηση έχω ασχοληθεί εκτενώς στο άρθρο μου «Το επίρρημα τάχα: Μεταβολές σημασίας και ο ρόλος τής γραμματικοποίησης» (Γλωσσολογία, 2006, τόμ. 15, σελ. 51-64). Επιπλέον, ένας οξύνους αναγνώστης είχε την καλοσύνη να διατυπώσει εύστοχες παρατηρήσεις για τον γλωσσικό χρόνο από την οπτική γωνία των θετικών επιστημών. Τον ευχαριστώ θερμά.

8/2/08

Ετυμολογικές παρενέργειες: Η αμαξοστοιχία και η μηχανή

Κριτική στο άρθρο τού Ι.Ν. Ηλιούδη
«À propos de l’étymologie des mots
κτῆνος, ζερβός, φλογέρα, καζάνι»
(Αθηνά, τόμ. ΠΒ΄ [2000], σ. 229-232)

Δεν είχα αρχίσει ακόμη να πηγαίνω στο σχολείο, όταν ο αγαπημένος μου παππούς συνήθιζε να με πηγαίνει βόλτα στο Φάληρο. Ήταν στις αρχές τής δεκαετίας τού ΄70, τότε που είχε περιοχές με μεγάλες παιδικές χαρές και οι άνθρωποι ένιωθαν άνετα να περπατήσουν. Θυμούμαι λίγες λεπτομέρειες πια, αλλά πολύ καθαρά πόσο βάρος είχε στα μάτια ενός παιδιού ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος που παίρναμε από την Πλατεία Ομονοίας. Αυτό που έχει μείνει καρφωμένο στη μνήμη, όμως, είναι η απογοήτευσή μου που δεν μπορούσα να βρω τη μηχανή τού τρένου. Η αμαξοστοιχία έφτανε στο τέρμα τής διαδρομής και ευθύς γύριζε πίσω με την αντίθετη φορά· δεν έπρεπε η μηχανή να είναι πάντοτε μπροστά;

Ο ετυμολόγος που έχει να δαμάσει υλικό ποικίλης προελεύσεως βρίσκεται συχνά στην ανάγκη να αποφασίσει προς τα πού θα κινηθεί και ποιο από τα διαθέσιμα στοιχεία φέρει το ειδικό βάρος που απαιτείται για να οδηγήσει την έρευνα. Αν αστοχήσει, ίσως απομείνει σε άλλον προορισμό, πασχίζοντας κατόπιν να συμμορφώσει όπως-όπως τα δεδομένα.

Ο δρ Φιλολογίας Ι.Ν. Ηλιούδης έχει κατά καιρούς ασχοληθεί με την ετυμολογία και λυπούμαι ότι χρειάστηκε και στο παρελθόν να ελέγξω τις προτάσεις του. Η επιστήμη τής ετυμολογίας έχει κανόνες και αυτοί εφαρμόζονται, όχι αφαιρετικά στο γενικό πλαίσιο, αλλά στην οπτική γωνία, στη συλλογιστική τροχιά και στη φορά τής έρευνας. Στην εφαρμογή τους δεν αρκεί η καλή προαίρεση.

Ο κ. Ηλιούδης ετυμολογεί εκ νέου τις λέξεις κτήνος, ζερβός, φλογέρα και καζάνι. Ατυχώς, σφάλλει και στις τέσσερεις. Όχι από ατελή γνώση τής γλώσσας ή από έλλειψη βιβλιογραφικών πηγών, αλλά από κακή κρίση, από άστοχο υπολογισμό των παραγόντων που συμμετέχουν στην ιστορία των λέξεων.

Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να εξηγήσω γιατί ο προσανατολισμός αυτών των προτάσεων είναι εσφαλμένος ή γιατί η μηχανή τού τρένου πρέπει πάντοτε να βρίσκεται στην πρώτη θέση.


1) κτήνος

Ο συγγραφέας κρίνει λανθασμένη τη γλωσσολογική βιβλιογραφία που ανάγει τη λέξη σε θέμα ομόρριζο του ρήματος κτῶμαι (-άο-). Αιτία είναι ένας συλλογισμός που βασίζεται σε ανεπαρκή λεξικογραφική κρίση: Ότι κτήνη ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα ζώα που σφάζονταν για να προσφερθούν ως θυσία. Με αυτή την αφετηρία ο αρθρογράφος ισχυρίζεται ότι «l’étymologie de ce mot est vraisemblablement en relation avec de sens du verbe κτείνω, ἔ-κταν-ον (κταν > κτην)» (σ. 230). Προχωρεί μάλιστα να κατονομάσει την προτεινόμενη παραγωγή με τον παλαιογραμματικό όρο μετάληψις, που μεταχειρίζονταν οι γραμματικοί τής ελληνιστικής εποχής για να περιγράψουν τη μετάθεση ποσότητας, επειδή αγνοούσαν τα μεταπτωτικά φαινόμενα.

Η ετυμολογία είναι, δίχως άλλο, ευγενής άσκηση και δεν θέλω διόλου να αποθαρρύνω νέες προτάσεις. Εντούτοις, αν η συμβολή μας δεν έχει μεθοδολογική αρτιότητα, πιθανόν να αποδειχθεί μάταιη, διότι, όπως σοφά έλεγε ο ποιητής, κακὸν δ’ ἀνεμώλια βάζειν.

Εν προκειμένω, η σωστή μορφολογική ανάλυση είναι προϋπόθεση και όχι παρεπόμενο της σύγκρισης. Πρέπει να προηγείται οποιουδήποτε συσχετισμού με εικαζόμενα ομόρριζα. Σύμφωνα με τα έγκυρα λεξικογραφικά έργα (Chantraine, Frisk, Hofmann), η λ. αναλύεται κτῆ-νος (με θέμα κτη- και παραγωγικό επίθημα -νος), πράγμα που την εντάσσει στην ευρεία λεξιλογική οικογένεια των αρχ. κτῶ-μαι (-άο-), κτῆ-σις, κτη-τός, κτῆ-μα, κτή-τωρ, κτέα-νον «ιδιοκτησία, περιουσία». Συνεπώς, το θέμα κτη- λειτουργεί κανονικά ως μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας και δεν υπάρχει τρόπος ή λόγος να αποσυνδεθεί από αυτήν.

Από την άλλη πλευρά, η ανάλυση κτῆν-ος, που προτείνει ο κ. Ηλιούδης θέλοντας να συνδέσει με το αρχ. κτείνω «φονεύω» (< *κτεν-jω), αφήνει τη λέξη απομονωμένη. Από το εν λόγω ρήμα σχηματίζονται παράγωγα σε –ος, αλλά αυτά είναι nomina agentis και συναντώνται αποκλειστικά στην ετεροιωμένη βαθμίδα –κτονος: πατρο-κτόνος, ἀδελφο-κτόνος. Αυτό συμφωνεί με σχήματα όπως τείνω – τόνος, θείνω – φόνος, των οποίων η εκτεταμένη βαθμίδα (*την-, *θην) δεν απαντά στην Ελληνική.

Υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που μαρτυρεί ότι το κτῆνος ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια του κτῶμαι (και όχι του κτείνω). Ο αρχ. πληθυντικός κτήνη / κτήνεα σημαίνει σε πρώιμα κείμενα «αγέλες, ιδιοκτησία, ποίμνια» (όχι «σφαχτά»), όπως φαίνεται από χωρία τού Ησιόδου και των Ομηρικών ύμνων. Η σημασία «σφαχτά για θυσία», την οποία εισάγει στη συζήτηση ο κ. Ηλιούδης, βασίζεται σε υστερότερες λεξικογραφικές παρατηρήσεις τού Ερρίκου Στεφάνου (στο γνωστό λεξικό τού 1841) και του έργου που είναι γνωστό ως Μέγα Ετυμολογικόν. Τα έργα αυτά αποθησαυρίζουν πολύτιμο υλικό, αλλά οι ερμηνείες τους δεν έχουν επιστημονική βάση. Αν βασιστούμε στις ετυμολογικές τους εξηγήσεις, βέβαιο είναι ότι θα παρασυρθούμε προς άλλη κατεύθυνση.


2) ζερβός

Ο κ. Ηλιούδης δεν συμμερίζεται την άποψη των λεξικών ότι το μεσαιωνικό επίθετο ζερβός ετυμολογείται από το ζαβός, επειδή δεν βρίσκει τρόπο να εξηγήσει τη μεταβολή σημασίας. Εντούτοις, όπως έχω ξαναγράψει, η μηχανή τής αμαξοστοιχίας είναι τα κριτήρια μορφής: αν τα αγνοήσουμε, θα βρεθούμε αίφνης εκτροχιασμένοι και μακριά από τον προορισμό μας. Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι «le mot ζερβός a de relation étymologique avec le mot latin reservum (ital. riserva) et il a résulté comme le mot néogrec στέρνα < (ci)sterna: (re)servum, (ri)serva > ζερβός, d’ailleurs tous les deux ont un sens d’auxiliaire et du reserviste» (σ. 231).

Ο συλλογισμός αυτός περιέχει αρκετά ατοπήματα. Αν υποτεθεί απόσπαση του τεμαχίου re- / ri- από το λατ. (re)servum ή το ιταλ. (ri)serva, ποιο είναι το μορφοφωνολογικό περιβάλλον που ευνοεί την επανανάλυση; Επιπλέον, δεν ερμηνεύεται η μετακίνηση του τόνου στη λήγουσα. Το κυριότερο: Παραβλέπεται η παρουσία τού μεσαιωνικού τύπου ζαρβός, το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί από το υποτιθέμενο (re)servum.

Όση συγκίνηση και αν προσφέρει στον ερευνητή μια καινούργια ετυμολογική πρόταση, αυτή εξακολουθεί να υπόκειται στους κανόνες που διέπουν ολόκληρο το γλωσσικό υλικό. Από το μεσν. ζαβός «ανόητος, τρελός» προέκυψε τύπος ζαρβός (πιθ. μέσω επιθ. *ζαβρός κατά το αριστερός) και κατόπιν ζερβός (με τροπή /a/ > /e/ σε περιβάλλον /r/). Η λαϊκή πεποίθηση ότι η αριστερή πλευρά σχετίζεται με ελαττωματικότητα σε διάφορους τομείς προσέφερε τη βάση για την ετυμολογική αυτή αλυσίδα.


3) φλογέρα

Για τη λέξη αυτή οι ετυμολογικές μελέτες προτείνουν αναγωγή σε όρους τής Αλβανικής ή της Αρωμουνικής (Κουτσοβλαχικής). Τέτοιοι όροι τού ποιμενικού λεξιλογίου είναι συνήθως διάσπαρτοι στις βαλκανικές γλώσσες (π.χ. ρουμ. fluer, αλβ. flojere) και συχνά δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε την αφετηρία. Ο κ. Ηλιούδης νομίζει ότι βρήκε τη λύση: «cette origine commune est le mot de la grecque ancienne αὐλός: αὐλο- + suffixe -ερα > ἀφλοέρα > φλογέρα» (σ. 232).

Φοβούμαι ότι σε αυτό το νήμα ο αρθρογράφος προχωρεί στα σκοτεινά. Η Νέα Ελληνική δεν έχει επίθημα -ερα (απεναντίας έχει -ιέρα, -ερός, καθώς και επαυξήσεις τους). Ακόμη, η αποκρυστάλλωση της αρχ. διφθόγγου αυ- οδηγεί σε [af] μόνον όταν ακολουθεί άηχο σύμφωνο: αυτός [aftos], παύση [pafsi], αλλά αυλός [avlos], αυλή [avli]. Καμμία γλωσσολογική αιτία δεν μπορεί να στηρίξει διαφορετική συμπεριφορά τής διφθόγγου στην προκειμένη περίπτωση.


4) καζάνι

Τα ετυμολογικά λεξικά ανάγουν το μεσν. καζάνι στο τουρκ. kazan. O κ. Ηλιούδης, ωστόσο, παρασύρεται από τη σκέψη ότι αρκετές τουρκικές λέξεις έχουν απώτερη ελληνική αρχή και εικάζει ότι «le mot turc kazan a aussi l’origine grecque, c’est à savoir, κάδ(ος) + suffixe -ανι(ν) > καζάνι > kazan» (σ. 232).

Η πρόταση αυτή είναι εξ ολοκλήρου άστοχη. Η μεταβολή δ > ζ είναι πολύ σπάνια και δεν πραγματοποιείται ποτέ πριν από ανοικτό κεντρικό φωνήεν (το -α-): απαιτεί πρόσθιο κλειστό φωνήεν ή ημίφωνο (π.χ. ζαβολιά < διαβολιά). Η παράθεση βιβλιογραφικών στοιχείων για τον σχηματισμό των τύπων τηγ-άνι, δρεπ-άνι και παρόμοια, αν και χρήσιμη, δεν ενισχύει καθόλου την πρόταση του αρθρογράφου.


Έχω ξαναγράψει ότι η ετυμολογία δεν είναι ανεκτική επιστήμη. Η υιοθέτηση μιας πρότασης συνεπάγεται απόρριψη άλλης ή άλλων. Πολλές φορές η βιογραφία των λέξεων μοιάζει με βιβλίο που έχουμε πιάσει ανοιγμένο κάπου στη μέση και αγωνιζόμαστε να βρούμε την αρχή του. Είναι ίσως προτιμότερο να το κρατήσουμε πρώτα σωστά, όχι ανάποδα, γνωρίζοντας προς τα πού να διαβάσουμε, από πού να ξεκινήσουμε. Διότι μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί άλλος τρόπος να υπηρετήσουμε την ακρίβεια και την επιστημονική γνώση.

5/2/08

Φιλοξενημένα

Επειδή το επόμενο άρθρο θα είναι (κριτική) ετυμολογικού περιεχομένου, ήθελα να συνδέσω εδώ δύο παλαιότερα κείμενά μου, ώστε ο αναγνώστης να έχει και σε αυτά πρόσβαση. Ευχαριστώ από καρδιάς τούς εκλεκτούς οικοδεσπότες τού Περιγλωσσίου, που είχαν την καλοσύνη να τα φιλοξενήσουν στον ιστότοπό τους.


1) Ετυμολογικά κριτήρια ή άκριτη ετυμολογία;
2) Ο σουγιάς και το νυστέρι: Ετυμολογικά νύγματα.