10/10/11

Η ορθογραφία τού αντιδανείου

How long a time lies in one little word
Shakespeare

Η Αγγλίδα κοινωνιογλωσσολόγος Lesley Milroy διηγείτο κάποτε πόσο δύσκολο ήταν να εισχωρήσει σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης στο Μπέλφαστ, με σκοπό να παρατηρήσει κατόπιν τον τρόπο ομιλίας των μελών της. Ήταν συνηθισμένη τακτική να μένει ο επισκέπτης εντελώς σιωπηλός αρκετή ώρα, χωρίς να του απευθύνεται ο λόγος και χωρίς ο ίδιος να νιώθει υποχρεωμένος να εξηγήσει τον λόγο τής επίσκεψής του. Στη συγκεκριμένη κοινότητα ο επισκέπτης ή και ο γνωστός έπρεπε πρώτα να αναγνωριστούν, τρόπον τινά, προτού τους αποδοθεί ρόλος τέτοιος που να καθορίζει το είδος τής περαιτέρω επικοινωνίας.

Τα λεξικά δάνεια που έχουν διαγλωσσική πορεία δεν μπορούν επίσης να παρακάμψουν αυτά τα αρχικά στάδια της αναγνώρισης, έστω και αν δεν ακολουθήσουν όλα τον ίδιο δρόμο και δεν οδηγηθούν στην ίδια κατάληξη, που συχνά είναι η ενσωμάτωση της λέξης και η κωδικοποίησή της στην αποδέκτρια γλώσσα. Στο προηγούμενο άρθρο μου εξήγησα, όσο σαφέστερα μπορούσα, ότι το αντιδάνειο, όποια και αν είναι η αρχή και διαδρομή του, είναι λεξικό δάνειο διαμορφωμένο από προσχώσεις γενεών και γλωσσών που του άφησαν το αποτύπωμά τους.

Αυτή η ειδική κατηγορία δανείων περιέχει λέξεις οι οποίες, παρά την απώτερη προέλευσή τους, διαμορφώθηκαν βαθμηδόν σύμφωνα με τη φωνητική των ενδιαμέσων σταδίων τους και όχι με βάση την ετυμολογική τους αφετηρία. Το αντιδάνειο επιστρέφει συχνά τόσο αλλοιωμένο, ώστε συνήθως απαιτούνται γνώσεις που μόνο ο ιστορικός γλωσσολόγος διαθέτει, προκειμένου να ανιχνευτεί η αφετηρία, οι δε φυσικοί ομιλητές κατά κανόνα αδυνατούν να το συσχετίσουν με τα στοιχεία τού λεξιλογίου που οι ίδιοι αναγνωρίζουν ως γηγενή.

Θεωρητικές αρχές και προϋποθέσεις

Στο σημείο αυτό δεν περιττεύει, νομίζω, μια θεωρητική παρατήρηση. Τα στοιχεία τού λεξιλογίου είναι οργανωμένα σε λεξικά πεδία, στα οποία η πρόσβαση είναι τόσο φωνητική όσο και σημασιολογική. Επιπρόσθετα, όπως έχει δείξει η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, η αναγνώριση της έντυπης λέξης επιτυγχάνεται με συνδυασμό πληροφοριών αντλημένων τόσο από το φωνολογικό όσο και από το ορθογραφικό (νοητικό) λεξικό. (Τις συνέπειες αυτού του γεγονότος στην ορθογραφία εξετάσαμε με τη συνάδελφο Γ. Κατσούδα στο πρόσφατο άρθρο μας «Ο ρόλος τής λαϊκής ετυμολογίας στη διδασκαλία τής ορθογραφίας», Θεσσαλονίκη 2011, ΜΕΓ 31, 351-6). Η ιστορική φύση τής νεοελληνικής ορθογραφίας επιτρέπει τη συσχέτιση ετυμολογικά συγγενών λέξεων και αποτελεί, όπως έχω ξαναγράψει, τον άξονα στον οποίο μπορεί να στηριχτεί οποιαδήποτε αξίωση συνέπειας και προγραμματικής επάρκειας.

Αν όμως, όπως καταδείχθηκε παραπάνω, τα αντιδάνεια συνιστούν μια ειδική κατηγορία δανείων, των οποίων η αφετηρία ή κάποιο ενδιάμεσο στάδιο ήταν (εν προκειμένω) η Ελληνική, τότε η ορθογραφία τους δεν μπορεί να παραβλέψει το κριτήριο της συσχέτισής τους με στοιχεία τού λεξιλογίου που οι ομιλητές θεωρούν ήδη γνωστά (Παπαναστασίου 2008: 206). Όταν ένα αντιδάνειο δεν αναγνωρίζεται ως γηγενές στοιχείο, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τα περισσότερα μη προσαρμοσμένα δάνεια, και δεν λειτούργησαν σε αυτό οι αρχές τής εικονικότητας [iconicity] και της διαφάνειας [transparency] που θα επέτρεπαν την επανερμηνεία του, η λογική κατεύθυνση που καθορίζει την ορθογραφία του δεν είναι άλλη από την απλογράφηση, όπως ισχύει για όλα τα δάνεια.

Τόσο η ομοιομορφία όσο και η διαφάνεια αποτελούν πλευρές τής φυσικότητας και επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο οι φυσικοί ομιλητές επιλέγουν να ταξινομήσουν ή να αναγνωρίσουν τα στοιχεία τού λεξιλογίου. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος να ελέγξουμε την εφαρμογή των παραπάνω θεωρητικών αρχών είναι να εξετάσουμε τη λειτουργία τής συσχέτισης των αντιδανείων με τις λέξεις τής Ελληνικής που βρίσκονται στην ετυμολογική τους αλυσίδα.

Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να διατυπώσω μερικές εισηγητικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με κάποια συνέπεια τα γλωσσολογικά πορίσματα που προαναφέρθηκαν. Ο κατατοπισμένος αναγνώστης και ο ειδικός επιστήμονας θα σκεφτούν πιθανώς παραδείγματα δύσκολα στην ταξινόμηση, τα οποία φαίνεται να αντιστέκονται στην κατηγοριοποίηση. Έχω, ωστόσο, την πεποίθηση ότι οποιαδήποτε συστηματική μελέτη τού ζητήματος οφείλει να εξισορροπήσει συνεκτικά τον βαθύ ιστορικό χαρακτήρα τής νεοελληνικής ορθογραφίας με τις αρχές τής αναγνώρισης, της ομοιομορφίας και της απλογράφησης.

Ταξινόμηση και κριτήρια

Τα περισσότερα αντιδάνεια δεν παρουσιάζουν προβλήματα ορθογραφίας, καθώς η απόδοσή τους είναι ως επί το πλείστον φωνημική (π.χ. βάρκα, γουλί, ετόλ, ζαμπόν, καρέκλα, λάμπα, μαντολίνο, μπάνιο, πιάτσα, ταλέντο κτλ.). Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις στις οποίες η γραφή δεν είναι τόσο αυτονόητη. Με βάση τις θεωρητικές προϋποθέσεις τής προηγούμενης ενότητας, η ορθογραφική απόδοση των αντιδανείων θα μπορούσε να ενταχθεί στις εξής κατηγορίες:

[Το σύμβολο << δηλώνει ότι παραλείπονται ενδιάμεσα στάδια στην ετυμολογική αλυσίδα. Επίσης δεν σημειώνονται οι σημασιολογικές αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει].

1.         Τα απροσάρμοστα αντιδάνεια απλογραφούνται.

Η ακλισία, που υποδηλώνει μη συμμόρφωση προς το μορφολογικό σύστημα της Ελληνικής, σημαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων ότι η λέξη δεν αναγνωρίστηκε ως ελληνικής αρχής. Οι λέξεις αυτές μπορούν να γραφτούν με τον απλούστερο τρόπο, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα δάνεια.

            Παραδείγματα:
βίρα < βενετ. vira << αρχ. γῦρος
γκριφόν < γαλλ. griffon << αρχ. γρύψ, -πός
εστέτ < γαλλ. esthète << αρχ. αἰσθητικός
κολάζ < γαλλ. collage << αρχ. κόλλα
κολάν < γαλλ. collant << αρχ. κόλλα
κομεντί < γαλλ. comédie << αρχ. κωμῳδία
μπαλαντέρ < γαλλ. baladeur << αρχ. βαλλίζω
μπουτίκ < γαλλ. boutique << αρχ. ἀποθήκη
μπριγιάν < γαλλ. brillant << ελνστ. βήρυλλος
σπιράλ < γαλλ. spiral << αρχ. σπεῖρα
φαντεζί < γαλλ. fantaisie << αρχ. φαντασία

Εξαιρέσεις: π.χ. οξυζενέ (μεταφορά ελληνογενούς νεολογισμού), συνθεσάιζερ (βλ. κριτήριο 3β).

2.         Τα προσαρμοσμένα αντιδάνεια απλογραφούνται, όταν η συσχέτισή τους με την απώτερη ελληνική αρχή δεν είναι αισθητή στους ομιλητές. Πρόκειται για την πολυπληθέστερη ομάδα λέξεων.

Εφόσον οι συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκε το αντιδάνειο αντανακλούν κατά το πλείστον τη φωνητική ιστορία των ενδιαμέσων σταδίων και κατ’ εξοχήν της γλώσσας εισόδου, σπανίως οι ομιλητές είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τον επισκέπτη, δηλ. να προσδιορίσουν την ελληνική προέλευση και να συσχετίσουν τη λέξη με συγγενείς όρους. Τα εν λόγω αντιδάνεια μοιάζουν απομονωμένα στη συνείδηση των ομιλητών, διότι δεν εντάσσονται στα λεξικά πεδία των ομορρίζων τους. Συχνά το μόνο που μοιράζονται με την ελληνική λέξη από την οποία προέρχονται είναι ορισμένα φωνήματα που συνέβη να μην επηρεαστούν από την πολυδαίδαλη γλωσσική διαδρομή ή που φαίνονται παρόμοια, ενώ στην πραγματικότητα απηχούν την ιστορική φωνολογία των ενδιάμεσων γλωσσών. Οι λέξεις αυτές μπορούν να γραφτούν με τον απλούστερο τρόπο, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα δάνεια.

Παραδείγματα:
γκάμα < ιταλ. gamma < αρχ. γάμμα
γόμα < ιταλ. gomma << αρχ. κόμμι
γρέγος < βενετ. grego << αρχ. Γραικός
κανάτα (μεσν.) < μεσν. λατ. cannata << αρχ. κάννη (ομοίως όσα τελικώς ανάγονται στην ίδια αρχ. λέξη: κανέλα, κανελόνι, κανόνι, κάνουλα)
καρότο < ιταλ. carota << ελνστ. καρωτόν
μελόντικα < ιταλ. melodica << ελνστ. μελῳδικός
μπαλάντα < προβηγκ. balada << αρχ. βαλλίζω (ομοίως όσα τελικώς ανάγονται στην ίδια αρχ. λέξη: μπαλαρίνα, μπαλέτο, μπάλος)
μπριλάντι < ιταλ. brillante << ελνστ. βήρυλλος
παλάγκο < ιταλ. palanco << αρχ. φάλαγξ, -γγος
πιλότος < βενετ. piloto < μεσν. *πηδώτης
στιφάδο < βενετ. stufado << αρχ. τῦφος
τζίρος < ιταλ. giro << ελνστ. γῦρος
τσιρότο < ιταλ. cerotto << ελνστ. κηρωτόν
-έσα (μεσν. παραγωγικό τέρμα) < ιταλ. -essa << αρχ. -ισσα

3.         Η ετυμολογική γραφή μπορεί να προτιμηθεί, όταν υπάρχει ευδιάκριτη συσχέτιση του αντιδανείου με την ελληνική λέξη στην οποία ανάγεται ή με όρους τής ετυμολογικής της οικογένειας, καθώς και όταν ο σχηματισμός και η ιστορία τού αντιδανείου μετά την εκ νέου είσοδο στην Ελληνική καθιστούν την αναγνώριση προφανή. Στη μικρότερη αυτή ομάδα μπορούν να συγκαταλεχθούν ορισμένα αντιδάνεια υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α)        Η ιστορική γραφή υπάρχει ήδη στην ετυμολογική αλυσίδα, έχοντας έτσι μακρά ιστορία, που αποδεικνύει πρώιμη συνταύτιση με το υπόλοιπο λεξιλόγιο.

            Παραδείγματα:
κορώνα (μεσν.) < ιταλ. corona << αρχ. κορώνη
σκευρώνω (μεσν.) < σκευρίον < μεσν. λατ. sceurum << αρχ. σκεῦος
στρίγγλα (μεσν.) < υστερολατ. *strigula << αιτ. στρίγγα του ελνστ. *στρίγξ, -γγός

β)         Η συσχέτιση με ελληνικά ομόρριζα είναι ισχυρή είτε στο φωνητικό είτε στο σημασιολογικό γλωσσικό επίπεδο.

            Παραδείγματα:
γρύλος «τριζόνι» < ιταλ. grillo << αρχ. γρῦλος / γρύλλος
ρυζότο < ιταλ. risotto << ελνστ. ὄρυζα
σμυρίγλι < ιταλ. smeriglio << ελνστ. σμυρίς, -ίδος
συνθεσάιζερ < αγγλ. synthesiser << αρχ. σύνθεσις
φυντάνι < τουρκ. fıdan << μεσν. φυτόν

γ)         Το αντιδάνειο είναι λόγιος όρος ή σχηματίστηκε με λόγιο πρότυπο.

            Παραδείγματα:
γραικύλος < λατ. graeculus << αρχ. Γραικός
ελιξήριο < γαλλ. élixir << ελνστ. ξηρίον
εξωτικός < λατ. exoticus << ελνστ. ἐξωτικός
μωσαϊκό < ιταλ. mosaico << αρχ. Μοῦσα / Μῶσα (δωρ., πβ. μεσν. μωσαΐζω «κοσμώ με μωσαϊκό»)

δ)         Σε λίγες περιπτώσεις διττογραφιών η ετυμολογική γραφή θα μπορούσε να διατηρηθεί ή να ενισχυθεί, προκειμένου να εφαρμοστεί η αρχή τής ομοιομορφίας ή να μην επιβαρυνθεί τυχόν ομογραφία.

            Παραδείγματα:
γαρύφαλλο < μεσν. γαρόφαλ(λ)ον / γαρούφαλ(λ)ο / γαρυόφαλ(λ)ο < παλ. ιταλ. και γαλλ. τύποι (π.χ. garofalo) << ελνστ. καρυόφυλλον
τόννος «είδος ψαριού» < υστερολατ. tunnu(m) << αρχ. θύννος (προκειμένου να μη συγχέεται με τα ομώνυμα τόνος «τονικό σημείο» και τόνος «μονάδα βάρους»)
τσιγγούνης < τουρκ. çingene < μεσν. Τσιγγάνος


Με αυτές τις λίγες κατευθυντήριες γραμμές καταβλήθηκε προσπάθεια να εξεταστεί το ζήτημα της ορθογραφίας των αντιδανείων συνολικά και όσο το δυνατόν συστηματικότερα. Αν και πιθανώς μερικές περιπτώσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά, έχω τη γνώμη ότι η ταξινόμηση των κατηγοριών παρουσιάζει τις γλωσσολογικές αρχές με τρόπο λογικά εφαρμόσιμο. Στην πραγματικότητα, η ποικίλη σύσταση του νεοελληνικού λεξιλογίου και αυτή καθ’ αυτήν η ανόμοια διαδρομή των αντιδανείων φέρνουν στον νου χαλκογραφία εποχής που τείνει να αντιστέκεται σε κάθε εισήγηση, βρίσκοντας σε αυτήν ισχυρά αντίβαρα. Όπως σοφά λέει μια παλιά ασκεναζίτικη παροιμία, oyf itlekhn terets ken men gefinen a naye kashye, δηλ. θα υπάρχει πάντα μια καινούργια ερώτηση για κάθε απάντηση.


Βιβλιογραφικές αναφορές
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Α., 1985: «Πώς ορίζεται το αντιδάνειο;». ΜΕΓ 6, Θεσσαλονίκη, σ. 261-8
Βασμανόλη Ε., 2001: Οι αντιδάνειες λέξεις στη Νέα Ελληνική. Αθήνα (αδημοσίευτη διδ. διατριβή)
Dieterich K., 1901: «Zu den romanischen Lehnwörter im Neugriechischen». Byzantinische Zeitschrift 10, σ. 587-96
Ιορδανίδου Α., 2009: Το ταξίδι των λέξεων. Αθήνα: Άσπρη Λέξη
Maidhof A., 1931: Neugriechische Rückwanderer aus den romanischen Sprachen. Athen
Παπαναστασίου Γ., 2008: Νεοελληνική ορθογραφία. Θεσσαλονίκη. ΙΝΣ
Ράλλη Α., 2005: Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης

21/9/11

Η προσωπογραφία τού αντιδανείου

Verba pereunt et imputantur

Παρατηρώντας πριν από λίγους μήνες στο κάστρο Schönbrunn της Βιέννης τις όμορφες άμαξες από τον καιρό τής Μαρίας Θηρεσίας, αναρωτιόμουν πώς εξηγούσαν οι άνθρωποι της εποχής την οπτική ψευδαίσθηση που συχνά προκαλεί η κίνηση του ακτινωτού τροχού: όταν στρέφεται γρήγορα, οι ακτίνες του φαίνονται να γυρίζουν αντίστροφα.

Η ψευδαίσθηση της λέξης που επιστρέφει στην αφετηρία της ασκεί στο κοινό τη γοητεία που ανέκαθεν συνδεόταν με τις περιπέτειες ενός ταξιδιώτη, ο οποίος γυρίζει πίσω αλλαγμένος, αφού πολλών λαών ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω. Τέτοιες πολυταξιδεμένες λέξεις, κρίκοι αλυσίδας που μοιάζει να ανοίγει και να κλείνει με την ίδια γλώσσα, προκάλεσαν στους ιστορικούς γλωσσολόγους ισχυρή την εικόνα τής επιστροφής μετά από μακρά περιπλάνηση. Ως αποτέλεσμα, στις πρώτες μελέτες ελληνικού ενδιαφέροντος συναντούμε τους (γερμανικούς) όρους Rückwanderer, Zurückwanderer, Rückwanderungen (Τριανταφυλλίδης 1905, Maidhof 1920 και 1931), πράγμα που αντανακλάται επίσης στον αγγλικό όρο reborrowing, καθώς και στον ελληνικό αντιδάνειο.

Αντιδάνεια: Ταξιδεύτρες λέξεις

Η κίνηση αυτή του αντιδανείου προξενεί την ισχυρή ψευδαίσθηση της λέξης που επιστρέφει, ενώ στην πραγματικότητα προχωρεί προς τα εμπρός. Αντί να παρομοιάσουμε τη διαδικασία με κλειστή αλυσίδα, θα πλησιάσουμε περισσότερο στην αλήθεια βλέποντάς την σαν επιβάτη που, μετά από μεγάλο ταξίδι, επιστρέφει σε έναν από τους προηγούμενους σταθμούς του και κατεβαίνει εκεί ― αλλαγμένος ο ίδιος, όπως και το περιβάλλον του. Δεν είναι παράξενο ότι στη γαλλική κυρίως βιβλιογραφία τα αντιδάνεια αποκαλούνται συχνά ταξιδεύτρες λέξεις (mots voyageurs).

Τα ταξίδια αυτά δεν έχουν συγκεκριμένο αριθμό σταθμών ούτε καθορισμένο τέρμα. Αποτελούν σειρά δανείων, περισσότερο ή λιγότερο χρωματισμένων από κάθε ενδιάμεσο σταθμό, την οποία ο γλωσσολόγος συνενώνει αναδεικνύοντας τη συνέχεια των επεισοδίων στην ιστορία τής λέξεως. Οι παρατηρήσεις αυτές βοηθούν να διαλύσουμε την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα αντιδάνεια ανήκουν σε ορισμένη γλώσσα par droit de naissance. Η λέξη αναπτύσσεται ξεχωριστά σε κάθε αποδέκτρια γλώσσα, σχηματίζοντας νέα λεξικά και σημασιολογικά δίκτυα. Ως εκ τούτου, το αντιδάνειο είναι ουσιαστικά ένα ακόμη είδος λεξικού δανείου και όχι φυλή τής Διασποράς που παλιννοστεί, έχοντας προηγουμένως περιπλανηθεί αλλού.

Η παρακολούθηση της περιπλάνησης των αντιδανείων γοητεύει τον μελετητή και αυξάνει την εκτίμηση του ομιλητή για τη ζωντάνια τής επικοινωνίας. Δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τη γλωσσική συναλλαγή των λαών, των ταξιδιωτών, των τεχνιτών και των πραγμάτων, η οποία μετέτρεψε αρχαίους τεχνικούς όρους όπως π.χ. ο τῦφος σε νόμισμα επικοινωνίας, από το οποίο προέκυψαν ―με τη μεσολάβηση διαφόρων γλωσσών― το στιφάδο, η στόφα και η σόμπα. Ποικίλες σημασιολογικές αλλαγές στον χώρο τής Μεσογείου απέφεραν από το αρχ. χαλῶ ―με τη μεσολάβηση Ιταλών και Ενετών― αλιευτικούς όρους όπως οι λ. καλάρω και καλούμπα, ενώ από το αρχ. γῦρος τα σύγχρονα τζίρος και βίρα (τις άγκυρες, ως ναυτικό πρόσταγμα). Ελάχιστοι μη ειδικοί είναι σε θέση να ενώσουν τη γραμμή που συνέδεσε δύο κατηργημένες πια μονάδες, την αρχ. δραχμή και το μεσν. δράμι, με τη μεσολάβηση της Τουρκικής και της Αραβικής.

Αυτή η διαπιστωμένη κίνηση, που χαρακτηρίζει την επαφή των γλωσσών, συνιστά αυτοδικαίως και απόδειξη της ευρωστίας τους. Η μελέτη των αντιδανείων, αν πρόκειται να προσφέρει επιστημονικά τεκμηριωμένο όφελος, δεν αποσκοπεί στο να αναγάγει ακόμη μία λέξη στην αφετηρία της, αλλά κυρίως να καταδείξει με ποιον τρόπο τοκίστηκε το αρχικό κεφάλαιο και του δόθηκε καινούργια πνοή και ζωή.

Στο μελέτημά μου αυτό επιχειρώ να εξετάσω δύο πτυχές τής γοητευτικής προσωπογραφίας των αντιδανείων τής Ελληνικής: α) πώς ορίζονται, β) πώς ορθογραφούνται.

Πώς ορίζεται το αντιδάνειο

Ανεξάρτητα από όποια αυθόρμητη εντύπωση σχηματίζει ο μέσος ομιλητής για τις λέξεις και πέρα από τον αυθυπονόητο ενθουσιασμό που προκαλεί η αίσθηση βάθους τής ετυμολογικής αρχής, ο γλωσσολόγος χρειάζεται να λάβει υπ’ όψιν του δύο καίριες προϋποθέσεις:

Πρώτον, ότι ο αντιδανεισμός αφορά σε συνεχή αλυσίδα και όχι σε νεόπλαστους σχηματισμούς. Συνεπώς, τα αντιδάνεια δεν πρέπει να συγχέονται με τα νεοκλασικά σύνθετα (Ράλλη 2005) και ειδικότερα με τους ελληνογενείς ξένους όρους, δηλ. λέξεις που πλάστηκαν σε ξένες γλώσσες από ελληνικά συστατικά στοιχεία (π.χ. ηλεκτρισμός, βιολογία, όζον). Επιπλέον, δεν είναι αντιδάνεια λέξεις που αποτελούν αναβιωμένα αρχαία στοιχεία (προϊόντα λόγιου αναδανεισμού), τα οποία επανήλθαν σε χρήση μετά από απουσία αιώνων, για να αποδώσουν ξένους όρους ή να δηλώσουν εξ ολοκλήρου νέα αντικείμενα αναφοράς (π.χ. ανατομία, αεροπόρος, εφημερίδα). Με μία φράση, τα αντιδάνεια δεν είναι νεολογισμοί.

Δεύτερον, ότι ο αντιδανεισμός αποτελεί σύστημα ταξινομήσεως λεξικών δανείων με βάση τη μορφή, όχι τη σημασία (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1985, Βασμανόλη 2001). Εφόσον είναι βεβαιωμένο ότι μια λέξη έχει διατρέξει τη διαδρομή και επανέρχεται σε έναν από τους προηγούμενους σταθμούς της χωρίς να έχει μεσολαβήσει νεολογισμός, η σημασιολογική απόσταση δεν επηρεάζει την ένταξή της στην εν λόγω κατηγορία. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για δάνειο προσαρμοσμένο / μη προσαρμοσμένο (δηλ. ενταγμένο στο σύστημα της αποδέκτριας γλώσσας) ή κωδικοποιημένο / μη κωδικοποιημένο (δηλ. ενσωματωμένο στη γλωσσική νόρμα).

Στην πραγματικότητα, όπως καλά γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με την ετυμολογία, η αλλαγή σημασίας αποτελεί συνήθως τον κανόνα κυκλοφορίας τού αντιδανείου. Μόνο η γνώση των ειδικών πραγματολογικών και συμφραστικών συνθηκών μπορεί να εξηγήσει τη σημασιολογική πορεία που οδήγησε το αρχ. κόλαφος στο ν.ελλ. αντιδάνειο κουπόνι, το αρχ. παραβολή στο ν.ελλ. παλάβρα ή το αρχ. κρίκος στο ν.ελλ. τσίρκο. Η μεσολάβηση διαφορετικών γλωσσικών συστημάτων εισάγει τη λέξη σε νέα δίκτυα παραδειγματικών και συνταγματικών σχέσεων, με αποτέλεσμα οι κρίκοι τής αλυσίδας να σχηματίζονται ανόμοιοι.

Όταν οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν πληρούνται ή δεν έχουν αποσαφηνιστεί οι λεπτομέρειές τους, είναι δυνατόν να παρατηρηθεί κάποιας μορφής σύγχυση ως προς το τι χαρακτηρίζεται αντιδάνειο. Εξετάστε δύο παραδείγματα:

Η λ. φαντομάς στη σημασία «ασύλληπτος κακοποιός» χαρακτηρίζεται μερικές φορές αντιδάνειο (π.χ. Ιορδανίδου 2009). Αν όμως προσέξουμε καλύτερα το χρονικό τού σχηματισμού της, θα διαπιστώσουμε ότι έχει μεσολαβήσει νεολογισμός. Το 1911 οι συγγραφείς M. Allain και P. Souvestre έπλασαν το όνομα Fantômas για τον μυθιστορηματικό τους ήρωα που είχε αναπτύξει την ικανότητα να ξεφεύγει από την αστυνομία. Ο νεολογισμός στηρίχτηκε στη γαλλ. λ. fantôme, η οποία έχει την απώτερη αρχή της στο αρχ. φάντασμα, όμως είναι προφανές ότι η αλυσίδα που οδηγεί στην Ελληνική είναι ατελής, διότι δεν έχει επιστρέψει λέξη προερχόμενη από το γαλλ. fantôme, αλλά ένας λόγιος σχηματισμός πλασμένος με αυτήν ως πρότυπο. Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα, ο ταξιδιώτης που κατέβηκε στην αφετηρία δεν ήταν αυτός που είχε αναχωρήσει, έστω αλλαγμένος, αλλά κάποιος άλλος που του έμοιαζε. Για την Ελληνική, η λ. φαντομάς δεν είναι αντιδάνειο αλλά ελληνογενής ξένος όρος.

Προσέξτε τώρα την περίπτωση του όρου πέναλτι, ο οποίος διαδόθηκε στην Ελληνική όταν έγινε γνωστό το ποδόσφαιρο και η αυτονοήτως αγγλική ορολογία του. Ορισμένες φορές παρατηρείται δισταγμός στον χαρακτηρισμό τού εν λόγω όρου ως αντιδανείου (π.χ. ΛΚΝ). Αν αυτό είναι εσκεμμένο, ίσως οφείλεται στην αμηχανία που προκαλεί ένα δάνειο μη προσαρμοσμένο και σχετικώς πρόσφατα κωδικοποιημένο. Εντούτοις, η λέξη penalty υπήρχε ήδη στο αγγλικό λεξιλόγιο με τη σημ. «ποινή, τιμωρία» και προήλθε (μέσω της αγγλονορμανδικής γλώσσας) από μεσν. λατ. επίθετο, το οποίο ανάγεται στο λατ. pœna και περαιτέρω στο αρχ. ποινή. Δεν έχει μεσολαβήσει νεολογισμός, αλλά η ίδια η αγγλ. λ. penalty εξειδικεύτηκε στην ποδοσφαιρική χρήση, για να δηλώσει την «εσχάτη των ποινών». Η μεταβολή σημασίας και η παρατηρούμενη στένωση αποτελούν μέρος των αναμενόμενων αλλαγών που συμβαίνουν όταν ένα λεξικό δάνειο κωδικοποιείται στην αποδέκτρια γλώσσα. Επομένως, η λ. πέναλτι είναι αναμφισβήτητα αντιδάνειο.

Ο αναγνώστης ή ο φοιτητής τής ιστορικής γλωσσολογίας που θα ήθελε να εμβαθύνει και να εξασκηθεί περαιτέρω στην αναγνώριση των αντιδανείων, θα μπορούσε να ελέγξει, χωρίς άλλα δικά μου σχόλια, αν αποτελούν αντιδάνεια περιπτώσεις όπως οι ακόλουθες, έχοντας κατά νου τα κριτήρια που αναλύθηκαν εδώ: βασάλτης, κρέμα, μασίφ, πατέ, μετρό, σομιέ, χαοτικός, παλάγκο.

Αν το αντιδάνειο περιλαμβάνει κάποιου είδους επιστροφή στην αφετηρία τής λέξης, αποτυπώνεται αυτό στη γραπτή μορφή του; Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την ορθογραφία τού αντιδανείου; Ποιον ρόλο παίζει η αναγνώριση του αντιδανείου από τους ομιλητές, καθώς και η προσαρμογή του στο κλιτικό σύστημα; Τα κριτήρια που απορρέουν από τις σημαντικές αυτές ερωτήσεις θα εξεταστούν στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου.

[Στο τέλος τού δεύτερου άρθρου θα καταχωριστεί η σχετική βιβλιογραφία]

25/5/11

10ο Διεθνές Συνέδριο Γλωσσολογίας, Κομοτηνή, 1-4 Σεπτεμβρίου 2011


Το 10ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας διοργανώνεται εφέτος στην Κομοτηνή από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και θα πραγματοποιηθεί από 1 μέχρι 4 Σεπτεμβρίου 2011 Όπως συμβαίνει σε τέτοιου είδους σημαντικά συνέδρια, οι συμμετοχές καλύπτουν τόσο τη συγχρονία όσο και τη διαχρονία τής Ελληνικής, περιέχουν δε πολλές πρωτότυπες συνεισφορές και προσκεκλημένους ομιλητές εγνωσμένης κατάρτισης. Ολόκληρο το πρόγραμμα των ανακοινώσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του συνεδρίου και μπορεί να αναζητηθεί στην ετικέτα Συνέδριο στην κορυφή τής σελίδας.

Σε αυτό το συνέδριο συμμετέχω με την ανακοίνωσή μου «Η αόριστη αντωνυμία κάποιος: Ο σχηματισμός και η λειτουργία της στη Μεσαιωνική Ελληνική». Ακολουθεί σύντομη περίληψή της για τους αναγνώστες που πιθανώς ενδιαφέρονται.

Η αόριστη αντωνυμία κάποιος: Ο σχηματισμός και η λειτουργία της στη Μεσαιωνική Ελληνική

Το σύνθετο σύστημα των αορίστων αντωνυμιών και επιρρημάτων τής Μεσαιωνικής Ελληνικής δομήθηκε σε δύο βασικές κατηγορίες: α) σε αοριστολογικούς τύπους που έχουν την αφετηρία τους στο αρχαίο μόριο κἄν, π.χ. κάποιος, κάπου, κάποτε, κανείς, κανένας κτλ., β) σε αοριστολογικούς τύπους που έχουν την αφετηρία τους σε αρχαία αναφορικά στοιχεία, όπως η αντωνυμία ὁποῖος, π.χ. ὅποιος, ὅπου, ὅποτε, ὅπως κτλ. Οι νέοι αοριστολογικοί τύποι αντικατέστησαν το αρχ. τις στις σημασίες «κάποιος» και «οποιοσδήποτε».

Στην ανακοίνωση αυτήν εξετάζονται:
1) Η βαθμιαία εμφάνιση των αοριστολογικών τύπων με αφετηρία το μόριο κἄν και η ανάληψη του αντωνυμικού τους ρόλου.
2) Το δυσεπίλυτο ετυμολογικό πρόβλημα της απουσίας οποιουδήποτε ίχνους τού -ν στους αοριστολογικούς τύπους κά-ποιος, κά-που, κά-ποτε, κά-τι κ.ά. (αλλά κάμ-ποσος).
3) Οι συγχρονικές ποικιλίες με προθεματικό ὁ-, π.χ. ὁκάποιος, ὁκάποτε, ὁκάτι, ὁκά(μ)ποσος κτλ.

Στην εξέταση αυτή λαμβάνονται υπ’ όψιν τόσο τα δημώδη κείμενα όσο και λογιότερα έγγραφα από τα αρχειακά στοιχεία τής μεσαιωνικής γλώσσας, που μας επιτρέπουν να αποκτήσουμε καθαρότερη εικόνα τής λειτουργίας των αορίστων αντωνυμιών.

10/2/11

Η διατροφική παράδοση στην Ελλάδα

Μετά την ιδιαίτερα επιτυχημένη εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου τού Γ. Ρηγάτου Η διατροφική παράδοση στην Ελλάδα, αρκετοί φίλοι και μέλη τού ακροατηρίου ζήτησαν να έχουν γραπτώς το κείμενο της ομιλίας μου, μέχρις ότου τυπωθεί. Τους ευχαριστώ θερμά για το ενδιαφέρον τους. Η μικρή αυτή συμβολή ακολουθεί ευθύς αμέσως.





Μερικές φορές η ομορφιά μπορεί να ανακαλυφθεί. Άλλες παλι μπορεί να δημιουργηθεί. Συχνά όμως πρέπει και να ανακαλυφθεί και να δημιουργηθεί. Έτσι συμβαίνει π.χ. με τους πολύτιμους λίθους. Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να ανακαλυφθούν. Όμως ακόμη και τότε, μοιάζουν με πρώτη ματιά σαν μια χούφτα γυαλί. Η κρυμμένη τους ομορφιά, η εσωτερική τους λάμψη, πρέπει να αναδειχθεί, να ξαναδημιουργηθεί από έμπειρο τεχνίτη.

Η ισχυρή παράδοση και η πλούσια γραμματεία προκαλούν αμηχανία με την κρυμμένη τους ομορφιά. Αντικρίζοντας τα ίχνη της, πολλοί δεν ξέρουν πώς να την αντιμετωπίσουν, πώς να τη διαβάσουν, τι να ζητήσουν.

Στο βιβλίο του Η διατροφική παράδοση στην Ελλάδα ο κ. Ρηγάτος ανακαλύπτει ένα προς ένα τα αποτυπώματα του πολιτισμού τής διατροφής και περιγράφει τη διαδρομή τους. Οι γνώσεις και οι αντιλήψεις των ανθρώπων για ό,τι μπαίνει στο τραπέζι τους έχουν αφήσει αναρίθμητα ίχνη στη γραμματεία, στη γλώσσα, σε εμάς τους ίδιους. Ο συγγραφέας, όμως, ξέρει πώς να τα διαβάσει. Τα ανακαλύπτει, τα αφήνει να ξετυλίξουν την ιστορία τους και αναδεικνύει το κρυμμένο τους φως, για να δείξει, όχι πώς να επιστρέψουμε εκεί, αλλά πώς έφτασαν στα πόδια μας. Αυτό εξάλλου συνιστά τη βασική διαφορά ανάμεσα στην αρχαιογνωσία και την αρχαιολατρία.

Έχοντας αυτό υπ’ όψιν, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σας σε τρία ουσιώδη ερωτήματα που απορρέουν, καθώς πιστεύω, από αυτό το αξιόλογο βιβλίο: Πρώτον, πώς σχηματίζονται αυτά τα πολιτιστικά αποτυπώματα και γιατί έχουν τέτοιο βάθος; Δεύτερον, τι μαθαίνουμε από αυτά για τους ανθρώπους που τα άφησαν; Τέλος, τι μαθαίνουμε από αυτά για εμάς, αν και ζούμε τόσους αιώνες αργότερα;


Για να μείνει ένα ίχνος στην αμμουδιά και να μην το σβήσει εντελώς η θάλασσα, ένας μόνο τρόπος υπάρχει: να ξαναπατηθεί―πολλές φορές. Με αυτή την εικόνα μπορούμε να παραστήσουμε τη θεωρία που είχε αναπτύξει ο Αριστοτέλης σχετικά με τη διαμόρφωση της πολιτιστικής παράδοσης, τη θεωρία τής ανακυκλήσεως. Πίστευε ότι τα πολιτιστικά στοιχεία περνούν μέσα από τη διαδρομή τής φθοράς και της αναδημιουργίας, ότι οι γνώμες, οι αντιλήψεις και οι πεποιθήσεις έχουν πλαστεί ξανά και ξανά. Έγραφε πως ό,τι βλέπουμε, όποια ίχνη συναντούμε, είναι κατάλοιπα, λείψανα ή εγκαταλείμματα που επαναλαμβάνονται όμοια ή αλλοιωμένα άπειρες φορές.

Εξετάστε ένα παράδειγμα. Ο κ. Ρηγάτος στρέφει επιδέξια τον φακό στη θεωρία τής χυμοπαθολογίας. Σύμφωνα με αντιλήψεις δημοφιλείς στην αρχαιότητα, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά τού ανθρώπου ρυθμίζονταν από τον βαθμό αναμίξεως τεσσάρων βασικών χυμών τού σώματος. Αυτοί είναι το φλέγμα, η χολή, η μέλαινα χολή και το αίμα. Σκοπός τής διατροφής ήταν να διασφαλίσει την ισορροπία τους, που αν διαταρασσόταν προκαλούσε αδιαθεσία και αρρώστιες. Γι’ αυτό οι γιατροί συνέστηναν, από την αρχαιότητα μέχρι όχι πολύ παλιά, καθάρσεις, εφιδρώσεις και αφαιμάξεις, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία.

Ποιοι πάτησαν σε αυτό το ίχνος τόσο ώστε να ριζώσει στις πεποιθήσεις; Μεταξύ άλλων ο Ιπποκράτης, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης, ο Γαληνός, τα μηνολόγια του μεσαίωνα, πρακτικοί ακόμη γιατροί τού 17ου αι.

Μήπως σας φαίνονται μακρινές αυτές οι αντιλήψεις; Όμως, μερικές φορές δικαιολογούμε την καλή υγεία κάποιου λέγοντας ότι έχει γερή ή καλή κράση, χωρίς να αναλογιζόμαστε ότι κρᾶσις σήμαινε αρχικά «ανάμιξη, ανακάτεμα χυμών σώματος» και χωρίς ίσως να μας περνά από τον νου ότι αυτή η μικρή λέξη είναι καλά κρυμμένη στο σύνθετο ιδιοσυγκρασία, που δηλώνει τον χαρακτήρα κάποιου. Άλλοτε ονομάζουμε την κακή διάθεση ή τη σκυθρωπότητα μελαγχολία, σαν να νομίζουμε ότι κάποιος είναι γεμάτος από μέλαινα χολή. Ο απαθής ή ψύχραιμος λέγεται κάποτε φλεγματικός, σαν να αντηχεί ακόμη στα αφτιά μας ο λόγος τού Αριστοτέλη, ότι από τους ανθρώπινους χυμούς το φλέγμα είναι ο πιο ψυχρός. Ίσως τώρα κατανοούμε επίσης γιατί λέμε για κάποιον ότι στάζει χολή, όταν είναι πολύ θυμωμένος ή κάνει δηλητηριώδη σχόλια.

Η αντίληψη της χυμοπαθολογίας είναι πολυταξιδεμένη. Οι Ρωμαίοι την απέδωσαν με τη λατινική λέξη temperamentum «ανάμιξη – κράση, ιδιοσυγκρασία» και μέσω των ρομανικών γλωσσών ήρθε στα Ελληνικά ένα ακόμη συνώνυμο, το ταμπεραμέντο. Οι Ρωμαίοι είχαν μία ακόμη συνώνυμη λέξη, το λατ. umor «υγρό – (ειδικότ.) καθένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος». Τον 16ο αι. η αγγλονορμανδική τάξη στη Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποίησε ένα παράγωγο αυτής της λέξης, για να δηλώσει τη διάθεση, συγκεκριμένα την ευχάριστη, πρόσχαρη διάθεση που υποτίθεται ότι προκαλεί η ισορροπία των χυμών. Είναι το γνωστό μας χιούμορ.

Δεν συμφωνείτε ότι τα εγκαταλείμματα, αν και βασίζονταν σε εσφαλμένη αντίληψη, άφησαν βαθύ αποτύπωμα στον χρόνο;


Αποτυπώματα υπάρχουν επειδή κάποιοι τα άφησαν. Το βιβλίο έρχεται τώρα να μας τους συστήσει και να μας μιλήσει για τους φορείς τους, για τους ανθρώπους που τα είχαν υιοθετήσει.

Ό,τι υπήρχε στο τραπέζι απασχολούσε τις συζητήσεις και επηρέαζε τις ιδέες. Δεν απορούμε ότι στην εποχή τού Ιπποκράτη η λ. δίαιτα, που αρχικά σήμαινε «τρόπος ζωής», αρχίζει σταδιακά να σημαίνει «τρόπος διατροφής». Στο βιβλίο διαβάζουμε πώς ήταν οργανωμένα τα συμπόσια, τι καθόριζε την επιτυχία τους και γιατί μερικά στάθηκαν αφορμή για γόνιμες συζητήσεις ή λογοτεχνικές βραδιές. Συναντούμε έναν γιατρό από την Αλεξάνδρεια, σύγχρονο του Γαληνού, που ήταν χορτοφάγος και δεν άναβε ποτέ φωτιά ετοιμάζοντας φαγητό. Βλέπουμε γυναίκες τής ελληνιστικής εποχής να αλέθουν κουκκιά και κατόπιν να χρησιμοποιούν το αλεύρι τους ως καλλυντικό και καθαριστικό τού προσώπου. Παρακολουθούμε τον Ορειβάσιο, αρχίατρο του αυτοκράτορα Ιουλιανού, να συγκεντρώνει σε εβδομήντα βιβλία τις υπάρχουσες ιατρικές και διατροφικές γνώσεις, μένοντας ο ίδιος στο παρασκήνιο και αποταμιεύοντας σοφία που κινδύνευε να λησμονηθεί. Σχεδόν αισθανόμαστε τη λύπη τού Προδρόμου, επειδή δαπάνησε τη ζωή του για να μάθει γράμματα, απλώς για να διαπιστώσει ότι δεν του εξασφαλίζουν τον επιούσιο, σχεδόν τον ακούμε να παραπονείται ότι ἀφοῦ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης, ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τὴν μάνναν.

Ο κ. Ρηγάτος αφηγείται αυτές τις ιστορίες για ανθρώπους που μας έμοιαζαν τόσο πολύ, που είχαν τις ίδιες ανησυχίες με εμάς, χωρίς να τους κολακεύει ή να τους μειώνει. Αφήνει τα κείμενα να έρθουν στην επιφάνεια και να επιπλεύσουν, χωρίς να τα επιβαρύνει με άσκοπα ή βαρύγδουπα σχόλια.

Και αυτό μας φέρνει στο εξής ζήτημα. Στα κείμενα δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα τα ίχνη των ανθρώπων που τα άφησαν. Καθώς τα παρακολουθούμε, φαίνεται σαν να βρισκόμαστε σε μια πολυσύχναστη παραλία, με πολλές πατημασιές πάνω στην υγρή άμμο, ίχνη που διασταυρώνονται μεταξύ τους, μαζί και με τα δικά μας. Υπάρχει τρόπος να εξακριβώσουμε ποια είναι αυτά που παρακολουθούμε; Ναι, αν τα έχουμε μελετήσει τόσο συστηματικά, ώστε να γνωρίζουμε ή να μαντέψουμε σωστά πού κατευθύνονται, ποιος είναι ο στόχος τους.

Μερικά πολιτιστικά στοιχεία τής διατροφικής παράδοσης ενδέχεται να μας ξεγελάσουν αν δεν ξέρουμε πώς να τα παρακολουθήσουμε, προς τα πού να κοιτάξουμε.

Πάρτε ως παράδειγμα τις θυσίες ζώων ως λατρευτικό θεσμό, παράδοση ισχυρή με την οποία ασχολείται ο κ. Ρηγάτος στο βιβλίο του. Ίσως προξενεί απορία σε μερικούς ότι οι θυσίες αυτές σπανίως ήταν ολοκαυτωματικές, δηλ. προσφορές ολόκληρου του σφαγμένου ζώου. Σε πολλές περιπτώσεις, μέρος τού ζώου καιγόταν στη φωτιά, ενώ τα υπόλοιπα κομμάτια τα έτρωγαν όσοι τα προσέφεραν. Αυτό συνέβη π.χ. στην εξευμενιστική θυσία που περιγράφει ο Όμηρος ότι προσέφεραν οι Αχαιοί προς τον Απόλλωνα, για να σταματήσει τον λοιμό εξαιτίας τής προσβολής τής Χρυσηίδας.

Το βιβλίο μάς δείχνει προς τα πού να κοιτάξουμε. Εξηγεί ότι σκοπός των θυσιών ήταν η δημιουργία, η διατήρηση ή η αποκατάσταση αγαθής σχέσης ανάμεσα στη θεότητα και στον άνθρωπο. Όταν, επομένως, κάποιος προσέφερε θυσία και κατόπιν έτρωγε το υπόλοιπο, στην ουσία προσκαλούσε τη θεότητα σε κοινό γεύμα, κάτι που υποδήλωνε ειρήνη, εμπιστοσύνη, φιλία. Πρόκειται για τον τύπο των προσφορών συμμετοχής, που μας είναι γνωστός και από την εβραϊκή Βίβλο. Μία σκέψη: Θα μας ήταν δύσκολο να φανταστούμε στενή φιλική σχέση με κάποιον με τον οποίο δεν έχουμε ποτέ μοιραστεί ένα γεύμα, δεν συμφωνείτε;


Αυτά τα ίχνη που περιγράφονται τόσο παραστατικά στο βιβλίο φτάνουν κάποτε και σε εμάς. Και εδώ βρίσκεται το τρίτο στοιχείο που δικαιούται λίγη από την προσοχή μας. Τι μπορούμε να μάθουμε από τα πολιτιστικά κρυσταλλώματα του παρελθόντος;

Ας γυρίσουμε τώρα τον φακό σε εμάς, χρησιμοποιώντας ένα από τα παραδείγματα που υπάρχουν στο βιβλίο.

Στην ελληνική διατροφική παράδοση έπαιζε ανέκαθεν σπουδαίο ρόλο το ψωμί. Τουλάχιστον δεκαπέντε είδη άρτου περιγράφει ο Ιπποκράτης στα έργα του και σε κάθε βήμα τού ανθρώπου το σιτάρι, το αλεύρι και το ψωμί βρίσκονται στη βάση τής διατροφής. Ποια όμως διατροφική ουσία νομίζετε ότι θεωρούσαν οι αρχαίοι μέτρο πολιτισμού; Μήπως κάποιο είδος κρέατος ή ψαριού; Κάποιον καρπό; Ίσως το γάλα ή το τυρί; Μήπως τον οίνο; Μήπως κάποιο από τα τριάντα λαχανικά που καταγράφει ο Μιχαήλ Ψελλός;

Στην Οδύσσεια διαβάζουμε ότι επρόκειτο για ένα απλό, ταπεινό κρυσταλλικό καρύκευμα, το αλάτι. Θεωρούσαν απολίτιστους όσους δεν το χρησιμοποιούσαν στο φαγητό.

Γιατί είχαν το αλάτι σε τόση υπόληψη; Όχι μόνο επειδή έδινε γεύση στα τρόφιμα. Κυρίως επειδή είναι συντηρητικό, επειδή προστατεύει από τη φθορά και τη σήψη. Δεν απορούμε ότι, εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών του, το αλάτι ως στοιχείο τής κοινωνίας τής τραπέζης (Ν. Πολίτης) συμβόλιζε σταθερότητα, μονιμότητα, αξιοπιστία. Γι’ αυτό, σε διάφορους πολιτισμούς, όταν συνάπτονταν συμφωνίες, οι συμβαλλόμενοι γευμάτιζαν μαζί τρώγοντας και αλάτι, έτρωγαν ψωμί και αλάτι, πράγμα που αποτελούσε υπόσχεση πιστότητας, αμοιβαία δέσμευση. Στη Βίβλο οι Εβδομήκοντα απέδωσαν αυτή τη διαδικασία με τη φράση διαθήκη ἁλός «συνθήκη αλατιού».

Όταν χρησιμοποιούμε λοιπόν τη φράση φάγαμε μαζί ψωμί και αλάτι, έχουμε στον νου μας, όχι ένα πλούσιο τραπέζι, αλλά κάποιον παλιό, δοκιμασμένο, έμπιστο φίλο. Αυτό το όμορφο ίχνος φέρνει μαζί του ένα ισχυρό μάθημα από το παρελθόν: ότι έχει πάντοτε σημασία να είμαστε αξιόπιστοι φίλοι και ότι η φράση αυτή αποκτά περισσότερο νόημα όταν την πουν για εμάς οι άλλοι…


Πράγματι, δεν είναι εύκολο να προσεγγίσουμε αμέσως κείμενα και πολιτιστικά στοιχεία που έχουν την αφετηρία τους σε τόσο ισχυρή παράδοση. Είναι σαν να προσπαθούμε να ανοίξουμε μια πόρτα που έχει πολύ καιρό να χρησιμοποιηθεί. Την πρώτη φορά χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, η πόρτα τρίζει και οι μεντεσέδες τρίβονται από τη σκουριά. Αν όμως τη χρησιμοποιούμε συχνά, αν τη συντηρούμε και λαδώνουμε τον μηχανισμό της, η πόρτα θα ανοίγει ευκολότερα.

Το βιβλίο τού κ. Ρηγάτου μάς πείθει ότι αυτή η δύσκολη επικοινωνία αξίζει την προσπάθεια, την επανειλημμένη προσπάθεια. Ότι με αυτή την επαφή ασκούμε την αισθητική αντίληψη, την ικανότητα της σκέψης και της καλής κρίσης. Και ότι ανακαλύπτοντας ξανά την κρυμμένη ομορφιά, μαθαίνουμε πώς να τη δημιουργούμε.

18/1/11

Γλώσσα και διατροφή

Erst kommt das Fressen, dann kommt die Moral, έγραφε ο Μπρεχτ στην Όπερα της πεντάρας. Αν μείνουμε μόνο στον χρονικό χαρακτήρα αυτής της πρότασης, οπωσδήποτε θα εκπλαγούμε παρατηρώντας πώς και σε ποιον βαθμό αυτή η βασική ανάγκη για τροφή έχει επηρεάσει τον τρόπο ομιλίας μας. Αν αναλογιστούμε ότι τα πρώτα γραπτά μνημεία τής Ελληνικής είναι κατάλογοι κυρίως τροφίμων (της Μυκηναϊκής εποχής, π.χ. μέλι, σίτος, λάδι), θα εντυπωσιαστούμε ακόμη περισσότερο όταν συνειδητοποιήσουμε ότι το διατροφικό λεξιλόγιο έχει διεισδύσει σε αναρίθμητους τομείς τής ομιλίας, επεκτείνοντας το γνωσιακό του πεδίο και αφήνοντας το αποτύπωμά του στη σκέψη.

Στοιχεία για αυτή τη συναρπαστική πορεία παρουσιάζει ο καθηγητής κ. Γεράσιμος Ρηγάτος στο καινούργιο βιβλίο του Η διατροφική παράδοση στην Ελλάδα. Ιστορικές και πολιτιστικές διαδρομές (Αθήνα 2010, Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις). Οι διατροφικές αντιλήψεις και συνήθειες των ομηρικών χρόνων, της ιπποκρατικής εποχής, οι συμβουλές τού Γαληνού, του Ορειβασίου και μεταγενέστερων ιατρών, τα συμπόσια και οι παράσιτοι, τα μηνολόγια και τα προδρομικά τού μεσαίωνα συναθροίζονται σε ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα, που ξεκινάει από τη διατροφή και καταλήγει πάντοτε στη γλώσσα.

Στις 8 Φεβρουαρίου 2011, ώρα 20.00, το βιβλίο αυτό παρουσιάζεται σε εκδήλωση που πραγματοποιείται στη Στοά τού Βιβλίου. Αντιγράφω το δελτίο τύπου προς ενημέρωση των αγαπητών αναγνωστών, οι οποίοι είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτοι και θέλω να πιστεύω ότι θα θεωρήσουν πως αξίζει λίγο από τον χρόνο τους.


Η Διατροφική Παράδοση
στην Ελλάδα
IΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

του Γεράσιμου Α. Ρηγάτου,

την Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011
και ώρα 20.00


στην Αίθουσα Λόγου και Τέχνης
στη Στοά του Βιβλίου
Πεσμαζόγλου 5 & Σταδίου, Αθήνα


ΟΜΙΛΗΤΕΣ


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΟΥΣΟΣ
Καθηγητής Παιδιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών,
Διευθυντής Κλινικής, Νοσοκομείο Παίδων «H Αγία Σοφία»


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΙΟΥΣΗΣ
Δημοσιογράφος, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΩΥΣΙΑΔΗΣ
Δρ Γλωσσολογίας, Κέντρο Λεξικολογίας


Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει η ηθοποιός
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΙΑΝ