21/9/11

Η προσωπογραφία τού αντιδανείου

Verba pereunt et imputantur

Παρατηρώντας πριν από λίγους μήνες στο κάστρο Schönbrunn της Βιέννης τις όμορφες άμαξες από τον καιρό τής Μαρίας Θηρεσίας, αναρωτιόμουν πώς εξηγούσαν οι άνθρωποι της εποχής την οπτική ψευδαίσθηση που συχνά προκαλεί η κίνηση του ακτινωτού τροχού: όταν στρέφεται γρήγορα, οι ακτίνες του φαίνονται να γυρίζουν αντίστροφα.

Η ψευδαίσθηση της λέξης που επιστρέφει στην αφετηρία της ασκεί στο κοινό τη γοητεία που ανέκαθεν συνδεόταν με τις περιπέτειες ενός ταξιδιώτη, ο οποίος γυρίζει πίσω αλλαγμένος, αφού πολλών λαών ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω. Τέτοιες πολυταξιδεμένες λέξεις, κρίκοι αλυσίδας που μοιάζει να ανοίγει και να κλείνει με την ίδια γλώσσα, προκάλεσαν στους ιστορικούς γλωσσολόγους ισχυρή την εικόνα τής επιστροφής μετά από μακρά περιπλάνηση. Ως αποτέλεσμα, στις πρώτες μελέτες ελληνικού ενδιαφέροντος συναντούμε τους (γερμανικούς) όρους Rückwanderer, Zurückwanderer, Rückwanderungen (Τριανταφυλλίδης 1905, Maidhof 1920 και 1931), πράγμα που αντανακλάται επίσης στον αγγλικό όρο reborrowing, καθώς και στον ελληνικό αντιδάνειο.

Αντιδάνεια: Ταξιδεύτρες λέξεις

Η κίνηση αυτή του αντιδανείου προξενεί την ισχυρή ψευδαίσθηση της λέξης που επιστρέφει, ενώ στην πραγματικότητα προχωρεί προς τα εμπρός. Αντί να παρομοιάσουμε τη διαδικασία με κλειστή αλυσίδα, θα πλησιάσουμε περισσότερο στην αλήθεια βλέποντάς την σαν επιβάτη που, μετά από μεγάλο ταξίδι, επιστρέφει σε έναν από τους προηγούμενους σταθμούς του και κατεβαίνει εκεί ― αλλαγμένος ο ίδιος, όπως και το περιβάλλον του. Δεν είναι παράξενο ότι στη γαλλική κυρίως βιβλιογραφία τα αντιδάνεια αποκαλούνται συχνά ταξιδεύτρες λέξεις (mots voyageurs).

Τα ταξίδια αυτά δεν έχουν συγκεκριμένο αριθμό σταθμών ούτε καθορισμένο τέρμα. Αποτελούν σειρά δανείων, περισσότερο ή λιγότερο χρωματισμένων από κάθε ενδιάμεσο σταθμό, την οποία ο γλωσσολόγος συνενώνει αναδεικνύοντας τη συνέχεια των επεισοδίων στην ιστορία τής λέξεως. Οι παρατηρήσεις αυτές βοηθούν να διαλύσουμε την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα αντιδάνεια ανήκουν σε ορισμένη γλώσσα par droit de naissance. Η λέξη αναπτύσσεται ξεχωριστά σε κάθε αποδέκτρια γλώσσα, σχηματίζοντας νέα λεξικά και σημασιολογικά δίκτυα. Ως εκ τούτου, το αντιδάνειο είναι ουσιαστικά ένα ακόμη είδος λεξικού δανείου και όχι φυλή τής Διασποράς που παλιννοστεί, έχοντας προηγουμένως περιπλανηθεί αλλού.

Η παρακολούθηση της περιπλάνησης των αντιδανείων γοητεύει τον μελετητή και αυξάνει την εκτίμηση του ομιλητή για τη ζωντάνια τής επικοινωνίας. Δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τη γλωσσική συναλλαγή των λαών, των ταξιδιωτών, των τεχνιτών και των πραγμάτων, η οποία μετέτρεψε αρχαίους τεχνικούς όρους όπως π.χ. ο τῦφος σε νόμισμα επικοινωνίας, από το οποίο προέκυψαν ―με τη μεσολάβηση διαφόρων γλωσσών― το στιφάδο, η στόφα και η σόμπα. Ποικίλες σημασιολογικές αλλαγές στον χώρο τής Μεσογείου απέφεραν από το αρχ. χαλῶ ―με τη μεσολάβηση Ιταλών και Ενετών― αλιευτικούς όρους όπως οι λ. καλάρω και καλούμπα, ενώ από το αρχ. γῦρος τα σύγχρονα τζίρος και βίρα (τις άγκυρες, ως ναυτικό πρόσταγμα). Ελάχιστοι μη ειδικοί είναι σε θέση να ενώσουν τη γραμμή που συνέδεσε δύο κατηργημένες πια μονάδες, την αρχ. δραχμή και το μεσν. δράμι, με τη μεσολάβηση της Τουρκικής και της Αραβικής.

Αυτή η διαπιστωμένη κίνηση, που χαρακτηρίζει την επαφή των γλωσσών, συνιστά αυτοδικαίως και απόδειξη της ευρωστίας τους. Η μελέτη των αντιδανείων, αν πρόκειται να προσφέρει επιστημονικά τεκμηριωμένο όφελος, δεν αποσκοπεί στο να αναγάγει ακόμη μία λέξη στην αφετηρία της, αλλά κυρίως να καταδείξει με ποιον τρόπο τοκίστηκε το αρχικό κεφάλαιο και του δόθηκε καινούργια πνοή και ζωή.

Στο μελέτημά μου αυτό επιχειρώ να εξετάσω δύο πτυχές τής γοητευτικής προσωπογραφίας των αντιδανείων τής Ελληνικής: α) πώς ορίζονται, β) πώς ορθογραφούνται.

Πώς ορίζεται το αντιδάνειο

Ανεξάρτητα από όποια αυθόρμητη εντύπωση σχηματίζει ο μέσος ομιλητής για τις λέξεις και πέρα από τον αυθυπονόητο ενθουσιασμό που προκαλεί η αίσθηση βάθους τής ετυμολογικής αρχής, ο γλωσσολόγος χρειάζεται να λάβει υπ’ όψιν του δύο καίριες προϋποθέσεις:

Πρώτον, ότι ο αντιδανεισμός αφορά σε συνεχή αλυσίδα και όχι σε νεόπλαστους σχηματισμούς. Συνεπώς, τα αντιδάνεια δεν πρέπει να συγχέονται με τα νεοκλασικά σύνθετα (Ράλλη 2005) και ειδικότερα με τους ελληνογενείς ξένους όρους, δηλ. λέξεις που πλάστηκαν σε ξένες γλώσσες από ελληνικά συστατικά στοιχεία (π.χ. ηλεκτρισμός, βιολογία, όζον). Επιπλέον, δεν είναι αντιδάνεια λέξεις που αποτελούν αναβιωμένα αρχαία στοιχεία (προϊόντα λόγιου αναδανεισμού), τα οποία επανήλθαν σε χρήση μετά από απουσία αιώνων, για να αποδώσουν ξένους όρους ή να δηλώσουν εξ ολοκλήρου νέα αντικείμενα αναφοράς (π.χ. ανατομία, αεροπόρος, εφημερίδα). Με μία φράση, τα αντιδάνεια δεν είναι νεολογισμοί.

Δεύτερον, ότι ο αντιδανεισμός αποτελεί σύστημα ταξινομήσεως λεξικών δανείων με βάση τη μορφή, όχι τη σημασία (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1985, Βασμανόλη 2001). Εφόσον είναι βεβαιωμένο ότι μια λέξη έχει διατρέξει τη διαδρομή και επανέρχεται σε έναν από τους προηγούμενους σταθμούς της χωρίς να έχει μεσολαβήσει νεολογισμός, η σημασιολογική απόσταση δεν επηρεάζει την ένταξή της στην εν λόγω κατηγορία. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για δάνειο προσαρμοσμένο / μη προσαρμοσμένο (δηλ. ενταγμένο στο σύστημα της αποδέκτριας γλώσσας) ή κωδικοποιημένο / μη κωδικοποιημένο (δηλ. ενσωματωμένο στη γλωσσική νόρμα).

Στην πραγματικότητα, όπως καλά γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με την ετυμολογία, η αλλαγή σημασίας αποτελεί συνήθως τον κανόνα κυκλοφορίας τού αντιδανείου. Μόνο η γνώση των ειδικών πραγματολογικών και συμφραστικών συνθηκών μπορεί να εξηγήσει τη σημασιολογική πορεία που οδήγησε το αρχ. κόλαφος στο ν.ελλ. αντιδάνειο κουπόνι, το αρχ. παραβολή στο ν.ελλ. παλάβρα ή το αρχ. κρίκος στο ν.ελλ. τσίρκο. Η μεσολάβηση διαφορετικών γλωσσικών συστημάτων εισάγει τη λέξη σε νέα δίκτυα παραδειγματικών και συνταγματικών σχέσεων, με αποτέλεσμα οι κρίκοι τής αλυσίδας να σχηματίζονται ανόμοιοι.

Όταν οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν πληρούνται ή δεν έχουν αποσαφηνιστεί οι λεπτομέρειές τους, είναι δυνατόν να παρατηρηθεί κάποιας μορφής σύγχυση ως προς το τι χαρακτηρίζεται αντιδάνειο. Εξετάστε δύο παραδείγματα:

Η λ. φαντομάς στη σημασία «ασύλληπτος κακοποιός» χαρακτηρίζεται μερικές φορές αντιδάνειο (π.χ. Ιορδανίδου 2009). Αν όμως προσέξουμε καλύτερα το χρονικό τού σχηματισμού της, θα διαπιστώσουμε ότι έχει μεσολαβήσει νεολογισμός. Το 1911 οι συγγραφείς M. Allain και P. Souvestre έπλασαν το όνομα Fantômas για τον μυθιστορηματικό τους ήρωα που είχε αναπτύξει την ικανότητα να ξεφεύγει από την αστυνομία. Ο νεολογισμός στηρίχτηκε στη γαλλ. λ. fantôme, η οποία έχει την απώτερη αρχή της στο αρχ. φάντασμα, όμως είναι προφανές ότι η αλυσίδα που οδηγεί στην Ελληνική είναι ατελής, διότι δεν έχει επιστρέψει λέξη προερχόμενη από το γαλλ. fantôme, αλλά ένας λόγιος σχηματισμός πλασμένος με αυτήν ως πρότυπο. Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα, ο ταξιδιώτης που κατέβηκε στην αφετηρία δεν ήταν αυτός που είχε αναχωρήσει, έστω αλλαγμένος, αλλά κάποιος άλλος που του έμοιαζε. Για την Ελληνική, η λ. φαντομάς δεν είναι αντιδάνειο αλλά ελληνογενής ξένος όρος.

Προσέξτε τώρα την περίπτωση του όρου πέναλτι, ο οποίος διαδόθηκε στην Ελληνική όταν έγινε γνωστό το ποδόσφαιρο και η αυτονοήτως αγγλική ορολογία του. Ορισμένες φορές παρατηρείται δισταγμός στον χαρακτηρισμό τού εν λόγω όρου ως αντιδανείου (π.χ. ΛΚΝ). Αν αυτό είναι εσκεμμένο, ίσως οφείλεται στην αμηχανία που προκαλεί ένα δάνειο μη προσαρμοσμένο και σχετικώς πρόσφατα κωδικοποιημένο. Εντούτοις, η λέξη penalty υπήρχε ήδη στο αγγλικό λεξιλόγιο με τη σημ. «ποινή, τιμωρία» και προήλθε (μέσω της αγγλονορμανδικής γλώσσας) από μεσν. λατ. επίθετο, το οποίο ανάγεται στο λατ. pœna και περαιτέρω στο αρχ. ποινή. Δεν έχει μεσολαβήσει νεολογισμός, αλλά η ίδια η αγγλ. λ. penalty εξειδικεύτηκε στην ποδοσφαιρική χρήση, για να δηλώσει την «εσχάτη των ποινών». Η μεταβολή σημασίας και η παρατηρούμενη στένωση αποτελούν μέρος των αναμενόμενων αλλαγών που συμβαίνουν όταν ένα λεξικό δάνειο κωδικοποιείται στην αποδέκτρια γλώσσα. Επομένως, η λ. πέναλτι είναι αναμφισβήτητα αντιδάνειο.

Ο αναγνώστης ή ο φοιτητής τής ιστορικής γλωσσολογίας που θα ήθελε να εμβαθύνει και να εξασκηθεί περαιτέρω στην αναγνώριση των αντιδανείων, θα μπορούσε να ελέγξει, χωρίς άλλα δικά μου σχόλια, αν αποτελούν αντιδάνεια περιπτώσεις όπως οι ακόλουθες, έχοντας κατά νου τα κριτήρια που αναλύθηκαν εδώ: βασάλτης, κρέμα, μασίφ, πατέ, μετρό, σομιέ, χαοτικός, παλάγκο.

Αν το αντιδάνειο περιλαμβάνει κάποιου είδους επιστροφή στην αφετηρία τής λέξης, αποτυπώνεται αυτό στη γραπτή μορφή του; Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την ορθογραφία τού αντιδανείου; Ποιον ρόλο παίζει η αναγνώριση του αντιδανείου από τους ομιλητές, καθώς και η προσαρμογή του στο κλιτικό σύστημα; Τα κριτήρια που απορρέουν από τις σημαντικές αυτές ερωτήσεις θα εξεταστούν στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου.

[Στο τέλος τού δεύτερου άρθρου θα καταχωριστεί η σχετική βιβλιογραφία]