7/1/13

Βασ. Αργυρόπουλου: Ο πόλεμος των φθόγγων (Αθήνα 2012, εκδ. CaptainBook.gr)

Βιβλιοκριτική παρουσίαση
 

«Μέχρι η αλήθεια να φορέσει τα παπούτσια της, το ψέμα έχει κάνει τον γύρο τού κόσμου». Αυτή η ρεαλιστική διαπίστωση, που αποδίδεται στον Μαρκ Τουέιν, επαληθεύτηκε με τρόπο σωρευτικό το καλοκαίρι τού 2012, όταν μια δασκάλα διατύπωσε την ασύστατη κατηγορία ότι η νέα Γραμματική τής Ε΄-Στ΄ δημοτικού (υπό Ε. Φιλιππάκη-Warburton, Μ. Γεωργιαφέντη, Γ. Κοτζόγλου, Μ. Λουκά) καταργεί γράμματα του αλφαβήτου. Η σαγήνη αυτού του ψέματος ήταν τόσου βαθμού και τέτοιας φύσεως, ώστε να σταθεί αφορμή για την αλυσίδα δημοσιευμάτων που αποτέλεσαν τη φωνηεντιάδα, όπως έξυπνα αποκλήθηκε, ή τον πόλεμο των φθόγγων, όπως εύστοχα τον προσδιόρισε ο συγγραφέας στον τίτλο τού βιβλίου του.

Σε όλη αυτή τη ροή δημοσιευμάτων, κειμένων, άρθρων στο διαδίκτυο, σχολίων, ακόμη και επερωτήσεων στο κοινοβούλιο, αυτό που ουσιαστικά αμφισβητήθηκε είναι το δικαίωμα που έχει ένα επιστημονικό βιβλίο να κριθεί επιστημονικά, εν προκειμένω ένα βιβλίο γλωσσικής διδασκαλίας να κριθεί γλωσσολογικά, όχι ιδεολογικά ή ιδεοληπτικά. Αντ’ αυτού, ο διχαστικός λόγος αποσυνέθεσε ευθύς εξ αρχής τη σχετική συζήτηση, αφού στόχος του στάθηκε να εξοντώσει τον αντίπαλο, όχι να βρει ή να αναδείξει την αλήθεια.

Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ το βιβλίο Ο πόλεμος των φθόγγων του αγαπητού συναδέλφου γλωσσολόγου Βασ. Αργυρόπουλου έργο πραγματικά θαρραλέο. Ο συγγραφέας, από τους πρωτοπόρους στην εδραίωση του γλωσσολογικού αντιλόγου στο διαδίκτυο, ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει, έχοντας ήδη περάσει από τη στενή πύλη με το προηγούμενο, εκτενέστερο και συστηματικότερο βιβλίο του Αρχαιολατρία και γλώσσα (Αθήνα 2009, εκδ. Σ. Ζαχαρόπουλος). Παρά την ταχύτητα διαδόσεως των μύθων και την κακοπιστία που εγείρει η αντιμετώπισή τους, ο Β.Α. αφήνει με υπομονή την επιστημονική αλήθεια να δέσει σχολαστικά και «να φορέσει τα παπούτσια της», περιμένοντας βάσιμα ότι μόνο αυτή μπορεί να βαδίσει στο σκληρό έδαφος που είχε διαμορφωθεί από την πόλωση. Με ζήλο, επιμονή και επιμέλεια αναλαμβάνει έργο άχαρο, την ανασκευή των ψευδοεπιστημονικών επικρίσεων, γνωρίζοντας ότι ελάχιστοι θα το εκτιμήσουν, ότι αρκετοί δυσαρεστημένοι θα θεωρήσουν την εργασία του ύποπτη και μερικοί ίσως την κρίνουν περιττή. Και για τον λόγο αυτόν το μικρό αυτό βιβλίο αξίζει, καθώς πιστεύω, να χαρακτηριστεί γενναίο.

Ο πόλεμος των φθόγγων, βιβλίο γεννημένο από την επικαιρότητα, είναι στην ουσία σχολιολόγιο δεκατεσσάρων αντιρρητικών κειμένων, άρθρων και συνεντεύξεων, που δημοσιεύτηκαν με σκοπό να κατηγορήσουν τη νέα σχολική Γραμματική. Την εισαγωγή και τον πίνακα περιεχομένων μπορεί ο αναγνώστης να βρει στον ιστότοπο του εκδότη, ενώ στους συνδέσμους που παραθέτει ο συγγραφέας στο ιστολόγιό του είναι δυνατόν να παρακολουθήσει κανείς τις ενδιαφέρουσες ομιλίες των συναδέλφων κατά την παρουσίαση του βιβλίου. Κριτικές παρατηρήσεις και ενδιαφέροντα σχόλια έχει γράψει επίσης ο φιλόλογος και μεταφραστής Νίκος Σαραντάκος.

Ο συγγραφέας προτάσσει του κύριου μέρους ένα εισαγωγικό κεφάλαιο με τίτλο «Βασικές έννοιες». Η ενότητα αυτή αποδίδει με εύληπτο τρόπο επιστημονικό περιεχόμενο σε όρους που περιλαμβάνονται στην επίμαχη συζήτηση και αποτελεί, τρόπον τινά, συμβόλαιο που υπογράφει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη. Για να αποκτήσει κανείς εποπτεία τού ζητήματος, είναι απαραίτητο να ενημερωθεί ως προς θεμελιώδεις έννοιες, όπως φθόγγος, γράμμα, φωνήεν, σύμφωνο, φώνημα, φωνητική ορθογραφία, οι οποίες ορίζονται εύστοχα και επαρκώς. Το νόημα που υπόκειται σε αυτή την εισαγωγή είναι προφανές: Αν είχε κατανοηθεί ότι οι όροι φωνήεν και σύμφωνο αφορούν σε φθόγγους, δηλ. έναρθρους ήχους, και όχι σε γράμματα, η σαθρή συλλογιστική γραμμή των επικριτών τής νέας Γραμματικής θα αποδεικνυόταν απλώς άσκηση ματαιότητας. Ο Β.Α. τονίζει επανειλημμένα, κάποτε επιμένοντας μονότονα, ότι η ρίζα τής παρανόησης έγκειται στην ατελή αντίληψη της διαφοράς μεταξύ προφοράς και γραφής, φθόγγου και γράμματος.

Η καίρια αυτή αστοχία έχει διηθήσει βαθιά σχεδόν όλα τα αντιρρητικά κείμενα που καταχωρίζονται στο βιβλίο. Ο Β.Α. δεν αφήνει κανένα περιθώριο για υπεκφυγή, καθώς επισημαίνει μερικές από τις παρεπόμενες απόψεις που χρωμάτισαν ανεξάλειπτα τη φωνηεντιάδα. Αυτές είναι: 1) Η υιοθέτηση του μύθου ότι η νέα Γραμματική συμμετέχει σε οργανωμένο σχέδιο καταστροφής τής γλώσσας (σ. 21), 2) Η πλάνη ότι η νέα Γραμματική εμμέσως προωθεί τη φωνητική ορθογραφία (σ. 30), 3) Η πλάνη ότι η Ελληνική αποτελεί μη συμβατική γλώσσα και ότι έχει μαθηματικό χαρακτήρα (σ. 32), 4) Η ανυπόστατη παραδοχή ότι η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων υφίσταται στη Νέα Ελληνική (σ. 55-6), και 5) Η πλάνη ότι η ελληνική γραφή και ορθογραφία παρέμεινε διαχρονικώς αναλλοίωτη (σ. 105).

Ο Β.Α. απαντά σε όλες αυτές τις άκριτες παραδοχές αναδεικνύοντας, όχι μόνο την επιστημονική όψη κάθε ερωτήματος, αλλά και το ιδεολογικό φορτίο με το οποίο είναι εμποτισμένο. Σε αρκετές περιπτώσεις διαβάζει επιδέξια κάτω από τις γραμμές. Ως αποτέλεσμα, σωστά επισημαίνει ότι το αρχικό δημοσίευμα της εκπαιδευτικού, από το οποίο προέκυψε η οξεία αυτή συζήτηση, μαρτυρεί άγνοια θεμελιωδών στοιχείων αρθρωτικής φωνητικής, καθώς και προφανή έλλειψη κατάρτισης σχετικά με την ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος (σ. 26). Επιπλέον, ανασκευάζοντας σημεία από δημοσίευμα της καθηγήτριας κ. Ξανθάκη-Καραμάνου, σχολιάζει εύστοχα την απροθυμία της να αξιολογήσει αρνητικά τις επιθέσεις κατά της νέας Γραμματικής, ιδίως δε την περίτεχνη διατύπωση με την οποία η καθηγήτρια παρενείρει την απειλή τού λατινικού αλφαβήτου (σ. 90-1). Όπως εξηγείται σωστά αλλού (σ. 31), η αλλαγή αλφαβήτου —πράξη που γλωσσολογικά αποκαλείται ολικός επανεγγραφισμός— ουδέποτε απέκτησε απήχηση στην ελληνική κοινωνία, τα δε μειονεκτήματά της θα ήταν ανυπολόγιστα. Παρόμοιο και εξίσου άτοπο αποδεικνύεται το συμπέρασμα του καθηγητή κ. Τσαγκαράκη, ότι η νέα Γραμματική αποτελεί βήμα προς τη φωνητική ορθογραφία (σ. 99).

Μερικές από τις ευστοχότερες δηλώσεις που περιέχονται στο βιβλίο προσφέρουν τροφή για ώριμη σκέψη. Σε αυτές ανήκει ότι «η γλώσσα είναι υπόθεση της γλωσσικής κοινότητας, αλλά η ακριβής περιγραφή της αποτελεί υπόθεση του γλωσσολόγου» (σ. 63). Προσυπογράφει κανείς την επισήμανση του συγγραφέα, ότι σε σχέση με τη φωνητική περιγραφή «επικρίνεται η γραμματική γι’ αυτό ακριβώς για το οποίο έπρεπε να επαινείται» (σ. 47), καθώς και ότι οι επικριτές της καταφεύγουν συστηματικά σε «δογματικές αποφάνσεις και λεκτικές ακρότητες» (σ. 37). Δύσκολα θα διαφωνήσει κάποιος με τη θλιβερή πραγματικότητα ότι «ο φανατικός δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, συνήθως μάλιστα δεν λαμβάνει καν υπόψη του τον αντίλογο» (σ. 108).

Καθώς οι επικριτικές δημοσιεύσεις που παρατίθενται στο βιβλίο θίγουν πολλά επί μέρους θέματα, είναι εύλογο ότι δυσκολεύεται κανείς να αποφασίσει τι πρέπει να ανασκευάσει πρώτο—και ο συγγραφέας ομολογεί σε διάφορα σημεία αυτόν τον προβληματισμό του. Δεν θα ήταν, επομένως, άσκοπο να προσθέσω εδώ δυο-τρία σημεία που κρίνω ότι αξίζουν περαιτέρω σχολιασμό.

Κατ’ αρχάς, είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι, ενώ στο παρελθόν οι εκπρόσωποι του ψευδοεπιστημονικού χώρου κατηγορούσαν τη γραμματική Τριανταφυλλίδη και τις σχολικές αναπροσαρμογές της για προώθηση της αγλωσσίας στους μαθητές, τώρα παρουσιάζονται έτοιμοι να στοιχηθούν πίσω της, συνήθως χωρίς να την έχουν μελετήσει. Επιπλέον, είναι σημαντικό να παρατηρηθεί ότι στην επιστολή τού μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου, η οποία καταχωρίζεται στο βιβλίο, οι γλωσσικές απόψεις τού Σεφέρη, ενός από τους μάστορες του νεοελληνικού λόγου, παρουσιάζονται σαν συμπληρωματικές τής ιδεολογίας των επικριτών. Ο Σεφέρης, όμως, υποστήριζε θερμά την καλλιέργεια της Νέας Ελληνικής, όχι την άχρωμη καθαρεύουσα και τη δημοσιογραφική προχειρογραφία που ήταν του συρμού και στη δική του εποχή, και είχε προτείνει από το 1937 να συγκροτηθεί επιτροπή με τη συμβολή τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη, η οποία θα καταπιανόταν με διάφορους τομείς τής γλώσσας (μορφολογία, ορθογραφία, νέες λέξεις· βλ. Νέα Γράμματα, 13 Φεβρουαρίου 1937, σ. 2). Ο μεγάλος αυτός λογοτέχνης εκτιμούσε τη συμβολή τής επιστημονικής γλωσσολογίας στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής και είναι εξ ολοκλήρου άτοπο να τον τοποθετεί κανείς απέναντι στη γραμματική. Τέλος, με αφορμή τον άστοχο ισχυρισμό τού καθηγητή κ. Τσαγκαράκη, ότι «η όποια συζήτηση για φωνήεντα και φθόγγους της Νέας Ελληνικής πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις νεοελληνικές διαλέκτους», ο οποίος αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχουν περισσότεροι από πέντε φωνηεντικοί φθόγγοι στη Νέα Ελληνική, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κινείται παράλληλα με τον συλλογισμό των υποστηρικτών τής καθαρεύουσας στις αρχές τού 20ού αιώνα, οι οποίοι διατείνονταν επίμονα ότι δεν υπάρχει κοινή δημοτική, που θα μπορούσε να καθιερωθεί ως γλώσσα τής διοίκησης και της εκπαίδευσης, παρά μόνο διάλεκτοι και ιδιώματα.

Η διάρθρωση του βιβλίου έχει, όπως ελέχθη, τον χαρακτήρα σχολιολογίου τής κειμενογραφίας σχετικά με τη νέα Γραμματική. Συνεπώς, θεωρώ χρήσιμη την τακτική να παρουσιάζονται τα κρινόμενα κείμενα τμηματικά και να παρεμβάλλονται τα σχόλια του συγγραφέα ως ανασκευές των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Αυτό καθιστά το βιβλίο πιο ευανάγνωστο και διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον τού αναγνώστη.

Εντούτοις, ακριβώς επειδή συμβαίνει οι ίδιοι ανερμάτιστοι ισχυρισμοί να προβάλλονται σε αρκετά από τα κρινόμενα δημοσιεύματα, το βιβλίο περιέχει αρκετές επαναλήψεις, άλλοτε αναπόφευκτες και άλλοτε κουραστικές. Ίσως ήταν προτιμότερο να προσπερνά ο συγγραφέας δηλώσεις που έχουν ήδη απαντηθεί επαρκώς (όπως π.χ. η αστοχία στη διάκριση μεταξύ γράμματος και φθόγγου), παραπέμποντας στο κατάλληλο σημείο, πράγμα που θα του έδινε την ευχέρεια να ασχοληθεί εν συνεχεία με ό,τι δεν έχει σχολιαστεί.

Η μεταφορά σε βιβλίο κειμένων που αρχικά γράφτηκαν για το διαδίκτυο είναι, προφανώς, σχετικά καινούργιο κειμενικό είδος. Επειδή η πρώτη ύλη αυτών των κειμένων χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό προφορικότητας, έχει το πλεονέκτημα της αμεσότητας και του αυθορμητισμού, που κερδίζει ευθύς την προσοχή. Εντούτοις, η παρουσίασή τους ως ενοτήτων βιβλίου αποτελεί νέα πρόκληση, διότι η ύλη πρέπει να δουλευτεί ξανά, για να αποκτήσει χαρακτήρα δοκιμιακής μελέτης και όχι απλού αθροίσματος συζητήσεων.

Δεν είμαι βέβαιος ότι ως προς αυτό ο συγγραφέας βρήκε την κατάλληλη ισορροπία. Σε αρκετά σημεία τού βιβλίου το ύφος μοιάζει ανεπεξέργαστο ή και αφημένο, με αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση προχειρότητας ή βιασύνης―και αυτό αδικεί τη στερεή επιχειρηματολογία που περιέχεται στα κείμενα. Τέτοιου είδους χαρακτηριστικά είναι, εν προκειμένω, η συχνή χρήση τού β΄ ενικού προσώπου (π.χ. αν πας και πεις στο παιδί… - τι να του απαντήσεις τώρα;), οι επανειλημμένες ανακλητικές ερωτήσεις (π.χ. είναι σοβαρά πράγματα αυτά; - τι θα πει «πρέπει»; - μα σε τι επιτέλους αντιστέκονται;), καθώς και ορισμένες φράσεις τού προφορικού λόγου (π.χ. είναι και παραείναι σαφές ότι ισχύει – θέλει, λέει, την καθαρή απάντηση!). Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν ασφαλώς σε συνομιλία, αλλά δεν έχουν τη χροιά που αρμόζει στον δοκιμιακό λόγο, ο οποίος αναδεικνύεται περισσότερο όταν είναι διατυπωμένος ψυχραιμότερα. Ο ουδέτερος ή ταλαντευόμενος αναγνώστης, προς τον οποίο πρωταρχικώς απευθύνεται ο συγγραφέας, θα εκτιμήσει περισσότερο μια πραγματεία πυκνὸν ἔχουσα νόον παρά κείμενα που έχουν μεν ισχυρή βάση, αλλά μοιάζουν σε ορισμένα σημεία να έχουν γραφτεί με αγανάκτηση.

Το γεγονός ότι η φυσιογνωμία ενός αξιόλογου έργου μπορεί να αλλοιωθεί, αν το ύφος χρωματιστεί από συναισθηματική αντίδραση, φαίνεται καθαρότερα στις σελίδες 43-45, όπου ο συγγραφέας σε μακρά παρέκβασή του εκφράζει πικρά παράπονα για πρόσωπα του πανεπιστημίου που κρίνει ότι τον έβλαψαν και τον αδίκησαν. Στο θέμα αυτό επανέρχεται και παρακάτω (σ. 73), οι δε υπαινιγμοί που συνοδεύουν τα σχετικά σχόλια στις εν λόγω σελίδες δεν είναι, λυπούμαι να πω, γραμμένοι με νηφαλιότητα και με τη δέουσα πάντοτε κοσμιότητα.

Κατανοώντας πόσο δύσκολο είναι να χειριστεί κανείς συσσωρευμένα πληγωμένα αισθήματα, θα περιοριστώ σε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, αρκετές σελίδες στην ιστορία τής γλωσσικής επιστήμης σημαδεύτηκαν, όπως είναι γνωστό, από προσωπικές κατηγορίες, σφοδρές επιθέσεις, κάποτε και από ανοίκειους χαρακτηρισμούς. Ο Χατζιδάκις, ο Ψυχάρης, ο Φιλήντας, για να αναφερθώ σε τρία μόνο γνωστά πρόσωπα του παρελθόντος, μεταχειρίστηκαν αρκετές φορές ύφος και γλώσσα που αποσκοπούσε να μειώσει τους αντιγνώμους τους. Ανεξαρτήτως του αν είχαν ή όχι δίκιο σε κάθε ορισμένη περίπτωση, οι σελίδες αυτές δεν ήταν οι καλύτερές τους. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Ανδριώτη για τη Μεγάλη ρωμαίικη επιστημονική γραμματική, που συνέγραψε ο Ψυχάρης προς το τέλος τής ζωής του: «Οἱ παρεκβάσεις ὅμως οἱ σχετικὲς μὲ τὸ γλωσσικὸ ζήτημα καὶ μὲ τὰ προσωπικὰ πάθη εἶναι ἀφάνταστα πολλὲς καὶ μακρές. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ τὰ ἔξω τῶν ἐλαιῶν τῆς ἐπιστήμης, μαζὶ μὲ τὴν ἀπέχθεια τοῦ συγγραφέα πρὸς τὶς γνῶμες τοῦ Γ. Χατζιδάκι (…), φαρμακώνουν καὶ ἀσχημίζουν ὁλόκληρο τὸ ἐξαίρετο ἔργο καὶ ἀδικοῦν τὴν ἀναμφισβήτητα καλὴ θέληση ποὺ τὸ διαπνέει» (Νέα Εστία 55, 1954, σ. 573). Το μάθημα που διδάσκει ο Ανδριώτης είναι, καθώς πιστεύω, διαχρονικά ευεργετικό και πάντοτε ωφέλιμο.

Δεύτερον, εφόσον περιστοιχιζόμαστε από την αδικία, δεν είναι απροσδόκητο ότι σε κάποια στιγμή ενδέχεται να πληγούμε προσωπικά. Πώς θα αντιδράσουμε τότε; Έχω τη γνώμη ότι η αποκρυσταλλωμένη σοφία που περιέχουν δύο στίχοι τού Θεόγνιδος διατηρεί την ισχύ της: Οὐ χρὴ πημαίνειν ὅ τε μὴ πημαντέον εἴη, οὐδ’ ἔρδειν ὅ,τι μὴ λῷον ᾖ τελέσαι. Εν τέλει, αν αναμοχλεύουμε μια παλιά αδικία, επειδή πληγωθήκαμε προσωπικά και το ζήτημα δεν τακτοποιήθηκε, τότε επιτρέπουμε σε όποιον μας έβλαψε να συνεχίσει να μας πληγώνει.

Ευελπιστώ και εκφράζω την πεποίθηση ότι σε μελλοντική επανέκδοση του βιβλίου ο αγαπητός συνάδελφος θα ασκήσει καλύτερη κρίση.

Ορισμένοι αναγνώστες μέμφθηκαν το βιβλίο, θεωρώντας έλλειψή του ότι δεν παραθέτει επακριβώς διάφορες απαντήσεις προς τους επικριτές τής νέας Γραμματικής και κυρίως την εκτενή δήλωση που υπογράψαμε οι 140 γλωσσολόγοι ως τοποθέτηση της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με τις αστήρικτες κατηγορίες που διατυπώθηκαν. Πιστεύω ότι οι επικρίσεις αυτές δεν είναι δικαιολογημένες για δύο ισχυρούς λόγους. Πρώτον, ο Β.Α. αναφέρεται και παραπέμπει συχνά στην εν λόγω δήλωση (π.χ. σ. 76, 79), υποστηρίζοντας ρητά το περιεχόμενό της ως αξιόπιστο και έγκυρο. Δεύτερον, παραβλέφθηκε, νομίζω, ένα βασικό στοιχείο: Το βιβλίο σχολιάζει τα αντιρρητικά προς τη νέα Γραμματική δημοσιεύματα, όχι όσα γράφτηκαν προς ανασκευή τους, και επιπλέον δεν αποσκοπεί στη συγκέντρωση όλων των σχετικών με το θέμα κειμένων. Ο αναγνώστης που θα ήθελε να κατατοπιστεί περαιτέρω μπορεί να συμβουλευτεί την πληρέστατη βιβλιογραφία στο τέλος τού βιβλίου, στην οποία παραπέμπει τακτικά ο συγγραφέας.

Ένα από τα πιο καλογραμμένα τμήματα του βιβλίου είναι ο επίλογός του (σ. 107-110). Εκεί ο Β.Α. αναλύει συνοπτικά τις αιτίες και τις συνέπειες του πολέμου των φωνηέντων και προχωρεί χωρίς αμηχανία να προτείνει σκέψεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου που τον εξέθρεψε και τον αναπαρήγαγε. Έχοντας ξαναγράψει αναλυτικά για το ζήτημα, θα περιοριστώ να προσθέσω ότι η άγνοια και ο φανατισμός (αιτίες που μνημονεύει ο συγγραφέας) ευδοκιμούν κυρίως όταν συνδέονται με τον φόβο και την αναζήτηση ταυτότητας, οι δε πλαστές ταυτότητες συνεπάγονται την κατασκευή αντιπάλων που πρέπει να εξαλειφθούν. Δεν είναι παράδοξο ότι, όπως τόσες φορές μαρτυρεί η ιστορία, στη θέση αυτού του απειλητικού αντιπάλου έχει συχνά τοποθετηθεί η επιστήμη.

Ο Β.Α. αγγίζει με θάρρος πραγματικές ελλείψεις τού σύγχρονου πνευματικού βίου, όταν εισηγείται την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, την ανάπτυξη κριτικής σκέψης ως διδακτικό στόχο, αλλά και όταν παρουσιάζει την αξιόλογη πρόταση να ανατίθενται στους φοιτητές εργασίες σχετικές με την κατάρριψη της κινδυνολογικής ρητορείας και των παραγλωσσολογικών μύθων. Ενισχύοντας τις παραπάνω σκέψεις θα ήθελα να προσθέσω ότι σε αυτό μπορεί να συμβάλει η διδασκαλία στοιχείων ιστορικής γραμματικής και ιστορίας τού γλωσσικού ζητήματος. Δύσκολα όμως θα αναπτυχθεί κριτική συνείδηση σε σχέση με τη γλώσσα και τον πολιτισμό, αν η διδασκαλία τής αρχαίας λογοτεχνίας και ιστορίας δεν γίνεται με τρόπο που να βοηθεί τους μαθητές να διακρίνουν την αρχαιογνωσία από την αρχαιολατρία. Αλλά αυτό είναι ζήτημα που αξίζει χωριστή συζήτηση.

Η συζήτηση για τα φωνήεντα και τη νέα Γραμματική έθεσε ανοιχτά ορισμένα σκληρά ερωτήματα, που αποκάλυψαν συμπτώματα παθολογίας τής πνευματικής ζωής. Στο βιβλίο του Ο πόλεμος των φθόγγων ο Β.Α. επωμίζεται θαρραλέα τον ρόλο που του υπαγόρευσε η επιστήμη στην οποία αφιέρωσε τις σπουδές του. Αναλύοντας βήμα προς βήμα κάθε αντίρρηση, ο συγγραφέας δείχνει ξανά την αξία που έχει η άσκηση στοχασμού ως προϊόν επιμελούς μελέτης σε αντιδιαστολή προς τους εύπεπτους μύθους. Το βιβλίο αυτό βάλθηκε να αναμετρηθεί με τον νωχελικό οραματισμό που έχει σε πολλές περιπτώσεις κρατήσει αμβλυμμένη την αντίδραση του κοινού προς τη διάδοση ασύστατων αντιλήψεων σχετικά με τη γλώσσα. Ακολουθώντας τον δύσκολο δρόμο, ο συγγραφέας έγραψε αυτό το συναρπαστικό πόνημα για να ταχθεί με το μέρος τής αλήθειας, γνωρίζοντας ότι, όταν αυτή προηγηθεί, η κατανόηση θα ακολουθήσει.