26/10/07

Νίκου Σαραντάκου: Γλώσσα Μετ' Εμποδίων (Αθήνα 2007: Εκδόσεις τού Εικοστού Πρώτου)

Βιβλιοκριτική παρουσίαση

Έχει γίνει συνήθεια τα τελευταία χρόνια να παρομοιάζουμε το καινούργιο βιβλίο με πλοίο. Ευχόμαστε να είναι «καλοτάξιδο», ίσως επειδή ενδομύχως αναγνωρίζουμε πως, αφού έφυγε από την πένα τού συγγραφέα, έχει μείνει πια μόνο του στο πέλαγος του δημοσιευμένου λόγου.

Η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων του Νίκου Σαραντάκου ναυπηγήθηκε για τον «ωκεανό τής γλώσσας», όπως ρητά αναφέρεται στον πρόλογό της. Σε αυτό το περιβάλλον ο αναγνώστης μου πια το ξέρει πως πνέουν ισχυρά ρεύματα, τεταμένες αντίρροπες δυνάμεις, που εύκολα μπορούν να μετατρέψουν ένα βιβλίο γλωσσικής κριτικής σε ανεμοσκόρπισμα. Από την παρουσίαση που θα επιχειρήσω παρακάτω ευελπιστώ να φανεί γιατί το βιβλίο που συζητούμε δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Ας προεκτείνουμε τώρα την παραβολή. Η λειτουργία ενός βιβλίου με το περιεχόμενο της Γλώσσας Μετ’ Εμποδίων κρίνεται από τρεις κυρίως παράγοντες, τους οποίους θα ήθελα να έχουμε κατά νου: α) αν είναι στερεά διαρθρωμένο και πείθει με τη λογικότητα και με το ύφος του, β) αν έχει εκτιμήσει σωστά τις συνθήκες και το περιβάλλον, ώστε να προσλαμβάνει με ευαισθησία τη γλωσσική πραγματικότητα, γ) αν πλοηγείται με σωστές συντεταγμένες, εν ολίγοις αν οδηγεί σε ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα.

Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να εξηγήσω πώς το βιβλίο τού Νίκου Σαραντάκου ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις τρεις αυτές απαιτήσεις.

Πρώτα, όμως, θα ήθελα να μου επιτραπεί η εξής σύντομη παρέκβαση, που δεν είναι, νομίζω, άσκοπη: Η βιβλιοκριτική παρουσίαση έργων για τη γλωσσική χρήση εμπεριέχει τον διαρκή κίνδυνο της αυτοπαρατηρησίας. Ο απόηχος της δικής μας ιδιολέκτου μπορεί να αλλοιώσει την ικανότητά μας να συζητήσουμε με φωτισμένη κρίση. Επιπλέον, ο βολικός χωρισμός σε σχολές σκέψεως ή γλωσσικές παρατάξεις φέρνει άκοπα στην επιφάνεια συνειρμούς και ισχυρές πεποιθήσεις που τραυματίζουν την καλή θέληση. Θέλω να πω ότι σκοπός τής κριτικής δεν είναι να κάνει θόρυβο τέτοιον που να σκεπάζει το βιβλίο, αλλά να αναδείξει το αποτέλεσμα της στοχαστικής μελέτης του. Αν το παρόν και το επόμενο κείμενο ξεστρατίσουν από αυτό το αντικείμενο, το σφάλμα θα πρέπει να καταλογιστεί στον κριτικό, όχι στον συγγραφέα.


Με τη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων ο φιλόλογος και μεταφραστής Νίκος Σαραντάκος μάς έδωσε βιβλίο ώριμο και καλοδουλεμένο. Ο αναγνώστης έχει στα χέρια του κείμενο με επιχειρήματα που έχουν ξανά και ξανά δοκιμαστεί στη γλωσσική πράξη. Η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων είναι ολοφάνερα γραμμένη με πραγματικό μεράκι και γνήσια αγωνία για τη γλώσσα, αλλά όχι πανικό. Ακόμη και αν σε κάποια σημεία δεν συμφωνήσουμε με τον συγγραφέα (αναπόφευκτο άλλωστε), χρέος έχουμε να παραδεχτούμε αυτή τη στάση ως τη μόνη σωστή.

Ο Ν.Σ. ξεχωρίζει από την αρχή τέσσερα εμπόδια στη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα, που δικαιολογούν τον τίτλο τού βιβλίου. Αυτά είναι κατά τη γνώμη του: 1) Η αποκαλούμενη νεοκαθαρεύουσα (αλλού ονομάζεται νεοκαθαρευουσιάνικη αντεπίθεση, παλινόρθωση ή λαίλαπα), 2) Η λεξιθηρία (η εκζήτηση στον τομέα τού λεξιλογίου), 3) Η περιφρόνηση της χρήσης (κατ’ εξοχήν στην ορθογραφία), και 4) Ο γλωσσικός εθνικισμός (που εντοπίζεται ως επί το πλείστον στη γλωσσική μυθολογία). Αναλυτικό πίνακα περιεχομένων τού βιβλίου μπορεί ο αναγνώστης να δει στην ιστοσελίδα τού συγγραφέα.

Το βιβλίο επιδιώκει να συμβάλει στην απενοχοποίηση ορισμένων (επικρινόμενων) χρήσεων (λαθών ή «λαθών») και να μετατοπίσει τον άξονα της κριτικής αναλύοντας (τις περισσότερες φορές με επιτυχία) το ιδεολογικό πλαίσιο που υπόκειται σε αυτήν. Ίσως δεν ευστοχεί σε κάθε κρίση, αλλά είναι βιβλίο που πείθει και δημιουργεί: δεν αρκείται απλώς να απολαμβάνει ότι κατεδαφίζει την αντιγνωμία.

Ο Ν.Σ. έχει φανερά εργαστεί στο ύφος και στην τέχνη τού λόγου, όπως το μαρτυρούν ήδη τα απολαυστικά του σημειώματα στο διαδίκτυο. Εννοώ: Η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων είναι βιβλίο που συναρπάζει και διαβάζεται σχεδόν μονορούφι. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να μεταχειριστεί καλοδιαλεγμένα παραδείγματα που υπηρετούν το κείμενο (π.χ. σ. 60: η πέτρα στο πηγάδι, σ. 73: ο εξηνταβελόνης δανειστής) και δεν χάνει την ευκαιρία να μας δώσει ενίοτε πινελιές από εύστοχο χιούμορ (π.χ. σ. 319 κ.εξ. το σημείωμα με τίτλο Δεν πληρώ, δεν πληρώ, σ.129-30: η πλειονότητα και η πλειοψηφία, σ. 344: οι «εδώδιμοι» τρομοκράτες). Το βιβλίο κινείται με άνεση και συναρπαστικό ρυθμό, χωρίς να αποποιείται την ευθύνη τής επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Αυτό ίσως οδηγεί στην εξής παρανόηση, που σπεύδω τώρα να προλάβω: Ότι ο Ν.Σ. μας έδωσε βιβλίο απολαυστικό δεν σημαίνει πως αμέλησε την αυστηρά γλωσσολογική του θεμελίωση. Στην πραγματικότητα, κείμενα όπως η πραγματεία για τη λόγια φράση και δη (σ. 117 κ.εξ.), η λεξικογραφική ανάλυση του επιθέτου έωλος (σ. 162-8) και η διερεύνηση του αντιγραφικού λάθους Κογξ Ομ Παξ (σ. 90 κ.εξ.) μπορούν άνετα να σταθούν σε οποιαδήποτε κριτική αντεξέταση: αποτελούν εξαίρετες φιλολογικές μελέτες.

Ο Ν.Σ. παραδέχεται στον πρόλογό του ότι έγραψε μερικές φορές με ύφος «πολεμικό» και δικαιολογεί την κάποτε δηκτική χροιά του, «επειδή συνηθίζεται» (σ. 17). Τα σχόλιά του (σπεύδω να το τονίσω) είναι πάντοτε επιστημονικώς έντιμα: δεν κρίνει αποσπασματικά, δεν αλλοιώνει τις παραθέσεις από τα έργα που συζητεί, δεν παραποιεί τις πηγές και συχνά αγωνίζεται να δώσει την πλήρη εικόνα τής αντίθετης άποψης.

Αναρωτιέμαι, όμως, αν το σκληρό ή ειρωνικό ύφος είναι συνήθεια που πρέπει να φυλάξουμε όταν συζητούμε ή γράφουμε. Δεν νομίζω ότι το βιβλίο κερδίζει σε πειστικότητα από εκφράσεις όπως «τρίψτε τους τον Μ. Βασίλειο και τον Ψελλό … στη μούρη» (σ. 125), από χαρακτηρισμούς όπως «καρακαθαρευουσιανιά» (στη σωστή κατά τα άλλα ανάλυση της φρ. στις καλένδες, σ. 113) ή από τον υπαινιγμό για «το μέρος εκείνο του σώματος με το οποίο γράφουν μερικοί» (σ. 235).

Σκοπός μου δεν είναι να αντιπαραβάλω εδώ αισθητικές προτιμήσεις. Εντούτοις, πρέπει να ξέρουμε ότι, αφού το βιβλίο είναι σύντροφος και συναναστροφή, θα απευθυνθεί σε ανόμοιας σύστασης αναγνωστικό κοινό. Η πείρα δείχνει ότι η οξεία ειρωνεία ή το δηκτικό ευφυολόγημα ίσως κολακέψουν όσους ήδη συμφωνούν μαζί μας, αλλά θα απωθήσουν οπωσδήποτε εκείνους που αμφιταλαντεύονται, που μας ζυγίζουν στο καντάρι τόσο της τεκμηρίωσης όσο και του ήθους γραφής, εν ολίγοις εκείνους που κυρίως επιδιώκουμε να πείσουμε. Φοβούμαι μήπως έτσι αδικήσουμε τις απόψεις μας και συρρικνώσουμε την απήχησή τους.

Ξέρω βέβαια ότι ο εκφραστικός τρόπος αρκετών κειμένων γλωσσικής κριτικής (επιφυλλίδων και άρθρων, ακόμη και βιβλίων) έχει δυστυχώς πολεμικό χαρακτήρα. Πεποίθησή μου είναι ότι δεν χρειάζεται να τον αναπαράγουμε στο διηνεκές. Η συνεισφορά μας στον διάλογο δεν πρέπει να επωμίζεται ρόλο αντηχείου που ανταποδίδει την ένταση. Η ευφυής γλώσσα τού Ν.Σ., που αναδεικνύεται πλούσια στο κείμενό του, θα κομίσει την επιστημονική γνώμη με τρόπο πολύ ελκυστικότερο αν αποφύγει το φορτίο τής οξύτητας.

Η αξιόλογη συμβολή τού βιβλίου στον διάλογο, όπως ανέφερα παραπάνω, έχει, καθώς νομίζω, τις ρίζες της στο εξαιρετικό γλωσσικό ένστικτο του συγγραφέα. Η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων αποκαλύπτει τη μακρά θητεία τού Ν.Σ. σε απαιτητικές γλωσσικές πράξεις όπως η μετάφραση και αποδίδει στη γνώμη του σεβαστή βαρύτητα. Είναι χάρισμα του βιβλίου ότι διαβάζει ως επί το πλείστον σωστά τις γλωσσικές τάσεις και, ακόμη περισσότερο, ότι δεν σπαταλά δυνάμεις σε επιπόλαιες περιγραφές λαθών ή κακής χρήσης τής γλώσσας. Αν μπορούσα να το εκφράσω με παράδειγμα: Ο Ν.Σ. δεν μας μιλάει για τη θάλασσα δείχνοντας μια τρικυμία. Απεναντίας, έχει διαλέξει τον δύσκολο δρόμο τής επιστημονικής ανάλυσης και της γλωσσολογικής θεμελίωσης.

Αυτό είναι ολοφάνερο από τον τρόπο χειρισμού των γλωσσικών μύθων, μερικοί από τους οποίους με απασχόλησαν σε προηγούμενα άρθρα. Ο Ν.Σ. εξετάζει, όχι μόνο τι είναι κίβδηλο και τι γνήσιο, αλλά τον ίδιο τον μηχανισμό κατασκευής τού ψεύδους και σημειώνει βήμα προς βήμα πώς συγκροτείται ο μύθος από έναν και μόνο κόκκο αλήθειας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η κατασκευή τού μύθου ότι η Ελληνική δεν έγινε επίσημη γλώσσα των Η.Π.Α. για μία ψήφο (σ. 23) και η παραπλανητική παρουσίαση της ψήφισης του μονοτονικού συστήματος από οπαδούς τού πολυτονικού (σ. 269). Ο συγγραφέας παρακολουθεί διεξοδικά την τακτική των ερασιτεχνών (παρ)ετυμολόγων (σ. 78) και προσφέρει πραγματικά πολύτιμη υπηρεσία στην επιστημονική ετυμολογία, η οποία τόσα έχει υποστεί από ακατάρτιστους «ερευνητές» με πρόσβαση στα μέσα επικοινωνίας. Μια από τις πλέον εμπεριστατωμένες αναλύσεις τής ανάδυσης και απήχησης ενός εύηχου μύθου θα βρει ο αναγνώστης στην περιγραφή τού κειμένου για το υποτιθέμενο πρόγραμμα ελληνομάθειας Hellenic Quest (σ. 41 κ.εξ.). Πίσω από τους επινοητές τέτοιων μύθων βρίσκεται συχνά η πρόσληψη της αρχαιογνωσίας με νωχελική αυταρέσκεια ή ακόμη η ελλιπής γνώση. Στις ευστοχότερα διατυπωμένες κρίσεις τού βιβλίου ανήκει οπωσδήποτε ότι «όσο λιγότερες γλώσσες ξέρει κάποιος, τόσο περισσότερο ρέπει προς γενικεύσεις» (σ. 241).

Η αυθεντική ευαισθησία τού Νίκου Σαραντάκου φαίνεται επίσης από οξυδερκείς παρατηρήσεις του για τη γλώσσα, γνωστές σε όσους έχουν και στο παρελθόν συζητήσει μαζί του. Έχει δίκιο ότι πολλά ρήματα τείνουν να γίνονται μεταβατικά (σ. 146) και σωστά διαπιστώνει ότι ορισμένες χρήσιμες λεπτές διακρίσεις τείνουν να σαρώνονται από τη γενίκευση (π.χ. ήταν – ήσαν, ως – σαν, έκαμα – έκανα). Εύστοχη είναι επίσης η αρχή που εφαρμόζει, ότι αν ορισμένη γραφή ή διατύπωση έχει παγιωθεί από αιώνες (από τον μεσαίωνα ή ακόμη και από την αρχαιότητα), δεν είναι σκόπιμο να στιγματίζεται η χρήση της από τυχόν διαφορετική αφετηρία (π.χ. οι γραφές κροκόδειλος, πλημμύρα, οι φράσεις και δη, παν μέτρον άριστον).

Μία ακόμη οξυδερκής επισήμανση είναι η τάση να μην ακολουθείται συστηματικά ο αρχαίος κανόνας τής σίγησης του τελικού φωνήεντος των προθέσεων όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από φωνήεν (σ. 130-1, π.χ. παραϊατρικά, παραεμπόριο, παραεξουσία κτλ.). Επειδή ο Ν.Σ. γράφει ότι «αυτή είναι εξέλιξη της γλώσσας, που δεν μπορώ να αιτιολογήσω έτσι πρόχειρα», ας μου επιτραπεί εδώ να αναφέρω ότι οφείλεται στη μορφολογική αρχή τής λεξικής ακεραιότητας (lexical integrity, αναλυτικά στη S. Anderson, A-Morphous Morphology, 1992, Cambridge University Press), κατά την οποία ο ομιλητής νιώθει την ανάγκη να έχει εν συνθέσει πλήρεις λεξικούς τύπους.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η λέξη παρ(α)ολυμπιάδα, που απασχόλησε τον Ν.Σ. και έχει/είχε ταλανίσει αρκετά τον δημόσιο λόγο. Δεν κρίνω άσκοπο να μνημονεύσω εδώ ένα περιστατικό, μια και έχουν περάσει πλέον αρκετά χρόνια:

Ενώ προετοιμάζονταν οι Παρ(α)ολυμπιακοί Αγώνες, ένας από τους υπευθύνους είχε την ιδέα να τηλεφωνήσει στο γραφείο μου και να μου εκθέσει το πρόβλημα με την απόδοση του αγγλ. Paralympics. Ρώτησε ποια ελληνική μεταγραφή είναι σωστή. Του απάντησα ότι, αν και ο τύπος Παρολυμπιακοί συμμορφώνεται με τον αρχαίο κανόνα, ο τύπος Παραολυμπιακοί είναι εξίσου αποδεκτός. Άκουσα που δυσκολευόταν να πειστεί. Τον ρώτησα γιατί. «Ξέρετε», εξήγησε, «μας έχουν πει να μην αλλάξουμε καθόλου τον αγγλικό όρο, να γράψουμε Παραλυμπιακοί».

Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη για ομοιομορφία στις διάφορες γλώσσες, αλλά ο σχηματισμός συνθέτων δεν έχει σε κάθε μια τούς ίδιους περιορισμούς. Το ελληνογενές πρόθεμα para- στην Αγγλική απαντά σε αρκετά σύνθετα δηλώνοντας κάτι που υπάρχει παράλληλα ή παράπλευρα προς κάτι άλλο (π.χ. paramilitary «παραστρατιωτικός», paramedic «παραϊατρικός», parapsychology «παραψυχολογία» κτλ.). Το πρόθεμα αυτό χρειάζεται την πλήρη μορφή του για να αποδώσει αυτή τη σημασία στην Αγγλική, διότι τυχόν συγκεκομμένο αλλόμορφο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε νεόπλαστα σύνθετα. Δικαιολογημένα ο Ν.Σ. απορρίπτει τον αγγλισμό *Παραλυμπιακοί. Και ευτυχώς, ο τύπος αυτός δεν υιοθετήθηκε από την επιτροπή των αγώνων.

Υπάρχουν δύο ακόμη τομείς που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τής Γλώσσας Μετ’ Εμποδίων: η ανίχνευση των λαθών και η ταυτότητα της γλωσσικής χρήσης. Οι αξιοσημείωτες ιδέες τού συγγραφέα αξίζουν οπωσδήποτε περαιτέρω συζήτηση, οι δε επί μέρους αντιρρήσεις μου πιστεύω ότι θα ενθαρρύνουν τον αναγνώστη να διαβάσει το βιβλίο με πραγματική προσδοκία.

Θα ασχοληθώ με αυτά τα αιτήματα στο δεύτερο άρθρο, το οποίο θα ολοκληρώσει τη βιβλιοκριτική παρουσίαση.