17/12/07

Γλωσσικά εμπόδια

Ακόμη λίγα σχόλια με αφορμή ένα αξιόλογο βιβλίο

Το 1793, ενόσω διαρκούσε ο αναβρασμός από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση, ανεξέλεγκτοι όχλοι είχαν σε αρκετές περιπτώσεις καταστρέψει βιβλιοθήκες και λεηλατήσει μνημεία. Ο αββάς Γρηγόριος, απηυδισμένος από τον χαλασμό, έπλασε μια λέξη αντιπροσωπευτική του: βανδαλισμός (vandalisme). Σχολίασε: Je créai le mot pour tuer la chose «Δημιουργώ τη λέξη, για να σκοτώσω το πράγμα».

Όπως νιώθουμε πιο άνετα κοντά σε κάποιον όταν ξέρουμε το όνομά του, έτσι και για να εξοικειωθούμε με μια ιδέα ή έννοια, για να στοιχειοθετήσουμε τη φυσιογνωμία της, πασχίζουμε να της βρούμε όνομα. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να επινοεί ονόματα για τα πράγματα, καθώς μας το δείχνει ήδη η Βιβλική αφήγηση της Γένεσης. Χωρίς όνομα η έννοια παραμένει ρευστή ουσία, απροσδιόριστη, στην πραγματικότητα προγλωσσική. Στη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων τού Νίκου Σαραντάκου τα εμπόδια έχουν όνομα και τα λάθη ταυτότητα. Στο προηγούμενο άρθρο μου ασχολήθηκα κυρίως με τον τρόπο γραφής αυτού του αξιοσημείωτου βιβλίου. Προσπάθησα να αναδείξω τα χαρίσματά του και να στηρίξω τη γνώμη μου ότι πρόκειται για υψηλής στάθμης ανάγνωσμα. Θα ήθελα τώρα να στρέψω την προσοχή σε δυο-τρία θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο, μπαίνοντας στο μονοπάτι που προτείνει και εξετάζοντας αν τα ονόματα αντιστοιχούν στα πράγματα.

Αν διάβασα σωστά, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων καταπιάνεται, μεταξύ πολλών άλλων, με μερικές βασικές έννοιες, τις οποίες τοποθετεί στη ρίζα διαφόρων γλωσσικών αντιλογιών. Κυρίαρχο ρόλο στην επιχειρηματολογία του παίζει η αποκαλούμενη νεοκαθαρεύουσα, όρος που χρησιμοποιείται ενίοτε και από άλλους κριτικούς. Καταφανώς ο συγγραφέας δεν φρονεί ότι υπάρχει κίνδυνος αναβίωσης της καθαρεύουσας, όπως τη θυμούμαστε ή τη διαβάζουμε ακόμη σε κείμενα του παρελθόντος ή όπως τη χρησιμοποιούσαν στον δημόσιο λόγο. Εκτιμά, ωστόσο, ότι υπάρχει τάση για προσκόλληση ή επιστροφή σε μερικούς λόγιους ή λογιότροπους τύπους και στηλιτεύει την τακτική ορισμένων να κατακρίνουν κάθε τρέχουσα χρήση που δεν συμβιβάζεται με το πρότυπό τους. Επειδή μερικοί επικριτές κατέχουν θέσεις-κλειδιά και έχουν πρόσβαση σε δημόσιο λόγο, η παρουσία τους γίνεται περισσότερο αισθητή και οι απόψεις τους έχουν ίσως κάποια απήχηση στο κοινό που επηρεάζουν.

Εντούτοις, η λεπτομερής μελέτη των στοιχείων δεν επιβεβαιώνει, καθώς πιστεύω, τον φόβο ότι μπροστά μας έχουμε κάποιας μορφής «παλινόρθωση» της «φετιχιστικής νεοκαθαρεύουσας». Ίσως μερικοί διανοούμενοι ή λόγιοι, ακόμη και επιστήμονες, κατορθώσουν με το κύρος ή την επικοινωνιακή τους ικανότητα να αυξήσουν τη διάδοση λίγων τύπων ή δομών τής προτιμήσεώς τους, αλλά η μεγάλη μάζα των ομιλητών παραμένει αμέτοχη ή υφίσταται μόνο απειροελάχιστη την επιρροή αυτή (βλ. D. Bolinger, «Usage and acceptability in language», από τον πρόλογο του The American Heritage Dictionary, 2η έκδ., Boston 1982). Τρέφω συμπάθεια προς τις υγιείς ανησυχίες που εκφράζονται στη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων, φοβούμαι όμως ότι το όνομα που επιλέχθηκε δεν είναι σύστοιχο του φαινομένου για το οποίο δημιουργήθηκε. Συμβαίνει κάποτε να υιοθετούμε έναν όρο επειδή αποδίδει τη στάση μας προς το πράγμα· φρονούμε ίσως ότι η οικειότητα προς τη λέξη μάς προστατεύει από την πλάνη. Νομίζουμε ακόμη ότι ένα απωθητικό όνομα (όπως ο όρος νεοκαθαρεύουσα) μπορεί να συμπυκνώσει εντός του όλα τα ψυχολογικά βάρη τής παλαιάς καθαρεύουσας εντοπισμένα στη σύγχρονη γλώσσα. Και προσπαθούμε έτσι να τα αποδιώξουμε.

Ο αναγνώστης μου θα διερωτηθεί αν είναι σκόπιμο να σταθούμε τόσο στην ορολογία. Σε τελική ανάλυση, αν τα φαινόμενα που περιγράφονται είναι σωστά, η ονομασία τους θα πρέπει να κρίνεται ζήτημα δευτερεύον. Νομίζω πως δεν είναι έτσι. Αν ο γιατρός διαγνώσει σωστά τα συμπτώματα και την έκτασή τους, λίγα θα μπορούσε να προσφέρει αν αποτύγχανε να κατονομάσει επακριβώς ό,τι βλέπει. Οι φορτισμένες λέξεις μπορεί να διευκολύνουν την τοποθέτηση, σηκώνουν όμως συγχρόνως σύννεφα σκόνης πάνω από το φαινόμενο που αποσκοπούν να περιγράψουν. Έχω τη γνώμη, όπως και άλλοι γλωσσολόγοι, ότι αυτό συμβαίνει με τον όρο νεοκαθαρεύουσα.

Η συγκεκριμένη ετικέτα έχει χρησιμοποιηθεί από μερικούς έμπειρους εργάτες τής γλώσσας, όπως ο Ν.Σ., ως όρος-ομπρέλα, ο οποίος αποδίδει «ιδεολογική τρομοκρατία» ή «φετιχιστικά συμπλέγματα» στη διάδοση ή επικράτηση ορισμένων λόγιων τύπων ή δομών, κυρίως όταν η ισχύς τους απορρέει από την επιβολή μερικών που κατέχουν θέσεις εξουσίας. Κάνω μερικές φορές την πικρή σκέψη ότι, αν δεν προσέξουμε, γρήγορα μεταθέτουμε στη γλώσσα ιδιότητες των ανθρώπων. Εξηγούμαι: Ό,τι χαρακτηρίζεται από εκζήτηση, ξυπασιά, αλαζονεία, φετιχισμό, άγνοια και παρόμοια δεν είναι η αποκαλούμενη νεοκαθαρεύουσα, αλλά ομιλητές, συγγραφείς, μεταφραστές και διορθωτές: άνθρωποι με αδυναμίες, οι οποίοι αυτονοήτως δεν περιορίζονται σε μία πλευρά τού γλωσσικού φάσματος.

Αν και η στρωματογραφία των παραγόμενων κειμένων δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστεί, μπορούμε καλύτερα να υποστηρίξουμε ότι ορισμένα είδη γραπτού λόγου αποκαλύπτουν έντονη ροπή για ανανέωση των γλωσσικών τρόπων. Επειδή η καθημερινή γλωσσική χρήση φαίνεται ή ακούεται τετριμμένη και συχνά φορτισμένη συναισθηματικά, υπάρχει ανάγκη για λεξιλογικές διεξόδους περισσότερο αποχρωματισμένες, προκειμένου να ταιριάζουν σε δημόσιο λόγο. Οι διέξοδοι αυτές αναζητούνται κατ’ ανάγκη στον λόγιο δίαυλο της γλώσσας. Δεν χρειάζεται να νιώθουμε ένοχοι απέναντί του.

Επιπλέον, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων αναλύει τις αιτίες των λαθών με βάση την προέλευση ή το κίνητρο: άγνοια, ακαταστάλαχτες περιοχές τής γλώσσας, εκζήτηση. Κατόπιν, ταξινομεί όσους επιδιώκουν να διορθώνουν τους άλλους σε α) λαθοθήρες, β) συντηρητές των λεπτών διακρίσεων και γ) κειτούκειτους (= που εξετάζουν αν η συγκεκριμένη χρήση υπάρχει ή κείται στα αρχαία κείμενα). Η εν λόγω διαίρεση περιλαμβάνει εύστοχες επί μέρους παρατηρήσεις. Αναφέρθηκα σε αυτές στο προηγούμενο άρθρο μου.

Θα περιοριστώ μόνο σε ό,τι κατά τη γνώμη μου φορτώνει το βιβλίο με περιττό υποκειμενισμό. Είναι σοφό να αναγνωρίσουμε ότι οι ρευστοί τομείς τής γλώσσας πιθανόν να παραμείνουν σε εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας και αυτό μας στερεί τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε το αποτέλεσμα ή να αποδείξουμε σωστή την πρόβλεψή μας. Είναι επομένως σπουδαίο να κατανοήσουμε ότι η επικρατούσα χρήση, την οποία εύλογα επικαλούμαστε, δεν είναι πάντοτε εύκολο να εξακριβωθεί. Όταν ελέγχουμε την αποδεκτότητα (acceptability) ενός τύπου, έχουμε συγκεκριμένα ερωτήματα να αντιμετωπίσουμε: Σε ποιον τομέα ή πεδίο θεωρείται η εν λόγω χρήση αποδεκτή ή κυρίαρχη; Στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο; Ποιες ηλικιακές ή κοινωνικές ομάδες την υιοθετούν και ποιες αμφιταλαντεύονται; Σε ποια λειτουργική εφαρμογή εντοπίζονται τα περισσότερα λάθη ή οι αποκλίσεις; Μήπως η χρήση που στιγματίζω (ή ενδεχομένως θωπεύω) αποτελεί μία ακόμη επιλογή ύφους, στοιχείο τής φυσικής ποικιλίας, που δεν είναι σκόπιμο να στερηθούμε; Μπορώ να ισχυριστώ με ειλικρίνεια ότι οι υποδείξεις μου δεν προβάλλουν απλώς τις προτιμήσεις ή τις διαισθητικές μου παρατηρήσεις;

Για να αξιώσουμε βάσιμα συμπεράσματα, συνετό είναι να μην εμπιστευτούμε μόνο το ένστικτό μας. Αν το πράξουμε, ενδέχεται να αστοχήσουμε στην κρίση μας και να συστήνουμε περιθωριακές χρήσεις όπως *η ταμία – της ταμίας, *η γραμματέα – της γραμματέας, *οι συγγράφισσες κτλ., παροτρύνοντας κατόπιν το κοινό να τις υιοθετήσει, προκειμένου «να τριφτούν στη χρήση» (σ. 213). Μπορεί επίσης να αφήσουμε την υποκειμενική μας προτίμηση να μας οδηγήσει να χαρακτηρίσουμε τη γενική της κυβερνήσεως τύπο «έξω από τη νόρμα» (σ. 195) ή να προτείνουμε ακόμη και τον άκλιτο τύπο ουδετέρου *του διαμπερέ (σ. 196). Τελικά, ίσως παρασυρθούμε να στηλιτεύσουμε τα λόγια επαγγελματικά θηλυκά σε –ος (π.χ. η υπουργός, η χημικός), επειδή παρατηρούνται λάθη σε συνεκφορές με επίθετα (σ. 211).

Θέλω να βεβαιώσω τον αναγνώστη ότι αυτός είναι ένας από τους λίγους τομείς που η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων σφάλλει στην κρίση. Τα πρόσφατα χρόνια έχουν διεξαχθεί συστηματικές και σταθμισμένες (= με υπολογισμό τής ηλικίας, του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης και του κειμενικού είδους) έρευνες για τον σχηματισμό των επαγγελματικών θηλυκών ονομάτων. Η πιο πρόσφατη είναι των συναδέλφων Άννας Ιορδανίδου & Ελένης Μάντζαρη: «Τα Θηλυκά Επαγγελματικά Ουσιαστικά: Γλωσσική Χρήση και Τυποποίηση» (5ο Συνέδριο, Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία, Λευκωσία 13-15/11/2005). Οι ερευνήτριες διαπιστώνουν (μεταξύ άλλων) κατόπιν μελέτης σε σώματα κειμένων ότι:

α) Τα επαγγελματικά σε –ος δύσκολα θηλυκοποιούνται (δηλ. δέχονται επιθήματα χαρακτηρισμένα: -ίνα, -ισσα) και αυτό γίνεται για γλωσσικούς λόγους (όχι κοινωνικούς ή από «μισογυνισμό», όπως καταλογίζει ο Ν.Σ., σ. 214). Αιτίες: Η εξοικείωση με την προϋπάρχουσα κατάληξη –ος, η ελαφρώς μειωτική χροιά τού επιθήματος –ίνα και η εντύπωση ότι τα λόγια μορφήματα είναι λιγότερο χαρακτηρισμένα και, ως εκ τούτου, καταλληλότερα για επίσημους επαγγελματικούς όρους.

β) Τα ουσιαστικά σε –της θηλυκοποιούνται με πολύ μικρή αντίσταση (π.χ. διευθύντρια, επιθεωρήτρια, αρμόστρια – προσθέτω ως μοναδική ιδιότυπη εξαίρεση τη λέξη βουλευτής).

γ) Τα ουσιαστικά σε –έας, -ίας, -ορας, -ονας εμφανίζουν μεγάλη αντίδραση λόγω της άσιγμης κατάληξης, η οποία οδηγεί σε αποκλίνοντες τύπους στη γενική πτώση (π.χ. *της συγγραφέας). Υπογραμμίζουν: «Η χρήση των λόγιων καταλήξεων –έως, -ορος, και –ονος φαίνεται ότι συμβάλλει στην αποτροπή αυτών των αποκλίσεων και γι’ αυτό η συστηματική περιγραφή τους είναι απαραίτητη σε οποιαδήποτε προσπάθεια τυποποίησης».

Οι ερευνήτριες καταλήγουν στην ακόλουθη εύστοχη διαπίστωση: «Η επικράτηση λόγιων στοιχείων, κυρίως στα ουσιαστικά σε –ας και –ης, αφορά ‘τοπικές’ και αυτόνομες διεισδύσεις, που δεν ανατρέπουν την ομαλότητα και την καθαρότητα του μορφολογικού συστήματος της Νέας Ελληνικής».

Από τη συνεξέταση των στοιχείων συνειδητοποιούμε ότι ορισμένοι λόγιοι μορφολογικοί τύποι αυτής της δομικής ισχύος αποτελούν απαραίτητες κλιτικές θυρίδες (slots) στο σύστημα και επικρατούν όπου δεν υπήρξαν ή δεν γενικεύτηκαν αντίστοιχοι δημοτικοί τύποι. Η λόγια προέλευσή τους δεν πρέπει να μας παρασύρει και να τους προσάπτουμε το σημάδι τού Κάιν. Αν θελήσουμε να στηρίξουμε τη θέση μας με το επιπρόσθετο επιχείρημα ότι ο τύπος η ταμία είναι αρχαίος (σ. 209), τότε παραχωρούμε το δικαίωμα στον αντίγνωμο να παρουσιάσει τον τύπο της γραμματέως, που μαρτυρείται ήδη στον Αριστοφάνη (Θεσμοφοριάζουσαι στ. 433). Αν επικαλεστούμε το κριτήριο της χρήσεως, θα πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να παραδεχτούμε ότι οι έρευνες (όπως αυτή που προανέφερα) πιθανόν να μην επιβεβαιώσουν τις θέσεις μας. Η πείρα έδειξε ότι αξιόλογες μελέτες σχετικά με το ζήτημα, όπως του Τριανταφυλλίδη, του Κριαρά, του Τσοπανάκη και του Φόρη (βιβλιογραφικά στοιχεία στο τέλος τού άρθρου), που επιχείρησαν να κανονίσουν τα θηλυκά επαγγελματικά και συνέστησαν χαρακτηρισμένα έμφυλα επιθήματα (π.χ. –ισσα, -ινα κτλ.), είχαν ρυθμιστικό χαρακτήρα και εν τέλει απέτυχαν να περιγράψουν τη γλωσσική πραγματικότητα. Ευτυχώς, ο Ν.Σ., παρ’ ότι συστήνει τους αποκλίνοντες τύπους *-έα, -έας και πληθ. –ισσες, μεταχειρίζεται στο βιβλίο του την επικρατούσα χρήση η συγγραφέας (σ. 44) και η γραμματέας (σ. 278). Οι αρχαίοι θα παρατηρούσαν καλόκαρδα: Μεταξὺ χειλέων καὶ κύλικος πολλὰ πέλει.

Το αξιόλογο βιβλίο τού Νίκου Σαραντάκου είναι γεμάτο χρήσιμες διαπιστώσεις, που μαρτυρούν εποπτεία των γλωσσικών πραγμάτων. Αξιοσημείωτες είναι ακόμη οι ορθογραφικές παρατηρήσεις του, που είναι συνεπείς και συστηματικές. Δεν θα τις συζητήσω εδώ ούτε θα επισημάνω πού διαφωνώ: ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει τις θεωρητικές μου θέσεις για την ορθογραφία σε προηγούμενα κείμενά μου.

Κάποτε, σε λίγα μόνο σημεία, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων ίσως δεν καταλήγει στο σωστότερο συμπέρασμα. Αυτό είναι συγγνωστό και δεν μπορούμε να το απαιτήσουμε από ένα συγγραμμα γλωσσικής κριτικής, που προσπαθεί να επιπλεύσει στον ωκεανό τής γλώσσας, στις γκρίζες ζώνες και στις ακαταστάλαχτες περιοχές του. Είναι, όμως, βιβλίο που τροφοδοτεί τη σκέψη και που διδάσκει με τα απλούστερα εργαλεία τον ορθό επιστημονικό συλλογισμό. Είναι, με δυο λόγια, βιβλίο καμωμένο από ευφυΐα και κατανόηση.



Σημειώσεις: Οι παλαιότερες μελέτες των θηλυκών επαγγελματικών είναι του Τριανταφυλλίδη («Η ‘βουλευτίνα’ και ο σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών ουσιαστικών», Άπαντα Μ. Τριανταφυλλίδη, Θεσ/νίκη 1963, σ. 326-334), του Κριαρά (Τα Πεντάλεπτά μου, Θεσ/νίκη 1987, σ. 114-6), του Τσοπανάκη («Ο δρόμος προς την δημοτική: θεωρητικά, τεχνικά και γλωσσικά προβλήματα. Σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών», 1982, Νέα Εστία 1204, σ. 1120-42) και του Φόρη («Ένα πρωτότυπο και πολύτιμο λεξικό», 1968, Νέα Εστία 84, σ. 1365-79).

26/10/07

Νίκου Σαραντάκου: Γλώσσα Μετ' Εμποδίων (Αθήνα 2007: Εκδόσεις τού Εικοστού Πρώτου)

Βιβλιοκριτική παρουσίαση

Έχει γίνει συνήθεια τα τελευταία χρόνια να παρομοιάζουμε το καινούργιο βιβλίο με πλοίο. Ευχόμαστε να είναι «καλοτάξιδο», ίσως επειδή ενδομύχως αναγνωρίζουμε πως, αφού έφυγε από την πένα τού συγγραφέα, έχει μείνει πια μόνο του στο πέλαγος του δημοσιευμένου λόγου.

Η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων του Νίκου Σαραντάκου ναυπηγήθηκε για τον «ωκεανό τής γλώσσας», όπως ρητά αναφέρεται στον πρόλογό της. Σε αυτό το περιβάλλον ο αναγνώστης μου πια το ξέρει πως πνέουν ισχυρά ρεύματα, τεταμένες αντίρροπες δυνάμεις, που εύκολα μπορούν να μετατρέψουν ένα βιβλίο γλωσσικής κριτικής σε ανεμοσκόρπισμα. Από την παρουσίαση που θα επιχειρήσω παρακάτω ευελπιστώ να φανεί γιατί το βιβλίο που συζητούμε δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Ας προεκτείνουμε τώρα την παραβολή. Η λειτουργία ενός βιβλίου με το περιεχόμενο της Γλώσσας Μετ’ Εμποδίων κρίνεται από τρεις κυρίως παράγοντες, τους οποίους θα ήθελα να έχουμε κατά νου: α) αν είναι στερεά διαρθρωμένο και πείθει με τη λογικότητα και με το ύφος του, β) αν έχει εκτιμήσει σωστά τις συνθήκες και το περιβάλλον, ώστε να προσλαμβάνει με ευαισθησία τη γλωσσική πραγματικότητα, γ) αν πλοηγείται με σωστές συντεταγμένες, εν ολίγοις αν οδηγεί σε ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα.

Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να εξηγήσω πώς το βιβλίο τού Νίκου Σαραντάκου ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις τρεις αυτές απαιτήσεις.

Πρώτα, όμως, θα ήθελα να μου επιτραπεί η εξής σύντομη παρέκβαση, που δεν είναι, νομίζω, άσκοπη: Η βιβλιοκριτική παρουσίαση έργων για τη γλωσσική χρήση εμπεριέχει τον διαρκή κίνδυνο της αυτοπαρατηρησίας. Ο απόηχος της δικής μας ιδιολέκτου μπορεί να αλλοιώσει την ικανότητά μας να συζητήσουμε με φωτισμένη κρίση. Επιπλέον, ο βολικός χωρισμός σε σχολές σκέψεως ή γλωσσικές παρατάξεις φέρνει άκοπα στην επιφάνεια συνειρμούς και ισχυρές πεποιθήσεις που τραυματίζουν την καλή θέληση. Θέλω να πω ότι σκοπός τής κριτικής δεν είναι να κάνει θόρυβο τέτοιον που να σκεπάζει το βιβλίο, αλλά να αναδείξει το αποτέλεσμα της στοχαστικής μελέτης του. Αν το παρόν και το επόμενο κείμενο ξεστρατίσουν από αυτό το αντικείμενο, το σφάλμα θα πρέπει να καταλογιστεί στον κριτικό, όχι στον συγγραφέα.


Με τη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων ο φιλόλογος και μεταφραστής Νίκος Σαραντάκος μάς έδωσε βιβλίο ώριμο και καλοδουλεμένο. Ο αναγνώστης έχει στα χέρια του κείμενο με επιχειρήματα που έχουν ξανά και ξανά δοκιμαστεί στη γλωσσική πράξη. Η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων είναι ολοφάνερα γραμμένη με πραγματικό μεράκι και γνήσια αγωνία για τη γλώσσα, αλλά όχι πανικό. Ακόμη και αν σε κάποια σημεία δεν συμφωνήσουμε με τον συγγραφέα (αναπόφευκτο άλλωστε), χρέος έχουμε να παραδεχτούμε αυτή τη στάση ως τη μόνη σωστή.

Ο Ν.Σ. ξεχωρίζει από την αρχή τέσσερα εμπόδια στη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα, που δικαιολογούν τον τίτλο τού βιβλίου. Αυτά είναι κατά τη γνώμη του: 1) Η αποκαλούμενη νεοκαθαρεύουσα (αλλού ονομάζεται νεοκαθαρευουσιάνικη αντεπίθεση, παλινόρθωση ή λαίλαπα), 2) Η λεξιθηρία (η εκζήτηση στον τομέα τού λεξιλογίου), 3) Η περιφρόνηση της χρήσης (κατ’ εξοχήν στην ορθογραφία), και 4) Ο γλωσσικός εθνικισμός (που εντοπίζεται ως επί το πλείστον στη γλωσσική μυθολογία). Αναλυτικό πίνακα περιεχομένων τού βιβλίου μπορεί ο αναγνώστης να δει στην ιστοσελίδα τού συγγραφέα.

Το βιβλίο επιδιώκει να συμβάλει στην απενοχοποίηση ορισμένων (επικρινόμενων) χρήσεων (λαθών ή «λαθών») και να μετατοπίσει τον άξονα της κριτικής αναλύοντας (τις περισσότερες φορές με επιτυχία) το ιδεολογικό πλαίσιο που υπόκειται σε αυτήν. Ίσως δεν ευστοχεί σε κάθε κρίση, αλλά είναι βιβλίο που πείθει και δημιουργεί: δεν αρκείται απλώς να απολαμβάνει ότι κατεδαφίζει την αντιγνωμία.

Ο Ν.Σ. έχει φανερά εργαστεί στο ύφος και στην τέχνη τού λόγου, όπως το μαρτυρούν ήδη τα απολαυστικά του σημειώματα στο διαδίκτυο. Εννοώ: Η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων είναι βιβλίο που συναρπάζει και διαβάζεται σχεδόν μονορούφι. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να μεταχειριστεί καλοδιαλεγμένα παραδείγματα που υπηρετούν το κείμενο (π.χ. σ. 60: η πέτρα στο πηγάδι, σ. 73: ο εξηνταβελόνης δανειστής) και δεν χάνει την ευκαιρία να μας δώσει ενίοτε πινελιές από εύστοχο χιούμορ (π.χ. σ. 319 κ.εξ. το σημείωμα με τίτλο Δεν πληρώ, δεν πληρώ, σ.129-30: η πλειονότητα και η πλειοψηφία, σ. 344: οι «εδώδιμοι» τρομοκράτες). Το βιβλίο κινείται με άνεση και συναρπαστικό ρυθμό, χωρίς να αποποιείται την ευθύνη τής επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Αυτό ίσως οδηγεί στην εξής παρανόηση, που σπεύδω τώρα να προλάβω: Ότι ο Ν.Σ. μας έδωσε βιβλίο απολαυστικό δεν σημαίνει πως αμέλησε την αυστηρά γλωσσολογική του θεμελίωση. Στην πραγματικότητα, κείμενα όπως η πραγματεία για τη λόγια φράση και δη (σ. 117 κ.εξ.), η λεξικογραφική ανάλυση του επιθέτου έωλος (σ. 162-8) και η διερεύνηση του αντιγραφικού λάθους Κογξ Ομ Παξ (σ. 90 κ.εξ.) μπορούν άνετα να σταθούν σε οποιαδήποτε κριτική αντεξέταση: αποτελούν εξαίρετες φιλολογικές μελέτες.

Ο Ν.Σ. παραδέχεται στον πρόλογό του ότι έγραψε μερικές φορές με ύφος «πολεμικό» και δικαιολογεί την κάποτε δηκτική χροιά του, «επειδή συνηθίζεται» (σ. 17). Τα σχόλιά του (σπεύδω να το τονίσω) είναι πάντοτε επιστημονικώς έντιμα: δεν κρίνει αποσπασματικά, δεν αλλοιώνει τις παραθέσεις από τα έργα που συζητεί, δεν παραποιεί τις πηγές και συχνά αγωνίζεται να δώσει την πλήρη εικόνα τής αντίθετης άποψης.

Αναρωτιέμαι, όμως, αν το σκληρό ή ειρωνικό ύφος είναι συνήθεια που πρέπει να φυλάξουμε όταν συζητούμε ή γράφουμε. Δεν νομίζω ότι το βιβλίο κερδίζει σε πειστικότητα από εκφράσεις όπως «τρίψτε τους τον Μ. Βασίλειο και τον Ψελλό … στη μούρη» (σ. 125), από χαρακτηρισμούς όπως «καρακαθαρευουσιανιά» (στη σωστή κατά τα άλλα ανάλυση της φρ. στις καλένδες, σ. 113) ή από τον υπαινιγμό για «το μέρος εκείνο του σώματος με το οποίο γράφουν μερικοί» (σ. 235).

Σκοπός μου δεν είναι να αντιπαραβάλω εδώ αισθητικές προτιμήσεις. Εντούτοις, πρέπει να ξέρουμε ότι, αφού το βιβλίο είναι σύντροφος και συναναστροφή, θα απευθυνθεί σε ανόμοιας σύστασης αναγνωστικό κοινό. Η πείρα δείχνει ότι η οξεία ειρωνεία ή το δηκτικό ευφυολόγημα ίσως κολακέψουν όσους ήδη συμφωνούν μαζί μας, αλλά θα απωθήσουν οπωσδήποτε εκείνους που αμφιταλαντεύονται, που μας ζυγίζουν στο καντάρι τόσο της τεκμηρίωσης όσο και του ήθους γραφής, εν ολίγοις εκείνους που κυρίως επιδιώκουμε να πείσουμε. Φοβούμαι μήπως έτσι αδικήσουμε τις απόψεις μας και συρρικνώσουμε την απήχησή τους.

Ξέρω βέβαια ότι ο εκφραστικός τρόπος αρκετών κειμένων γλωσσικής κριτικής (επιφυλλίδων και άρθρων, ακόμη και βιβλίων) έχει δυστυχώς πολεμικό χαρακτήρα. Πεποίθησή μου είναι ότι δεν χρειάζεται να τον αναπαράγουμε στο διηνεκές. Η συνεισφορά μας στον διάλογο δεν πρέπει να επωμίζεται ρόλο αντηχείου που ανταποδίδει την ένταση. Η ευφυής γλώσσα τού Ν.Σ., που αναδεικνύεται πλούσια στο κείμενό του, θα κομίσει την επιστημονική γνώμη με τρόπο πολύ ελκυστικότερο αν αποφύγει το φορτίο τής οξύτητας.

Η αξιόλογη συμβολή τού βιβλίου στον διάλογο, όπως ανέφερα παραπάνω, έχει, καθώς νομίζω, τις ρίζες της στο εξαιρετικό γλωσσικό ένστικτο του συγγραφέα. Η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων αποκαλύπτει τη μακρά θητεία τού Ν.Σ. σε απαιτητικές γλωσσικές πράξεις όπως η μετάφραση και αποδίδει στη γνώμη του σεβαστή βαρύτητα. Είναι χάρισμα του βιβλίου ότι διαβάζει ως επί το πλείστον σωστά τις γλωσσικές τάσεις και, ακόμη περισσότερο, ότι δεν σπαταλά δυνάμεις σε επιπόλαιες περιγραφές λαθών ή κακής χρήσης τής γλώσσας. Αν μπορούσα να το εκφράσω με παράδειγμα: Ο Ν.Σ. δεν μας μιλάει για τη θάλασσα δείχνοντας μια τρικυμία. Απεναντίας, έχει διαλέξει τον δύσκολο δρόμο τής επιστημονικής ανάλυσης και της γλωσσολογικής θεμελίωσης.

Αυτό είναι ολοφάνερο από τον τρόπο χειρισμού των γλωσσικών μύθων, μερικοί από τους οποίους με απασχόλησαν σε προηγούμενα άρθρα. Ο Ν.Σ. εξετάζει, όχι μόνο τι είναι κίβδηλο και τι γνήσιο, αλλά τον ίδιο τον μηχανισμό κατασκευής τού ψεύδους και σημειώνει βήμα προς βήμα πώς συγκροτείται ο μύθος από έναν και μόνο κόκκο αλήθειας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η κατασκευή τού μύθου ότι η Ελληνική δεν έγινε επίσημη γλώσσα των Η.Π.Α. για μία ψήφο (σ. 23) και η παραπλανητική παρουσίαση της ψήφισης του μονοτονικού συστήματος από οπαδούς τού πολυτονικού (σ. 269). Ο συγγραφέας παρακολουθεί διεξοδικά την τακτική των ερασιτεχνών (παρ)ετυμολόγων (σ. 78) και προσφέρει πραγματικά πολύτιμη υπηρεσία στην επιστημονική ετυμολογία, η οποία τόσα έχει υποστεί από ακατάρτιστους «ερευνητές» με πρόσβαση στα μέσα επικοινωνίας. Μια από τις πλέον εμπεριστατωμένες αναλύσεις τής ανάδυσης και απήχησης ενός εύηχου μύθου θα βρει ο αναγνώστης στην περιγραφή τού κειμένου για το υποτιθέμενο πρόγραμμα ελληνομάθειας Hellenic Quest (σ. 41 κ.εξ.). Πίσω από τους επινοητές τέτοιων μύθων βρίσκεται συχνά η πρόσληψη της αρχαιογνωσίας με νωχελική αυταρέσκεια ή ακόμη η ελλιπής γνώση. Στις ευστοχότερα διατυπωμένες κρίσεις τού βιβλίου ανήκει οπωσδήποτε ότι «όσο λιγότερες γλώσσες ξέρει κάποιος, τόσο περισσότερο ρέπει προς γενικεύσεις» (σ. 241).

Η αυθεντική ευαισθησία τού Νίκου Σαραντάκου φαίνεται επίσης από οξυδερκείς παρατηρήσεις του για τη γλώσσα, γνωστές σε όσους έχουν και στο παρελθόν συζητήσει μαζί του. Έχει δίκιο ότι πολλά ρήματα τείνουν να γίνονται μεταβατικά (σ. 146) και σωστά διαπιστώνει ότι ορισμένες χρήσιμες λεπτές διακρίσεις τείνουν να σαρώνονται από τη γενίκευση (π.χ. ήταν – ήσαν, ως – σαν, έκαμα – έκανα). Εύστοχη είναι επίσης η αρχή που εφαρμόζει, ότι αν ορισμένη γραφή ή διατύπωση έχει παγιωθεί από αιώνες (από τον μεσαίωνα ή ακόμη και από την αρχαιότητα), δεν είναι σκόπιμο να στιγματίζεται η χρήση της από τυχόν διαφορετική αφετηρία (π.χ. οι γραφές κροκόδειλος, πλημμύρα, οι φράσεις και δη, παν μέτρον άριστον).

Μία ακόμη οξυδερκής επισήμανση είναι η τάση να μην ακολουθείται συστηματικά ο αρχαίος κανόνας τής σίγησης του τελικού φωνήεντος των προθέσεων όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από φωνήεν (σ. 130-1, π.χ. παραϊατρικά, παραεμπόριο, παραεξουσία κτλ.). Επειδή ο Ν.Σ. γράφει ότι «αυτή είναι εξέλιξη της γλώσσας, που δεν μπορώ να αιτιολογήσω έτσι πρόχειρα», ας μου επιτραπεί εδώ να αναφέρω ότι οφείλεται στη μορφολογική αρχή τής λεξικής ακεραιότητας (lexical integrity, αναλυτικά στη S. Anderson, A-Morphous Morphology, 1992, Cambridge University Press), κατά την οποία ο ομιλητής νιώθει την ανάγκη να έχει εν συνθέσει πλήρεις λεξικούς τύπους.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η λέξη παρ(α)ολυμπιάδα, που απασχόλησε τον Ν.Σ. και έχει/είχε ταλανίσει αρκετά τον δημόσιο λόγο. Δεν κρίνω άσκοπο να μνημονεύσω εδώ ένα περιστατικό, μια και έχουν περάσει πλέον αρκετά χρόνια:

Ενώ προετοιμάζονταν οι Παρ(α)ολυμπιακοί Αγώνες, ένας από τους υπευθύνους είχε την ιδέα να τηλεφωνήσει στο γραφείο μου και να μου εκθέσει το πρόβλημα με την απόδοση του αγγλ. Paralympics. Ρώτησε ποια ελληνική μεταγραφή είναι σωστή. Του απάντησα ότι, αν και ο τύπος Παρολυμπιακοί συμμορφώνεται με τον αρχαίο κανόνα, ο τύπος Παραολυμπιακοί είναι εξίσου αποδεκτός. Άκουσα που δυσκολευόταν να πειστεί. Τον ρώτησα γιατί. «Ξέρετε», εξήγησε, «μας έχουν πει να μην αλλάξουμε καθόλου τον αγγλικό όρο, να γράψουμε Παραλυμπιακοί».

Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη για ομοιομορφία στις διάφορες γλώσσες, αλλά ο σχηματισμός συνθέτων δεν έχει σε κάθε μια τούς ίδιους περιορισμούς. Το ελληνογενές πρόθεμα para- στην Αγγλική απαντά σε αρκετά σύνθετα δηλώνοντας κάτι που υπάρχει παράλληλα ή παράπλευρα προς κάτι άλλο (π.χ. paramilitary «παραστρατιωτικός», paramedic «παραϊατρικός», parapsychology «παραψυχολογία» κτλ.). Το πρόθεμα αυτό χρειάζεται την πλήρη μορφή του για να αποδώσει αυτή τη σημασία στην Αγγλική, διότι τυχόν συγκεκομμένο αλλόμορφο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε νεόπλαστα σύνθετα. Δικαιολογημένα ο Ν.Σ. απορρίπτει τον αγγλισμό *Παραλυμπιακοί. Και ευτυχώς, ο τύπος αυτός δεν υιοθετήθηκε από την επιτροπή των αγώνων.

Υπάρχουν δύο ακόμη τομείς που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τής Γλώσσας Μετ’ Εμποδίων: η ανίχνευση των λαθών και η ταυτότητα της γλωσσικής χρήσης. Οι αξιοσημείωτες ιδέες τού συγγραφέα αξίζουν οπωσδήποτε περαιτέρω συζήτηση, οι δε επί μέρους αντιρρήσεις μου πιστεύω ότι θα ενθαρρύνουν τον αναγνώστη να διαβάσει το βιβλίο με πραγματική προσδοκία.

Θα ασχοληθώ με αυτά τα αιτήματα στο δεύτερο άρθρο, το οποίο θα ολοκληρώσει τη βιβλιοκριτική παρουσίαση.

30/9/07

Paul Cartledge: Η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας

Το 2005 παρουσιάστηκε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό η μετάφραση ενός από τα αξιολογότερα ιστορικά έργα στην επιστημονική βιβλιογραφία, ο συλλογικός τόμος Η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας, τον οποίο συνέγραψε ομάδα ιστορικών υπό την κατεύθυνση του Paul Cartledge, καθηγητού τής Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Είχα την επιστημονική επιμέλεια της μετάφρασης αυτού του εξαιρετικού έργου, πράγμα που μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ με τον καθηγητή Cartledge, καθώς και με τους υπευθύνους τής σειράς από τον οίκο Cambridge University Press.

Στις 23 Νοεμβρίου 2005 ο εκδοτικός οίκος Σ. Ζαχαρόπουλου οργάνωσε εκδήλωση στη Στοά τού Βιβλίου για την παρουσίαση αυτού του τόμου, στην οποία προσκλήθηκα να μιλήσω μαζί με την καθηγήτρια Ιστορίας κ. Ραμού-Χαψιάδη, τον καθηγητή Φιλοσοφίας κ. Φαράντο, αλλά και τον ίδιο τον καθηγητή Cartledge. Σε αυτή την άκρως επιτυχημένη εκδήλωση αρκετοί ακροατές, συνάδελφοι και φίλοι ζήτησαν να έχουν γραπτώς όσα ελέχθησαν. Το κείμενο της ομιλίας μου, που ακολουθεί ευθύς αμέσως, δεν πραγματεύεται καινούργια στοιχεία, δείχνει όμως (ίσως ανεπαρκώς) πόσο εκτιμώ το αξιοσημείωτο αυτό έργο και την οπτική γωνία των συγγραφέων του.


Παρουσίαση του βιβλίου: Η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας





Από τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Agatha Christie και τις ταινίες που σκηνοθετήθηκαν με βάση αυτά, νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε πως η ωραιότερη σκηνή είναι μία από τις τελευταίες: εκεί όπου ο Βέλγος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό συγκεντρώνει σε ένα δωμάτιο όλους όσοι ενέχονται στην υπόθεση και τους ανακοινώνει ποιος είναι ο δολοφόνος και πώς τον βρήκε. Συχνά αναρωτιόμαστε: Αφού είχα όλα τα στοιχεία, γιατί δεν το είχα σκεφτεί έτσι;


Σε έναν τόμο μεσαίου μεγέθους, στην Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας, ο καθηγητής Paul Cartledge και οι ειδικοί συνεργάτες του κατορθώνουν δύο πράγματα θεμελιώδη για βιβλίο κλασικής ιστορίας: Πρώτον, να συγκεντρώσουν σε ένα βιβλίο σχεδόν όλους τους αξιόπιστους μάρτυρες σχετικά με τη μελετώμενη περίοδο και, δεύτερον, να μας κάνουν συχνά να διερωτηθούμε: Γιατί δεν το είχα σκεφτεί έτσι;

Αναφέρθηκα σε «μάρτυρες» και αυτό φέρνει στον νου μια φράση από τη Βίβλο και συγκεκριμένα από τον Ψαλμό 89:37. Εκεί η σελήνη χαρακτηρίζεται «μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός». Γιατί αποκαλείται μάρτυς πιστός; Επειδή οι άνθρωποι μπορούσαν να βασιστούν σε αυτήν για να ορίσουν τον χρόνο και να τον διαιρέσουν σε σεληνιακούς μήνες. Η σελήνη δεν χρειαζόταν να μιλήσει, για να είναι αξιόπιστος μάρτυς. Ήταν σιωπηλός μάρτυς.

Ξεφυλλίζοντας αυτόν τον θαυμάσιο τόμο που ετοίμασε ο καθηγητής Cartledge, είμαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης θα προσέξει πόση προσπάθεια καταβλήθηκε να στραφεί η προσοχή σε μερικούς σιωπηλούς μάρτυρες, σε «ανύμνητους ήρωες», σε αφανείς συμμετόχους αυτής της ιστορίας. Συνήθως αυτοί οι σιωπηλοί μάρτυρες, μολονότι έχουν καθοριστικό ρόλο στα διαδραματιζόμενα, δεν έχουν την αναγνώριση που θα ήρμοζε σε αυτούς, που θα απέδιδε δικαιοσύνη στη συμβολή τους.

Προσέξτε το κεφάλαιο με τίτλο «Περιβάλλον». Ο όρος αναφέρεται στη διαμόρφωση του φυσικού χώρου, στην τοπογραφία και στο κλίμα, καθώς και στις δραστηριότητες που ο τόπος επέτρεπε ή ευνοούσε. Η συγγραφέας αυτού του κεφαλαίου, η καθηγήτρια Susan Alcock, κατευθύνει την προσοχή μας στο «σιωπηλό τοπίο», όπως το αποκαλεί. Θέτει ερωτήματα που εξηγούν γιατί πρέπει να ακούσουμε αυτόν τον σιωπηλό μάρτυρα: Πώς σχετίζεται το κλίμα μιας περιοχής με τις εμπορικές συναλλαγές και τις πολεμικές συγκρούσεις; Ποια ήταν η συμβολή των ορυχείων αργύρου και μολύβδου τού Λαυρίου στην ανάπτυξη της αθηναϊκής οικονομίας και ηγεμονίας; Έχει ο φόβος για πιθανή έλλειψη τροφίμων ή λιμό σχέση με την αστική συγκέντρωση, τις υπερπόντιες επαφές ή τον αποικισμό; Το περιβάλλον είναι αξιόπιστος —αν και σιωπηλός— μάρτυς τού πλαισίου στο οποίο διαβιούσαν οι αρχαίοι. Είμαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης αυτού του κεφαλαίου και των ενημερωτικών ενθέτων πλαισίων του θα αναρωτηθεί: Γιατί δεν το είχα σκεφτεί έτσι;

Έπειτα, υπάρχει ένας ακόμη σιωπηλός μάρτυς: οι δούλοι. Στο κεφάλαιο «Εργασία και Ψυχαγωγία» ο Δρ Nick Fisher εκθέτει με θαυμάσιο αφηγητικό ύφος —το οποίο είμαι βέβαιος ότι θα απολαύσετε διαβάζοντας— πώς θα απαντούσε ένας νεαρός τής αρχαιότητας στο ερώτημα: «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» Παρ’ ότι περιβαλλόταν σε όλη τη νεαρή του ηλικία από δούλους, ποτέ δεν ήθελε να γίνει ένας από αυτούς. Ο βιαστικός αναγνώστης ή ακροατής θα σπεύσει αμέσως να καταδικάσει τη δουλοκτησία και τη σχετική πρακτική των αρχαίων, αλλά το βιβλίο δεν καταφεύγει σε εύκολα συμπεράσματα. Οι δούλοι ως σιωπηλός και σχεδόν «άφωνος» μάρτυς τής αρχαίας ιστορίας παρουσιάζονται ως συμμέτοχοι σε αυτήν και όχι απλώς αναξιοπαθούντες. Το βιβλίο φέρνει αυτούς τους σιωπηλούς μάρτυρες στο προσκήνιο και θέτει ερωτήματα: Τι αξία είχαν οι δούλοι ως περιουσιακό στοιχείο; Μήπως η κατοχή δούλων δρούσε ανασταλτικά στην εκμετάλλευση των ελεύθερων φτωχών; Είχαν οι δούλοι αίσθηση ταυτότητας; Ποιες εργασίες και ποια καλλιτεχνικά θαύματα οφείλουμε στη συμμετοχή τους; Και όσοι δυσκολεύονται να δεχτούν τον όρο «σιωπηλός μάρτυς» για όλους τους δούλους έχουν κάποιο δίκιο: δούλος ήταν και ο περίφημος Αίσωπος.

Στην Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας θα βρείτε και άλλους σιωπηλούς μάρτυρες: μετοίκους, γυναίκες, ελάσσονες συγγραφείς, εργάτες των αστικών εργαστηρίων (αγγειοπλάστες, κεραμοποιούς, οπλουργούς), φιλοσόφους που μνημονεύονται μόνο απαξιωτικά και ακροατές φιλοσόφων, οι οποίοι αποτελούσαν το κοινό τους και δεν έγραψαν τίποτε, ώστε να ακούσουμε τη φωνή τους. Με ισορροπημένο τρόπο και σε ένθετα που εξηγούν λεπτομερέστερα τα κεντρικά στοιχεία τής ιστορίας, το βιβλίο μας κατορθώνει να συγκεντρώσει αυτούς τους μάρτυρες και να μας βοηθήσει να δούμε τι αποκαλύπτουν (και μερικές φορές τι αποσιωπούν) για αυτούς οι πηγές. Η εικονογράφηση είναι εξαιρετικά πλούσια και επιμελημένη. Δεν περιλαμβάνει απλώς αυτά που αναμένει κάποιος να δει σε ένα βιβλίο κλασικής ιστορίας, δηλαδή μνημεία, ανδριάντες, αγγεία και χάρτες. Οι εικόνες συνοδεύονται από επεξηγητικά πλαίσια ή μεταφρασμένα κείμενα, τα οποία παρουσιάζουν τις μαρτυρίες απευθείας από τις πηγές.

Τέτοιες μαρτυρίες μάς παρουσιάζουν την ιστορία σαν έναν ζωγραφικό πίνακα. Παρακαλώ σκεφθείτε λίγο περισσότερο αυτό: Καθώς πλησιάζουμε έναν ωραίο πίνακα και βλέπουμε από κοντά πώς άπλωσε τα χρώματα ο καλλιτέχνης, μήπως διαπιστώνουμε ότι σχεδίασε το περίγραμμα με μια μονοκοντυλιά και κατόπιν άδειασε το χρώμα με τον κουβά; Οπωσδήποτε όχι. Καταλαβαίνουμε ότι απαιτήθηκαν εκατοντάδες, χιλιάδες μικρές πινελιές σε βάθος χρόνου. Ομοίως, το βιβλίο τού καθηγητού Cartledge και των συνεργατών του δείχνει ότι η ιστορία δεν διαμορφώνεται απλώς από μερικές ανδραγαθίες, από πράξεις γενναιοφροσύνης εκ μέρους των κραταιών ή από «βασιλείς και μάχες», όπως πολύ σωστά αναφέρει ο καθηγητής, αλλά από αμέτρητες, ασήμαντες και αφανείς πράξεις σε βάθος χρόνου. Το ότι η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας επιτυγχάνει να φέρει στο φως τέτοιες πράξεις είναι από μόνο του αξιοσημείωτο.

Μέχρι τώρα αναφέρθηκα στον τρόπο γραφής τού βιβλίου, όπως ακριβώς ήταν και η πρόθεσή μου. Για τις ιδέες τού βιβλίου θα μιλήσουν άλλοι, αρμοδιότεροί μου: η καθηγήτρια κ. Ραμού-Χαψιάδη και ο καθηγητής κ. Φαράντος. Ως γλωσσολόγος, όμως, δεν θα αποφύγω τον πειρασμό για λίγα λεπτά να σας μιλήσω για λέξεις. Λέξεις-κλειδιά που θα βρείτε ή που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο και οι οποίες στο πραγματολογικό τους περιεχόμενο δηλώνουν περισσότερα από όσα σημαίνουν.

Τέτοια είναι κατ’ αρχάς η λέξη δημιουργός. Η λέξη αυτή φέρνει στον νου τού σύγχρονου αναγνώστη τον Θεό ως Πλάστη τού κόσμου ή τους ασχολουμένους με την καλλιτεχνική παραγωγή. Όμως, σε ποιο κεφάλαιο της Ιστορίας θα τοποθετούσατε τις δραστηριότητες των αρχαίων δημιουργών; Στο κεφάλαιο για την αρχιτεκτονική και τις εικαστικές τέχνες; Στο κεφάλαιο περί λογοτεχνίας; Στο κεφάλαιο για την επιστήμη; Ο καταλληλότερος χώρος είναι το κεφάλαιο που πραγματεύεται την εργασία. Δημιουργός είναι ο τεχνίτης που κατασκευάζει πράγματα για τον δήμο, για το σύνολο. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι στον Όμηρο η λέξη έχει ευρύ σημασιολογικό πεδίο· με ευκολία δηλώνει τον ξυλουργό, τον πρακτικό γιατρό, όπως και τον μάντη ή τον κήρυκα. Στην κλασική Ελλάδα δεν έχει αποκτήσει ακόμη το κύρος που διαθέτει σήμερα. Μολονότι δεν αναφέρεται πλέον μόνο στους χειρώνακτες, μπορεί να δηλώσει τον χρυσοχόο, τον βυρσοδέψη, τον τεχνίτη, μέχρις ότου στο Συμπόσιον του Πλάτωνος συναντήσουμε τελικά τη φράση: ὑπὸ πάσαις ταῖς τέχναις ἐργασίαι ποιήσεις εἰσὶ καὶ οἱ τούτων δημιουργοὶ πάντες ποιηταί (205c). Μήπως αυτό παρέχει κάποια εξήγηση για τις αρχαίες αντιλήψεις περί εργασίας; Ο αναγνώστης έχει αρκετή τροφή για σκέψη.

Τώρα θέλω να στρέψω την προσοχή σας στη λέξη ιδιοσυγκρασία. Η ετυμολογική ανάλυση δείχνει ότι το β΄ συνθετικό προέρχεται από το ρήμα συγκεράννυμι «αναμειγνύω, ανακατεύω». Πώς αυτό συνδέεται με τον χαρακτήρα και την ιδιοσυστασία τής συμπεριφοράς κάποιου; Στην Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας ένα εξαιρετικό πλαίσιο που συνέγραψε η καθηγήτρια Leslie Dean-Jones πραγματεύεται τις αντιλήψεις των αρχαίων για το σώμα. Οι αρχαίοι γιατροί δίδασκαν ότι το σώμα αποτελείται από υγρά ή χυμούς. Η κατάλληλη ισορροπία τού μείγματος των χυμών εξασφάλιζε την υγεία και καθόριζε τη συμπεριφορά ή την ιδιοσυγκρασία. Τόσο ο Ιπποκράτης όσο και ο Γαληνός αναγνώριζαν τέσσερεις τέτοιους χυμούς: το φλέγμα, τη χολή, τη μέλαινα χολή και το αίμα. Μήπως τώρα κατανοούμε καλύτερα τη σημασία και τη χρήση των όρων φλεγματικός και μελαγχολία ή τη φράση τα λόγια του έσταζαν χολή; Νομίζω ναι.

Η τελευταία λέξη που διάλεξα να σας αναφέρω έχει σχέση με τον πόλεμο. Είναι ο όρος οπλίτης. Στο κεφάλαιο «Πόλεμος και Ειρήνη» ο καθηγητής Cartledge μας προσφέρει με γλαφυρό τρόπο την εικόνα τού αρχαίου οπλίτη. Ο οπλίτης τού πεζικού έφερε βαριά ασπίδα, συχνά από ξύλο αλλά και από δέρματα ζώου και με εξωτερική επιφάνεια από ορείχαλκο, η δε πανοπλία του (αν συμπεριλάβουμε την περικεφαλαία, που μείωνε σημαντικά την ορατότητα, τον θώρακα και τις περικνημίδες) ζύγιζε περίπου 34 κιλά. Αυτό είχε την εξής βασική συνέπεια: Δεν υπήρχε νόημα στη φράση «μοναχικός οπλίτης». Ο δυσκίνητος και κουρασμένος από την πεζοπορία και την πανοπλία στρατιώτης μπορούσε να δράσει μόνο μέσα σε φάλαγγα, στην οποία ο ένας οπλίτης θα κάλυπτε τον άλλον σε κλειστή διάταξη. Οι οπλίτες έπρεπε να μένουν στη θέση τους ή, όπως ήταν ο αρχαίος όρος, έπρεπε να είναι ἐν τάξει. Η ισχύς τους εξηρτάτο από τη δυνατότητα να δρουν ως πειθαρχημένη μονάδα. Μήπως αυτό καθόρισε επί δύο περίπου αιώνες την υπεροχή των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων σε μάχες με κλειστή φάλαγγα; Νομίζω ναι.

Στην Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας θα βρείτε και άλλες λέξεις, οι οποίες αποτυπώνουν τμήματα ιστορίας και έχουν η καθεμιά τη δική της βιογραφία. Ο καθηγητής Cartledge και το εκλεκτό του επιτελείο έχουν συγκεντρώσει τις λέξεις και τα πράγματα, τους μάρτυρες και τα στοιχεία, ώστε να υπάρχει ενώπιόν μας μια πινακοθήκη τής αρχαιότητας προσιτή ακόμη και στον μη ειδικό. Η μεταφράστρια του έργου, κ. Βίκυ Κυριαζή, από τις πιο έμπειρες και προσεκτικές μεταφράστριες με τις οποίες έχω συνεργαστεί, αγωνίστηκε και απέδωσε με μεγάλη επιτυχία το συχνά υπαινικτικό ή ελαφρώς χιουμοριστικό ύφος τού πρωτοτύπου στον βαθμό που ήταν εφικτό. Αυτό δεν ήταν εύκολο και της αξίζει θερμός έπαινος.

Μια τελευταία σκέψη: Οι σιωπηλοί μάρτυρες, οι ανύμνητοι ήρωες και οι αφανείς τής ιστορίας, που αποτέλεσαν δεδηλωμένο στόχο αυτού του βιβλίου, μας αποκαλύπτονται με ορισμένο τρόπο από τις πηγές. Αν και οι πηγές μάς δείχνουν τι ή πώς συνέβη, ο ιστορικός έχει τη δυνατότητα να μας εξηγήσει γιατί. Σε αυτό το βιβλίο ιστορίας ο αναγνώστης θα έχει αρκετό υλικό για να κατανοήσει την αιτία που βρίσκεται πίσω από την αφήγηση και αρκετή τροφή για να θέσει νέα ερωτήματα.

Συχνά οι απαντήσεις έχουν πολλές πτυχές. Στο Έγκλημα στο Orient Express της Agatha Christie, ο Ηρακλής Πουαρό αποδεικνύει ότι στον φόνο είχαν στην πραγματικότητα συμμετοχή όλοι οι επιβάτες τού βαγονιού, αποκάλυψη που εκπλήσσει τον αναγνώστη και τον θεατή. Ο καθηγητής Cartledge και οι συνεργάτες του καταφέρνουν να μας δείξουν ακριβώς αυτό: ότι η ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας είναι πολύχρωμη και πολυπαραγοντική, πολύπλευρη και πολυδιάστατη. Είναι καιρός για το ελληνικό ευρύτερο κοινό να αντιμετωπίσει αυτή την εκδοχή, έστω και με κάποια έκπληξη.

Και για αυτή τη συμβολή ταιριάζει, νομίζω, στον προσκεκλημένο μας απόψε μια αρχαία ελληνική φράση: χάριν ἶσμεν, ή σε απλούστερα ελληνικά, ευχαριστούμε.

21/9/07

Γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία

Man talks in order to get something
George Zipf (1949)

Ανάμεσα σε μια παρτίδα τένις και σε ένα παιχνίδι με ρακέτες στην αμμουδιά υπάρχει η εξής θεμελιώδης διαφορά: Στο τένις ο ένας παίκτης αγωνίζεται να ξεγελάσει τον άλλον χτυπώντας τη μπάλα με τέτοιον τρόπο και τόση δύναμη, ώστε να καθιστά την απόκρουση αδύνατη. Στις ρακέτες οι παίκτες προσπαθούν να βρίσκουν ο ένας τον άλλον με στόχο να ανταλλάξουν όσο το δυνατόν περισσότερες μπαλιές. Με δύο λέξεις, στο τένις υπάρχουν αντίπαλοι, ενώ στις ρακέτες συμπαίκτες.

Αν η γλωσσική επικοινωνία πρέπει οπωσδήποτε να παρομοιαστεί με ένα από τα δύο παιχνίδια, αυτό ασφαλώς δεν είναι το τένις. Η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ πομπού και δέκτη προϋποθέτει συνεργασία με αυξημένο βαθμό αμοιβαιότητας. Δεν είναι παράξενο που αρκετοί γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η σημασία τού εκφωνήματος [utterance] είναι προϊόν διαπραγματεύσεως από τους συνομιλητές με επιτυχή κατά το πλείστον κατάληξη. Όπως στις ρακέτες, πασχίζουμε να βρούμε τη θέση τού συνομιλητή μας και μοχθούμε να συλλάβει, όχι μόνο το μήνυμα, αλλά και το συνοδευτικό του πλαίσιο.

Η παρατήρηση αυτή, κοινός τόπος σε κάθε σημασιολογική θεωρία, εγείρει ένα καίριο πρόβλημα: Εφόσον το γλωσσικό σύστημα και οι αρχές τής συνομιλίας εγγυώνται την επικοινωνιακή επάρκεια, γιατί να συμβούν αλλαγές που θα διατάρασσαν την ισορροπία και θα έπλητταν την επικοινωνία; Αν, όπως έγραψε ο Zipf, «ο άνθρωπος μιλάει για να αποκομίσει κάτι», γιατί να επέλθουν μεταβολές που θα διακινδύνευαν ό,τι προσδοκά από τη συνομιλία; Εν ολίγοις, γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία;

Οι σημασιολογικές αλλαγές συνιστούν ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα αντικείμενα της ιστορικής γλωσσολογίας. Επειδή είναι εύκολο να προσελκύσουν την προσοχή ακόμη και του μη ειδικού, τείνουν να συναρπάζουν τους μελετητές και τους αναγνώστες. Αν θελήσουμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον κάποιου στο πεδίο ερευνών τής ιστορικής γλωσσολογίας ή της ετυμολογικής λεξικογραφίας, αρκεί να ξετυλίξουμε ενώπιόν του μερικές βιογραφίες λέξεων. Εντούτοις, οι δυσχέρειες στην επιστημονική διερεύνηση των σημασιολογικών αλλαγών ίσως περνούν απαρατήρητες. Ξεκινώντας από το υλικό, ας εξετάσουμε λίγα παραδείγματα και ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε πού έγκειται η δυσκολία. Κατόπιν θα κάνουμε ένα βήμα πίσω και θα επιχειρήσουμε να συζητήσουμε αν είναι δυνατή η ένταξη των μεταβολών σε συστηματικό ερμηνευτικό πλαίσιο.

1) Στον Έμπορο της Βενετίας τού Σαίξπηρ διαβάζουμε: My ships are safely come to road. Το λεξιλόγιο εκπλήσσει τον σύγχρονο αναγνώστη. Πώς τα πλοία βγαίνουν στον δρόμο ― και τι δουλειά έχουν εκεί;

2) Σε μεσαιωνικά κείμενα διαπιστώνουμε ότι το αρχ. ρήμα ἐκπτύω «φτύνω – αποβάλλω» απαντά επίσης με τη σημασία «ξεβράζω – αποδιώχνω». Οι άοριστοι ἐξέπτυσαν, ἐξεπτύσθησαν, καθώς και η μορφολογία τού ρήματος, επιβεβαιώνουν την υποψία μας ότι από αυτό προήλθε το ν.ελλ. ξεφτύζω. Αναρωτιόμαστε: Πώς φτάσαμε στη σημασία «φθείρομαι» και πώς εξηγείται η αλλαγή;

3) Ο φυσικός ομιλητής τής Γαλλικής δεν δυσκολεύεται καθόλου με τον ενεστώτα τού ρήματος aller «πηγαίνω», τον οποίο εμείς πρέπει να μάθουμε με προσπάθεια: je vais – tu vas – il va – nous allons – vous allez – ils vont. Ο ιστορικός γλωσσολόγος γνωρίζει, ωστόσο, ότι οι τύποι vais, vas, va, vont έχουν εξελιχθεί από το λατ. vadere «πηγαίνω», ενώ τα α΄ και β΄ πρόσωπα του πληθυντικού allons, allez προέρχονται από το υστερολατινικό ambulare «περπατώ». Γιατί η γλώσσα ενσωμάτωσε κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ακατανόητη ανωμαλία;

Ενώ οι λύσεις σε αυτά τα αινίγματα είναι καθ’ αυτές άκρως ενδιαφέρουσες, συχνά απλώς αυξάνουν τη δυσπιστία μας ως προς τη δυνατότητα να εξηγήσουμε γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία, ενώ ήδη καλύπτουν ανάγκες επικοινωνιακές. Ακόμη και όταν καταφέρνουμε να ταξινομήσουμε με τρόπο λογικό τις μεταβολές, αστοχούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί ένα λειτουργικό σύστημα σημασιών επιδέχεται αλλαγές που μπορεί να το πλήξουν.

Η αιτιολόγηση των σημασιολογικών μεταβολών προκάλεσε ευθύς εξ αρχής αμηχανία. Ήδη από τον καιρό των Νεογραμματικών γλωσσολόγων καθιερώθηκε η εδραιωμένη πια συνήθεια να παραλείπεται οποιαδήποτε νύξη περί σημασιολογικής αλλαγής από τις ιστορικές γραμματικές των διαφόρων γλωσσών. Ο αναγνώστης που ανοίγει μια ιστορική γραμματική έχει προετοιμάσει τον εαυτό του για πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των φωνημάτων, την αλλαγή των μορφολογικών σχημάτων και τις μεταβολές στη σύνταξη· οι μεταβολές σημασιών, απεναντίας, δεν θεωρούνται αντικείμενο τέτοιων έργων και οι συγγραφείς τους δεν αισθάνονται προς αυτές καμμία οφειλή. Όπως τόνισε εύστοχα ο Yakov Malkiel, οι σημασίες αναφέρονται απλώς ως ερμηνεύματα των λέξεων, όχι ως στοιχεία προς επιστημονική έρευνα (Etymology, 1993).

Κάτι ακόμη που ενισχύει τις ανωτέρω διαπιστώσεις: Οι μελέτες ιστορικής σημασιολογίας συνήθως μοχθούν να ταξινομήσουν τις ήδη διαπιστωμένες αλλαγές σε συστήματα ή σχήματα με μεγαλύτερη ή μικρότερη αντιπροσωπευτικότητα. Παρά ταύτα, τα χρήσιμα συμπεράσματα τέτοιων μελετών δείχνουν να εξαντλούνται σε αυτό, έχουν μικρή προβλεψιμότητα και αποφεύγουν να ασχοληθούν με την κινητροδότηση του όλου σχήματος. Ως εκ τούτου, καλογραμμένα σύγχρονα εγχειρίδια, όπως το βιβλίο Γλωσσική Μεταβολή των συναδέλφων Ε. Καραντζόλα & Α. Φλιάτουρα (Αθήνα 2005), μνημονεύουν τα είδη και τους μηχανισμούς των σημασιολογικών μεταβολών, αλλά δεν πραγματεύονται καθόλου τις αιτίες τους.

Η στάση αυτή εμπεριέχει την άλλοτε έμμεση και άλλοτε απροκάλυπτη ομολογία ότι δεν είναι εφικτό να εξηγήσουμε γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία. Ο R.S.P. Beekes, από τους αξιολογότερους ιστορικοσυγκριτικούς γλωσσολόγους, το διατυπώνει ως εξής: «Η επαρκής περιγραφή των σημασιολογικών αλλαγών και η εξακρίβωση των αιτίων που τις προκαλούν είναι ενασχολήσεις που δεν προσφέρουν καμιά ιδιαίτερη ικανοποίηση στον συγκριτικό γλωσσολόγο· πρέπει να παραδεχθούμε ότι ως τώρα κανείς δεν έχει βρει μια πραγματικά ικανοποιητική μέθοδο προσέγγισης αυτών των θεμάτων» (Εισαγωγή στη Συγκριτική Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσολογία, ελλ. μτφρ. 2004, σελ. 140).

Αν δυσκολευόμαστε να συμφωνήσουμε με αυτή τη δήλωση, την οποία έχουν διατυπώσει επίσης σημασιολόγοι όπως ο St. Ullmann και ο H. Sperber, ας εξετάσουμε εν συντομία τι μπορούμε να προσδοκούμε από τις μέχρι τώρα προτάσεις.

Ο Antoine Meillet στο περίφημο μελέτημά του Comment les mots changent de sens «Πώς οι λέξεις αλλάζουν σημασία» (1921) αναγνώρισε τρεις κατηγορίες σημασιολογικών μεταβολών: α) δομικές [structurales], δηλ. οφειλόμενες στον τύπο τής λέξεως και στη θέση της στο λεξιλόγιο, β) αναφορικές [referentielles], δηλ. οφειλόμενες σε αλλαγή τού πράγματος (αντικειμένου αναφοράς), και γ) κοινωνικές [sociales], δηλ. οφειλόμενες στις μεταβολές των κοινωνικών ομάδων ή δικτύων, όπου ανήκουν οι ομιλητές.

Η περιγραφική αυτή ταξινόμηση άσκησε βαθιά επίδραση στη διερεύνηση της σημασιολογικής μεταβολής και περιέχει οξυδερκείς παρατηρήσεις. Ωστόσο, όταν καλούμαστε να την εφαρμόσουμε σε συγκεκριμένους τύπους αλλαγών, αμέσως αναρωτιόμαστε αν τα ερωτήματά μας βρίσκουν απάντηση.

Ας προσπαθήσουμε να ελέγξουμε τη διαπίστωση εν σχέσει με τα παραδείγματά μας:

1) Η σαιξπηρική φράση My ships are safely come to road θα ήταν απολύτως λογική για τα ελισαβετιανά Αγγλικά. Η λέξη road σήμαινε «ασφαλές, υπήνεμο λιμάνι», στο οποίο μπορούσαν να καταφύγουν τα πλοία. Γιατί όμως κατέληξε να σημαίνει «δρόμος»; Ο αναγνώστης μου θα απαντήσει ίσως «Εδώ έχετε παράδειγμα αναφορικής σημασιολογικής αλλαγής (μεταβολή τού πράγματος)», αλλά εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε γιατί οι ομιλητές θεώρησαν εύστοχη τη μεταφορά.

2) Τα μεσαιωνικά κείμενα δείχνουν την πορεία αλλαγής τού ρήματος ἐκπτύω στον τύπο ξεφτύζω με τη νεοελληνική σημασία. Σε ιστορικό κείμενο διαβάζουμε: τὸ δὲ στέμμα τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀκοντισθὲν μέρος τῶν μαργαριτῶν ἐξέπτυσεν τῶν κεχαλασμένων (βλ. Γ. Χατζιδάκι, Ακαδημεικά Αναγνώσματα, τ. Γ: Γενική Γλωσσική, σελ. 216). Είναι προφανές ότι από τη σημασία «φτύνω – ξεβράζω» προέκυψε η κατοπινή «αποβάλλω, χάνω», που θα πρέπει να θεωρήθηκε αρκετά εκφραστική στην αφετηρία της. Σε ποια από τις κατηγορίες τού Meillet μπορείτε αιτιολογημένα να εντάξετε την αλλαγή;

3) Η αλλαγή στο κλιτικό παράδειγμα του ρήματος aller είναι ακόμη δυσκολότερη ως προς την ταξινόμησή της. Από την εποχή τής ύστερης Λατινικής το εν λόγω ρήμα παρουσιάζει ανάμιξη τύπων από τα ρήματα ire «πηγαίνω» και vadere «προχωρώ (γρήγορα), πηγαίνω (κάπου)»: vado – vadis – vadit – imus – itis – vadunt. Κατά τον 6ο αι. μ.Χ. οι τύποι τού α΄ και β΄ πληθυντικού αντικαθίστανται από αντίστοιχα πρόσωπα του μετακλασικού ambulare «περπατώ»: ambulamus – ambulatis, από όπου προήλθαν τα γαλλ. allons – allez. Ζητήματα προς εξέταση: Γιατί οι ομιλητές έκριναν εύχρηστο αυτό το μικτό σύστημα; Γιατί η ανάμιξη συνέβη μόνο στο α΄ και β΄ πληθυντικό πρόσωπο; Και γιατί, εν τέλει, επικράτησαν οι τύποι τού πολυσύλλαβου ambulare με αλλαγή σημασίας, η οποία «υποχρέωσε» τρόπον τινά τη Γαλλική να δανειστεί από την παλαιά Γερμανική το ρήμα marcher, προκειμένου να καλύψει τη σημασία «περπατώ»;

Οι παρατηρήσεις αυτές εκθέτουν ζητήματα πέρα από υποκειμενική κρίση. Δείχνουν γιατί προτιμούμε να μη μιλούμε για «νόμους» αλλά για τάσεις σημασιολογικής μεταβολής και εξηγούν ίσως γιατί δυσκολευόμαστε να τιθασεύσουμε το γλωσσικό υλικό που έχουμε συγκεντρώσει.

Έχει χαρακτηριστικά λεχθεί ότι τα στοιχεία που διαθέτουμε για ολοκληρωμένη, συνθετική ανάλυση του φαινομένου είναι τόσο ανεπαρκή, ώστε φαίνεται σαν να ζητούμε βοτανολογική ταξινόμηση όλων των φυτών από κάποιον που έχει μελετήσει μόνο τη μαργαρίτα, το μανιτάρι και τη λεύκα. Για να επιστρέψουμε στο παιχνίδι με τις ρακέτες, μοιάζει σαν να είμαστε θεατές μιας εξαιρετικά εκτελεσμένης παρτίδας, στην οποία οι συμπαίκτες αλλάζουν συνεχώς, χωρίς εμείς να βλέπουμε πότε η ρακέτα αλλάζει χέρια και, το κυριότερο, χωρίς ποτέ να πέσει κάτω το μπαλάκι.

Υπάρχει τρόπος να ερευνήσουμε βαθύτερα τις αιτίες των αλλαγών, χωρίς να χρειαστεί να σταματήσουμε τον χρόνο ή ενόσω ακόμη αποτελούμε μέρος του;

Με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθώ σε επόμενο άρθρο.

8/8/07

8ο Διεθνές Συνέδριο Γλωσσολογίας: Ιωάννινα, 30/8 - 2/9 2007 (αναγγελία και στιγμιότυπα)

Το 8ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας (8th International Conference on Greek Linguistics) θα πραγματοποιηθεί στα Ιωάννινα μεταξύ 30 Αυγούστου και 2 Σεπτεμβρίου 2007. Η ιστοσελίδα τής οργανωτικής επιτροπής παρέχει περισσότερες πληροφορίες στους ενδιαφερομένους, καθώς και το πλήρες πρόγραμμα των θεμάτων.

Πρόκειται για επιστημονικό συμπόσιο που συγκεντρώνει γλωσσολόγους όλων των κλάδων, οι οποίοι εκθέτουν τα συμπεράσματά τους από έρευνες στην ελληνική γλώσσα. Στο συγκεκριμένο συνέδριο θα υπάρχουν, εκτός από τις γενικές παράλληλες τάξεις, τέσσερεις επιπλέον ειδικές θεματικές ενότητες: Λεξικογραφία (διαχείριση λεξικογραφικού υλικού και σύγκριση λεξικών), Φωνητική (προσωδία τής Ελληνικής), Μορφολογία (ο ρόλος τού μηχανισμού τής συνθέσεως) και Διδακτική (νέα σχολικά βιβλία για τη γλώσσα και εξέταση του ρόλου τους).

Η ανακοίνωσή μου στο συνέδριο περιλαμβάνει τμήμα τής έρευνας μου σε ζητήματα ιστορικής σημασιολογίας υπό το θεωρητικό πρότυπο της γνωσιακής γλωσσολογίας και έχει θέμα: «Αλλαγές σημασίας στο εικονόσχημα του άξονα. Το παράδειγμα του ρήματος τρέπω».

Με εξαιρετικό ενδιαφέρον αναμένεται η επίσημη ίδρυση της Διεθνούς Εταιρείας Ελληνικής Γλωσσολογίας (International Society for Greek Linguistics), η οποία είχε προαναγγελθεί στο προηγούμενο συνέδριό μας στο York (Μ. Βρετανία). Η Εταιρεία θα συστηθεί με σκοπό την έκδοση πρακτικών των συνεδρίων, την υποστήριξη σχετικού επιστημονικού περιοδικού, καθώς και δραστηριοτήτων που συνδέονται με την ελληνική γλωσσολογία. Στους στόχους τής Εταιρείας επιθυμούμε επίσης να περιληφθεί η παρουσίαση των επιτευγμάτων τής γλωσσικής επιστήμης με τρόπο εύληπτο στο μορφωμένο κοινό, ώστε να αναδεικνύεται η διαφορά μεταξύ τής επιστημονικής αλήθειας και των γλωσσικών μύθων, οι οποίοι διαδίδονται σε έντυπα, στα μέσα επικοινωνίας και στο διαδίκτυο.

Οι εκλεκτοί αναγνώστες που κατά καιρούς τιμούν με την παρουσία τους τις σελίδες αυτές προσκαλούνται θερμά να παρακολουθήσουν τις συνεδρίες που εμπίπτουν στα ενδιαφέροντά τους, εφόσον κατοικούν στην περιοχή των Ιωαννίνων ή πρόκειται να βρεθούν στον τόπο διεξαγωγής τού συνεδρίου. Τους περιμένουμε με ξεχωριστή χαρά.


Προσθήκη (6/9/07)

Στιγμιότυπα


To 8o Διεθνές Συνέδριο Γλωσσολογίας διεξήχθη στα Ιωάννινα με ιδιαίτερη επιτυχία, χάρις στην αυξημένη συμμετοχή και στην αφοσίωση που επέδειξε η οργανωτική επιτροπή. Πολλές ευχαριστίες χρωστώ προσωπικά στον εκλεκτό συνάδελφο Τάσο Τσαγγαλίδη, εκ των μελών τής οργανωτικής επιτροπής, ο οποίος προσέφερε διαρκώς λύσεις σε κάθε πρακτικό ζήτημα που ανέκυπτε. Η έκδοση των πρακτικών θα επισφραγίσει, καθώς πιστεύω, την άρτια πραγματοποίηση των εργασιών τού συνεδρίου.

Με κίνδυνο να αδικήσω αξιόλογες παρουσίες και ιδέες, θα στρέψω τώρα την προσοχή σε λίγες ανακοινώσεις με ξεχωριστό κατά την κρίση μου ειδικό βάρος.

Ο καθηγητής Χριστόφορος Χαραλαμπάκης (Αθήνα) παρουσίασε τις αρχές συγκροτήσεως του «Χρηστικού Λεξικού τής Νέας Ελληνικής», το οποίο θα εκδοθεί από την Ακαδημία Αθηνών. Εκτέθηκαν τα λεξικογραφικά κριτήρια που ελήφθησαν υπ’ όψιν, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο το νέο λεξικό θα χειρίζεται την κατάρτιση του λημματολογίου, τη συγχώνευση των σημασιών, την ορθογραφία, ακολουθώντας την αποκαλούμενη «χαλαρή νόρμα».

Ήταν προνόμιο να παρακολουθήσει κανείς τον γνωστό καθηγητή Vit Bubenik (Newfoundland, Καναδάς), ο οποίος ανέλυσε την εξέλιξη των Ι.Ε. τοπικών επιρρημάτων στις προθέσεις τής Αρχαίας Ελληνικής. Η νέα ταξινόμηση που προτάθηκε απαρτίζει ένα εξαιρετικά οικονομικό σύστημα, στο οποίο γίνεται καλύτερη διαχείριση των λαρυγγικών φθόγγων και λογικότερη διάρθρωση των σημασιών.

Ο αγαπητός συνάδελφος Θοδωρής Μαρκόπουλος (Cambridge) εξέθεσε πειστικά τη μέθοδο με την οποία διερευνάται η συμβολή των νοταριακών κειμένων στη Μεσαιωνική Ελληνική. Οι ιδέες του σχετικά με την ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση των κειμένων βοηθούν ώστε να αποκτηθεί καλύτερη εικόνα τους και να αποφευχθεί η αποκλειστική εξάρτηση από τη λογοτεχνική παραγωγή.

Η αγαπητή μου φίλη και συνάδελφος Julia Krivoruchko (Τελ Αβίβ & Cambridge), με την οποία κατά καιρούς συζητούμε ετυμολογικά ζητήματα, παρουσίασε ελληνοεβραϊκά κείμενα (κυρίως Βιβλικές αποδόσεις) ως πηγές τής ελληνιστικής γλώσσας. Οι σκέψεις της ερμηνεύουν πτυχές τής γλωσσικής μεταβολής που συχνά μένουν στο περιθώριο, όπως η εξέλιξη του ενάρθρου απαρεμφάτου και του εμμέσου αντικειμένου.

Αξιοπαρατήρητη ήταν η συμμετοχή τού Παναγιώτη Φίλου (Οξφόρδη), που συζήτησε τη λειτουργία τού λατινογενούς επιθήματος –άριος στα ελληνιστικά και μεσαιωνικά κείμενα. Η μεθοδολογικά σωστή παρατήρηση, ότι δείκτης ενσωματώσεως είναι η χρήση τού επιθήματος σε λέξεις ελληνικής αρχής (όχι λατινικά δάνεια), συνοδεύτηκε από αναλυτικούς πίνακες σχετικής χρονολόγησης.

Ακαταπόνητος ο καθηγητής Brian Joseph (Οχάιο), παρών σε όλα σχεδόν τα συνέδρια που έχουν σχέση με τη διαχρονία τής Ελληνικής, μίλησε για την εξέλιξη των ρηματικών επιθημάτων –μασταν, -σασταν και ανέλυσε ολόκληρο το επιθηματικό σύστημα του νεοελληνικού παρατατικού.

Η αγαπητή φίλη και παλιά μου συμφοιτήτρια Χρυσούλα Καραντζή-Ανδρειωμένου (Ακαδημία Αθηνών) παρουσίασε τους νέους τρόπους με τους οποίους οργανώνονται πλέον οι διαλεκτολογικές αποστολές και οι γλωσσογεωγραφικές μελέτες που καταρτίζονται στη συνέχεια. Τα σώματα προφορικού λόγου αποκτώνται με πιο αντιπροσωπευτικές μεθόδους, που δεν περιορίζονται σε ηλικιωμένους ομιλητές χαμηλής μορφώσεως, και αυτό οδηγεί σε ασφαλέστερα συμπεράσματα για τον πραγματικό λόγο τής κοινότητας.

Ήταν επίσης άκρως ενδιαφέρουσα η παρουσίαση της λειτουργίας τού σύστοιχου αντικειμένου από τον γνωστό καθηγητή Geoffrey Horrocks (Cambridge), ο οποίος συνήρπασε το ακροατήριο με τα παραδείγματα που παρέθεσε.


Αν και κάθε χρόνο διεξάγονται διάφορα γλωσσολογικά συμπόσια, το συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας έχει διακεκριμένη θέση για όσους ασχολούμαστε με την Ελληνική. Ήταν ευτύχημα ότι επικυρώθηκε η ίδρυση της Διεθνούς Εταιρείας Ελληνικής Γλωσσολογίας και ορίστηκε επιτροπή, προκειμένου να επεξεργαστεί τους στόχους και τους τομείς τής δράσης της. Από τη συναρμογή των ποικίλων απόψεων των μελών μπορεί να προκύψει το πολύτιμο αγαθό τής ισορροπίας.

20/7/07

Γλωσσική παραμυθία: Η αρχή τής ομοχρονίας

―Le temps s’en va, le temps s’en va, ma Dame
―Las, le temps non, mais nous, nous en allons

Pierre de Ronsard (1555)


Στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας οι δρομείς έχουν την υποχρέωση να ανταλλάξουν τη σκυτάλη μέσα σε περιορισμένη απόσταση. Από την ικανότητα των αθλητών να συνεργαστούν σε αυτό το μικρό διάστημα εξαρτάται, όχι μόνο η επιτυχία τους, αλλά η ίδια η εγκυρότητα της συμμετοχής τους. Η αλλαγή απαιτεί συγχρονισμένη και σαφώς οριοθετημένη συμπόρευση.

Αν συζητούμε τη διαδικασία τής γλωσσικής μεταβολής, δεν είναι ίσως άστοχο να λάβουμε υπ΄ όψιν το αγώνισμα της σκυταλοδρομίας. Οι αλλαγές στη γλώσσα, είτε είναι ταχείες είτε βραδείες, είτε ριζικές είτε ανεπαίσθητες, προϋποθέτουν οπωσδήποτε συγχρονισμένη και σαφώς οριοθετημένη συμπόρευση. Μπορούμε να αντιληφθούμε τη γλωσσική αλλαγή ως διαδικασία κατά την οποία το παλαιό και το νέο συνυπάρχουν, συμβαδίζουν και συμπορεύονται, μέχρις ότου η σκυτάλη παραδοθεί και το νέο επικρατήσει. Αποκαλούμε αυτή την αναγκαία συνθήκη ομοχρονία. Ο ιστορικός γλωσσολόγος έχει την αυτονόητη υποχρέωση να αποδείξει, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Γεωργίου Χατζιδάκι, «ὅτι ὅτε ἐλέχθη τὸ νεώτερον, ὑπῆρχεν ἔτι τὸ ἄλλο».

Οι γλωσσικές μελέτες πριν από την ανάπτυξη της επιστημονικής γλωσσολογίας και τη συνειδητοποίηση των κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται υπέπιπταν συχνά σε σφάλματα αναχρονισμού. Ενθουσιώδεις ερευνητές των ελληνικών γραμμάτων, γλωσσοδίφες των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, έσπευδαν να ανακαλύπτουν παντού ομηρικά στοιχεία, ίχνη τού δίγαμμα, ασυναίρετους τύπους και να εμφανίζουν συμπεράσματα που έδειχναν ατελή αντίληψη της γλωσσικής πραγματικότητας. Στη σπουδή τους να καταδείξουν τη γλωσσική συνέχεια, πραγματοποιούσαν χρονικά και λογικά άλματα, ακυρώνοντας τα συμπεράσματά τους, ακριβώς όπως ο δρομέας θα ακυρωθεί αν προσπαθήσει από μακριά να πετάξει τη σκυτάλη στον επόμενο συναθλητή του.

Η αρχή τής ομοχρονίας στηρίζεται στον ρεαλισμό. Ο ιστορικός γλωσσολόγος θεωρεί αδιανόητο να παραβλέψει ότι η μεταβολή προϋποθέτει επαφή τού παλαιού με το νέο, ότι ο δανεισμός απαιτεί (σε κάποιον βαθμό) δίγλωσσους ομιλητές και ότι καμμία εικαζόμενη αλλαγή δεν γίνεται δεκτή, αν δεν εντάσσεται ομαλά στο φωνολογικό και μορφολογικό σύστημα της συγκεκριμένης γλωσσικής φάσης. Αν δεν κρίνουμε κάθε μας εισήγηση υπό τους όρους τής ομοχρονίας, τα συμπεράσματά μας δεν ευθυγραμμίζονται με τη γλωσσική πραγματικότητα και τα ευγενή μας κίνητρα να αποδείξουμε τη γλωσσική συνέχεια δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσουν αυτό που η τεκμηρίωση απαιτεί: μαρτυρίες, σώματα κειμένων, συστηματική ανάλυση.

Στην περίοδο της προεπιστημονικής γλωσσολογίας ελάχιστα ετίθετο υπ’ όψιν των μελετητών η αναγκαιότητα ελέγχου τής ομοχρονίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε στον ελληνικό χώρο η απήχηση που γνώρισε η αποκαλούμενη αιολοδωρική θεωρία, την οποία δίδασκαν και προωθούσαν πολυμαθείς λόγιοι, όπως ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Δημήτριος Μαυροφρύδης και άλλοι. Η εν λόγω θεωρία πρέσβευε ότι η Νέα Ελληνική προερχόταν από «ανάμιξη» στοιχείων των αρχαίων αιολικών και δωρικών ιδιωμάτων, όχι από μετεξέλιξη της Ελληνιστικής Κοινής. Για την εποχή εκείνη, όταν αμφισβητείτο έντονα το ελληνικό στοιχείο και διαδίδονταν ευρέως μεταξύ των λογίων οι απόψεις περί σλαβικής καταγωγής των Ελλήνων, η αιολοδωρική θεωρία έβρισκε χωρίς δυσκολία πρόσφορο έδαφος και ευήκοα ώτα.

Εντούτοις, οι αγαθές προθέσεις δεν προσφέρουν γλωσσολογικά τεκμήρια. Μολονότι σήμερα δεχόμαστε ότι οι περιφερειακές κυρίως διάλεκτοι διατήρησαν αξιοσημείωτους αρχαϊσμούς από τις αρχαιοδιαλεκτικές νησίδες όπου ανήκαν, η αιολοδωρική θεωρία κατέφευγε σε αστήρικτους αναχρονισμούς, οι οποίοι μοιάζουν πολύ με τα έωλα ευρήματα των γλωσσικών μύθων.

Οι λόγιοι της εποχής αθετούσαν συστηματικά τον παράγοντα του χρόνου και επικαλούνταν επιφανειακές ομοιότητες. Επί παραδείγματι, στους νεοελληνικούς τύπους αγαπάει, τιμάει, νικάει έβλεπαν ασυναίρετες ομηρικές μορφές (έγραφαν, για λόγους εντελώς διαφορετικούς από τον Γ. Χατζιδάκι, ἀγαπᾷει, νικᾷει, τιμᾷει). Δεν είχαν αναλογιστεί ότι οι ασυναίρετοι τύποι είχαν από πολλούς αιώνες πάψει να είναι λειτουργικοί στη γλώσσα (σπανίζουν στους αττικούς συγγραφείς). Στην πραγματικότητα, η παρέκταση αγαπά-ει, τιμά-ει, νικά-ει δεν έχει καμμία σχέση με την αρχαία συναίρεση, αλλά οφείλεται σε αναλογική επέκταση του επιθήματος -ει που χαρακτηρίζει το γ΄ ενικό πρόσωπο.

Ομοίως, οι τύποι των θηλυκών ουσιαστικών τιμές, χώρες, ψυχές κτλ. δεν αποτελούν επιβιώματα αιολικών τύπων (πράγμα που ωθούσε τους αιολοδωριστές να γράφουν τιμαῖς, χώραις, ψυχαῖς) ούτε το αρχαίο άρθρο τού πληθυντικού αἱ τράπηκε με κάποιον μυστηριώδη τρόπο σε (οι αιολοδωριστές έγραφαν ᾑ ψυχαῖς, ᾑ χώραις), αλλά προέρχονταν από επίδραση των παλαιών τριτοκλίτων (π.χ. γυναίκες, ελπίδες, παγίδες) και του αρσενικού άρθρου οι, το οποίο επεκτάθηκε αναλογικά στο θηλυκό. Περαιτέρω, η αρχή τής ομοχρονίας δεν ελήφθη υπ’ όψιν από εκείνους που έβλεπαν δωρικό φωνήεν -α- στις γενικές του πατέρα, της ακρίδας κτλ. ούτε βάρυνε καθόλου στη σκέψη όσων ετυμολογούσαν νεοελληνικές λέξεις μιλώντας για «προσθήκη» ή «αφαίρεση» γραμμάτων.

Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε την ίδια πλάνη, το ίδιο πλαστό ή πεποιημένο συμπέρασμα, σε σύγχρονους δημοφιλείς μύθους. Ποια ομοχρονική βάση έχει ο αλματικός ισχυρισμός τού Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda) ότι στο εβραϊκό ληκτικό μόρφημα מ (του πληθυντικού αρσενικών) αναγνωρίζει την αρχαία ελληνική δίφθογγο –οι, όπως όμως προφέρεται στα Νέα Ελληνικά (δηλ. /i/); Ποια ετυμολογική βάση έχει η εικασία του ότι τα αρχαία ελληνικά ρήματα σε -ζω αποτελούν την αφετηρία εβραϊκών ρημάτων μέσης φωνής, όπου η κατάληξη έχει μετατραπεί σε πρόθεμα;

Περισσότερο οικεία είναι η πλάνη που σχετίζεται με τη λέξη αφτί. Ασφαλώς ορισμένοι ομιλητές, έχοντας εξοικειωθεί με τη γραφή αυτί και θεωρώντας την ίσως πιο καλαίσθητη, έχουν το δικαίωμα να κρατούν την άποψή τους και να υιοθετούν τη γραφή τής προτιμήσεώς τους. Ωστόσο, στους μη επιστημονικούς κύκλους είναι διαδεδομένη η εντύπωση ότι η γραφή αφτί οφείλεται σε εσκεμμένη απλούστευση και σε αθέτηση της ιστορίας τής γλώσσας.

Η θεώρηση αυτή είναι καθ’ ολοκληρίαν άστοχη και εντελώς παροδηγητική. Από την εποχή τού Γεωργίου Χατζιδάκι μέχρι τώρα οι γλωσσολόγοι και τα έγκυρα λεξικογραφικά έργα έχουν εξηγήσει ότι δεν πρέπει να αθετούμε την ετυμολογική αρχή. (Το σχετικό εξαίρετο κείμενο του αγαπητού συναδέλφου Βασ. Αργυρόπουλου δίνει απαντήσεις σε κάθε πιθανή αμφισβήτηση της ετυμολογικής πορείας). Εντούτοις, παρατηρεί κανείς να επαναλαμβάνονται εικασίες και αναχρονιστικές υποθέσεις, όπως ότι πρόκειται για διατήρηση του αρχ. δωρικού τύπου αὖς, αὐτός και του υποκοριστικού αὐτίον, πράγμα που ―κατά την ίδια επικριτική άποψη― συνηγορεί υπέρ της γραφής αὐ-.

Δεν κρίνω περιττό να επαναλάβω εδώ ότι ο έλεγχος της ομοχρονίας θα έπρεπε να είχε υποψιάσει τους εισηγητές τέτοιων εκδοχών. Ο αρχαϊκός δωρικός τύπος και ο πληθυντικός ἆτα (< *αὐσατ-) είχαν περιθωριοποιηθεί ήδη από την κλασική εποχή. Όταν συναντάται το μεσαιωνικό ἀφτίον, οι δωρικοί τύποι είχαν από πολλούς αιώνες παραδώσει τη σκυτάλη στους ισχυρότερους και ομαλότερους ομολόγους τους της Ελληνιστικής Κοινής. Δεν υπήρχαν πλέον, ώστε να παίξουν ρόλο στη μεταβολή.

Οι μεσαιωνικές μαρτυρίες δείχνουν ποια υπήρξε η πορεία τής αλλαγής που οδήγησε στο ουσ. αφτί. Η συνεκφορά τὰ ὠτία οδήγησε μετά τον ιωτακισμό σε περαιτέρω φωνητική εξέλιξη: τὰ ὠτία > *ταουτία [tautía] (με στένωση του /o/ προ του ανοικτότερου /a/) > [tawtía] (ημιφωνοποίηση) > *ταφτία (με αποκρυστάλλωση του ημιφώνου ως αήχου χειλοδοντικού αντί διχειλικού) > τ’ αφτία (με επανανάλυση που επέφερε ανασυλλαβισμό) > αφτία / (ενικός) αφτί. Πουθενά στη διαδρομή τής λέξεως δεν υπήρξε αρχαία δίφθογγος αυ-, την οποία θα έπρεπε για λόγους ιστορικής ορθογραφίας να διατηρήσουμε στη γραφή.


Ο ρόλος τής ομοχρονίας, όπως και των άλλων κριτηρίων ελέγχου που ανέλυσα σε προηγούμενα σημειώματα, είναι να πιστοποιήσει την εγκυρότητα της έρευνάς μας και να βεβαιώσει ότι το νόμισμα που κρατούμε δεν είναι πλαστό. Αντί να αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από έναν εύπεπτο μύθο, μπορούμε πάντοτε να ασκούμε το δικαίωμα να μελετούμε σε βάθος και να κατέχουμε τα κατάλληλα εργαλεία, τα επιστημονικά σύνεργα. Εργαλεία όπως η επανασύνθεση, η μορφολογική ανάλυση, η διαπίστωση αντιστοιχιών και η ομοχρονία έχουν εδώ και πολλά χρόνια καταθέσει τα διαπιστευτήριά τους και παρουσιάσει πλήθος αξιόπιστων ευρημάτων, τα οποία διεύρυναν τις γνώσεις μας για τη γλωσσική λειτουργία και εξέλιξη.

Αν κάποιος γοητεύεται από τη γλωσσική μυθολογία και τις ελκυστικές θεωρίες που την υποστηρίζουν, είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τα εξής ερωτήματα: Έχω αναρωτηθεί τι οδήγησε το σύνολο της γλωσσολογικής κοινότητας σε αυτή την άποψη; Έχω προσωπικά εξετάσει τα τεκμήρια που προσάγονται και τον τρόπο εφαρμογής ή προβολής τους σε αρχαίες και σύγχρονες γλώσσες; Έχουν οι εισηγητές των αντίθετων απόψεων υποστεί τον κριτικό έλεγχο της επιστημονικής κοινότητας, υποβάλλοντας γραπτά τους σε επιστημονικά περιοδικά για ομότιμη αναθεώρηση (peer-review) και παρουσιάζοντας εργασίες τους σε συνέδρια γλωσσολογίας για να κριθούν; Έχω βεβαιωθεί ότι όσοι κατηγορούν τη συγκριτική γλωσσολογία διαθέτουν το επιστημονικό υπόβαθρο να αναιρέσουν τα πορίσματά της;

Αν η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική, τότε είναι καλό να κάνουμε (μεταφορικώς) ένα βήμα πίσω και να δώσουμε στον εαυτό μας την απαιτούμενη κατάρτιση, ώστε να εξακριβώσουμε τι ποιότητας εργαλεία χρησιμοποιούνται στη γλωσσολογία. Αν είναι ιδεολογικά, τότε ασφαλώς πρέπει να ασκήσουμε κριτική. Αν όμως είναι επιστημονικά, θα έχουμε την υποχρέωση να βρούμε εμείς ανώτερα ή καλύτερης ποιότητας.

Η σύντομη ζωή μας δεν αφήνει πολύ χρόνο για ατέρμονες περιπλανήσεις στην ψευδώνυμη γνώση. Όπως ανέφερε το αρχικό απόσπασμα από τον Ρονσάρ, δεν είναι ο χρόνος που παρέρχεται, αλλά εμείς οι περαστικοί από αυτόν. Αν παρασυρθούμε από τους μύθους, από τα ευγενή ψεύδη, κινδυνεύουμε σοβαρά να μοχθούμε για την ανακάλυψη της αλήθειας μόνοι μας, χωρίς να οικοδομούμε σε ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί. Θα ήταν σαν να ξεκινούμε κάθε φορά από την αρχή… Και δεν θα έχουμε πάντοτε διαθέσιμο ή απεριόριστο χρόνο για αυτό.

Σημείωση: Ευχαριστώ όλους τους αναγνώστες των τεσσάρων σημειωμάτων περί γλωσσικής παραμυθίας για την ανταπόκρισή τους μέσω σχολίων και ηλ. μηνυμάτων. Σημειώνω ότι την αρχή τής ομοχρονίας και τη σπουδαιότητά της για την ετυμολογία έχω παρουσιάσει αναλυτικά στο βιβλίο μου Εισαγωγή στη Μεσαιωνική και Νεοελληνική Ετυμολογία (σ. 184 κ. εξ.).

1/7/07

Γλωσσική παραμυθία: Η διατήρηση της δομής

Ο καλύτερος τρόπος να ανακαλύψουμε πού βασίστηκε ένας πίνακας ζωγραφικής ασφαλώς δεν είναι να κοιτάξουμε στην παλέτα τού ζωγράφου. Αν το κάνουμε, ίσως μάθουμε κάτι για τα χρώματα και τις αναλογίες τους, ίσως μάλιστα καταφέρουμε να μαντέψουμε τι είδους πινέλα μεταχειρίστηκε, αλλά μέχρι εκεί. Τα εργαλεία τού ζωγράφου δεν μπορούν να αποκαλύψουν τι υπόκειται στον πίνακα.

Αν όμως είχαμε γνώση τής παιδείας τού καλλιτέχνη, αν ξέραμε το πρότυπο που έχει υιοθετήσει και, πολλώ μάλλον, αν είχαμε ενδεχομένως ανακαλύψει κάποιο προσχέδιο του πίνακα, όσο πρόχειρο και αν ήταν, τότε θα βαδίζαμε σε ασφαλέστερο δρόμο. Το ατελές αυτό προσχέδιο μπορεί να ήταν απλώς μερικές σκιές με μολύβι ή κάρβουνο, λίγες γραμμές στο μπλοκ, αλλά οπωσδήποτε θα μας αρκούσε για να αποκτήσουμε εικόνα τού περιγράμματος και της δομής τού έργου.

Όταν αναδιφούμε το γλωσσικό παρελθόν, χρειαζόμαστε αξιόπιστα στοιχεία που να μας παρέχουν εικόνα τής δομής τής γλώσσας, ιδίως των πρώιμων φάσεών της, χρειαζόμαστε ισχυρές ενδείξεις που να σκιαγραφούν τη διάρθρωση του συστήματός της, τη διάταξη και λειτουργία των τεμαχίων της στη διαδρομή τού χρόνου. Επειδή η γλώσσα έχει πλευρές ή όψεις που τείνουν να έλκουν αμέσως την προσοχή μας, απαιτείται βαθιά μελέτη και επισταμένη ανάλυση προκειμένου να διακρίνουμε πού πρέπει να στραφούμε για να συγκεντρώσουμε τα στοιχεία που αποκαλύπτουν τη δομή της. Όπως η προσπάθεια κάποιου να χαρτογραφήσει τη διαδρομή μιας αμαξοστοιχίας με μόνα στοιχεία ορισμένους ενδιάμεσους σταθμούς, έτσι και η αποκάλυψη της διαχρονικής δομής μιας γλώσσας με μόνα στοιχεία τα ελλιπώς διατηρημένα γραπτά μνημεία τού παρελθόντος είναι εγχείρημα δύσκολο και δεν πρέπει να βασίζεται στη διαίσθηση, στον ρομαντισμό και στην ημιμάθεια, που αποτελούν την αφετηρία τής γλωσσικής μυθολογίας.

Έχει επανειλημμένως καταδειχθεί ότι ο πλέον αξιόπιστος μάρτυς που διαθέτουμε για να αποκτήσουμε αυτές τις πληροφορίες είναι η μορφολογία, το επίπεδο γλωσσικής ανάλυσης που ασχολείται με τη δομή και λειτουργία των τεμαχίων (μορφημάτων), καθώς επίσης με τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν τον σχηματισμό των γραμματικώς αποδεκτών λέξεων μιας γλώσσας. Ο Γάλλος γλωσσολόγος Antoine Meillet, από τους θεμελιωτές των ιστορικοσυγκριτικών σπουδών, τόνισε τη σπουδαιότητα αυτού του παράγοντα: «Αυτό που τελειωτικά καθορίζει τη συνέχεια μεταξύ δύο γλωσσών είναι οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται η μορφολογία» (La méthode comparative en linguistique historique, Oslo & Paris 1925). Η μορφολογία διακρίνεται από τη σταθερότητα που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε ποια είναι η δομή των λέξεων και πώς δηλώνεται διαχρονικά.

Οι εικασίες που εμπίπτουν σε ό,τι έχουμε μέχρι τώρα αποκαλέσει «γλωσσική μυθολογία» έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αστοχούν οικτρά στον τομέα τής μορφολογίας. Όσοι διατυπώνουν τέτοιες εικασίες έχουν μερικές φορές μοχθήσει σκληρά να εδραιώσουν τη θεωρία τους σε παρατηρήσεις για λεξική ομοιότητα, σε νύξεις περί εκφραστικότητας διαφόρων φθόγγων (π.χ. ότι μερικοί φθόγγοι είναι καταλληλότεροι από άλλους στη δήλωση της τραχύτητας ή της ηπιότητας) ή σε σύγκριση ετερόκλιτων στοιχείων από άλλες γλώσσες (όπως π.χ. πρόσφατο βιβλίο που αναζητεί μυκηναϊκές ρίζες στην κουτσοβλαχική / αρωμουνική γλώσσα). Τελικά φθάνουν να ανακατεύουν απλώς τα χρώματα της παλέτας τού καλλιτέχνη, επιχειρώντας να ζωγραφίσουν τον πίνακα από την αρχή με βάση το ιδεατό τους σχέδιο.

Συνήθη μορφολογικά λάθη: Εσφαλμένη ανάλυση της λέξεως, υποτυπώδης ή μηδενική κατανόηση του ορίου τεμαχίων (μορφημάτων), κακή αποτίμηση του ρόλου κάθε μορφήματος στη συγκριτική μελέτη και άγνοια της λειτουργικής διαφοράς κάθε μορφήματος (συμφύματος, ενθήματος, επιθήματος κτλ.). Χωρίς επαρκή εποπτεία τής μορφολογίας είναι μάλλον βέβαιο ότι θα αποσπαστεί η προσοχή μας από κάτι φαινομενικά εντυπωσιακό. Όπως οι θεατές ενός ταχυδακτυλουργού, είναι πιθανόν ότι θα κοιτάζουμε εκεί όπου θέλει ο έμπειρος διασκεδαστής και όχι εκεί όπου πραγματικά συμβαίνει ό,τι κατόπιν μας παρουσιαστεί.

Ακραία παραδείγματα ελλιπούς γνώσεως της μορφολογίας έχω παραθέσει σε παλαιότερο άρθρο μου, ευγενώς φιλοξενημένο σε άλλον ιστότοπο, και είναι περιττό να τα επαναλάβω εδώ. Αρκούμαι να σημειώσω ότι οι εσφαλμένες ετυμολογικές αναγωγές με τις οποίες ασχολήθηκα σε εκείνο το άρθρο επαναλαμβάνονται κατά καιρούς αναδιατυπωμένες ή εμπλουτισμένες, με τρόπο πάντοτε κολακευτικό στα αφτιά και ύφος που μαρτυρεί σφαλερά εδραιωμένη πεποίθηση.

Η πλάνη που οφείλεται σε ανεπαρκή κατάρτιση ως προς τη μορφολογία μπορεί να εκδηλωθεί και με πιο έμμεσο τρόπο. Αυτό συμβαίνει, όταν δεν ξέρουμε πώς να αξιοποιήσουμε τα μορφολογικά στοιχεία ή όταν τα εξαναγκάζουμε να δηλώσουν αυτό που έχουμε προαποφασίσει.

Εξετάστε το ακόλουθο παράδειγμα.

Σε πρόσφατο βιβλίο τού οποίου ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι αποδεικνύει την πρωτοελληνική καταγωγή των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, χρησιμοποιούνται επιχειρήματα από τη μορφολογία. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η Ελληνική είναι η μόνη γλώσσα στην οποία τα παραγωγικά επιθήματα έχουν «νοηματικό» χαρακτήρα ή «νοηματική διασύνδεση», ενώ στις υπόλοιπες γλώσσες αποτελούν απλώς λείψανα παλαιότερων λειτουργιών.

Ως παράδειγμα παρουσιάζεται το επίθημα -τηρ, όπως απαντά σε ουσιαστικά τού τύπου κρα-τήρ, βα-τήρ, δο-τήρ, θυγά-τηρ, πα-τήρ, μή-τηρ κ.τ.ό., διατυπώνεται δε η άποψη ότι αντίστοιχες «ενδογενείς παραγωγικές καταλήξεις» (όπως τις αποκαλεί ο συγγραφέας) στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. -dar, -tar, -ter, -tir, -thair, -dor κτλ.) είναι εντελώς απομονωμένες. Για τις λέξεις με επίθημα -ther στην Αγγλική προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «δεν διαθέτουν ως σύνολο καμία νοηματική ή γραμματική διασύνδεση ούτε μεταξύ τους, ούτε με τα συγγενείας σημαντικά, ούτε με κάποια άλλη ομάδα ονομάτων μέσα στην αγγλική γλώσσα, όντας άλλωστε και διαφορετικά μέρη τού λόγου, δηλαδή άλλες είναι ονόματα (ουσιαστικά ή επίθετα), άλλες ρήματα και άλλες επιρρήματα!» (η σήμανση με θαυμαστικό είναι του συγγραφέα). Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι το επίθημα αυτό έχει πρωτοελληνική αρχή, την οποία κάθε λαός προσάρμοσε στην «εκάστοτε ακουστική του αντίληψη».

Η αξιοπρόσεκτη αυτή επιχειρηματολογία κινείται σε ολισθηρό έδαφος. Εν πρώτοις, η αντιπαραβολή τής Αρχαίας Ελληνικής με γλώσσες πολύ νεότερές της (π.χ. Αγγλική), οι οποίες βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο εξελίξεως, είναι παροδηγητική και αποσπασματική. Αν και παρατίθενται σποραδικά παραδείγματα από τη Λατινική και τη Σανσκριτική, δεν παρουσιάζεται το πληρες μεταπτωτικό σύστημα των επιθημάτων αυτών των γλωσσών, το οποίο σε σύγκριση και με την Ελληνική οδηγεί σε Ι.Ε. επίθημα *-ter.

Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι, ενώ στην Ελληνική το εν λόγω επίθημα δηλώνει τον δράστη τής ενέργειας, όταν απαντά σε άλλες συγγενείς γλώσσες, δεν έχει τέτοια λειτουργία. Εντούτοις, η μορφολογία τής Λατινικής ανατρέπει αυτή την ατελή εικόνα: τα παραγωγικά τέρματα -tor και -tr(ix) (θηλ.), που προέρχονται από άλλες μεταπτωτικές βαθμίδες τού Ι.Ε. επιθήματος *-ter, έχουν αυτό ακριβώς το λειτουργικό φορτίο. Παραδείγματα: lec-tor, fac-tor, ora-tor, ac-tor, vic-tor, inven-tor – vic-tr-ix, inven-tr-ix, gene-tr-ix κτλ. Ας αφήσουμε επίσης κατά μέρος το γεγονός ότι το συγκεκριμένο επίθημα δεν φαίνεται να έχει στην Ελληνική πολλές αρχαϊκές μαρτυρίες στη δήλωση του δράστη τής ενέργειας (απουσιάζει με αυτή τη λειτουργία από τα κείμενα της Γραμμικής Β΄, όπου το μοναδικό δείγμα ta-te-re δεν έχει βεβαιωμένα αναγνωσθεί *στατῆρες). Αξίζει ωστόσο να αναρωτηθούμε: Αν προς χάριν τής συζητήσεως παραδεχτούμε ότι κάποιο επίθημα ή ορισμένη μορφολογική κατηγορία εμφανίζεται πλήρως σε μια γλώσσα και ατελώς σε συγγενή της, είναι αυτό ο αξιόπιστος μάρτυς που πρέπει να αναζητήσουμε για να τεκμηριώσουμε την «πατρογονική γραμμή»;

Ορισμένα αντιπαραδείγματα μπορεί να εμπλουτίσουν τον συλλογισμό μας: Η Ελληνική έχασε (ήδη από την αρχαιότητα) τα περισσότερα ληκτικά σύμφωνα, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται να λήγει ελληνική λέξη σε σύμφωνο εκτός από ν, ς, ρ (σπανίως) με την εξαίρεση των λεξικών δανείων και ορισμένων καταλοίπων. Ωστόσο, η Λατινική διατηρεί το αρχαϊκό ληκτικό -d (π.χ. αντωνυμίες aliud, istud, id κτλ.), το οποίο στην Ελληνική ανιχνεύεται μόνο ως υπόλειμμα σε παράγωγα και χωρίς μορφολογικό ρόλο (π.χ. αρχ. ἀλλο-δ-απός, αναλογικά και πο-δ-απός). Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι η Λατινική είναι πρόγονος της Ελληνικής. Το αξιοσημείωτο γεγονός ότι η Λιθουανική διασώζει το οκτάπτωτο ινδοευρωπαϊκό σύστημα, το οποίο έχουν ως επί το πλείστον απολέσει άλλες συγγενείς γλώσσες (μεταξύ των οποίων και η Ελληνική), δεν συνιστά βάση εκκινήσεως παρόμοιου συλλογισμού. Η διαπίστωση ότι η Σανσκριτική διατηρούσε εν πλήρει λειτουργία το μόρφημα -bhyas της Ι.Ε. δοτικής πληθυντικού (*-bhyos) και ότι η Λατινική προσεγγίζει με το επίθημα -bus, ενώ η Αρχαία Ελληνική δεν έχει κρατήσει ούτε ίχνος του με πτωτική λειτουργία, δεν είναι λόγος να υποθέσουμε ότι αυτές είναι οι μητρικές γλώσσες. Η Ελληνική συγχώνευσε διάφορες πτωτικές λειτουργίες σε κοινή μορφολογική δήλωση, χωρίς αυτό να αποτελεί μειωτικό στοιχείο ή τον αποφασιστικό παράγοντα για τη βαθμίδα εξελίξεως μιας γλώσσας.

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να αυξηθούν απεριόριστα.

Όταν ερευνούμε την ιστορία τής γλώσσας και επανασυνθέτουμε πρωτογενείς τύπους, είναι σημαντικό να ακολουθούμε το περίγραμμα της δομής που μας δίνει η μορφολογία και όχι αυτό που έχουμε χαράξει στη διάνοιά μας επειδή είναι πιο ελκυστικό. Είναι ευτύχημα ότι η γλωσσολογία έχει αναπτύξει σε εξαιρετικό βαθμό τα εργαλεία τής επανασύνθεσης ή αποκατάστασης, που μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε επαληθεύσιμες υποθέσεις για το γλωσσικό παρελθόν. Αν δεν ξέρουμε μορφολογία, είναι πιθανόν ότι τα ίδια αυτά εργαλεία θα τραυματίσουν την αξιοπιστία μας, όπως ένας λατόμος πληγώνεται από τον δικό του πέλεκυ και τη δική του αδεξιότητα. Τελικά θα πλήξουν τη θεωρία που καλοπροαίρετα διατυπώσαμε.

Στο τελευταίο άρθρο αυτής της θεματικής ενότητας θα εξετάσουμε πώς η γλωσσική μυθολογία προσκρούει στην αρχή τής ομοχρονίας, που πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα σε κάθε συγκριτική μελέτη.

Σημείωση: Ενδιαφέρον και μεστό επιχειρημάτων το άρθρο παράλληλου συλλογισμού τού αγαπητού συναδέλφου Ευθ. Φ. Παναγιωτίδη, στο οποίο μετά χαράς παραπέμπω.

16/6/07

Γλωσσική παραμυθία: Η ομοιότητα και η αντιστοιχία

Ο καθένας μας γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί αν ανάμεσα σε μερικά χαλασμένα φρούτα βάλουμε ένα καλό. Ανάλογα με τη θερμοκρασία τού χώρου, η σήψη είναι ζήτημα χρόνου. Η πείρα μάς έχει διδάξει επίσης ότι και αν αντιστρέψουμε την αναλογία, θα προκύψει το ίδιο αποτέλεσμα. Αν σε ένα καλάθι με ωραία, ώριμα φρούτα τοποθετήσουμε ένα σάπιο, σύντομα όλα θα χαλάσουν.

Η σήψη διαχέεται στο περιβάλλον της και έχει τον τρόπο να επικρατεί.

Δυστυχώς, οι γλωσσικοί μύθοι καταλήγουν να καταστρέφουν οποιαδήποτε καλοπροαίρετη θεώρηση της ιστορίας τής γλώσσας. Όσο και αν προσπαθήσουμε, αν κρύψουμε μια πλάνη κάτω από καλή γνώση τής αρχαίας γλώσσας και γραμματείας, κάτω από την ευφυΐα ή τη γλωσσομάθειά μας, ίσως δε και κάτω από τις καλές μας προθέσεις ή το αγνό μας κίνητρο, οι μύθοι τελικά θα υποσκάψουν και θα διαβρώσουν οτιδήποτε καλό με το οποίο τους έχουμε καλύψει.

Στο προηγούμενο άρθρο μου προσπάθησα να εξηγήσω τι καθιστά τόσο ελκυστική τη γλωσσική μυθολογία, καθώς και πόσο επιβλαβής είναι η υιοθέτησή της. Υποστήριξα ότι, ανεξάρτητα από τους λόγους που ωθούν κάποιον να ενστερνιστεί μια πλάνη, η επίδρασή της στη νοοτροπία και στον τρόπο σκέψεως είναι βαθιά αλλοιωτική. Όπως συμβαίνει με τα χαλασμένα φρούτα, διαχέεται εύκολα και διαστρέφει την κρίση.

Η καλύτερη απάντηση στην ψευδώνυμη γνώση που κυκλοφορείται με τόση αφθονία είναι σαφώς η κατάρτιση. Παρ' ότι απαιτεί μόχθο και ίσως μάλιστα να μην είναι τόσο γοητευτική ή εντυπωσιακή όπως ο μύθος, έχει στερεά βάση και θεμελιώνεται στην επιστημονική έρευνα.

Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας σε τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά που αποτελούν κριτήριο γνησιότητας στην επιστημονική συγκριτική γλωσσολογία και καταλογίζουν ανεπάρκεια σε κάθε γλωσσικό μύθο. Επειδή καθένα από αυτά απαιτεί χωριστή ανάπτυξη, στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί μόνο το πρώτο.


Η γλωσσική μυθολογία αρκείται στην παράθεση ομοιοτήτων, ενώ η επιστημονική γλωσσολογία βασίζεται στη θεμελίωση αντιστοιχιών.


Η διαφορά μεταξύ ομοιότητας (similarité) και αντιστοιχίας (correspondance) είναι κεφαλαιώδης, διότι η πρώτη είναι επιφανειακή και έχει την αφετηρία τις σε εξωτερικές ενδείξεις, ενώ η δεύτερη εδράζεται στη δομή τής γλώσσας και έχει συστηματικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η ομοιότητα είναι μεμονωμένη, κατ’ ουσίαν απομονωμένη από το υπόλοιπο γλωσσικό υλικό, ενώ η αντιστοιχία παρατηρείται σε πλήθος ομοειδών περιπτώσεων.

Εξετάστε το ακόλουθο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Γνωστό βιβλίο γλωσσικής μυθολογίας διατείνεται, μεταξύ πολλών άλλων, ότι η εβραϊκή λέξη כל kol «όλος» προέρχεται από την ελληνική όλος. Διατυπώνεται μάλιστα ο ισχυρισμός ότι η σημασιολογική συμπεριφορά των δύο επιθέτων είναι παρόμοια, ενισχυτική τής εικαζόμενης συγγένειας.

Ο μη ειδήμων αναγνώστης ίσως βρει ελκυστική την εικασία, αλλά ας σκεφθούμε: Αιτιολογεί ο εισηγητής της την απουσία τού αρχικού k- από την ελληνική λέξη; Μπορεί να παρουσιάσει άλλες περιπτώσεις, στις οποίες έχουμε αποδεδειγμένη τέτοια αποβολή τού αρχαίου κ- ως αρκτικού συμφώνου; Παραθέτει άλλα ομοειδή ζεύγη που να καθιστούν αναντίρρητη την προτεινόμενη αντιστοιχία εβρ. k- ↔ αρχ. ø στην αρχή των λέξεων;

Ο γλωσσολόγος που επιθυμεί να τεκμηριώσει συγκεκριμένη αντιστοιχία, η οποία δεν αιωρείται στην τυχαιότητα, θα αναζητήσει περισσότερο υλικό. Διαπιστώνει εν προκειμένω ότι στη γραμματεία απαντά επίσης ο ιωνικός τύπος οὖλος. Από αυτό επάγεται ότι στη βάση τού συστήματος βρίσκεται αμάρτυρος τύπος *ολ-Fος, από όπου το ιωνικό οὖλος με αναπληρωτική έκταση (δηλ. αποβολή τού ημιφώνου και τροπή τού βραχέος φωνήεντος που προηγείται σε μακρό κλειστό: [hólwos] > [hó:los]).

Η ορθότητα του συμπεράσματος επαληθεύεται από ομοειδείς περιπτώσεις, οι οποίες ακυρώνουν οποιαδήποτε συμπτωματική ή τυχαία ομοιότητα. Παραδείγματα: αττ. μόνος / ιων. μοῦνος < *μον-Fος, αττ. ξένος / ιων. ξεῖνος < *ξεν-Fος, αττ. κόρη / ιων. κούρη < *κορ-Fᾱ κ.ά. Η Γραμμική Β΄ (Μυκηναϊκή) επιβεβαιώνει τα ανωτέρω στοιχεία. Είναι φανερό τώρα ότι το φωνητικό φαινόμενο που περιγράψαμε απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ομοιότητα: πρόκειται για συστηματική αντιστοιχία.

Η εξέταση παράλληλων περιπτώσεων από άλλες γλώσσες καταδεικνύει επιπλέον ότι ο τύπος *όλ-Fος, τον οποίο επανασυνθέσαμε, θα πρέπει να ανάγεται σε ένσιγμο θέμα *sol-, όπως επιμαρτυρούν αντίστοιχοι τύποι άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, π.χ. λατ. sal-vus «σώος – υγιής», sol-idus «σταθερός», σανσκρ. sar-va- «ακέραιος, άθικτος, πλήρης», αρμεν. olj «ολόκληρος –υγιής» (< *sol-jo-).

Τώρα είμαστε σε καλύτερη θέση να απορρίψουμε τη συσχέτιση με το εβρ. kol, με το οποίο η μερική ομοηχία δεν έχει συστηματικό αλλά τυχαίο χαρακτήρα.


Στο επόμενο άρθρο θα συζητήσουμε πώς η γλωσσική μυθολογία προσκρούει στην αρχή τής διατηρήσεως της δομής, η οποία αποτελεί θεμέλιο της συγκριτικής μορφολογίας.

Σημείωση: Δεν πρέπει να αναμένουμε από την ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία να επιλύσει ζητήματα που απαιτούν εμμάρτυρες αρχαιολογικές αποδείξεις. Πληροφορίες για την καταγωγή των ινδοευρωπαϊκών φύλων ή την αρχική τους κοιτίδα, καθώς και η σχετική συλλογιστική, υπάρχουν τώρα διαθέσιμες σε πλούσια βιβλιογραφία. Οι διιστάμενες απόψεις σε ζητήματα γλωσσικής παλαιοντολογίας δεν ανατρέπουν την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία, η οποία στηρίζεται σε ισχυρά τεκμήρια. Στους ενδιαφερομένους συστήνω τα ακόλουθα βιβλία:

• Gamkrelidze, H.C. & V.V. Ivanov, 1995: Indo-European and the Indo-Europeans. A reconstruction and historical analysis of a proto-language and a proto-culture. Berlin & New York.

• Mallory, J.P., 1989: The Indo-Europeans (μτφρ. Οι Ινδοευρωπαίοι. Γλώσσα, Αρχαιολογία και Μύθος, Αθήνα 1995).

• Renfrew, C., 1987: Archaeology and language. The puzzle of Indo-European origins. London.

Σε αυτά και σε άλλα ζητήματα είναι αναμενόμενο ότι η επιστήμη δεν έχει δώσει οριστικό πόρισμα για το κάθε τι. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας αποτρέψει από το δικαίωμα να εξετάσουμε τον επιστημονικό συλλογισμό και να μοχθήσουμε προκειμένου να αποκτήσουμε την κατάρτιση που απαιτείται για να επεξεργαζόμαστε σωστά το γλωσσικό υλικό. Όταν παρέχουμε στον εαυτό μας αυτή την ευκαιρία, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για χρόνο καλά τοποθετημένο, ο οποίος στη συνέχεια θα μας ανταμείψει.

21/5/07

Γλωσσική παραμυθία

nos propterea aliquid bonum judicare,
quia id conamur, volumus, appetiamus atque cupimus


Baruch Spinoza

Ήταν πριν από κάμποσα χρόνια, όταν σεβαστός εκδότης με ιστορία στον χώρο των γραμμάτων μπήκε ανήσυχος στο γραφείο μου. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι Θ.», είπε: «Αυτό το φασούλι η Ινδοευρωπαϊκή πώς μας προέκυψε;» Τον ρώτησα τι εννοούσε. Έκανε μια κοφτή χειρονομία. «Εγώ Ινδοευρωπαϊκή δεν ξέρω. Ξέρω για τη γλώσσα των Ελλήνων, των Ρωμαίων… Γιατί αυτή η γλώσσα η αρχική να μην είναι η Ελληνική;»

Η διατύπωση της ερώτησης με είχε τότε στενοχωρήσει. Ένιωθα ότι ο συνομιλητής μου ήταν απογοητευμένος από τα συμπεράσματα της επιστημονικής γλωσσολογίας. Ήταν βαθιά λυπημένος από το γεγονός ότι σε προχωρημένη ηλικία είχε αναγκαστεί να μάθει πως έπρεπε να αποχωριστεί κάτι που αγαπούσε, στο οποίο είχε επενδύσει ψυχικά. Κατανοούσα ότι οι γλωσσικές του πεποιθήσεις είχαν τόσο ζυμωθεί με τον τρόπο σκέψης του, ώστε συμμετείχαν στις αξίες του και προσέδιδαν στις ιδέες του νόημα.

Όπως έγραψε ο Σπινόζα στο παραπάνω χωρίο: «Θεωρούμε κάτι καλό επειδή αγωνιζόμαστε για αυτό, επειδή το ευχόμαστε, το αποζητούμε ή το ποθούμε».

Όπως κάθε μύθος, η γλωσσική μυθολογία έχει ρόλο παραμυθητικό. Προσφέρει παρηγοριά και ψυχική ικανοποίηση σε ανθρώπους που αγαπούν τη γλώσσα και γοητεύονται από τα μυστικά τής λειτουργίας της. Αποτελεί άγκυρα στην αναζήτηση ταυτότητας, αναδεικνύοντας τον κάτοχό της και την ξεχωριστή, διακεκριμένη του θέση. Όσο οι καιροί ηγεμονεύονται από την ηθική ακαθοριστία, όσο η ουσία τής αξίας μένει αινιγματική, το πλαίσιο που ευνοεί την άνθηση τέτοιων ιδεολογημάτων θα είναι στερεά υφασμένο, ελκυστικό στην όψη και κολακευτικό στα αφτιά.

Οι γλωσσικοί μύθοι καλύπτουν αμέσως τα κενά. Χαρακτηριστικό τους είναι η σαφής απόδοση ρόλου και ταυτότητας στους μετέχοντες. Όπως σε κάθε παραμύθι, γίνεται εύκολα νοητό ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός, ο δε ακροατής αισθάνεται ευτυχής που ξέρει ότι το καλό τελικά θα υπερισχύσει. Ομοίως, όσοι εντρυφούν σε γλωσσικούς μύθους αναζητούν στρατόπεδα, παρατάξεις, συνωμοσίες και προδότες. Από τη βαθιά τους ανησυχία για πιθανή απώλεια εικάζουν ότι έχουν ευθύς αμέσως εντοπίσει ποιος είναι ο αντίπαλος και από πού ενεργεί. Κατόπιν αναπτύσσουν λόγο καταγγελτικό των υποτιθέμενων προθέσεών του. Ως εκ τούτου, στην ινδοευρωπαϊκή συγκριτική γλωσσολογία, στα πορίσματα της επιστήμης για την προέλευση του αλφαβήτου, στο γλωσσικό ζήτημα, σε θέματα ετυμολογίας οι μύθοι παρέχουν αμέσως την ελκυστική εναλλακτική λύση, τέτοια που να μπορούν να αγαπήσουν και να αγωνιστούν για χάρη της.

Τα μυθεύματα γλωσσικής υπεροχής χαρακτηρίζονται επίσης από τη φαντασίωση της έμπνευσης. Ο αυτόκλητος ερευνητής θέτει συγκεκριμένο στόχο (π.χ. να παρουσιάσει την Πρωτοελληνική σαν μητέρα-γλώσσα) και κατόπιν επιλέγει τα δεδομένα που ταιριάζουν στην εικασία του. Συρράπτει ετερόκλιτα στοιχεία με βάση εκκινήσεως την εξωτερική ομοιότητα και πασχίζει να συμμορφώσει το γλωσσικό υλικό που είναι διαθέσιμο. Αν ερωτηθεί γιατί απουσιάζουν τα γλωσσικά τεκμήρια που να βεβαιώνουν κάποια μεταβολή (π.χ. γιατί δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Ετρουσκική προέρχεται από την Ελληνική), ο εμπνευστής τού μύθου κραδαίνει το ευέλικτο argumentum ex silentio: αν κάποτε τα τεκμήρια βρεθούν, θα θριαμβολογήσει· αν δεν βρεθούν, μπορεί πάντοτε να ισχυρίζεται ότι θα εντοπιστούν στο μέλλον και ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του…

Οι γλωσσικοί μύθοι διακρίνονται ακόμη από ημιμάθεια, η οποία δεν αναιρείται από τις αγαθές προθέσεις. Χωρίς γλωσσολογικά εφόδια, με απλή παράθεση τύπων που μοιάζουν και σημασιών που ταιριάζουν, ο ατυχής Εσκιμώος ανάγεται αβίαστα στο επίθ. άσχημος και το αγγλ. sin στο ομηρικό σίνομαι «βλάπτω»! Η τεκμηρίωση των ενδιαμέσων σταδίων δεν θεωρείται απαραίτητη, η δε ερμηνεία τής μεσολάβησης αιώνων μεταξύ των συγκρινομένων αντιμετωπίζεται σαν περιττή πολυτέλεια.

Εν τέλει, το πλέον λυπηρό γνώρισμα όσων εντρυφούν σε τέτοιους μύθους είναι η αλλοίωση της κρίσης και της ικανότητας σκέψεως. Όσοι γοητεύονται από τη γλωσσική μυθολογία και προσκολλώνται σε αυτήν γρήγορα επιτρέπουν στον εαυτό τους να καλλιεργεί ισχυρό μίσος για την αντιγνωμία―αποστροφή και καχυποψία που παραμορφώνει την οπτική γωνία υπό την οποία αντικρίζουν τους άλλους.

Αυτό το κεκαλυμμένο μίσος είναι λάθος. Όταν μια ιδέα τείνει να υποβάλλει την αυτάρεσκη υπεροψία, να τροφοδοτεί την αυθάδεια και την εχθρότητα και να μας στερεί την ικανότητα να ακούμε στοχαστικά την αντίθετη άποψη, χρέος έχουμε να προστατευτούμε. Η αλήθεια θα πρέπει να οικοδομεί την ισορροπία. Εν ολίγοις, κάθε αναγνώστης, φοιτητής, καθηγητής, μεταπτυχιακός συνεργάτης, λεξικογράφος ή επιστήμονας προερχόμενος από άλλον κλάδο θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η υποστήριξη της αλήθειας είναι πραγματικά ευγενής ιδέα.

Η υπεράσπιση της αλήθειας δεν είναι όμως εύκολο εγχείρημα.

Αξιόλογοι συνάδελφοι γλωσσολόγοι εκφράζουν ανησυχία για τη διάδοση των παραγλωσσικών και πρωτογλωσσικών μύθων. Αναρωτιούνται δικαιολογημένα πώς είναι εφικτό να ανασκευαστεί κάθε πλάνη, πώς είναι δυνατόν να συμμαζευτεί κάθε ψεύδος που έχει κυκλοφορηθεί με τον μανδύα τής πρωτότυπης έρευνας. Η ανησυχία είναι εύλογη, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ακόμη και μεταξύ μη κατηρτισμένων φιλολόγων παρατηρείται σύγχυση ή απροθυμία ως προς την υποστήριξη της επιστημονικής αλήθειας. Επιπλέον, η βαριά κληρονομιά τής αρχαίας γλώσσας έχει χρησιμοποιηθεί (χωρίς να φταίει η ίδια) ως πηγή τέτοιων μύθων από όσους δεν γνωρίζουν πώς να προσλάβουν ή πώς να αποδεχθούν αυτό το πολύτιμο καταπίστευμα.

Ίσως πρέπει να ξεκινήσουμε αλλιώς.

Ας σκεφθούμε το εξής παράδειγμα: Για να προστατευτούμε από τη χρήση πλαστών χαρτονομισμάτων, που κατασκευάζονται πλέον με ολοένα και μεγαλύτερη πιστότητα, θα ήταν οπωσδήποτε μάταιο να θελήσουμε να εξοικειωθούμε με κάθε τύπο πλαστού χαρτονομίσματος που κυκλοφορείται. Πρακτικότερο και πιο συνετό θα ήταν μάλλον να γνωρίσουμε και να κατέχουμε καλά τα χαρακτηριστικά των γνήσιων χαρτονομισμάτων. Αυτό θα μας παρείχε τον αναμφισβήτητο μετρικό κανόνα για να κρίνουμε την αλήθεια. Ό,τι δεν ταιριάζει με το γνήσιο θα είναι οπωσδήποτε και αυτόχρημα πλαστό.

Ομοίως, δεν έχει νόημα να καταπιαστούμε με την ανασκευή κάθε γλωσσικού μύθου. Δεν ωφελεί ο ατέρμων αγώνας να δείξουμε πού πλανώνται όσοι μιλούν για Πρωτοαιγαιακή μητέρα-γλώσσα ή γιατί είναι εντελώς αστήρικτη η εικασία τού Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda) ότι τα Εβραϊκά είναι Ελληνικά ή πόσα έτη φωτός αφίσταται της αληθείας η υπόθεση ότι οι Ίνκα μιλούσαν δωρική διάλεκτο ή τι καθιστά ανυπόληπτη την άποψη ότι η νεοελληνική προφορά δεν διέφερε πολύ από την αρχαία κ.ο.κ. Προτιμότερο είναι να δώσουμε στον εαυτό μας τον χρόνο (και τη βιβλιογραφική κατάρτιση) να εξοικειωθεί με τον επιστημονικό τρόπο σκέψεως της συγκριτικής γλωσσολογίας. Αν αναπτύξουμε την ικανότητα και τη μέθοδο να διακρίνουμε την αλήθεια, οι γλωσσικοί μύθοι θα αποσυρθούν μόνοι τους στο περιθώριο, όπως τα παραμύθια που πάψαμε να αναζητούμε μόλις μεγαλώσαμε.

Σε επόμενο άρθρο θα ήθελα να φέρω στην προσοχή τού αναγνώστη τρία μόνο από τα διακριτικά γνωρίσματα της γλωσσολογικής μεθόδου. Συνάδελφοι άλλων επιστημών (π.χ. ιστορικοί, αρχαιολόγοι) έχουν κατά καιρούς καταθέσει τα δικά τους τεκμήρια, αλλά εδώ θα περιοριστούμε στις μαρτυρίες που προσφέρει η επιστημονική γλωσσολογία.


Όταν ξαναφέρνω στον νου τη συζήτηση με τον καλοπροαίρετο εκείνο εκδότη, καταλαβαίνω γιατί δεν τον ικανοποίησαν οι εξηγήσεις τής επιστήμης. Με άκουσε με υπομονή για λίγα λεπτά, μετά κούνησε το κεφάλι και είπε φανερά στενοχωρημένος: «Δεν ξέρω τι θα γίνει σε τριάντα χρόνια ―εγώ δεν θα ζω πια― αλλά δεν βλέπω μέλλον στην ελληνική γλώσσα. Και θα έχουμε φταίξει εμείς…» Έφυγε απογοητευμένος.

Εννοούσε ότι «εμείς», κυρίως «εμείς» με τις μακροχρόνιες ειδικές σπουδές, δεν έχουμε υπερασπιστεί τη γλώσσα που αγαπούμε όσο θα έπρεπε; Εννοούσε ότι, ακόμη και αν κάτι δεν είναι επιστημονικά διακριβωμένο, εφόσον πληροί την προϋπόθεση να προάγει την ελληνική γλωσσική υπεροχή, οφείλουμε να το υποστηρίξουμε; Εννοούσε ότι ο γλωσσικός μύθος είναι τελικά παραμυθία, που δεν μπορούμε να στερηθούμε;

Ο σεβαστός συνομιλητής μου πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Δεν είχαμε έκτοτε ξαναμιλήσει για το θέμα. Το κείμενο αυτό έχει αφορμή εκείνη τη συζήτηση, όπως ένα χρέος που δεν έχουμε ακόμη ξεπληρώσει.


Τα άρθρα που πραγματεύθηκαν αυτά τα αιτήματα είναι:
Γλωσσική παραμυθία: Η ομοιότητα και η αντιστοιχία
Γλωσσική παραμυθία: Η διατήρηση της δομής
Γλωσσική παραμυθία: Η αρχή τής ομοχρονίας

29/4/07

Ορθογραφικές αμφιγραφίες: μία ή δύο λέξεις;

curae posteriores fons querelarum

Οι περισσότεροι πιθανώς νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τι διακρίνει το κοστούμι ως ένδυμα. Θα συμφωνούσαμε χωρίς πολλή σκέψη ότι το κοστούμι αποτελείται από σακάκι και παντελόνι που είναι ραμμένα με το ίδιο ύφασμα και έχουν σχεδιαστεί να φοριούνται συνδυασμένα, ταιριάζοντας σε ορισμένο μέγεθος. Ο ορισμός φαίνεται πλήρης, αλλά ας σκεφθούμε: Αν έχουμε καλό γούστο, ίσως αποφασίσουμε κάποια φορά να συνδυάσουμε το σακάκι ή το παντελόνι ορισμένου κοστουμιού με άλλο συμπλήρωμα ―εξακολουθεί τότε να είναι κοστούμι; Ο βιαστικός αναγνώστης θα μου απαντήσει όχι, αλλά νομίζω ότι και εκείνος θα επιστρέψει το σακάκι και το παντελόνι τού κοστουμιού στην ίδια κρεμάστρα, ανεξάρτητα από τον συνδυασμό που διάλεξε να φορέσει.

Ώστε, μήπως το ζήτημα είναι ότι το κοστούμι αποτελείται από σακάκι και παντελόνι που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και, επιπλέον, τα βρίσκουμε στην ίδια κρεμάστρα;

Από γλωσσολογικής απόψεως, το ερώτημα δεν θα αποτελούσε πραγματικό πρόβλημα για γραφές συνεχούς χαρακτήρα και χωρίς οριοθετικά σημεία μεταξύ των λέξεων, γι’ αυτό και δεν απασχόλησε τους αρχαίους. Δεν θα συνιστούσε επίσης ζήτημα, αν υπήρχε σαφής μορφολογικός ορισμός τής λέξεως εκτός (συγ)κειμένου.

Σύμφωνα με ευρύτερα αποδεκτό ορισμό (H. Spencer & A. Zwicky, Handbook of Morphology, Oxford 1998), θα χαρακτηρίζαμε λέξη τη γλωσσική μονάδα που αποτελεί μία τονική ενότητα (δηλ. φέρει έναν μόνο τόνο), διαθέτει ολοκληρωμένη σημασία (που δεν είναι απλώς άθροισμα των σημασιών των μορφημάτων της, γραμματικών ή λεξικών), η δε αυτοτέλειά της δεν επηρεάζεται από τη σύνταξη. Ο συνδυασμός των εν λόγω κριτηρίων έχει ωθήσει ορισμένους γλωσσολόγους να ονομάσουν τις λέξεις αναφορικές νησίδες (anaphoric islands), για να δηλώσουν με αυτόν τον τρόπο τι κάνει τους ομιλητές να τις χωρίζουν με κενά στον γραπτό λόγο (Α. Ράλλη, Μορφολογία, Αθήνα 2005).

Όπως συχνά συμβαίνει σε ορισμούς, τα αντιπαραδείγματα που φαίνεται να αντιστέκονται σθεναρά στην ταξινόμηση επιμένουν να κάνουν διακριτή την παρουσία τους. Αυτό αληθεύει κατ’ εξοχήν (ή κατεξοχήν;) σε φραστικές λέξεις ή συνδυασμούς, καθώς και σε παγιοποιημένες (στερεότυπες) αναφορικές νησίδες, οι οποίες προκαλούν αμφιβολίες ως προς τον τρόπο γραφής τους. Στην πραγματικότητα, το αν θα γραφτούν με μία ή δύο λέξεις είναι ζήτημα που έχει συνδεθεί με την αυτοτέλεια ή δέσμευση των συστατικών μερών τους, με την ορθογραφική συνήθεια, καθώς και με τον βαθμό καθιερώσεως στον λόγο. Επιπλέον, δεν έχει λείψει (και) από αυτή τη συζήτηση η αναζήτηση ιδεολογικού υποβάθρου: έχει ενίοτε θεωρηθεί αρχαϊστική τάση, όχι αυτή καθ’ αυτήν η χρήση λογίων φραστικών λέξεων, αλλά η επιλογή τής γραφής τους με δύο λέξεις.

Το ερώτημα δεν είναι καινούργιο ή πρόσφατο. Ο Τριανταφυλλίδης το αντιμετώπισε ίσως πρώτη φορά όταν ανέλαβε να ρυθμίσει την ορθογραφία τού μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα Στα Μυστικά τού Βάλτου. Από την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ τους προκύπτει ότι ο γλωσσολόγος είχε ταλαντευτεί αρκετά ως προς τη δέουσα λύση. Το 1939 ξαναέγραψε για το θέμα, όταν απάντησε στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (στον πρόεδρό της Βάσο Δασκαλάκη, 1897-1944), που του είχε ζητήσει να της υποβάλει εισήγηση για ορθογραφικό κανονισμό. Δεδομένου ότι η σύνταξη της Νεοελληνικής Γραμματικής βρισκόταν σε αρκετά προχωρημένο στάδιο, ο Τριανταφυλλίδης εξήγησε ότι δεν ήταν σε θέση να δεχτεί το αίτημα. Ωστόσο, κατέγραψε μερικές παρατηρήσεις, με τη νηφαλιότητα και την ευγένεια που τον χαρακτήριζε. Μεταξύ αυτων είναι η ακόλουθη:

«…τα εισβάρος, ή καλύτερα σεβάρος, επικεφαλής δε μου πολυαρέσουν. Κάπου πρέπει να σταματήσωμε και τα παραδείγματα είναι πολύ αφθονώτερα απ’ όσα αναγράφονται.»

Ο Τριανταφυλλίδης αντιλαμβανόταν ότι δεν επρόκειτο για ζήτημα προσωπικής προτιμήσεως, εντούτοις ήταν ολοφάνερο ότι δεν μπορούσε να διατυπώσει κανόνες τέτοιους που να εξαλείφουν τις αμφιγραφίες. Στη Νεοελληνική Γραμματική (§ 75, 76) καταχωρίζει σειρά φραστικών λέξεων που πρέπει να γράφονται ως μία, αποφεύγει όμως επιμελώς να εξηγήσει γιατί. Αναφέρει απλώς:

«Σε κάθε όμως εποχή τής γλώσσας γεννιούνται με τη σύνθεση νέες λέξεις, και άλλων σύνθετων λέξεων συχνά απαρχαιώνονται τα συστατικά τους ή ο τρόπος που συνθέτονται. Γι’ αυτό δεν είναι εύκολο μερικές φορές να οριστή αν κάτι που λέμε αποτελή μια λέξη ή δύο.»

Στον κατάλογο που ακολουθεί γράφει ως μία λέξη τις εξής: απαρχής, απεναντίας, απευθείας, αφότου, αφού, δηλαδή, διαμιάς, ειδάλλως, ειδεμή, ενόσω, εντάξει (προστέθηκε αργότερα στη Μικρή Σχολική Γραμματική), ενώ, εξαιτίας, εξάλλου, εξαρχής, εξίσου, επικεφαλής (αλλαγή τής προηγούμενης άποψής του), επιτέλους, καθαυτό, καθεξής, καλημέρα, καληνύχτα, καλησπέρα, καληώρα, καταγής, κατευθείαν, κιόλας, μεμιάς, μολαταύτα, μόλο (που), μολονότι, μολονόπου, ολωσδιόλου, οπωσδήποτε, προπάντων, σάμπως, τωόντι, υπόψη, ώσπου, ωστόσο―καθένας, καθεμία, καθένα, καθετί, κατιτί, οποιοσδήποτε, οτιδήποτε, καθέκαστα.

Παρ’ ότι (ή μήπως παρότι;) οι επιλογές τού Τριανταφυλλίδη είναι ως επί το πλείστον αυτές που επικράτησαν και αποκαλύπτουν τον γλωσσικό ρεαλισμό του, έχουν σαφώς ενδεικτικό χαρακτήρα. Ακόμη, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις υποκείμενες αρχές που υπαγόρευσαν την α΄ ή τη β΄ προτίμηση, αν εξαιρέσουμε την ορθογραφική συνήθεια των λογοτεχνών τής εποχής.

Πολλά χρόνια αργότερα, στη δική του Νεοελληνική Γραμματική (Αθήνα & Θεσσαλονίκη 1994) ο προσφάτως εκλιπών Αγαπητός Τσοπανάκης προσθέτει στον ανωτέρω κατάλογο τις ακόλουθες φραστικές λέξεις, τις οποίες θεωρεί επιρρηματικά στοιχεία: ενμέρει (ο Τριανταφυλλίδης συνέστηνε εν μέρει), εντέλει, εντούτοις, εξαδιαιρέτου, εξάπαντος, εξημισείας, επιτούτου, κατακούτελα, καταλεπτώς, κατάμουτρα, καταπρόσωπο, κατάσαρκα, κατεξοχήν, μεσοστρατίς, μισοτιμής, ξοπίσω, ξώφαλτσα, οποτεδήποτε, οπουδήποτε, παρακάτω, παραπάνω, παραπέρα, παραπίσω, προσώρας κ.ά. (Παρέλειψα ορισμένα για τα οποία δεν ετίθετο ποτέ ζήτημα χωριστής γραφής τους).

Σε άρθρο του στο Βήμα (11 Απριλίου 1999) ο καθηγητής κ. Γ. Μπαμπινιώτης ασχολήθηκε επίσης με το θέμα, προσεγγίζοντάς το από την πλευρά τού γλωσσολογικού ορισμού τής λέξης και παραθέτοντας κατάλογο στοιχείων που πρέπει ή θα μπορούσαν να γράφονται ενωμένα ή χωριστά. Εντούτοις, στον επίλογο του άρθρου του υπογραμμίζει:

«Ας σημειωθεί, ωστόσο, με σαφήνεια και αίσθηση πραγματικότητας ότι απόλυτη συνέπεια στο ετερόκλιτο πλήθος των φράσεων δεν υφίσταται ούτε μπορεί να υπάρξει, αφού (…) ουδέποτε ένα σώμα ειδικών μελέτησε και ρύθμισε συστηματικά το θέμα στο σύνολό του.»

Η μελέτη των καταλόγων που βρίσκουμε στα ανωτέρω κείμενα επαληθεύει την προηγούμενη διαπίστωση. Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω ορισμένες επί μέρους (ή επιμέρους;) επιβοηθητικές αρχές, οι οποίες ενδέχεται να στρέψουν την προσοχή σε παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, αν ποτέ υπάρξει ή αναγνωριστεί ως αρμόδια τέτοια ρυθμιστική αρχή, που να συντάξει σχετικό ορθογραφικό κανονισμό. Ο κατηρτισμένος αναγνώστης και ο ενημερωμένος φιλόλογος μπορούν να καταλογίσουν στον γράφοντα την επωφελή ή ενδεχομένως άσκοπη παράθεσή τους.

1) Η ενωμένη ή χωριστή γραφή δεν εξαρτάται από το αν τα συστατικά μέρη απαντούν αυτοτελώς ή μόνο ως δεσμευμένα μορφήματα.

Κοινές λέξεις όπως αιτία, ίσος, άλλος, τόσο, που δεν ενοχλούν όταν απαντούν ενωμένα στις γραφές εξαιτίας, εξίσου, εξάλλου, ωστόσο, ώσπου. Το κριτήριο αυτό δεν λειτουργεί, όταν έστω ένα από τα δύο (ή περισσότερα) συστατικά μέρη είναι μονάδα τού κοινού λεξιλογίου.

2) Αν η αρχή τής τονικής ενότητας παραβιάζεται, η χωριστή γραφή θα μπορούσε να προτιμηθεί.

Εφόσον η λέξη αποτελεί μία τονική ενότητα και στην Ελληνική δεν έχουμε το φαινόμενο του δευτερεύοντος τόνου (όπως π.χ. στη Γερμανική: aufsteigen /áufštáigen/ «ανεβαίνω»), είναι παροδηγητικό να υιοθετούμε ενωτική γραφή που αντιβαίνει στον πραγματικό τόνο. Εξάλλου, ο ρόλος τού τόνου είναι προφανής στα τονικά παρώνυμα, δηλ. σε λέξεις που αλλάζουν σημασία, όταν  ο τόνος βρίσκεται σε διαφορετική θέση. Επί παραδείγματι, η γραφή καθετί, που συστήνει η Νεοελληνική Γραμματική, δεν συμφωνεί με την πραγματική εκφορά τού στοιχείου, που είναι διλεκτική: κάθε τι (με τόνο και στα δύο τεμάχια). Ομοίως, η γραφή ολωσδιόλου ή τελοσπάντων παραθεωρεί ότι τα συστατικά τεμάχια εκφέρονται σχεδόν πάντοτε χωριστά: όλως διόλου, τέλος πάντων.

3) Η ενωμένη γραφή δεν πρέπει να παραβιάζει τους φωνολογικούς κανόνες τής Ελληνικής.

Όταν σχηματίζονται συμπλέγματα φθόγγων ανεπίτρεπτα για την Ελληνική, είναι καλό να προτιμούμε τη χωριστή γραφή. Κατά τούτο, οι γραφές ενμέρει, ενπρώτοις, ενπολλοίς, ενγένει αντιτίθενται στους φωνολογικούς κανόνες τής γλώσσας, διότι τα συμπλέγματα *νμ, *νπ, *νγ δεν είναι ανεκτά σε ελληνικές λέξεις και όποτε παρουσιάστηκαν, ακολούθησε πλήρης ή μερική αφομοίωση (π.χ. συν-μετέχω > συμμετέχω, εν-μένω > εμμένω, εν-πορος > έμπορος, εν-γράφω > εγγράφω). Συνεπώς, γράφουμε εν μέρει, εν πρώτοις, εν πολλοίς, εν γένει, εν πάση περιπτώσει κ.τ.ό.

4) Η ενωμένη γραφή δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση ως προς την αναγνώριση της μορφολογικής κατηγορίας στην οποία ανήκει η λέξη.

Λάθη όπως *τον επικεφαλή, *οι επικεφαλείς, *έχω υπόψει κ.τ.ό. μαρτυρούν ότι ο ομιλητής παρασύρεται από την ενωμένη γραφή και θεωρεί ότι η προθετική φράση επί κεφαλής είναι κλιτό όνομα, το δε υπ’ όψη / υπ’ όψιν είναι ενδεχομένως ρηματικό μόρφημα (κατά το έχω κόψει) ή ακόμη και όνομα (π.χ. *η υπόψη, *την υπόψη). Οι γραφές επί κεφαλής, υπ’ όψη / υπ’ όψιν εξαλείφουν κάθε πιθανότητα συγχύσεως. Η επιλογή τής ενωμένης γραφής καθαυτό συνήθως οδηγεί στην αθέτηση της συντακτικής σχέσης τού κατά με αιτιατική: καθ’ (ε)αυτόν, καθ’ αυτό.




5) Αν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την παγίωση του συνδυασμού, η χωριστή γραφή είναι πάντοτε προτιμητέα.

Ενώ το εξάπαντος είναι ήδη αρχαίο, οι γραφές εξαδιαιρέτου, εξημισείας (Τσοπανάκης) παρουσιάζουν σαν απολίθωμα τις σχετικά πρόσφατες προθετικές φράσεις εξ αδιαιρέτου, εξ ημισείας (κυρίως του νομικού / συμβολαιογραφικού λεξιλογίου), ξαφνιάζοντας δυσάρεστα τον αναγνώστη.

Η ορθογραφική συνήθεια δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί. Για λόγους που σχετίζονται με τη συχνότητα εμφανίσεως, την οπτική εικόνα και την κατάρτιση του εκάστοτε γράφοντος, συναντούμε συχνά τις γραφές καταρχήν, προπάντων, απευθείας, αλλά διστάζουμε να γράψουμε (ή γράφουμε σπανιότερα) καταρχάς, προπαντός, κατευθείαν. Η Νεοελληνική Γραμματική, μολονότι αντιμετώπισε ρεαλιστικά το ζήτημα και είχε κατά νου τη λογοτεχνική κυρίως πρακτική, δεν έθεσε αρχές που να εξασφαλίζουν ομοιογενή ρύθμιση, επωμίζοντας έτσι στους μεταγενεστέρους την ευθύνη να συζητήσουν τις παραμέτρους του.

Τα χρόνια που πέρασαν έδειξαν ότι είναι σοφό να ξανανοίξουμε τη ντουλάπα και να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα κοστούμια που έχουμε κρεμάσει εκεί. Ίσως για μερικά κάναμε το λάθος να βάλουμε στην ίδια κρεμάστρα σακάκι και παντελόνι που δεν ανήκαν εκεί. Και αν φαίνεται ότι καθυστερήσαμε, είναι ίσως επειδή οι ύστερες φροντίδες είναι πηγή παραπόνων…