21/9/07

Γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία

Man talks in order to get something
George Zipf (1949)

Ανάμεσα σε μια παρτίδα τένις και σε ένα παιχνίδι με ρακέτες στην αμμουδιά υπάρχει η εξής θεμελιώδης διαφορά: Στο τένις ο ένας παίκτης αγωνίζεται να ξεγελάσει τον άλλον χτυπώντας τη μπάλα με τέτοιον τρόπο και τόση δύναμη, ώστε να καθιστά την απόκρουση αδύνατη. Στις ρακέτες οι παίκτες προσπαθούν να βρίσκουν ο ένας τον άλλον με στόχο να ανταλλάξουν όσο το δυνατόν περισσότερες μπαλιές. Με δύο λέξεις, στο τένις υπάρχουν αντίπαλοι, ενώ στις ρακέτες συμπαίκτες.

Αν η γλωσσική επικοινωνία πρέπει οπωσδήποτε να παρομοιαστεί με ένα από τα δύο παιχνίδια, αυτό ασφαλώς δεν είναι το τένις. Η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ πομπού και δέκτη προϋποθέτει συνεργασία με αυξημένο βαθμό αμοιβαιότητας. Δεν είναι παράξενο που αρκετοί γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η σημασία τού εκφωνήματος [utterance] είναι προϊόν διαπραγματεύσεως από τους συνομιλητές με επιτυχή κατά το πλείστον κατάληξη. Όπως στις ρακέτες, πασχίζουμε να βρούμε τη θέση τού συνομιλητή μας και μοχθούμε να συλλάβει, όχι μόνο το μήνυμα, αλλά και το συνοδευτικό του πλαίσιο.

Η παρατήρηση αυτή, κοινός τόπος σε κάθε σημασιολογική θεωρία, εγείρει ένα καίριο πρόβλημα: Εφόσον το γλωσσικό σύστημα και οι αρχές τής συνομιλίας εγγυώνται την επικοινωνιακή επάρκεια, γιατί να συμβούν αλλαγές που θα διατάρασσαν την ισορροπία και θα έπλητταν την επικοινωνία; Αν, όπως έγραψε ο Zipf, «ο άνθρωπος μιλάει για να αποκομίσει κάτι», γιατί να επέλθουν μεταβολές που θα διακινδύνευαν ό,τι προσδοκά από τη συνομιλία; Εν ολίγοις, γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία;

Οι σημασιολογικές αλλαγές συνιστούν ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα αντικείμενα της ιστορικής γλωσσολογίας. Επειδή είναι εύκολο να προσελκύσουν την προσοχή ακόμη και του μη ειδικού, τείνουν να συναρπάζουν τους μελετητές και τους αναγνώστες. Αν θελήσουμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον κάποιου στο πεδίο ερευνών τής ιστορικής γλωσσολογίας ή της ετυμολογικής λεξικογραφίας, αρκεί να ξετυλίξουμε ενώπιόν του μερικές βιογραφίες λέξεων. Εντούτοις, οι δυσχέρειες στην επιστημονική διερεύνηση των σημασιολογικών αλλαγών ίσως περνούν απαρατήρητες. Ξεκινώντας από το υλικό, ας εξετάσουμε λίγα παραδείγματα και ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε πού έγκειται η δυσκολία. Κατόπιν θα κάνουμε ένα βήμα πίσω και θα επιχειρήσουμε να συζητήσουμε αν είναι δυνατή η ένταξη των μεταβολών σε συστηματικό ερμηνευτικό πλαίσιο.

1) Στον Έμπορο της Βενετίας τού Σαίξπηρ διαβάζουμε: My ships are safely come to road. Το λεξιλόγιο εκπλήσσει τον σύγχρονο αναγνώστη. Πώς τα πλοία βγαίνουν στον δρόμο ― και τι δουλειά έχουν εκεί;

2) Σε μεσαιωνικά κείμενα διαπιστώνουμε ότι το αρχ. ρήμα ἐκπτύω «φτύνω – αποβάλλω» απαντά επίσης με τη σημασία «ξεβράζω – αποδιώχνω». Οι άοριστοι ἐξέπτυσαν, ἐξεπτύσθησαν, καθώς και η μορφολογία τού ρήματος, επιβεβαιώνουν την υποψία μας ότι από αυτό προήλθε το ν.ελλ. ξεφτύζω. Αναρωτιόμαστε: Πώς φτάσαμε στη σημασία «φθείρομαι» και πώς εξηγείται η αλλαγή;

3) Ο φυσικός ομιλητής τής Γαλλικής δεν δυσκολεύεται καθόλου με τον ενεστώτα τού ρήματος aller «πηγαίνω», τον οποίο εμείς πρέπει να μάθουμε με προσπάθεια: je vais – tu vas – il va – nous allons – vous allez – ils vont. Ο ιστορικός γλωσσολόγος γνωρίζει, ωστόσο, ότι οι τύποι vais, vas, va, vont έχουν εξελιχθεί από το λατ. vadere «πηγαίνω», ενώ τα α΄ και β΄ πρόσωπα του πληθυντικού allons, allez προέρχονται από το υστερολατινικό ambulare «περπατώ». Γιατί η γλώσσα ενσωμάτωσε κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ακατανόητη ανωμαλία;

Ενώ οι λύσεις σε αυτά τα αινίγματα είναι καθ’ αυτές άκρως ενδιαφέρουσες, συχνά απλώς αυξάνουν τη δυσπιστία μας ως προς τη δυνατότητα να εξηγήσουμε γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία, ενώ ήδη καλύπτουν ανάγκες επικοινωνιακές. Ακόμη και όταν καταφέρνουμε να ταξινομήσουμε με τρόπο λογικό τις μεταβολές, αστοχούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί ένα λειτουργικό σύστημα σημασιών επιδέχεται αλλαγές που μπορεί να το πλήξουν.

Η αιτιολόγηση των σημασιολογικών μεταβολών προκάλεσε ευθύς εξ αρχής αμηχανία. Ήδη από τον καιρό των Νεογραμματικών γλωσσολόγων καθιερώθηκε η εδραιωμένη πια συνήθεια να παραλείπεται οποιαδήποτε νύξη περί σημασιολογικής αλλαγής από τις ιστορικές γραμματικές των διαφόρων γλωσσών. Ο αναγνώστης που ανοίγει μια ιστορική γραμματική έχει προετοιμάσει τον εαυτό του για πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των φωνημάτων, την αλλαγή των μορφολογικών σχημάτων και τις μεταβολές στη σύνταξη· οι μεταβολές σημασιών, απεναντίας, δεν θεωρούνται αντικείμενο τέτοιων έργων και οι συγγραφείς τους δεν αισθάνονται προς αυτές καμμία οφειλή. Όπως τόνισε εύστοχα ο Yakov Malkiel, οι σημασίες αναφέρονται απλώς ως ερμηνεύματα των λέξεων, όχι ως στοιχεία προς επιστημονική έρευνα (Etymology, 1993).

Κάτι ακόμη που ενισχύει τις ανωτέρω διαπιστώσεις: Οι μελέτες ιστορικής σημασιολογίας συνήθως μοχθούν να ταξινομήσουν τις ήδη διαπιστωμένες αλλαγές σε συστήματα ή σχήματα με μεγαλύτερη ή μικρότερη αντιπροσωπευτικότητα. Παρά ταύτα, τα χρήσιμα συμπεράσματα τέτοιων μελετών δείχνουν να εξαντλούνται σε αυτό, έχουν μικρή προβλεψιμότητα και αποφεύγουν να ασχοληθούν με την κινητροδότηση του όλου σχήματος. Ως εκ τούτου, καλογραμμένα σύγχρονα εγχειρίδια, όπως το βιβλίο Γλωσσική Μεταβολή των συναδέλφων Ε. Καραντζόλα & Α. Φλιάτουρα (Αθήνα 2005), μνημονεύουν τα είδη και τους μηχανισμούς των σημασιολογικών μεταβολών, αλλά δεν πραγματεύονται καθόλου τις αιτίες τους.

Η στάση αυτή εμπεριέχει την άλλοτε έμμεση και άλλοτε απροκάλυπτη ομολογία ότι δεν είναι εφικτό να εξηγήσουμε γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία. Ο R.S.P. Beekes, από τους αξιολογότερους ιστορικοσυγκριτικούς γλωσσολόγους, το διατυπώνει ως εξής: «Η επαρκής περιγραφή των σημασιολογικών αλλαγών και η εξακρίβωση των αιτίων που τις προκαλούν είναι ενασχολήσεις που δεν προσφέρουν καμιά ιδιαίτερη ικανοποίηση στον συγκριτικό γλωσσολόγο· πρέπει να παραδεχθούμε ότι ως τώρα κανείς δεν έχει βρει μια πραγματικά ικανοποιητική μέθοδο προσέγγισης αυτών των θεμάτων» (Εισαγωγή στη Συγκριτική Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσολογία, ελλ. μτφρ. 2004, σελ. 140).

Αν δυσκολευόμαστε να συμφωνήσουμε με αυτή τη δήλωση, την οποία έχουν διατυπώσει επίσης σημασιολόγοι όπως ο St. Ullmann και ο H. Sperber, ας εξετάσουμε εν συντομία τι μπορούμε να προσδοκούμε από τις μέχρι τώρα προτάσεις.

Ο Antoine Meillet στο περίφημο μελέτημά του Comment les mots changent de sens «Πώς οι λέξεις αλλάζουν σημασία» (1921) αναγνώρισε τρεις κατηγορίες σημασιολογικών μεταβολών: α) δομικές [structurales], δηλ. οφειλόμενες στον τύπο τής λέξεως και στη θέση της στο λεξιλόγιο, β) αναφορικές [referentielles], δηλ. οφειλόμενες σε αλλαγή τού πράγματος (αντικειμένου αναφοράς), και γ) κοινωνικές [sociales], δηλ. οφειλόμενες στις μεταβολές των κοινωνικών ομάδων ή δικτύων, όπου ανήκουν οι ομιλητές.

Η περιγραφική αυτή ταξινόμηση άσκησε βαθιά επίδραση στη διερεύνηση της σημασιολογικής μεταβολής και περιέχει οξυδερκείς παρατηρήσεις. Ωστόσο, όταν καλούμαστε να την εφαρμόσουμε σε συγκεκριμένους τύπους αλλαγών, αμέσως αναρωτιόμαστε αν τα ερωτήματά μας βρίσκουν απάντηση.

Ας προσπαθήσουμε να ελέγξουμε τη διαπίστωση εν σχέσει με τα παραδείγματά μας:

1) Η σαιξπηρική φράση My ships are safely come to road θα ήταν απολύτως λογική για τα ελισαβετιανά Αγγλικά. Η λέξη road σήμαινε «ασφαλές, υπήνεμο λιμάνι», στο οποίο μπορούσαν να καταφύγουν τα πλοία. Γιατί όμως κατέληξε να σημαίνει «δρόμος»; Ο αναγνώστης μου θα απαντήσει ίσως «Εδώ έχετε παράδειγμα αναφορικής σημασιολογικής αλλαγής (μεταβολή τού πράγματος)», αλλά εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε γιατί οι ομιλητές θεώρησαν εύστοχη τη μεταφορά.

2) Τα μεσαιωνικά κείμενα δείχνουν την πορεία αλλαγής τού ρήματος ἐκπτύω στον τύπο ξεφτύζω με τη νεοελληνική σημασία. Σε ιστορικό κείμενο διαβάζουμε: τὸ δὲ στέμμα τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀκοντισθὲν μέρος τῶν μαργαριτῶν ἐξέπτυσεν τῶν κεχαλασμένων (βλ. Γ. Χατζιδάκι, Ακαδημεικά Αναγνώσματα, τ. Γ: Γενική Γλωσσική, σελ. 216). Είναι προφανές ότι από τη σημασία «φτύνω – ξεβράζω» προέκυψε η κατοπινή «αποβάλλω, χάνω», που θα πρέπει να θεωρήθηκε αρκετά εκφραστική στην αφετηρία της. Σε ποια από τις κατηγορίες τού Meillet μπορείτε αιτιολογημένα να εντάξετε την αλλαγή;

3) Η αλλαγή στο κλιτικό παράδειγμα του ρήματος aller είναι ακόμη δυσκολότερη ως προς την ταξινόμησή της. Από την εποχή τής ύστερης Λατινικής το εν λόγω ρήμα παρουσιάζει ανάμιξη τύπων από τα ρήματα ire «πηγαίνω» και vadere «προχωρώ (γρήγορα), πηγαίνω (κάπου)»: vado – vadis – vadit – imus – itis – vadunt. Κατά τον 6ο αι. μ.Χ. οι τύποι τού α΄ και β΄ πληθυντικού αντικαθίστανται από αντίστοιχα πρόσωπα του μετακλασικού ambulare «περπατώ»: ambulamus – ambulatis, από όπου προήλθαν τα γαλλ. allons – allez. Ζητήματα προς εξέταση: Γιατί οι ομιλητές έκριναν εύχρηστο αυτό το μικτό σύστημα; Γιατί η ανάμιξη συνέβη μόνο στο α΄ και β΄ πληθυντικό πρόσωπο; Και γιατί, εν τέλει, επικράτησαν οι τύποι τού πολυσύλλαβου ambulare με αλλαγή σημασίας, η οποία «υποχρέωσε» τρόπον τινά τη Γαλλική να δανειστεί από την παλαιά Γερμανική το ρήμα marcher, προκειμένου να καλύψει τη σημασία «περπατώ»;

Οι παρατηρήσεις αυτές εκθέτουν ζητήματα πέρα από υποκειμενική κρίση. Δείχνουν γιατί προτιμούμε να μη μιλούμε για «νόμους» αλλά για τάσεις σημασιολογικής μεταβολής και εξηγούν ίσως γιατί δυσκολευόμαστε να τιθασεύσουμε το γλωσσικό υλικό που έχουμε συγκεντρώσει.

Έχει χαρακτηριστικά λεχθεί ότι τα στοιχεία που διαθέτουμε για ολοκληρωμένη, συνθετική ανάλυση του φαινομένου είναι τόσο ανεπαρκή, ώστε φαίνεται σαν να ζητούμε βοτανολογική ταξινόμηση όλων των φυτών από κάποιον που έχει μελετήσει μόνο τη μαργαρίτα, το μανιτάρι και τη λεύκα. Για να επιστρέψουμε στο παιχνίδι με τις ρακέτες, μοιάζει σαν να είμαστε θεατές μιας εξαιρετικά εκτελεσμένης παρτίδας, στην οποία οι συμπαίκτες αλλάζουν συνεχώς, χωρίς εμείς να βλέπουμε πότε η ρακέτα αλλάζει χέρια και, το κυριότερο, χωρίς ποτέ να πέσει κάτω το μπαλάκι.

Υπάρχει τρόπος να ερευνήσουμε βαθύτερα τις αιτίες των αλλαγών, χωρίς να χρειαστεί να σταματήσουμε τον χρόνο ή ενόσω ακόμη αποτελούμε μέρος του;

Με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθώ σε επόμενο άρθρο.