16/6/09

Πίσω από τις γραμμές

Με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου τής Henriette Walter,
Η περιπέτεια των γλωσσών τής Δύσης, μετάφραση: Έφη Μαργέλη,
επιμέλεια: Παν. Χαραλαμπάκος (Αθήνα 2007, εκδ. Ενάλιος)


Γνώρισα την κ. Βαλτέρ αρκετά χρόνια αφότου είχα διαβάσει το βιβλίο της. Ακούοντάς την να μιλάει αναρωτήθηκα γιατί μου φαινόταν οικείο το πρόσωπό της. Με το ύφος που στολίζει η καλοσύνη και η αποκτημένη ωριμότητα, η κ. Βαλτέρ μιλούσε όπως έγραφε: βιογραφώντας τις λέξεις και μεταδίδοντας ευγενικούς στοχασμούς για τις γλώσσες και τους ομιλητές τους.

Από την πρόσφατη ελληνική μετάφραση του γαλλικού βιβλίου δεν ανέμενα να μεταφέρει το συνομιλητικό και πρόσχαρο ύφος τού πρωτοτύπου· αναγνωρίζω πόσο είναι άδικο να επωμίζεται ο μεταφραστής ρόλο που αρμόζει σε εκ νέου συγγραφή. Εφόσον, όμως, πρόκειται για γλωσσολογικό κείμενο προορισμένο να κερδίσει το ευρύ κοινό, θα προσδοκούσαμε εύλογα επιστημονική ακρίβεια και γλωσσική ισοδυναμία, ενδείξεις ότι η μεταφράστρια και ο επιμελητής αγωνίστηκαν να υπηρετήσουν το κείμενο.

Η εξακοσίων σελίδων μετάφραση που έχουμε στα χέρια μας είναι τεράστιο έργο και καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να εργαστεί κανείς υπό πίεση χρόνου σε τέτοιο απαιτητικό βιβλίο. Η εξιστόρηση της πορείας τόσων διαφορετικών γλωσσών, η παράθεση δεκάδων λεξικών τύπων και παραδειγμάτων και η ευφυής παρουσίαση της επιστήμης με τρόπο αφηγηματικό υφαίνουν από κοινού ολόκληρο τον ιστό των δυτικοευρωπαϊκών ανταλλαγών χωρίς να κουράζουν τον αναγνώστη. Δυστυχώς, όμως, ο χειρισμός τέτοιου και τόσου υλικού με άφθονους τύπους, οικωνύμια, τοπωνύμια και επιστημονικούς όρους ήγειρε υψηλές προσδοκίες, στις οποίες φοβούμαι ότι η ελληνική μετάφραση δεν κατάφερε γενικά να ανταποκριθεί.

Τα επιστημονικά βιβλία, ακόμη και όταν παρέχουν εκλαϊκευμένες γνώσεις, ζητούν από τον μεταφραστή να είναι κάτοχος του πλαισίου αναφοράς τους, γνώστης των τεχνικών όρων και των διακρίσεών τους, απαιτούν εν ολίγοις να διαθέτει κοινό υπόβαθρο επικοινωνίας με τον συγγραφέα. Ειδάλλως, υπάρχει κίνδυνος να φθείρει το κείμενο μεταφράζοντας επιπόλαια, χωρίς συνέπεια και υπό το νέφος τής αμηχανίας, η οποία δίχως άλλο θα φτάσει στον αναγνώστη.

Παρακαλώ τώρα να μου συγχωρηθεί μια δήλωση που ίσως ακουστεί κατηγορηματική: Μπορώ να φανταστώ τον μεταφραστή και τον επιμελητή τού επιστημονικού βιβλίου μονάχα τριγυρισμένους από μια απέραντη βιβλιοθήκη, να καλοζυγίζουν κάθε λεξική επιλογή και να ζητούν συμβουλές ειδικών στα θέματα που δεν κατέχουν. Η μεταφραστική εργασία που γίνεται από μνήμης, χωρίς βιβλιογραφία και επίπονη έρευνα, δεν κερδίζει καθόλου τον σεβασμό μου.

Η εν λόγω μετάφραση είναι σε μεγάλο βαθμό άνιση. Παρ’ ότι γραμμένη σε γλώσσα στρωτή και γενικά ομαλή, παρ’ ότι καταβλήθηκε προσπάθεια να παρουσιαστούν τα εθνωνύμια και τοπωνύμια με την αντίστοιχη ελληνική ονομασία (αναγνωρίζω την εγκυκλοπαιδική έρευνα που οπωσδήποτε έγινε), στα αυστηρώς γλωσσολογικά του σημεία, αυτά που κατ’ εξοχήν χρωματίζουν το πρωτότυπο, το μεταφρασμένο κείμενο προχωρεί ψηλαφητά και αφήνει τον αναγνώστη σε πυκνή ομίχλη.

Οι προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις με βοηθούν να ξεχωρίσω στη συνέχεια δύο κατηγορίες μεταφραστικών αστοχιών που υποπίπτουν αμέσως στην προσοχή.

Εν πρώτοις, η απόσταση από το αντικείμενο του βιβλίου καταφαίνεται από τον ατυχή χειρισμό αρκετών γλωσσολογικών όρων. Το βιβλίο αδικείται κατάφωρα όταν ο όρος sons distinctifs «ήχοι με διακριτική αξία» (δηλ. φωνήματα) αποδίδεται «χαρακτηριστικοί ήχοι» (σ. 44) ή όταν χρησιμοποιείται ο όρος «μεταγραφή» (σ. 46) για να αποδοθεί το γαλλ. translittération, που όμως δηλώνει τον «μεταγραμματισμό». Οι formes prestigieuses δεν είναι φυσικά «περίβλεπτοι τύποι» (σ. 58), αλλά «τύποι κύρους», η δε reconstruction μεταφράζεται αδέξια «ανακατασκευή των γλωσσών» (σ. 89) ή «ανασκευή των μορφών τής γλώσσας» (σ. 235, 474), ενώ οι καθιερωμένοι όροι είναι «επανασύνθεση» ή έστω «αποκατάσταση».

Η αβεβαιότητα στην παρουσίαση των επιστημονικών όρων έχει επιπλέον ως αποτέλεσμα η mutation consonantique «συμφωνική τροπή» να μεταφράζεται απρόσεκτα «μεταλλαγή των συμφώνων» (σ. 95), «μετάλλαξη» (στον πληθ., σ. 97, 114), πράγμα που παρέσυρε τη μεταφράστρια στον ατυχή νεολογισμό «αμετάλλακτοι κανόνες» (σ. 168) αντί «αμετάβλητοι κανόνες» (γαλλ. règles immuables). Το ελληνικό κείμενο συγχέει αδικαιολόγητα τους τεχνικούς όρους désinence «κατάληξη» και suffixe «επίθημα» μεταφράζοντάς τους αδιακρίτως ως «καταλήξεις» (σε διάφορα σημεία, π.χ. σ. 311) και αποδίδει άστοχα τη λέξη formes ως «μορφές» αντί «τύπους». Επιπρόσθετα, η λέξη calque, η οποία δηλώνει τύπους σχηματισμένους κατά το πρότυπο ξένων όρων, αποδίδεται βιαστικά «αντίγραφο» (σ. 304, 478) αντί «μεταφραστικό δάνειο», ο γλωσσολογικός όρος notation «δήλωση» μεταφράστηκε ασταθώς «σημειογραφία» (των φωνηέντων, σ. 41) και «προσδιορισμός» (της έρρινης προφοράς, σ. 123) και ο φωνητικός όρος voiced dorsal spirant «ηχηρό οροφικό συριστικό» (από αγγλικό τίτλο, σ. 517) αλλοιώθηκε σε «προφερόμενο ραχιαίο συρριστικό [sic] ήχο».

Μερικοί ακόμη αλλοιωμένοι γλωσσολογικοί όροι: «χαρακτηριστικά ένωσης» (σ. 363, αντί του ορθού «ενωτικά», γαλλ. traits d’union), «σημειολογία» (σ. 361, αντί του ορθού «σημασιολογία», γαλλ. sémantique), «διάλεκτοι» (σ. 352, αντί του ορθού «τοπικά ιδιώματα», γαλλ. patois), «παραγωγική ερμηνεία» (σ. 598, αντί του ορθού «γενετική ερμηνεία», αγγλ. genetic interpretation, από βιβλιογραφικό τίτλο).

Η δεύτερη κατηγορία λαθών είναι, καθώς πιστεύω, απόρροια της πρώτης. Η ατελής κατανόηση του γλωσσολογικού περιεχομένου τού βιβλίου αποκόπτει μερικές φορές εξ ολοκλήρου τη μετάφραση από το πρωτότυπο. Επί παραδείγματι, διαβάζοντας τη φράση «σταδιακή κατάρρευση του τυχαίου συστήματος» (σ. 155) χρειάστηκε να καταφύγω στο πρωτότυπο για να ανακαλύψω ότι επρόκειτο περί του «πτωτικού συστήματος» (γαλλ. du système casuel). Από θολή αντίληψη της ατμόσφαιρας που μεταδίδει το βιβλίο η καθαρεύουσα χαρακτηρίστηκε «επιστημονική, ελιτίστικη και λίγο θεοποιημένη» (σ. 59, αντί «λόγια, ελιτίστικη και κάπως μνημειακή», γαλλ. savante, élitiste, un peu statufiée). Το λατινικό ρήμα delirare δεν σήμαινε αρχικώς «βγαίνω από τη δεξιά γραμμή» (σ. 134), αλλά «φεύγω από την ευθεία, παρεκκλίνω» (γαλλ. sortir de la ligne droite). Στη σελίδα 331 μια άκρως ενδιαφέρουσα υποενότητα τιτλοφορείται «Λέξεις με την ίδια ετυμολογία», αλλά απαιτείται να την αντιπαραβάλουμε με τον πρωτότυπο τίτλο Les doublets ne sont pas des synonymes, για να κατανοήσουμε ότι η σωστότερη απόδοση είναι «Ομόρριζα αλλά όχι συνώνυμα».

Μερικές ακόμη αστοχίες αυτής της κατηγορίας: «ανάθεση κυρίων ονομάτων» (σ. 233, αντί του δόκιμου «ονοματοδοσία», γαλλ. attribution des noms propres), «Οι απόπειρες που αποβλήθηκαν» (σ. 167, τίτλος υποενότητας, αντί του ορθού «Αποτυχημένες απόπειρες», γαλλ. Tentatives avortées), «προνομιακή ορθογραφία» (σ. 489, αντί του ορθού «προτιμώμενη ορθογραφία», γαλλ. orthographe préférentielle), «παρούσα προφορά» (σ. 46, αντί του ορθού «τρέχουσα προφορά», γαλλ. prononciation actuelle), «Δύο ειδικότητες της ολλανδικής γραμματικής» (σ. 490, τίτλος υποενότητας, αντί του ορθού «Δύο ιδιαιτερότητες της ολλανδικής γραμματικής», γαλλ. Deux spécialités de la grammaire néerlandaise).

Τα λάθη πληθύνονται όταν πρόκειται για λέξεις ή φράσεις από γλώσσες με τις οποίες η μεταφράστρια δεν είναι εξοικειωμένη, π.χ. λατ. nec plus ultra «το μη περαιτέρω, (λαϊκ.) ώς εδώ και μη παρέκει» (που αποδόθηκε «δεν υπάρχει καλύτερο», σ. 160), λατ. tandem «τελικά, τέλος πάντων» (που αποδόθηκε «ζευγάρι», σ. 159), γερμ. Fahrkarte «εισιτήριο» (που αποδόθηκε «χαρτονόμισμα», σ. 441), γερμ. Regiment «σύνταγμα» (που αποδόθηκε «στράτευμα», σ. 441).

Το πρόβλημα επιτείνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες καθιερωμένες αποδόσεις αγνοήθηκαν και παρουσιάζονται αγνώριστες. Εν προκειμένω, το άρθρο τού ελληνικού συντάγματος του 1911, που καθιέρωνε την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα, ξαναμεταφράζεται από τα Γαλλικά στη Νεοελληνική (σ. 60) με αποτέλεσμα να ακυρώνεται το περιεχόμενό του (που όριζε ως επίσημο τον γλωσσικό τύπο στον οποίο ήταν γραμμένο). Το ευρέως γνωστό έργο τού Ντεκάρτ Λόγος περί της μεθόδου (1637) μεταφέρεται αδέξια ως Πραγματεία σε σχέση με τη μέθοδο (σ. 164), η δε Εξουσιοδοτημένη Μετάφραση της Βίβλου (αγγλ. Authorised Version ή King James’ Version) αποδόθηκε αδόκιμα Εγκεκριμένη εκδοχή τής Βίβλου (σ. 540, 545).

Η κακή κρίση αποφέρει τους χειρότερους καρπούς της στην ενότητα της βιβλιογραφίας και των σημειώσεων (σ. 591-631). Αντί να ευθυγραμμιστεί προς την καθιερωμένη τακτική και να παραθέτει τα ονόματα και τους βιβλιογραφικούς τίτλους όπως είναι στο πρωτότυπο, το ελληνικό κείμενο αποπειράται αφ’ ενός μεν να μεταφράσει τους τίτλους στα Ελληνικά (μόνο όμως όταν είναι στα Γαλλικά ή στα Αγγλικά), αφ’ ετέρου δε να μεταγράψει τα ονόματα στα Ελληνικά.

Λυπούμαι που πρέπει να σημειώσω ότι αυτή η απόφαση ήταν καταστροφική για την ποιότητα του βιβλίου. Όταν μεταφράζονται οι τίτλοι και μεταγράφονται τα ονόματα, ο αναγνώστης χάνει τη δυνατότητα να αναζητήσει τα σχετικά βιβλία ή άρθρα, αφού δεν μπορεί πάντοτε να ξέρει ποια είναι η αρχική μορφή τους, ποιος είναι ο αυθεντικός τους τίτλος και σε ποια γλώσσα γράφτηκαν. Δυστυχώς, η επιπόλαιη αυτή κίνηση είχε ως πρόσθετο αποτέλεσμα να παραμορφώνονται τα ονόματα διαφόρων επιστημόνων. Λόγου χάριν, ο Γάλλος Jean Haudry μεταγράφηκε Χωντρύ, ο γνωστός γλωσσολόγος Claude Hagège αποκαλείται Χάγκεκ και Χάγκεζκ (αντί Αζέζ) και ο Guy Jucqois απαντά ως Γκάι και Γκουί Ζουκουά. Μόνο προχειρότητα μαρτυρεί η αλλοίωση του ονόματος του Γερμανού λεξικογράφου Walter von Wartburg (που μεταγράφηκε Γουάρτμπουργκ αντί Βάρτμπουργκ), του Ιταλού λεξικογράφου Zolli (που μεταγράφηκε Ζογί αντί Τζόλι), με αποκορύφωμα το επώνυμο του ίδιου του συζύγου τής συγγραφέως, ο οποίος παρουσιάζεται αίφνης να ονομάζεται Ζεράρντ Γουώλτερ!

Το χειρότερο είναι ότι για βιβλία που η συγγραφέας συμβουλεύτηκε στα Ελληνικά —και το σημειώνει ρητά— η μεταφράστρια επιλέγει να ξαναμεταφράσει τους τίτλους από τα Γαλλικά κάνοντας τα αγνώριστα, όπως συμβαίνει με βιβλία των Γ. Μπαμπινιώτη (σημ. 57), Ν. Κοντοσόπουλου (σημ. 31) και Α. Χαραλαμπόπουλου (σημ. 75), ενώ παραβλέπει το γεγονός ότι για ορισμένα υπάρχουν δόκιμες ελληνικές μεταφράσεις (όπως για τα βιβλία των J. Haudry, A. Mirambel και R. Browning). Με στενοχωρεί να υποσημειώσω ότι η απόδοση του γαλλ. Actes ως «Πράξεις» αντί «Πρακτικά» (συνεδρίου) ή η διατήρηση αβλεψιών τού πρωτοτύπου, όπως ότι η πτώση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έλαβε χώρα το 1450 (αντί το 1453), επιμαρτυρούν πως η μετάφραση άξιζε περισσότερη προσοχή.

Σταματώ εδώ. Θα ήθελα από καρδιάς η κ. Βαλτέρ, που παρουσίασε προσωπικά τη μετάφραση του βιβλίου της, να μπορεί να αποβλέπει στην ελληνική έκδοση με ασφάλεια και υπερηφάνεια. Συλλογίζομαι ότι οι γραμματείς των ιερών εβραϊκών Γραφών κατέληγαν να μετρούν, όχι μόνο τις λέξεις που αντέγραφαν, αλλά και τα γράμματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι δεν παρέλειψαν τίποτε. Από την κρινόμενη μετάφραση δεν προσδοκούσα τέτοια σχολαστικότητα. Θα ήθελα απλώς να αποδίδει με αξιοπιστία το πρωτότυπο. Εξάλλου, από τον μεταφραστή το μόνο που ζητείται είναι να αποδειχθεί πιστός.


Σημείωση: Το βιβλιοκριτικό αυτό άρθρο γράφτηκε αρχικά για ένα λογοτεχνικό περιοδικό, του οποίου η έκδοση δυστυχώς δεν ευοδώθηκε. Αν και δεν είναι πια επίκαιρο, σκέφτηκα ότι, παρά να απομείνει ξεχασμένο, δεν θα ήταν ίσως άτοπο να αναρτηθεί εδώ. Ευχαριστώ.