24/12/09

Ημερίδα τής Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας: 27 Ιανουαρίου 2010

Η άλλη όψη τού ονόματος είναι η ταυτότητα. Η παρουσία τού κυριωνυμίου νοηματοδοτεί την πορεία του και εγγράφεται στη γλωσσική μνήμη, ακόμη και όταν τα περιστατικά που συνδέονται με αυτό έχουν λησμονηθεί. Το ονοματολογικό υλικό ισοδυναμεί, επομένως, με την αφήγηση μιας γλωσσολογικής ιστορίας από ποικίλους μάρτυρες σε διαφορετικό χρόνο.

Τέτοιες συναρπαστικές ιστορίες θα παρουσιαστούν στην Ημερίδα για τα 30 χρόνια τής Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 27 Ιανουαρίου 2010 στην Ανατολική Αίθουσα της Ακαδημίας Αθηνών. Η Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία, ιδρυμένη το 1980, εκδίδει το επιστημονικό περιοδικό ΟΝΟΜΑΤΑ – Revue Onomastique (έχουν μέχρι τώρα εκδοθεί 19 τόμοι), όπου έχει συγκεντρωθεί άφθονο, επιστημονικά ταξινομημένο ονοματολογικό υλικό.

Για την οργάνωση της ημερίδας εργάζεται επιμελώς και με αφοσίωση η εκλεκτή φίλη και παλιά μου συμφοιτήτρια Χρυσούλα Καραντζή-Ανδρειωμένου, ερευνήτρια του Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων τής Ακαδημίας Αθηνών. Στις προσπάθειές της χρωστούμε την παρουσία επιστημονικών συμβολών που θα προσφέρουν στο ακροατήριο (όχι μόνο σε όσους είμαστε μέλη τής Εταιρείας) εξαιρετική τροφή για σκέψη.

Στην ημερίδα συμμετέχω με την ανακοίνωσή μου Δυσετυμολόγητες λέξεις προερχόμενες από κύρια ονόματα, στην οποία αναφέρομαι σε όρους με αβέβαιη ετυμολογική προέλευση, που όμως φαίνεται ότι έχουν την αφετηρία τους σε κύρια ονόματα. Ειδικότερα, ασχολήθηκα με τις λέξεις τρελοκαμπέρω, τεφαρίκι, σεφταλιά και διάνος.

Ο ιστότοπος της Εταιρείας έχει αρχίσει να λειτουργεί και το πλήρες πρόγραμμα είναι ανηρτημένο εκεί. Εντούτοις, θα αναφέρω εδώ ορισμένες από τις ομιλίες που κρίνω ενδιαφέρουσες για το κοινό, ελπίζοντας να κινήσω το ενδιαφέρον των αγαπητών αναγνωστών.



Από τις συνεδρίες Α΄ & Β΄: 09.00-11.30 (πρωί)

Μιχαήλ Σακελλαρίου (Ακαδημαϊκός): «Μυθολογικοί ήρωες και εθνικά ονόματα»
Νικόλαος Κοντοσόπουλος (Τέως διευθυντής τού Ιστορικού Λεξικού): «Οι καταλήξεις των εθνικών ονομάτων»
Χαράλαμπος Συμεωνίδης (Ομότιμος καθηγητής γλωσσολογίας τού Α.Π.Θ.): «Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων»
Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη (Διευθύντρια Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών) «Έβγαλε όνομα»
Κωνσταντίνος Μηνάς (Ομότιμος καθηγητής γλωσσολογίας τού Πανεπιστημίου Αιγαίου) «Τα σύνθετα νεοελληνικά επώνυμα»


Από την Γ΄ συνεδρία: 11.35-12.20 (μεσημέρι)

Άγγελος Αφρουδάκης (Ερευνητής τού Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων, Ακαδημία Αθηνών): «Το αρχείο τοπωνυμίων και κυρίων ονομάτων τής Ακαδημίας Αθηνών»
Άλκηστις Ζαχαριάδη-Χιδίρογλου (Καθηγήτρια Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας τού Α.Π.Θ.) «Πολιτισμική πολυσημία μέσα από τις ονομασίες»


Από την Δ΄ συνεδρία: 12.40-13.30 (μεσημέρι)

Ανδρομάχη Οικονόμου (Ερευνήτρια Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών): «Το όνομα του τόπου, ο τόπος τού ονόματος: Προσεγγίσεις στην ονοματολογία τού ελληνικού χώρου»
Θεόδωρος Μωυσιάδης (Δρ Γλωσσολογίας, Κέντρο Λεξικολογίας): «Δυσετυμολόγητες λέξεις προερχόμενες από κύρια ονόματα»


Από την Ε΄ συνεδρία: 13.15-14.25 (μεσημέρι)


Γεωργία Κατσούδα (Ερευνήτρια Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων, Ακαδημία Αθηνών): «Μορφολογικά ζητήματα του νεοελληνικού κύριου ονόματος»
Χρυσούλα Καραντζή-Ανδρειωμένου (Ερευνήτρια Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων, Ακαδημία Αθηνών): «Λογοτεχνική ονοματολογία: ονόματα λογοτεχνικών ηρώων»


Από τις συνεδρίες Στ΄ & Ζ΄: 17.00-19.00 (απόγευμα)

Θα παρουσιαστούν ανακοινώσεις με ονοματολογικό υλικό τοπικού χαρακτήρα (π.χ. Δυτική Κρήτη, Σύμη, Κεφαλλονιά, Πίνδος κ.ά.).

7/12/09

Παναγιώτη Κριμπά: Επιδράσεις τής Νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες (Αθήνα 2007: Εκδόσεις Γρηγόρη)

Βιβλιοκριτική παρουσίαση


Μπορώ να θυμηθώ πολύ ζωηρά τις πρώτες φορές που προσπάθησα να βγάλω νερό από βαθύ πηγάδι - και πόσο είχα τότε ταλαιπωρηθεί. Πρέπει να ήταν περίπου τριάντα χρόνια πριν σε ένα κυκλαδίτικο νησί, όπου βρισκόμαστε για διακοπές. Στον παραθαλάσσιο οικισμό δεν υπήρχε ύδρευση και το βρόχινο νερό συλλεγόταν σε στέρνες, συνήθως χωρίς μάγγανο. Παρά την καλή μου πρόθεση να κάνω το παλληκάρι, τσαλαβουτούσα τον κάδο στο νερό, νομίζοντας ότι η ορμή ήταν αρκετή αποζημίωση για την αδεξιότητά μου. Θυμούμαι καθαρά τον αγαπημένο μου παππού να με παρακολουθεί απορημένος. Έχοντας σταδιακά χάσει την ακοή του από την Κατοχή και μετέπειτα, με κοίταξε αινιγματικά, σηκώθηκε, με παραμέρισε και κατόπιν με δυο-τρεις επιδέξιες κινήσεις έσυρε τον κουβά επάνω ξέχειλο από νερό.

Τα συλλογίζομαι αυτά προσπαθώντας τώρα να καταλάβω πώς ένα αξιόλογο βιβλίο μπορεί κάποτε να ξεκινήσει υποσχόμενο πολλά και να αναδείξει τελικά την επίμοχθη αλλά άτεχνη εξοικείωση με γλωσσικό υλικό εξαιρετικά πυκνό, άνισο και ετερογενές. Με το βιβλίο του Επιδράσεις τής Νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες ο κ. Παναγιώτης Κριμπάς, λέκτορας στο Τμήμα Γλώσσας των Παρευξεινίων Χωρών τού Δ.Π.Θ., ασχολείται με τον δύσκολο τομέα των βαλκανισμών, δηλ. των κοινών χαρακτηριστικών που εμφανίζουν οι γλώσσες των Βαλκανίων. Ο κ. Κριμπάς δεν είναι ειδικός γλωσσολόγος, κινείται όμως με άνεση στο πεδίο αυτό, διακρίνεται για την ασυνήθιστη γλωσσομάθειά του και έχει το πλεονέκτημα ότι κατέχει τις γλώσσες που πραγματεύεται. Με κείμενο σφιχτοδεμένο, χωρίς παραπατήματα προς τη φλυαρία, ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τον ρόλο τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής στη διαμόρφωση των βαλκανικών γλωσσών.


Α. Τα δομικά στοιχεία


Από τις πρώτες του σελίδες το βιβλίο ρίχνει τον κάδο βαθιά στο πηγάδι· περιγράφει τον απαιτητικό χώρο που συγκροτούν οι βαλκανικές γλώσσες, αυτόν που προσδιορίζουμε ως Sprachbund «γλωσσικό δεσμό» ή «γλωσσική ένωση» ή, όπως προτείνει ο συγγραφέας, «ζώνη γλωσσικής επαφής» (σ. 27). Ο Π.Κ. δίνει επιτυχημένο ορισμό τού φαινομένου, αλλά προς όφελος του αναγνώστη ας σημειωθεί ότι ο όρος Sprachbund αναφέρεται σε ζώνη γλωσσών που παρουσιάζουν σύγκλιση ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά. Αν και η σχετική βιβλιογραφία είναι εκτενής, η διατύπωση του βιβλίου ευστοχεί στις εξής δύο προϋποθέσεις: Τα κοινά δομικά χαρακτηριστικά πρέπει: α) να απαντούν σε γλώσσες που ανήκουν σε δύο τουλάχιστον διαφορετικές οικογένειες, β) να μην αιτιολογούνται ως αποτέλεσμα εσωτερικής γλωσσικής εξέλιξης (σ. 37 κ. 45-46).

Από τον αρκετά μεγάλο αριθμό των στοιχείων που κατά καιρούς επικαλούμαστε, για να καθορίσουμε τη ζώνη των βαλκανισμών, οι γλωσσογεωγράφοι συνήθως συγκλίνουν στα ακόλουθα οκτώ (τα στοιχεία από τον Trask, 2007:404-5):

α) Συγχώνευση γενικής και δοτικής πτώσης (π.χ. Αλβανική, Ελληνική, Βουλγαρική, Ρουμανική).
β) Σχηματισμός μέλλοντα από περίφραση με ρήμα που σημαίνει «θέλω» (π.χ. Βουλγαρική, Ελληνική, Ρουμανική, Σερβοκροατική).
γ) Επίταξη του οριστικού άρθρου (π.χ. Αλβανική, Ρουμανική, Βουλγαρική).
δ) Απώλεια του απαρεμφάτου ακόμη και σε περιπτώσεις ταυτοπροσωπίας (π.χ. Ελληνική, Βουλγαρική, Σερβοκροατική).
ε) Αναλυτικός σχηματισμός τού συγκριτικού των επιθέτων (π.χ. Αλβανική, Βουλγαρική, Ελληνική [προαιρετικά], Ρουμανική, Τουρκική).
στ) Χρήση άτονης προσωπικής αντωνυμίας ως προληπτικού αντικειμένου (π.χ. Αλβανική, Βουλγαρική, Ρουμανική).
ζ) Ξεχωριστοί ρηματικοί τύποι για άμεση και έμμεση αφήγηση (π.χ. Αλβανική, Βουλγαρική, Τουρκική).
η) Σχηματισμός των αριθμητικών 11 – 19 με βάση τη δομή «ένα επί/σε δέκα» (π.χ. Αλβανική, Βουλγαρική, Ρουμανική).

Άλλα εγχειρίδια μπορεί να δίνουν έμφαση και σε μερικά ακόμη χαρακτηριστικά, αλλά ο παραπάνω κατάλογος είναι αρκετά κατατοπιστικός.

Από τα προηγούμενα είναι αυθυπονόητο ότι η βαλκανική ζώνη επαφής καθορίζεται από μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά, διότι αυτά αποτελούν τα δομικά στοιχεία τής γλώσσας. Σε αυτή τη βασική παραδοχή έχουν την εξήγησή τους τα καίρια προβλήματα του κρινόμενου βιβλίου. Αυτά σχετίζονται α) με το είδος των στοιχείων που είναι συγκρίσιμα και β) με την πηγή τής παρατηρούμενης σύγκλισης.

Ο συγγραφέας ορίζει ως κύριο στόχο του να αναδείξει την ελληνική συμβολή στον βαλκανικό γλωσσικό δεσμό. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι «η ύπαρξη των πολυάριθμων λέξεων αναμφισβήτητης ελληνικής προέλευσης τις οποίες συναντά κανείς στις βαλκανικές γλώσσες είναι πολύ πιθανό να υπονοεί πολλά και για την προέλευση αρκετών από τα ιδιαίτερα κοινά δομικά στοιχεία των εν λόγω γλωσσών» (σ. 35). Φοβούμαι ότι η προσεκτική αυτή διατύπωση συνιστά απλώς συγκερασμό εντυπώσεων απρόσφορων για το θέμα μας. Τα κοινά λεξιλογικά στοιχεία δεν αποτελούν δείκτη εντάξεως μιας γλώσσας σε ζώνη επαφής, διότι οφείλονται κατά κανόνα σε δανεισμό και όχι σε σύγκλιση. Η χρήση τού λεξιλογίου ως βάσης αναφοράς δεν είναι ασφαλές κριτήριο και υπονομεύει την ίδια την ιδέα τού γλωσσικού δεσμού για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν αποσαφηνίζει ποια στοιχεία είναι αποδεκτά και ποια απορριπτέα (βλ. Thomason 1999, Joseph 1992).

Η θεμελιώδης αυτή θέση φαίνεται να αθετείται από το βιβλίο. Παρά την αναμφισβήτητη κατάρτιση και τη στρωτή γραφή του, ο συγγραφέας αγωνίζεται να σύρει τον κάδο από το πηγάδι, χτυπώντας τον πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά τού τοιχώματος. Όταν τελικά έρχεται στην επιφάνεια, λίγο υλικό είναι πλέον αξιοποιήσιμο σε σχέση με την κεντρική ιδέα. Εν προκειμένω, συχνά στις σελίδες τού βιβλίου συνωθούνται στοιχεία από όλα τα γλωσσικά επίπεδα. Ενώ ο συγγραφέας αναφέρει ότι δεν μελετά γενικώς τη βαλκανική ζώνη, αλλά τον ρόλο τής Ελληνικής στον σχηματισμό της (σ. 36), χωρίζει το βιβλίο του σε τέσσερα κεφάλαια κατά τα οποία εξετάζει τόσο δομικά όσο και λεξιλογικά χαρακτηριστικά, αντλώντας τα πρώτα από τους ήδη γνωστούς βαλκανισμούς. Πραγματεύεται διαδοχικά ελληνικές επιδράσεις στη Ρουμανική, την Αλβανική, τη Βουλγαρική και τη Σερβοκροατική, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο τμήμα στο λεξιλόγιο και το βραχύτερο σε δομικά, μορφοσυντακτικά στοιχεία. Ο μη ειδικός αναγνώστης αποκομίζει τελικά την εντύπωση ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά είναι ίσης σπουδαιότητας ή τουλάχιστον συμμετρικής επιρροής και ότι η βαλκανική ζώνη ξεχωρίζει επειδή χρωματίζεται έντονα από ελληνικά λεξικά δάνεια.

Με τα λεξιλογικά τεκμήρια θα ασχοληθώ αργότερα σε αυτή τη μελέτη. Η πραγμάτευση όμως των μορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών ως προς κάθε μια από τις τέσσερεις προαναφερθείσες γλώσσες και ιδίως τα επί μέρους συμπεράσματα του βιβλίου αφήνουν άφθονο χώρο για αμφιταλάντευση, είναι faire et refuser de faire. Εννοώ συγκεκριμένα: Για κάθε μια από τις τέσσερεις εξεταζόμενες γλώσσες μελετώνται εννέα εικαζόμενοι βαλκανισμοί. Από αυτους ελληνικής αφετηρίας θεωρεί ο συγγραφέας μόνο δύο ή τρεις σε κάθε γλώσσα. Σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται μνεία τής Βαλκανικής Δημώδους Λατινικής με τη σωστή παρατήρηση ότι η επίδρασή της είναι ίσως ισχυρότερη (π.χ. στην Αλβανική, σ. 113), πράγμα που όμως φοβούμαι ότι αντιβαίνει στη βασική θέση τού βιβλίου.

Αυτό μας οδηγεί τώρα στη δεύτερη παραδοχή. Ποια είναι η πηγή των βαλκανισμών; Ο συγγραφέας υποθέτει ότι η Ελληνική (κυρίως η Μεσαιωνική) υπήρξε η απώτερη και ισχυρότερη πηγή επιρροής ως γλώσσα που επί αιώνες μιλήθηκε στην περιοχή. Προσθέτει προσεκτικά ότι, ακόμη και σε χαρακτηριστικά άλλης αρχής, η Ελληνική υπήρξε προφανώς ο δίαυλος ή το όχημα που τα διέδωσε (σ. 41). Στην ελκυστική αυτήν υπόθεση πρέπει να αντιτάξουμε ότι η απάντηση εξαρτάται από το είδος και τον αριθμό των ερωτήσεων, καθώς και από τις γλώσσες που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν.

Πόσο ευρεία είναι η βαλκανική ζώνη επαφής; Χωρίς να παρατίθεται εδώ κάθε υποθετικό σχήμα, έχουν προσαχθεί ισχυρά επιχειρήματα υπέρ και κατά της συμπερίληψης γλωσσών όπως η Τουρκική, η Ισπανοεβραϊκή, η Αρωμουνική, η Ρομανί και άλλες, με διαβαθμισμένη συμμετοχή (βλ. π.χ. Schaller 1975, Tomić 2001). Ας περιοριστούμε σε μία μόνο περίπτωση.

Ο συγγραφέας απορρίπτει τη συμμετοχή τής Τουρκικής με τον συλλογισμό ότι δεν υπήρξε υποστρωματική και ότι απέκτησε τα χαρακτηριστικά της εκτός των Βαλκανίων (σ. 27 κ. 47). Η άποψη αυτή έχει υποστηριχθεί επίσης από τον Joseph (1983: 255), ο οποίος προβάλλει το κριτήριο ότι μια γλώσσα πρέπει να περιέχει χαρακτηριστικά που αποκλίνουν από προγενέστερα στάδιά της, προκειμένου να ταξινομηθεί στον γλωσσικό δεσμό.

Στις αντιρρήσεις αυτές μπορούμε να αντιπαραθέσουμε δύο συλλογισμούς, οι οποίοι νομίζω ότι μας βοηθούν να αποκτήσουμε πιο ισορροπημένη εικόνα. Πρώτον, η συμμετοχή τής Τουρκικής δεν κρίνεται από τον υποστρωματικό χαρακτήρα ούτε απαιτείται σωρευτική επιρροή κατά το σχήμα τής αντεστραμμένης πυραμίδας· η Βαλκανική Τουρκική θα ήταν σαφώς παραστρωματική γλώσσα (adstrate, βλ. Friedman 1999: 521). Δεύτερον, μερικοί από τους γενικότερα παραδεκτούς βαλκανισμούς, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, συναντώνται στην Τουρκική, π.χ. ο αναλυτικός συγκριτικός των επιθέτων, η χρήση διακριτών ρηματικών τύπων για άμεση και έμμεση αφήγηση, η απώλεια του απαρεμφάτου, η σειρά όρων ΥΑΡ (υποκείμενο – αντικείμενο – ρήμα), η απώλεια φωνηεντικών χαρακτηριστικών όπως η μακρότητα και η ερρινότητα [overlay features], η ανάπτυξη κεντρικού μέσου φωνήεντος schwa [Ə] κ.ά. Πολλοί δέχονται ότι στην πραγματικότητα πηγή κάποιων από τα χαρακτηριστικά αυτά στις βαλκανικές γλώσσες (π.χ. των ρημάτων άμεσης και έμμεσης αφήγησης) υπήρξε η τουρκική γλώσσα. Προφανώς, η λύση δεν είναι να αποκλείσουμε από την αντιπαραβολή δομικά στοιχεία που δεν συνεισφέρουν στην υπόθεσή μας (το προκείμενο βιβλίο θέτει ως προϋπόθεση να απαντούν στην Ελληνική), αλλά να αναζητήσουμε άλλη ερμηνεία με ισχυρότερη αποδεικτική βάση.

Συμπυκνώνοντας σε λίγες γραμμές σημεία από την ογκώδη σχετική βιβλιογραφία, διαπιστώνουμε την ευλογοφάνεια του θεωρητικού σχήματος της πολλαπλής αιτιότητας [multiple causation]. Ενώ τα λεξιλογικά στοιχεία τής ζώνης είναι σαφώς ελληνικής και τουρκικής αρχής, τα δομικά χαρακτηριστικά έχουν πολυμερέστερη αφετηρία, ξεκινώντας από τις εγγύτερες γλώσσες και καταλήγοντας στα απώτερα μέλη τής ζώνης. Φυσικά, ένα χαρακτηριστικό μπορεί κάλλιστα να χαθεί από τη γλώσσα-πηγή, προτού εξαπλωθεί πλήρως στη ζώνη επαφής, πράγμα που δυσχεραίνει τον εντοπισμό τής προέλευσής του, αυτό όμως συμφωνεί εξ ολοκλήρου με τον ρεαλισμό τής αποκατάστασης (βλ. Lindstedt 2000· Johanson 1992). Στην πραγματικότητα, κανένα από τα γλωσσικά χαρακτηριστικά τού βαλκανικού δεσμού δεν απαντά σε όλες τις γλώσσες που θεωρείται ότι ανήκουν σε αυτόν (Hamp 1979). Ακόμη και όταν ένα στοιχείο έχει σαφή την εξήγησή του από συγκεκριμένη γλώσσα (π.χ. η αντικατάσταση του απαρεμφάτου από τη δομή θέλω + συμπληρωματική πρόταση με υποτακτική έχει ελληνική αρχή, βλ. Horrocks 2006: 343-4), η πλειονότητα των συγκλίσεων έχουν σκοτεινή αφετηρία, ασυνεχή διάδοση και απροσδιόριστες ισογλώσσους. Συμβαίνει ό,τι αν ρίξουμε δυο-τρεις πέτρες στο νερό: τα κύματα επικαλύπτονται, συχνά κινούνται συνδυασμένα προς κοινή κατεύθυνση, επιταχύνοντας ή επιβραδύνοντας, και τελικά οι κύκλοι χάνουν το κέντρο τους.


Β. Τα λεξιλογικά στοιχεία


Θα αδικούσαμε όμως το έργο, αν δεν αναφερόμαστε στο τμήμα τού βιβλίου που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση: τα λεξιλογικά χαρακτηριστικά με ελληνική προέλευση σε τέσσερεις βαλκανικές γλώσσες. Ο συγγραφέας μάς προσφέρει ένα αλφαβητικό γλωσσάριο αυτών των λέξεων για κάθε γλώσσα, το οποίο (παρά τις αναπόφευκτες επαναλήψεις) αποδεικνύεται χρήσιμο και προσεγμένο. Μερικές από τις πιο επιμελημένες σελίδες τού βιβλίου ανήκουν σε αυτά ακριβώς τα τμήματά του, θέλω δε να ξεχωρίσω τους πίνακες που έχει ετοιμάσει ο συγγραφέας για την αντιπροσώπευση των ελληνικών φωνημάτων στα δάνεια των τεσσάρων γλωσσών (σ. 87-90 για τη Ρουμανική, σ. 175-8 για την Αλβανική, σ. 218-21 για τη Βουλγαρική, σ. 251-4 για τη Σερβοκροατική). Οι πίνακες αυτοί δεν είναι φωνοτακτικές κατασκευές τής θεωρίας, αλλά έχουν προκύψει από το γλωσσικό υλικό και αυτό συμβάλλει στην ακρίβειά τους.

Είναι εντούτοις αξιοπαρατήρητο ότι ο συγγραφέας δεν φαίνεται να έχει λάβει υπ’ όψιν του κατά την ετυμολόγηση των δανείων μεγάλο μέρος τής επιστημονικής εργασίας που είχε γίνει ώς το 2005, οπότε ολοκληρώθηκε η συγγραφή τού βιβλίου. Από την τεκμηρίωση και τη βιβλιογραφία προκύπτει ότι περιορίστηκε στο Ετυμολογικό Λεξικό τού Ν. Ανδριώτη (και μάλιστα στη β΄ έκδοση, όχι στην εμπλουτισμένη και διορθωμένη γ΄ έκδοση του 1983) και δεν έχει εξετάσει τη συμβολή των δύο βασικών λεξικών, του ΛΝΕΓ (Γ. Μπαμπινιώτη) και του ΛΚΝ (Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη). Ομοίως, δεν έχει αντλήσει πληροφορίες από το μνημειώδες Λεξικό τής Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας του Εμμ. Κριαρά, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την περίοδο που διαλαμβάνεται στο βιβλίο. Δύο ακόμη σημαντικά άρθρα που θα μπορούσε να έχει συμβουλευτεί ο συγγραφέας οφείλονται σε συμβολές τού Ανδριώτη· πρόκειται για τα μελετήματά του «Τὰ ἑλληνικὰ στοιχεῖα τῆς βουλγαρικῆς γλώσσης» (Αρχείον θρακικού θησαυρού 17 [1952], σ. 33-100) και «Τὰ ἑλληνικὰ στοιχεῖα στὶς γλῶσσες τῶν γειτόνων μας Σλάβων» (Σήμερα 1 [1960], τεύχ. 5, σ. 3-5). Περισσότερη βιβλιογραφία, απαραίτητη για την ενασχόληση με τη βαλκανική γλωσσολογία, παρατίθεται στο τέλος αυτής της μελέτης.

Στο λεξιλογικό τμήμα συναντούμε αρκετές αξιοσημείωτες παρατηρήσεις, που φανερώνουν καλή γνώση τής γλωσσογεωγραφίας των νεοελληνικών ιδιωμάτων και των επαφών τους με τις βαλκανικές γλώσσες. Ο Π.Κ. κινείται στις βαλκανικές γλώσσες με ευχέρεια, αγωνιζόμενος, όπως είχε γράψει άλλοτε ο Thumb, «να χωρίσει τα σκύβαλα από τον καρπό».

Εν προκειμένω: Σωστά παρατηρεί ότι ο τύπος economisi της Ρουμανικής έχει την αρχή του στον συνοπτικό τύπο ἐκονόμησα, ο οποίος είναι (ας σημειωθεί) ήδη μεσαιωνικός (σ. 74). Έχει δίκιο όταν λαμβάνει υπ’ όψιν το φωνολογικό σύστημα της αποδέκτριας γλώσσας, προκειμένου να κρίνει την προέλευση μιας λέξεως (π.χ. σ. 86) και πολύ μεθοδικά πραγματεύεται τα ταξινομικά στοιχεία [classifiers] της Νέας Ελληνικής, εξηγώντας πώς αποκτούν αρνητική σημασία (π.χ. σ. 95, άνθρωπος, φράγκο, δεκάρα, γραμμάριο, στάλα, ψυχή – ψυχή δεν περπατούσε στον δρόμο!) Ενημερωμένος αποδεικνύεται ο συγγραφέας ως προς την αξία τής ταξινόμησης των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών σε centum και satem και οι σχετικές σελίδες τού βιβλίου είναι καλοζυγισμένες και κατατοπιστικές (σ. 103-4).

Ακόμη, εύστοχα ερμηνεύει την εξέλιξη του δείκτη θα (σ. 92), την επικράτηση του ημιφωνικού [j] στον ενικό τής λ. αντσούγια (σ. 117), καθώς και την προέλευση των τοπωνυμίων Καλογρέζα και Σχηματάρι από την Αλβανική (σ. 135 κ. 168). Συζητήσιμη αλλά όχι απορριπτέα είναι η πρότασή του για την ετυμολόγηση της λ. πίτα, που έχει ταλανίσει όλες τις γενεές ετυμολόγων (σ. 82), και εξαιρετική η υπόθεσή του ότι το αλβ. roit «στάζω, ρέω» πρέπει να προήλθε «από κάποιον ιδιωματικό τύπο *ροΐσω (< *ροΐζω), τον οποίο δεν έχω συναντήσει», όπως σημειώνει ο συγγραφέας (σ. 162). Η ετυμολόγηση είναι απολύτως έγκυρη, διότι οι ρηματικοί τύποι ροΐζω (ροΐσω), ρούζω (< ρο(ή) + παραγωγικό τέρμα -ίζω) όντως υπάρχουν στη διάλεκτο του Πόντου με τη σημασία «πέφτω (από άλογο, από ψηλά)», άρα και «ρέω, στάζω».

Ωστόσο, όταν σταθούμε λεπτομερώς στον έλεγχο των ερμηνειών, συναντούμε μερικά ετυμολογικά σφάλματα. Θα στρέψω τώρα την προσοχή σε λίγα από αυτά, όσα κρίνω σοβαρότερα ή έχουν μεθοδολογικό ενδιαφέρον, με την προσδοκία ότι τα σχόλια αυτά θα συμβάλουν στην επιστημονική πειθαρχία που πρέπει να διέπει την ετυμολογική έρευνα.

# (σ. 85) Το ρουμ. tiflă «μούντζα» ετυμολογείται σωστά από το ελλ. τύφλα, αλλά η ερμηνεία τής σημασίας είναι άστοχη. Η ανοιχτή παλάμη δεν «συμβολίζει τις ακτίνες τού φωτός που τυφλώνει», όπως σημειώνει με επιφύλαξη ο συγγραφέας, αλλά αναφέρεται στο μεσαιωνικό έθιμο κατά το οποίο άλειφαν το πρόσωπο του διαπομπευομένου με καπνιά. Όπως έχω γράψει εκτενώς αλλού, η συναφής λ. μούντζα (επίσης μεσν. μούζα) δεν ετυμολογείται από το επίθ. μουντός, όπως αναφέρει ο Π.Κ. ακολουθώντας διστακτικά τον Ανδριώτη (σ. 153), αλλά από το περσ. muzh (ίδια σημασία). Η πατρότητα της προτάσεως ανήκει στον Γ. Γιαννουλέλλη.

# (σ. 133) Το αλβ. imonik «καρπούζι» ετυμολογείται εσφαλμένα από τύπο χυμωνικό, που ο συγγραφέας ανάγει στο ουσ. χυμός, παρ’ ότι ο σχηματισμός είναι μορφολογικώς αστήρικτος. Πρόκειται προφανώς για το χειμωνικό (< χειμώνας), λέξη γνωστή στη διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας και στα ιδιώματα της Κεφαλλονιάς και της Λευκάδας. Η λ. δήλωνε φρούτα κομμένα πρόωρα, τα οποία αφήνονταν να ωριμάσουν εκτός εποχής και μακριά από το δέντρο.

# (σ. 149) Το αλβ. manar «οικόσιτο αρνί» ανάγεται στο ελλ. μανάρι, το οποίο εξηγείται λανθασμένα από το ελνστ. υποκοριστικό ἀμνάριον (του αρχ. ἀμνός). Όπως έχω γράψει αλλού, ο παμβαλκανικός αυτός όρος προέρχεται μάλλον από το αρωμουνικό manări (πληθ. τού manaru), το οποίο έχει την αφετηρία του στο υστερολατινικό επίθ. manuarius (< λατ. manus «χέρι») και δήλωνε αρχικώς το ζώο «που τρέφεται από το χέρι κάποιου», που είναι οικόσιτο και εξημερωμένο. Η πατρότητα της προτάσεως ανήκει στoν S. Nicosia.

# (σ. 198) Το μεσν. τσεκούρι(ν) δεν σχηματίστηκε από υποτιθέμενη συνεκφορά το σεκούριον > *τ’ σεκούρι(ν) > τσεκούρι «με τροπή του [s] σε [ts] λόγω γρήγορης εκφοράς του ουδέτερου οριστικού άρθρου και του ουσιαστικού που ακολουθεί». Ο τσιτακισμός δεν λειτουργεί έτσι, το δε άρθρο δεν συγκόπτει προ συμφώνου τα τελικά φωνήεντα. Απεναντίας, από την υστερολατινική συνεκφορά (manuaria) securis «πέλεκυς (χειρός)» ο τύπος securis έδωσε το ελνστ. σεκούριον, από όπου με προσθίωση της άρθρωσης προ των φωνηέντων [e, i] προέκυψε το προστριβές [ts], πβ. κ. τσυρίζω < συρίζω, τσούζω < σίζω.

# (σ. 202) Το μεσν. κουτσός δεν προέρχεται από το ανύπαρκτο *κοψός, καθώς είχε αρχικά υποθέσει ο Κ. Άμαντος. Εξηγώ γιατί στο βιβλίο μου Εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία (σ. 121-2). Πιθανότερη είναι η αναγωγή στο υστερολατινικό επίθετο coxus / cossus «χωλός», στην οποία συνηγορούν τα γλωσσοϊστορικά δεδομένα. Η πατρότητα της προτάσεως ανήκει στον Στ. Αλεξίου.

# (σ. 210) Όταν υποβάλλουμε ετυμολογική πρόταση, είναι σκόπιμο να ελέγχεται σχολαστικά η χωροχρονική τοποθέτηση των λέξεων. Εν προκειμένω, το ελλ. μουστάκι δεν προέρχεται από το ιταλ. mustachio, αν και (για να μην αδικήσουμε τον συγγραφέα) είναι σωστό να λεχθεί ότι το ίδιο σφάλμα επαναλαμβάνουν ο J. Maher και ο R. Anttila. Η λ. έχει αδιάλειπτη παρουσία στην Ελληνική: αρχ. μύσταξ, -ακος, ελνστ. μουστάκιον (υποκοριστικό), μεσν. μουστάκι(ν). Δεν υπάρχει βάση για να επικαλεστούμε ξένη αφετηρία ή μεσολάβηση.


Κάνω συχνά τη σκέψη ότι, ακόμη και όταν καταπιάνεται με ζητήματα που δεν εμπίπτουν πλήρως στο αντικείμενό του, ο καλός μελετητής έχει τον τρόπο να ξεχωρίζει. Από το βιβλίο του Επιδράσεις τής Νεότερης Ελληνικής στις βαλκανικές γλώσσες ο κ. Κριμπάς αναδεικνύεται για την καλλιέργεια και την αδρή γραφή του.

Με στενοχωρεί να πω ότι, ειδικά στον τομέα τής εκτίμησης των βαλκανισμών ως δομικών στοιχείων που αποτελεί την κεντρική θέση τού βιβλίου, ο συγγραφέας βασανίζεται φιλότιμα να αντλήσει νερό από το βαθύ αυτό πηγάδι, χωρίς τελικά να τα καταφέρνει. Το βιβλίο μένει σαν διστακτικό αποτύπωμα ενός ταλαντούχου τεχνίτη, που ίσως χρειαζόταν να το ξαναπιάσει ωριμότερος πια και με πληρέστερη ειδική κατάρτιση. Η ευφυΐα και ευσυνειδησία τού συγγραφέα καθιστούν, νομίζω, αυτή την προσδοκία βεβαιότερη.

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Friedman, V.A. 1999: «West Rumelian Turkish in Macedonia and adjacent areas». The Turkish Language in Contact. Amsterdam: J. Benjamins.
Friedman, V.A. 2006: «Balkans as a Linguistic Area». In: Keith Brown (ed.) Encyclopedia of Language & Linguistics, 2nd edition, vol. 1, pp. 657-672. Oxford: Elsevier.
Hamp, E. 1979: «Linguistic areas or clusters?». Quatrième Congrès International des Études du Sud-est Européen. Ankara.
Horrocks, G. 1997: Greek. A history of the language and its speakers. London & New York (μτφρ. 2006 υπό Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου, Αθήνα: Εστία).
Johanson, L. 1992: Strukturelle Faktoren in türkischen Sprachkontakten. Stuttgart: Franz Steiner.
Joseph, B. 1983: The synchrony and diachrony of the Balkan infinitive. A study in areal, general and historical linguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
Joseph, B. 1992: «Balkan languages». International Encyclopaedia of Linguistics. Oxford: Oxford University Press.
Lindstedt, Yuko 1999: «Linguistic balcanisation: contact-induced change by mutual reinforcement». Conference on Language Contact, Groningen.
Schaller, H.W. 1975: Die Balkansprachen. Eine Einführung in die Balkanphilologie. Heidelberg.
Thomason, Sarah G. 1999: «Linguistic areas and language history». Conference on Language Contacts, Groningen.Trask, L. 2007 (β΄ έκδ.): Historical linguistics. London: Hodder.

16/6/09

Πίσω από τις γραμμές

Με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου τής Henriette Walter,
Η περιπέτεια των γλωσσών τής Δύσης, μετάφραση: Έφη Μαργέλη,
επιμέλεια: Παν. Χαραλαμπάκος (Αθήνα 2007, εκδ. Ενάλιος)


Γνώρισα την κ. Βαλτέρ αρκετά χρόνια αφότου είχα διαβάσει το βιβλίο της. Ακούοντάς την να μιλάει αναρωτήθηκα γιατί μου φαινόταν οικείο το πρόσωπό της. Με το ύφος που στολίζει η καλοσύνη και η αποκτημένη ωριμότητα, η κ. Βαλτέρ μιλούσε όπως έγραφε: βιογραφώντας τις λέξεις και μεταδίδοντας ευγενικούς στοχασμούς για τις γλώσσες και τους ομιλητές τους.

Από την πρόσφατη ελληνική μετάφραση του γαλλικού βιβλίου δεν ανέμενα να μεταφέρει το συνομιλητικό και πρόσχαρο ύφος τού πρωτοτύπου· αναγνωρίζω πόσο είναι άδικο να επωμίζεται ο μεταφραστής ρόλο που αρμόζει σε εκ νέου συγγραφή. Εφόσον, όμως, πρόκειται για γλωσσολογικό κείμενο προορισμένο να κερδίσει το ευρύ κοινό, θα προσδοκούσαμε εύλογα επιστημονική ακρίβεια και γλωσσική ισοδυναμία, ενδείξεις ότι η μεταφράστρια και ο επιμελητής αγωνίστηκαν να υπηρετήσουν το κείμενο.

Η εξακοσίων σελίδων μετάφραση που έχουμε στα χέρια μας είναι τεράστιο έργο και καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να εργαστεί κανείς υπό πίεση χρόνου σε τέτοιο απαιτητικό βιβλίο. Η εξιστόρηση της πορείας τόσων διαφορετικών γλωσσών, η παράθεση δεκάδων λεξικών τύπων και παραδειγμάτων και η ευφυής παρουσίαση της επιστήμης με τρόπο αφηγηματικό υφαίνουν από κοινού ολόκληρο τον ιστό των δυτικοευρωπαϊκών ανταλλαγών χωρίς να κουράζουν τον αναγνώστη. Δυστυχώς, όμως, ο χειρισμός τέτοιου και τόσου υλικού με άφθονους τύπους, οικωνύμια, τοπωνύμια και επιστημονικούς όρους ήγειρε υψηλές προσδοκίες, στις οποίες φοβούμαι ότι η ελληνική μετάφραση δεν κατάφερε γενικά να ανταποκριθεί.

Τα επιστημονικά βιβλία, ακόμη και όταν παρέχουν εκλαϊκευμένες γνώσεις, ζητούν από τον μεταφραστή να είναι κάτοχος του πλαισίου αναφοράς τους, γνώστης των τεχνικών όρων και των διακρίσεών τους, απαιτούν εν ολίγοις να διαθέτει κοινό υπόβαθρο επικοινωνίας με τον συγγραφέα. Ειδάλλως, υπάρχει κίνδυνος να φθείρει το κείμενο μεταφράζοντας επιπόλαια, χωρίς συνέπεια και υπό το νέφος τής αμηχανίας, η οποία δίχως άλλο θα φτάσει στον αναγνώστη.

Παρακαλώ τώρα να μου συγχωρηθεί μια δήλωση που ίσως ακουστεί κατηγορηματική: Μπορώ να φανταστώ τον μεταφραστή και τον επιμελητή τού επιστημονικού βιβλίου μονάχα τριγυρισμένους από μια απέραντη βιβλιοθήκη, να καλοζυγίζουν κάθε λεξική επιλογή και να ζητούν συμβουλές ειδικών στα θέματα που δεν κατέχουν. Η μεταφραστική εργασία που γίνεται από μνήμης, χωρίς βιβλιογραφία και επίπονη έρευνα, δεν κερδίζει καθόλου τον σεβασμό μου.

Η εν λόγω μετάφραση είναι σε μεγάλο βαθμό άνιση. Παρ’ ότι γραμμένη σε γλώσσα στρωτή και γενικά ομαλή, παρ’ ότι καταβλήθηκε προσπάθεια να παρουσιαστούν τα εθνωνύμια και τοπωνύμια με την αντίστοιχη ελληνική ονομασία (αναγνωρίζω την εγκυκλοπαιδική έρευνα που οπωσδήποτε έγινε), στα αυστηρώς γλωσσολογικά του σημεία, αυτά που κατ’ εξοχήν χρωματίζουν το πρωτότυπο, το μεταφρασμένο κείμενο προχωρεί ψηλαφητά και αφήνει τον αναγνώστη σε πυκνή ομίχλη.

Οι προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις με βοηθούν να ξεχωρίσω στη συνέχεια δύο κατηγορίες μεταφραστικών αστοχιών που υποπίπτουν αμέσως στην προσοχή.

Εν πρώτοις, η απόσταση από το αντικείμενο του βιβλίου καταφαίνεται από τον ατυχή χειρισμό αρκετών γλωσσολογικών όρων. Το βιβλίο αδικείται κατάφωρα όταν ο όρος sons distinctifs «ήχοι με διακριτική αξία» (δηλ. φωνήματα) αποδίδεται «χαρακτηριστικοί ήχοι» (σ. 44) ή όταν χρησιμοποιείται ο όρος «μεταγραφή» (σ. 46) για να αποδοθεί το γαλλ. translittération, που όμως δηλώνει τον «μεταγραμματισμό». Οι formes prestigieuses δεν είναι φυσικά «περίβλεπτοι τύποι» (σ. 58), αλλά «τύποι κύρους», η δε reconstruction μεταφράζεται αδέξια «ανακατασκευή των γλωσσών» (σ. 89) ή «ανασκευή των μορφών τής γλώσσας» (σ. 235, 474), ενώ οι καθιερωμένοι όροι είναι «επανασύνθεση» ή έστω «αποκατάσταση».

Η αβεβαιότητα στην παρουσίαση των επιστημονικών όρων έχει επιπλέον ως αποτέλεσμα η mutation consonantique «συμφωνική τροπή» να μεταφράζεται απρόσεκτα «μεταλλαγή των συμφώνων» (σ. 95), «μετάλλαξη» (στον πληθ., σ. 97, 114), πράγμα που παρέσυρε τη μεταφράστρια στον ατυχή νεολογισμό «αμετάλλακτοι κανόνες» (σ. 168) αντί «αμετάβλητοι κανόνες» (γαλλ. règles immuables). Το ελληνικό κείμενο συγχέει αδικαιολόγητα τους τεχνικούς όρους désinence «κατάληξη» και suffixe «επίθημα» μεταφράζοντάς τους αδιακρίτως ως «καταλήξεις» (σε διάφορα σημεία, π.χ. σ. 311) και αποδίδει άστοχα τη λέξη formes ως «μορφές» αντί «τύπους». Επιπρόσθετα, η λέξη calque, η οποία δηλώνει τύπους σχηματισμένους κατά το πρότυπο ξένων όρων, αποδίδεται βιαστικά «αντίγραφο» (σ. 304, 478) αντί «μεταφραστικό δάνειο», ο γλωσσολογικός όρος notation «δήλωση» μεταφράστηκε ασταθώς «σημειογραφία» (των φωνηέντων, σ. 41) και «προσδιορισμός» (της έρρινης προφοράς, σ. 123) και ο φωνητικός όρος voiced dorsal spirant «ηχηρό οροφικό συριστικό» (από αγγλικό τίτλο, σ. 517) αλλοιώθηκε σε «προφερόμενο ραχιαίο συρριστικό [sic] ήχο».

Μερικοί ακόμη αλλοιωμένοι γλωσσολογικοί όροι: «χαρακτηριστικά ένωσης» (σ. 363, αντί του ορθού «ενωτικά», γαλλ. traits d’union), «σημειολογία» (σ. 361, αντί του ορθού «σημασιολογία», γαλλ. sémantique), «διάλεκτοι» (σ. 352, αντί του ορθού «τοπικά ιδιώματα», γαλλ. patois), «παραγωγική ερμηνεία» (σ. 598, αντί του ορθού «γενετική ερμηνεία», αγγλ. genetic interpretation, από βιβλιογραφικό τίτλο).

Η δεύτερη κατηγορία λαθών είναι, καθώς πιστεύω, απόρροια της πρώτης. Η ατελής κατανόηση του γλωσσολογικού περιεχομένου τού βιβλίου αποκόπτει μερικές φορές εξ ολοκλήρου τη μετάφραση από το πρωτότυπο. Επί παραδείγματι, διαβάζοντας τη φράση «σταδιακή κατάρρευση του τυχαίου συστήματος» (σ. 155) χρειάστηκε να καταφύγω στο πρωτότυπο για να ανακαλύψω ότι επρόκειτο περί του «πτωτικού συστήματος» (γαλλ. du système casuel). Από θολή αντίληψη της ατμόσφαιρας που μεταδίδει το βιβλίο η καθαρεύουσα χαρακτηρίστηκε «επιστημονική, ελιτίστικη και λίγο θεοποιημένη» (σ. 59, αντί «λόγια, ελιτίστικη και κάπως μνημειακή», γαλλ. savante, élitiste, un peu statufiée). Το λατινικό ρήμα delirare δεν σήμαινε αρχικώς «βγαίνω από τη δεξιά γραμμή» (σ. 134), αλλά «φεύγω από την ευθεία, παρεκκλίνω» (γαλλ. sortir de la ligne droite). Στη σελίδα 331 μια άκρως ενδιαφέρουσα υποενότητα τιτλοφορείται «Λέξεις με την ίδια ετυμολογία», αλλά απαιτείται να την αντιπαραβάλουμε με τον πρωτότυπο τίτλο Les doublets ne sont pas des synonymes, για να κατανοήσουμε ότι η σωστότερη απόδοση είναι «Ομόρριζα αλλά όχι συνώνυμα».

Μερικές ακόμη αστοχίες αυτής της κατηγορίας: «ανάθεση κυρίων ονομάτων» (σ. 233, αντί του δόκιμου «ονοματοδοσία», γαλλ. attribution des noms propres), «Οι απόπειρες που αποβλήθηκαν» (σ. 167, τίτλος υποενότητας, αντί του ορθού «Αποτυχημένες απόπειρες», γαλλ. Tentatives avortées), «προνομιακή ορθογραφία» (σ. 489, αντί του ορθού «προτιμώμενη ορθογραφία», γαλλ. orthographe préférentielle), «παρούσα προφορά» (σ. 46, αντί του ορθού «τρέχουσα προφορά», γαλλ. prononciation actuelle), «Δύο ειδικότητες της ολλανδικής γραμματικής» (σ. 490, τίτλος υποενότητας, αντί του ορθού «Δύο ιδιαιτερότητες της ολλανδικής γραμματικής», γαλλ. Deux spécialités de la grammaire néerlandaise).

Τα λάθη πληθύνονται όταν πρόκειται για λέξεις ή φράσεις από γλώσσες με τις οποίες η μεταφράστρια δεν είναι εξοικειωμένη, π.χ. λατ. nec plus ultra «το μη περαιτέρω, (λαϊκ.) ώς εδώ και μη παρέκει» (που αποδόθηκε «δεν υπάρχει καλύτερο», σ. 160), λατ. tandem «τελικά, τέλος πάντων» (που αποδόθηκε «ζευγάρι», σ. 159), γερμ. Fahrkarte «εισιτήριο» (που αποδόθηκε «χαρτονόμισμα», σ. 441), γερμ. Regiment «σύνταγμα» (που αποδόθηκε «στράτευμα», σ. 441).

Το πρόβλημα επιτείνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες καθιερωμένες αποδόσεις αγνοήθηκαν και παρουσιάζονται αγνώριστες. Εν προκειμένω, το άρθρο τού ελληνικού συντάγματος του 1911, που καθιέρωνε την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα, ξαναμεταφράζεται από τα Γαλλικά στη Νεοελληνική (σ. 60) με αποτέλεσμα να ακυρώνεται το περιεχόμενό του (που όριζε ως επίσημο τον γλωσσικό τύπο στον οποίο ήταν γραμμένο). Το ευρέως γνωστό έργο τού Ντεκάρτ Λόγος περί της μεθόδου (1637) μεταφέρεται αδέξια ως Πραγματεία σε σχέση με τη μέθοδο (σ. 164), η δε Εξουσιοδοτημένη Μετάφραση της Βίβλου (αγγλ. Authorised Version ή King James’ Version) αποδόθηκε αδόκιμα Εγκεκριμένη εκδοχή τής Βίβλου (σ. 540, 545).

Η κακή κρίση αποφέρει τους χειρότερους καρπούς της στην ενότητα της βιβλιογραφίας και των σημειώσεων (σ. 591-631). Αντί να ευθυγραμμιστεί προς την καθιερωμένη τακτική και να παραθέτει τα ονόματα και τους βιβλιογραφικούς τίτλους όπως είναι στο πρωτότυπο, το ελληνικό κείμενο αποπειράται αφ’ ενός μεν να μεταφράσει τους τίτλους στα Ελληνικά (μόνο όμως όταν είναι στα Γαλλικά ή στα Αγγλικά), αφ’ ετέρου δε να μεταγράψει τα ονόματα στα Ελληνικά.

Λυπούμαι που πρέπει να σημειώσω ότι αυτή η απόφαση ήταν καταστροφική για την ποιότητα του βιβλίου. Όταν μεταφράζονται οι τίτλοι και μεταγράφονται τα ονόματα, ο αναγνώστης χάνει τη δυνατότητα να αναζητήσει τα σχετικά βιβλία ή άρθρα, αφού δεν μπορεί πάντοτε να ξέρει ποια είναι η αρχική μορφή τους, ποιος είναι ο αυθεντικός τους τίτλος και σε ποια γλώσσα γράφτηκαν. Δυστυχώς, η επιπόλαιη αυτή κίνηση είχε ως πρόσθετο αποτέλεσμα να παραμορφώνονται τα ονόματα διαφόρων επιστημόνων. Λόγου χάριν, ο Γάλλος Jean Haudry μεταγράφηκε Χωντρύ, ο γνωστός γλωσσολόγος Claude Hagège αποκαλείται Χάγκεκ και Χάγκεζκ (αντί Αζέζ) και ο Guy Jucqois απαντά ως Γκάι και Γκουί Ζουκουά. Μόνο προχειρότητα μαρτυρεί η αλλοίωση του ονόματος του Γερμανού λεξικογράφου Walter von Wartburg (που μεταγράφηκε Γουάρτμπουργκ αντί Βάρτμπουργκ), του Ιταλού λεξικογράφου Zolli (που μεταγράφηκε Ζογί αντί Τζόλι), με αποκορύφωμα το επώνυμο του ίδιου του συζύγου τής συγγραφέως, ο οποίος παρουσιάζεται αίφνης να ονομάζεται Ζεράρντ Γουώλτερ!

Το χειρότερο είναι ότι για βιβλία που η συγγραφέας συμβουλεύτηκε στα Ελληνικά —και το σημειώνει ρητά— η μεταφράστρια επιλέγει να ξαναμεταφράσει τους τίτλους από τα Γαλλικά κάνοντας τα αγνώριστα, όπως συμβαίνει με βιβλία των Γ. Μπαμπινιώτη (σημ. 57), Ν. Κοντοσόπουλου (σημ. 31) και Α. Χαραλαμπόπουλου (σημ. 75), ενώ παραβλέπει το γεγονός ότι για ορισμένα υπάρχουν δόκιμες ελληνικές μεταφράσεις (όπως για τα βιβλία των J. Haudry, A. Mirambel και R. Browning). Με στενοχωρεί να υποσημειώσω ότι η απόδοση του γαλλ. Actes ως «Πράξεις» αντί «Πρακτικά» (συνεδρίου) ή η διατήρηση αβλεψιών τού πρωτοτύπου, όπως ότι η πτώση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έλαβε χώρα το 1450 (αντί το 1453), επιμαρτυρούν πως η μετάφραση άξιζε περισσότερη προσοχή.

Σταματώ εδώ. Θα ήθελα από καρδιάς η κ. Βαλτέρ, που παρουσίασε προσωπικά τη μετάφραση του βιβλίου της, να μπορεί να αποβλέπει στην ελληνική έκδοση με ασφάλεια και υπερηφάνεια. Συλλογίζομαι ότι οι γραμματείς των ιερών εβραϊκών Γραφών κατέληγαν να μετρούν, όχι μόνο τις λέξεις που αντέγραφαν, αλλά και τα γράμματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι δεν παρέλειψαν τίποτε. Από την κρινόμενη μετάφραση δεν προσδοκούσα τέτοια σχολαστικότητα. Θα ήθελα απλώς να αποδίδει με αξιοπιστία το πρωτότυπο. Εξάλλου, από τον μεταφραστή το μόνο που ζητείται είναι να αποδειχθεί πιστός.


Σημείωση: Το βιβλιοκριτικό αυτό άρθρο γράφτηκε αρχικά για ένα λογοτεχνικό περιοδικό, του οποίου η έκδοση δυστυχώς δεν ευοδώθηκε. Αν και δεν είναι πια επίκαιρο, σκέφτηκα ότι, παρά να απομείνει ξεχασμένο, δεν θα ήταν ίσως άτοπο να αναρτηθεί εδώ. Ευχαριστώ.

22/5/09

Από το σημειωματάριο ενός συνεδρίου

Η εφετινή 30ή ετήσια συνάντηση γλωσσολογίας που οργάνωσε στις 2-3 Μαΐου ο Τομέας Γλωσσολογίας τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπήρξε συνέδριο υψηλής ποιότητας, που νομίζω ότι αποζημίωσε όσους το παρακολουθήσαμε. Η συμπλήρωση πενήντα ετών από τον θάνατο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, στον οποίο ήταν αφιερωμένες όλες οι θεματικές ενότητες, έδωσε την ευκαιρία να ανασκοπηθεί η θεμελιώδης συμβολή του στη νεοελληνική γλωσσική εκπαίδευση.

Ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε γλωσσολόγος με εξαιρετική κατάρτιση. Ως εκ τούτου, αναγνώριζε τους περιορισμούς του και ήξερε ότι η επιστήμη θα εξακολουθούσε να προοδεύει έπειτα από αυτόν. Στο συνέδριο εξετάστηκαν διάφορες πτυχές τού έργου του υπό το φως των νεότερων ερευνών και με τη σοφία που προσφέρει η χρονική απόσταση. Εντούτοις, η συχνή επιστροφή στα κείμενα, στις επιστολές και στα βιβλία του θα προσφέρει πάντοτε, ιδιαίτερα στους νεότερους επιστήμονες, την ευκαιρία να εξακριβώσουν πόσο προσέθεσε στη συγκρότηση του μεγάλου αυτού δασκάλου η ηθική ακεραιότητα και η αρετή.

Κάθε συνέδριο συγκεντρώνει επίσης, εκτός από ιδέες, ανθρώπους. Παρατήρησα με ιδιαίτερη εκτίμηση το ενδιαφέρον και την ενεργό παρουσία φοιτητών και άλλων συναδέλφων, οι οποίοι ήταν εκεί για να παρουσιάσουν τμήματα της εργασίας τους σε προφορική ή ανηρτημένη ανακοίνωση.

Με ρωτούν μερικές φορές τι θυμούμαι από ένα συνέδριο. Ίσως η αναμενόμενη απάντηση να σχετιζόταν με την ομιλία κάποιου διαπρεπούς συναδέλφου ή με κάτι καινούργιο που ήλθε στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια των συνεδριών. Αν και αυτά έχουν την αυθυπονόητη σημασία τους, έχω τη γνώμη ότι ο έλεγχος της μνήμης πρέπει να γίνεται προτού ανοίξουμε το σημειώματάριό μας. Με αυτή τη βάση χαίρομαι που μπορώ να θυμηθώ τη ζωηρή εντύπωση μερικών ευγενικών προσώπων (μεταπτυχιακών φοιτητών, υποψηφίων διδακτόρων εδώ και στο εξωτερικό), που έδειξαν ότι ξέρουν να συζητούν, να ακούν, να ρωτούν και να μαθαίνουν.

Στις δυσάρεστες εκπλήξεις τού συνεδρίου ανήκε η γνωστή ατυχής πρυτανική προσφώνηση, η οποία περιελάμβανε την παρετυμολογική ερμηνεία τού ρήματος κυβερνώ, που ο ομιλητής ανήγαγε στις λέξεις κύβη «κεφάλι», έρως και, αν δεν τον διέκοπτε ο καθηγητής κ. Σετάτος, είμαι βέβαιος ότι θα προσέθετε τη λέξη νους. Ως μέλος τού ακροατηρίου λυπήθηκα βαθιά από την ανταπάντηση του ομιλητή, ότι η ερμηνεία του αποτελούσε «κατατεθειμένη γνώση» και όχι απλώς προσωπική του άποψη. Με στενοχώρησε ο εσωτερικός ειρμός αυτού του συλλογισμού, ότι αν αντλήσουμε γνώση από οπουδήποτε, μπορούμε στη συνέχεια να την τυλίξουμε αβίαστα με το περικάλυμμα της επιστημοσύνης. Και ήθελα να προσθέσω ακόμη αυτό: Οι γνώσεις που αντλούνται από συγγράμματα ή άρθρα γλωσσικής μυθολογίας εξυψώνουν μόνο την απερισκεψία. Όταν κάποιος αναζητήσει σε αυτές στήριγμα, τότε διαπιστώνει πως ο λογαριασμός ήταν κενός και ό,τι είχε κατατεθεί σε αυτόν έμεινε χωρίς αντίκρισμα.

Ενεργό ρόλο στην απόκρουση των κίβδηλων γνώσεων θα κληθεί να παίξει ο ιδρυόμενος, έπειτα από αρκετά χρόνια προσπαθειών, Διεθνής Σύλλογος Ελληνικής Γλωσσολογίας. Πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο επιστημονικό σωματείο που θα εκπροσωπεί τη γλωσσολογική κοινότητα στην Ελλάδα. Στο συνέδριο παρουσιάστηκε προσχέδιο του καταστατικού του και ελπίζεται ότι η σύστασή του δεν θα καθυστερήσει πολύ. Η ύπαρξη του σωματείου ίσως παρακινήσει τον Τύπο και τα μέσα επικοινωνίας να ζητούν τη γνώμη τής γλωσσολογικής κοινότητας αντί να δημοσιεύουν άκριτα και χωρίς έλεγχο κάθε γοητευτικό μύθευμα.

Σε αυτό το συνέδριο παρουσίασα την ανακοίνωση Όψεις τού μεσοπαθητικού παρατατικού, που ετοιμάστηκε σε συνεργασία με τη συνάδελφο Γεωργία Κατσούδα. Ευχαριστώ θερμά τους αγαπητούς φίλους για αυθόρμητα σχόλια ή επί μέρους παρατηρήσεις στο κείμενο που στάθηκε αφορμή τής ανακοίνωσης και μας βοήθησαν να εξετάσουμε το θέμα συστηματικότερα και πληρέστερα, προκειμένου να παρουσιαστεί στην επιστημονική κοινότητα.


Θα σχολιάσω τώρα εν συντομία μερικά κύρια σημεία τού συνεδρίου, που παρουσιάστηκαν είτε σε προφορικές είτε σε ανηρτημένες ανακοινώσεις. Η πλήρης μορφή τους θα δημοσιευτεί στις προσεχείς Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, που μέλλουν να εκδοθούν ώς την άνοιξη του 2010.

Ο καθηγητής Χριστόφορος Χαραλαμπάκης παρουσίασε στην εναρκτήρια ομιλία με περιεκτικό και ευσύνοπτο τρόπο το έργο τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Εκτός από τη γνωστή συμβολή του στη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε πρωτοπόρος και σε τομείς εν πολλοίς ακαλλιέργητους τότε στην Ελλάδα, όπως οι ειδικές-συνθηματικές γλώσσες, η διδακτική τής γλώσσας, ακόμη και η ψυχανάλυση (είναι από τους πρώτους που γράφουν για τον Φρόιντ). Ο ομιλητής εξήρε στοιχεία τού χαρακτήρα τού δασκάλου, ο οποίος προσείλκυε στον κύκλο του νέους επιστήμονες, συγγραφείς και παιδαγωγούς, που αναζητούσαν τη συντροφιά και τις συμβουλές του. Υπήρξε προσιτός και ταπεινός μέχρι τέλους τής ζωής του.

Μια από τις ξεχωριστές περιστάσεις ήταν η ομιλία τού καθηγητή Σωφρόνη Χατζησαββίδη, ο οποίος παρουσίασε τη νέα εγκεκριμένη Γραμματική τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας για το γυμνάσιο (Σ. Χατζησαββίδης & Α. Χατζησαββίδου, Γραμματική Νέας Ελληνικής γλώσσας. Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου, Αθήνα 2009· το κείμενο της Γραμματικής είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου). Εφόσον πρόκειται για διδακτικό εγχειρίδιο, αξίζει προσεκτική μελέτη, την οποία επιφυλάσσομαι να γράψω σε ευθετότερο χρόνο ως βιβλιοκριτική.

Η νέα Γραμματική είχε επωμιστεί το φορτίο να αντικαταστήσει την πεπαλαιωμένη πια Μικρή Σχολική Γραμματική (την αναπροσαρμογή τής Γραμματικής Τριανταφυλλίδη), αλλά οι συγγραφείς δεσμεύονταν επίσης από την προκήρυξη του διαγωνισμού τού 2003, η οποία ρητά όριζε ότι το νέο εγχειρίδιο έπρεπε να βασίζεται στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη. Η συγκεκριμένη δέσμευση περιόριζε, όπως είναι φυσικό, τα περιθώρια της συγγραφικής ομάδας και δεν τους επέτρεψε να εφαρμόσουν όλα όσα πίστευαν. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι σωστό να επικρίνουμε τη νέα Γραμματική, επειδή δεν ακολούθησε κάποιο σύγχρονο πρότυπο γλωσσοεκπαιδευτικής περιγραφής (θα προτιμούσα π.χ. τη συστημική ή τη δομολειτουργική προσέγγιση ή ακόμη το γνωσιακό πρότυπο στον τομέα τής σημασιολογίας), όταν η προκήρυξη απέκλειε αυτές τις διεξόδους. Η κριτική που θα αγνοήσει αυτόν τον θεμελιώδη παράγοντα κινδυνεύει να ακυρώσει το περιεχόμενό της.

Χωρίς να επεκταθώ, νιώθω υποχρεωμένος να επιστήσω την προσοχή σε ορισμένα θετικά στοιχεία τού νέου εγχειριδίου. Πρώτη φορά σε εγκεκριμένη σχολική γραμματική υπάρχει εκτενής ενότητα για τη σύνταξη (η οποία μέχρι τώρα διδασκόταν χωριστά) και μικρότερες ενότητες για την πραγματολογία και την κειμενογλωσσολογία. Επιτέλους εισάγεται στη σχολική τάξη η θεμελιώδης έννοια του φωνήματος και δίδονται στον μαθητή νύξεις στοιχειώδους φωνητικής. Ακόμη ρυθμίζεται με λογικότερο τρόπο ο κανόνας τού τελικού -ν προς την κατεύθυνση της διατήρησής του στο άρθρο τον σε όλες τις περιπτώσεις (υπακούοντας και στη σύγχρονη τάση, όπως τόνισε ο ίδιος ο συγγραφέας). Θεωρώ επίσης σημαντικό ότι περιέχονται χρηστικά σχόλια με αναφορά στα επίπεδα ύφους (τυπικό, οικείο, ουδέτερο). Δεν με βρίσκουν σύμφωνο όλες οι επιλογές των συγγραφέων (π.χ. η μορφολογική κατάταξη των ονομάτων δεν είναι η οικονομικότερη, η διδασκαλία τής ρηματικής μορφολογίας δεν έχει επωφεληθεί όσο θα έπρεπε από τις νεότερες ταξινομήσεις, η δε παρουσίαση του σημασιολογικού τομέα, ιδίως των μεταβολών, είναι επιδερμική ή απλώς υπαινικτική), αλλά διέκρινα με ευχαρίστηση ότι οι αποφάσεις τους (ακόμη και όσες δεν κρίνω εύστοχες) δεν ελήφθησαν άκοπα και εσπευσμένα. Τα σχόλια αυτά είναι, καθώς πιστεύω, αναγκαία αφετηρία για να αντιμετωπιστεί η νέα σχολική Γραμματική με δίκαιο τρόπο.

Ο αγαπητός συνάδελφος Σπύρος Μοσχονάς ανέλυσε εύστοχα ένα αφηγηματικό σχήμα που χαρακτήρισε το έργο τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη και καθόρισε εν πολλοίς την ιδεολογική κατεύθυνση των κειμένων του. Επρόκειτο για το ζήτημα της γλωσσικής πολιτικής τού δημοτικισμού, την οποία ο Τριανταφυλλίδης προσπάθησε να αποχωρίσει από την ιδεολογική φόρτιση, ώστε να διευκολύνει τη διάδοση της νέας γλώσσας ως κοινής.

Ο Νίκος Παντελίδης, από τους κατ’ εξοχήν ειδικούς μελετητές τής διαχρονικής διαλεκτολογίας, παρουσίασε μαρτυρίες για την εξέλιξη των νεοελληνικών ιδιωμάτων τής Πελοποννήσου. Μερικές φορές τα συγκεκριμένα ιδιώματα τείνουν να παραβλέπονται, επειδή η ιστορία τους συγχωνεύεται με την εξέλιξη της Κοινής, αλλά το γεγονός ότι το πρώτο γραπτό τους κείμενο είναι το Χρονικόν τού Μορέως θα πρέπει να μας καταστήσει προσεκτικότερους. Μου δίνεται εδώ η ευκαιρία να τονίσω πόσο μεγάλο βιβλιογραφικό κενό θα καλύψει ο αναμενόμενος τόμος Οι νεοελληνικές διάλεκτοι, τον οποίο ετοιμάζει το Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη υπό την επίβλεψη του καθηγητή Χρήστου Τζιτζιλή.

Ενδιαφέρουσα ήταν η ανακοίνωση του καθηγητή Μιχάλη Σετάτου σχετικά με τους αποκαλούμενους «κρυφούς κανόνες» στη Νεοελληνική Κοινή, δηλ. λειτουργίες φαινομενικώς ασύνδετες ή ανεξάρτητες από το σύστημα, αν και το υλικό που παρουσιάστηκε δεν δικαιολογούσε ακριβώς αυτόν τον χαρακτηρισμό. Επί παραδείγματι, ο σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών δεν υπακούει σε κανόνες σκοτεινούς και δυσδιάκριτους, αλλά παρουσιάζεται ως σύνολο επιλογών που τίθενται ενώπιον των ομιλητων και υπαγορεύονται από το ύφος τού λόγου (επίσημο ή οικείο) και από την κλιτική κατηγορία τού ονόματος.

Ετυμολογικό περιεχόμενο είχε η ανακοίνωση του συναδέλφου Δώρου Κυριαζή, ο οποίος επιχείρησε να μελετήσει τουρκικά δάνεια στη Νέα Ελληνική και στην Αλβανική. Η βαθιά του γνώση των εν λόγω γλωσσών τού επέτρεψε να διατυπώσει λεξικογραφικές παρατηρήσεις σχετικά με τη σημασιολογική συμπεριφορά των δανείων στην αποδέκτρια γλώσσα.

Δεν συμφωνώ με την πρότασή του για την ετυμολογική αρχή τής λέξης τσουτσέκι, που τα λεξικά ανάγουν στο τουρκ. çiçek «λουλούδι» (με ειρωνική χρήση). Ο ομιλητής πρότεινε συμφυρμό των τουρκικών çiçek «λουλούδι» και köçek «νεαρός χορευτής που κάνει άσεμνες κινήσεις», αφ’ ενός μεν για να δικαιολογήσει το ν.ελλ. -ου-, αφ’ ετέρου δε για να εξηγήσει τον μειωτικό χαρακτήρα τής ελληνικής λέξης. Ωστόσο, όπως έχω γράψει αλλού, ο συμφυρμός δεν λειτουργεί έτσι. Το προϊόν του θα έπρεπε να είχε εμφανιστεί πρώτα στη δότρια γλώσσα ή τουλάχιστον και τα δύο συστατικά του μέρη να είχαν αφήσει ίχνη στην αποδέκτρια γλώσσα. Επιπλέον, η τροπή /i/ > /u/ κοντά στο προστριβές /ts/ είναι κανονική στη Νέα Ελληνική, π.χ. κυλώ > τσουλώ. Συνεπώς, ο αγαπητός συνάδελφος θα μου επιτρέψει να εμμείνω στην απλούστερη πρόταση, την οποία υιοθετούν μέχρι τώρα τα λεξικά.

Το γεγονός ότι ο δανεισμός λειτουργικών τεμαχίων, όπως τα τέρματα και τα επιθήματα, είναι λιγότερο συνηθισμένος στις γλωσσικές επαφές κατέστησε ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την ανάλυση του συναδέλφου Παναγιώτη Κατσαρού, ο οποίος ανέλυσε τη σημασολογική συμπεριφορά τού υποκοριστικού επιθήματος -ούτσικος, που ανάγεται στο ιταλ. -uccio / -uzzo.

Εξαιρετικά συγκροτημένη ήταν η σταθμισμένη ερευνητική μελέτη που παρουσίασε η καθηγήτρια Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη σχετικά με τη συμβολική αξία των γραμμάτων στην ορθογραφία. Με βάση ποσοτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ορισμένα δάνεια τείνουν να γράφονται με τρόπο που τους αποδίδει, τρόπον τινά, ελληνικότερο χαρακτήρα και συχνά παρετυμολογούνται προς στοιχεία που τα προσεγγίζουν σε ήδη γνωστές λεξιλογικές οικογένειες. Επί παραδείγματι, οι μη ετυμολογικές γραφές πολυθρόνα, συντριβάνι οφείλονται σε παρασύνδεση προς οικειότερες στον ομιλητή λέξεις (π.χ. πολύς, συντρίβω), ενώ οι αδικαιολόγητες γραφές σταύλος, καυγάς έχουν ιδεογραφική αξία, καθώς επιτρέπουν στον ομιλητή να τις κατηγοριοποιήσει σαν ελληνικές. Η έρευνα απέδειξε ότι τέτοιες γραφές είχαν αρκετές φορές παρασύρει το αναγνωστικό κοινό να ταξινομήσει λανθασμένα τις λέξεις, νομίζοντας ότι ανήκουν στο γηγενές λεξιλόγιο.

6/2/09

Στον αρμό τής σύνθεσης

-ρρ- vs -ρ-

Υποθέστε ότι βρίσκεστε στο τραπέζι και ετοιμάζεστε να φάτε το φρούτο σας. Καθώς το παίρνετε στα χέρια, βλέπετε σάπιο κάποιο σημείο του. Τώρα έχετε τρεις επιλογές: Ίσως αποφασίσετε να φάτε ολόκληρο το φρούτο, αδιαφορώντας για το χαλασμένο μέρος του. Ή μπορεί να κρίνετε απαραίτητο να πετάξετε το φρούτο, ανησυχώντας μήπως φάτε κάτι σάπιο. Πιθανόν όμως να νιώθατε αρκετά ασφαλείς αν, αφού αφαιρέσετε το χαλασμένο κομμάτι, φάτε κατόπιν ό,τι έχει απομείνει από το φρούτο.

Όταν μοχθούμε να ορίσουμε ορθογραφική αρχή για κάποιο από τα δύσκολα σημεία τής Νέας Ελληνικής, ίσως χρειαστεί να σταθούμε αντιμέτωποι και με τις τρεις προηγούμενες επιλογές. Οι ορθογραφικοί μεταρρυθμιστές συνήθως θέλγονται στην αρχή από τη γοητεία των δύο πρώτων λύσεων· προτιμούν είτε να αποδεχτούν είτε να απορρίψουν με μία, αν γίνεται, ρηματική διατύπωση όλα τα στοιχεία που επηρεάζονται από τον κανόνα. Εξίσου συχνά, όμως, όσοι καταγίνονται με τις περιπλοκές τής νεοελληνικής ορθογραφίας, αφού πρώτα βηματίσουν λίγο με αμηχανία, αναγκάζονται να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι τα μελετώμενα στοιχεία έχουν ρίζες βαθύτερες από όσο είχαν προηγουμένως υποθέσει και ότι οι αποκλειστικές λύσεις αστοχούν να παρακολουθήσουν την πραγματικότητα. Τελικά φτάνουμε να παραδεχτούμε ότι ο κανόνας θα έχει εφαρμογή μόνον όταν αποβλέψει σε ορθογραφικό σώμα, όχι αν κλειστεί αυτάρεσκα στον εαυτό του.

Στα χρόνια πριν από τη δημοσίευση της Νεοελληνικής Γραμματικής (1941) ο δημόσιος επιστημονικός διάλογος για την ιστορική βάση τής ορθογραφίας είχε αποκτήσει λεπτομερέστερο χαρακτήρα, καθώς δεν περιοριζόταν στη διατύπωση αρχών αλλά απλωνόταν στα καθέκαστα. Από τα πολλά σημεία τριβής μεταξύ των διαφόρων ορθογραφικών κανονισμών και διαγραμμάτων που προτάθηκαν ή εφαρμόστηκαν αξίζει να σταθούμε εδώ σε ένα: τη γραφή τού διπλού -ρρ- όταν βρίσκεται στον αρμό τής σύνθεσης.

Στην αρχαία γλώσσα η γραφή τού αρκτικού -ρ- του β΄ συνθετικού ρυθμίζεται από τον εξής κανόνα: Αν το α΄ συνθετικό λήγει σε βραχύ φωνήεν, το αρκτικό -ρ- διπλασιάζεται λόγω αφομοιώσεων με σιγημένο φθόγγο και με συχνό αποτέλεσμα την άρση των αλλεπαλλήλων βραχειών συλλαβών, π.χ. ἀπο-ρρίπτω, ἰσο-ρροπία, διά-ρροια, κατα-ρράκτης, ἐπί-ρρημα. Η ίδια αρχή ισχύει στα σύνθετα με ἀ- στερητικό, όπου ο διπλασιασμός τού -ρ- ενίοτε οφείλεται σε αφομοίωση φθόγγου που έχει πλέον σιγηθεί, π.χ. ἄρρητος < *ἄ-Fρη-τος, ἄρρηκτος < *ἄ-Fρᾱκ-τος.

Εφόσον οι όροι που υπαγόρευσαν τον διπλασιασμό δεν έχουν λειτουργική ισχύ στη Νέα Ελληνική, αλλά μας βοηθούν μόνο να εξηγήσουμε την παρουσία του, είναι αναγκαίο να εξακριβώσουμε μέχρι ποιου σημείου θα ζητήσουμε από τον αρχαίο κανόνα να χρησιμεύσει ως κριτήριο στην ορθογραφία μας.

Παρακαλώ τώρα τον αναγνώστη να φέρει πάλι στον νου του το αρχικό παράδειγμα. Είναι ίσως απροσδόκητα εντυπωσιακό, αλλά η ιστορία τής γλώσσας καταδεικνύει ότι οι μελετητές συνήθως πειραματίζονται και με τις τρεις λύσεις, που θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να ξαναθυμηθούμε.


Κατ’ αρχάς, αν απορείτε ότι κάποιοι θα πρότειναν να φάμε ολόκληρο το φρούτο, αδιαφορώντας για το χαλασμένο του τμήμα, ίσως πρέπει να εξετάσετε τη ριζική λύση που εισηγήθηκε η Ακαδημία Αθηνών στο ορθογραφικό της διάγραμμα το 1930:

«Αἱ ἐκ τοῦ ρ ἀρχόμεναι λέξεις διπλασιάζουν τοῦτο ἐν συνθέσει, προηγουμένου βραχέος φωνήεντος: ἀσπρόρρουχο, ἐμπορορράφτης».

Κατά την εισήγηση της Ακαδημίας, που εφαρμόστηκε σε μερικούς τόμους τού ημιτελούς Ιστορικού Λεξικού, ο αρχαίος κανόνας ρυθμίζει καθ’ ολοκληρίαν τη νεότερη σύνθεση. Στο σκεπτικό, όμως, υπόκειται ένα θεμελιώδες σφάλμα:

Αν μείνουμε αγκιστρωμένοι στον αρχαίο κανόνα, τότε τον καλούμε να κανονίσει σύνθετα που ποτέ δεν γράφτηκαν έτσι και δεν σχηματίστηκαν με βάση αρχαία ή λόγια πρότυπα. Η εισήγηση να γράφουμε συχνορρωτώ, ψευτορρομαντισμός, μονορρούφι, μισορραγισμένος, ξενορράβω κτλ. δεν διακρίνεται από γλωσσικό ρεαλισμό.


Η άλλη ριζική λύση θα ήταν να πετάξουμε ολόκληρο το φρούτο. Πράγματι, ορισμένοι αθέτησαν χωρίς δισταγμό τον αρχαίο κανόνα και, αντί να χαθούν σε λεπτομέρειες, προτίμησαν να απλογραφήσουν κάθε -ρ- που απαντά σε όριο μορφημάτων.

Στη Νεοελληνική Γραμματική τού Αγ. Τσοπανάκη (1994), επί παραδείγματι, συναντούμε γραφές όπως άρωστος, αιμοραγία, μεταρηματικός (χωρίς όμως αυστηρή συνέπεια), που αποτελούν δυσάρεστο ξάφνιασμα για τον αναγνώστη και ανάγκασαν τον Εμμ. Κριαρά να τις επικρίνει απερίφραστα (Θητεία στη γλώσσα, Αθήνα 1998, σ. 199). Η υιοθέτηση της πρότασης αυτής θα μας υποχρέωνε, δίχως άλλο, να γράφουμε π.χ. σύραξη, αρυθμία, απόρητος, διαρήκτης, επιρεπής, συρέω, διαροή, αντίρηση και παρόμοια, προκαλώντας επιπλέον σύγχυση στον αναγνώστη ή μαθητή που βλέπει διαφορετική τη γραφή των ίδιων λέξεων στα αρχαία και λόγια κείμενα. Η εισήγηση αυτή δεν διακρίνεται από γλωσσικό ρεαλισμό.


Στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις διακρίνουμε ότι η αλύγιστη εφαρμογή ενός κανόνα με στόχο την απόλυτη συνέπεια δεν έχει αντίκρισμα στη γλωσσική πράξη. Αντί να απαντά στις διδακτικές ανάγκες, η στάση αυτή αποβλέπει μόνο στον εαυτό της. Η ορθογραφική σύμβαση, όμως, δεν είναι η περιστερά τού Νώε, για να την αφήσουμε ελεύθερη να σταθεί οπουδήποτε και να επικαθίσει σε κάθε εφικτό στόχο. Είναι ίσως χρησιμότερο να αναρωτηθούμε μήπως υπάρχει κάποιο σύστημα λιγότερο τέλειο ή ιδανικό, το οποίο όμως καθρεφτίζει ακριβέστερα την ενότητα της γραφής και σφυγμομετρεί την πραγματικότητα χωρίς να ακκίζεται συνομιλώντας με το είδωλό του στον καθρέφτη.

Ο αναγνώστης μου έχει ίσως ήδη αρχίσει να βρίσκει ελκυστικότερη την τρίτη λύση. Πιθανώς μπορούμε να δείξουμε σύνεση και να φάμε το φρούτο, αφού πρώτα αφαιρέσουμε το χαλασμένο μέρος του. Φυσικά, αυτή η διέξοδος είναι δυσκολότερη· απαιτείται να μεταχειριστούμε επιδέξια το μαχαίρι και να κόψουμε σωστά. Πού όμως θα κάνουμε την τομή;

Είναι ευτύχημα ότι η αξία αυτής της δυσχερέστερης μεθόδου αναγνωρίστηκε νωρίς στον ορθογραφικό διάλογο. Ο Τριανταφυλλίδης στη μνημειώδη μελέτη του Η ορθογραφία μας (1913) θεσπίζει τον εξής απλό κανόνα: «Μὲ διπλὸ ρ γράφονται ὅσες λέξεις, ἁπλὲς ἢ σύνθετες, κληρονομήθηκαν ἔτσι ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα: θάρρος, ἄρρωστος, αἱμορραγία, ἰσορροπία, σύρραξη. Μὲ ἁπλὸ ρ γράφονται (…) ὅλα τὰ νεωτερικὰ σύνθετα: ἀρχιραβίνος, ἀσπρόρουχα, γλυκορουφῶ, μισοραγισμένος…» Τον κανόνα υιοθέτησε, αν και χωρίς να ομολογεί την πατρότητά του, η Ακαδημία σε αναθεωρημένο ορθογραφικό της διάγραμμα το 1933 και περιλαμβάνεται στη Νεοελληνική Γραμματική, αποτελώντας έτσι διδακτικό στόχο.

Ενώ η γενική αυτή κατεύθυνση φαίνεται να λύνει το βασικό μας πρόβλημα, παρακαλώ τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει το καίριο μειονέκτημά της:

Αν μόνο οι αρχαίες και ελληνιστικές λέξεις διατηρούν το διπλό -ρρ-, τότε μετακυλίουμε στον γραφέα και στον μαθητή ή σπουδαστή τής γλώσσας την ευθύνη να ξεχωρίζει τις λέξεις αυτές από τις νεόπλαστες, να κατέχει δηλαδή στοιχεία βιογραφικά των λέξεων. Θα έπρεπε να γράφει ομόρρυθμος (αρχ.) αλλά ταχύρυθμος (νεότ.), απόρρητος, απορρίπτω, απορρυπαίνω, αντίρρηση (αρχ.) αλλά απορυπαντικό, αντιρυπαντικός (νεότ.), διαρρυθμίζω, μεταρρυθμίζω (αρχ.) αλλά απορυθμίζω (νεότ.) και παρόμοια.

Αν αποσκοπούμε σε κανόνα που θα είναι facilis victu, δεν είναι συνετό να προσθέτουμε παραμέτρους που πειραματίζονται με το επίπεδο ειδικών γλωσσικών γνώσεων των ομιλητών. Παραδείγματος χάριν, αν περιορίσουμε το διπλό -ρρ- εκεί όπου υπάρχει στερητικό α- (π.χ. άρρωστος, άρρητος) και στα σύνθετα όπου σημειώνεται αφομοίωση συμφώνου (π.χ. έρρινος, συρραφή), απαιτούμε από τον γραφέα να προχωρεί σε μορφολογική ανάλυση της δομής των συνθέτων καταλήγοντας ενίοτε σε παράλογα αποτελέσματα, π.χ. σύρριζα, συρροή, αλλά ομόριζα, διαροή, επιροή, καταροή και παρόμοια.

Το συμπέρασμά μου, αν κατορθώνω επιτυχώς να το διατυπώσω, είναι ότι και οι σοφότερες λύσεις χρειάζονται την εξασφάλιση αντικειμενικών δεδομένων που να υπακούουν στη λογική και στη συνέπεια. Το μόνο κριτήριο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως γνώμονας, έστω και αν αναγκαστούμε να κοπιάσουμε για να το περιγράψουμε, πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη διπλή παράδοση της Νέας Ελληνικής, συνεπώς στον χαρακτηρισμό τής σύνθετης λέξης ως λόγιας ή μη, πράγμα που έχει ως επί το πλείστον ακολουθηθεί στη νεοελληνική λεξικογραφία. (Λεπτομέρειες του σκεπτικού μνημονεύει ο Γ. Παπαναστασίου στο ισορροπημένο και εξαιρετικά χρήσιμο βιβλίο του Νεοελληνική Ορθογραφία, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 353-4). Με αυτή τη λογική βάση ο κανόνας αναδιατυπώνεται ως εξής:

«Γράφονται με δύο -ρρ- οι σύνθετες λέξεις που αποτελούν αρχαία κληρονομιά, καθώς και τα νεότερα λόγια σύνθετα».

Η αρχή αυτή, ωστόσο, απαιτεί, αν δεν θέλουμε να την παραδώσουμε δέσμια στην ασάφεια, να ορίσουμε μερικές προϋποθέσεις που να καθιστούν ασφαλέστερη την κρίση μας, όχι μόνον επί της αρχής αλλά και στις λεπτομέρειες. Ενώ για τα αρχαία σύνθετα η κατεύθυνση είναι σαφής, ο όρος λόγια σύνθετα πρέπει να νοηθεί ότι αφορά στην προέλευση και στον σχηματισμό, όχι στη σημερινή χρήση. Ας προσπαθήσουμε τώρα να συγκεντρώσουμε εν συντομία λίγα επιπρόσθετα στοιχεία που θα δώσουν στον αναθεωρημένο κανόνα λογικό ειρμό και προγραμματική επάρκεια:

(1) Γράφονται με διπλό -ρρ- μόνο τα λόγια γηγενή σύνθετα (αγγλ. native learned compounds) και, ως εκ τούτου, απλογραφούνται όλα εκείνα που περιέχουν στα συστατικά τους ξένη λέξη ως α΄ ή β΄ συνθετικό: ασπρόρουχα (ρούχο, σλαβ. λέξη), αφισορύπανση (αφίσα, γαλλ. λέξη), αρχιραββίνος, αντιρατσιστικός, ελληνορωμαϊκός, ελληνορωσικός κ.ά.

(2) Τα λόγια σύνθετα συχνά περιέχουν δεσμευμένα μορφήματα που δεν απαντούν αυτοτελώς στη Νέα Ελληνική. Επιπλέον, αρκετές φορές διασώζουν τον αρχαίο τύπο μιας λέξης που έχει μεταπλαστεί. Παραδείγματα: ημί-ρρευστος, ομό-ρριζος, έ-ρρινος, ωο-ρρηξία, ομό-ρροπος, εμμηνό-ρροια – απο-ρρίπτω, κατα-ρρίπτω (απέρριψα, κατέρριπτα), αλλά ρίχνω, έριξα, ανα-ριχτός – συρράπτω (συνέρραψα), αλλά ράβω, έραβα, έραψα, εμπορο-ράφτης.

(3) Αν ο κανόνας μας πρόκειται να είναι συγκροτημένος, χρωστούμε τότε να αντιμετωπίζουμε συνολικά τα συστήματα λέξεων και να χειριζόμαστε ομοιοτρόπως τις λεξιλογικές οικογένειες. Εφόσον τα αρχαία σύνθετα διατηρούν τη γραφή τους, συμμορφώνουμε με αυτά όσα λόγια σύνθετα βασίστηκαν στο ίδιο πρότυπο. Παραδείγματα:

ομόρρυθμος, μεταρρυθμίζω, αρρυθμία, πράγμα που επηρεάζει τα νεότερα ταχύρρυθμος, ετερόρρυθμος, απορρυθμίζω κ.ά.
απορρυπαντικό, πράγμα που επηρεάζει τα λόγια σύνθετα αντιρρυπαντικός, ηχορρύπανση (αλλά αφισορύπανση, όπως δείξαμε στο κριτήριο 1)
ανάρρωση, επίρρωση, οπότε και αναρρώνω (παρ’ ότι μεταπλασμένο)
συρρέω, καταρρέω, διαρρέω και επομένως συνέρρευσα, κατέρρευσα, διέρρευσα πράγμα που επηρεάζει το απλό ρέω, έρρεα, έρρευσα, για να μη διασπάται η λεξιλογική οικογένεια.

Οι λίγες αυτές αρχές προφανώς δεν επιλύουν όλα τα ζητήματα ούτε απαλλάσσουν τον αναγνώστη από την ανάγκη να συμβουλεύεται τα λεξικά για την προέλευση ή τη σύσταση μερικών συνθέτων. Αν οι διέξοδοι φαίνονται ίσως αδιαφανείς και σχεδόν πάντοτε μη ριζικές, είναι προφανώς επειδή η σύσταση της γλώσσας είναι πολυμερέστερη από όσο μπορεί να περιγράψει ο κανόνας. Εξάλλου η ορθογραφική σύμβαση δεν καλείται να κυβερνήσει, όπως έγραψε ο ποιητής, in clauso ventorum carcere, αλλά στο ανοιχτό πέλαγος της γλώσσας.