yet there is method in it
Shakespeare
Στο διάλειμμα ενός γλωσσολογικού συνεδρίου παρακολουθούσα από κάποια απόσταση μια συζήτηση του δημάρχου τής φιλοξενούσας πόλης, ο οποίος είχε προσκληθεί να χαιρετίσει το συνέδριο. Κάποιος από τους ακροατές, γνώστης μάλλον της τοπικής πραγματικότητας, ρωτούσε τον δήμαρχο γιατί δεν είχε τοποθετήσει σε κεντρικό δρόμο προειδοποιητικά σήματα για τις λακκούβες που τόσα χρόνια ταλαιπωρούσαν τους ντόπιους νησιώτες και τους επισκέπτες. Θυμούμαι το συγκαταβατικό χαμόγελο του δημάρχου. «Δεν το βρίσκω καλή ιδέα», είπε. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο τού συνομιλητή του. «Αν βάλω πινακίδες, είναι σαν να παραδέχομαι ότι ο δρόμος δεν θα επισκευαστεί και ότι οι λακκούβες είναι (κοντοστάθηκε) κατά κάποιον τρόπο μόνιμες…»
Από κάποια λοξοδρόμηση του νου σκέφτηκα πόσο διαφορετική θα ήταν πιθανώς η απάντηση αν ο λόγος γινόταν, όχι για λακκούβες, αλλά για σκοπέλους ή υφάλους που μπορεί να συναντήσει ένα πλοίο στην πορεία του. Εκεί αμέσως αναγνωρίζουμε ότι, αν και θα προτιμούσαμε να μην υπάρχουν, δεν μπορούμε ωστόσο να αγνοήσουμε την παρουσία τους· το επιτάσσει η ασφάλεια του πλου. Εφόσον ο συλλογισμός μας φτάσει μέχρι εδώ, αβίαστα συμπεραίνουμε ότι η ασφάλεια είναι διακύβευμα ανώτερο από την προσωρινότητα ή μονιμότητα των εμποδίων. Ευθύς η κρίση μας γίνεται πιο ξεκάθαρη.
Ας μεταφέρουμε τώρα το παράδειγμά μας στη νεοελληνική γραμματική. Η σύνταξή της έχει συναντήσει, όπως καλά γνωρίζουμε, παγίδες ή εμπόδια που εξελέγχουν την ευθυκρισία τού γλωσσολόγου. Αντί να αποσιωπήσει τους υπαρκτούς σκοπέλους, επειδή φρονεί ότι δεν ταιριάζουν στο σύστημα ή ότι αντιβαίνουν στο κανονιστικό του περίγραμμα, ο επιστήμονας καλείται να τους χαρτογραφήσει και να τους ερμηνεύσει. Προφανώς η περιγραφική επάρκεια έχει αντικειμενική αξία που βαρύνει περισσότερο από τη δικαιολόγηση του συστήματος.
Παρακαλώ τώρα να μου συγχωρηθεί ο εμφατικός τόνος, αν παρατηρήσω πιο συγκεκριμένα: Οι συντάκτες τής Νεοελληνικής Γραμματικής (ή κρατικής / σχολικής γραμματικής, 1941) με πρωτουργό τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη χειρίστηκαν με σύνεση τους περισσότερους σκοπέλους τής υπό διαμόρφωση τότε Νέας Ελληνικής. Η γλώσσα τής εποχής τους χαρακτηριζόταν από ρευστότητα που δεν μπορεί να συγκριθεί με τις λίγες ακαταστάλαχτες ζώνες τής σημερινής κοινής. Ωστόσο, επειδή η γραμματική διακρίνεται επίσης από ό,τι παραλείπει, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπήρξαν λίγα σημεία που προκάλεσαν τέτοια αμηχανία, ώστε οι συντάκτες δεν ήξεραν πώς να τα σηματοδοτήσουν ή να τα αντιμετωπίσουν.
Παραδείγματος χάριν, αναφερόμενος στα πολυάριθμα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα της Νέας Ελληνικής (π.χ. συνεχής, προφανής, διαρκής, αρτιμελής, ασφαλής, ελλιπής, πλήρης, δηλητηριώδης κτλ.), ο Τριανταφυλλίδης έγραψε: «Ὁ σχηματισμὸς τῶν ἀρχαίων δικατάληχτων ἐπιθέτων φαίνεται ζήτημα ποὺ μέλλει νὰ λυθῆ τελειωτικὰ ἀπὸ τὶς ἐρχόμενες γενεές» (Ιστορική Εισαγωγή, Αθήνα 1938, σ. 156). Ο συλλογισμός παρακίνησε τον πρωτοπόρο γλωσσολόγο να παραλείψει αυτά τα επίθετα από τη γραμματική του.
Μήπως η επιλογή του εξάλειψε αυτούς τους λόγιους σκοπέλους από το σύστημα και αναίρεσε την ανάγκη για περιγραφή τους; Όχι. Στην αναπροσαρμοσμένη σχολική έκδοση της μικρής γραμματικής (1976) η συντακτική επιτροπή αναγκάστηκε να παραδεχτεί αυτά τα επίθετα ως τμήμα τής νεοελληνικής μορφολογίας. Εν ολίγοις, η ελλιπής σήμανση ενός δρόμου δεν εξαφανίζει τις λακκούβες του.
Ό,τι προσπαθώ με κάποτε κουραστικό και σχολαστικό τρόπο να εξηγήσω είναι ότι η σχολική γραμματική, έργο ισορροπημένο και για την εποχή του αρκετά συμπεριληπτικό, παραμέρισε μερικά (ολιγάριθμα) λόγια συστήματα, που ο χειρισμός τους προκαλούσε αμηχανία. Αυτό γίνεται εμφανέστερο σε λίγες περιπτώσεις που εμπίπτουν στη ρηματική μορφολογία και οι οποίες αξίζουν, καθώς πιστεύω, την προσοχή μας. Ας επισημανθεί επιπρόσθετα ότι, όχι μόνον η παράλειψη, αλλά και ο εσκεμμένος υποβιβασμός τής έκτασης ή της σπουδαιότητας ενός στοιχείου (υποσήμανση) υποβάλλει στον αναγνώστη / μαθητή την ιδέα ότι η συγκεκριμένη κλιτική κατηγορία περιελήφθη μάλλον απρόθυμα στη γραμματική, στιγματισμένη κάποτε σαν «αρχαϊστική», «ιδιόκλιτη» ή «ανώμαλη».
1) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε -άω: εγγυώμαι, εξαρτώμαι, προτιμώμαι, καταχρώμαι, ηττώμαι, αναρριχώμαι… Η Νεοελληνική Γραμματική τα παραλείπει. Εισήχθησαν στην αναπροσαρμοσμένη σχολική έκδοση (1976) ως υποστοιχείο τής «αρχαϊκής κλίσης» με ελάχιστα παραδείγματα και χωρίς συμφραστικές χρήσεις. Ο παρατατικός τους δεν εξετάζεται.
2) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε -έω ή σχηματισμένα κατά το πρότυπό τους: διοικούμαι, θεωρούμαι, στερούμαι, μιμούμαι, προηγούμαι, εξαιρούμαι, τοποθετούμαι, παρατηρούμαι, δικαιολογούμαι, εννοούμαι… Η εκτενέστατη αυτή κλιτική κατηγορία ρημάτων (β2 συζυγία) στρυμώχνεται στη Νεοελληνική Γραμματική (σ. 342, § 909) με τα μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, με τη σήμανση «αρχαϊκή κλίση παθητικής φωνής» και με ισχνά παραδείγματα. Απουσιάζουν οι συμφραστικές χρήσεις.
3) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία σε -μι / -μαι: επιτίθεμαι, προτίθεμαι, διατίθεμαι, κατατίθεμαι, προΐσταμαι, συνίσταμαι, παρίσταμαι, υφίσταμαι, επαφίεμαι… Παραλείπονται εντελώς.
4) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία σε -όω: δικαιούμαι, υποχρεούμαι, ισούμαι, καρπούμαι, πληρούμαι… Παραλείπονται εντελώς.
5) Μεσοπαθητικά ρήματα, σύνθετα του κείμαι, μερικά αποκλειστικώς τριτοπρόσωπα: έγκειται, πρόκειται, σύγκειται, πρόσκειται, εναπόκειται, υπόκειται… Παραλείπονται εντελώς.
Οι παραλείψεις που μνημόνευσα πήγασαν ασφαλώς από την πεποίθηση ότι αυτά τα κλιτικά συστήματα διαταράσσουν την ομοιογένεια του τύπου τής δημοτικής, που μόλις είχε αρχίσει να κατασταλάζει. Η υποσήμανση ή ο εσκεμμένος υποβιβασμός τους φανέρωναν επίσης την ελπίδα ότι οι ρηματικοί μεταπλασμοί θα συγχώνευαν τα ρήματα αυτά σε κλιτικές τάξεις πειθαρχημένες στο οικοδόμημα της γραμματικής. Επιπρόσθετα, η απουσία συμφραστικών χρήσεων, δηλ. παραδειγμάτων από πραγματικό κειμενικό λόγο, παρασιωπούσε την έκταση και τη σημασία τους. Ως αποτέλεσμα, όταν οι εν λόγω χρήσεις κυριάρχησαν αργότερα, μερικοί νόμισαν καλόπιστα ότι επρόκειτο για αναβιώσεις, όχι επιβιώσεις, ότι επανέρχονταν στο προσκήνιο ζητήματα που είχαν θεωρήσει από καιρό λυμένα.
Ειδικά ο σχηματισμός τού παρατατικού αυτών των κατηγοριών φαινόταν τόσο ασυμμόρφωτος, ώστε η περιγραφή του ξέφευγε ή ξεγλιστρούσε από κάθε έτοιμη μορφολογική κατηγορία. Ανασκοπώντας αυτά τα προβλήματα, η συνάδελφος Γεωργία Κατσούδα προχωρεί στο ακόλουθο, διατυπωμένο με περίσκεψη, σχόλιο: «Πολύ συχνά οι ομιλητές της νέας ελληνικής εκφράζουν την αμηχανία τους, όταν καλούνται να σχηματίσουν τον παρατατικό των παραπάνω ρημάτων. Αυτό οφείλεται και στο ότι οι νεοελληνικές γραμματικές αποφεύγουν να δώσουν συγκεκριμένα κλιτικά παραδείγματα για ρήματα αυτής της κατηγορίας. Εμείς προτιμούμε να συμπληρώσουμε το κενό με κλιτικά παραδείγματα από την αρχαία ελληνική παρά να δηλώνουμε ότι ρήματα όπως το τίθεμαι, παρίσταμαι, επαφίεμαι, εκρήγνυμαι δε σχηματίζουν παρατατικό» (Σύγχρονη πρακτική γραμματική, Αθήνα: Άγκυρα 2007, σ. 204). Οι κλιτικές αυτές τάξεις διαλαμβάνονται αναλυτικά στη Γραμματική τής Νέας Ελληνικής (Κλαίρη & Μπαμπινιώτη et al., Αθήνα 2005), μνημονεύεται δε ο παρατατικός των προερχομένων από τα αρχαία σε -μι / -μαι (εκτός από τους πίνακες των σελίδων 514 και 535, οι οποίοι περιλαμβάνουν και ρήματα που προέρχονται από τα συνηρημένα σε -έω).
Θα επιχειρήσω τώρα να εξετάσω το σύστημα κλίσεως που υπόκειται στις δύο πρώτες ρηματικές τάξεις (-άω και -έω), οι οποίες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ρευστότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καλύπτονται πλήρως τα ζητήματα ή ότι και αυτή η ταξινόμηση λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα λόγου.
Ρήματα σε -ώμαι, -άσαι, -άται…
Η αφομοιωτική ισχύς των τεσσάρων προσαρμοσμένων αποθετικών ρημάτων θυμούμαι, κοιμούμαι, φοβούμαι, λυπούμαι (και -άμαι), παρ’ όλο που δεν έχουν όμοια μορφολογική αφετηρία, έχει συμβάλει στην εξομάλυνση του κλιτικού παραδείγματος. Τα ληκτικά μορφήματα -άσαι, -άται… συνέπιπταν με τα μορφήματα των αρχαίων συνηρημένων (π.χ. εγγυάσαι, εξαρτάται, προτιμάται, αντανακλάται) και αυτό οδήγησε σε αναλογική επέκταση των τερμάτων στον παρατατικό. Συνεπώς, τα π.χ. λυπόμουν, φοβόσουν, θυμόταν, κοιμόταν συνέτειναν ώστε τύποι όπως εγγυόμουν, εγγυόταν, διερωτόταν, αναρριχόταν να μη συναντούν αξεπέραστη αντίσταση.
Μπορούμε, κατά συνέπεια, να προσδιορίσουμε τις εξής υποπεριπτώσεις:
α) Όσα ρήματα διαθέτουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο (σε -ιέμαι), τον προτιμούν στον σχηματισμό τού παρατατικού. Παραδείγματα: καυχιόμουν, -όσουν, -όταν (καυχώμαι / καυχιέμαι), συναντιόμαστε (συναντώμαι / συναντιέμαι), βρυχιόταν (βρυχώμαι / βρυχιέμαι)…
β) Μερικές φορές ο μεταπλασμένος τύπος απαντά μόνο στον παρατατικό: π.χ. εξαρτιόσουν, εξαρτιόταν (αλλά εξαρτάται, όχι *εξαρτιέται).
γ) Αρκετά λόγια ρήματα αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε συμμορφωτική λύση και συνήθως συμπληρώνουν τα κενά με τύπους τής αρχαίας μορφολογίας, ως επί το πλείστον χωρίς τη ρηματική αύξηση. Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ομιλητές κατά κανόνα αποφεύγουν να μεταχειρίζονται τα ρήματα αυτά σε άλλα πρόσωπα πλην του γ΄ ενικού και γ΄ πληθυντικού. Η εισήγηση του Αγ. Τσοπανάκη (Νεοελληνική Γραμματική, Αθήνα 1994, σ. 489) να πλαστεί εκ νέου εξομαλισμένος παρατατικός με τύπους που δεν έχουν έρεισμα σε καμμία γλωσσική χρήση (ο ίδιος τους σημαίνει με αστερίσκο: *τιμούμουν, *τιμούσουν, *τιμούταν…) ήταν ανεδαφική και χωρίς ελπίδα για επικράτηση. Παραδείγματα συνήθων χρήσεων, αντλημένων από πραγματικό λόγο: διερωτώντο (αλλά αναρωτιόταν), αυταπατάτο, αφορμώντο, αποπειράτο / απεπειράτο, αποκτάτο, αντανακλάτο, απορροφάτο, καταχράτο…
Συμφραστικές χρήσεις από κειμενικό λόγο: Αν συγκέντρωνε την προσοχή του σε μία μόνο ομάδα ψηφοφόρων, θα ηττάτο οπωσδήποτε από τον έμπειρο αντίπαλό του - Η νέα συμφωνία αντανακλάτο πλέον στην επενδυτική στροφή τής χώρας.
Ρήματα σε -ούμαι, -είσαι, -είται…
Για την ιδιαίτερα πολυπληθή αυτή ρηματική κατηγορία η Νεοελληνική Γραμματική παρέχει μόνο ένα παράδειγμα παρατατικού, υποβιβασμένο στα μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία: στερούμουν, στερούσουν, στερούνταν, στερούμαστε, στερούσαστε, στερούνταν (σ. 342). Η δυσκολία εντοπίζεται, καθώς έχει και από άλλους ομολογηθεί (π.χ. Τσοπανάκη, Νεοελληνική Γραμματική, σ.502), στη μορφολογική σύμπτωση του γ΄ ενικού και του γ΄ πληθυντικού προσώπου: στερούνταν.
Αν δεν θέλουμε να αδικήσουμε τον Τριανταφυλλίδη και την οξύνοια που εκδήλωνε στον χειρισμό των τυπολογικών δεδομένων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η εικόνα τής γλώσσας που κλήθηκε τότε να περιγράψει δεν ταυτιζόταν με τη γλωσσική μορφή που ακούεται και γράφεται σήμερα. Η γραπτή δημοτική, που στάθηκε το πρότυπο ή η βάση εκκινήσεως για τη Νεοελληνική Γραμματική, δεν διαχώριζε αυστηρά το γ΄ ενικό και το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της μεσοπαθητικής φωνής. Λογοτεχνικά και άλλα κείμενα του μεσοπολέμου εμφάνιζαν συχνά τύπους όπως φαίνο(υ)νταν, γράφονταν, τόσο για τον ενικό όσο και για τον πληθυντικό. Στη μορφολογική συγχώνευση συνέβαλλαν επίσης τύποι προερχόμενοι από τα νεοελληνικά ιδιώματα, των οποίων η λειτουργία δεν είχε ακόμη συρρικνωθεί από την αστυφιλία και την επέκταση του γραμματισμού. Παραδείγματα: κρητ. εκοιμούντονε (γ΄ εν. και πληθ.), Βορείου Αιγαίου αγαπιένταν (γ΄ εν. και πληθ.).
Το γνώρισμα αυτό της μεσοπολεμικής δημοτικής, η πάλη δηλ. μεταξύ ομοιομορφίας (-νταν) και διακρίσεως (-ταν / -νταν) ενικού και πληθυντικού, βαθμηδόν αμβλύνθηκε με σαφή υπεροχή των χωριστών αλλομόρφων. Η Νεοελληνική Γραμματική επιβεβαίωσε την τάση ορίζοντας στους παρατατικούς τής α΄ συζυγίας (των βαρυτόνων ρημάτων) το σχήμα που έμελλε να επικρατήσει: λεγόταν – λέγονταν, ακουόταν – ακούονταν, φαινόταν – φαίνονταν, χρειαζόταν – χρειάζονταν, χτυπιόταν – χτυπιόνταν (σ. 324 κ. εξ.). Ο τεράστιος όγκος αυτών των ρημάτων επηρέασε ολόκληρο το σύστημα και εδραίωσε στη δομή τού παρατατικού την αλλομορφική αντίθεση -τ- (γ΄ ενικό) και -ντ- (γ΄ πληθυντικό). Η εν λόγω αντίθεση είχε το πλεονέκτημα ότι επετύγχανε τη μέγιστη διάκριση (ενικού – πληθυντικού) με την ελάχιστη μεταβολή (αήχου – ηχηρού: [t] – [nd]), ήταν δε ομοκατηγοριακή, διότι δεν επέφερε μετακίνηση σε άλλη κλιτική τάξη.
Έχοντας κατά νου αυτούς τους γλωσσικούς όρους, μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί ο τύπος στερούνταν (ως γ΄ ενικό) εξακολουθεί να ενοχλεί τους φυσικούς ομιλητές και αδυνατεί να επικρατήσει, παρ’ ότι διδάσκεται επιμελώς επί τόσες δεκαετίες. Η ομαλότερη εναλλακτική λύση, που θα ήταν η υιοθέτηση των ληκτικών τερμάτων -ούταν, -ούνταν (π.χ. θεωρούταν – θεωρούνταν, συνεννοούταν, φρουρούταν, διοικούταν, τοποθετούταν…), δεν απέκτησε ποτέ ερείσματα στη χρήση. Τα περισσότερα ρήματα, αναβιωμένα ή νεόπλαστα, έφεραν μαζί τους κλιτικό σχήμα με λόγιο τίτλο ιδιοκτησίας, ο οποίος ανθίστατο στις μεταπλασμένες ή εξομαλισμένες κατηγορίες.
Αν επιδιώκαμε να προσδιορίσουμε τις τάσεις που κυριαρχούν στον παρατατικό αυτών των ρημάτων, δεν θα αστοχούσαμε ίσως στις εξής παρατηρήσεις:
α) Μερικά διαθέτουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο, ο οποίος δείχνει να προτιμάται από τους ομιλητές στον παρατατικό. Παραδείγματα: αρνιόταν (αλλά συνήθως αρνούμαι, -είσαι, -είται…), χρησιμοποιόταν (αλλά πάντοτε χρησιμοποιούμαι, -είσαι, -είται…), ασχολιόταν (κυρίως προφορικό, αλλά πάντοτε ασχολούμαι, -είσαι, -είται…).
β) Πολλά ρήματα τείνουν να διατηρούν τον αρχαίο τύπο -είτο (με ή συνήθως χωρίς ρηματική αύξηση), αν και σε άλλα πρόσωπα επικρατούν τα ομαλά μορφήματα. Τα ακόλουθα σχήματα, παρ’ ότι φαινομενικώς αταίριαστα, πληρούν δομικές ανάγκες τής ρηματικής μορφολογίας και συναντώνται με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα στα σώματα κειμένων. Παραδείγματα (γ΄ ενικό – γ΄ πληθυντικό): εξαντλείτο – εξαντλούνταν, διεκδικείτο – διεκδικούνταν, αποτελείτο – αποτελούνταν, καλλιεργείτο – καλλιεργούνταν, κατοικείτο – κατοικούνταν, τοποθετείτο – τοποθετούνταν, προωθείτο – προωθούνταν, ασχολείτο - ασχολούνταν και πολυάριθμα άλλα.
Συμφραστικές χρήσεις από κειμενικό λόγο: Η στάση του δεν εξηγείτο αλλιώς παρά μόνο από πείσμα - Στο ημίχρονο η ομάδα προηγείτο με 1-0 - Επί δύο χρόνια ταλαιπωρείτο από την επάρατη νόσο - Δήλωσε ότι θα παραιτείτο, αν δεν είχε την πλήρη στήριξη του συμβουλίου.
Οι σκέψεις και οι εξηγήσεις που έχω ώς τώρα παρουσιάσει αποσκοπούν να δείξουν ότι οι ασυμμόρφωτοι τύποι τού μεσοπαθητικού παρατατικού δεν χρωστούν την επικράτησή τους σε κάποιον αρχαϊστικό συρμό ούτε αποτελούν άρρητη γραφή στον τοίχο που ζητεί να αποκωδικοποιηθεί. Έχουν τουναντίον συστηματική ερμηνεία, η οποία συγκεράζει τη μέγιστη διάκριση με την ελάχιστη μεταβολή. Μολονότι διανύουμε ρευστό γλωσσικό τοπίο, αυτό δεν είναι λόγος να αμελήσουμε τη σηματοδότησή του, ευελπιστώντας ότι οι λακκούβες θα κλείσουν και οι σκόπελοι με κάποιον τρόπο θα καταδυθούν. Αν η γραμματική αναγνωρίζει επίσης ως ρόλο της ότι πρέπει να επιλύει προβλήματα, δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη αρχή από το να δίνει στα εμπόδια εποπτεύσιμη μορφή.
Σημείωση: Εξαιρετικές παράλληλες σκέψεις τού συναδέλφου Ευθ. Φ. Παναγιωτίδη μπορείτε να διαβάσετε σε πρόσφατο άρθρο του.
17 σχόλια:
πραγματικά ενδιαφέρον,
και πάντα με την ευγένεια της γραφής σου...
λοιπόν, με την ίδια αμηχανία κι εγώ, παρατηρώ κι εμένα και άλλους στο εξής θέμα:
μερικές φορές προτιμάμε μιλώντας να είμαστε πιο ...αρχαιοφανείς, μου έρχεται πιο εύκολο να πω 'ο τάδε ασχολείτο', το έχω ακούσει, κλπ, που δε θυμάμαι τώρα,
αλλά, στη γραφή, σε με΄να τουλάχιστον που έτυχε να έχω επιμελητή να διορθώνει ένα τυχόν κείμενό μου σε βιβλίο, το 'ασχολείτο' γίνεται 'ασχολούνταν'.
η εξέλιξη της γλώσσας είναι ένα φοβερό θέμα, που έχει πολλ΄ς πλευρές. μερικές φορές έχει βία και νοθεία, κι άλλοτε κυλά πιο ειρηνικά...
Περίμενα με ενδιαφέρον το άρθρο και η (τυπικά) εμπεριστατωμένη και ψύχραιμη ανάλυση δεν με απογοήτευσε. ;)
Μία μικρή ένσταση έχω ως προς την κατάληξη -ούταν, την οποία συχνά προτιμώ και εγώ. Τύποι όπως θεωρούταν ή αποτελούταν δεν νομίζω ότι ξενίζουν ιδιαίτερα σήμερα. Φαίνεται και στο Google ότι δεν σπανίζουν. Το -είτο, βέβαια, έλυνε όντως ένα πρόβλημα και συμφωνώ ότι εκεί οφείλεται η διατήρησή του.
Όπως πάντα, γοητευτικά γραμμένο.
Ωστόσο, για να χρησιμοποιήσω κι εγώ το παράδειγμα του δημάρχου που δεν έβαζε πινακίδες για να προειδοποιεί για τις λακούβες στο δρόμο, υπάρχει και μια άλλη κατακριτέα στάση. Έχω υπόψη μου δημάρχους οι οποίοι όχι απλώς αρνούνται ότι υπάρχουν λακούβες, αλλά επιβάλλουν στα περαστικά αυτοκίνητα να περνάνε από το δρόμο με τις λακούβες, χωρίς να τα προειδοποιούν πως είναι δύσβατος έως κι εντελώς άβατος από ορισμένες κατηγορίες οχημάτων. Κάτι τέτοιο μού θύμισε η ρήση της κ. Κατσούδα, ότι τα ρήματα "διατίθεμαι, εκρήγνυμαι, επαφίεμαι" κτλ. έχουν παρατατικό στη νεοελληνική.
Κατά τη δική μου γνώμη, ο άξιος δήμαρχος όχι μόνο πρέπει να επισημαίνει τον θανάσιμο κίνδυνο που κρύβουν αυτοί οι δρόμοι, αλλά πρέπει και να υποδείχνει άλλες διαδρομές στους ανυποψίαστους διερχόμενους οδηγούς, όπως ας πούμε τη διαδρομή της Αγίας Περίφρασης ή του Καλού Συνωνύμου. Το προετιθέμην ή το προτιθέμην δεν είναι νέα ελληνικά. Ειδικά το "προτιθέμην", κι ας έχει δύο γκουγκλίσματα, δεν είναι τίποτε (το άλλο είναι τουλάχιστον αρχαίο).
Επίσης, ο άξιος δήμαρχος στέλνει και τα μηχανήματα της τεχνικής υπηρεσίας να εξομαλύνουν και να διανοίξουν μονοπάτια που δίνουν υποσχέσεις για οριστική λύση στο πρόβλημα. Το μονοπάτι της ομαλής ελληνικής, με τις καταλήξεις σε -όταν, δίνει τις περισσότερες υποσχέσεις για να εξελιχτεί σε λεωφόρο, ενώ οι βολικές αλλά εμβαλωματικές λύσεις σαν το "αποτελείτο" φοβάμαι πως θα μείνουν για πάντα δύσβατες και προβληματικές.
@ Αγαπητή Ελένη,
Ευχαριστώ θερμά για το ευγενικό σχόλιο και που είχατε την καλοσύνη να διαβάσετε αυτό το εκτενές άρθρο. Συγχαρητήρια για την επιτυχία τής κόρης σας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ελπίζω από καρδιάς να δικαιώσει τις προσδοκίες της και να φέρει στην επιφάνεια τον καλύτερό της εαυτό. :)
@ Αγαπητέ Hominid,
Εκτιμώ την εύστοχη παρατήρηση. Πιστεύω ότι φάνηκε από το άρθρο πως είναι παράξενο ότι η πλέον φυσιολογική εναλλακτική λύση αγνοήθηκε από τη γραμματική. Δεν είναι όμως συχνή στα σώματα κειμένων· αυτό οφείλεται τόσο στην παραθεώρησή της κατά τη διδασκαλία όσο και στο γεγονός ότι, όπως τόνισα, τα λόγια ρήματα τείνουν να φέρουν μαζί τους στοιχεία τής προέλευσής τους, που καθιστούν λογικότερη την προσφυγή σε ήδη υπαρκτό (αρχαίο, χωρίς αύξηση) τύπο.
@ Αγαπητέ μου Νίκο,
Ευχαριστώ για το μελετημένο σχόλιο και εκφράζω τον σεβασμό μου προς τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται. Ο δρόμος που θα ακολουθήσει η γλωσσική πορεία μένει ασφαλώς να φανεί στο μέλλον.
Αν και το άρθρο μου δεν αναφερόταν στα ρήματα που προέρχονται από τα αρχαία σε -μι / -μαι, πιστεύω ότι το σχόλιο της συναδέλφου έχει ισχυρή βάση. Υποστηρίζω πάντοτε τη δυνατότητα επιλογών και νιώθω άβολα όταν στρέφουμε τον μαθητή / αναγνώστη σε συνώνυμα ή περιφράσεις, επειδή μας προκαλεί αμηχανία το λόγιο κλιτικό σχήμα ή φοβούμαστε μήπως αποδειχθεί δύσβατο.
Οι τύποι σε -είτο είναι υπαρκτοί στα σώματα κειμένων και συναντώνται με αυξανόμενη συχνότητα· η γραμματική υποχρεούται να τους καταχωρίσει και να περιγράψει τη χρήση τους με συμφραστικά παραδείγματα. Η παρουσία τους οφείλεται στην κάλυψη λειτουργικού κενού, για το οποίο είναι άσκοπο να αναζητούμε κάθε φορά παράδρομο ή παράκαμψη. Προσπάθησα να περιγράψω τις υπάρχουσες τάσεις, δείχνοντας ποιους δρόμους επιλέγουν συνήθως οι ομιλητές. Αυτό πρέπει να πράξει, καθώς πιστεύω, και η περιγραφική γραμματική.
Ευχαριστώ και πάλι.
Θεόδωρε, δεν διαφωνώ πως οι τύποι με -είτο δεν πρέπει να μνημονεύονται σε μια γραμματική. Όπως λες:
"Οι τύποι σε -είτο είναι υπαρκτοί στα σώματα κειμένων και συναντώνται με αυξανόμενη συχνότητα· η γραμματική υποχρεούται να τους καταχωρίσει και να περιγράψει τη χρήση τους με συμφραστικά παραδείγματα".
Γεννιέται όμως το ερώτημα: η γραμματική θα δώσει μόνο το τρίτο πρόσωπο ενικού και πληθυντικού ή θα δώσει και τα άλλα; Και δεν θα είναι ανεύθυνος ο δήμαρχος που δεν θα προειδοποιήσει τους διερχόμενους ότι η διάβαση του "προτίθετο" είναι μεν βατή για ορισμένα οχήματα (3ο πρόσωπο) αλλά πως άλλου τύπου οχήματα (1ο και 2ο πρόσωπο) κινδυνεύουν να γκρεμοτσακιστούν;
Εξαιρετικός, Δρ Μόσε. Σαν δικηγόρος, άρα επαγγελματίας του λόγου και μάλιστα εθισμένος (ειθισμένος ;-) ) σε λόγιες μορφές, αντιμετωπίζω συνέχεια τέτοια ζητηματάκια.
Νομίζω ότι το πράγμα απλοποιείται αρκετά αν διακρίνουμε κάπως περισσότερο τις δύο παραδόσεις και τα δύο γλωσσικά επίπεδα: η δημοτική δεν έχει ρήματα σε ωμαι, ασαι, αται, δεν έχει ρήματα σε ουμαι, εισαι, ειται! Έχει όμως και παραέχει ρήματα σε αμαι, ασαι, αται και ιεμαι, ιεσαι, ιεται. Η γιαγιά μου δεν ξέρει να πη συνεννοούμαι, ξέρει όμως πολύ καλά το συνεννογιέμαι.
Αν κλίνουμε το καθένα κατά την παράδοση από την οποία προέρχεται και το χρησιμοποιούμε μέσα στο ύφος της παράδοσης αυτής, πολλά ενοχλητικά συμπτώματα υποχωρούν. Πολλές αμφιβολίες παραμένουν βέβαια, π.χ. ως προς την αύξηση και τα δύστροπα δεύτερα πρόσωπα.
(Μικρό άσχετο για την γλωσσική αλλαγή: τον τελευταίο καιρό καταβροχθίζω συμβόλαια. Είναι πολύ διασκεδαστικό το πώς κατά την δεκαετία του 80 τα συμβόλαια συντάσσονταν στις τόσες του "Μάρτη" ή του "Ιούλη", οι δε αγοραστές ενός διαμερίσματος αποκτούσαν την κυριότητα "ισόμερα". Είπαμε, αν σεβώμαστε την χρήση και το γλωσσικό επίπεδο, οι μελλοντικοί δεν θα χαμογελούν μαζί μας).
Νίκο Σαραντάκο, δεν είναι και τόσο παράξενο δα αν ένα αρχαιοελληνικό ρήμα μένει ελλειπτικό στα νέα ελληνικά του 21ου αιώνα. Ούτε οι εναλλακτικές είναι πάντοτε ελκυστικές: όταν "παρίσταμαι" σε ένα δικαστήριο, δύσκολα θα "παριστανόμουνα" ή θα "έκανα παράσταση" ή κάτι τέτοιο.
"Το προετιθέμην ή το προτιθέμην δεν είναι νέα ελληνικά"
Εγώ θα έλεγα ότι δεν είναι δημοτική. Κιέπειτα; Με την ίδια λογική δεν είναι νέα ελληνικά ούτε το παρίσταμαι που ανέφερα προηγουμένως.
Γενικώτερη παρατήρηση και μη προς κακοφανισμό κανενός: από πότε γλωσσολόγοι και γλωσσολογούντες διωρίστηκαν δήμαρχοι και τροχονόμοι, υποδεικνύουν παρακάμψεις και κόβουν κλήσεις; Η αγωνιώδης προσπάθεια του οικοδεσπότη μας να περισώση την πολύτιμη περιγραφικότητα της συμβολής του είναι επιτυχής;
(Εγώ σαν νομικός δεν μπορώ παρά να είμαι υπέρ της κανονιστικότητας, αλλά αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο!)
Αγαπητέ Δρ Μόσε,
το να σας συγχαιρόμουν για τα εξαιρετικά σας άρθρα,
θα ήταν όχι απλώς περιττό, αλλά μάλλον άστοχο
αφού στην πραγματικότητα… «απλώς» κάνετε τη…
δουλειά σας!! Παρ’ όλα αυτά,… θερμά συγχαρητήρια
κι ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις γνώσεις που απλόχερα
μας προσφέρετε!
Αναφορικά τώρα με το ζήτημα που πραγματευτήκατε,
αυτοί οι παρατατικοί είναι όντως… ναρκοπέδιο! Αν
το πατήσεις ως αδαής, πιθανότατα θα την… πατήσεις,
μα κι αν μπεις μέσα ως ειδικός, πάλι… προβλήματα
θα προκύψουν, αφού η εξουδετέρωση των «γλωσσικών
ναρκών» πιθανότατα θα προξενήσει στον μέσο φυσικό
ομιλητή το λιγότερο… αμηχανία! Παρ’ όλα αυτά,
συμμερίζομαι απόλυτα την άποψη που εκφράσατε
ότι δεν είναι και το καλύτερο να καταφεύγουμε στην
εύκολη λύση των περιφράσεων. Απλώς μερικές
φορές αυτό είναι σχεδόν αναπόφευκτο, αφού ενίοτε
οι διαθέσιμοι τύποι παρά την κανονικότητά τους
ξενίζουν κι ακούγονται επιτηδευμένοι. Άλλωστε
η υποχώρηση ενός λεκτικού τύπου πολλές φορές
ανάγεται στο απλό γεγονός τής δυσχρηστίας του.
Αν δηλαδή η πλειονότητα των φυσικών ομιλητών
-ο λαός για να το πούμε απλά-, αποφασίσει πως
κάποιος τύπος τού κάνει, τον κρατά. Αν όχι, τότε τον
καταδικάζει σε αχρησία.
@ Αγαπητέ κε Σαραντάκο,
επιτρέψτέ μου μια παρατήρηση, άσχετη μεν με το
θέμα, με γλωσσ(ολογ)ικό ωστόσο ενδιαφέρον:
Αναφερόμενος στην τοποθέτηση τού Δρ Μόσε
ότι από τη στιγμή που «οι τύποι σε -είτο είναι
υπαρκτοί […] η γραμματική υποχρεούται να τους
καταχωρίσει και να περιγράψει τη χρήση τους
[…]», είπατε πως ΔΕΝ διαφωνείτε:
«Θεόδωρε, δεν διαφωνώ πως οι τύποι με -είτο
ΔΕΝ πρέπει να μνημονεύονται σε μια γραμματική[…]».
Το δεύτερο «δεν» ωστόσο -σύμφωνα τουλάχιστον
με το δικό μου γλωσσικό αισθητήριο-στην
πραγματικότητα δεν θα έπρεπε να υπήρχε εδώ
αφού από συμφωνούντα σάς μετατρέπει σε…
διαφωνούντα!
Συγχωρέστέ με για την επισήμανση αυτή, σε καμία
περίπτωση δεν θα διανοούμουν να σας κάνω
υποδείξεις γλωσσικής φύσης, απλώς επειδή
το φαινόμενο αυτό συναντάται πάρα πολύ συχνά
(κυρίως στον καθημερινό προφορικό λόγο*),
θεώρησα ότι ίσως είχε ενδιαφέρον να επισημανθεί.
Ευχαριστώ
*Συχνά ακούω να λέγεται για κάποιον που ΕΧΕΙ
ΔΙΚΙΟ:
«Δεν αμφιβάλλω / αμφισβητώ ότι ΔΕΝ έχει δίκιο.»
@ Αγαπητέ κ. Αναγνωστόπουλε,
Ευχαριστώ θερμά για τα επαινετικά σας λόγια και εκτιμώ ότι θεωρήσατε τη συμβολή μου περιγραφική και όχι ρυθμιστική.
Συμμερίζομαι την άποψη ότι ορισμένα στοιχεία τού λόγιου διαύλου τής Νέας Ελληνικής έχουν σημαδευτεί, όπως έγραψα, από τις καταβολές τους και αυτό έχει συχνά επιπτώσεις στη μορφολογική τους κατάταξη και κλίση. Σε μεταβατικές εποχές, όπως αμέσως μετά τη λύση τού γλωσσικού ζητήματος, είναι λογικό να έχουν παρατηρηθεί κάποιες προσπάθειες για άκαμπτη και ισοπεδωτική ομοιομορφία (όπως είχατε διακρίνει στον χώρο σας), αλλά η κατάσταση έχει έκτοτε εξισορροπηθεί. Υπερβολές, ωστόσο, πρέπει να καταλογιστούν και στην αντίθετη πλευρά, στην υπέρμετρη χρήση λόγιων λεξιλογικών και συντακτικών σχημάτων, τα οποία ο χρήστης μισοκαταλαβαίνει αλλά δεν αισθάνεται.
Αν στις γλωσσικές μας επιλογές κερδισμένη βγαίνει η φυσικότητα της έκφρασης, πιστεύω ότι δεν θα ήταν συνετό να έχουμε αντίρρηση. Και για τον σκοπό αυτόν η γραμματική πρέπει να παρέχει σήματα και πινακίδες με πλήρεις ενδείξεις. :)
@ Αγαπητέ Κώστα,
Σας καλωσορίζω θερμά και εκφράζω τις ευχαριστίες μου για τα επαινετικά σας λόγια. Χαίρομαι επίσης για την ισορροπημένη γνώμη σας, που φανερώνει ευθυκρισία και περίσκεψη.
Επιτρέψτε μου να προσθέσω κάτι για την περίφραση: Ο ομιλητής πρέπει να έχει στο οπλοστάσιό του και αυτή τη δυνατότητα. Θα έκρινα όμως εντελώς συρρικνωτική την παρόρμηση ή την πίεση προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η περιφραστική ή συνωνυμική απόδοση απλώς και μόνο για να αποφευχθεί ένα στοιχείο τής λόγιας μορφολογίας. Ενώπιον τέτοιων λόγιων νησίδων δεν χρειάζεται να νιώθουμε ένοχοι. :)
Ευχαριστώ και πάλι για τα ουσιαστικά σχόλιά σας.
Αγαπητέ Δρ Μωσή, αν μου συμπαθάτε την καθυστερημένη παρέμβαση, θέλω να σας συγχαρώ που είχατε το κουράγιο να αναμετρηθείτε μ' ένα θέμα τόσο πολύπλοκο και δυσεπίλυτο, όσο οι δυσήνιοι τύποι του νεοελληνικού μεσοπαθητικού παρατατικού.
Επιτρέψτε μου κάποιες σκόρπιες σκέψεις (disiecta membra που λένε οι λατινομαθείς), ασυστηματοποίητες σαν το κλιτικό σύστημα των μεσοπαθητικών ρημάτων.
Θέλω κυρίως να προσυπογράψω και να προεκτείνω τις σκέψεις που διατύπωσε ο Νίκος Σαραντάκος στο δεύτερο σχόλιό του. Ακόμη κι αν ενθαρρύνουμε, καταγράφοντάς την στις γραμματικές, τη νεοκαθαρευουσιάνικη παλινόρθωση του αποτελείτο, πραγματοποιείτο κτλ, πάλι δεν θα έχουμε πετύχει πολλά πράματα, νομίζω. Ο λόγος είναι που το αρχαιόκλιτο -είτο του γ' ενικού συγκρούεται με το ομαλό (παναπεί, συμμορφωμένο με το κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής) -ούνταν του γ' πληθυντικού (αποτελούνταν, πραγματοποιούνταν κτλ.). Θέλω βέβαια να ελπίζω ότι δεν θα προτείνετε να ξαναδώσουμε πολιτικά δικαιώματα στα αποτελούντο, πραγματοποιούντο (αλλά τότε γιατί όχι απετελούντο, επραγματοποιούντο;), για να αποκατασταθεί η ισορροπία του συστήματος.
Καταλαβαίνετε βέβαια πού το πάω. Οι τύποι σε -είτο είναι μεμονωμένοι, δίχως δηλαδή συστημικά ερείσματα. Ακόμη πιο προβληματικός είναι, ασφαλώς, ο παρατατικός των παλιών συνηρημένων σε -άομαι/-ώμαι: τα αφορμώμαι, εγγυώμαι, εξαρτώμαι και άλλα συναφή είναι, όπως κι εσείς επισημαίνετε, αδύνατο να σχηματίσουν παρατατικό, παρεχτός κι αν ανεχτούμε την ολοκληρωτική παλινόρθωση του αρχαιόκλιτου συστήματος (αφωρμώμην, ηγγυώμην, εξηρτώμην). Μακριά από μένα τέτοιες ιδέες, και πίσω μου σ' έχω, σατανά.
Τελειώνω με μια επιμέρους παρατήρηση. Γράφετε: Έχοντας κατά νου αυτούς τους γλωσσικούς όρους, μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί ο τύπος στερούνταν (ως γ΄ ενικό) εξακολουθεί να ενοχλεί τους φυσικούς ομιλητές και αδυνατεί να επικρατήσει, παρ’ ότι διδάσκεται επιμελώς επί τόσες δεκαετίες. Ίσως φταίει ότι διδάχτηκα κι εγώ, όπως κι εσείς το δίχως άλλο, τη γραμματική του Τριανταφυλλίδη στο σχολείο, αλλά ο τύπος, ας πούμε, στερούνταν ως γ' ενικό δεν μου φαίνεται καθόλου, μα καθόλου ενοχλητικός. Φρονώ μάλιστα ότι έχει απαρασάλευτα ερείσματα στην ομιλούμενη γλώσσα.
Με ευχαριστίες για τη φιλοξενία και κάθε καλή ευχή.
Τιπούκειτος
@ Τιπούκειτο
Ευχαριστώ, αγαπητέ συνάδελφε, για την αξιόλογη συμβολή σας στη συζήτηση και τις πάντοτε γόνιμες παρατηρήσεις σας. Και οι δύο κατανοούμε, καθώς πιστεύω, ότι η γλωσσική χρήση διαθέτει αφ' εαυτής εξουσία, που ξεπερνά τύπους και δομές τής αρεσκείας ή της προτιμήσεώς μας.
Δύο παρατηρήσεις που νομίζω ότι θα βρείτε χρήσιμες είναι οι εξής:
Πρώτον, η χρήση τού μορφήματος-νταν ως γ΄ ενικού είναι ασφαλώς υπαρκτή και πρέπει να καταχωρίζεται στις γραμματικές. Οι τάσεις, ωστόσο, δείχνουν ότι ολοένα και περισσότεροι ομιλητές ενοχλούνται από την ομοηχία και ζητούν εναλλακτική λύση. Η περιγραφική γραμματική υποχρεούται να αναφέρει τις επιλογές τους και αυτό βαθμηδόν θα αποτυπώνεται στις σελίδες της.
Δεύτερον, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε, όπως σημείωσα ήδη, ότι οι τύποι σε -είτο, -άτο δεν είναι νεκραναστημένοι ή εφευρημένοι ex vacuo, αλλά συνυπήρξαν ως μορφήματα της λόγιας γλώσσας, οικεία στους μέσης μορφώσεως ομιλητές. Στην ιστορική γλωσσολογία γνωρίζουμε ότι οι μεταβολές ακολουθούν το σχήμα τής σιγμοειδούς καμπύλης (αργή είσοδος - απότομη επιτάχυνση - βραδεία επικράτηση) και συνήθως γίνονται αισθητές όταν φτάσουν στο β΄ στάδιο (χωρίς να σημαίνει ότι θα φτάσουν οπωσδήποτε στο τρίτο). Όταν αυτό συνέβη με τους λίγους τύπους που μνημόνευσα στο άρθρο μου, φυσικό ήταν μερικοί να ξεγελαστούν νομίζοντας ότι επρόκειτο για αναβίωση αρχαίων παρατατικών. Η χρήση δε πολλών τέτοιων τύπων χωρίς την άτονη ρηματική αύξηση (π.χ. εκτιμάτο, αντανακλάτο - θεωρείτο, αποτελείτο) είναι ένδειξη («ενδείκτης») συμμορφώσεως και ενσωματώσεως στη ρηματική μορφολογία τής Νέας Ελληνικής.
Επιτρέψτε μου, τέλος, να αποσαφηνίσω ότι στο άρθρο μου πραγματεύθηκα μόνο τις ρηματικές τάξεις των προερχομένων από τα συνηρημένα σε -άω και -έω και αναφέρθηκα συγκεκριμένα στη διείσδυση των λόγιων τύπων γ΄ ενικού προσώπου (όχι όλου του παρατατικού), όπου παρατηρείται η σύγχυση και η δυσκολία. Οι υποπεριπτώσεις που διαβάσατε δείχνουν ότι, όπου υπάρχουν μεταπλασμένοι ή εξομαλισμένοι τύποι (π.χ. εγγυόταν, εξαρτιόταν, χρησιμοποιόταν), συναντούν μικρή μόνο αντίσταση στη χρήση.
Ευχαριστώ και πάλι για τη συμμετοχή σας.
Επανέρχομαι για κάτι που μου έτυχε, όχι συνηρημένο ή μεσοπαθητικό, αλλά ασφαλώς αρχαΐζον και σίγουρα του παρατατικού.
Διάβαζα κάτι που είχα γράψει καιρό πριν για πραγματικά περιστατικά που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, και συγκεκριμένα για άμυνα. Νομίζω πως συμφωνούμε ότι το αίρω είναι λόγιο, αλλά μια χαρά εύχρηστο [τι χρήση του αλλά ήταν αυτή; άλλο λόγιο, άλλο εύχρηστο;].
Το θέμα μου συγκεκριμένα ήταν η νομιζόμενη άμυνα, η κατάσταση εκείνη δηλαδή όπου ο δράστης υπολαμβάνει ότι συντρέχουν πραγματικά περιστατικά τα οποία, αν συνέτρεχαν, θα ... Αλήθεια, τι θα έκαναν; Μπαίνω στον πειρασμό, Δρ. Μόσε, να σας καλέσω να αποβάλετε την περιγραφική σας απάθεια και να μου υποδείξετε μια λύση.
Να μην σας ταλαιπωρώ: είχα γράψει αυθόρμητα και χωρίς πολλή πολλή σκέψη "θα ήρον". Δεν ξέρω σε ποια λακούβα έπεσα ή ποια παράκαμψη γλύτωσα, αλλά το μόνο βέβαιο ήταν ότι ήξερα τον δρόμο. Τον δικό μου δρόμο ασφαλώς!
Αγαπητέ κ. Αναγνωστόπουλε,
Ευχαριστώ θερμά για το ερώτημά σας και εκτιμώ την εμπιστοσύνη που το συνοδεύει.
Σέβομαι, αυτονοήτως, το γλωσσικό σας αίσθημα και συμφωνώ ότι το ρήμα αίρω είναι εύχρηστο σε ορισμένες μορφολογικές κατηγορίες, κυρίως στον ενεστώτα και στον συνοπτικό παρωχημένο (αόριστο).
Επιτρέψτε μου, όμως, να μη νιώθω φυσική την επιλογή *θα ήρον, η οποία πιστεύω ότι σας προέκυψε κατόπιν σκέψεως και όχι αυθορμήτως. Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία στην απόδοση του υποθετικού λόγου, όπου, αν χρησιμοποιούσαμε την αρχαία γλώσσα, θα χρειαζόσαστε δυνητική έγκλιση (π.χ. ᾖρον ἂν...). Εντούτοις, ο συνδυασμός τού μεταπλασμένου θα με καθαρώς αρχαίο τύπο (ήρον) μοιάζει υβριδικός και δεν ταιριάζει σε νεοελληνικό κείμενο. Ο παρατατικός αυτός δεν μπορεί να υποστηριχθεί προτασικά συνοδευόμενος από τύπους τής Νέας Ελληνικής. Μπορείτε να το ελέγξετε αναλογιζόμενος ότι ποτέ δεν θα τον χρησιμοποιούσατε αλλού (δοκιμάστε χωρίς το θα ή εισάγοντάς τον με το αν) ή π.χ. στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, αγαπητέ, δεν έχετε άλλη λύση από την προσφυγή σε ισοδύναμη έκφραση, όπως π.χ. ...θα αναιρούσαν τον άδικο χαρακτήρα τής πράξης, αν αυτή είναι η πρότασή σας. Σε ισχυρότερο συγκείμενο μπορείτε επίσης να δοκιμάσετε το ρήμα αποσύρω, π.χ. ...σε αυτή την περίπτωση θα αποσύραμε την ψήφο/εμπιστοσύνη μας (αν μεταχειριστείτε εδώ τύπο τού ρήματος αίρω, ευθύς διακρίνετε τη δυσκολία).
Διαλέξατε δύσκολο ρήμα, το οποίο είναι ασφαλώς εύχρηστο σε νομικό ή επίσημο συγκείμενο, αλλά φέρει μαζί του όλες τις επιπλοκές τής αρχαίας ταυτότητας. Φυσικά, τα ρήματα αυτά δεν προγράφονται και είναι, υπό ορισμένες συνθήκες, αναντικατάστατα, αυτό όμως συμβαίνει non parce que, mais quoique... :)
Καλή σας ημέρα.
Το Σάββατο 2 Μαΐου 2009 στην 30ή συνάντηση εργασίας που οργανώνει ο Τομέας Γλωσσολογίας τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παρουσιάζουμε μαζί με τη συνάδελφο Γεωργία Κατσούδα την ανακοίνωση Όψεις τού μεσοπαθητικού παρατατικού βασισμένη στη μελέτη τού φαινομένου και υπό το νέο φως των σωμάτων κειμένων.
Ευχαριστώ θερμά τους αγαπητούς φίλους για αυθόρμητα σχόλια ή επί μέρους παρατηρήσεις στο κείμενο που στάθηκε αφορμή τής ανακοίνωσης και μας βοήθησαν να εξετάσουμε το θέμα συστηματικότερα και πληρέστερα, προκειμένου να παρουσιαστεί στην επιστημονική κοινότητα.
Ας σημειωθεί ότι το εν λόγω συνέδριο είναι αφιερωμένο στο έργο τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Ευχαριστώ.
Για τους αναγνώστες που ίσως ενδιαφέρονται, αξίζει να προσθέσω εδώ ότι το πλήρες κείμενο του μελετήματος «Όψεις τού μεσοπαθητικού παρατατικού» (μαζί με τα δεδομένα τής έρευνας και τα συμπεράσματα) δημοσιεύθηκε στον επιστημονικό τόμο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα, τ. 30, σελ. 422-435 (Θεσσαλονίκη 2010, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών).
Ευχαριστώ.
Τα μεσοπαθητικά ρήματα και κυρίως η τυπολογία γ΄ ενικού / πληθυντικό στον παρατατικό, ήταν όντως πάντα ένα ζήτημα τριβής με φίλη φιλόλογο και επαγγελομένη την επιμελήτρια κειμένων. Εκείνη τους ταύτιζε, εγώ τους διέκρινα, όπως ακριβώς περιγράφεται στο άρθρο, αλλά είχα (προσωπικά) την τάση, επί αμηχανίας, να καταφεύγω σε λογιότερους τύπους θεωρώντας τους απλώς ως δοκίμους. Η αλήθεια είναι ότι πολλά απλά ρήματα έχουν μεταπλασθεί επί το δημοτικόν, αλλά ως σύνθετα προτιμούν τους λογιότερους τύπους. Επίσης, διατηρώ πάντοτε την αύξηση όταν τονίζεται. Επίσης δυσκολεύομαι να κρατήσω τον τόνο στην προπαραλήγουσα όταν η λόγια γραμματική επέβαλλε την μετάθεσή του στην παραλήγουσα, ακόμα και στα επίθετα (αλλά δεν είμαι σταθερός). Άλλωστε ο τονισμός της ονομαστικής πληθυντικού στην παραλήγουσα, αγγέλοι, ανθρώποι, δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για λάθος χρήση. Υποθέτω πως ΠΡΕΠΕΙ να υπάρχουν και μερικές χρήσεις που να κηρύσσονται λανθασμένες. Έτσι κι αλλιώς δε θα ζήσω τόσο που ν'ακούσω να λένε των άνθρωπων, όπως λένε τους άνθρωπους.
Πάντως ευχαριστώ για το άρθρο διότι δεν εγνώριζα ότι το ζήτημα αυτό είχε 'ελεγχθεί' και αρμοδίως. Φυσικά η γλώσσα μιλιέται κι έπειτα γράφεται και θεωρητικοποιείται. Στο περήφημο αστείο 'Παρήγγειλέ μου έναν καφέ' και 'Αντίγραψέ το στον πίνακα' κάποια καλή φιλόλογος μού είπε: Αν οι χρήστες βάλουν αύξηση στην προστακτική... η προστακτική θ' αποκτήσει αύξηση.
Με τιμή και σεβασμό
Λεώνικος Καλαχώρας
Αγαπητέ κ. Καλαχώρα,
Σας ευχαριστώ θερμά που μου κάνατε την τιμή να σχολιάσετε αυτό το παλαιότερο κείμενο. Θίξατε με τρόπο γλαφυρό αρκετά ζητήματα που σχετίζονται με τη γλωσσική αλλαγή και χαίρομαι ότι το κάνετε αυτό με ευαισθησία και ρεαλισμό.
Τα γλωσσικά λάθη, όταν δεν πρόκειται για αντιγραμματικά προϊόντα που δυσχεραίνουν την επικοινωνία, έχουν την αφετηρία τους σε μηχανισμούς που η γλώσσα συνηθίζει να χρησιμοποιεί· τέτοιοι είναι η αναλογία, η συμμετρία, η αποσαφήνιση, η προφύλαξη κτλ. Μερικές φορές οι μηχανισμοί αυτοί εκφράζουν αντίρροπες τάσεις και αυτό που τελικά ορίζει τι θα συμβεί είναι η στάση των ομιλητών σε βάθος χρόνου.
Ο παρατατικός αυτής της τάξης των μεσοπαθητικών ρημάτων παρουσιάζει τη δυσκολία που μνημονεύεται στο άρθρο: σύμπτωση γ΄ ενικού και γ΄ πληθυντικού προσώπου. Η δυσκολία επιτείνεται επειδή οι γλωσσολογικές μελέτες δείχνουν ότι οι ρηματικοί τύποι τού γ΄ προσώπου είναι οι συχνότερα χρησιμοποιούμενοι. Στα άλλα ζητήματα που θίξατε: ο τόνος τείνει να προστατεύει το φέρον φωνήεν (ρηματική αύξηση)· οι λόγιες συνεκφορές συνήθως αντιστέκονται στον στηλοειδή τονισμό (δηλ. στη διατήρηση του τόνου των επιθέτων σε όλα τα πρόσωπα).
Οι γραμματικές θα πρέπει να αποτυπώνουν τη γλωσσική κατάσταση, περιγράφοντας το τοπίο και, ασφαλώς, να δείχνουν καθαρά στον αναγνώστη ποιες διεξόδους χρησιμοποιούν οι ομιλητές και τι, προς το παρόν, θεωρείται από τη γλωσσική κοινότητα λανθασμένο, απηρχαιωμένο ή επιτηδευμένο. Από τη γόνιμη θητεία σας στη γλώσσα και στο μεταφραστικό έργο, έχω τη γνώμη ότι αυτό θα αναμένατε και εσείς από τη γραμματική. :)
Ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου