7/7/08

Το τελικό -ν: Γραφέας και αναγνώστης

trattando l’ombre come cosa salda
Δάντης

Φανταστείτε ότι έχετε ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι και το σφραγίζετε ενόσω βρίσκεστε στην κορυφή ενός βουνού, ώστε να είναι γεμάτο αέρα. Καθώς κατεβαίνετε, διαπιστώνετε αμέσως ότι το μπουκάλι αρχίζει να συρρικνώνεται. Ο λόγος είναι προφανής: Η πίεση του εξωτερικού αέρα είναι ισχυρότερη από τον αραιότερο αέρα τού βουνού, ο οποίος είναι εγκλωβισμένος στο εσωτερικό.

Οι ορθογραφικές συμβάσεις που διατυπώνονται υπό μορφήν κανόνα έχουν να εξισορροπήσουν πιέσεις τις οποίες κάποτε παραβλέπουμε. Είναι περίεργο και κατά κάποιον τρόπο άδικο ότι μερικές φορές αστοχούμε να παρατηρήσουμε την ορθογραφική σύμβαση από την πλευρά τού αναγνώστη, όχι μόνο του γραφέα. Η πίεση μεταξύ των δύο ρόλων δεν είναι ισομερής και, αν την αγνοήσουμε, ενδέχεται να σπαταλούμε εξαιτίας της πολύτιμες πνευματικές δυνάμεις.

Οι μελέτες δείχνουν ότι, αν εξαιρέσουμε τη γραφή ορισμένων καταλήξεων, η χρήση (και κυρίως η παράλειψη) του τελικού -ν αποτελεί ένα από τα σημεία όπου εντοπίζονται τα περισσότερα ορθογραφικά λάθη. Εξετάζοντας συστηματικά την έκταση και το είδος τής σύγχυσης σε κάθε είδους κείμενα, είναι λογικό να διερωτηθούμε αν ο συμβατικός κανόνας προσφέρει επαρκή κατεύθυνση, αν ρυθμίζει ικανοποιητικά το φαινόμενο που επιδιώκει να περιγράψει.

Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω, αν μου επιτρέπεται ο λόγος, να γείρω την πλάστιγγα προς την πλευρά τού αναγνώστη-αποδέκτη των κειμένων, κρίνοντας υπό αυτό το πρίσμα τις ρυθμίσεις και τις προτάσεις για τη γραφή τού τελικού -ν. Ο αναγνώστης μου θα ξέρει, χωρίς ανάγκη για δική μου υπενθύμιση, ότι η σπουδή τής γλωσσικής χρήσης μελετά στην πραγματικότητα ανάσες ζωντανού λόγου και αναγνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να περιγράψει ανέπαφη την ευρυχωρία τους. Μερικές φορές τείνουμε να ξεχνούμε αυτή την αλήθεια και να «μεταχειριζόμαστε τους ήσκιους σαν κάτι στερεό», όπως έγραψε ο Δάντης στον στίχο που παρέθεσα. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να κατευθυνθεί η συζήτηση στα εξής καίρια ερωτήματα: Ποιος ρόλος πρέπει να έχει προτεραιότητα στην ορθογραφική σύμβαση, του γραφέα ή του αναγνώστη; Ποια είναι τα βασικά συστατικά μέρη τού ορθογραφικού κανόνα και πώς ανταποκρίνονται σε αυτά οι μέχρι τώρα διατυπωμένες προτάσεις;


Γραφέας και αναγνώστης: Ποιος έχει προτεραιότητα;


Ενώ όποιος απολαμβάνει τη μουσική δεν είναι απαραιτήτως μουσικός, ο γραφέας και ο αναγνώστης είναι οπωσδήποτε ρόλοι τού ίδιου ομιλητή. Η πραγματικότητα μας αναγκάζει να παραδεχτούμε ότι η διάκριση γραφέα και αναγνώστη υφίσταται μόνον ως εναλλαγή ρόλων. Στη διδακτική τής γλώσσας συχνά διαπιστώνουμε ότι η διευκόλυνση του ενός καταλήγει σε επιβάρυνση του άλλου, ότι η οικονομική ή πλεοναστική καταβολή δυνάμεων έχει για τους δύο ρόλους αντίθετη ροπή.

Υπάρχουν δύο ισχυροί λόγοι, για τους οποίους ο αναγνώστης δικαιούται προτεραιότητα.

Πρώτον, ο εγγράμματος ομιλητής λειτουργεί ως αναγνώστης σε βαθμό πολλαπλάσιο από ό,τι ως γραφέας. Η ανάγνωση κειμένων για πρακτικούς λόγους, σε καθημερινές συναλλαγές, αλλά και προς επιμόρφωση, εκπαίδευση ή καλλιέργεια υπερτερεί κατά πολύ της παραγωγής κειμένων. Η επέκταση του γραμματισμού στις σύγχρονες κοινωνίες επιβάλλει ή υποχρεώνει σε συνεχή αναγνώριση και ανάγνωση κειμένων, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη για επαρκείς αναγνώστες.

Δεύτερον, αν χρειάζεται οπωσδήποτε να διαλέξουμε, προφανώς θα αναγνωρίσουμε ότι παρέχοντας περισσότερη, ίσως και πλεοναστική, πληροφορία, εξασφαλίζουμε ισχυρό αντάλλαγμα: περισσότερη σαφήνεια. Αν και η οικονομία είναι για τον γραφέα πιο επιθυμητή, θα προτιμήσει να την αποποιηθεί ή να τη θυσιάσει, όταν αντιληφθεί ότι η ακρίβεια και η σαφήνεια διακυβεύονται από την επιλογή του. Ο ομιλητής ως αναγνώστης έχει αξιολογικό βάρος μείζονος σπουδαιότητας.

Η γραφή ή η παράλειψη του τελικού -ν με βάση την ισχύουσα (σχολική) ρύθμιση επιβαρύνει ιδιαίτερα τον αναγνώστη, διότι δεν είναι σχεδιασμένη για τις δικές του ανάγκες. Ο κανόνας ορίζει ότι το τελικό -ν του άρθρου τον, την, του αριθμητικού έναν και των αρνητικών δεν, μην χάνεται όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από διαρκές σύμφωνο {β, γ, δ, ζ, θ, λ, μ, ν, ρ, σ, φ, χ} (Νεοελληνική Γραμματική, §183-4, σ. 82-83).

Η τήρηση του κανόνα, όποιο κέρδος και αν έχει για τον γραφέα, αφήνει πρόσφορο έδαφος για ασάφεια (π.χ. τον μεγάλο κόλπο ~ το μεγάλο κόλπο· έπειτα δε/δεν (;) θα βρούμε τρόπο να γυρίσουμε πίσω· πρώτα θα γίνει τεχνικός έλεγχος, κατόπιν δε (;) θα εκδοθεί πιστοποιητικό καταλληλότητας). Ίσως κάποιος αντιτάξει ότι η όποια αμφισημία αίρεται από το συγκείμενο ή από τη σύνταξη, αλλά ακόμη και όταν δεν υπάρχει αντικειμενικώς ασάφεια, σημειώνεται καθυστέρηση της ανάγνωσης, που οφείλεται στην αβεβαιότητα του αναγνώστη. Επί παραδείγματι, όταν ακολουθεί επίθετο (ή περισσότερα του ενός επίθετα), η απουσία τού τελικού -ν μπορεί να υποχρεώσει τον αναγνώστη να επιστρέψει στο κείμενο, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι κατάλαβε σωστά (π.χ. συνέταξε ένα(ν) σύντομο αλλά κατανοητό και εκσυγχρονισμένο κανονισμό).

Ας σημειωθεί ότι η β΄ έκδοση της επιτετμημένης Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής (1975), η οποία διανεμήθηκε στα σχολεία, ενσωμάτωνε απόφαση του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη να διατηρείται το τελικό -ν «πάντοτε, ὁποιοδήποτε σύμφωνο καὶ ἂν ἀκολουθῆ, στὶς ἀκόλουθες περιπτώσεις: α) στὸ ἄρθρο τὸν πρὶν ἀπὸ ἐπίθετο (ἀνεξάρτητα ἂν ἀκολουθῆ ἢ ὄχι οὐσιαστικό), ἢ πρὶν ἀπὸ ὄνομα κύριο (…)· β) στὰ ἄκλιτα δέν, σάν (…) δ) στὴν τριτοπρόσωπη προσωπικὴ ἀντωνυμία τόν: τὸν βλέπω» (§136).

Η καλοσχεδιασμένη αυτή προσαρμογή αναιρέθηκε το επόμενο έτος και έκτοτε η σχολική Γραμματική δεν υιοθέτησε καμμία πρόταση που να αντανακλά περίσκεψη για τον αναγνώστη, αλλά αντιμετώπισε το τελικό -ν περίπου σαν μάταιο στολίδι. Επιπλέον, η πρόβλεψη της σχολικής Γραμματικής να φυλάσσεται το τελικό -ν «όπου χρειάζεται» (π.χ. στις αρσενικές αντωνυμίες αυτόν, εκείνον, τούτον: εκείνον το δρόμο, §184) μετακυλίει αδικαιολόγητο βάρος στον γραφέα, ο οποίος πρέπει τώρα να αποφασίζει αν υπάρχει πιθανότητα συγχύσεως. Προφανώς μπορεί να κάνει λάθος.


Ορθογραφική ρύθμιση: Παράμετροι


Απαιτούμε συνήθως από την ορθογραφική σύμβαση να χαρακτηρίζεται από συνέπεια: ευλόγως, διότι τότε είναι διδακτή και εφαρμόσιμη. Τον ουσιώδη ρόλο τής συνέπειας στην ιστορική-ετυμολογική ορθογραφία κατέδειξα σε προηγούμενα άρθρα μου, εξηγώντας σε ποιους τομείς η ετυμολογική αρχή ενισχύει την αξιοπιστία τού συστήματος. Σε γλώσσα με ενήλικη πλέον γραφή, όπως η Νέα Ελληνική, που δεν μαστίζεται πια από την άναρχη και πολύσπερμη εμφάνιση των κειμένων τού 18ου και 19ου αιώνα, η συστηματοποίηση είναι ζητούμενο και αξία.

Ο ορθογραφικός κανόνας που αποσκοπεί στη συνέπεια πληροί δύο επάλληλες παραμέτρους:

(α) Γενίκευση [generalisation], που σημαίνει ότι αντλεί στοιχεία από μεμονωμένες περιπτώσεις και προχωρεί στην περιγραφή ομολόγων.
(β) Προβλεψιμότητα [predictability], που σημαίνει ότι ενσωματώνει τη δυνατότητα να περιγράφει τύπους και μορφές που θα προκύψουν στο μέλλον ή σε καταστάσεις που δεν διατυπώνονται ρητά.

Από τα παραπάνω είναι, καθώς πιστεύω, εμφανές ότι η ορθογραφική σύμβαση έχει ισχύ ανάλογη της κανονικότητας στην οποία αποβλέπει. Αν κάτι περιορίζει ή εξισορροπεί τη γενίκευση και την προβλεψιμότητα, είναι η αρχή τής λογικής αντιπροσωπευτικότητας [reasonable representativeness], όπως ορίζεται στη διδακτική τής γλώσσας, η οποία επιτρέπει την αποτύπωση των φωνητικών αλλαγών, όταν δεν αλλοιώνεται το ίνδαλμα των λέξεων (π.χ. αποφεύγουμε να δηλώσουμε την έκκρουση ως ένωση του κλιτικού με το ρήμα: *τούδωσε, *μειδοποίησε) και όταν δεν διακυβεύεται η σαφήνεια.

Ας μεταφέρουμε τα παραπάνω θεωρητικά στοιχεία στο εξεταζόμενο θέμα.

Ο Αγαπητός Τσοπανάκης ασχολήθηκε συστηματικά με το πρόβλημα του τελικού -ν, τόσο σε χωριστό μελέτημά του (Προβλήματα της Δημοτικής: Το τελικό -ν, Θεσσαλονίκη 1987) όσο και στη Νεοελληνική Γραμματική του (Αθήνα & Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 169-174). Στα κείμενά του εύστοχα επισημαίνει ότι η ρύθμιση της γραφής τού τελικού -ν συσκότισε το σπουδαιότερο ζήτημα, που θα έπρεπε να είναι η επίδρασή του στη συμπροφορά και συνεκφορά με τον αρκτικό φθόγγο τής επόμενης λέξης στον προφορικό λόγο (π.χ. τον πρώτο καιρό [tom bróto ceró], την ξέρω [tiŋ gzéro], τη ντροπή [ti dropí]). Ακόμη παρατήρησε ότι το σπουδαιότερο πρόβλημα είναι «ἡ ματαιότητα τῆς προσπάθειάς μας νὰ ἀπομνημονεύσουμε τοὺς κανόνες τῆς ἀφομοίωσης ἢ τῆς διατήρησης τοῦ -ν μπροστὰ σ’ αὐτὰ ἢ σ’ ἐκεῖνα τὰ σύμφωνα καὶ φωνήεντα» (σελ. 172).

Εφόσον οι κανόνες συμπροφοράς αφορούν κατ’ εξοχήν στον ρέοντα προφορικό λόγο, οι εγγενείς περιορισμοί τής γραφής επιβαρύνουν άσκοπα τον γραφέα με φορτίο που ίσως αδυνατεί να σηκώσει. Ως αποτέλεσμα, η πείρα δείχνει ότι, παρά τη σχολική ρύθμιση, η υπόσταση του τελικού -ν στα σχολικά γραπτά παραμένει αβέβαιη. Λάθη όπως *το καιρό, *τη τροφή, *ένα καθηγητή, *κάποιο άνθρωπο έχουν χαρακτήρα ποιοτικό και συστηματικό: ο μαθητής έχει αλλοιωμένη εικόνα τού ρόλου τού τελικού -ν στη φωνοτακτική διαδοχή και εικάζει ότι είναι προτιμότερο ή ασφαλέστερο να το παραλείψει.

Ο Τσοπανάκης πρότεινε τη γραφή τού τελικού -ν σε όλες τις αιτιατικές τού οριστικού και αορίστου άρθρου τον-την, έναν-μιαν, των αντωνυμιών αυτόν-αυτήν, εκείνον-εκείνην, τούτον-τούτην, πόσον-πόσην, τόσον-τόσην κ.ά., καθώς και των άναρθρων επιθέτων και ουσιαστικών, π.χ. πολύν μαθητόκοσμο, τον/έναν δοκιμασμένο φίλο, ελαφρόν ύπνο, βαθύν ύπνο, πολύν κόσμο κ.ά. (έ.α. σελ. 173).

Οι προτάσεις αυτές επιλύουν το πρόβλημα της πιθανής ασάφειας από την παράλειψη του τελικού -ν και έχουν το πλεονέκτημα της γενικευτικής επέκτασης, η οποία μειώνει την υποχρέωση του γραφέα να απομνημονεύσει κανόνες που ενδεχομένως δεν κατανοεί.

Ασκώντας όμως καλή κρίση, αναρωτιόμαστε αν μερικές από τις προτεινόμενες αλλαγές χαρακτηρίζονται από λογική αντιπροσωπευτικότητα και προβλεψιμότητα, αρχές απαραίτητες για την ορθογραφική σύμβαση. Αν γράψουμε, καθώς συστήνει η Γραμματική Τσοπανάκη, Κύριον Γιώργον Μιχαλόπουλον, καθηγητήν, έμπορον, Κυρίαν Μελπομένην Μιχαλοπούλου, καθηγήτριαν, είναι αμφίβολο αν αποσαφηνίζουμε κάποια συγκεχυμένη δομή, συγχρόνως δε υποπίπτουμε στο σφάλμα να περιγράφουμε τύπους ανύπαρκτους στη γλωσσική χρήση ή απηρχαιωμένους. Η πρόταση δε να γράφουμε το τελικό -ν «ὅπου ἀλλοῦ ἡ σαφήνεια τοῦ λόγου τὸ καθιστᾶ ἀναγκαῖο, ἰδίως στὴν δήλωση ἄναρθρων ἀντικειμένων σὲ αἰτιατική» (έ.α.) στερείται προβλεψιμότητας, διότι αποθέτει στον γραφέα την ευθύνη ή το φορτίο να αναλύσει συντακτικά την πρόταση και, αφού αναγνωρίσει το άναρθρο αντικείμενο, να κρίνει αν απαιτεί αποσαφήνιση. Επιπλέον, ο αναγνώστης δικαίως θα αναρωτηθεί γιατί διατηρούμε το τελικό -ν στον γραπτό λόγο διδάσκοντας ότι αποβάλλεται μόνο στον προφορικό, αλλά δεν έχουμε αντίρρηση να εκθλίβουμε φωνήεντα που εκκρούονται από ισχυρότερα (π.χ. σ' αυτούς, σ' εκείνον, όπως γράφονται κατά κανόνα στη Γραμματική Τσοπανάκη).


Οι προτάσεις που συζητήθηκαν παραπάνω μας έδωσαν την ευκαιρία να εξετάσουμε γιατί είναι άστοχο να υποβαθμίζεται ο ρόλος τού αναγνώστη στην ορθογραφική σύμβαση. Συγχρόνως διακρίναμε ότι η γενίκευση και η προβλεψιμότητα της ρύθμισης πρέπει απαραιτήτως να εξισορροπούνται από τη λογική αντιπροσωπευτικότητα, ώστε η σύμβαση να είναι εφαρμόσιμη.

Υπάρχουν δύο ακόμη ζητήματα που αξίζουν την προσοχή μας. Πώς αιτιολογείται ιστορικά ο κλονισμός τού τελικού -ν, που ήγειρε την ανάγκη για αλλεπάλληλες ρυθμίσεις τής γραφής και της παράλειψής του; Ποιες λογικές παράμετροι μπορούν να ληφθούν υπ’ όψιν, προκειμένου η πίεση μεταξύ γραφέα και αναγνώστη να μην αποβαίνει εις βάρος τού δευτέρου και συγχρόνως να μη μετακυλίει στον πρώτο αδικαιολόγητο φορτίο;


Με αυτά τα ερωτήματα θα ασχοληθώ σε επόμενο άρθρο.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ (Φεβρουάριος 2011): Αξίζει να ενημερωθούν οι αγαπητοί φίλοι που πιθανώς ενδιαφέρονται για το ζήτημα ότι, σύμφωνα με απόφαση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ο σχολικός κανόνας για το τελικό -ν έχει πλέον αλλάξει επίσημα. Με μια καλομελετημένη προσαρμογή αποφασίστηκε να διατηρείται το τελικό -ν στο αρσενικό άρθρο τον πάντοτε, ανεξάρτητα από τον φθόγγο που ακολουθεί.

Η εύστοχη αυτή απόφαση εφαρμόζεται τόσο στην καινούργια γραμματική τού Γυμνασίου (των Χατζησαββίδη & Χατζησαββίδου) όσο και στην καινούργια γραμματική τού Δημοτικού (των Γεωργιαφέντη, Κοτζόγλου, Φιλιππάκη-Warburton), η οποία παρουσιάστηκε επίσημα στο πρόσφατο συνέδριο γλωσσολογίας τής Θεσσαλονίκης.

Στους συνδέσμους που παρέθεσα μπορεί ο αναγνώστης να εξετάσει αναλυτικά τις καινούργιες γραμματικές, που θα εισαχθούν στη σχολική τάξη.