9/2/07

Ετυμολογικοί μετεωρισμοί

Κριτική στο άρθρο τού Χρίστου Δάλκου,
«Η ενδοσυγκριτική μέθοδος», 2003, Λεξικογραφικόν Δελτίον 24, 131-159

Εκλεκτός φίλος μού διηγήθηκε αυτή την ιστορία: Επί αρκετό καιρό παρατηρούσε ότι το μικρό του παπαγαλάκι μελαγχολούσε και είχε πάψει να κελαηδάει. Ρώτησε στο κατάστημα όπου το είχε αγοράσει γιατί συνέβαινε αυτό. Του απάντησαν ότι προφανώς το παπαγαλάκι ένιωθε μοναξιά μετά από τόση απομόνωση στο κλουβί του. Ο αγαπητός φίλος σκέφτηκε αμέσως να αγοράσει άλλο ένα, ώστε τα δύο παπαγαλάκια να έχουν συντροφιά. Ο πωλητής τού χαμογέλασε: «Δεν χρειάζεται, κύριε. Απλώς θα βάλετε ένα καθρεφτάκι στη μία πλευρά τού κλουβιού. Το παπαγαλάκι σας θα βλέπει τον εαυτό του και θα νομίζει ότι έχει παρέα». Η συμβουλή εφαρμόστηκε και το κόλπο έπιασε: Το παπαγαλάκι ήταν ευτυχισμένο και άρχισε πάλι να κελαηδάει όπως πρώτα.

Μελετώντας εξονυχιστικά το άρθρο τού κ. Χρίστου Δάλκου «Η ενδοσυγκριτική μέθοδος», λυπήθηκα βλέποντας πόσο μπορεί κάποτε να πλανηθούμε αν αφουγκραζόμαστε απλώς τον ήχο τής δικής μας φωνής και νομίζουμε ότι η επιστήμη ομονοεί με εμάς. Ο κ. Δάλκος, φιλόλογος απεσπασμένος στο Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων τής Ακαδημίας Αθηνών, επιχειρεί να αναπροσανατολίσει την ετυμολογική έρευνα ισχυριζόμενος ότι η λεξιπλασία «εντός μιας και της αυτής γλώσσας» οδηγεί στις ίδιες τις ρίζες τής γλωσσογενετικής διαδικασίας. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι η αποκαλούμενη ενδοσυγκριτική μέθοδος ανατρέχει «σε εναλλακτικούς τύπους (ή αλλοτύπους) των λέξεων, και, βάσει των παρατηρουμένων φωνητικών εναλλαγών, αναζητά τον πρωτογενέστερο [sic] τύπο και το πιθανό νόημά του μες στον κορμό τής καθ’ όλου ελληνικής».

Μολονότι είναι προφανές ότι το άρθρο γράφτηκε με καλή πρόθεση και, κάποτε, έμπνευση, η σκέψη τού συντάκτη τείνει συνεχώς να ξεστρατίζει από την επιστημονική μέθοδο. Ο κ. Δάλκος έχει επινοήσει δικό του σύστημα περιγραφής των φωνητικών και μορφολογικών αλλαγών και μοχθεί να συμμορφώσει τα δεδομένα που του αντιστέκονται. Τα λογικά και χρονολογικά άλματα είναι άφθονα και κορυφώνονται στη βασική σκέψη τού συγγραφέα, ότι «του πρωτοελληνικού υποστρώματος συνέχεια αποτελεί η νέα ελληνική γλώσσα, μέχρι τα τέλη τού 19ου αι. μ.Χ. τουλάχιστον» (σ. 148). Η συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας ηγεμονεύει σε ολόκληρο το άρθρο και, παρ’ όλο που ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι δεν εκφράζεται έτσι η communis opinio, παραθεωρεί οποιαδήποτε αντεπιχειρήματα και την ογκώδη βιβλιογραφία που τα στηρίζει. Συχνά ο λόγος του μοιάζει με κάποιον που απλώς γοητεύεται ακούοντας τον αντίλαλό του―και λυπούμαι για αυτό.

Θα διατυπώσω τώρα ορισμένες γενικές κρίσεις για τον τρόπο γραφής τού άρθρου και το πλαίσιο στηρίξεώς του. Κατόπιν θα αναφερθώ σε επί μέρους ζητήματα που εξελέγχουν την αξιοπιστία των συμπερασμάτων του. Προσημειώνω ότι, αν και σέβομαι την έρευνα και τον κόπο τού κ. Δάλκου, κρίνω όμως ότι επέλεξε εντελώς παραμορφωτική οπτική γωνία. Ως ενδείξεις τής κρίσης μου αυτής παρακαλώ να θεωρηθούν τα ακόλουθα σημεία:

1. Η αναφορά στη γλωσσική αλλαγή είναι καθ’ ολοκληρίαν ξένη προς τη γλωσσολογικά εδραιωμένη έρευνα.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι πρέπει να δοθεί προσοχή στο φωνούν υποκείμενο, ώστε να μην αντιμετωπίζονται σαν μηχανικές οι φωνητικές μεταβολές. Εντούτοις, κατόπιν αδικεί το σωστό αυτό δίδαγμα της γλωσσολογίας, όταν αποδίδει το φαινόμενο του τσιτακισμού στην «απουσία δοντιών από τους υπερήλικες» (σ. 133). Στη συνέχεια, χάνει τόσο τον προσανατολισμό του, ώστε διακινδυνεύει το συμπέρασμα ότι οι νωδοί γέροντες μετέδωσαν την ατελή προφορά τους στις νεότερες γενεές, οι μεταναστεύσεις των οποίων οδήγησαν στο «φαινόμενο της διαφοροποίησης των centum και satem γλωσσών». Εν τέλει, το κείμενο παρασύρεται από τον εαυτό του και θεωρεί ότι η νωδή ή λειψή / ψευδή προφορά των γερόντων ερμηνεύει τις εναλλαγές τού τύπου φ-χ, φ-θ, χ-θ, β-γ, γ-δ.

Ο ρόλος τού υποκειμένου στη γλωσσική αλλαγή διερευνάται σωστά όταν ξέρουμε πού να κοιτάξουμε και πώς να το εξακριβώσουμε. Δυστυχώς, ο συγγραφέας δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψιν τις θεμελιώδεις επί του θέματος εργασίες, όπως του W. Labov για τη διάλεκτο της Ν. Υόρκης ή του ζεύγους Milroy για τη διάλεκτο του Μπέλφαστ, που αποτελούν λίθο ακρογωνιαίο για κοινωνιογλωσσολογική ανάλυση. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι καμμία μεταβολή δεν συμβαίνει αν δεν αποκτήσει κύρος στη γλωσσική αντίληψη της κοινότητας. Στην πραγματικότητα, τα νήπια είναι οι φορείς τής πλέον ατελούς προφοράς και συχνά χρειάζεται να περάσουν μερικά χρόνια, ώστε να συμμορφωθούν προς τη νόρμα. Όμως η ομιλία τους δεν θεωρείται πρότυπος λόγος.

Η τοποθέτηση των νωδών γερόντων στην αφετηρία αλλαγών τέτοιας κλίμακας είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνη. Θα θέσω μερικές αυτονόητες και ίσως αφελείς ερωτήσεις: Από πού τεκμαίρεται ότι σχεδόν όλοι οι γέροντες έχουν ελλιπή προφορά; Πώς εξακριβώνεται η θέση τής τάξης των ηλικιωμένων σε κάθε κοινωνία που παράγει λόγο; Πώς μπορεί ορισμένη προφορά που οφείλεται σε σωματικό ελάττωμα να θεωρείται υψηλού κύρους σε γλώσσες και κοινωνίες τέτοιου εύρους και με τόση χρονική απόσταση; Πώς ταιριάζει η θεωρία τού φωνούντος υποκειμένου με τον μελετημένο τσιτακισμό, ο οποίος συμβαίνει πάντοτε πριν από πρόσθιο φωνήεν /e, i/; Έπειτα, πώς μπορεί η ίδια παράμετρος να κατευθύνει σε διαφορετική γλωσσική εξέλιξη, όπως συνέβη στη διαφοροποίηση των centum και satem γλωσσών; Και μήπως τελικά αγνοούμε τις φωνητικές έννοιες του τόπου και του τρόπου αρθρώσεως των συμφώνων ―εν τέλει της αρθρωτικής τους συγγένειας― όταν μιλούμε για «εναλλαγή» τους, σαν να επρόκειτο για απλή ποικιλία;

2. Οι ετυμολογικές προτάσεις βασίζονται, ως επί το πλείστον, σε έωλες εικασίες παρά σε τεκμήρια.

Η ισχυρότερη αιτία που ωθεί τον συγγραφέα σε επιστημονικά μετέωρες προτάσεις είναι ότι ομαδοποιεί φαινόμενα μη ομοειδή και αθετεί το κριτήριο της ομοχρονίας. Ως εκ τούτου, αστοχεί σοβαρά όταν συνδέει νεοελληνικούς διαλεκτικούς τύπους με μυκηναϊκές επιγραφές, χωρίς οποιαδήποτε ενδιάμεση μαρτυρία. Επιπλέον, δεν ελέγχει αν η μορφολογική λειτουργία των λέξεων και ο σχηματισμός των παραγώγων και συνθέτων τους συμφωνεί με την πρότασή του. Εξετάστε τα ακόλουθα παραδείγματα.

Συσχετίζει ετυμολογικά τα αρχ. ρήματα μαλάσσω και μάσσω, υποστηρίζοντας ότι το δεύτερο προήλθε από το πρώτο με σίγηση του –λ-. Ως τεκμήριο προσάγει τύπους τής τσακονικής διαλέκτου, όπως μαάζω, μαάσσω, μαάχω κτλ. Εντούτοις, η λέξη μάζα, που αποτελεί το πιο αξιοσημείωτο παράγωγο του ρ. μάσσω, θα έπρεπε να είχε ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν. Η μάζα (αρχ. μεγαρ. μάδδα) έχει προέλθει από τύπο *μαγ-ja, του οποίου το θέμα μαγ- απαντά στο απαρέμφατο μαγ-ήναι (αόρ. του ρ. μάσσω), ενώ το ρήμα μαλάσσω αναλύεται ως *μαλακ-jω και οδηγεί στο επίθ. μαλακός. Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι έχουμε δύο διαφορετικές ετυμολογικές οικογένειες, που ανάγονται σε θέματα μαγ- (πβ. μάγ-μα) και μαλακ- (πβ. μαλακ-ός), τα οποία θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε. Δεν είναι σωστό να ξεκινούμε από παράγωγα, αγνοώντας τους τύπους που βρίσκονται στην αφετηρία τού ετυμολογικού πεδίου.

Για τέτοιους και παρόμοιους συσχετισμούς, καθώς και για την ελλιπή τους τεκμηρίωση, ο κ. Δάλκος γράφει:

«Τα συμπεράσματα που βγήκαν για τον πρωτογενή χαρακτήρα λέξεων όπως γρουσσί – χρυσή ή κρανίδα – κσανίδα κ.λπ. δεν βασίζονται σε εξακριβωμένες προγενέστερες γραπτές μαρτυρίες, αλλά στην αναγνώριση ως περισσότερο εύλογης της αντιστοιχίας των στοιχείων αυτών προς τη φύση και την εσωτερική λογική των πραγμάτων» (σελ. 140).


Η θέση αυτή είναι καθ’ ολοκληρίαν άστοχη. Οι μαρτυρίες ζυγίζουν στην ετυμολογική πλάστιγγα απείρως περισσότερο από οποιαδήποτε in vitro εικασία. Για να γεφυρωθεί το κενό ανάμεσα στην ομηρική σανίδα και στο τσακονικό κσανίδα, απαιτούνται μαρτυρίες, όχι φαντασία. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχεται, η κσανίδα προέρχεται από τον τύπο κρανίδα (που είναι ο κοινότερος στη διάλεκτο), ο δε Αθ. Κωστάκης ετυμολογεί την κρανίδα από τύπο χαραμίδα (Λεξικό τής Τσακωνικής Διαλέκτου, τόμ. 2, Αθήνα 1986, σελ. 143) υποδεικνύοντας έτσι τη σωστή κατεύθυνση. Είναι εντελώς μετέωρη η πεποίθηση ότι το αρχ. σανίς, -ίδος μπορεί να προέλθει από δευτερεύοντα διαλεκτικό τύπο, ο οποίος μαρτυρείται μόνο στη Νέα Ελληνική.

3. Το άρθρο επιχειρεί κατά κόρον συγκρίσεις ανόμοιων φαινομένων.

Ο κ. Δάλκος έχει προσχωρήσει στην ατεκμηρίωτη αντίληψη ότι η προελληνική και η Νέα Ελληνική έχουν όμοια φωνητική συμπεριφορά. Προβαίνει μάλιστα στο εξής παρακινδυνευμένο συμπέρασμα:

«Η σύμπτωση (…) ωρισμένων συμφωνικών εναλλαγών που λαμβάνουν χώραν τόσο στην «προ»ελληνική όσο και στη νεοελληνική, και μάλιστα στις ίδιες λέξεις (…) θα μπορούσε να σημαίνη (…) ότι νέα ελληνική και «προ»ελληνική έχουν την ίδια φωνητική συμπεριφορά» (σ. 144).
Και παρακάτω:

«Αυτού κυρίως του πρωτοελληνικού υποστρώματος συνέχεια, αποτελεί η νέα ελληνική γλώσσα, μέχρι τα τέλη τού 19ου αι. μ.Χ. τουλάχιστον» (σ. 148).


Με αυτή την αφετηρία το άρθρο πραγματεύεται τις συμφωνικές εναλλαγές που μνημόνευσα παραπάνω (μεταξύ β-γ, γ-δ κτλ.), τις οποίες εντοπίζει ακόμη και σε μυκηναϊκές επιγραφές. Επί παραδείγματι, ξεκινώντας από το μυκ. i-ja-sa-ta-: ιάσθαι, εικάζει ότι το -j- είναι συνοδίτης φθόγγος, ο οποίος (παρ’ ότι απών από την κλασική ελληνική) διασώθηκε στα ν.ελλ. γιαίνω, γιατρός, τα οποία παράγει από τύπους υγιαίνω και *υγιατρός. Κατόπιν φθάνει μέχρι του σημείου να παραγάγει το αρχ. ιαίνω από τύπο *γιαίνω < υγιαίνω, ανατρέποντας εντελώς τη σχετική χρονολόγηση των λέξεων.


Τα λεξιλογικά δεδομένα είναι, ωστόσο, τόσο εμφανή, ώστε ακυρώνουν τέτοιους ετυμολογικούς μετεωρόλιθους. Αν θέσουμε ως αρχικό τον τύπο υγιαίνω, που παράγεται από το επίθ. υγιής, τότε προσκρούομε στον μυκηναϊκό τύπο, ο οποίος δεν περιέχει ίχνος υ-. Περαιτέρω, ο τύπος ιαίνω μπορεί να δώσει *γιαίνω [jéno] με ημιφωνοποίηση και συνίζηση, όχι όμως το αντίστροφο. Ο κ. Δάλκος θα έπρεπε να συνεξετάσει τη συμπεριφορά των ημιφωνικών στοιχείων στις λέξεις εορτή > γιορτή, υιός > γυιος, ύαλος > γυαλί κτλ., όπου ο ουρανικός φθόγγος αποτελεί κανονική φωνητική εξέλιξη, όχι αφετηρία. Τέλος, όταν ισχυριζόμαστε ότι ο μυκηναϊκός τύπος υπερπήδησε αιώνες γραπτών τεκμηρίων και εμφανίζεται αίφνης στα μεσαιωνικά και στις διαλέκτους, υποσκάπτουμε τα ίδια τα θεμέλια της πρότασής μας.

4. Ο κ. Δάλκος ισχυρίζεται ότι «οι προελληνικές λέξεις δεν πέρασαν στη νέα ελληνική μέσω της αρχαίας, αλλά κατ’ ευθείαν, ότι υπάρχει δηλαδή μια άμεση και άνευ τρίτου ενδιαμέσου σχέση και επικοινωνία (…) μεταξύ προελληνικής και νεοελληνικής» (σ. 148).

Δυστυχώς, το άρθρο δεν μοχθεί καν να ερμηνεύσει ή να στοιχειοθετήσει αυτή την υπόγεια σχέση. Λυπούμαι από καρδιάς που πρέπει να πω ότι, αν στοιχηθούμε πίσω από αυτή τη θέση, μιλούμε για γλώσσα άνευ ομιλητών. Αν οι λέξεις δεν οφείλονται στη λειτουργία τής γλωσσικής συνέχειας, τότε μέσω ποιας οδού μεταδόθηκαν στη Νέα Ελληνική; Ποιοι είναι οι φορείς τής μετάδοσης τέτοιου λεξιλογικού πλούτου; Οπωσδήποτε όχι ο γραπτός λόγος, γνωστός σε ελαχίστους.

Επιπλέον, το άρθρο θεωρεί απόδειξη της ανωτέρω θέσεως ότι ορισμένες αρχαιοελληνικές λέξεις τού καθημερινού λεξιλογίου δεν επιβίωσαν στη Νέα Ελληνική, εν αντιθέσει με άλλες, τις οποίες χαρακτηρίζει «πρωτοελληνικές». Επί παραδείγματι:

● αρχ. σκίμπους, αλλά επικράτησε το κράββατος > κρεβάτι.
● αρχ. όρος, αλλά επικράτησε το βουνός > βουνό.
● αρχ. μέλας, αλλά επικράτησε το μαύρος.

Και πάλι ο συγγραφέας κοιτάζει προς λανθασμένη κατεύθυνση. Οι συγκεκριμένοι αρχ. όροι υποχώρησαν επειδή παρουσίαζαν δυσκολία στην κλίση και στη μορφολογία, ενώ οι αντίστοιχοι ελληνιστικοί (όχι πρωτοελληνικοί) εντάσσονται σε ομαλό μορφολογικό παράδειγμα. Συγκεκριμένα, το αρχ. σκίμπους, σκίμποδος ήταν δύσκολοτερο στην κλίση από το απλό κράβ(β)ατος και το υποκοριστικό του κρεβάτιον > κρεβάτι. Ομοίως το αρχ. όρος (γεν. του όρους, πληθ. τα όρη, των ορέων) θα έμοιαζε αρκετά ασυμμόρφωτο εν συγκρίσει με το ομαλό βουνό. Τέλος, το επίθ. μέλας, μέλανος (θηλ. μέλαινα, μελαίνης, ουδ. μέλαν, μέλανος) είχε ίσως καταντήσει άσκηση κλίσεως εν σχέσει με το ομαλό μαύρος, -η, -ο.

Όταν παραβάλλουμε γλωσσικές λειτουργίες, ζωτικό είναι να βεβαιωνόμαστε ότι έχουμε μελετήσει τους μηχανισμούς αλλαγής και δεν αγνοούμε τα δεδομένα που μπορεί να ακυρώνουν την πρότασή μας. Με βαθιά μου λύπη κρίνω ότι το άρθρο τού κ. Δάλκου εκτρέπεται από την οδό τής επιστημονικής μεθοδολογίας με τρόπο που το καθιστά γλωσσολογικώς ασυνάρτητο. Αυτό προκύπτει, πέραν των άλλων, από την αναφορά του σε ζητήματα γλωσσογονίας, από την εκτίμηση ότι οι γλώσσες μπορούν να κληρονομήσουν ρίζες ή θέματα και όχι πλήρεις λεξικούς τύπους, καθώς και από την υπερβολική έμφαση που αποδίδει στις ηχομιμητικές λέξεις.

Επειδή οι εν λόγω θέσεις συνιστούν σοβαρά γλωσσολογικά ατοπήματα, θα επιχειρήσω να τις ανασκευάσω σε άλλα συναφή άρθρα.


Υποσημείωση:
Για τεχνικούς λόγους δεν κατόρθωσα να γράψω τους αρχαίους τύπους με πολυτονικούς χαρακτήρες. Επίσης, η γραφή Τσακονική διάλεκτος, που χρησιμοποιώ (αντί Τσακωνική), δεν οφείλεται σε παράβλεψη, αλλά σε διαφορετική ετυμολογική αρχή, την οποία έχω αναλύσει και αλλού (υιοθετώντας την πρόταση του Στ. Καρατζά, Les Tzacones, Boston 1976).