27/10/08

Όψεις τού μεσοπαθητικού παρατατικού

Though this be madness,
yet there is method in it

Shakespeare


Στο διάλειμμα ενός γλωσσολογικού συνεδρίου παρακολουθούσα από κάποια απόσταση μια συζήτηση του δημάρχου τής φιλοξενούσας πόλης, ο οποίος είχε προσκληθεί να χαιρετίσει το συνέδριο. Κάποιος από τους ακροατές, γνώστης μάλλον της τοπικής πραγματικότητας, ρωτούσε τον δήμαρχο γιατί δεν είχε τοποθετήσει σε κεντρικό δρόμο προειδοποιητικά σήματα για τις λακκούβες που τόσα χρόνια ταλαιπωρούσαν τους ντόπιους νησιώτες και τους επισκέπτες. Θυμούμαι το συγκαταβατικό χαμόγελο του δημάρχου. «Δεν το βρίσκω καλή ιδέα», είπε. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο τού συνομιλητή του. «Αν βάλω πινακίδες, είναι σαν να παραδέχομαι ότι ο δρόμος δεν θα επισκευαστεί και ότι οι λακκούβες είναι (κοντοστάθηκε) κατά κάποιον τρόπο μόνιμες…»

Από κάποια λοξοδρόμηση του νου σκέφτηκα πόσο διαφορετική θα ήταν πιθανώς η απάντηση αν ο λόγος γινόταν, όχι για λακκούβες, αλλά για σκοπέλους ή υφάλους που μπορεί να συναντήσει ένα πλοίο στην πορεία του. Εκεί αμέσως αναγνωρίζουμε ότι, αν και θα προτιμούσαμε να μην υπάρχουν, δεν μπορούμε ωστόσο να αγνοήσουμε την παρουσία τους· το επιτάσσει η ασφάλεια του πλου. Εφόσον ο συλλογισμός μας φτάσει μέχρι εδώ, αβίαστα συμπεραίνουμε ότι η ασφάλεια είναι διακύβευμα ανώτερο από την προσωρινότητα ή μονιμότητα των εμποδίων. Ευθύς η κρίση μας γίνεται πιο ξεκάθαρη.

Ας μεταφέρουμε τώρα το παράδειγμά μας στη νεοελληνική γραμματική. Η σύνταξή της έχει συναντήσει, όπως καλά γνωρίζουμε, παγίδες ή εμπόδια που εξελέγχουν την ευθυκρισία τού γλωσσολόγου. Αντί να αποσιωπήσει τους υπαρκτούς σκοπέλους, επειδή φρονεί ότι δεν ταιριάζουν στο σύστημα ή ότι αντιβαίνουν στο κανονιστικό του περίγραμμα, ο επιστήμονας καλείται να τους χαρτογραφήσει και να τους ερμηνεύσει. Προφανώς η περιγραφική επάρκεια έχει αντικειμενική αξία που βαρύνει περισσότερο από τη δικαιολόγηση του συστήματος.

Παρακαλώ τώρα να μου συγχωρηθεί ο εμφατικός τόνος, αν παρατηρήσω πιο συγκεκριμένα: Οι συντάκτες τής Νεοελληνικής Γραμματικής (ή κρατικής / σχολικής γραμματικής, 1941) με πρωτουργό τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη χειρίστηκαν με σύνεση τους περισσότερους σκοπέλους τής υπό διαμόρφωση τότε Νέας Ελληνικής. Η γλώσσα τής εποχής τους χαρακτηριζόταν από ρευστότητα που δεν μπορεί να συγκριθεί με τις λίγες ακαταστάλαχτες ζώνες τής σημερινής κοινής. Ωστόσο, επειδή η γραμματική διακρίνεται επίσης από ό,τι παραλείπει, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπήρξαν λίγα σημεία που προκάλεσαν τέτοια αμηχανία, ώστε οι συντάκτες δεν ήξεραν πώς να τα σηματοδοτήσουν ή να τα αντιμετωπίσουν.

Παραδείγματος χάριν, αναφερόμενος στα πολυάριθμα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα της Νέας Ελληνικής (π.χ. συνεχής, προφανής, διαρκής, αρτιμελής, ασφαλής, ελλιπής, πλήρης, δηλητηριώδης κτλ.), ο Τριανταφυλλίδης έγραψε: «Ὁ σχηματισμὸς τῶν ἀρχαίων δικατάληχτων ἐπιθέτων φαίνεται ζήτημα ποὺ μέλλει νὰ λυθῆ τελειωτικὰ ἀπὸ τὶς ἐρχόμενες γενεές» (Ιστορική Εισαγωγή, Αθήνα 1938, σ. 156). Ο συλλογισμός παρακίνησε τον πρωτοπόρο γλωσσολόγο να παραλείψει αυτά τα επίθετα από τη γραμματική του.

Μήπως η επιλογή του εξάλειψε αυτούς τους λόγιους σκοπέλους από το σύστημα και αναίρεσε την ανάγκη για περιγραφή τους; Όχι. Στην αναπροσαρμοσμένη σχολική έκδοση της μικρής γραμματικής (1976) η συντακτική επιτροπή αναγκάστηκε να παραδεχτεί αυτά τα επίθετα ως τμήμα τής νεοελληνικής μορφολογίας. Εν ολίγοις, η ελλιπής σήμανση ενός δρόμου δεν εξαφανίζει τις λακκούβες του.

Ό,τι προσπαθώ με κάποτε κουραστικό και σχολαστικό τρόπο να εξηγήσω είναι ότι η σχολική γραμματική, έργο ισορροπημένο και για την εποχή του αρκετά συμπεριληπτικό, παραμέρισε μερικά (ολιγάριθμα) λόγια συστήματα, που ο χειρισμός τους προκαλούσε αμηχανία. Αυτό γίνεται εμφανέστερο σε λίγες περιπτώσεις που εμπίπτουν στη ρηματική μορφολογία και οι οποίες αξίζουν, καθώς πιστεύω, την προσοχή μας. Ας επισημανθεί επιπρόσθετα ότι, όχι μόνον η παράλειψη, αλλά και ο εσκεμμένος υποβιβασμός τής έκτασης ή της σπουδαιότητας ενός στοιχείου (υποσήμανση) υποβάλλει στον αναγνώστη / μαθητή την ιδέα ότι η συγκεκριμένη κλιτική κατηγορία περιελήφθη μάλλον απρόθυμα στη γραμματική, στιγματισμένη κάποτε σαν «αρχαϊστική», «ιδιόκλιτη» ή «ανώμαλη».

1) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε -άω: εγγυώμαι, εξαρτώμαι, προτιμώμαι, καταχρώμαι, ηττώμαι, αναρριχώμαι… Η Νεοελληνική Γραμματική τα παραλείπει. Εισήχθησαν στην αναπροσαρμοσμένη σχολική έκδοση (1976) ως υποστοιχείο τής «αρχαϊκής κλίσης» με ελάχιστα παραδείγματα και χωρίς συμφραστικές χρήσεις. Ο παρατατικός τους δεν εξετάζεται.

2) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε -έω ή σχηματισμένα κατά το πρότυπό τους: διοικούμαι, θεωρούμαι, στερούμαι, μιμούμαι, προηγούμαι, εξαιρούμαι, τοποθετούμαι, παρατηρούμαι, δικαιολογούμαι, εννοούμαι… Η εκτενέστατη αυτή κλιτική κατηγορία ρημάτων (β2 συζυγία) στρυμώχνεται στη Νεοελληνική Γραμματική (σ. 342, § 909) με τα μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, με τη σήμανση «αρχαϊκή κλίση παθητικής φωνής» και με ισχνά παραδείγματα. Απουσιάζουν οι συμφραστικές χρήσεις.

3) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία σε -μι / -μαι: επιτίθεμαι, προτίθεμαι, διατίθεμαι, κατατίθεμαι, προΐσταμαι, συνίσταμαι, παρίσταμαι, υφίσταμαι, επαφίεμαι… Παραλείπονται εντελώς.

4) Μεσοπαθητικά ρήματα προερχόμενα από αρχαία σε -όω: δικαιούμαι, υποχρεούμαι, ισούμαι, καρπούμαι, πληρούμαι… Παραλείπονται εντελώς.

5) Μεσοπαθητικά ρήματα, σύνθετα του κείμαι, μερικά αποκλειστικώς τριτοπρόσωπα: έγκειται, πρόκειται, σύγκειται, πρόσκειται, εναπόκειται, υπόκειται… Παραλείπονται εντελώς.

Οι παραλείψεις που μνημόνευσα πήγασαν ασφαλώς από την πεποίθηση ότι αυτά τα κλιτικά συστήματα διαταράσσουν την ομοιογένεια του τύπου τής δημοτικής, που μόλις είχε αρχίσει να κατασταλάζει. Η υποσήμανση ή ο εσκεμμένος υποβιβασμός τους φανέρωναν επίσης την ελπίδα ότι οι ρηματικοί μεταπλασμοί θα συγχώνευαν τα ρήματα αυτά σε κλιτικές τάξεις πειθαρχημένες στο οικοδόμημα της γραμματικής. Επιπρόσθετα, η απουσία συμφραστικών χρήσεων, δηλ. παραδειγμάτων από πραγματικό κειμενικό λόγο, παρασιωπούσε την έκταση και τη σημασία τους. Ως αποτέλεσμα, όταν οι εν λόγω χρήσεις κυριάρχησαν αργότερα, μερικοί νόμισαν καλόπιστα ότι επρόκειτο για αναβιώσεις, όχι επιβιώσεις, ότι επανέρχονταν στο προσκήνιο ζητήματα που είχαν θεωρήσει από καιρό λυμένα.

Ειδικά ο σχηματισμός τού παρατατικού αυτών των κατηγοριών φαινόταν τόσο ασυμμόρφωτος, ώστε η περιγραφή του ξέφευγε ή ξεγλιστρούσε από κάθε έτοιμη μορφολογική κατηγορία. Ανασκοπώντας αυτά τα προβλήματα, η συνάδελφος Γεωργία Κατσούδα προχωρεί στο ακόλουθο, διατυπωμένο με περίσκεψη, σχόλιο: «Πολύ συχνά οι ομιλητές της νέας ελληνικής εκφράζουν την αμηχανία τους, όταν καλούνται να σχηματίσουν τον παρατατικό των παραπάνω ρημάτων. Αυτό οφείλεται και στο ότι οι νεοελληνικές γραμματικές αποφεύγουν να δώσουν συγκεκριμένα κλιτικά παραδείγματα για ρήματα αυτής της κατηγορίας. Εμείς προτιμούμε να συμπληρώσουμε το κενό με κλιτικά παραδείγματα από την αρχαία ελληνική παρά να δηλώνουμε ότι ρήματα όπως το τίθεμαι, παρίσταμαι, επαφίεμαι, εκρήγνυμαι δε σχηματίζουν παρατατικό» (Σύγχρονη πρακτική γραμματική, Αθήνα: Άγκυρα 2007, σ. 204). Οι κλιτικές αυτές τάξεις διαλαμβάνονται αναλυτικά στη Γραμματική τής Νέας Ελληνικής (Κλαίρη & Μπαμπινιώτη et al., Αθήνα 2005), μνημονεύεται δε ο παρατατικός των προερχομένων από τα αρχαία σε -μι / -μαι (εκτός από τους πίνακες των σελίδων 514 και 535, οι οποίοι περιλαμβάνουν και ρήματα που προέρχονται από τα συνηρημένα σε -έω).

Θα επιχειρήσω τώρα να εξετάσω το σύστημα κλίσεως που υπόκειται στις δύο πρώτες ρηματικές τάξεις (-άω και -έω), οι οποίες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ρευστότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καλύπτονται πλήρως τα ζητήματα ή ότι και αυτή η ταξινόμηση λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα λόγου.


Ρήματα σε -ώμαι, -άσαι, -άται…


Η αφομοιωτική ισχύς των τεσσάρων προσαρμοσμένων αποθετικών ρημάτων θυμούμαι, κοιμούμαι, φοβούμαι, λυπούμαι (και -άμαι), παρ’ όλο που δεν έχουν όμοια μορφολογική αφετηρία, έχει συμβάλει στην εξομάλυνση του κλιτικού παραδείγματος. Τα ληκτικά μορφήματα -άσαι, -άται… συνέπιπταν με τα μορφήματα των αρχαίων συνηρημένων (π.χ. εγγυάσαι, εξαρτάται, προτιμάται, αντανακλάται) και αυτό οδήγησε σε αναλογική επέκταση των τερμάτων στον παρατατικό. Συνεπώς, τα π.χ. λυπόμουν, φοβόσουν, θυμόταν, κοιμόταν συνέτειναν ώστε τύποι όπως εγγυόμουν, εγγυόταν, διερωτόταν, αναρριχόταν να μη συναντούν αξεπέραστη αντίσταση.

Μπορούμε, κατά συνέπεια, να προσδιορίσουμε τις εξής υποπεριπτώσεις:

α) Όσα ρήματα διαθέτουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο (σε -ιέμαι), τον προτιμούν στον σχηματισμό τού παρατατικού. Παραδείγματα: καυχιόμουν, -όσουν, -όταν (καυχώμαι / καυχιέμαι), συναντιόμαστε (συναντώμαι / συναντιέμαι), βρυχιόταν (βρυχώμαι / βρυχιέμαι)…

β) Μερικές φορές ο μεταπλασμένος τύπος απαντά μόνο στον παρατατικό: π.χ. εξαρτιόσουν, εξαρτιόταν (αλλά εξαρτάται, όχι *εξαρτιέται).

γ) Αρκετά λόγια ρήματα αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε συμμορφωτική λύση και συνήθως συμπληρώνουν τα κενά με τύπους τής αρχαίας μορφολογίας, ως επί το πλείστον χωρίς τη ρηματική αύξηση. Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ομιλητές κατά κανόνα αποφεύγουν να μεταχειρίζονται τα ρήματα αυτά σε άλλα πρόσωπα πλην του γ΄ ενικού και γ΄ πληθυντικού. Η εισήγηση του Αγ. Τσοπανάκη (Νεοελληνική Γραμματική, Αθήνα 1994, σ. 489) να πλαστεί εκ νέου εξομαλισμένος παρατατικός με τύπους που δεν έχουν έρεισμα σε καμμία γλωσσική χρήση (ο ίδιος τους σημαίνει με αστερίσκο: *τιμούμουν, *τιμούσουν, *τιμούταν…) ήταν ανεδαφική και χωρίς ελπίδα για επικράτηση. Παραδείγματα συνήθων χρήσεων, αντλημένων από πραγματικό λόγο: διερωτώντο (αλλά αναρωτιόταν), αυταπατάτο, αφορμώντο, αποπειράτο / απεπειράτο, αποκτάτο, αντανακλάτο, απορροφάτο, καταχράτο…

Συμφραστικές χρήσεις από κειμενικό λόγο: Αν συγκέντρωνε την προσοχή του σε μία μόνο ομάδα ψηφοφόρων, θα ηττάτο οπωσδήποτε από τον έμπειρο αντίπαλό του - Η νέα συμφωνία αντανακλάτο πλέον στην επενδυτική στροφή τής χώρας.


Ρήματα σε -ούμαι, -είσαι, -είται…


Για την ιδιαίτερα πολυπληθή αυτή ρηματική κατηγορία η Νεοελληνική Γραμματική παρέχει μόνο ένα παράδειγμα παρατατικού, υποβιβασμένο στα μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία: στερούμουν, στερούσουν, στερούνταν, στερούμαστε, στερούσαστε, στερούνταν (σ. 342). Η δυσκολία εντοπίζεται, καθώς έχει και από άλλους ομολογηθεί (π.χ. Τσοπανάκη, Νεοελληνική Γραμματική, σ.502), στη μορφολογική σύμπτωση του γ΄ ενικού και του γ΄ πληθυντικού προσώπου: στερούνταν.

Αν δεν θέλουμε να αδικήσουμε τον Τριανταφυλλίδη και την οξύνοια που εκδήλωνε στον χειρισμό των τυπολογικών δεδομένων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η εικόνα τής γλώσσας που κλήθηκε τότε να περιγράψει δεν ταυτιζόταν με τη γλωσσική μορφή που ακούεται και γράφεται σήμερα. Η γραπτή δημοτική, που στάθηκε το πρότυπο ή η βάση εκκινήσεως για τη Νεοελληνική Γραμματική, δεν διαχώριζε αυστηρά το γ΄ ενικό και το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της μεσοπαθητικής φωνής. Λογοτεχνικά και άλλα κείμενα του μεσοπολέμου εμφάνιζαν συχνά τύπους όπως φαίνο(υ)νταν, γράφονταν, τόσο για τον ενικό όσο και για τον πληθυντικό. Στη μορφολογική συγχώνευση συνέβαλλαν επίσης τύποι προερχόμενοι από τα νεοελληνικά ιδιώματα, των οποίων η λειτουργία δεν είχε ακόμη συρρικνωθεί από την αστυφιλία και την επέκταση του γραμματισμού. Παραδείγματα: κρητ. εκοιμούντονε (γ΄ εν. και πληθ.), Βορείου Αιγαίου αγαπιένταν (γ΄ εν. και πληθ.).

Το γνώρισμα αυτό της μεσοπολεμικής δημοτικής, η πάλη δηλ. μεταξύ ομοιομορφίας (-νταν) και διακρίσεως (-ταν / -νταν) ενικού και πληθυντικού, βαθμηδόν αμβλύνθηκε με σαφή υπεροχή των χωριστών αλλομόρφων. Η Νεοελληνική Γραμματική επιβεβαίωσε την τάση ορίζοντας στους παρατατικούς τής α΄ συζυγίας (των βαρυτόνων ρημάτων) το σχήμα που έμελλε να επικρατήσει: λεγόταν – λέγονταν, ακουόταν – ακούονταν, φαινόταν – φαίνονταν, χρειαζόταν – χρειάζονταν, χτυπιόταν – χτυπιόνταν (σ. 324 κ. εξ.). Ο τεράστιος όγκος αυτών των ρημάτων επηρέασε ολόκληρο το σύστημα και εδραίωσε στη δομή τού παρατατικού την αλλομορφική αντίθεση -τ- (γ΄ ενικό) και -ντ- (γ΄ πληθυντικό). Η εν λόγω αντίθεση είχε το πλεονέκτημα ότι επετύγχανε τη μέγιστη διάκριση (ενικού – πληθυντικού) με την ελάχιστη μεταβολή (αήχου – ηχηρού: [t] – [nd]), ήταν δε ομοκατηγοριακή, διότι δεν επέφερε μετακίνηση σε άλλη κλιτική τάξη.

Έχοντας κατά νου αυτούς τους γλωσσικούς όρους, μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί ο τύπος στερούνταν (ως γ΄ ενικό) εξακολουθεί να ενοχλεί τους φυσικούς ομιλητές και αδυνατεί να επικρατήσει, παρ’ ότι διδάσκεται επιμελώς επί τόσες δεκαετίες. Η ομαλότερη εναλλακτική λύση, που θα ήταν η υιοθέτηση των ληκτικών τερμάτων -ούταν, -ούνταν (π.χ. θεωρούταν – θεωρούνταν, συνεννοούταν, φρουρούταν, διοικούταν, τοποθετούταν…), δεν απέκτησε ποτέ ερείσματα στη χρήση. Τα περισσότερα ρήματα, αναβιωμένα ή νεόπλαστα, έφεραν μαζί τους κλιτικό σχήμα με λόγιο τίτλο ιδιοκτησίας, ο οποίος ανθίστατο στις μεταπλασμένες ή εξομαλισμένες κατηγορίες.

Αν επιδιώκαμε να προσδιορίσουμε τις τάσεις που κυριαρχούν στον παρατατικό αυτών των ρημάτων, δεν θα αστοχούσαμε ίσως στις εξής παρατηρήσεις:


α) Μερικά διαθέτουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο, ο οποίος δείχνει να προτιμάται από τους ομιλητές στον παρατατικό. Παραδείγματα: αρνιόταν (αλλά συνήθως αρνούμαι, -είσαι, -είται…), χρησιμοποιόταν (αλλά πάντοτε χρησιμοποιούμαι, -είσαι, -είται…), ασχολιόταν (κυρίως προφορικό, αλλά πάντοτε ασχολούμαι, -είσαι, -είται…).

β) Πολλά ρήματα τείνουν να διατηρούν τον αρχαίο τύπο -είτο (με ή συνήθως χωρίς ρηματική αύξηση), αν και σε άλλα πρόσωπα επικρατούν τα ομαλά μορφήματα. Τα ακόλουθα σχήματα, παρ’ ότι φαινομενικώς αταίριαστα, πληρούν δομικές ανάγκες τής ρηματικής μορφολογίας και συναντώνται με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα στα σώματα κειμένων. Παραδείγματα (γ΄ ενικό – γ΄ πληθυντικό): εξαντλείτο – εξαντλούνταν, διεκδικείτο – διεκδικούνταν, αποτελείτο – αποτελούνταν, καλλιεργείτο – καλλιεργούνταν, κατοικείτο – κατοικούνταν, τοποθετείτο – τοποθετούνταν, προωθείτο – προωθούνταν, ασχολείτο - ασχολούνταν και πολυάριθμα άλλα.


Συμφραστικές χρήσεις από κειμενικό λόγο: Η στάση του δεν εξηγείτο αλλιώς παρά μόνο από πείσμα - Στο ημίχρονο η ομάδα προηγείτο με 1-0 - Επί δύο χρόνια ταλαιπωρείτο από την επάρατη νόσο - Δήλωσε ότι θα παραιτείτο, αν δεν είχε την πλήρη στήριξη του συμβουλίου.


Οι σκέψεις και οι εξηγήσεις που έχω ώς τώρα παρουσιάσει αποσκοπούν να δείξουν ότι οι ασυμμόρφωτοι τύποι τού μεσοπαθητικού παρατατικού δεν χρωστούν την επικράτησή τους σε κάποιον αρχαϊστικό συρμό ούτε αποτελούν άρρητη γραφή στον τοίχο που ζητεί να αποκωδικοποιηθεί. Έχουν τουναντίον συστηματική ερμηνεία, η οποία συγκεράζει τη μέγιστη διάκριση με την ελάχιστη μεταβολή. Μολονότι διανύουμε ρευστό γλωσσικό τοπίο, αυτό δεν είναι λόγος να αμελήσουμε τη σηματοδότησή του, ευελπιστώντας ότι οι λακκούβες θα κλείσουν και οι σκόπελοι με κάποιον τρόπο θα καταδυθούν. Αν η γραμματική αναγνωρίζει επίσης ως ρόλο της ότι πρέπει να επιλύει προβλήματα, δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη αρχή από το να δίνει στα εμπόδια εποπτεύσιμη μορφή.


Σημείωση: Εξαιρετικές παράλληλες σκέψεις τού συναδέλφου Ευθ. Φ. Παναγιωτίδη μπορείτε να διαβάσετε σε πρόσφατο άρθρο του.