1/7/07

Γλωσσική παραμυθία: Η διατήρηση της δομής

Ο καλύτερος τρόπος να ανακαλύψουμε πού βασίστηκε ένας πίνακας ζωγραφικής ασφαλώς δεν είναι να κοιτάξουμε στην παλέτα τού ζωγράφου. Αν το κάνουμε, ίσως μάθουμε κάτι για τα χρώματα και τις αναλογίες τους, ίσως μάλιστα καταφέρουμε να μαντέψουμε τι είδους πινέλα μεταχειρίστηκε, αλλά μέχρι εκεί. Τα εργαλεία τού ζωγράφου δεν μπορούν να αποκαλύψουν τι υπόκειται στον πίνακα.

Αν όμως είχαμε γνώση τής παιδείας τού καλλιτέχνη, αν ξέραμε το πρότυπο που έχει υιοθετήσει και, πολλώ μάλλον, αν είχαμε ενδεχομένως ανακαλύψει κάποιο προσχέδιο του πίνακα, όσο πρόχειρο και αν ήταν, τότε θα βαδίζαμε σε ασφαλέστερο δρόμο. Το ατελές αυτό προσχέδιο μπορεί να ήταν απλώς μερικές σκιές με μολύβι ή κάρβουνο, λίγες γραμμές στο μπλοκ, αλλά οπωσδήποτε θα μας αρκούσε για να αποκτήσουμε εικόνα τού περιγράμματος και της δομής τού έργου.

Όταν αναδιφούμε το γλωσσικό παρελθόν, χρειαζόμαστε αξιόπιστα στοιχεία που να μας παρέχουν εικόνα τής δομής τής γλώσσας, ιδίως των πρώιμων φάσεών της, χρειαζόμαστε ισχυρές ενδείξεις που να σκιαγραφούν τη διάρθρωση του συστήματός της, τη διάταξη και λειτουργία των τεμαχίων της στη διαδρομή τού χρόνου. Επειδή η γλώσσα έχει πλευρές ή όψεις που τείνουν να έλκουν αμέσως την προσοχή μας, απαιτείται βαθιά μελέτη και επισταμένη ανάλυση προκειμένου να διακρίνουμε πού πρέπει να στραφούμε για να συγκεντρώσουμε τα στοιχεία που αποκαλύπτουν τη δομή της. Όπως η προσπάθεια κάποιου να χαρτογραφήσει τη διαδρομή μιας αμαξοστοιχίας με μόνα στοιχεία ορισμένους ενδιάμεσους σταθμούς, έτσι και η αποκάλυψη της διαχρονικής δομής μιας γλώσσας με μόνα στοιχεία τα ελλιπώς διατηρημένα γραπτά μνημεία τού παρελθόντος είναι εγχείρημα δύσκολο και δεν πρέπει να βασίζεται στη διαίσθηση, στον ρομαντισμό και στην ημιμάθεια, που αποτελούν την αφετηρία τής γλωσσικής μυθολογίας.

Έχει επανειλημμένως καταδειχθεί ότι ο πλέον αξιόπιστος μάρτυς που διαθέτουμε για να αποκτήσουμε αυτές τις πληροφορίες είναι η μορφολογία, το επίπεδο γλωσσικής ανάλυσης που ασχολείται με τη δομή και λειτουργία των τεμαχίων (μορφημάτων), καθώς επίσης με τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν τον σχηματισμό των γραμματικώς αποδεκτών λέξεων μιας γλώσσας. Ο Γάλλος γλωσσολόγος Antoine Meillet, από τους θεμελιωτές των ιστορικοσυγκριτικών σπουδών, τόνισε τη σπουδαιότητα αυτού του παράγοντα: «Αυτό που τελειωτικά καθορίζει τη συνέχεια μεταξύ δύο γλωσσών είναι οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται η μορφολογία» (La méthode comparative en linguistique historique, Oslo & Paris 1925). Η μορφολογία διακρίνεται από τη σταθερότητα που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε ποια είναι η δομή των λέξεων και πώς δηλώνεται διαχρονικά.

Οι εικασίες που εμπίπτουν σε ό,τι έχουμε μέχρι τώρα αποκαλέσει «γλωσσική μυθολογία» έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αστοχούν οικτρά στον τομέα τής μορφολογίας. Όσοι διατυπώνουν τέτοιες εικασίες έχουν μερικές φορές μοχθήσει σκληρά να εδραιώσουν τη θεωρία τους σε παρατηρήσεις για λεξική ομοιότητα, σε νύξεις περί εκφραστικότητας διαφόρων φθόγγων (π.χ. ότι μερικοί φθόγγοι είναι καταλληλότεροι από άλλους στη δήλωση της τραχύτητας ή της ηπιότητας) ή σε σύγκριση ετερόκλιτων στοιχείων από άλλες γλώσσες (όπως π.χ. πρόσφατο βιβλίο που αναζητεί μυκηναϊκές ρίζες στην κουτσοβλαχική / αρωμουνική γλώσσα). Τελικά φθάνουν να ανακατεύουν απλώς τα χρώματα της παλέτας τού καλλιτέχνη, επιχειρώντας να ζωγραφίσουν τον πίνακα από την αρχή με βάση το ιδεατό τους σχέδιο.

Συνήθη μορφολογικά λάθη: Εσφαλμένη ανάλυση της λέξεως, υποτυπώδης ή μηδενική κατανόηση του ορίου τεμαχίων (μορφημάτων), κακή αποτίμηση του ρόλου κάθε μορφήματος στη συγκριτική μελέτη και άγνοια της λειτουργικής διαφοράς κάθε μορφήματος (συμφύματος, ενθήματος, επιθήματος κτλ.). Χωρίς επαρκή εποπτεία τής μορφολογίας είναι μάλλον βέβαιο ότι θα αποσπαστεί η προσοχή μας από κάτι φαινομενικά εντυπωσιακό. Όπως οι θεατές ενός ταχυδακτυλουργού, είναι πιθανόν ότι θα κοιτάζουμε εκεί όπου θέλει ο έμπειρος διασκεδαστής και όχι εκεί όπου πραγματικά συμβαίνει ό,τι κατόπιν μας παρουσιαστεί.

Ακραία παραδείγματα ελλιπούς γνώσεως της μορφολογίας έχω παραθέσει σε παλαιότερο άρθρο μου, ευγενώς φιλοξενημένο σε άλλον ιστότοπο, και είναι περιττό να τα επαναλάβω εδώ. Αρκούμαι να σημειώσω ότι οι εσφαλμένες ετυμολογικές αναγωγές με τις οποίες ασχολήθηκα σε εκείνο το άρθρο επαναλαμβάνονται κατά καιρούς αναδιατυπωμένες ή εμπλουτισμένες, με τρόπο πάντοτε κολακευτικό στα αφτιά και ύφος που μαρτυρεί σφαλερά εδραιωμένη πεποίθηση.

Η πλάνη που οφείλεται σε ανεπαρκή κατάρτιση ως προς τη μορφολογία μπορεί να εκδηλωθεί και με πιο έμμεσο τρόπο. Αυτό συμβαίνει, όταν δεν ξέρουμε πώς να αξιοποιήσουμε τα μορφολογικά στοιχεία ή όταν τα εξαναγκάζουμε να δηλώσουν αυτό που έχουμε προαποφασίσει.

Εξετάστε το ακόλουθο παράδειγμα.

Σε πρόσφατο βιβλίο τού οποίου ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι αποδεικνύει την πρωτοελληνική καταγωγή των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, χρησιμοποιούνται επιχειρήματα από τη μορφολογία. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η Ελληνική είναι η μόνη γλώσσα στην οποία τα παραγωγικά επιθήματα έχουν «νοηματικό» χαρακτήρα ή «νοηματική διασύνδεση», ενώ στις υπόλοιπες γλώσσες αποτελούν απλώς λείψανα παλαιότερων λειτουργιών.

Ως παράδειγμα παρουσιάζεται το επίθημα -τηρ, όπως απαντά σε ουσιαστικά τού τύπου κρα-τήρ, βα-τήρ, δο-τήρ, θυγά-τηρ, πα-τήρ, μή-τηρ κ.τ.ό., διατυπώνεται δε η άποψη ότι αντίστοιχες «ενδογενείς παραγωγικές καταλήξεις» (όπως τις αποκαλεί ο συγγραφέας) στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. -dar, -tar, -ter, -tir, -thair, -dor κτλ.) είναι εντελώς απομονωμένες. Για τις λέξεις με επίθημα -ther στην Αγγλική προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «δεν διαθέτουν ως σύνολο καμία νοηματική ή γραμματική διασύνδεση ούτε μεταξύ τους, ούτε με τα συγγενείας σημαντικά, ούτε με κάποια άλλη ομάδα ονομάτων μέσα στην αγγλική γλώσσα, όντας άλλωστε και διαφορετικά μέρη τού λόγου, δηλαδή άλλες είναι ονόματα (ουσιαστικά ή επίθετα), άλλες ρήματα και άλλες επιρρήματα!» (η σήμανση με θαυμαστικό είναι του συγγραφέα). Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι το επίθημα αυτό έχει πρωτοελληνική αρχή, την οποία κάθε λαός προσάρμοσε στην «εκάστοτε ακουστική του αντίληψη».

Η αξιοπρόσεκτη αυτή επιχειρηματολογία κινείται σε ολισθηρό έδαφος. Εν πρώτοις, η αντιπαραβολή τής Αρχαίας Ελληνικής με γλώσσες πολύ νεότερές της (π.χ. Αγγλική), οι οποίες βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο εξελίξεως, είναι παροδηγητική και αποσπασματική. Αν και παρατίθενται σποραδικά παραδείγματα από τη Λατινική και τη Σανσκριτική, δεν παρουσιάζεται το πληρες μεταπτωτικό σύστημα των επιθημάτων αυτών των γλωσσών, το οποίο σε σύγκριση και με την Ελληνική οδηγεί σε Ι.Ε. επίθημα *-ter.

Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι, ενώ στην Ελληνική το εν λόγω επίθημα δηλώνει τον δράστη τής ενέργειας, όταν απαντά σε άλλες συγγενείς γλώσσες, δεν έχει τέτοια λειτουργία. Εντούτοις, η μορφολογία τής Λατινικής ανατρέπει αυτή την ατελή εικόνα: τα παραγωγικά τέρματα -tor και -tr(ix) (θηλ.), που προέρχονται από άλλες μεταπτωτικές βαθμίδες τού Ι.Ε. επιθήματος *-ter, έχουν αυτό ακριβώς το λειτουργικό φορτίο. Παραδείγματα: lec-tor, fac-tor, ora-tor, ac-tor, vic-tor, inven-tor – vic-tr-ix, inven-tr-ix, gene-tr-ix κτλ. Ας αφήσουμε επίσης κατά μέρος το γεγονός ότι το συγκεκριμένο επίθημα δεν φαίνεται να έχει στην Ελληνική πολλές αρχαϊκές μαρτυρίες στη δήλωση του δράστη τής ενέργειας (απουσιάζει με αυτή τη λειτουργία από τα κείμενα της Γραμμικής Β΄, όπου το μοναδικό δείγμα ta-te-re δεν έχει βεβαιωμένα αναγνωσθεί *στατῆρες). Αξίζει ωστόσο να αναρωτηθούμε: Αν προς χάριν τής συζητήσεως παραδεχτούμε ότι κάποιο επίθημα ή ορισμένη μορφολογική κατηγορία εμφανίζεται πλήρως σε μια γλώσσα και ατελώς σε συγγενή της, είναι αυτό ο αξιόπιστος μάρτυς που πρέπει να αναζητήσουμε για να τεκμηριώσουμε την «πατρογονική γραμμή»;

Ορισμένα αντιπαραδείγματα μπορεί να εμπλουτίσουν τον συλλογισμό μας: Η Ελληνική έχασε (ήδη από την αρχαιότητα) τα περισσότερα ληκτικά σύμφωνα, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται να λήγει ελληνική λέξη σε σύμφωνο εκτός από ν, ς, ρ (σπανίως) με την εξαίρεση των λεξικών δανείων και ορισμένων καταλοίπων. Ωστόσο, η Λατινική διατηρεί το αρχαϊκό ληκτικό -d (π.χ. αντωνυμίες aliud, istud, id κτλ.), το οποίο στην Ελληνική ανιχνεύεται μόνο ως υπόλειμμα σε παράγωγα και χωρίς μορφολογικό ρόλο (π.χ. αρχ. ἀλλο-δ-απός, αναλογικά και πο-δ-απός). Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι η Λατινική είναι πρόγονος της Ελληνικής. Το αξιοσημείωτο γεγονός ότι η Λιθουανική διασώζει το οκτάπτωτο ινδοευρωπαϊκό σύστημα, το οποίο έχουν ως επί το πλείστον απολέσει άλλες συγγενείς γλώσσες (μεταξύ των οποίων και η Ελληνική), δεν συνιστά βάση εκκινήσεως παρόμοιου συλλογισμού. Η διαπίστωση ότι η Σανσκριτική διατηρούσε εν πλήρει λειτουργία το μόρφημα -bhyas της Ι.Ε. δοτικής πληθυντικού (*-bhyos) και ότι η Λατινική προσεγγίζει με το επίθημα -bus, ενώ η Αρχαία Ελληνική δεν έχει κρατήσει ούτε ίχνος του με πτωτική λειτουργία, δεν είναι λόγος να υποθέσουμε ότι αυτές είναι οι μητρικές γλώσσες. Η Ελληνική συγχώνευσε διάφορες πτωτικές λειτουργίες σε κοινή μορφολογική δήλωση, χωρίς αυτό να αποτελεί μειωτικό στοιχείο ή τον αποφασιστικό παράγοντα για τη βαθμίδα εξελίξεως μιας γλώσσας.

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να αυξηθούν απεριόριστα.

Όταν ερευνούμε την ιστορία τής γλώσσας και επανασυνθέτουμε πρωτογενείς τύπους, είναι σημαντικό να ακολουθούμε το περίγραμμα της δομής που μας δίνει η μορφολογία και όχι αυτό που έχουμε χαράξει στη διάνοιά μας επειδή είναι πιο ελκυστικό. Είναι ευτύχημα ότι η γλωσσολογία έχει αναπτύξει σε εξαιρετικό βαθμό τα εργαλεία τής επανασύνθεσης ή αποκατάστασης, που μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε επαληθεύσιμες υποθέσεις για το γλωσσικό παρελθόν. Αν δεν ξέρουμε μορφολογία, είναι πιθανόν ότι τα ίδια αυτά εργαλεία θα τραυματίσουν την αξιοπιστία μας, όπως ένας λατόμος πληγώνεται από τον δικό του πέλεκυ και τη δική του αδεξιότητα. Τελικά θα πλήξουν τη θεωρία που καλοπροαίρετα διατυπώσαμε.

Στο τελευταίο άρθρο αυτής της θεματικής ενότητας θα εξετάσουμε πώς η γλωσσική μυθολογία προσκρούει στην αρχή τής ομοχρονίας, που πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα σε κάθε συγκριτική μελέτη.

Σημείωση: Ενδιαφέρον και μεστό επιχειρημάτων το άρθρο παράλληλου συλλογισμού τού αγαπητού συναδέλφου Ευθ. Φ. Παναγιωτίδη, στο οποίο μετά χαράς παραπέμπω.