18/8/08

Ατοπήματα και ουτοπία

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ
Ελύτης

Αν έχετε πεζοπορήσει σε άγνωστο μέρος ή επιχειρήσατε κάποτε να πλοηγήσετε ένα σκάφος, θα είστε ασφαλώς εξοικειωμένοι με τη σπουδαιότητα της πυξίδας. Θα ξέρετε, όμως, ότι αυτό το στοιχειώδες αξιόπιστο όργανο μπορεί να αποδειχθεί εντελώς άχρηστο, αν δεν έχετε φέρει μαζί σας λεπτομερή χάρτη. Χωρίς τον χάρτη οι ενδείξεις τής πυξίδας δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν, επειδή αδυνατούμε να τις αντιστοιχίσουμε στην πραγματικότητα.

Ο χώρος τής γλωσσικής μυθολογίας ηγεμονεύεται από τη στρεβλωτική συλλογιστική γραμμή, ότι η μελέτη των δεδομένων έχει τελεολογικό χαρακτήρα: αποσκοπεί στη θεμελίωση της υπεροχής. Από όσους πέφτουν θύματα αυτού του ιδεολογήματος δεν λείπει η αγάπη για τη γλώσσα. Ωστόσο, ο συναισθηματικός χώρος που καλύπτεται από τέτοια μυθεύματα αλλοιώνει τον ήχο τους και θολώνει την κρίση. Ως αποτέλεσμα, η άρθρωση των μύθων φτάνει στα αφτιά τόσο παραμορφωμένη, ώστε για ορισμένους να ακούεται σαν ατόφυα ελληνική φωνή.

Από όσους αισθάνονται αγαλλίαση εξαιτίας τής γλωσσικής μυθολογίας λείπει ο λεπτομερής χάρτης, τον οποίο έχουμε στο παρελθόν αποκαλέσει κατάρτιση. Η σοβαρή αυτή έλλειψη αφήνει τα γλωσσικά σήματα ακατάληπτα, τα δε ερμηνευτικά χάσματα σκεπάζονται βιαστικά από την ατημελησία που χαρακτηρίζει τον νηπιακό ενθουσιασμό. Η ευγενής ιδέα ανακηρύχθηκε κριτήριο αφ’ εαυτού ικανό να αντισταθμίσει όλες τις μεθοδολογικές ατέλειες και να αποζημιώσει για όλα τα ατοπήματα που ρυμουλκούνται από την ουτοπία.

Πριν από λίγα χρόνια δημοσιεύθηκε σε περιοδικό που φιλοξενεί γλωσσικές εικασίες άρθρο το οποίο αποσκοπεί στην επανεξέταση ή αναθεώρηση των «κρατουσών θεωρητικών υποθέσεων» για τη γλώσσα. Ερευνητές, σχολιαστές, εκδότες και ολιγάριθμοι ανεπαρκώς ενημερωμένοι φιλόλογοι και ιστορικοί έχουν αφεθεί να παρασυρθούν από τα συμπεράσματά του και παραπέμπουν σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι ανατρέπει τα πορίσματα της επιστήμης για την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία.

Από το άρθρο δεν λείπουν οι συνήθεις διαπιστωμένες ακρότητες, που είναι συνυφασμένες με τα κείμενα γλωσσικής μυθολογίας. Αναφέρω εν συντομία μερικές: Άστοχη χρήση γλωσσολογικών όρων και ελλιπής κατανόηση του περιεχομένου τους – Αθέτηση των μορφολογικών ορίων των λέξεων – Επιλεκτική άντληση υλικού από διάφορα εγχειρίδια και λεξικά, ενίοτε εκτός συγκειμένου, όταν κρίνεται συμφέρουσα για τον στόχο – Αντιπαραβολή υλικού που δεν ανήκει στην ίδια συγχρονία και, παρά ταύτα, αντιμετωπίζεται σαν ομοστρωματικό. Τέλος, παρατηρείται η διαδεδομένη σύγχυση μεταξύ ομορρίζων και παραγώγων τής ετυμολογικής αλυσίδας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παραπλανητική μεταφορά των στοιχείων που παρέχουν τα λεξικά.

Διαβάζοντας τέτοια κείμενα, ο γλωσσολογικά ενήμερος αναγνώστης νιώθει βαθιά αμηχανία, όχι μόνον από την ισχυρή αυτοπεποίθηση των συντακτών, αλλά και από την τακτική τους να στηρίζονται στην αισθητική εντύπωση και όχι στην επιστημονική ανάλυση. Δυστυχώς, η κακή χρήση τού υλικού από (συχνά καλοπροαίρετους) ερευνητές, που όμως στερούνται επιστημονικού υποβάθρου, δεν είναι παρά απαρίθμηση σοφισμάτων που αποτιμήθηκαν σαν επιχειρήματα.

Έχω στο παρελθόν εξηγήσει (και εμμένω σε αυτή τη θέση) ότι δεν έχει νόημα η λεπτομερής αναίρεση κάθε γλωσσικού μύθου, ότι είναι περιττή εφόσον έχουμε εξασκήσει τις δυνάμεις αντιλήψεώς μας μέσω της κατάρτισης, ώστε ευθύς να αναγνωρίζουμε την πλάνη. Συμβαίνει κάποτε, όμως, η πλάνη να είναι καλά κρυμμένη πίσω από τη συγκίνηση που προκαλεί και τα γλωσσολογικά εργαλεία να χρησιμοποιούνται με παροδηγημένο ρομαντισμό, καθώς ο ερευνητής πασχίζει να συμμορφώσει τη γλωσσική ύλη με την έμπνευση, θεωρώντας ότι η επιστήμη υποχρεούται να λογοδοτήσει σε κάποια ωραία (εθνική ή άλλη) ιδέα.

Προσέξτε, παρακαλώ, την ακόλουθη ένδειξη:

Στο προαναφερθέν άρθρο διατυπώνεται η κεντρική ιδεολογική θέση ότι οι διαπιστωμένες σχέσεις μεταξύ γλωσσών τεκμηριώνουν «τὴν δυνατότητα καὶ ἐπάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς νὰ ἑρμηνεύη ἐτυμολογικῶς καὶ ἐν πολλοῖς καὶ μορφολογικῶς ὁποιαδήποτε γλῶσσα». Οι συντάκτες ισχυρίζονται ότι αυτό «ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἀρχικὴ γλῶσσα ἄμεσο πρόγονο τῆς Ἑλληνικῆς, τὴν Ἑλληνοπελασγική, τὴν βάση τῆς ἑνιαίας ὁμογλωσσίας τοῦ ἀρχέγονου ἑλληνικοῦ χώρου, τῆς κοιτίδας τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ».

Επειδή οι εσφαλμένες αυτές απόψεις χαρακτηρίζονται από ηχητικό πληθωρισμό που ακούεται ευχάριστα στα απρόσεκτα αφτιά, έκρινα σκόπιμο να στρέψω την προσοχή σε δύο βασικές μεθοδολογικές πλάνες που υπόκεινται σε τέτοια κείμενα και αιχμαλωτίζουν τον τρόπο σκέψεως, ώστε να παράγει στάση αδιάφορη για την επιστήμη.

1) Έλλειψη συστηματικότητας.

Η χρήση τού υλικού σε εργασίες γλωσσικής μυθολογίας διακρίνεται από ρευστότητα, ασυνέπεια και σύγχυση. Οι όποιες συγκρίσεις δεν υπαγορεύονται από καμμία συστηματική αντιστοιχία, αλλά υποτάσσονται μόνο στην τυχαιότητα, αν ο επιδιωκόμενος σκοπός φαίνεται προσιτός.

Το ακόλουθο παράδειγμα από το ίδιο άρθρο είναι, καθώς πιστεύω, ικανό να επεξηγήσει τα ανωτέρω:

Οι συντάκτες συνδυάζουν διάσπαρτα γλωσσικά στοιχεία, τα οποία νομίζουν ότι αποδεικνύουν σχέση καταγωγής τής Φινλανδικής από την Ελληνική. Κατά τη συνήθη τακτική των κειμένων αυτής της κατηγορίας, ο προσφορότερος στόχος είναι λέξεις που εμφανίζουν κάποια ομοιότητα στη μορφή και είναι παραπλήσιες στη σημασία. Ως εκ τούτου, φινλανδικές λέξεις ανάγονται αδίστακτα σε αρχαίες ελληνικές, π.χ. φινλ. vesi «νερό» (αρχ. Fύδωρ), aina «πάντοτε» (αρχ. αἰωνίως), tuli «φωτιά» (αρχ. σέλας), sulo «χάρη» (αρχ. θάλλειν), riekale «κουρέλι» (αρχ. ῥάκος με κατάληξη –ύλλον = -ale), puu «δέντρο» (αρχ. φύειν) και παρόμοια. (Οι τύποι γράφονται ακριβώς όπως τους παραθέτουν οι συντάκτες τού άρθρου).

Φοβούμαι πως οι ανωτέρω συγκρίσεις συνιστούν καθαρή άσκηση παρετυμολογίας. Οι συγγραφείς απομονώνουν τεμάχια λέξεων βασισμένοι σε επιφανειακή και τυχαία ομοιότητα, παραθεωρώντας ότι η ετυμολογία προϋποθέτει αυστηρή και αναλυτική επεξήγηση της όποιας αντιπαραβολής. Συνεπώς, η συσχέτιση των aina – αἰωνίως, sulo – θάλλειν, tikki – στίζειν και άλλων δεν προσφέρει απολύτως τίποτε, διότι στηρίζεται μόνο στη φαντασία και δεν αποδεικνύει συστηματική σύνδεση του πλήρους κλιτικού και μορφολογικού παραδείγματος των λέξεων. Οι συντάκτες έχουν ακόμη παρερμηνεύσει διάφορες υποθέσεις για δάνεια μεμονωμένων λέξεων των φιννοουγγρικών γλωσσών από γειτονικές (κυρίως τευτονικές) γλώσσες, όπως εικάζεται ότι συνέβη π.χ. με το φινλ. tikki (πβ. αρχ. γερμ. *stik-i- > γοτθ. stiks «τσίμπημα, ραφή», ομόρριζο των αρχ. στίζω, λατ. *stingo, σύνθ. di-stinguo), οι οποίες ασφαλώς δεν σημαίνουν ότι πηγή προελεύσεως είναι η Ελληνική.

Η ετυμολογία, ως απαιτητικός γλωσσολογικός κλάδος, επιβάλλει επίσης ικανοποιητική ερμηνεία κάθε εικαζόμενης φωνητικής αλλαγής. Η υποτιθέμενη προέλευση του φινλ. vesi από το αρχ. ὕδωρ δεν εξηγείται με την επιπόλαιη υπόθεση ότι έχουμε «τροπὴ ὀδοντικοῦ δ σὲ σ»· η εν λόγω τροπή είναι σπανιότατη και εμφανίζεται σε ορισμένο φωνητικό περιβάλλον (κυρίως όταν γειτονεύει με ημιφωνικό φθόγγο), όχι όποτε μας εξυπηρετεί. Το ζεύγος tuli – σέλας δεν ερμηνεύεται με το σόφισμα «δωρικὴ τροπὴ σ- > τ-», αφ’ ενός μεν διότι αυτή η εξέλιξη δεν είναι καθολική στις δωρικές διαλέκτους, αφ’ ετέρου δε διότι δεν επηρεάστηκε ο τύπος σέλας.

Η έλλειψη συστηματικότητας που διέπει αυτή τη συλλογιστική γραμμή φανερώνει την ανεπάρκειά της και με έναν ακόμη τρόπο. Οι συγκρίσεις αφορούν μόνο σε τυχαίες ομοιότητες λέξεων, ουδέποτε σε αντιστοιχίες συστημάτων και μορφολογικών παραδειγμάτων.

Εξηγούμαι:

Οι ερευνητές που καταγίνονται με τέτοιες θεωρητικές υποθέσεις δεν μπορούν να νίψουν τας χείρας των παρουσιάζοντας απλώς το ζεύγος π.χ. vesi – (F)ύδωρ. Οφείλουν να αποδείξουν ισχυρές αντιστοιχίες για ολόκληρο το κλιτικό παράδειγμα, π.χ. ὕδατος, ὕδατα (πβ. τα όντως ομόρριζα χεττ. wātar, wetenas, γοτθ. wato, watins). Οφείλουν να εξετάσουν ολόκληρο το σύστημα του ρήματος π.χ. θάλλω, για να εντοπίσουν αναλογία (που υπερβαίνει την τυχαία ομοιότητα) στην κλίση, στα πρόσωπα και στους χρόνους με φινλανδικό ρήμα (και όχι με το ουσ. sulo «χάρη»). Οφείλουν να παραθέσουν ομάδες ελληνογενών λέξεων με παραγωγικό μόρφημα που να προέρχεται από το αρχ. -ύλον. Και είναι υποχρεωμένοι να παράσχουν πειστικές αποδείξεις ότι η γλώσσα-στόχος (Φινλανδική) συμμερίζεται τουλάχιστον κάποιες από τις μορφολογικές ιδιαιτερότητες της υποτιθέμενης γλώσσας-πηγής (Αρχαίας Ελληνικής, όπως είναι ο αναδιπλασιασμός, η ρηματική αύξηση, το μεταπτωτικό σύστημα), για να μη μνημονεύσουμε στοιχεία ταυτότητας της γλώσσας, που δεν γίνονται εύκολα αντικείμενο δανεισμού (όπως οι αντωνυμίες, τα στερητικά μορφήματα και οι τύποι τού προσωπικού ρήματος «είμαι»).

Συμπέρασμα: Τα γλωσσικά μυθεύματα αστοχούν οικτρά στον τομέα τής σύγκρισης, επειδή αποτυγχάνουν να αποδείξουν συστηματικότητα στη δομή. Η Φινλανδική ανήκει σε άλλη γλωσσική οικογένεια (ουραλική) και είναι μάταιο να αναζητούμε την αφετηρία της σε οποιονδήποτε κλάδο τής ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας.

2) Ελλιπής αξιολόγηση του υλικού.

Οι ουτοπικές γλωσσικές θεωρίες αναζητούν αδυναμίες τής ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας, για να εκφράσουν τη διαφωνία τους με πάταγο. Οι εισηγητές τους σύρονται από τη σκέψη ότι έτσι ανοίγουν τον δρόμο, για να θέσουν στην αφετηρία τής ομογλωσσίας την Ελληνική. Εντούτοις, όσοι προβαίνουν σε τέτοιους έωλους ισχυρισμούς καταλήγουν απλώς να ακυρώνουν κάθε εργαλείο τής επιστημονικής έρευνας.

Ας επιστρέψουμε στο προαναφερθέν άρθρο, που χρησιμεύει ως παράδειγμα στη συζήτησή μας, για να επισημάνουμε το πρόβλημα.

Οι συντάκτες κατακρίνουν μία από τις επιχειρηθείσες διαιρέσεις των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, την πεπαλαιωμένη ταξινόμηση σε γλώσσες centum και satem (από το αριθμητικό εκατό, όπως απαντά σε διάφορες γλώσσες). Αξίζει να παρατηρηθεί ότι η συγκεκριμένη διαίρεση δεν θεωρείται πλέον λειτουργική στη σύγχρονη Ι.Ε. γλωσσογεωγραφία, επειδή βασίζεται σε ένα μόνο χαρακτηριστικό και δεν παράγει ισόγλωσσο που να ανταποκρίνεται σε όσα γνωρίζουμε για τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Εφόσον οι γλώσσες των δύο αυτών κατηγοριών δεν μοιράζονται άλλα συστηματικά στοιχεία, δεν θεωρούμε σήμερα ότι η διαίρεση centum – satem συμβάλλει στις γνώσεις μας για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (Π.Ι.Ε.) φωνολογία. (Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται θεωρητικά για το ζήτημα μπορεί να συμβουλευτεί, μεταξύ άλλων, το εξαιρετικό πρόσφατο εγχειρίδιο του James Clackson, Indo-European Linguistics, Cambridge 2007, σ. 49-53).

Οι συντάκτες τού άρθρου, όμως, αποτυγχάνουν να παρακολουθήσουν την επιστημονική σκέψη και τη διαδρομή που διήνυσε η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα και ύστερα. Ενώ ισχυρίζονται ότι «αὐτὴ ἡ διάκριση [δηλ. centum – satem] εἶναι λανθασμένη καὶ σκοποθηρική», στη συνέχεια πιστεύουν πως επιλύουν το ζήτημα τοποθετώντας απλώς στην αφετηρία την ελληνική γλώσσα. Προβάλλουν τη θέση ότι «ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἤδη ἀπὸ τῆς μυκηναϊκῆς διαλέκτου εἶναι ἡ μόνη ποὺ καλύπτει τὴν ἑρμηνεία τῆς ἐναλλαγῆς σ/κ». Οι ατέλειες της διαίρεσης centum – satem μπορούν, επομένως, να αρθούν «ἐὰν δεχθοῦμε τὸ γεγονὸς τῆς συνύπαρξης ἐναλλακτικῶς τῶν φθόγγων σ/κ σὲ ὁμόρριζα τῆς Ἑλληνικῆς». Κατόπιν αναφέρονται μερικές περιπτώσεις, στις οποίες νομίζουν ότι υπάρχει ασυνέπεια, όπως σανσκριτικές λέξεις που εμφανίζουν k αντί συριστικού φθόγγου και παραδείγματα αρχαιοδιαλεκτικών τύπων με διπλή αντιπροσώπευση (-κ- και -σ-). Λυπούμαι ότι οι θέσεις αυτές επαναλήφθηκαν έκτοτε από ολιγάριθμους κλασικούς φιλολόγους με τον ισχυρισμό ότι εδραιώνουν κάποιου είδους «ιαπετική» (εννοούν, αντίθετα από τον Γ. Χατζιδάκι, ελληνογενή) ομογλωσσία.

Έχω χρέος να επισημάνω ότι οι αρθρογράφοι έχουν καθ’ ολοκληρίαν παρανοήσει τις παραμέτρους τού ζητήματος. Θα προσπαθήσω να περιγράψω με αδρές γραμμές το επίμαχο θέμα, χωρίς (πολύ φοβούμαι) να αποφύγω τη σχολαστικότητα που συνεπάγεται η πραγμάτευσή του.

Για να αντιληφθούμε ποιοι τύποι είναι συγκρίσιμοι, απαιτείται να έχουμε υπ’ όψιν τι έχει αποδείξει / αποκαταστήσει η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία σχετικά με το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό φωνολογικό σύστημα για τον προκείμενο τομέα. Τα οροφικά σύμφωνα της Π.Ι.Ε. (παλαιότ. gutturals, τώρα συνήθως dorsals) διαιρούνται σε τρεις σειρές: α) ουρανικά [palatals]: *k΄, *g΄, *g΄h, β) υπερωικά [velars]: *k, *g, *gh, γ) χειλοϋπερωικά [labiovelars]: *kw, *gw, *gwh. Από τις τρεις αυτές σειρές μόνον η πρώτη (των ουρανικών) παρουσιάζει την τάση για συριστικοποίηση στις αποκαλούμενες satem γλώσσες, πρόκειται δε σαφώς για νεωτερισμό (όχι αρχαϊσμό) των συγκεκριμένων γλωσσών.

Οι συντάκτες τού άρθρου αναμειγνύουν ετερόκλιτα στοιχεία, παραβάλλοντας δεδομένα από διαφορετικές συμφωνικές σειρές, ενώ επιπλέον παραβλέπουν εντελώς τον ρόλο των γειτονικών φωνηέντων.

Εξετάστε μερικά από τα παραδείγματα που επικαλούνται:

Περίπτωση 1: Το αρχ. κείρω, που ανάγεται σε Ι.Ε. θέμα *sker- «κόβω, διαιρώ», συνδέεται με ομόρριζα όπως τα συνώνυμα λιθ. skìrti, skiriù και σανσκρ. krntati, kartati (γ΄ ενικό πρόσωπο). Εδώ το οροφικό σύμφωνο είναι καθαρό υπερωικό, το οποίο διατηρείται σε όλη την ομογλωσσία και επομένως δεν σχετίζεται με τη διαίρεση centum – satem.

Περίπτωση 2: Συνθετότερη είναι η περίπτωση της ερωτηματικής αντωνυμίας τίς. Ποιο είναι το αρχικό σύμφωνο; Το υλικό τής ομογλωσσίας παρέχει τα εξής στοιχεία προς σύγκριση: λατ. quis, χεττ. kwis, γοτθ. hwas, σανσκρ. kas, λιθ. kas. Είναι προφανές ότι ο αρχικός οροφικός φθόγγος είναι το χειλοϋπερωικό *kw- (όχι κάποιο «ελληνοπελασγικό» qπ) και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στη διαίρεση centum – satem, η οποία, όπως ελέχθη, αφορά στη σειρά των ουρανικών συμφώνων.

Ας σημειωθεί ότι οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι δεν εξελίχθηκαν ομοίως στις Ι.Ε. γλώσσες και στις επί μέρους διαλέκτους, αλλά η αντιπροσώπευσή τους είναι αυστηρά συνδεδεμένη με το εκάστοτε γειτονικό φωνήεν. Επί παραδείγματι, το Ι.Ε. χειλοϋπερωικό *kw απαντά στη Σανσκριτική κανονικά ως k, αλλά εξελίχθηκε σε c, όταν ακολουθούσε *e, *i, *j. Παραδείγματα: σανσκρ. pañča (< *penkwe, πβ. αρχ. πέντε, αιολ. πέμπε), čakra- (< θ. *kwel-, πβ. αρχ. κύκλος, παλ. σκανδ. hvel).

Συνεπώς, κατανοούμε ότι η κάποτε διαφορετική αντιπροσώπευση ενός φθόγγου στις διαλέκτους αποτελεί χωριστή εξέλιξη υπαγορευόμενη από το άμεσο φωνητικό περιβάλλον. Όσα γνωρίζουμε από την ιστορική πορεία των γλωσσών μάς πείθουν ότι οι σύνθετης άρθρωσης χειλοϋπερωικοί φθόγγοι, που δεν διατηρήθηκαν στην Ελληνική, έχουν σαφώς αρχαϊκό χαρακτήρα. Η αντιπροσώπευση π.χ. του Ι.Ε. *gw- στη Λατινική ως gu- (διατήρηση), g- (διατήρηση του υπερωικού στοιχείου) και v/f (διατήρηση του χειλικού στοιχείου) συμφωνεί με τον ρεαλισμό που πρέπει να διέπει την αποκατάσταση ή επανασύνθεση. Αν αγκιστρωθούμε στην ελληνοκεντρική γλωσσική μυθολογία, ότι τα αρχαία σύμφωνα βρίσκονται στην αφετηρία τής αλυσίδας, δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος να εξηγήσουμε τη διπλή άρθρωση των λατ. qu-, χεττ. kw- και ομοίως.

Περίπτωση 3: Η άτοπη χρήση τού υλικού φανερώνεται ακόμη στην περίπτωση των αρχ. ρημάτων κίω «φεύγω, τρέχω», κινῶ (-έω) και σεύω / σεύομαι «τρέχω, κυνηγώ», που δεν αποκλείεται να συγγενεύουν ετυμολογικώς. Το γεγονός ότι το θέμα κι- συνδέεται με το λατ. ci-tus «ταχύς» και ότι το σεύω ίσως σχετίζεται με το σανσκρ. cyávate «περπατώ, βαδίζω» και το αρμεν. čogay «πήγα», δεν αποδεικνύει ότι οι ελληνικοί τύποι είναι οι αρχικοί. Για να έχουμε διττή εξέλιξη, χρειαζόμαστε συμφωνικό φθόγγο που να την επιτρέπει και αυτός είναι, πιθανότατα, το ουρανικό *k΄ ή *kj (I.E. θέμα *kjew-). Όπως ο νεοελληνικός τσιτακισμός [affrication] προϋποθέτει ουράνωση [nasalisation], η οποία τελείται πριν από πρόσθιο φωνήεν /e, i/, ομοίως η αρχαία συριστικοποίηση [sibilisation] απαιτεί επίσης προσθίωση της άρθρωσης [k΄] / [kj] (προ των e, i). Αν το ουρανικό στοιχείο χαθεί, τότε το οροφικό σύμφωνο διατηρείται ως απλό [k].

Ελάχιστα αρχαιοελληνικά θέματα εμφάνισαν εξέλιξη και προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλά το ίδιο συνέβη και σε γλώσσες όπως η Τοχαρική, όπου το ουρανικό *k΄ απαντά ως [š] πριν από /e, i/ και ως [k] στα υπόλοιπα φωνητικά περιβάλλοντα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η Τοχαρική είναι η πηγή τής ομογλωσσίας.

Έχοντας ήδη αρκετά μακρηγορήσει, δεν θα επιμείνω άλλο στα ατοπήματα του άρθρου. Υποσημειώνω το εξής: Οι παραπομπές σε αναγνώσματα όπως του μουσικολόγου Nors Josephson για υποτιθέμενα ελληνικά στοιχεία γλωσσών τής Πολυνησίας και του γλωσσομαθούς ερασιτέχνη Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda), ο οποίος διατύπωσε εντελώς αστήρικτους ισχυρισμούς για τη σχέση Εβραϊκής και Ελληνικής, στερούν από το άρθρο οποιαδήποτε βιβλιογραφική και επιστημονική θεμελίωση.

Η αναζήτηση τεκμηρίων, όταν στο βάθρο έχει ήδη τοποθετηθεί ένα μύθευμα, καταδικάζει εξ αρχής την προσπάθεια, ακόμη και αν πηγάζει από γνήσια αγάπη για τη γλώσσα. Επειδή το αίσθημα της αρέσκειας εξουσιάζει την κρίση, με λύπη διαπιστώνουμε ότι le coeur a ses raisons, que la raison ignore…

Στα μάτια ενός μικρού παιδιού ό,τι λάμπει ή γυαλίζει φαντάζει άκρως ελκυστικό, παρ’ ότι μπορεί να είναι ασήμαντης αξίας. Παρόμοια, τα γλωσσικά μυθεύματα τροφοδοτούν την αισθητική συγκίνηση και υπαγορεύουν ιδέες αλλοιωμένες, που όμως αστράφτουν μέσα στην άγνοια από την οποία απορρέουν.

Ας παραδεχτούμε ότι η επιστημονική ανάλυση έχει άλλες αξιώσεις, που επικαθορίζονται από την αντικειμενικότητα των στοιχείων. Ας παραδεχτούμε ότι αυτός ο λεπτομερής επιστημονικός χάρτης είναι ο μόνος δοκιμασμένος στον χρόνο, στην παραγωγή αποτελεσμάτων και στον έλεγχό τους. Και ας παραδεχτούμε ότι μόνο η πυξίδα που επαληθεύεται με αυτόν μπορεί να μας προστατέψει από τα ατοπήματα της ουτοπίας.

5 σχόλια:

Homo Sapiens Sapiens είπε...

Αγαπητέ Dr Moshe. Tu preches à des convaincus! Οι απαντήσεις με επιχειρήματα, η κριτική, η επιστημονική αποδόμηση των μύθων είναι περισσότερο από απαραίτητες. Αυτό όμως που με κάνει απαισιόδοξο είναι ότι μια ορισμένη γλωσσική μυθολογία - ιδεολογία διαχεεται και ριζώνει παρόλες τις κριτικές και τα σχόλια. H επιστήμη ειναι απαραίτητο να εκλαϊκεύεται και ο επιστήμονας να είναι στρατευμένος ως πολίτης.

jiorgos είπε...

Αγαπητέ κ. Μωυσιάδη,

συγχαρητήρια και πάλι για την επιστημονικά άριστη νέα σας αυτήν ανάρτηση και ευχές για μία απρόσκοπτη συνέχεια του ωφέλιμου έργου σας. Και ένα μεγάλο ευχαριστώ για την δυνατότητα που παρέχετε σ' εμένα όπως και στον κάθε ενδιαφερόμενο να γινόμαστε κοινωνοί των γνώσεων και απόψεών σας!

Dr Moshe είπε...

@ Αγαπητέ houdements,

Νομίζω πως καταλαβαίνω τι φοβάστε και σας ευχαριστώ που θελήσατε να μοιραστείτε την ανησυχία σας. Οι γλωσσικές εικασίες έχουν τη ρίζα τους στην αναζήτηση ταυτότητας υπεροχής και αυτό είναι, αναμφίβολα, ελκυστικός στόχος. Κατά καιρούς έχουν ζητηθεί από τον γλωσσολόγο διάφορα πράγματα, όπως να αποφασίζει μεταξύ σωστού και εσφαλμένου στη γλώσσα ή να γνωμοδοτεί σε ζητήματα γλωσσικού σχεδιασμού. Πιστεύω πως η υπεράσπιση της αλήθειας θα ήταν ευγενές και αξιότιμο χρέος, εξίσου υψηλό με τα ερευνητικά δημοσιεύματα, στο οποίο η επένδυση χρόνου έχει νόημα.

@ Αγαπητέ κ. Δερμάτη,

Εκτιμώ ιδιαίτερα τα ευγενικά σας σχόλια. Η έλλειψη χρόνου δεν μου επιτρέπει να γράφω συχνότερα, αλλά να είστε βέβαιος ότι είμαι ευγνώμων για τις ευχές σας.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ Δρ. Μωσέ,
Χαίρομαι που μπήκατε στον κόπο και συντάξατε ένα τόσο καταρτισμένο κείμενο πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

Οι θεωρίες υπεροχής είχαν και έχουν πάντα ένα άμεσο αντίκτυπο στους λαούς και φοβάμαι πως οι αντι-ινδοευρωπαϊστές παρελαύνουν εδώ και πολύ καιρό άνετοι πάνω στο άρμα τής παρετυμολογίας παρασύροντας μαζί τους πολύν κοσμάκη που κολακεύεται απ' όλη αυτή την παραφιλολογία και δυστυχώς δεν έχει την κατάρτιση για να ξεχωρίσει την ήρα από το στάχυ.

Πιστεύω πως κάνατε πολύ καλά που προτιμήσατε μια μεθοδική, επιστημονική ανάλυση διότι αυτή πρέπει να είναι η αφετηρία και από εκεί μπορούν να προκύψουν και πιο εκλαϊκευμένες προσεγγίσεις.

Το φαινόμενο τής παρετυμολογίας έχει ήδη πάρει τεράστιες διαστάσεις και έχω την αίσθηση πως η επιστημονική κοινότητα επέδειξε αργά αντανακλαστικά. Το κακό πρέπει να το χτυπάμε στην ρίζα και νομίζω πως αυτό δεν έγινε εδώ πέρα.

Unknown είπε...

Σας ευχαριστώ, αγαπητέ μου, που είχατε την καλοσύνη να διαβάσετε και να σχολιάσετε το άρθρο μου.

Αλήθεια είναι ότι καθυστερήσαμε πολύ να αντιληφθούμε πόσο η μυθολογία είχε διαβρώσει τις πηγές πληροφοριών σχετικά με τη γλώσσα. Αμελήσαμε, ομολογώ, την ευθύνη να εξηγούμε και να πείθουμε το κοινό ότι η επιστημονική αλήθεια, αν και απαιτεί κόπο και μελέτη, είναι η μόνη που έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα.

Από σχόλια όπως το δικό σας αντλώ ενός βαθμού αισιοδοξία ότι ακόμη και η όψιμη ανταπόκρισή μας έχει νόημα. :)

Ευχαριστώ.