28/1/07

Η εικόνα στη γλωσσική αντίληψη


Quid est ergo tempus? Si nemo ex me quaeret, scio;
si quaerenti explicare velim, nescio.
Αυγουστίνος
Για τη συντριπτική πλειονότητα των ομιλητών η λειτουργία τής γλώσσας είναι δυσεξήγητη. Όπως ένα ρολόι, ξέρουμε ότι λειτουργεί, αλλά μοιάζει σταματημένο όταν το κοιτάξουμε. Επειδή δεν ζούμε εκτός του χρόνου, συνήθως δυσκολευόμαστε να εξιχνιάσουμε την παρουσία του εν δράσει. Στο χωρίο που παρέθεσα, ο Αυγουστίνος το διατυπώνει εύστοχα: «Τι είναι όντως ο χρόνος; Αν κανείς δεν με ρωτάει, το ξέρω· αν θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που ρωτάει, δεν το ξέρω».

Αν και αδυνατούμε να εξηγήσουμε τι ακριβώς είναι ο χρόνος, διότι ζούμε στην παρουσία του, έχουμε ασφαλώς σημειώσει πρόοδο στην παρατήρησή του. Τον υποδιαιρέσαμε σε μετρήσιμες μονάδες, τις οποίες ευκολότερα μπορούμε να χειριστούμε, καθώς αντιστοιχούν στις διανοητικές μας ικανότητες· βλέποντας έναν δείκτη δευτερολέπτων να κινείται, αναφωνούμε: ο χρόνος κυλάει.

Η γλωσσική λειτουργία υψώνει παρόμοια εμπόδια. Επειδή αδυνατούμε να «βγούμε έξω» από τη γλώσσα μας και να την παρατηρήσουμε, είμαστε δε υποχρεωμένοι να τη χρησιμοποιήσουμε για να την περιγράψουμε, ίσως δεν ξέρουμε από πού να ξεκινήσουμε για να εξετάσουμε τη λειτουργία της. Στην περίπτωση του χρόνου επινοήσαμε ή ανακαλύψαμε μια κατηγορία προσπελάσιμη στο αντιληπτικό μας σύστημα. Ο ομιλητής, που βρίσκεται σε παρόμοια θέση, θα έπρεπε ίσως να ξεκινήσει από εκεί: Να εντοπίσει τι είναι αυτό που θέτει όρια στη γλωσσική έκφραση.

Ο γλωσσολόγος πιθανόν να θεωρεί ότι έχει έτοιμη την απάντηση: Όρια στην έκφραση θέτουν π.χ. τα φωνήματα, οι επιτρεπτοί συνδυασμοί μορφημάτων σε ορισμένη γλώσσα, η θέση των όρων τής προτάσεως, η παρουσία ομωνύμων κτλ. Οι κατηγορίες αυτές, επειδή είναι εκ φύσεως πεπερασμένες, προσφέρονται για ανάλυση και περιγραφή. Εντούτοις, παρ’ ότι εξαιρετικά χρήσιμες στη γλωσσολογική έρευνα, φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν το ζήτημα από την πλευρά τού ανατόμου και όχι του χρήστη ή ομιλητή.

Σε αυτή τη θεμελιώδη ανάγκη, δηλ. την οπτική γωνία τού φωνούντος υποκειμένου, επιδίωξε να ανταποκριθεί την τελευταία εικοσαετία ο επιστημονικός κλάδος τής Γνωσιακής Γλωσσολογίας (Cognitive Linguistics). Αφετηρία και στήριγμα του τρόπου σκέψεως που ανέπτυξε είναι η κατανόηση ότι η γλώσσα βασίζεται στην εννοιοποίηση (conceptualisation) της αντίληψης. Απλουστεύοντας όσο γίνεται αυτή τη δήλωση, μπορούμε να τη διατυπώσουμε ως εξής: Οι σωματικές μας εμπειρίες, η αντίληψη του χώρου και ο προσανατολισμός μας σε αυτόν αποτυπώνονται στη γλώσσα και στον τρόπο λειτουργίας της. Αν επιδιώκουμε να βρούμε τα όρια της γλωσσικής έκφρασης, πρέπει αναπόφευκτα να ξεκινήσουμε από εδώ.

Ο άνθρωπος είναι πλασμένος ή δημιουργημένος με ήδη υπάρχουσες δομές, στις οποίες κατόπιν οργανώνεται η εμπειρία και η γλωσσική λειτουργία. Οι πρωταρχικές αυτές δομές, οι οποίες ενυπάρχουν στο γνωσιακό μας σύστημα, έχουν αποκληθεί εικονοσχήματα (image-schemas). Μπορούμε να τα παρομοιάσουμε με αυλακιές οργωμένου χωραφιού, που είναι έτοιμο για σπορά. Ότι ο άνθρωπος γεννιέται «έτοιμος» για τη γλώσσα, με δεδομένα και ενδιάθετα τα βασικά εικονοσχήματα, υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα αποκτήματα που συνεισέφερε στις γνώσεις μας η γνωσιακή γλωσσολογία. Αν καταπιαστούμε με μερικά βασικά εικονοσχήματα, είναι δυνατόν να αποκτήσουμε πρόσβαση σε σημαντικά στοιχεία τής γλωσσικής λειτουργίας, απροσπέλαστα στην τυπική γλωσσολογική ανάλυση (λ.χ. στην τυπική σημασιολογία των συνθηκών αληθείας).

Σε αυτό το σημείωμα θέλω να προσφέρω ελάχιστες μόνο νύξεις αυτών των όμορφων (ας τα αποκαλέσω έτσι) πορισμάτων τού εν λόγω κλάδου. Θα περιοριστώ μόνο στην αποτύπωση της αντίληψης του χώρου, ελπίζοντας ότι ο αναγνώστης μου θα θελήσει να εμβαθύνει μόνος του σε παρόμοια συμπεράσματα.

Ας εξετάσουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

1. Ανέβηκα στη σκάλα, για να αλλάξω τη λάμπα.
2. Οι βαθμοί του έπεσαν σε αυτό το εξάμηνο.
3. Μη μου υψώνεις τη φωνή!
4. Το βράδυ παρουσίασε ανεβασμένο πυρετό.
5. Όλη την ώρα πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω στον διάδρομο.
6. Η εργασία σας είναι υψηλής ποιότητας.

Αν σας ζητούσα να φέρετε παράδειγμα που να περιγράφει επαρκώς τις έννοιες «πάνω» και «κάτω», ίσως σκεφτόσαστε το πρώτο (ανέβηκα τη σκάλα), δύσκολα όμως τα επόμενα. Εντούτοις, τα παραδείγματα αυτά αποκαλύπτουν την ύπαρξη συστηματικού και απλού εικονοσχήματος, που ενυπάρχει ως σκελετός στη δομή τους.

Ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τη δομή αυτή. Στο παράδειγμα (5) ο διάδρομος είναι, πιθανότατα, οριζόντιος· γιατί λοιπόν λέμε ότι πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω; Πώς εννοούμε ότι κάποιος υψώνει (3) τη φωνή; Γιατί αναφερόμαστε μόνο στην ένταση και όχι στο ύψος ή στον τόνο τής φωνής; Έπειτα, είναι απορίας άξιο πώς αντιλαμβανόμαστε τη φράση υψηλής ποιότητας (6). Γιατί όχι μεγάλης ή βαθιάς ή ευρείας ποιότητας;

Προτού δώσουμε την απάντηση, ας προσέξουμε και μερικά αντίστοιχα παραδείγματα από την Αγγλική:

1. I am on top of the situation «Έχω τον έλεγχο της καταστάσεως»
2. That was a low trick «Αυτό ήταν φτηνό (κ. λ. χαμηλό) κόλπο»
3. He is under my control «Είναι υπό τον έλεγχό μου»
4. Keep your voice down, please «Χαμηλώστε τη φωνή σας, παρακαλώ»
5. The province is quite close to sliding into civil war «Η επαρχία είναι στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου (κ. λ. πλησιάζει να γλιστρήσει σε εμφύλιο…)».

Είναι φανερό ότι οι παραπάνω μεταφορές έχουν δομηθεί σε εικονόσχημα με εξαιρετική συστηματικότητα και συνεκτικότητα. Θα αποκαλέσουμε το εικονόσχημα αυτό ΚΑΘΕΤΟΤΗΤΑ (verticality). Η ενδιάθετη αντίληψη της καθετότητας στον άνθρωπο τον υποκινεί να δομεί βασικές έννοιες ανάλογα με τη θέση τους στον κάθετο άξονα. Τώρα δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τη μεταφορά ΤΟ ΠΟΛΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ – ΤΟ ΛΙΓΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΩ (στη βιβλιογραφία τα εικονοσχήματα και οι μεταφορές κεφαλαιογραφούνται). Εφόσον ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να κινείται και να δρα όρθιος, είναι λογικό ότι συνδέει την αύξηση με το ύψος και τη μείωση με την πτώση.

Κατά συνέπεια:

Το ηθικό μου ανεβαίνει, αλλά πέφτω σε κατάθλιψη. Ο βαριά άρρωστος μπορεί να βυθιστεί σε κώμα, αλλά δεν θα αφήσω τη γρίπη να με ρίξει κάτω. Παρ’ ότι ανέβηκε το εισόδημά του, τον θεωρώ κατώτερό μου. Δίνω συγχαρητήρια σε φοιτητή για τον χαμηλό αριθμό λαθών που βρήκα στο γραπτό του. Τον ενθαρρύνω: «Συνεχίστε και θα φθάσετε πολύ ψηλά!» Ακόμη και όταν η επιχείρηση κατέρρευσε, εκείνος δεν άφησε τον εαυτό του να ξεπέσει.

Η εγγενής συστηματικότητα αυτών των προτάσεων οφείλεται στο γεγονός ότι επικαθορίζονται από το θεμελιώδες εικονόσχημα της καθετότητας. Αν το ΠΟΛΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ, έπεται ότι και η ευτυχία, η ζωή, η ευημερία, αλλά και ο έλεγχος, η επιρροή συνδέονται με το ύψος. Σε αυτή την απλή εικονοσχηματική βάση οικοδομούνται έννοιες, περίπλοκες μεταφορές και αλλαγές σημασίας.

Επειδή οι πληροφορίες μας για τα εικονοσχήματα προέρχονται από την αίσθηση της όρασης, δικαίως μπορούμε να ονομάσουμε την αντίληψή μας οπτικοκεντρική (visualistic). Αν επιδιώκουμε να κατανοήσουμε τι ορίζει τη γλώσσα μας, αυτή είναι η καλύτερη αφετηρία που έχουμε στη διάθεσή μας. Όπως έγραψε ο Καντ, «βλέπουμε τον κόσμο, όχι όπως είναι, αλλά όπως είμαστε».

Σημείωση: Τα παραδείγματα σε αυτό το σημείωμα έχουν ληφθεί από τα βιβλία G. Lakoff & M. Johnson, Metaphors We Live By (Chicago 1980) και Z. Kövecses, Metaphor. A Practical Introduction (Oxford 2002), καθώς και από το άρθρο μου «Στρεβλός = Κακός: Ένα γνωσιακό σχήμα μεταβολής σημασίας» (Γλώσσης χάριν, συλλογικός τόμος προς τιμήν τού καθ. Γ. Μπαμπινιώτη, Αθήνα 2008). Περισσότερα στοιχεία υπάρχουν επίσης στο άρθρο μου «Αλλαγές σημασίας στο εικονόσχημα του άξονα. Το παράδειγμα του ρήματος τρέπω» (Πρακτικά τού 8ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Ιωάννινα 2007, σ. 1057-62, διαθέσιμο εδώ).

19/1/07

Ορθογραφία: Ο απόηχος μιας συζητήσεως

Το 1951 ο Νικόλαος Ανδριώτης ετοίμαζε για έκδοση το περιώνυμο Ετυμολογικό Λεξικό του, που θα αποτελούσε επί πολλές δεκαετίες μοναδικό στο είδος του οδηγό για ετυμολογικά ζητήματα. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σε εποχή που οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες και δαπανηρές, διατηρούσε επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας με τον ηλικιωμένο πια Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που καταπονημένος από τη νόσο Πάρκινσον ζούσε στην Αθήνα, στο περίφημο σπίτι τής οδού Πατριάρχου Ιωακείμ.

Ο Ανδριώτης έστελνε τακτικά στον Τριανταφυλλίδη χειρόγραφα του λεξικού του, προτού τα παραδώσει για εκτύπωση, αποβλέποντας στη γνώμη τού δασκάλου, που «ό,τι άγγιζε το έκανε καλύτερο», όπως του έγραφε. Μολονότι ο Τριανταφυλλίδης εκτιμούσε την ετυμολογική εργασία που επρόκειτο να δει σύντομα φως, φαίνεται ότι ενοχλείτο κάπως από το γεγονός ότι ο Ανδριώτης δεν τηρούσε σχολαστικά την ορθογραφία που είχε συστήσει η Νεοελληνική Γραμματική ήδη από το 1941. Έτσι, στις 17 Ιανουαρίου 1951, σε μακροσκελές γράμμα του ο Ανδριώτης διατυπώνει το παράπονό του και δίνει εξηγήσεις:

(...) Οι παρατηρήσεις σας, παρά τον κάπως σκληρό τρόπο τους, δε με ταράσσουν, όχι μόνο γιατί ξέρω ότι προέρχονται από αγαθή προαίρεση και προς εμένα και προς το έργο, αλλά και γιατί φυσικό είναι να μη συμφωνούμε σε όλα. Εσείς δίνετε βασική σημασία στην αυστηρή εφαρμογή τής ορθογραφίας τής Γραμματικής. Σαν αίρεση σας φαίνεται η παράβασή της. Εγώ, όχι μόνο γιατί δε γράφω ορθογραφικό λεξικό, αλλά και γιατί ξέρω με τι τρόπο συναρμολογήθηκε το ορθογραφικό σύστημα, του δίνω, και με συγχωρείτε γι' αυτό, αξία σχετική, και το ακολουθώ στα κυριώτερα σημεία του, όχι σ' όλα. (...) Λέγοντας ότι η ορθογραφία που εφαρμόζω «μπερδεύει και συγχίζει» υπερτιμάτε το ρόλο τού Λεξικού μου ως ορθογραφικού οδηγού, που δεν είναι. Είναι πρόωρο ακόμα για να οριστή η τελική ορθογραφία μας. Ας μην ορκιζώμαστε λοιπόν σ' αυτή που προτείνει η Γραμματική.

Στον επίλογο του γράμματός του ο Ανδριώτης κλείνει ως εξής:

Πάντως επαναλαμβάνω ότι αν μπορούσαμε να εξετάσουμε προφορικά την κάθε μια περίπτωση, πιθανόν σε πολλές να άλλαζα γνώμη. Μα απ' εδώ πώς να συνεννοηθούμε; Ένα ταξίδι στην Αθήνα ισοδυναμεί για μένα με τη δημιουργία οικονομικού ελλείμματος. Λοιπόν τι θα γίνη; Νομίζω πως μάλλον πρέπει να μείνουν όπως είναι. Στις διορθώσεις θα φροντίσω να είμαι συνεπέστερος στο ορθογρ[αφικό] σύστημα που ακολουθώ, και θα βγάλω ίσως μερικές λέξεις που μπορεί να είναι λιγότερο κοινές από άλλες ή πολύ ξένες. Για τα άλλα μη χολοσκάτε. Όπως κάθε αρνί, θα κρεμαστώ από το πόδι μου. Και ελπίζω πως θ' αντέξη.

Ο Τριανταφυλλίδης απάντησε εκτενώς δύο ημέρες αργότερα. Από το αξιομνημόνευτο γράμμα του είναι επωφελές να σταχυολογήσει κανείς σημεία που ο ίδιος ο Τρ. είχε αριθμήσει, με σκοπό να υποστηρίξει την ορθογραφική ενοποίηση και την ακριβή εφαρμογή των υποδείξεων της Γραμματικής του, η οποία πλέον είχε αποκτήσει κρατική / θεσμική υπόσταση:

2. Λυπούμαι για το σκληρό τρόπο που λέτε. Νόμιζα άλλωστε ότι και εσείς είστε πιο ενήμερος για την ορθ[ογραφία] τής Γραμματικής και μου είχατε δηλώσει άλλωστε ότι θα έπρεπε να την ακολουθήσετε. (...)
3. Την ορθογραφία τής Γραμματικής, εξηγώ στο φυλλάδιό μου με την απάντηση στο Λάκωνα [σ.: εννοεί τον συνεργάτη του στη Νεοελληνική Γραμματική Κλέανδρο Λάκωνα (Καρθαίο)] γιατί νομίζω πως πρέπει να την ακολουθούμε. Εξηγώ εκεί και γιατί την ακολουθώ από την πρώτη μέρα και σε γραφές που τις αποδέχτηκα χωρίς να συμφωνώ. Για τον τρόπο που «συναρμολογήθηκε», όπως λέτε, δεν ξέρω τι έχετε υπόψη σας. (...)
4. Λεξικά ορθογραφικά ή ετυμολογικά ή άλλα είναι έργα που μένουν και που γίνονται οδηγοί για τους πολλούς, όπως γίνεται ήδη με το Λεξικό τής «Πρωΐας» ή άλλα, που διαιωνίζει όσα ορθογράφησε εκεί ο Αναγνωστόπουλος, ενώ η Ακαδημία δεν κηδεμονεύει πια όσα είχαν θεσπιστή τότε στ' όνομά της. (...)
6. Όσα λέτε για τη διαφορά ετυμολογικού και ορθογραφικού λεξικού δεν τα κρίνω σωστά.

Προσθέτει στο γράμμα του το ακόλουθο υστερόγραφο:

Για την ορθ[ογραφία] έκαμα τις παρατηρήσεις μου με την πεποίθηση πως εφαρμόσατε το σύστημα της Γραμματικής, αφού και στο ζήτημα της υποταχτικής θέλατε να την ξαναδιατηρούσατε. Τώρα βλέπω πως και σε άλλα, λ.χ. τη δάσυνση του ισπανικός, είστε συντηρητικός. Καλύτερα λοιπόν να μην ανακατωθώ στο ζήτημα αυτό καθόλου. Θέλετε να περιοριστώ στην υπόδειξη των λημμάτων και των παραπεμπτικών από δευτερώτερα, που κρίνω περιττά; Για την ουσία και τις ετυμολογίες που αναφέρετε (όσα είδα πρόχειρα και στα πεταχτά) είναι πάντα πολύ καλά.

O Ανδριώτης τύπωσε το λεξικό του τον ίδιο χρόνο, ωφελημένος αναμφίβολα από τις υποδείξεις, τους δισταγμούς και, κάποτε, τον έλεγχο του Τριανταφυλλίδη. Το λεξικό, παρά τις ατέλειες και τις ασυνέπειές του, έφθασε να είναι μέχρι τώρα το μόνο αμιγώς ετυμολογικό λεξικό τής Νέας Ελληνικής (με τελευταία την τρίτη του έκδοση, το 1983, όπου περιελήφθησαν αυτόγραφες διορθώσεις τού εκλιπόντος πια Ανδριώτη).


Από τον διάλογο αυτόν μπορούμε, νομίζω, να ξεχωρίσουμε μερικά βασικά ζητήματα που τον καθιστούν επίκαιρο.

Εν πρώτοις, η ορθογραφία ενός λεξικού έχει σημασία. Το επιστημονικό λεξικογραφικό έργο αποτελεί γλωσσικό βοήθημα και έχει το πλεονέκτημα να καλύπτει ολόκληρο το σώμα τής γλώσσας, σε αντιδιαστολή προς τη γραμματική, όπου συνήθως παρατίθενται μόνον επιλεκτικά παραδείγματα. Τώρα που με το πλεονέκτημα της απόστασης ατενίζουμε τη Νεοελληνική Γραμματική (τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη), κατανοούμε πόσους σκοπέλους είχε να αποφύγει και τι είδους αγώνα να διεξαγάγει απέναντι στην εκατέρωθεν προκατάληψη[*]. (Αυτό είχε κατά νου ο Ανδριώτης όταν αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο «συναρμολογήθηκε» η υιοθετηθείσα ορθογραφία.) Και εκτιμούμε, πιστεύω, ότι στη θέση-κλειδί βρέθηκε άνθρωπος σώφρων και νηφάλιος, ο οποίος παραμέρισε ακόμη και προσωπικές προτιμήσεις χάριν της επιστημονικής συνέπειας.

Διερωτώμαι πόσο είμαστε πρόθυμοι να πράξουμε το ίδιο σήμερα. Κάποτε η ίδια η προσωπική προτίμηση μεταμφιέζεται σε επιστημονική συνέπεια, για να την παρουσιάσουμε έτσι στους άλλους και να κερδίσουμε την ομογνωμία τους. Και μερικές φορές αρνούμαστε να αλλάξουμε οπτική γωνία, αμβλυωπώντας όταν άλλοι μας υποδείξουν κενά στον συλλογισμό, στα επιστημονικά δεδομένα ή στα συμπεράσματα που εκθέσαμε.

Ο Τριανταφυλλίδης δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ήδη στον πρόλογο της γραμματικής του αναγνωρίζει ότι κατά τη σύνταξή της στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στους δοκιμότερους συγγραφείς τής δημώδους λογοτεχνίας, από τους οποίους αντλεί (ως είναι φανερό) τα περισσότερα παραδείγματα. Οι γλωσσικές επιλογές εκείνων των σπουδαίων λογοτεχνών τής προπολεμικής πεζογραφίας, όμως, αντανακλούσαν σε ορισμένα σημεία πεπαλαιωμένη δημοτική και δεν υιοθετήθηκαν στο σύνολό τους από τη Νεοελληνική Κοινή, η οποία έπρεπε να καλλιεργηθεί επαρκώς και στον επιστημονικό λόγο. Εκεί η ώσμωση με την καθαρεύουσα, που είχε μακρά ιστορική πορεία στον συγκεκριμένο τομέα, διεύρυνε το πεδίο λειτουργίας τόσο της γραμματικής όσο και του λεξικού, εφόσον αυτά τα έργα φιλοδοξούσαν να αντιπροσωπεύσουν την υπαρκτή γλωσσική κατάσταση.

Η Νεοελληνική Γραμματική συνετέλεσε καθοριστικά στην ενοποίηση της ορθογραφίας και βοήθησε ώστε να διδαχθεί ως κοινό κτήμα στις νέες γενεές. Το επιστημονικό λεξικό, από την πλευρά του, δεν έχει ρόλο απλού εφαρμοστή τής γραμματικής: απεναντίας, αποτελεί εργαλείο έρευνας και ελέγχου των κανόνων της σε κάθε λήμμα. Αντιμέτωπος με το σώμα τού λεξιλογίου ο Ανδριώτης και επισκοπώντας την ποικίλη προέλευση των τύπων, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν επιστημονικά σωστό να είναι το λεξικό ανακόλουθο με τον τίτλο του και να αθετεί τις ετυμολογικά βέβαιες γραφές. Δεν νομίζω πως υπάρχει ακόμη και σήμερα τρόπος να προσπεράσουμε τις ήδη έκτοτε διαπιστωμένες ασυνέπειες μερικών σχολικών γραφών. Εξήγησα γιατί στο προηγούμενο άρθρο μου.

Από την άλλη πλευρά, δεν είναι πρέπον να «ορκιζόμαστε», όπως σημείωνε ο Ανδριώτης, στο όνομα οποιασδήποτε γραμματικής ή λεξικού. Μόνο που για να αποσύρουμε το χέρι μας από την ορκωμοσία, χρειάζεται να βεβαιωνόμαστε ότι κατέχουμε τα σχετικά θέματα. Ενώ τα επιστημονικά έργα δεν είναι αλάνθαστα, ελλοχεύει διαρκώς ο κίνδυνος του ετυμολογικού ερασιτεχνισμού, αν παραλείψουμε να κατατοπιστούμε σφαιρικά ως προς το ζήτημα που κρίνουμε, αν αμελήσουμε να καταβάλουμε την επίμοχθη προσπάθεια που απαιτείται για να μελετήσουμε το κάθε τι και να μορφώσουμε γνώμη. Αν το ηλεκτρονικό και έντυπο περιβάλλον μοιάζει να ηγεμονεύεται από την ψευδώνυμη γνώση, είναι ίσως επειδή η απερισκεψία αποδεικνύεται ελκυστική και δεν απωθεί μέσω της επιστημονικής βασάνου όποιο ιδεολόγημα μας είλκυσε ή ταίριαξε στις αναζητήσεις μας. Συνεπώς, specta aurum in igne! Όταν χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε προσωπικά κάθε εμπόδιο, εξαίρεση ή τύπο που βασάνισε τους προγενεστέρους, πιθανώς θα είμαστε σε καλύτερη θέση να δοκιμάσουμε τον κανόνα τής γραμματικής ή την υπόδειξη του λεξικού και, οπωσδήποτε, θα έχουμε κάνει σημαντικά βήματα για να καταστείλουμε την αλαζονεία που αμέσως σπεύδει να εκδηλωθεί σε κάθε δημόσιο διάλογο.

Η τελευταία μου παρατήρηση, όχι ασήμαντη πιστεύω, συνδέεται με το ύφος τής συζητήσεως για τα γλωσσικά θέματα. Οι έντονες διαφωνίες και οι βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις, στις οποίες κάποιος έχει επενδύσει ψυχικά, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε λόγια πικρά, παρεξηγήσεις και αλληλοκατηγορίες. Ο Ανδριώτης και ο Τριανταφυλλίδης δεν συμφωνούσαν σε όλα. Όταν ανέκυψαν σοβαρά προβλήματα στη συνεργασία τους, έχει πραγματική αξία να συλλογιστούμε πώς χειρίστηκαν το ζήτημα. Γράφει ο Ανδριώτης:


(...) Και αν τα λόγια μου σας πίκραναν, όπως κ' εμένα τα δικά σας, σκίσετε το γράμμα αυτό και λησμονήστε το, για να εξακολουθήσω να είμαι όπως τώρα περήφανος για τη φιλία μας.

Αναρωτιέμαι πόσο συνειδητοποιούμε ότι μας λείπουν σήμερα χειρονομίες γενναιοφροσύνης και ειλικρινούς παραδοχής όπως αυτή. Αντ' αυτών πληθαίνει η έπαρση και η αυτάρεσκη υπεροψία, που εμποδίζουν κάποιον να παραδεχτεί το σφάλμα του, ενώ συγχρόνως κοιτάζει να αρπαχτεί από κάποια λέξη τού συνομιλητή του, για να συνεχίσει ακώλυτος τον δικό του μονόλογο. Αν δεν έχουμε μέχρι τώρα πραγματικό διάλογο και λύση όποιων ελλείψεων μας άφησε η σχολική ορθογραφία, είναι σε μεγάλο βαθμό επειδή φανήκαμε κακοί συζητητές τους. Και τελείωσα με αυτό από το οποίο ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε...


[*] Επί παραδείγματι, το ζήτημα της γραφής τής αποκαλούμενης υποτακτικής ταλάνισε σοβαρά την επιτροπή συντάξεως. Αρκετοί δημοτικιστές είχαν ταχθεί αναφανδόν υπέρ της ενοποίησης των καταλήξεων και, όταν ο Τριανταφυλλίδης και αργότερα η Γραμματική δεν έστερξαν, διατύπωσαν κατηγορίες για συμβιβασμό και προδοσία. Σε γράμμα του γεμάτο παράπονα ο Πέτρος Βλαστός παρωδεί το καινοδιαθηκικό χωρίο γράφοντας στον Τριανταφυλλίδη: ...όσο βαστάς την υποταχτική δε θα μπεις στη βασιλεία των ουρανών. «Μακάριοι οι ανυπότακτοι, ότι αυτών η βασιλεία των ουρανών!»

Σημείωση: Τα αποσπάσματα από τις επιστολές έχουν ληφθεί από τον τόμο Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Αλληλογραφία (φιλολογική επιμέλεια: Π. Μουλλάς, Μ. Βερτσώνη-Κοκόλη, Έ. Πέτκου), 2001, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.

3/1/07

Ας μιλήσουμε για ορθογραφία - Μέρος Γ΄

sine ut sunt, aut non sint?

Στο προηγούμενο άρθρο μου εξήγησα, με όση μπόρεσα σαφήνεια, ότι η σχολική ορθογραφία είχε την αφετηρία της στη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Εστίασα επίσης την προσοχή στα τεκμήρια που μαρτυρούν ότι ο σχετικός διάλογος έμεινε ατελής.

Οι μελετητές τής ιστορίας τής γλώσσας αντιλαμβάνονται αμέσως ότι μεγάλος σάλος και ακαταστασία επικρατούσαν στη γραφή τής Νέας Ελληνικής (δημοτικής) πριν από τη ρύθμιση που επέβαλε η Νεοελληνική Γραμματική. Η αναρχία αυτή είχε πολλαπλούς αιτιολογικούς παράγοντες σχετικούς με τη φύση τής ιστορικής ορθογραφίας ή ακόμη και εξωγλωσσικούς (σύντομη επισκόπησή τους στο άρθρο τού Μ. Τριανταφυλλίδη, 1943: «Ορθογραφικά: Αυγό ή αβγό», Νέα Εστία, τόμ. 33, σελ. 303-5). Ότι η σημερινή εικόνα τού γραπτού μας λόγου ριζικά διαφέρει από τη νεφελώδη και άναρχη γραφή εκείνης της περιόδου είναι γεγονός αναντίρρητο. Η ρύθμιση που επιτεύχθηκε χάρις στη Νεοελληνική Γραμματική καθώς και η επέκταση του γραμματισμού συνετέλεσαν στη βεβαιωμένη πρόοδο που παρατηρήθηκε έκτοτε.

Α. Προαπαιτούμενα του διαλόγου

Αν επιδιώκουμε να συμβάλουμε ουσιωδώς στον ορθογραφικό διάλογο, ξεκινούμε από ακατάλληλη αφετηρία όταν φέρνουμε στην επιφάνεια μεμονωμένες λέξεις και αγκιστρωνόμαστε σε αυτές. Για να κρίνουμε σωστά τη σχολική ορθογραφία, πρέπει δίχως άλλο να συζητήσουμε τις θεωρητικές αρχές που τη στηρίζουν. Οφείλουμε περαιτέρω να ελέγξουμε τις αδυναμίες τού συστήματος στους τομείς τής συνέπειας και της αξιοπιστίας. Αν αμελήσουμε την πραγμάτευση των σημείων αυτών με τη σειρά που μνημόνευσα, κινδυνεύουμε να περιγράφουμε μονομερώς πτυχές τού προβλήματος και ίσως φθάσουμε να στοιχηθούμε πίσω από δημοφιλείς απόψεις ή γραφές, έχοντας παραβλέψει το υπόβαθρό τους και παρασυρθεί από την επικράτησή τους.

Σπεύδω να πω, εκ προοιμίου και πιθανόν ως εκ του περισσού, ότι η επιδιωκόμενη αξιοπιστία και συμμόρφωση δεν σημαίνει να στραφούμε στην υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου ή κάποιου είδους φωνητικής γραφής. Τέτοιες ριζοσπαστικές λύσεις, απαράδεκτες για τα Ελληνικά, είχαν προταθεί από παλιά, ήδη από την εποχή τού ορμητικού δημοτικισμού (τις υποστήριξε π.χ. ο Κλέανδρος Λάκων [Καρθαίος], μέλος τής επιτροπής συντάξεως της Νεοελληνικής Γραμματικής), και ακούονται ενίοτε σήμερα που η ξενόγλωσση παιδεία και η διαδικτυακή κυριαρχία ασκούν αυξανόμενη επιρροή. Οι λύσεις αυτές θα ήταν ουτοπικές και αδιανόητες για γλώσσα με τόσο μακρά ιστορία και παιδευτική θέση (βλ. το παλαιό εξαίρετο άρθρο τού καθηγητού κ. Γ. Μπαμπινιώτη, «Το θεωρητικόν υπόβαθρον της ιστορικής ορθογραφίας», ΕΕΦΣΠΑ 23, 1972, σελ. 286-307), θα προκαλούσαν δε ρήγμα στη γλωσσική συνέχεια που χαρακτηρίζει την Ελληνική.

Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έκλεισε, ήδη το 1926, το σχετικό θέμα ως εξής:

«Ορθογραφία φωνητική είναι βέβαια για μας τους σημερινούς Έλληνες ουτοπία, αφού για να την καθιερώσωμε θα έπρεπε πρώτα απέναντι στην αρχαία φιλολογία να υψώσωμε εφάμιλλη μια νέα δική μας και ν’ αλλάξωμε ριζικά την ψυχική μας θέση στο παρελθόν».


Β. Αρχές και ατέλειες της σχολικής ορθογραφίας

Εφόσον η ορθογραφία μας έχει ιστορικό χαρακτήρα και ετυμολογική βάση, κατανοούμε καλύτερα τις αρχές στις οποίες οικοδομήθηκε η ρύθμισή της το 1941. Η Νεοελληνική Γραμματική (σ. 406, § 1079) τις διατυπώνει ως εξής:

1) Δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσουμε αλύγιστα την ιστορική αρχή στην ορθογραφία.
2) Το ορθογραφικό σύστημα πρέπει να είναι διδάξιμο, δηλ. προσιτό στους μαθητές με βάση κανόνες συστηματικούς και ευκολομνημόνευτους.
3) Λόγω της θέσεως της αρχαίας φιλολογίας και γλώσσας στη ζωή μας, πρέπει να τηρήσουμε την ιστορική αρχή τής ορθογραφίας μας. «Για πραχτικούς όμως λόγους μπορούμε να μην την ακολουθήσωμε, όσο δεν ερχόμαστε σε άμεση ή σε μεγάλη αντίθεση με την αρχαία ορθογραφία (…) ή όπου αντιστέκονται διδαχτικές ανάγκες επιταχτικές».

Ο Τριανταφυλλίδης αποκάλεσε τη στάση αυτή απλοποιημένη, μεταρρυθμισμένη ορθογραφία, θεωρώντας ότι εναρμονίζει καλύτερα τις αξιώσεις τής ιστορίας με τα δίκαια της ζωής. Ο Κριαράς την ονόμασε συμβιβαστικό ετυμολογικό ιστορισμό.

Παρ’ ότι είναι προφανής η λογική βάση στην οποία εδράζεται αυτό το σύστημα, ευθύς εξ αρχής διακρίνουμε τη ρευστότητα του πεδίου εφαρμογής του. Συγκεκριμένα: Πώς είναι αντικειμενικά δυνατό να διαγνώσουμε ότι μια λέξη απομακρύνεται τόσο από το έτυμόν της, ώστε να την απλογραφήσουμε χωρίς συγχρόνως να προσκρούομε στο πνεύμα τής αρχαίας ορθογραφίας; Πότε η έκταση της ιστορικής αρχής είναι τέτοια, που να οδηγεί σε μονοπαγή αναχρονισμό; Γιατί η α΄ περίπτωση τείνει προς απλογράφηση, ενώ η β΄ είναι μάλλον συντηρητική; Και πότε η παρακολούθηση της ιστορίας τής λέξεως αντιβαίνει στις διδακτικές ανάγκες;

Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, φανερό είναι ότι δεν έχουμε ανάγκη από μια συνταγή αφοριστικά διατυπωμένη, που να χαρακτηρίζει «συνεπές» το δικό μας σύστημα και «ατάκτους» τους αντιγνώμους μας. Στις επιφυλλίδες του, που σχολίασα στα προηγούμενα σημειώματά μου, ο κ. Χάρης υποκεφαλαίωσε ως «σύστημα» αφιστάμενες λεξικογραφικές προτάσεις με εξ ολοκλήρου διακριτή καταγωγή και δεν ανέλυσε την ασυνέπεια που επιχειρούσαν να θεραπεύσουν. Επιπλέον, ξεχώρισε από τον κατάλογο τις πλέον ασυνήθιστες γραφές, παραθεωρώντας άλλες που δεν ξαφνιάζουν τον αναγνώστη και έχουν αξιοσημείωτο μερίδιο χρήσεως. Η πείρα δείχνει ότι αυτός ο χειρισμός ενδέχεται να μας παροδηγήσει, με αποτέλεσμα η κρίση μας, αν και επί σημείων ορθή, να αποδειχθεί συνολικώς άδικη.

Η σχολική ορθογραφία επέλυσε αρκετά από τα προβλήματα που προκαλούσε η προηγούμενη γενική ακαταστασία. Η συστηματοποίηση της γραφής τερμάτων και καταλήξεων ρύθμισε επίσης αποτελεσματικά (πλην ολίγων περιπτώσεων) τη διδασκαλία των σχετικών τύπων. Εντούτοις, η διδακτική πείρα και η αυξημένη γνώση τής ετυμολογίας έφεραν στο φως ορισμένες ατέλειες. Η επισήμανση και διόρθωσή τους δεν αντίκειται στο πνεύμα που εισηγήθηκε ο Τριανταφυλλίδης, αλλά αυξάνει τη συνέπεια και την αξιοπιστία τού συστήματος.

Ο αναγνώστης που συνήθισε άλλο οπτικό ίνδαλμα μερικών λέξεων ίσως ξαφνιαστεί από τη σχολαστικότερη εφαρμογή τής ιστορικής ορθογραφίας. Αυτό αποτελεί σοβαρό σημείο προς συζήτηση. Εύλογα ορισμένοι γλωσσολόγοι επικαλούνται το κριτήριο της χρήσεως, έστω εσφαλμένης, και της καθιέρωσης, έστω εσπευσμένης. Θεωρώ αξιοσέβαστες τις επιφυλάξεις αυτές, φρονώ όμως ότι πρέπει να διατηρούμε τη διαύγεια που θα μας επιτρέψει να συζητήσουμε νηφάλια ποιες διορθωτικές κινήσεις είναι εφικτές και ποιο είναι το υπόβαθρό τους. Η δύναμη της αδράνειας, που συχνά απορρέει από την ισχύ τής κρατικής εκπαίδευσης, ενδέχεται να διαιωνίζει αδικαιολόγητα σφάλματα και να τους παρέχει ερείσματα που δεν δικαιούνται. Η δύναμη της συνήθειας και οι αγλωσσολόγητες αντιδράσεις υποχρέωσαν πολύ νωρίς τον Τριανταφυλλίδη να στέρξει στις ετυμολογικά εσφαλμένες γραφές αυγό, αυτί (αντί αβγό, αφτί) και να τις εντάξει στη σχολική γραμματική. Η πράξη του ήταν πιθανώς συνετή για τα τεταμένα πάθη τής εποχής, αλλά ελπίζω ότι έχουμε αποκτήσει πλέον την ωριμότητα να διορθώσουμε το λάθος.

Όταν (το 1919) ο Γάλλος νεοελληνιστής Hubert Pernot πληροφορήθηκε αυτόν τον αναγκαστικό συμβιβασμό, διαμαρτυρήθηκε στον Τριανταφυλλίδη: Mais il aurait fallu le leur expliquer! (Μα έπρεπε να τους το εξηγήσετε!) Στα σοφά λόγια τού Pernot βρίσκεται ίσως το κλειδί τής λύσεως που ζητούμε. Αντί να υποχωρούμε σε κάθε λανθασμένη γραφή, απλώς επειδή έχει ερείσματα στη χρήση, πιθανώς δεν πρέπει να διστάζουμε ως γλωσσολόγοι να εξηγούμε και να διδάσκουμε, πασχίζοντας να πείσουμε. Αν αστοχήσαμε μέχρι τώρα, ίσως οφείλεται στο ότι αποτύχαμε να πείσουμε ή αμελήσαμε να υποστηρίξουμε όσα γνωρίζουμε ότι είναι σωστά. Χρειάζεται ίσως να αλλάξουμε τον τρόπο αντιλήψεως των δεδομένων και να αναλύσουμε τα ζητήματα από την αρχή.


Γ. Προς συνεπέστερη ιστορική ορθογραφία

Θα επιχειρήσω τώρα να θεμελιώσω τη θέση αυτή, διατυπώνοντας αρχές και επιμερίζοντας σε κατηγορίες τούς συζητούμενους τύπους (διαφωτιστικό είναι επ’ αυτού το σχετικό άρθρο τού κ. Γ. Μπαμπινιώτη στο Βήμα, όπου υποστηρίζονται πειστικά τα δίκαια της ετυμολογικής ορθογραφίας). Διευκρινίζω ότι, όταν αναφέρομαι σε ορισμένη γραφή ως σχολική, εννοώ τύπους που περιέχονται στους Ορθογραφικούς Οδηγούς τής Νεοελληνικής Γραμματικής, τόσο της πλήρους εκδόσεως όσο και της «Μικρής» επιτετμημένης Γραμματικής, ασχέτως αν άλλα σχολικά βιβλία (ή λεξικά) διαφοροποιούνται κατά περίπτωση. Επιπλέον, δεν συζητώ εδώ τις ρυθμίσεις τής σχολικής ορθογραφίας για τη γραφή καταλήξεων και παραγωγικών τερμάτων (σωστές πλην μερικών εξαιρέσεων)· οι παρατηρήσεις μου αφορούν πρωταρχικά στη γραφή των θεμάτων των λέξεων, που αποτέλεσε, όπως σημείωσα, το πιο παραμελημένο κομμάτι τού διαλόγου.

Εν πρώτοις, ο κατηρτισμένος αναγνώστης δεν μπορεί να παραβλέψει ότι η σημερινή σχολική ορθογραφία έχει σε ορισμένες περιπτώσεις ευνοήσει ή καθιερώσει γραφές που χαρακτηρίζονται από ασυνέπεια και έχει χειριστεί ανομοίως παραπλήσιους τύπους. Επιπλέον, έχει κάποτε επιβάλει γραφές που στηρίζονται σε πεπαλαιωμένη ετυμολόγηση, η οποία σήμερα έχει αναγνωριστεί ως εσφαλμένη. Ίσως κάποιος εκπλαγεί βλέποντας ανάμεσά τους κοινές λέξεις καθημερινής χρήσεως, διότι από την κριτική τού κ. Χάρη αποκόμισε την εντύπωση ότι η ετυμολογική ορθογραφία διδάσκει μόνο μερικές αποκλίνουσες γραφές που έλκουν αμέσως την προσοχή σαν ακραίες. Δεν έχουν καθόλου έτσι τα πράγματα. Εξετάστε τα ακόλουθα παραδείγματα:

Κανένας απλοποιητικός παράγοντας δεν στηρίζει το αδικαιολόγητο καινούριος (αντί καινούργιος), που η Νεοελληνική Γραμματική (§ 1098) στρυμώχνει ανάμεσα στα ανάριος και στεριά, σαν να πρόκειται για ομοίας τάξεως τύπους. Αν γράψουμε κατεβοδώνω (όπως συνιστά η Γραμματική), αλλά ευοδώνω, προκαλούμε μόνο σύγχυση, δεν απλουστεύουμε. Η λέξη φυσαλλίδα είναι ήδη αρχαία και, αν ακολουθήσουμε τη σχολική γραφή με ένα –λ-, ενώ γράφουμε χρυσαλλίδα (όπως παρατίθεται στην ίδια σελίδα), δεν αποκομίσαμε κανένα όφελος. Οι λέξεις καντήλι και μαντήλι, αν και λατινικής αρχής, γράφονται ήδη από την ελληνιστική εποχή με –ή-. Εντούτοις, για απροσδιόριστο λόγο, η σχολική Γραμματική διαφορίζει το καντήλι (με –ή-) από το μαντίλι (με –ί-). Το ήδη αρχαίο ρήμα στείβω γράφεται λανθασμένα στύβω και με τον τρόπο αυτόν παρασυνδέεται προς τις λέξεις στύφω και στυφός, με τις οποίες ουδεμία ετυμολογική σχέση έχει. Όταν γράφουμε ξεφτιλίζω (αντί του ορθού ξευτιλίζω), αλλά εξευτελίζω, συσκοτίζουμε την άμεση ετυμολογική τους συγγένεια και στερούμε από τον αναγνώστη τη δυνατότητα να την αντιληφθεί αμέσως. Ο κατάλογος των παραδειγμάτων θα μπορούσε να γίνει αρκετά εκτενέστερος.

Πώς θα ήταν δυνατόν να συστηματοποιηθεί συνεπέστερα η ιστορική ορθογραφία, ώστε να προσκολλάται πιστότερα στην ιστορική αρχή και συγχρόνως να σέβεται το κριτήριο της χρήσης; Οι εξής αρχές θα φανούν οπωσδήποτε χρήσιμες:

● Λέξεις με αναμφισβήτητη ετυμολογική αναγωγή στην αρχαία και ελληνιστική Ελληνική πρέπει να τηρούν την ιστορική τους ορθογραφία.

Ας ξεκινήσουμε με μερικές απλές περιπτώσεις: Τα βεβαιωμένα διπλά σύμφωνα της αρχαίας γλώσσας δεν υπάρχει λόγος να αθετηθούν. Η ορθή γραφή κουκκί (που ανάγεται σε υποκοριστικό τού αρχ. κόκκος) δεν πρέπει να αθετείται με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι πια αισθητή η ετυμολογική σχέση μεταξύ ετύμου και παραγώγου (ενώ η σχολική Γραμματική προκρίνει τη γραφή κουκκίδα, που ανήκει στην ίδια κατηγορία). Ομοίως, διατηρούμε τη γραφή κόκκαλο (αλλαγή γένους τού αρχ. κόκκαλος), κακκαβιά (ανάγεται στο αρχ. κακκάβη «χύτρα», σημιτικό δάνειο), γρασσίδι (προέρχεται από το ελνστ. γράσσις «χλόη»), κάππαρη (αρχ. κάππαρις) και ενοποιούμε τις γραφές μαμμά, μάννα και μαμμή (όλες ανάγονται στο ελνστ. μάμμη «μητέρα»). Και δεν θα ήταν ανάρμοστο να γράφουμε κουλλός (από το αρχ. κυλλός), κοκκύτης (από το αρχ. κόκκυ + παραγωγικό επίθημα –ύτης), τιττυβίζω (το οποίο γράφεται έτσι από την εποχή τού Θεοφράστου, 4ος αι. π.Χ.), αλλά και παλληκάρι (από το ελνστ. πάλληξ / πάλλαξ, ομόρριζο του αρχ. παλλακή).

Όταν η ετυμολογική προέλευση είναι βέβαιη, διατηρούμε τη γραφή που μαρτυρεί τη γλωσσική συνέχεια. Δεν προκαλούμε το γλωσσικό αίσθημα όταν γράψουμε βογγώ (αντί βογκώ), που ανάγεται τελικά στο αρχ. γογγύζω, ούτε όταν διατηρήσουμε τις ετυμολογικές γραφές γλυτώνω (< *εκ-λυτώνω, πβ. έκλυτος), κολοιός (ήδη αρχ.), λειώνω (ανάγεται στο αρχ. ρήμα λειόω < επίθ. λείος) και μπαλλώνω (ήδη μεσν. μεταπλασμένος τύπος τού αρχ. ρήματος εμβάλλω). Δεν αντιβαίνει στον ρεαλισμό η υιοθέτηση της ετυμολογικά σωστής γραφής κρωντήρι (από τύπο κρυωτήριον) αντί κροντήρι. Ότι λίγες ετυμολογικά ορθές γραφές, όπως αγώρι, τραυώ, φτειάχνω, φαίνεται να προσκρούουν στην ευρεία συνήθεια δεν καθιστά, καθώς πιστεύω, την αρχή ανεπαρκή καθ’ εαυτήν.

● Αν λέξεις αρχαίας ή ελληνιστικής προελεύσεως μαρτυρούνται με δύο γραφές, μπορούμε να διατηρήσουμε την απλούστερη εφόσον έχει επικρατήσει.

Κατά τούτο, γράφουμε σάκος, φάλαινα, παρ’ ότι οι γραφές με διπλά σύμφωνα είναι καλύτερα μαρτυρημένες, και μπορούμε να γράψουμε επίσης κροκόδειλος (αντί του ετυμολογικά ορθού κροκόδιλος) και πλημμύρα (αντί του ετυμολογικά ορθού πλημύρα), καθώς αυτές οι καθιερωμένες γραφές είναι ήδη αρχαίες (αν και οφείλονται σε παρετυμολογία).

● Δάνεια ήδη αρχαία ή ελληνιστικά διατηρούν τη γραφή που είχαν κατά την είσοδό τους στην Ελληνική. Τα υπόλοιπα δάνεια μπορούν να απλογραφούνται.

Δεν είναι άστοχο να γράψουμε βούλλα, βουλλώνω (αντί βούλα, βουλώνω), εφόσον η συγκεκριμένη λατινογενής λέξη είναι ήδη ελληνιστική, πράγμα που ισχύει επίσης για το ουσιαστικό κολλήγας (αντί κολίγας).

Προβλήματα προκαλούν τα αντιδάνεια της Ελληνικής ή μερικοί ελληνογενείς ξένοι όροι, που συχνά επιστρέφουν στη γλώσσα με εντελώς αλλοιωμένη μορφή. Οι περιπτώσεις δεν είναι όμοιες. Επί παραδείγματι, οι γραφές γλυκερίνη, κορώνα, τόννος (το ψάρι), φυντάνι δεν ενοχλούν, ενώ το ρωδάκινο, το καρώτο ή το τσηρώτο και μερικά άλλα μοιάζουν «δυσκολοχώνευτα». Φρονώ ότι η αιτία έγκειται στην οπτική συσχέτιση των αντιδανείων με ήδη υπάρχουσες λέξεις, οι οποίες ασκούν ισχυρή επίδραση. Οι λέξεις γλυκός, κορωνίδα, φυτό συσχετίζονται εύκολα με τα ανωτέρω αντιδάνεια, ενώ η παρουσία των ομοήχων τόνος (σημείο τονισμού) και τόνος (μονάδα βάρους) διευκολύνει τη διαφοροποίηση από το ομώνυμο ψάρι (τόννος). Από την άλλη πλευρά, θα ήταν αδύνατον να επικρατήσει η γραφή πηλώτος (αντί πιλότος), μολονότι είναι βεβαιωμένο ότι πρόκειται για αντιδάνειο που ανάγεται σε τύπο *πηδώτης «πηδαλιούχος», σχηματιζόμενο από το ομηρικό πηδόν «κουπί, πηδάλιο». Ασφαλώς, η ελληνογενής άκλιτη λέξη εστέτ θα απλογραφηθεί: είναι απροσάρμοστο δάνειο και δεν μπορεί να κριθεί με τους όρους των υπολοίπων.

Σκεπτόμενοι νηφάλια τις επί μέρους περιπτώσεις, πιθανώς αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση να είναι η μόνη που έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει ερείσματα στη χρήση, διότι έτσι ελέγχεται η ένταξη της λέξης σε ευρύτερο σχηματιστικό παράδειγμα.

● Αν υπάρχουν αμφιβολίες για την ετυμολογική προέλευση ενός τύπου, θα διατηρήσουμε την απλούστερη υπάρχουσα γραφή.

Οι λίγες αυτές περιπτώσεις καθιστούν ακόμη πιο αναγκαία την παρουσία αξιόπιστου και εκσυγχρονισμένου με τα σημερινά αποκτήματα της επιστήμης ετυμολογικού λεξικού τής Νέας Ελληνικής, το οποίο να συνδυάζει τη μορφολογική ανάλυση με την εξιστόρηση της μεταβολής σημασίας. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, είναι σκόπιμο να απλογραφούμε τις λέξεις για τις οποίες η ετυμολογική επιστήμη δεν έχει μέχρι τώρα αποφανθεί με βεβαιότητα. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε ρήματα όπως το γρικώ, για το οποίο τουλάχιστον τρεις διαφορετικές απόψεις διεκδικούν ορθότητα, και ουσιαστικά όπως το λόξυγγας, του οποίου η ετυμολογική πραγμάτευση θα απαιτούσε χωριστό σημείωμα.

Επισημειώνω τα εξής: Σε κάθε σύστημα ιστορικής ορθογραφίας είναι δυνατόν να εντοπιστούν ασυμμόρφωτες ή, γενικά, δύσκολες περιπτώσεις. Οι ανωτέρω αρχές πλεονεκτούν κατά το ότι διορθώνουν ασυνέπειες της σχολικής ορθογραφίας και έχουν λογική διάρθρωση. Ότι θα βρεθούν κενά που να απαιτούν την επέμβαση ή ερμηνεία τού γλωσσολόγου και τη ρύθμιση της γραμματικής είναι εκ των προτέρων δεδομένο. Η βάση στηρίξεως, όμως, της ετυμολογικής ορθογραφίας (με τη λελογισμένη αυτή μορφή) είναι πολύ ισχυρότερη από το ευμετάβλητο κριτήριο της χρήσεως ή της επικυριαρχίας τύπων που οφείλονται σε ατέλειες της σχολικής γραμματικής. Ο καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης είχε τονίσει εύστοχα στο προαναφερθέν άρθρο του:

«Ότι η ορθογραφία μερικών λέξεων πρέπει με τον καιρό να αλλάξει, ακολουθώντας τα διδάγματα της επιστήμης (τα ασφαλή και τα ευρύτερα αποδεκτά), είναι για μένα επιβεβλημένο και αυτονόητο, γιατί αλλιώς θα μέναμε καθηλωμένοι σε προφανή σφάλματα, επειδή συνέβη απλώς να καθιερωθούν κάποτε στο παρελθόν! Η ορθογραφία δεν μπορεί να έχει στατικό χαρακτήρα, μόνη αυτή από όλη τη γλώσσα, που εξελίσσεται δυναμικά όπως και η γλωσσική επιστήμη που μελετά τη γλώσσα».

Πιστεύω ότι οι επιφυλλίδες τού κ. Χάρη και οι παρατηρήσεις διαφόρων αναγνωστών υπήρξαν ευεργετικές και εποικοδομητικές για τον διάλογο που είχε καθυστερήσει. Είθε το αποκύημα αυτού του διαλόγου να μας οδηγήσει πάλι να σκεφθούμε, όπως ίσως ο Ρωμαίος λεγεωνάριος που μνημόνευσα στο εισαγωγικό σημείωμα: Τι είναι απαραίτητο; Τι είναι περιττό; Τι είναι αταίριαστο; Τι είναι εφικτό; Η ανταπόκριση θα δείξει τι αντίκρισμα είχαν οι λύσεις που προσφέραμε.