Ακόμη λίγα σχόλια με αφορμή ένα αξιόλογο βιβλίο
Το 1793, ενόσω διαρκούσε ο αναβρασμός από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση, ανεξέλεγκτοι όχλοι είχαν σε αρκετές περιπτώσεις καταστρέψει βιβλιοθήκες και λεηλατήσει μνημεία. Ο αββάς Γρηγόριος, απηυδισμένος από τον χαλασμό, έπλασε μια λέξη αντιπροσωπευτική του: βανδαλισμός (vandalisme). Σχολίασε: Je créai le mot pour tuer la chose «Δημιουργώ τη λέξη, για να σκοτώσω το πράγμα».
Όπως νιώθουμε πιο άνετα κοντά σε κάποιον όταν ξέρουμε το όνομά του, έτσι και για να εξοικειωθούμε με μια ιδέα ή έννοια, για να στοιχειοθετήσουμε τη φυσιογνωμία της, πασχίζουμε να της βρούμε όνομα. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να επινοεί ονόματα για τα πράγματα, καθώς μας το δείχνει ήδη η Βιβλική αφήγηση της Γένεσης. Χωρίς όνομα η έννοια παραμένει ρευστή ουσία, απροσδιόριστη, στην πραγματικότητα προγλωσσική. Στη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων τού Νίκου Σαραντάκου τα εμπόδια έχουν όνομα και τα λάθη ταυτότητα. Στο προηγούμενο άρθρο μου ασχολήθηκα κυρίως με τον τρόπο γραφής αυτού του αξιοσημείωτου βιβλίου. Προσπάθησα να αναδείξω τα χαρίσματά του και να στηρίξω τη γνώμη μου ότι πρόκειται για υψηλής στάθμης ανάγνωσμα. Θα ήθελα τώρα να στρέψω την προσοχή σε δυο-τρία θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο, μπαίνοντας στο μονοπάτι που προτείνει και εξετάζοντας αν τα ονόματα αντιστοιχούν στα πράγματα.
Αν διάβασα σωστά, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων καταπιάνεται, μεταξύ πολλών άλλων, με μερικές βασικές έννοιες, τις οποίες τοποθετεί στη ρίζα διαφόρων γλωσσικών αντιλογιών. Κυρίαρχο ρόλο στην επιχειρηματολογία του παίζει η αποκαλούμενη νεοκαθαρεύουσα, όρος που χρησιμοποιείται ενίοτε και από άλλους κριτικούς. Καταφανώς ο συγγραφέας δεν φρονεί ότι υπάρχει κίνδυνος αναβίωσης της καθαρεύουσας, όπως τη θυμούμαστε ή τη διαβάζουμε ακόμη σε κείμενα του παρελθόντος ή όπως τη χρησιμοποιούσαν στον δημόσιο λόγο. Εκτιμά, ωστόσο, ότι υπάρχει τάση για προσκόλληση ή επιστροφή σε μερικούς λόγιους ή λογιότροπους τύπους και στηλιτεύει την τακτική ορισμένων να κατακρίνουν κάθε τρέχουσα χρήση που δεν συμβιβάζεται με το πρότυπό τους. Επειδή μερικοί επικριτές κατέχουν θέσεις-κλειδιά και έχουν πρόσβαση σε δημόσιο λόγο, η παρουσία τους γίνεται περισσότερο αισθητή και οι απόψεις τους έχουν ίσως κάποια απήχηση στο κοινό που επηρεάζουν.
Εντούτοις, η λεπτομερής μελέτη των στοιχείων δεν επιβεβαιώνει, καθώς πιστεύω, τον φόβο ότι μπροστά μας έχουμε κάποιας μορφής «παλινόρθωση» της «φετιχιστικής νεοκαθαρεύουσας». Ίσως μερικοί διανοούμενοι ή λόγιοι, ακόμη και επιστήμονες, κατορθώσουν με το κύρος ή την επικοινωνιακή τους ικανότητα να αυξήσουν τη διάδοση λίγων τύπων ή δομών τής προτιμήσεώς τους, αλλά η μεγάλη μάζα των ομιλητών παραμένει αμέτοχη ή υφίσταται μόνο απειροελάχιστη την επιρροή αυτή (βλ. D. Bolinger, «Usage and acceptability in language», από τον πρόλογο του The American Heritage Dictionary, 2η έκδ., Boston 1982). Τρέφω συμπάθεια προς τις υγιείς ανησυχίες που εκφράζονται στη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων, φοβούμαι όμως ότι το όνομα που επιλέχθηκε δεν είναι σύστοιχο του φαινομένου για το οποίο δημιουργήθηκε. Συμβαίνει κάποτε να υιοθετούμε έναν όρο επειδή αποδίδει τη στάση μας προς το πράγμα· φρονούμε ίσως ότι η οικειότητα προς τη λέξη μάς προστατεύει από την πλάνη. Νομίζουμε ακόμη ότι ένα απωθητικό όνομα (όπως ο όρος νεοκαθαρεύουσα) μπορεί να συμπυκνώσει εντός του όλα τα ψυχολογικά βάρη τής παλαιάς καθαρεύουσας εντοπισμένα στη σύγχρονη γλώσσα. Και προσπαθούμε έτσι να τα αποδιώξουμε.
Ο αναγνώστης μου θα διερωτηθεί αν είναι σκόπιμο να σταθούμε τόσο στην ορολογία. Σε τελική ανάλυση, αν τα φαινόμενα που περιγράφονται είναι σωστά, η ονομασία τους θα πρέπει να κρίνεται ζήτημα δευτερεύον. Νομίζω πως δεν είναι έτσι. Αν ο γιατρός διαγνώσει σωστά τα συμπτώματα και την έκτασή τους, λίγα θα μπορούσε να προσφέρει αν αποτύγχανε να κατονομάσει επακριβώς ό,τι βλέπει. Οι φορτισμένες λέξεις μπορεί να διευκολύνουν την τοποθέτηση, σηκώνουν όμως συγχρόνως σύννεφα σκόνης πάνω από το φαινόμενο που αποσκοπούν να περιγράψουν. Έχω τη γνώμη, όπως και άλλοι γλωσσολόγοι, ότι αυτό συμβαίνει με τον όρο νεοκαθαρεύουσα.
Η συγκεκριμένη ετικέτα έχει χρησιμοποιηθεί από μερικούς έμπειρους εργάτες τής γλώσσας, όπως ο Ν.Σ., ως όρος-ομπρέλα, ο οποίος αποδίδει «ιδεολογική τρομοκρατία» ή «φετιχιστικά συμπλέγματα» στη διάδοση ή επικράτηση ορισμένων λόγιων τύπων ή δομών, κυρίως όταν η ισχύς τους απορρέει από την επιβολή μερικών που κατέχουν θέσεις εξουσίας. Κάνω μερικές φορές την πικρή σκέψη ότι, αν δεν προσέξουμε, γρήγορα μεταθέτουμε στη γλώσσα ιδιότητες των ανθρώπων. Εξηγούμαι: Ό,τι χαρακτηρίζεται από εκζήτηση, ξυπασιά, αλαζονεία, φετιχισμό, άγνοια και παρόμοια δεν είναι η αποκαλούμενη νεοκαθαρεύουσα, αλλά ομιλητές, συγγραφείς, μεταφραστές και διορθωτές: άνθρωποι με αδυναμίες, οι οποίοι αυτονοήτως δεν περιορίζονται σε μία πλευρά τού γλωσσικού φάσματος.
Αν και η στρωματογραφία των παραγόμενων κειμένων δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστεί, μπορούμε καλύτερα να υποστηρίξουμε ότι ορισμένα είδη γραπτού λόγου αποκαλύπτουν έντονη ροπή για ανανέωση των γλωσσικών τρόπων. Επειδή η καθημερινή γλωσσική χρήση φαίνεται ή ακούεται τετριμμένη και συχνά φορτισμένη συναισθηματικά, υπάρχει ανάγκη για λεξιλογικές διεξόδους περισσότερο αποχρωματισμένες, προκειμένου να ταιριάζουν σε δημόσιο λόγο. Οι διέξοδοι αυτές αναζητούνται κατ’ ανάγκη στον λόγιο δίαυλο της γλώσσας. Δεν χρειάζεται να νιώθουμε ένοχοι απέναντί του.
Επιπλέον, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων αναλύει τις αιτίες των λαθών με βάση την προέλευση ή το κίνητρο: άγνοια, ακαταστάλαχτες περιοχές τής γλώσσας, εκζήτηση. Κατόπιν, ταξινομεί όσους επιδιώκουν να διορθώνουν τους άλλους σε α) λαθοθήρες, β) συντηρητές των λεπτών διακρίσεων και γ) κειτούκειτους (= που εξετάζουν αν η συγκεκριμένη χρήση υπάρχει ή κείται στα αρχαία κείμενα). Η εν λόγω διαίρεση περιλαμβάνει εύστοχες επί μέρους παρατηρήσεις. Αναφέρθηκα σε αυτές στο προηγούμενο άρθρο μου.
Θα περιοριστώ μόνο σε ό,τι κατά τη γνώμη μου φορτώνει το βιβλίο με περιττό υποκειμενισμό. Είναι σοφό να αναγνωρίσουμε ότι οι ρευστοί τομείς τής γλώσσας πιθανόν να παραμείνουν σε εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας και αυτό μας στερεί τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε το αποτέλεσμα ή να αποδείξουμε σωστή την πρόβλεψή μας. Είναι επομένως σπουδαίο να κατανοήσουμε ότι η επικρατούσα χρήση, την οποία εύλογα επικαλούμαστε, δεν είναι πάντοτε εύκολο να εξακριβωθεί. Όταν ελέγχουμε την αποδεκτότητα (acceptability) ενός τύπου, έχουμε συγκεκριμένα ερωτήματα να αντιμετωπίσουμε: Σε ποιον τομέα ή πεδίο θεωρείται η εν λόγω χρήση αποδεκτή ή κυρίαρχη; Στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο; Ποιες ηλικιακές ή κοινωνικές ομάδες την υιοθετούν και ποιες αμφιταλαντεύονται; Σε ποια λειτουργική εφαρμογή εντοπίζονται τα περισσότερα λάθη ή οι αποκλίσεις; Μήπως η χρήση που στιγματίζω (ή ενδεχομένως θωπεύω) αποτελεί μία ακόμη επιλογή ύφους, στοιχείο τής φυσικής ποικιλίας, που δεν είναι σκόπιμο να στερηθούμε; Μπορώ να ισχυριστώ με ειλικρίνεια ότι οι υποδείξεις μου δεν προβάλλουν απλώς τις προτιμήσεις ή τις διαισθητικές μου παρατηρήσεις;
Για να αξιώσουμε βάσιμα συμπεράσματα, συνετό είναι να μην εμπιστευτούμε μόνο το ένστικτό μας. Αν το πράξουμε, ενδέχεται να αστοχήσουμε στην κρίση μας και να συστήνουμε περιθωριακές χρήσεις όπως *η ταμία – της ταμίας, *η γραμματέα – της γραμματέας, *οι συγγράφισσες κτλ., παροτρύνοντας κατόπιν το κοινό να τις υιοθετήσει, προκειμένου «να τριφτούν στη χρήση» (σ. 213). Μπορεί επίσης να αφήσουμε την υποκειμενική μας προτίμηση να μας οδηγήσει να χαρακτηρίσουμε τη γενική της κυβερνήσεως τύπο «έξω από τη νόρμα» (σ. 195) ή να προτείνουμε ακόμη και τον άκλιτο τύπο ουδετέρου *του διαμπερέ (σ. 196). Τελικά, ίσως παρασυρθούμε να στηλιτεύσουμε τα λόγια επαγγελματικά θηλυκά σε –ος (π.χ. η υπουργός, η χημικός), επειδή παρατηρούνται λάθη σε συνεκφορές με επίθετα (σ. 211).
Θέλω να βεβαιώσω τον αναγνώστη ότι αυτός είναι ένας από τους λίγους τομείς που η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων σφάλλει στην κρίση. Τα πρόσφατα χρόνια έχουν διεξαχθεί συστηματικές και σταθμισμένες (= με υπολογισμό τής ηλικίας, του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης και του κειμενικού είδους) έρευνες για τον σχηματισμό των επαγγελματικών θηλυκών ονομάτων. Η πιο πρόσφατη είναι των συναδέλφων Άννας Ιορδανίδου & Ελένης Μάντζαρη: «Τα Θηλυκά Επαγγελματικά Ουσιαστικά: Γλωσσική Χρήση και Τυποποίηση» (5ο Συνέδριο, Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία, Λευκωσία 13-15/11/2005). Οι ερευνήτριες διαπιστώνουν (μεταξύ άλλων) κατόπιν μελέτης σε σώματα κειμένων ότι:
α) Τα επαγγελματικά σε –ος δύσκολα θηλυκοποιούνται (δηλ. δέχονται επιθήματα χαρακτηρισμένα: -ίνα, -ισσα) και αυτό γίνεται για γλωσσικούς λόγους (όχι κοινωνικούς ή από «μισογυνισμό», όπως καταλογίζει ο Ν.Σ., σ. 214). Αιτίες: Η εξοικείωση με την προϋπάρχουσα κατάληξη –ος, η ελαφρώς μειωτική χροιά τού επιθήματος –ίνα και η εντύπωση ότι τα λόγια μορφήματα είναι λιγότερο χαρακτηρισμένα και, ως εκ τούτου, καταλληλότερα για επίσημους επαγγελματικούς όρους.
β) Τα ουσιαστικά σε –της θηλυκοποιούνται με πολύ μικρή αντίσταση (π.χ. διευθύντρια, επιθεωρήτρια, αρμόστρια – προσθέτω ως μοναδική ιδιότυπη εξαίρεση τη λέξη βουλευτής).
γ) Τα ουσιαστικά σε –έας, -ίας, -ορας, -ονας εμφανίζουν μεγάλη αντίδραση λόγω της άσιγμης κατάληξης, η οποία οδηγεί σε αποκλίνοντες τύπους στη γενική πτώση (π.χ. *της συγγραφέας). Υπογραμμίζουν: «Η χρήση των λόγιων καταλήξεων –έως, -ορος, και –ονος φαίνεται ότι συμβάλλει στην αποτροπή αυτών των αποκλίσεων και γι’ αυτό η συστηματική περιγραφή τους είναι απαραίτητη σε οποιαδήποτε προσπάθεια τυποποίησης».
Οι ερευνήτριες καταλήγουν στην ακόλουθη εύστοχη διαπίστωση: «Η επικράτηση λόγιων στοιχείων, κυρίως στα ουσιαστικά σε –ας και –ης, αφορά ‘τοπικές’ και αυτόνομες διεισδύσεις, που δεν ανατρέπουν την ομαλότητα και την καθαρότητα του μορφολογικού συστήματος της Νέας Ελληνικής».
Από τη συνεξέταση των στοιχείων συνειδητοποιούμε ότι ορισμένοι λόγιοι μορφολογικοί τύποι αυτής της δομικής ισχύος αποτελούν απαραίτητες κλιτικές θυρίδες (slots) στο σύστημα και επικρατούν όπου δεν υπήρξαν ή δεν γενικεύτηκαν αντίστοιχοι δημοτικοί τύποι. Η λόγια προέλευσή τους δεν πρέπει να μας παρασύρει και να τους προσάπτουμε το σημάδι τού Κάιν. Αν θελήσουμε να στηρίξουμε τη θέση μας με το επιπρόσθετο επιχείρημα ότι ο τύπος η ταμία είναι αρχαίος (σ. 209), τότε παραχωρούμε το δικαίωμα στον αντίγνωμο να παρουσιάσει τον τύπο της γραμματέως, που μαρτυρείται ήδη στον Αριστοφάνη (Θεσμοφοριάζουσαι στ. 433). Αν επικαλεστούμε το κριτήριο της χρήσεως, θα πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να παραδεχτούμε ότι οι έρευνες (όπως αυτή που προανέφερα) πιθανόν να μην επιβεβαιώσουν τις θέσεις μας. Η πείρα έδειξε ότι αξιόλογες μελέτες σχετικά με το ζήτημα, όπως του Τριανταφυλλίδη, του Κριαρά, του Τσοπανάκη και του Φόρη (βιβλιογραφικά στοιχεία στο τέλος τού άρθρου), που επιχείρησαν να κανονίσουν τα θηλυκά επαγγελματικά και συνέστησαν χαρακτηρισμένα έμφυλα επιθήματα (π.χ. –ισσα, -ινα κτλ.), είχαν ρυθμιστικό χαρακτήρα και εν τέλει απέτυχαν να περιγράψουν τη γλωσσική πραγματικότητα. Ευτυχώς, ο Ν.Σ., παρ’ ότι συστήνει τους αποκλίνοντες τύπους *-έα, -έας και πληθ. –ισσες, μεταχειρίζεται στο βιβλίο του την επικρατούσα χρήση η συγγραφέας (σ. 44) και η γραμματέας (σ. 278). Οι αρχαίοι θα παρατηρούσαν καλόκαρδα: Μεταξὺ χειλέων καὶ κύλικος πολλὰ πέλει.
Το αξιόλογο βιβλίο τού Νίκου Σαραντάκου είναι γεμάτο χρήσιμες διαπιστώσεις, που μαρτυρούν εποπτεία των γλωσσικών πραγμάτων. Αξιοσημείωτες είναι ακόμη οι ορθογραφικές παρατηρήσεις του, που είναι συνεπείς και συστηματικές. Δεν θα τις συζητήσω εδώ ούτε θα επισημάνω πού διαφωνώ: ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει τις θεωρητικές μου θέσεις για την ορθογραφία σε προηγούμενα κείμενά μου.
Κάποτε, σε λίγα μόνο σημεία, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων ίσως δεν καταλήγει στο σωστότερο συμπέρασμα. Αυτό είναι συγγνωστό και δεν μπορούμε να το απαιτήσουμε από ένα συγγραμμα γλωσσικής κριτικής, που προσπαθεί να επιπλεύσει στον ωκεανό τής γλώσσας, στις γκρίζες ζώνες και στις ακαταστάλαχτες περιοχές του. Είναι, όμως, βιβλίο που τροφοδοτεί τη σκέψη και που διδάσκει με τα απλούστερα εργαλεία τον ορθό επιστημονικό συλλογισμό. Είναι, με δυο λόγια, βιβλίο καμωμένο από ευφυΐα και κατανόηση.
Σημειώσεις: Οι παλαιότερες μελέτες των θηλυκών επαγγελματικών είναι του Τριανταφυλλίδη («Η ‘βουλευτίνα’ και ο σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών ουσιαστικών», Άπαντα Μ. Τριανταφυλλίδη, Θεσ/νίκη 1963, σ. 326-334), του Κριαρά (Τα Πεντάλεπτά μου, Θεσ/νίκη 1987, σ. 114-6), του Τσοπανάκη («Ο δρόμος προς την δημοτική: θεωρητικά, τεχνικά και γλωσσικά προβλήματα. Σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών», 1982, Νέα Εστία 1204, σ. 1120-42) και του Φόρη («Ένα πρωτότυπο και πολύτιμο λεξικό», 1968, Νέα Εστία 84, σ. 1365-79).