20/7/07

Γλωσσική παραμυθία: Η αρχή τής ομοχρονίας

―Le temps s’en va, le temps s’en va, ma Dame
―Las, le temps non, mais nous, nous en allons

Pierre de Ronsard (1555)


Στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας οι δρομείς έχουν την υποχρέωση να ανταλλάξουν τη σκυτάλη μέσα σε περιορισμένη απόσταση. Από την ικανότητα των αθλητών να συνεργαστούν σε αυτό το μικρό διάστημα εξαρτάται, όχι μόνο η επιτυχία τους, αλλά η ίδια η εγκυρότητα της συμμετοχής τους. Η αλλαγή απαιτεί συγχρονισμένη και σαφώς οριοθετημένη συμπόρευση.

Αν συζητούμε τη διαδικασία τής γλωσσικής μεταβολής, δεν είναι ίσως άστοχο να λάβουμε υπ΄ όψιν το αγώνισμα της σκυταλοδρομίας. Οι αλλαγές στη γλώσσα, είτε είναι ταχείες είτε βραδείες, είτε ριζικές είτε ανεπαίσθητες, προϋποθέτουν οπωσδήποτε συγχρονισμένη και σαφώς οριοθετημένη συμπόρευση. Μπορούμε να αντιληφθούμε τη γλωσσική αλλαγή ως διαδικασία κατά την οποία το παλαιό και το νέο συνυπάρχουν, συμβαδίζουν και συμπορεύονται, μέχρις ότου η σκυτάλη παραδοθεί και το νέο επικρατήσει. Αποκαλούμε αυτή την αναγκαία συνθήκη ομοχρονία. Ο ιστορικός γλωσσολόγος έχει την αυτονόητη υποχρέωση να αποδείξει, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Γεωργίου Χατζιδάκι, «ὅτι ὅτε ἐλέχθη τὸ νεώτερον, ὑπῆρχεν ἔτι τὸ ἄλλο».

Οι γλωσσικές μελέτες πριν από την ανάπτυξη της επιστημονικής γλωσσολογίας και τη συνειδητοποίηση των κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται υπέπιπταν συχνά σε σφάλματα αναχρονισμού. Ενθουσιώδεις ερευνητές των ελληνικών γραμμάτων, γλωσσοδίφες των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, έσπευδαν να ανακαλύπτουν παντού ομηρικά στοιχεία, ίχνη τού δίγαμμα, ασυναίρετους τύπους και να εμφανίζουν συμπεράσματα που έδειχναν ατελή αντίληψη της γλωσσικής πραγματικότητας. Στη σπουδή τους να καταδείξουν τη γλωσσική συνέχεια, πραγματοποιούσαν χρονικά και λογικά άλματα, ακυρώνοντας τα συμπεράσματά τους, ακριβώς όπως ο δρομέας θα ακυρωθεί αν προσπαθήσει από μακριά να πετάξει τη σκυτάλη στον επόμενο συναθλητή του.

Η αρχή τής ομοχρονίας στηρίζεται στον ρεαλισμό. Ο ιστορικός γλωσσολόγος θεωρεί αδιανόητο να παραβλέψει ότι η μεταβολή προϋποθέτει επαφή τού παλαιού με το νέο, ότι ο δανεισμός απαιτεί (σε κάποιον βαθμό) δίγλωσσους ομιλητές και ότι καμμία εικαζόμενη αλλαγή δεν γίνεται δεκτή, αν δεν εντάσσεται ομαλά στο φωνολογικό και μορφολογικό σύστημα της συγκεκριμένης γλωσσικής φάσης. Αν δεν κρίνουμε κάθε μας εισήγηση υπό τους όρους τής ομοχρονίας, τα συμπεράσματά μας δεν ευθυγραμμίζονται με τη γλωσσική πραγματικότητα και τα ευγενή μας κίνητρα να αποδείξουμε τη γλωσσική συνέχεια δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσουν αυτό που η τεκμηρίωση απαιτεί: μαρτυρίες, σώματα κειμένων, συστηματική ανάλυση.

Στην περίοδο της προεπιστημονικής γλωσσολογίας ελάχιστα ετίθετο υπ’ όψιν των μελετητών η αναγκαιότητα ελέγχου τής ομοχρονίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε στον ελληνικό χώρο η απήχηση που γνώρισε η αποκαλούμενη αιολοδωρική θεωρία, την οποία δίδασκαν και προωθούσαν πολυμαθείς λόγιοι, όπως ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Δημήτριος Μαυροφρύδης και άλλοι. Η εν λόγω θεωρία πρέσβευε ότι η Νέα Ελληνική προερχόταν από «ανάμιξη» στοιχείων των αρχαίων αιολικών και δωρικών ιδιωμάτων, όχι από μετεξέλιξη της Ελληνιστικής Κοινής. Για την εποχή εκείνη, όταν αμφισβητείτο έντονα το ελληνικό στοιχείο και διαδίδονταν ευρέως μεταξύ των λογίων οι απόψεις περί σλαβικής καταγωγής των Ελλήνων, η αιολοδωρική θεωρία έβρισκε χωρίς δυσκολία πρόσφορο έδαφος και ευήκοα ώτα.

Εντούτοις, οι αγαθές προθέσεις δεν προσφέρουν γλωσσολογικά τεκμήρια. Μολονότι σήμερα δεχόμαστε ότι οι περιφερειακές κυρίως διάλεκτοι διατήρησαν αξιοσημείωτους αρχαϊσμούς από τις αρχαιοδιαλεκτικές νησίδες όπου ανήκαν, η αιολοδωρική θεωρία κατέφευγε σε αστήρικτους αναχρονισμούς, οι οποίοι μοιάζουν πολύ με τα έωλα ευρήματα των γλωσσικών μύθων.

Οι λόγιοι της εποχής αθετούσαν συστηματικά τον παράγοντα του χρόνου και επικαλούνταν επιφανειακές ομοιότητες. Επί παραδείγματι, στους νεοελληνικούς τύπους αγαπάει, τιμάει, νικάει έβλεπαν ασυναίρετες ομηρικές μορφές (έγραφαν, για λόγους εντελώς διαφορετικούς από τον Γ. Χατζιδάκι, ἀγαπᾷει, νικᾷει, τιμᾷει). Δεν είχαν αναλογιστεί ότι οι ασυναίρετοι τύποι είχαν από πολλούς αιώνες πάψει να είναι λειτουργικοί στη γλώσσα (σπανίζουν στους αττικούς συγγραφείς). Στην πραγματικότητα, η παρέκταση αγαπά-ει, τιμά-ει, νικά-ει δεν έχει καμμία σχέση με την αρχαία συναίρεση, αλλά οφείλεται σε αναλογική επέκταση του επιθήματος -ει που χαρακτηρίζει το γ΄ ενικό πρόσωπο.

Ομοίως, οι τύποι των θηλυκών ουσιαστικών τιμές, χώρες, ψυχές κτλ. δεν αποτελούν επιβιώματα αιολικών τύπων (πράγμα που ωθούσε τους αιολοδωριστές να γράφουν τιμαῖς, χώραις, ψυχαῖς) ούτε το αρχαίο άρθρο τού πληθυντικού αἱ τράπηκε με κάποιον μυστηριώδη τρόπο σε (οι αιολοδωριστές έγραφαν ᾑ ψυχαῖς, ᾑ χώραις), αλλά προέρχονταν από επίδραση των παλαιών τριτοκλίτων (π.χ. γυναίκες, ελπίδες, παγίδες) και του αρσενικού άρθρου οι, το οποίο επεκτάθηκε αναλογικά στο θηλυκό. Περαιτέρω, η αρχή τής ομοχρονίας δεν ελήφθη υπ’ όψιν από εκείνους που έβλεπαν δωρικό φωνήεν -α- στις γενικές του πατέρα, της ακρίδας κτλ. ούτε βάρυνε καθόλου στη σκέψη όσων ετυμολογούσαν νεοελληνικές λέξεις μιλώντας για «προσθήκη» ή «αφαίρεση» γραμμάτων.

Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε την ίδια πλάνη, το ίδιο πλαστό ή πεποιημένο συμπέρασμα, σε σύγχρονους δημοφιλείς μύθους. Ποια ομοχρονική βάση έχει ο αλματικός ισχυρισμός τού Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda) ότι στο εβραϊκό ληκτικό μόρφημα מ (του πληθυντικού αρσενικών) αναγνωρίζει την αρχαία ελληνική δίφθογγο –οι, όπως όμως προφέρεται στα Νέα Ελληνικά (δηλ. /i/); Ποια ετυμολογική βάση έχει η εικασία του ότι τα αρχαία ελληνικά ρήματα σε -ζω αποτελούν την αφετηρία εβραϊκών ρημάτων μέσης φωνής, όπου η κατάληξη έχει μετατραπεί σε πρόθεμα;

Περισσότερο οικεία είναι η πλάνη που σχετίζεται με τη λέξη αφτί. Ασφαλώς ορισμένοι ομιλητές, έχοντας εξοικειωθεί με τη γραφή αυτί και θεωρώντας την ίσως πιο καλαίσθητη, έχουν το δικαίωμα να κρατούν την άποψή τους και να υιοθετούν τη γραφή τής προτιμήσεώς τους. Ωστόσο, στους μη επιστημονικούς κύκλους είναι διαδεδομένη η εντύπωση ότι η γραφή αφτί οφείλεται σε εσκεμμένη απλούστευση και σε αθέτηση της ιστορίας τής γλώσσας.

Η θεώρηση αυτή είναι καθ’ ολοκληρίαν άστοχη και εντελώς παροδηγητική. Από την εποχή τού Γεωργίου Χατζιδάκι μέχρι τώρα οι γλωσσολόγοι και τα έγκυρα λεξικογραφικά έργα έχουν εξηγήσει ότι δεν πρέπει να αθετούμε την ετυμολογική αρχή. (Το σχετικό εξαίρετο κείμενο του αγαπητού συναδέλφου Βασ. Αργυρόπουλου δίνει απαντήσεις σε κάθε πιθανή αμφισβήτηση της ετυμολογικής πορείας). Εντούτοις, παρατηρεί κανείς να επαναλαμβάνονται εικασίες και αναχρονιστικές υποθέσεις, όπως ότι πρόκειται για διατήρηση του αρχ. δωρικού τύπου αὖς, αὐτός και του υποκοριστικού αὐτίον, πράγμα που ―κατά την ίδια επικριτική άποψη― συνηγορεί υπέρ της γραφής αὐ-.

Δεν κρίνω περιττό να επαναλάβω εδώ ότι ο έλεγχος της ομοχρονίας θα έπρεπε να είχε υποψιάσει τους εισηγητές τέτοιων εκδοχών. Ο αρχαϊκός δωρικός τύπος και ο πληθυντικός ἆτα (< *αὐσατ-) είχαν περιθωριοποιηθεί ήδη από την κλασική εποχή. Όταν συναντάται το μεσαιωνικό ἀφτίον, οι δωρικοί τύποι είχαν από πολλούς αιώνες παραδώσει τη σκυτάλη στους ισχυρότερους και ομαλότερους ομολόγους τους της Ελληνιστικής Κοινής. Δεν υπήρχαν πλέον, ώστε να παίξουν ρόλο στη μεταβολή.

Οι μεσαιωνικές μαρτυρίες δείχνουν ποια υπήρξε η πορεία τής αλλαγής που οδήγησε στο ουσ. αφτί. Η συνεκφορά τὰ ὠτία οδήγησε μετά τον ιωτακισμό σε περαιτέρω φωνητική εξέλιξη: τὰ ὠτία > *ταουτία [tautía] (με στένωση του /o/ προ του ανοικτότερου /a/) > [tawtía] (ημιφωνοποίηση) > *ταφτία (με αποκρυστάλλωση του ημιφώνου ως αήχου χειλοδοντικού αντί διχειλικού) > τ’ αφτία (με επανανάλυση που επέφερε ανασυλλαβισμό) > αφτία / (ενικός) αφτί. Πουθενά στη διαδρομή τής λέξεως δεν υπήρξε αρχαία δίφθογγος αυ-, την οποία θα έπρεπε για λόγους ιστορικής ορθογραφίας να διατηρήσουμε στη γραφή.


Ο ρόλος τής ομοχρονίας, όπως και των άλλων κριτηρίων ελέγχου που ανέλυσα σε προηγούμενα σημειώματα, είναι να πιστοποιήσει την εγκυρότητα της έρευνάς μας και να βεβαιώσει ότι το νόμισμα που κρατούμε δεν είναι πλαστό. Αντί να αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από έναν εύπεπτο μύθο, μπορούμε πάντοτε να ασκούμε το δικαίωμα να μελετούμε σε βάθος και να κατέχουμε τα κατάλληλα εργαλεία, τα επιστημονικά σύνεργα. Εργαλεία όπως η επανασύνθεση, η μορφολογική ανάλυση, η διαπίστωση αντιστοιχιών και η ομοχρονία έχουν εδώ και πολλά χρόνια καταθέσει τα διαπιστευτήριά τους και παρουσιάσει πλήθος αξιόπιστων ευρημάτων, τα οποία διεύρυναν τις γνώσεις μας για τη γλωσσική λειτουργία και εξέλιξη.

Αν κάποιος γοητεύεται από τη γλωσσική μυθολογία και τις ελκυστικές θεωρίες που την υποστηρίζουν, είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τα εξής ερωτήματα: Έχω αναρωτηθεί τι οδήγησε το σύνολο της γλωσσολογικής κοινότητας σε αυτή την άποψη; Έχω προσωπικά εξετάσει τα τεκμήρια που προσάγονται και τον τρόπο εφαρμογής ή προβολής τους σε αρχαίες και σύγχρονες γλώσσες; Έχουν οι εισηγητές των αντίθετων απόψεων υποστεί τον κριτικό έλεγχο της επιστημονικής κοινότητας, υποβάλλοντας γραπτά τους σε επιστημονικά περιοδικά για ομότιμη αναθεώρηση (peer-review) και παρουσιάζοντας εργασίες τους σε συνέδρια γλωσσολογίας για να κριθούν; Έχω βεβαιωθεί ότι όσοι κατηγορούν τη συγκριτική γλωσσολογία διαθέτουν το επιστημονικό υπόβαθρο να αναιρέσουν τα πορίσματά της;

Αν η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική, τότε είναι καλό να κάνουμε (μεταφορικώς) ένα βήμα πίσω και να δώσουμε στον εαυτό μας την απαιτούμενη κατάρτιση, ώστε να εξακριβώσουμε τι ποιότητας εργαλεία χρησιμοποιούνται στη γλωσσολογία. Αν είναι ιδεολογικά, τότε ασφαλώς πρέπει να ασκήσουμε κριτική. Αν όμως είναι επιστημονικά, θα έχουμε την υποχρέωση να βρούμε εμείς ανώτερα ή καλύτερης ποιότητας.

Η σύντομη ζωή μας δεν αφήνει πολύ χρόνο για ατέρμονες περιπλανήσεις στην ψευδώνυμη γνώση. Όπως ανέφερε το αρχικό απόσπασμα από τον Ρονσάρ, δεν είναι ο χρόνος που παρέρχεται, αλλά εμείς οι περαστικοί από αυτόν. Αν παρασυρθούμε από τους μύθους, από τα ευγενή ψεύδη, κινδυνεύουμε σοβαρά να μοχθούμε για την ανακάλυψη της αλήθειας μόνοι μας, χωρίς να οικοδομούμε σε ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί. Θα ήταν σαν να ξεκινούμε κάθε φορά από την αρχή… Και δεν θα έχουμε πάντοτε διαθέσιμο ή απεριόριστο χρόνο για αυτό.

Σημείωση: Ευχαριστώ όλους τους αναγνώστες των τεσσάρων σημειωμάτων περί γλωσσικής παραμυθίας για την ανταπόκρισή τους μέσω σχολίων και ηλ. μηνυμάτων. Σημειώνω ότι την αρχή τής ομοχρονίας και τη σπουδαιότητά της για την ετυμολογία έχω παρουσιάσει αναλυτικά στο βιβλίο μου Εισαγωγή στη Μεσαιωνική και Νεοελληνική Ετυμολογία (σ. 184 κ. εξ.).

13 σχόλια:

digiSapientia είπε...

Αγαπητέ Θεόδωρε, ήταν εξαιρετικής ποιότητας οι στοχασμοί σου για μια ακόμη φορά. Τελικά, όμως, τη μεγαλύτερη εντύπωση μού την έκανε η τελική παράγραφος. Εύγε!

Dr Moshe είπε...

Αγαπητέ μου Παύλε, σε ευχαριστώ από καρδιάς για τα ευγενικά σου σχόλια, καθώς και για την ευαισθησία σου.

Η παρουσία σου είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη.

Φοινικιστής είπε...

Συγχαρητήρια και πάλι.

Το ιστολόγιο αυτό είναι μια «όαση» στο ελληνικό διαδίκτυο.

Δεν είναι τυχαίο αυτό που γράφω. Σήμερα διάβαζα αυτήν εδώ τη συζήτηση:

http://www.theasis.gr/agora/viewtopic.php?t=14&start=0&postdays=0&postorder=asc&highlight=

Δείτε τους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς. Μια ολόκληρη «παραεπιστήμη» στη θέση της γλωσσολογίας («Με αυστηρά αποδεικτική μέθοδο αναδεικνύεται ως κύριο γενεσιουργό στοιχείο της ελληνικής γλώσσας η ελληνική φύση, την οποία η γλώσσα αυτή μιμείται κατά τρόπο μαθηματικό)»...

Ευχάριστη έκπληξη ήταν η (άγνωστη σε μένα) Ιώ. Ευτυχώς, υπάρχουν μερικές φωνές λογικής. Αλλά πρέπει να οργανωθούμε κάπως. Και επειδή πλησιάζει το συνέδριο των Ιωαννίνων, ίσως πρέπει να κάνουμε κάτι εκεί. Το έχουμε ξανασυζητήσει, τώρα απλώς το υπενθυμίζω.

hominid είπε...

Αφού συγχαρώ και δημοσίως τον Dr. Moshe για τα τελευταία του εξαιρετικά άρθρα, ας μου επιτραπούν δύο παρατηρήσεις για τη συζήτηση στην οποία παραπέμπει ο Φοινικιστής:

- Οι μομφές που έχει απευθύνει ο κ. Λάμπρου κατά της επίσημης γλωσσολογίας, η οποία "διατείνεται" πράγματα που ο ίδιος δεν παραδέχεται και η οποία (όπως έχει γράψει αλλού) "επί χρόνια εξακολουθεί να αγνοεί την μεγαλοφυή ανακάλυψη του Τσατσόμοιρου", αποτελούν σαφέστατη ομολογία ότι οι θέσεις που αυτός και οι λοιποί "αντι-ινδοευρωπαιστο-φοινικιστές" υποστηρίζουν δεν γίνονται δεκτές στον επιστημονικό χώρο. Και εκεί, κανονικά, τελειώνει η συζήτηση.

- Ο Πανηγυρικός του Ισοκράτη μάλλον είναι το κείμενο που έχει δεινοπαθήσει περισσότερο (η αλήθεια είναι, και εκτός υπερελληνοκεντρικών κύκλων) από διαστρεβλώσεις και παρερμηνείες. Ας γίνει κάποια στιγμή σαφές ότι, είτε στην αυτοχθονία αναφέρεται, είτε στην "ημετέρα παιδεία" κτλ., εννοεί των Αθηναίων - όχι, γενικά, των Ελλήνων. Μόνο τους εαυτούς τους λογάριαζαν αυτόχθονες οι Αθηναίοι και το ανέφεραν ως στοιχείο υπεροχής απέναντι στους Σπαρτιάτες και τους υπόλοιπους.

marjá είπε...

Αγαπητέ κε. Μωυσιάδη,
δεν έχω λόγια για τα τέσσερα τελευταία σας κείμενα! Πραγματικά ήταν άκρως διαφωτιστικά και ψύχραιμα ως προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη όλο αυτό το ελληνολαγνικό περικείμενο που υπάρχει... σαν αυτό που ανέφερε και ο Φοινικιστής (πράγμα βέβαια που έχει πλέον έντονο κοινωνιογλωσσικό ενδιαφέρον, αν το δούμε από την άποψη των στάσεων. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).

Να 'στε καλά!
Σε αναμονή πλέον της ανακοίνωσής σας στα Γιάννενα.

Μαρία Ξεφτέρη

Dr Moshe είπε...

Αγαπητοί φίλοι, σας είμαι υπόχρεος για τα θερμά σχόλιά σας.

@Φίλτατε Φοινικιστά,

Οι συζητήσεις αυτής της μορφής θα τείνουν να επαναλαμβάνονται (και μάλιστα με τα ίδια επιχειρήματα) όσο η αναζήτηση ταυτότητας βρίσκει εύκολη διέξοδο στον μύθο. Ελπίζω στο συνέδριο των Ιωαννίνων να ληφθούν αποφάσεις που θα επιτρέψουν τη συστηματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου.

@Φίλτατε Hominid,

Είναι αληθινά ανησυχητικό να βλέπει κανείς πόσο εύκολα μπορεί να παρασυρθούν καλοπροαίρετοι άνθρωποι και να δώσουν στη σκέψη τους στρεβλό δρόμο. Εκτιμώ πάντοτε τις εύστοχες και επί του σημείου παρατηρήσεις σου.

@Αγαπητή μου Μαρία,

Ευχαριστώ για τα επαινετικά λόγια, αν και όσα έγραψα δεν αποτελούν ασφαλώς πρωτότυπη έρευνα. Θα είναι χαρά μου να συναντηθούμε στο συνέδριο των Ιωαννίνων. Οι λεξικογραφικές παρατηρήσεις τού τελευταίου σου κειμένου ήταν άκρως ενδιαφέρουσες και πιστεύω ότι είδες ανάλογα θέματα στο πρόγραμμα του συνεδρίου, το οποίο περιλαμβάνει επίσης εργαστήριο λεξικογραφίας.

Γιάννης Χάρης είπε...

Πολύ ενδιαφέροντα τα τελευταία σας άρθρα, με απόψεις όπου ευτυχώς όλο και περισσότερο και όλο και περισσότεροι συγκλίνουμε σ’ ένα πεδίο όπου λίγα μόλις χρόνια πριν κυριαρχούσαν απόψεις άλλες.

Επιτρέψτε μου ωστόσο να διαφωνήσω σ’ ένα φαινομενικά επιμέρους σημείο, όπου όμως -ή κυρίως επειδή- βρίσκουν τρόπο και ξετρυπώνουν, άρα επιβιώνουν και διαιωνίζονται -ερήμην σας, εννοείται-, οι μύθοι τους οποίους ακριβώς πολεμάτε.

Αναφέρομαι στο θέμα το ορθογραφικό, που σέρνει ακριβώς πίσω του τη σύγχυση γλώσσας-γραφής και όλα πλέον τα παρεπόμενα που κι εσείς επισημαίνετε.

Και λέω ότι «επιβιώνουν», όπως μαρτυρεί αφενός μια ολοένα εντεινόμενη -και διόλου άμοιρη ιδεολογίας- αναρχία στην ορθογράφηση και αφετέρου μια διόλου τυχαία επίσης χρονική σύμπτωση:

τη στιγμή που αρχίζουν να υποχωρούν, είτε έπειτα από διάφορες πιέσεις, είτε απλώς επειδή «είχε έρθει η ώρα τους», νισάφι πια, δύσκολα άντεχαν στην επιστημονική αγορά, οι διάφοροι μύθοι περί ανωτέρων γλωσσών και περιούσιας ελληνικής, περί λεξιπενίας και μαρασμού έως θανάτου της γλώσσας, εκείνη λέω τη στιγμή προβάλλει –για να μην πω «γεννιέται»– και σιγά σιγά γιγαντώνεται το περίπου ανύπαρκτο ώς τότε, στην τρέχουσα κινδυνολογική φιλολογία, ορθογραφικό θέμα!

Μοιάζει αστυνομικό μυθιστόρημα, μια απλή πάντως παρατήρηση των δεδομένων είναι εκπληκτικά εύγλωττη. (Ελπίζω σύντομα να κυκλοφορήσει επιτέλους ο αφιερωματικός τόμος στον Α.-Φ. Χριστίδη, όπου η σχετική με το θέμα μελέτη της Μάρως Κακριδή-Φερράρι «Ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις: στάσεις και αντιστάσεις».)

Μήπως το παράκανα σκοτεινό το αστυνομικό μου; η σταδιακή υποχώρηση της κινδυνολογίας και της προβολής των σχετικών μύθων, έπειτα από την έξαρση των αρχών του ’80 λ.χ., όταν ακριβώς πρωτοστατούσε, ας μην κρυβόμαστε, ο καθηγητής Μπαμπινιώτης, υποχώρηση που φτάνει μάλιστα σε «δημόσια» αποκήρυξη πολλών από αυτούς τους μύθους από τον ίδιο τον Μπ. (βέβαια αυτό σε συνεντεύξεις σε περιοδικά, για λαϊκή κατανάλωση δηλαδή –αλλά κάτι είναι κι αυτό), ακολουθείται χρονικά από την εμφάνιση (δε θα πω καν «αναζωπύρωση» κτλ.) ορθογραφικού «προβλήματος», το οποίο κορυφώνεται πια με το περίφημο Λεξικό Μπαμπινιώτη και το νέο του ορθογραφικό σύστημα, αυτό που βασίζεται, υποτίθεται, «αποκλειστικά» στην ετυμολογική αρχή, παραβλέποντας το κριτήριο της χρήσης.

Είναι όλο και περισσότερο πια εμφανής μια γενική ορθογραφική αναστάτωση, χέρι χέρι εννοείται (;) με αρχαϊστικές τάσεις κατά τις οποίες ή με τις οποίες ανακινούνται, όπως έγραφα παλαιότερα εδώ στον hominid, θέματα από δεκαετίες λυμένα. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στο ορθογραφικό, όπου δεν έχουμε καν «ανακίνηση» αλλά κάτι σαν… παρθενογένεση: και έχει όνομα η σύγχυση που προκλήθηκε, αυτή που τώρα, μαζί με τις πλήθος υπαναχωρήσεις, γεννάει (με την υπερδιόρθωση, βεβαίως βεβαίως…) τα «κατ’ επειγόντως» και τα «κατ’ όπιν»!

Και υπάρχουν πάντα συγκυρίες, γενικότερα ρεύματα, που ευνοούν τέτοια φαινόμενα, τάσεις κτλ. Μόνο που η συγκυρία δεν είναι καθαρώς μεταφυσική έννοια: μέσα σ’ αυτήν δρουν, παράγουν έργο και ιδέες άνθρωποι ζωντανοί: το λέω αυτό επειδή προσωποποίησα πιο πάνω το θέμα.

Και αφού το προσωποποίησα, για όποιο μερίδιο ευθύνης αναλογεί στο συγκεκριμένο πρόσωπο, τελειώνω με το εξής, περιοριζόμενος στο ορθογραφικό το οποίο έθιξα εδώ:

Είχα ρωτήσει δημοσία τον κ. Μπαμπινιώτη, με αφορμή ακριβώς ρητή δήλωσή του ότι οι λέξεις ορθογραφούνται με βάση την ετυμολογία τους, γιατί στο λεξικό του αθετεί, επίσης ρητά, την ίδια αυτή αρχή, όταν π.χ. ορθογραφεί το τραβώ με -β, επειδή έτσι «επικράτησε», και όχι με -υ («τραυώ»), σύμφωνα με την ετυμολογική αρχή.

Έχει νόημα να το ξαναρωτήσω;

Λεπτομέρειες, θα πει κανείς και θα συμφωνήσω. Ήθελα απλώς να επισημάνω αυτό που είπα και στην αρχή, πως πίσω απ’ τη συζήτηση για τη γραφή της λέξης λ.χ. έωλος ή αίολος ή έολος ή αίωλος ή αίολως ή ό,τι άλλο θέλετε, κι όσο θα μένει απέξω το κριτήριο της χρήσης, αυτό που εκφράζει δηλαδή την εκάστοτε μία και μόνη ζωντανή γλωσσική πραγματικότητα, αυτήν που παρέχει το δικαίωμα για ανάσα, ύπαρξη κοινώς στον μέσο χρήστη, τότε μοιραία και ερήμην μας θα ξετρυπώνουν όλοι οι μύθοι που θα πασχίζουμε από την άλλη να τους ξεριζώσουμε.

ΥΓ. Ελπίζω να μη χρειάζεται να διευκρινίσω ότι καθόλου δε σας αφορούν οι παραπάνω επισημάνσεις, κυρίως ως προς τις προθέσεις σας. Απλώς, με βάση κάποιες υποκειμενικές, έστω, παρατηρήσεις μου, που υποστηρίζονται όμως από αντικειμενικά, χρονικά καταρχήν, δεδομένα, βρεθήκατε, συμπέσατε σε μια ήδη δρομολογημένη κατάσταση.

Dr Moshe είπε...

Αγαπητέ κ. Χάρη, ευχαριστώ για τα σχόλιά σας, καθώς και για το γεγονός ότι παραθέσατε αναλυτικά το σκεπτικό σας.

Επειδή μου έχει δοθεί στο παρελθόν και πάλι η ευκαιρία να συζητήσω τις απόψεις σας, τόσο σχετικά με την ορθογραφία εν γένει όσο και για την ενωμένη ή χωριστή μορφή των αμφιγραφιών, δεν θα ήταν σκόπιμο να επαναλάβω εδώ την κριτική μου.

Σκοπός των σημειωμάτων αυτών ήταν να αναδείξουν τον κίνδυνο της γλωσσικής μυθολογίας, που αναδύθηκε με αγαθή προαίρεση αλλά από ατελή κατάρτιση και οδηγεί στον καταστροφισμό. Έχω τη γνώμη ότι ως γλωσσολόγοι αργήσαμε να προσέξουμε τον υφέρποντα αυτόν κίνδυνο.

Αν κάτι από όσα γράφτηκαν ή σχολιάστηκαν ωθήσει οποιονδήποτε από τους φιλομαθείς αναγνώστες να αναζητήσει την επιστημονική γνώση με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα, αυτό θα αποδείξει την όλη συζήτηση ευεργετική.

Σας ευχαριστώ θερμά.

scalidi είπε...

Να απομονώσω τον πρόλογο και τον επίλογο του κειμένου σας που μου άρεσαν ιδιαίτερα, αλλά και να παρατηρήσω ότι έχετε ένα συγκεκριμένο ρυθμό στο λόγο σας το γραπτό που μου έκανε εντύπωση, γιατί πρόκειται για ένα επιστημονικό κείμενο. Τους χαιρετισμούς μου σε σας και τη Ρένα :)

Dr Moshe είπε...

Αγαπητή Σταυρούλα,

Σας ευχαριστώ από καρδιάς για τις ευγενικές επισημάνσεις σας σχετικά με την τέχνη τής γραφής. Η συνεχής ενασχόλησή σας με τον κόσμο τού βιβλίου είναι για εμάς τους αναγνώστες και, ενίοτε, συγγραφείς/κειμενογράφους ιδιαίτερα πολύτιμη και διαφωτιστική.

Έχετε τους χαιρετισμούς και τις ευχαριστίες τής συζύγου μου. :)

Φοινικιστής είπε...

Η γραφή αφτί μπορεί να χαρακτηριστεί: πρώτον, ετυμολογική· δεύτερον, λιγότερο συχνή· τρίτον, «απλούστερη».

Σχετικά με το κριτήριο της ετυμολογίας: μερικοί αμφιβάλλουν για την ετυμολογία που έχει προταθεί, ίσως γιατί δεν συνειδητοποιούν ότι οι μεταβολές αυτές συντελούνται σε βάθος χρόνου. Είναι χαρακτηριστική η ερώτηση που μου είχαν απευθύνει παλαιότερα για την ετυμολογία αυτή: «πώς είσαι τόσο σίγουρος;». Ακόμη και αν θεωρήσουμε -για τις ανάγκες της συζήτησης- ότι η ετυμολογία του αφτί είναι αβέβαιη, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να καθιστά ετυμολογικά βάσιμο το αυτί. Ας υποθέσουμε ότι δεν γνωρίζαμε καν την ετυμολογία της λέξης. Τότε θα γράφαμε αυτί με κριτήριο τη συχνότητα και όχι φυσικά την ετυμολογία.

Ως προς το κριτήριο της συχνότητας, μάλλον το αυτί είναι συνηθέστερο. Αν κληθεί κάποιος να περιγράψει την πραγματικότητα σήμερα ως προς το συζητούμενο θέμα, νομίζω ότι δεν μπορεί να αγνοήσει τη γραφή αυτί. Από την άλλη όμως, όταν το θέμα της συζήτησης ή του κειμένου είναι η ετυμολογική βασιμότητα της μιας ή της άλλης γραφής, τότε πρέπει να φανεί ξεκάθαρα ότι ετυμολογικά δικαιολογημένη είναι μόνο η γραφή αφτί.

Ως προς το τρίτο κριτήριο, η γραφή αφτί είναι μόνο εντός εισαγωγικών απλούστερη. Αν το αυτί ήταν ετυμολογικά βάσιμο, τότε το αφτί θα μπορούσε να θεωρηθεί απλοποιημένο. Απλούστερη είναι λ.χ. η γραφή λίβελος αντί λίβελλος.

Γιάννης Χάρης είπε...

Αγαπητέ κ. Μωυσιάδη, γράφετε, και θέλω να πιστεύω ότι ήταν φανερό πως το είχα αντιληφθεί απολύτως, ότι:

«Σκοπός των σημειωμάτων αυτών ήταν να αναδείξουν τον κίνδυνο της γλωσσικής μυθολογίας, που αναδύθηκε με αγαθή προαίρεση αλλά από ατελή κατάρτιση και οδηγεί στον καταστροφισμό. Έχω τη γνώμη ότι ως γλωσσολόγοι αργήσαμε να προσέξουμε τον υφέρποντα αυτόν κίνδυνο».

Σκοπός του εκτενούς σχολίου μου –συγνώμη που επαναλαμβάνομαι- ήταν απλώς να επισημάνω ότι μια βασική, κατά τη γνώμη μου, παράλειψη, του κριτηρίου της χρήσης στην ορθογραφία, ενδέχεται να μπάζει από την πίσω πόρτα αυτά που τόσο εύστοχα γράφετε, κατά τα άλλα, για τον κίνδυνο της γλωσσικής μυθολογίας κτλ. –να μπάζει για την ακρίβεια την ίδια τη γλωσσική μυθολογία.

Αυτή την ανακολουθία ήθελα λοιπόν να επισημάνω, αφού οι νεότεροι γλωσσολόγοι, ή έστω άλλοι γλωσσολόγοι, αποδίδουν μεγάλη σημασία και στο κριτήριο αυτό, είτε εντάσσοντάς το στη θεωρία και τον προβληματισμό τους είτε με το να το αποδέχονται, έστω κατά περίπτωση, όπως στο παράδειγμα που έφερα με τον κ. Μπαμπινιώτη.

Και για να φανεί αυτός ο «νέος» κίνδυνος, που υφίσταται ερήμην, όπως είπα, των ερευνητών γλωσσολόγων, θεώρησα απαραίτητο να σταθώ σε ορισμένα αντικειμενικά, ιστορικά δεδομένα.

Αν γι’ αυτό θεώρησα, απ’ την άλλη, σκόπιμο να επαναλάβω απόψεις μου που είχα κατά κόρον την ευκαιρία να εκθέσω, από την εφημερίδα κυρίως, δεν ήταν για να σας κάνω να επαναλάβετε κι εσείς την κριτική σας, φαντάζομαι πόσο πολύτιμος και περιορισμένος θα είναι κι ο δικός σας χρόνος, έλεγα όμως ότι παραταύτα μπορεί και να γίνεται κάποιος διάλογος εδώ, άρα μοιραία θα επαναλαμβάνεται κανείς, κάτι οπωσδήποτε κουραστικό για τον άλλον, αλλά πιστέψτε με και για τον ίδιον!

Dr Moshe είπε...

Αγαπητέ κ. Χάρη,

Επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω και πάλι που θεωρήσατε σκόπιμο να διευκρινίσετε τις θέσεις σας. Εκτιμώ τον χρόνο που διαθέσατε και, παρ' ότι πολλές φορές διαφωνώ, πιστεύω ότι μεταχειρίζομαι τις απόψεις σας με σεβασμό.

Πεποίθησή μου είναι ότι ρίζα τής γλωσσικής μυθολογίας είναι η ελλιπής κατάρτιση, η οποία οφείλεται σε εσφαλμένη πληροφόρηση και σε ατελές επίπεδο γνώσεων και, θέλω να ελπίζω, όχι οι μετρημένοι στα δάχτυλα γλωσσολόγοι που ασχολούμαστε με την ετυμολογία... :)

Η ετυμολογική ορθογραφία, την οποία υποστήριξα σε προηγούμενα κείμενά μου, δεν ευθύνεται για την παραπλανητική χρήση της από κειμενογράφους ή διορθωτές ούτε μπορεί να της επιρριφθούν ευθύνες για τυχόν αλαζονεία στην εφαρμογή της (όπως έχω ξανατονίσει).

Σας ευχαριστώ για το σχόλιό σας.