nos propterea aliquid bonum judicare,
quia id conamur, volumus, appetiamus atque cupimus
Baruch Spinoza
quia id conamur, volumus, appetiamus atque cupimus
Baruch Spinoza
Ήταν πριν από κάμποσα χρόνια, όταν σεβαστός εκδότης με ιστορία στον χώρο των γραμμάτων μπήκε ανήσυχος στο γραφείο μου. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι Θ.», είπε: «Αυτό το φασούλι η Ινδοευρωπαϊκή πώς μας προέκυψε;» Τον ρώτησα τι εννοούσε. Έκανε μια κοφτή χειρονομία. «Εγώ Ινδοευρωπαϊκή δεν ξέρω. Ξέρω για τη γλώσσα των Ελλήνων, των Ρωμαίων… Γιατί αυτή η γλώσσα η αρχική να μην είναι η Ελληνική;»
Η διατύπωση της ερώτησης με είχε τότε στενοχωρήσει. Ένιωθα ότι ο συνομιλητής μου ήταν απογοητευμένος από τα συμπεράσματα της επιστημονικής γλωσσολογίας. Ήταν βαθιά λυπημένος από το γεγονός ότι σε προχωρημένη ηλικία είχε αναγκαστεί να μάθει πως έπρεπε να αποχωριστεί κάτι που αγαπούσε, στο οποίο είχε επενδύσει ψυχικά. Κατανοούσα ότι οι γλωσσικές του πεποιθήσεις είχαν τόσο ζυμωθεί με τον τρόπο σκέψης του, ώστε συμμετείχαν στις αξίες του και προσέδιδαν στις ιδέες του νόημα.
Όπως έγραψε ο Σπινόζα στο παραπάνω χωρίο: «Θεωρούμε κάτι καλό επειδή αγωνιζόμαστε για αυτό, επειδή το ευχόμαστε, το αποζητούμε ή το ποθούμε».
Όπως κάθε μύθος, η γλωσσική μυθολογία έχει ρόλο παραμυθητικό. Προσφέρει παρηγοριά και ψυχική ικανοποίηση σε ανθρώπους που αγαπούν τη γλώσσα και γοητεύονται από τα μυστικά τής λειτουργίας της. Αποτελεί άγκυρα στην αναζήτηση ταυτότητας, αναδεικνύοντας τον κάτοχό της και την ξεχωριστή, διακεκριμένη του θέση. Όσο οι καιροί ηγεμονεύονται από την ηθική ακαθοριστία, όσο η ουσία τής αξίας μένει αινιγματική, το πλαίσιο που ευνοεί την άνθηση τέτοιων ιδεολογημάτων θα είναι στερεά υφασμένο, ελκυστικό στην όψη και κολακευτικό στα αφτιά.
Οι γλωσσικοί μύθοι καλύπτουν αμέσως τα κενά. Χαρακτηριστικό τους είναι η σαφής απόδοση ρόλου και ταυτότητας στους μετέχοντες. Όπως σε κάθε παραμύθι, γίνεται εύκολα νοητό ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός, ο δε ακροατής αισθάνεται ευτυχής που ξέρει ότι το καλό τελικά θα υπερισχύσει. Ομοίως, όσοι εντρυφούν σε γλωσσικούς μύθους αναζητούν στρατόπεδα, παρατάξεις, συνωμοσίες και προδότες. Από τη βαθιά τους ανησυχία για πιθανή απώλεια εικάζουν ότι έχουν ευθύς αμέσως εντοπίσει ποιος είναι ο αντίπαλος και από πού ενεργεί. Κατόπιν αναπτύσσουν λόγο καταγγελτικό των υποτιθέμενων προθέσεών του. Ως εκ τούτου, στην ινδοευρωπαϊκή συγκριτική γλωσσολογία, στα πορίσματα της επιστήμης για την προέλευση του αλφαβήτου, στο γλωσσικό ζήτημα, σε θέματα ετυμολογίας οι μύθοι παρέχουν αμέσως την ελκυστική εναλλακτική λύση, τέτοια που να μπορούν να αγαπήσουν και να αγωνιστούν για χάρη της.
Τα μυθεύματα γλωσσικής υπεροχής χαρακτηρίζονται επίσης από τη φαντασίωση της έμπνευσης. Ο αυτόκλητος ερευνητής θέτει συγκεκριμένο στόχο (π.χ. να παρουσιάσει την Πρωτοελληνική σαν μητέρα-γλώσσα) και κατόπιν επιλέγει τα δεδομένα που ταιριάζουν στην εικασία του. Συρράπτει ετερόκλιτα στοιχεία με βάση εκκινήσεως την εξωτερική ομοιότητα και πασχίζει να συμμορφώσει το γλωσσικό υλικό που είναι διαθέσιμο. Αν ερωτηθεί γιατί απουσιάζουν τα γλωσσικά τεκμήρια που να βεβαιώνουν κάποια μεταβολή (π.χ. γιατί δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Ετρουσκική προέρχεται από την Ελληνική), ο εμπνευστής τού μύθου κραδαίνει το ευέλικτο argumentum ex silentio: αν κάποτε τα τεκμήρια βρεθούν, θα θριαμβολογήσει· αν δεν βρεθούν, μπορεί πάντοτε να ισχυρίζεται ότι θα εντοπιστούν στο μέλλον και ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του…
Οι γλωσσικοί μύθοι διακρίνονται ακόμη από ημιμάθεια, η οποία δεν αναιρείται από τις αγαθές προθέσεις. Χωρίς γλωσσολογικά εφόδια, με απλή παράθεση τύπων που μοιάζουν και σημασιών που ταιριάζουν, ο ατυχής Εσκιμώος ανάγεται αβίαστα στο επίθ. άσχημος και το αγγλ. sin στο ομηρικό σίνομαι «βλάπτω»! Η τεκμηρίωση των ενδιαμέσων σταδίων δεν θεωρείται απαραίτητη, η δε ερμηνεία τής μεσολάβησης αιώνων μεταξύ των συγκρινομένων αντιμετωπίζεται σαν περιττή πολυτέλεια.
Εν τέλει, το πλέον λυπηρό γνώρισμα όσων εντρυφούν σε τέτοιους μύθους είναι η αλλοίωση της κρίσης και της ικανότητας σκέψεως. Όσοι γοητεύονται από τη γλωσσική μυθολογία και προσκολλώνται σε αυτήν γρήγορα επιτρέπουν στον εαυτό τους να καλλιεργεί ισχυρό μίσος για την αντιγνωμία―αποστροφή και καχυποψία που παραμορφώνει την οπτική γωνία υπό την οποία αντικρίζουν τους άλλους.
Αυτό το κεκαλυμμένο μίσος είναι λάθος. Όταν μια ιδέα τείνει να υποβάλλει την αυτάρεσκη υπεροψία, να τροφοδοτεί την αυθάδεια και την εχθρότητα και να μας στερεί την ικανότητα να ακούμε στοχαστικά την αντίθετη άποψη, χρέος έχουμε να προστατευτούμε. Η αλήθεια θα πρέπει να οικοδομεί την ισορροπία. Εν ολίγοις, κάθε αναγνώστης, φοιτητής, καθηγητής, μεταπτυχιακός συνεργάτης, λεξικογράφος ή επιστήμονας προερχόμενος από άλλον κλάδο θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η υποστήριξη της αλήθειας είναι πραγματικά ευγενής ιδέα.
Η υπεράσπιση της αλήθειας δεν είναι όμως εύκολο εγχείρημα.
Αξιόλογοι συνάδελφοι γλωσσολόγοι εκφράζουν ανησυχία για τη διάδοση των παραγλωσσικών και πρωτογλωσσικών μύθων. Αναρωτιούνται δικαιολογημένα πώς είναι εφικτό να ανασκευαστεί κάθε πλάνη, πώς είναι δυνατόν να συμμαζευτεί κάθε ψεύδος που έχει κυκλοφορηθεί με τον μανδύα τής πρωτότυπης έρευνας. Η ανησυχία είναι εύλογη, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ακόμη και μεταξύ μη κατηρτισμένων φιλολόγων παρατηρείται σύγχυση ή απροθυμία ως προς την υποστήριξη της επιστημονικής αλήθειας. Επιπλέον, η βαριά κληρονομιά τής αρχαίας γλώσσας έχει χρησιμοποιηθεί (χωρίς να φταίει η ίδια) ως πηγή τέτοιων μύθων από όσους δεν γνωρίζουν πώς να προσλάβουν ή πώς να αποδεχθούν αυτό το πολύτιμο καταπίστευμα.
Ίσως πρέπει να ξεκινήσουμε αλλιώς.
Ας σκεφθούμε το εξής παράδειγμα: Για να προστατευτούμε από τη χρήση πλαστών χαρτονομισμάτων, που κατασκευάζονται πλέον με ολοένα και μεγαλύτερη πιστότητα, θα ήταν οπωσδήποτε μάταιο να θελήσουμε να εξοικειωθούμε με κάθε τύπο πλαστού χαρτονομίσματος που κυκλοφορείται. Πρακτικότερο και πιο συνετό θα ήταν μάλλον να γνωρίσουμε και να κατέχουμε καλά τα χαρακτηριστικά των γνήσιων χαρτονομισμάτων. Αυτό θα μας παρείχε τον αναμφισβήτητο μετρικό κανόνα για να κρίνουμε την αλήθεια. Ό,τι δεν ταιριάζει με το γνήσιο θα είναι οπωσδήποτε και αυτόχρημα πλαστό.
Ομοίως, δεν έχει νόημα να καταπιαστούμε με την ανασκευή κάθε γλωσσικού μύθου. Δεν ωφελεί ο ατέρμων αγώνας να δείξουμε πού πλανώνται όσοι μιλούν για Πρωτοαιγαιακή μητέρα-γλώσσα ή γιατί είναι εντελώς αστήρικτη η εικασία τού Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda) ότι τα Εβραϊκά είναι Ελληνικά ή πόσα έτη φωτός αφίσταται της αληθείας η υπόθεση ότι οι Ίνκα μιλούσαν δωρική διάλεκτο ή τι καθιστά ανυπόληπτη την άποψη ότι η νεοελληνική προφορά δεν διέφερε πολύ από την αρχαία κ.ο.κ. Προτιμότερο είναι να δώσουμε στον εαυτό μας τον χρόνο (και τη βιβλιογραφική κατάρτιση) να εξοικειωθεί με τον επιστημονικό τρόπο σκέψεως της συγκριτικής γλωσσολογίας. Αν αναπτύξουμε την ικανότητα και τη μέθοδο να διακρίνουμε την αλήθεια, οι γλωσσικοί μύθοι θα αποσυρθούν μόνοι τους στο περιθώριο, όπως τα παραμύθια που πάψαμε να αναζητούμε μόλις μεγαλώσαμε.
Σε επόμενο άρθρο θα ήθελα να φέρω στην προσοχή τού αναγνώστη τρία μόνο από τα διακριτικά γνωρίσματα της γλωσσολογικής μεθόδου. Συνάδελφοι άλλων επιστημών (π.χ. ιστορικοί, αρχαιολόγοι) έχουν κατά καιρούς καταθέσει τα δικά τους τεκμήρια, αλλά εδώ θα περιοριστούμε στις μαρτυρίες που προσφέρει η επιστημονική γλωσσολογία.
Όταν ξαναφέρνω στον νου τη συζήτηση με τον καλοπροαίρετο εκείνο εκδότη, καταλαβαίνω γιατί δεν τον ικανοποίησαν οι εξηγήσεις τής επιστήμης. Με άκουσε με υπομονή για λίγα λεπτά, μετά κούνησε το κεφάλι και είπε φανερά στενοχωρημένος: «Δεν ξέρω τι θα γίνει σε τριάντα χρόνια ―εγώ δεν θα ζω πια― αλλά δεν βλέπω μέλλον στην ελληνική γλώσσα. Και θα έχουμε φταίξει εμείς…» Έφυγε απογοητευμένος.
Εννοούσε ότι «εμείς», κυρίως «εμείς» με τις μακροχρόνιες ειδικές σπουδές, δεν έχουμε υπερασπιστεί τη γλώσσα που αγαπούμε όσο θα έπρεπε; Εννοούσε ότι, ακόμη και αν κάτι δεν είναι επιστημονικά διακριβωμένο, εφόσον πληροί την προϋπόθεση να προάγει την ελληνική γλωσσική υπεροχή, οφείλουμε να το υποστηρίξουμε; Εννοούσε ότι ο γλωσσικός μύθος είναι τελικά παραμυθία, που δεν μπορούμε να στερηθούμε;
Ο σεβαστός συνομιλητής μου πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Δεν είχαμε έκτοτε ξαναμιλήσει για το θέμα. Το κείμενο αυτό έχει αφορμή εκείνη τη συζήτηση, όπως ένα χρέος που δεν έχουμε ακόμη ξεπληρώσει.
Τα άρθρα που πραγματεύθηκαν αυτά τα αιτήματα είναι:
Γλωσσική παραμυθία: Η ομοιότητα και η αντιστοιχία
Γλωσσική παραμυθία: Η διατήρηση της δομής
Γλωσσική παραμυθία: Η αρχή τής ομοχρονίας