26/12/06

Ας μιλήσουμε για ορθογραφία - Μέρος Β΄

«Η ορθογραφία σε κάθε γλώσσα είναι κάτι συμβατικό. Όμως η σωστή ορθογράφηση είναι πάντα σημάδι γλωσσικής καλλιέργειας εκείνου που ορθογραφεί».

Από τις φράσεις αυτές τού Εμμ. Κριαρά μπορούμε να αντλήσουμε συμπυκνωμένη την αιτία τής έμφασης που αποδίδεται στην ορθογραφία: Αν και συμβατική, θεωρείται σημάδι γλωσσικής καλλιέργειας. Συχνά αποτελεί τον πρόχειρο μετρικό της κανόνα. Και είναι φανερή στρέβλωση της σημασίας της να κραδαίνουμε τα διδάγματα ή τις εφαρμογές τού κανόνα, για να καταδείξουμε την υπεροχή τής κατάρτισής μας.

Από αυτή την οπτική γωνία κατανοώ το πνεύμα τής δεύτερης επιφυλλίδας τού κ. Χάρη στα Νέα. Όσα κρίνω απαραίτητα για την απροκατάληπτη ανάγνωση αυτών των θέσεων έγραψα ήδη στο πρώτο μου σημείωμα. Επειδή κάποτε οι ορθογραφικές επιλογές ταλαντεύονται μεταξύ τής αβεβαιότητας και του ριζωμένου νεοελληνικού ατομισμού (όπως έγραψε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης), καταλαβαίνω την ανησυχία που εγείρει σε γλωσσικά ευαίσθητους ανθρώπους το ενδεχόμενο κάποιας ορθογραφικής ακαταστασίας ή αταξίας.

Θα προσπαθήσω τώρα να συνοψίσω, όσο κατάλαβα, τις αρχές που υπόκεινται στα άρθρα τού κ. Χάρη. Τον ευχαριστώ που είχε την καλοσύνη να διασαφήσει, όπως σημείωσα, ό,τι κατά τη γνώμη του παρανοήθηκε.

Ίσως κάποιος μπει στον πειρασμό να ανιχνεύσει σχολές σκέψεως ή γλωσσικές παρατάξεις, για να τοποθετήσει εκεί τα άρθρα τού κ. Χάρη και τα δικά μου. Πρόθεσή μου είναι να μη δώσω λαβή για αυτό. Με λυπεί πολλές φορές ότι, αντί να μοχθήσουμε να αναλύσουμε τη γλωσσική ή ορθογραφική πρόταση κάποιου, γυρεύουμε την ευκολία να χαρακτηρίσουμε απλώς τις θέσεις του με μια σφραγίδα που μας βολεύει (labelling). Φρονώ ότι έχουμε την ωριμότητα και την ευπρέπεια σε αυτή τη συζήτηση να προσπεράσουμε αυτό το ελάττωμα.

Στις επιφυλλίδες τού κ. Χάρη ξεχώρισα τις εξής απόψεις:


1) Μολονότι η συζήτηση για την ορθογραφία είναι επιστημονικώς επιτρεπτή, η εκάστοτε δημόσια εφαρμογή της πρέπει να ρυθμίζεται αρμοδίως, όχι ατομικώς.
2) Η χρήση τού ετυμολογικού κριτηρίου (επέκεινα της σχολικής ορθογραφίας) από το Λεξικό Μπαμπινιώτη επιφέρει αβεβαιότητα και σύγχυση, διότι:
α) δεν έχει τηρηθεί με συνέπεια και ομοιομορφία,
β) οδηγεί σε ορθογραφικές ακρότητες.


Χωρίς να αναφέρομαι άμεσα στις εκτιμήσεις τού κ. Χάρη, θέλω να στρέψω την προσοχή στο υπόβαθρο που φαίνεται να τις στηρίζει. Το περίγραμμα του ζητήματος είναι άκρως διδακτικό για την περίπτωση που μας απασχολεί. Διότι ο διάλογος για τη σχολική ορθογραφία έκλεισε πρόωρα και άτσαλα (ας μου επιτραπεί η φράση). Εξηγούμαι:

Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης ασχολήθηκε εκτενώς και επισταμένως με το πρόβλημα της ορθογραφίας ως μέλος τού Εκπαιδευτικού Ομίλου και ως Ανώτερος Επόπτης τής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως (1917-20), αξιοποιώντας σημαντικές ομιλίες και κείμενα που είχε ήδη γράψει (ο μη εξοικειωμένος αναγνώστης καλείται να μελετήσει το πολυσέλιδο κείμενο «Η ορθογραφία μας», 1913, Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου 3, αναδημοσιευμένο τώρα στον τόμο Ζ΄ των Απάντων του). Η προσεκτική ανάγνωση των σχετικών κειμένων και των απαντήσεων προς τους αντιγνώμους (επί των ορθογραφικών, κυρίως τους Γ. Χατζιδάκι και Α. Σκιά) αποδεικνύει, όμως, ότι ο διάλογος αφορούσε κυρίως στην απλούστευση του πολυτονικού συστήματος (που η αλύγιστη ιστορική αρχή καθιστούσε κατ’ ουσίαν μη διδάξιμο) και επίσης στη γραφή παραγωγικών επιθημάτων και τερμάτων (θηλ. –ις / -η, αρσ. –εις / -ις / -ης κτλ.). Πολύ λιγότερη συζήτηση έγινε για αυτή καθ’ αυτήν τη γραφή των θεμάτων των λέξεων και αυτή περιορίστηκε σε λίγες χτυπητές περιπτώσεις (π.χ. αβγό / αυγό, αφτί / αυτί, τραυώ / τραβώ, αγώρι / αγόρι). Κατά τη σύνταξη της Νεοελληνικής Γραμματικής (1941) ο Τριανταφυλλίδης, άνθρωπος ακέραιου ήθους και υποδειγματικής ευθύτητας, παραδέχεται ότι ο σχετικός με την ορθογραφία διάλογος μεταξύ των μελών τής Επιτροπής περιστράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στο θέμα των καταλήξεων της «υποτακτικής» (που δεν ενοποιήθηκαν τότε) και της τονικής απλοποίησης (που προτάθηκε με υπόμνημα, αλλά δεν έγινε δεκτή από το υπουργείο). Κατόπιν ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης προχώρησε στη σύνταξη της επιτομής (της «Μικρής» Γραμματικής) αυτού του μνημειώδους έργου, ώστε να είναι κατάλληλη για τα σχολεία, υιοθετώντας, ως είναι φυσικό, τις λύσεις που είχε προκρίνει στη «Μεγάλη» Γραμματική.

Αντικειμενικά, το πλήθος των θεμάτων και προβλημάτων, καθώς και οι συνθήκες τής εποχής (πολιτικές και γλωσσοεκπαιδευτικές), δεν επέτρεψαν τη διεξαγωγή πλήρους και απροϋπόθετου διαλόγου, ενώ μερικά σχετικά ζητήματα υποσκελίστηκαν από άλλα ή συσσωματώθηκαν σε μη ομοειδή.

Κρίνοντας εκ των υστέρων (το 1951) την καθιέρωση της σχολικής ορθογραφίας, ο Νικόλαος Ανδριώτης έγραψε:

«…Ο Τριανταφυλλίδης στάθηκε ανένδοτος στη μόνη σωστή άποψη, ότι η ορθογραφία τής γλώσσας μας μόνο σα συνάρτηση της εθνικής παιδείας μπορεί να αντιμετωπιστή, ότι η νέα Ελληνική είναι αδύνατο να διδαχτή στα σχολεία όσο τη βαραίνει ο αβάσταχτος φόρτος τής αλύγιστης ιστορικής ορθογραφίας, που αξιώνει να γράφουμε το τραβώ με υ, το λάδι με υπογεγραμμένη, το φρύδι με περισπωμένη, το Γιάννης με η, το Αντώνης με ι, το Βασίλης με ει.»


Από τα ενδεικτικά αυτά σχόλια του Ανδριώτη, αλλά και από τον ίδιο τον Πρόλογο της Νεοελληνικής Γραμματικής, διακρίνουμε ευθύς εξ αρχής πόσα ανόμοια προβλήματα είχε να επιλύσει το ορθογραφικό σύστημα. Φυσικό ήταν, εφόσον ένα βιβλίο δεν μπορεί να συγγράφεται επ’ άπειρον, να δοθούν μερικές φορές επικαλυπτικές και όχι εξατομικευμένες λύσεις, να στιγματιστεί τρόπον τινά η ετυμολογική ορθογραφία και να απορριφθούν ετυμολογικά ορθές γραφές συμπαρασυρόμενες από περιπτώσεις τονικής απλοποίησης ή ενοποίησης της γραφής των τερμάτων.

Η επικράτηση της σχολικής ορθογραφίας έκτοτε γνώρισε μόνο δύο επεμβάσεις: την ενοποίηση της γραφής τής «υποτακτικής» (1976) και την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος (1982). Περαιτέρω διάλογος για την ορθογραφία (πέρα από τα ζητήματα αυτά) ουσιαστικά δεν έγινε. Η δύναμη της αδράνειας, η ισχύς τής κρατικής εκπαίδευσης (που είχε άλλοτε ευνοήσει τη μακρά ζωή τής καθαρεύουσας) και η απουσία ολοκληρωμένης πρότασης, που να αντιμετωπίζει με συνέπεια τα προβλήματα, απέτρεψαν τη διεξαγωγή αυτού του τόσο αναγκαίου διαλόγου.

Οι μελετητές και οι λεξικογράφοι, που είχαν να εφαρμόσουν το ορθογραφικό σύστημα σε ολόκληρο το σώμα τής γλώσσας και όχι μόνο σε λίγα σχηματιστικά παραδείγματα, άρχισαν κατά καιρούς να προκρίνουν λύσεις πέραν των ορίων τής σχολικής ορθογραφίας. Στο Νέο ελληνικό λεξικό τής σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας τού Εμμ. Κριαρά (1995) συναντούμε ετυμολογικές γραφές όπως παλληκάρι, ξυπόλυτος, κτήριο, καινούργιος, ήσκιος, σουσσούμι, χνότο κ.ά., τις οποίες ο συγγραφέας είχε υποστηρίξει επίσης σε ειδική ενότητα («Ορθογραφικό Λεξιλόγιο») του βιβλίου του Τα Πεντάλεπτά μου (Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 168-179). Πολλές αποκλίσεις από τη σχολική ορθογραφία περιέχει επίσης το εξαίρετο Λεξικό τής Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1969 κ.εξ.), που όμως απευθύνεται περισσότερο στον ειδικό γλωσσολόγο, αλλά και το Ετυμολογικό Λεξικό τού Νικόλαου Ανδριώτη (Θεσσαλονίκη 1983, γ΄ έκδ.). Μάλιστα, οι εκδότες τού εν λόγω ετυμολογικού λεξικού (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη) αισθάνθηκαν την ανάγκη να δικαιολογήσουν τον Ανδριώτη για τις ορθογραφικές επιλογές του, σημειώνοντας στον πρόλογο ότι «ως ετυμολόγος τής ελληνικής γλώσσας» είχε το δικαίωμα ή την ελευθερία να τις υιοθετήσει.

Ο κ. Χάρης παρέλειψε οποιαδήποτε αναφορά σε αυτά τα λεξικά και κατηύθυνε την προσοχή μόνο στο Λεξικό Μπαμπινιώτη (1998, 2002). Νομίζω ότι ο χειρισμός αυτός ήταν λανθασμένος, διότι προσφέρει στον αναγνώστη μέρος μόνο της αλήθειας. Δεν εξηγεί ακόμη γιατί αυτά τα λεξικά δεν προκάλεσαν σύγχυση ή αβεβαιότητα όταν κυκλοφορήθηκαν. Μήπως είχαν μικρότερη απήχηση ή προβολή στο κοινό; Μήπως δεν έπεισαν για τις επιλογές τους; Μήπως δεν ενόχλησαν τόσο, ώστε να ανακινήσουν τον διάλογο που είχε αδέξια κλείσει;

Πιθανώς ο κ. Χάρης έχει κατά νου συγγραφείς, επιμελητές ή άλλους χρήστες τού λεξικού σε υπεύθυνες θέσεις, οι οποίοι προσπάθησαν να επιβάλουν μεταρρυθμισμένες, ετυμολογικές ή οιονεί ετυμολογικές γραφές σε κείμενα που διόρθωσαν ή επιμελήθηκαν. Νομίζω ότι δεν είναι σωστό να μετακυλίουμε την αλαζονεία των ανθρώπων στο ορθογραφικό σύστημα, μιλώντας για «αλαζονεία τής ορθογραφίας», ενώ πρόκειται για «αλαζονική εφαρμογή» τέτοιων επιλογών. Οι αστοχίες των ανθρώπων, κυρίως δε των μη ειδικών, δεν είναι σοφό να καταλογίζονται στα λεξικά.

Ίσως επίσης η διάδοση των αρχών τής ετυμολογικής ορθογραφίας να φάνηκε ότι προσφέρει άλλοθι για πειραματισμό ή υπερδιόρθωση (hypercorrection), όπως προκύπτει από εύστοχα παραδείγματα του κ. Χάρη στη δεύτερη επιφυλλίδα του. Οπωσδήποτε, όμως, ένα λεξικό έχει το αναφαίρετο και ανέκκλητο δικαίωμα να συμμετέχει σε έναν διάλογο υποβάλλοντας επιστημονικές και ορθογραφικές προτάσεις. Η παρουσίαση των νέων προτάσεων τίθεται στο βήμα τής δημόσιας κρίσεως και, χωρίς να θίγει την εκπαιδευτική πράξη, εξελέγχει την επάρκειά της. Κρίνω ότι ο εκλιπών Ν. Ανδριώτης εδικαιούτο να δημοσιεύσει τις ετυμολογικά συνεπείς γραφές στο λεξικό του (ακόμη και αν έσφαλε σε μερικές ετυμολογήσεις) και ότι το Λεξικό Μπαμπινιώτη ευλόγως συνέχισε τον διάλογο. Στην πραγματικότητα, ο διάλογος για την ορθογραφία ευεργετείται από την παράλληλη συμπαράθεση τέτοιων απόψεων, η δε εύρεση λαθών ή ασυνεπειών μπορεί να αποβεί χρήσιμη σε αυτόν.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα εστιάσω την προσοχή στο τρίτο (και τελευταίο) μέρος των σημειωμάτων μου για την ορθογραφία. Επειδή τα ζητήματα που εθίγησαν έχουν αυτοτέλεια και επαρκή αφ’ εαυτών σπουδαιότητα, θεώρησα καλύτερο να επιδιώξω χωριστή την πραγμάτευσή τους. Από όλες τις πλευρές ο διάλογος αυτός μπορεί να ευρύνει το πεδίο μας και να ωφελήσει πραγματικά.

Συνέχεια στο Ας μιλήσουμε για ορθογραφία – Μέρος Γ΄.

Σημείωση: Ο κ. Χάρης εξέθεσε δημόσια και επωνύμως τις απόψεις του. Συνεπώς, θεωρώ έντιμο και ηθικά σωστό η απάντηση σε αυτές να δίνεται επίσης επωνύμως, τηρώντας έτσι τους κανόνες τής δεοντολογίας, αλλά και της προσωπικής ευθύτητας.

Θεόδωρος Σ. Μωυσιάδης
Δρ Γλωσσολογίας

18/12/06

Η δεοντολογία στην επιστήμη

Die Wissenschaft kennt nur ein Gebot: den wissenschaftlichen Beitrag.
Bertolt Brecht, 1938

Η εικόνα τής εκπαίδευσης του νεαρού πλουσιόπαιδου μας δίνεται από μερικά αποσπάσματα ελληνιστικών παπύρων και επιστολών. Η διδασκαλία τής γραφής ακολουθούσε την εξής απλή τακτική: Πάνω σε πλάκα αλειμμένη με κερί ο δάσκαλος χάρασσε τον τύπον, που συνήθως ήταν μεμονωμένες λέξεις ή κάποιο γύμνασμα, και κατόπιν ο μαθητής έπρεπε να αντιγράψει από κάτω το κάθε τι όσο το δυνατόν πιστότερα. Το προϊόν τής εργασίας του ονομαζόταν υπογραμμός.

Επί αιώνες ο τύπος και ο υπογραμμός αντιπροσωπεύουν τη μάθηση μέσω προτύπων ή υποδειγμάτων. Θα ανέμενε κανείς ότι η βελτίωση του τύπου οδηγεί σε καλύτερα προϊόντα. Ότι αν κάποιος προχωρεί ή εμβαθύνει σε γνώση, αυτό αποτυπώνεται στον χαρακτήρα και στην προσωπικότητά του. Ότι αν είναι εξευγενισμένη η εκπαίδευσή του, θα τείνει να φέρνει στην επιφάνεια τις καλύτερες πλευρές του. Ότι η επιστημονική έρευνα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα της αρετής.

Το σύνολο των ηθικών αρχών που πρέπει να διέπουν την επιστημονική έρευνα είναι συνήθως γνωστό με τον ελληνογενή όρο ethics. Κατά κανόνα αποδίδουμε τον αγγλικό όρο με τη λέξη δεοντολογία, φυλάσσοντας τη λέξη ηθική (που έχει εκ φύσεως μεγαλύτερη βαρύτητα) ως αντίστοιχη του λατινογενούς morality (Moralität, moralité). Στο σημείωμα αυτό επιθυμώ να φέρω στην επιφάνεια πλευρές τής επιστημονικής έρευνας, στις οποίες η αρετή κινδυνεύει να απομείνει desideratum deperditum, o δε λόγος περί αυτής παρωχημένος ή και ύποπτος, υποκριτικός. Θέλω επίσης (ας μου επιτραπεί η επιθυμία) να επαναφέρω τη λέξη αρετή στην τρέχουσα επιστημονική ομιλία, από την οποία έχει λείψει πια τόσο εμφανώς όσο και η ιδιότητα την οποία δηλώνει. Ο λόγος είναι ότι όλο και περισσότερο παρατηρεί κανείς να ξεθωριάζει ο τύπος τής αρετής και, ως εκ τούτου, οι σπουδαστές αρκούνται ή αγωνίζονται συνεχώς να αναπαράγουν τον ελαττωματικό της υπογραμμό.

Ο αναγνώστης ίσως διερωτηθεί: Γιατί πρέπει να νοιαζόμαστε για την αρετή και τη δεοντολογία, όταν ασχολούμαστε με την επιστήμη; Το ερώτημα δεν είναι άκαιρο. Ο όρος δεοντολογία μοιάζει νομικίστικος και, επομένως, απωθητικός. Επιπλέον, πολλοί ίσως έχουν την πεποίθηση ότι η φράση τού Πασκάλ, la vraie morale se moque de la morale «η αληθινή ηθική αδιαφορεί για την ηθική», είναι πιο εξυπηρετική από την ατέρμονα σκιαμαχία για τον ορισμό της. Μήπως τελικά έχει δίκιο το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (και προφανώς άλλα σπουδαία ιδρύματα) που στρύμωχνε τις αρχές δεοντολογίας στις τελευταίες σελίδες τού μεταπτυχιακού οδηγού και με στοιχεία των 8;

Θα ήθελα να θέσω ως αξιώματα δύο βασικές σκέψεις. Κατόπιν θα επιχειρήσω να τις εξηγήσω μέσω ορισμένων παραδειγμάτων.
Πρώτον, η αρετή συνδέεται με την ηθική υπεροχή. Η εν λόγω υπεροχή δεν είναι η ικανότητα κάποιου να ξεπερνά τους άλλους, αλλά να παραμερίζει με σκληρό αγώνα την ιδιοτέλεια, την ανεντιμότητα, τον καιροσκοπισμό και τη φαυλότητα που τόσο αβίαστα σπεύδουν να εκδηλωθούν. Ηθική υπεροχή στην επιστήμη σημαίνει ηθική αρτιότητα.
Δεύτερον, η επιστημονική έρευνα επηρεάζει ζωές. Παρέχει τροφή τού πνεύματος, η οποία διαπλάθει ανθρώπους, διδάσκει και μεταδίδει ιδέες, παραδίδει πρότυπα και θέτει στόχους. Δεν είναι άτοπο, πιστεύω, να ζητούμε από αυτήν ακριβώς την έρευνα ηθικό έρεισμα.

Αυτός καθ' αυτόν ο τρόπος με τον οποίο εργαστήκαμε μπορεί να δείξει αν η δεοντολογία ήταν μέλημά μας ή την αγνοήσαμε.


Αναλογιστείτε ένα ζήτημα που κάποιος ίσως θεωρήσει έλασσον. Υποθέστε ότι ολοκληρώσαμε την εργασία μας. Ας αναρωτηθούμε: Έχω προσωπικά επαληθεύσει τις πηγές; Μερικά βιβλία που αναφέρω ίσως είναι του 19ου αιώνα ή παλαιότερα, πιθανώς μεσαιωνικά. Τα έχω εξετάσει από πρώτο χέρι ή απλώς αντέγραψα την παραπομπή από άλλον μελετητή; Αν και προφανώς είναι δύσκολο να έχει κανείς πρόσβαση στο κάθε τι, η παράλειψη αυτού του βήματος με φέρνει προ του κινδύνου να επαναλάβω το ενδεχόμενο σφάλμα κάποιου άλλου. Επιπλέον, όταν το λάθος ανακαλυφθεί, θα φανέρωνε ότι δεν μεταχειρίζομαι σωστά τις πηγές, ότι ίσως δεν είμαι εν γένει αξιόπιστος σε όλη την εργασία μου. Θέλω να δημιουργήσω τέτοιο όνομα;

Μεγάλο μέρος τής επιστημονικής έρευνας στηρίζεται σε ήδη κεκτημένη γνώση. Η απόκτησή της οφείλεται σε άλλους που εργάστηκαν σκληρά. Αναγνωρίζουμε με ευγνωμοσύνη τη συνεισφορά τους; Ορισμένοι έφθασαν στο σημείο, όχι απλώς να παρασιωπήσουν τη συμβολή κάποιου ή να καρπωθούν τον κόπο του, αλλά και να μεταγράψουν στη δική τους γλώσσα ξένο εγχειρίδιο, υποθέτοντας ότι οι ελαφρές τροποποιήσεις καθιστούσαν «δικό τους» το έργο. Επί παραδείγματι, το 1988 ο Charles Brucker έγραψε για τη γαλλική σειρά Qué sais-je? το βιβλίο L’étymologie, στο οποίο φιλοδοξούσε να παρουσιάσει ιστορική επισκόπηση της επιστημονικής ετυμολογίας. Πόσο απογοητευτικό ήταν, όμως, όταν η επιστημονική κοινότητα ανακάλυψε ότι μεγάλο μέρος τού κειμένου ήταν στην πραγματικότητα παράφραση του ιταλικού βιβλίου L'etimologia, που είχε γράψει το 1976 ο Alberto Zamboni... H αποσιώπηση των πηγών, ακόμη και σε περιπτώσεις λιγότερο ακραίες από τη λογοκλοπή (plagiarism), είναι σήμερα ακόμη ευκολότερη λόγω της διαδικτυακής πρόσβασης σε κείμενα που δεν τυπώθηκαν και των οποίων η κυριότητα σπανίως αποδίδεται στον δημιουργό. Επιπλέον, είμαστε χρεώστες όχι μόνο στους συγγραφείς, αλλά και σε συναδέλφους με τους οποίους συζητήσαμε θέματα της εργασίας μας ή μοιραστήκαμε κάποιο πρόβλημα, καθώς και προς εκείνους που μας υπέδειξαν το βιβλίο ή την ιδέα εκείνη που ξεκλείδωσε το συρτάρι όπου είχαμε καταχωνιάσει τη μελέτη μας, επειδή φθάσαμε σε αδιέξοδο. Η αναγνώρισή τους είναι στοιχείο τής δεοντολογίας και ένδειξη ηθικού ερείσματος.

Η εξής ερώτηση έχει επίσης βαρύτητα: Υποστηρίζουν πράγματι τα στοιχεία και τα δεδομένα την εκδοχή που έχω υιοθετήσει; Αρκετά ζητήματα στις θεωρητικές επιστήμες χρωματίζονται από το ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Ασφαλώς δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένουμε ότι ο γλωσσολόγος, επί παραδείγματι, σκέφτεται ή λειτουργεί in vacuo, σαν να μην τον έχουν καταφθάσει οι απόψεις των προγενεστέρων ή σαν να τον προσπέρασαν χωρίς να τον αγγίξουν. Εντούτοις: Αν τα στοιχεία που βρίσκω φαίνεται να ανατρέπουν την εκδοχή που σκοπεύω να υποστηρίξω, θα έχω την εντιμότητα και την ταπεινότητα να αλλάξω γνώμη; Περαιτέρω, θα με υποκινήσει η ηθική μου συγκρότηση να το παραδεχτώ δημόσια, αν κάποιος άλλος μού το υποδείξει; Και θα με παρακινήσει η ακεραιότητα και η ευθύτητα να μην αποσιωπήσω όσες επιστημονικές πηγές αμφισβητούν το συμπέρασμά μου, έστω και αν αυτό συνεπάγεται περισσότερη εργασία εκ μέρους μου;

Οι επιπτώσεις τού έργου μας σε άλλους δεν περιορίζονται στην ιδεολογία. Τι είδους απόηχο προσδοκώ από την εργασία μου; Ελάχιστοι επιστήμονες μπορούν να καυχηθούν ότι η δική τους συμβολή κλείνει οριστικά το θέμα που πραγματεύονται. Αν προσδοκούμε ότι το βιβλίο, το άρθρο ή το κείμενό μας θα ενταφιάσει όλη την προγενέστερη έρευνα, χαράσσοντας πάνω από την ταφόπλακα το όνομά μας, ίσως πρέπει να το ξανασκεφτούμε. Η επιθυμία κάποιου να έχει την τελευταία λέξη σε ό,τι συζητείται δεν είναι ένδειξη σωφροσύνης, μπορεί δε να αποθαρρύνει μελλοντικούς ερευνητές από τη δική τους συνεισφορά, από τη δική τους οπτική γωνία. Αν γράφουμε ή διδάσκουμε, πρέπει μάλλον να πασχίζουμε να μεταφέρουμε στους άλλους ερεθίσματα για περαιτέρω έρευνα, να εγείρουμε το ενδιαφέρον τους, να δείξουμε τι μας συνήρπασε στον συγκεκριμένο τομέα και γιατί είναι επωφελές και γόνιμο να ενασχοληθεί κανείς σε αυτόν. Η αρετή θα μας υποκινήσει να μην παραλείψουμε αυτή τη σπουδαία πτυχή τής διδασκαλίας.

Μερικά ακόμη ερωτήματα: Μήπως η προσέγγιση που υιοθέτησα ή η γλώσσα που χρησιμοποιώ είναι μεροληπτική; Υπάρχει πιθανότητα (ή κίνδυνος) να αγνόησα σχολές σκέψεως που απείχαν από το πρότυπό μου και δεν προσπάθησα να τις καταλάβω; Μήπως η ταύτισή μου με ορισμένη νοοτροπία ή ιδεολογία συσκοτίζει την κρίση μου και με ωθεί να αντιμετωπίζω με καχυποψία την αντιγνωμία; Έχω τις γνώσεις, τις πηγές και τις απαιτούμενες ικανότητες να εξετάσω επαρκώς το συγκεκριμένο θέμα ή ασχολούμαι με αυτό απλώς επειδή είναι διαθέσιμο ή απουσιάζει από τη βιβλιογραφία; Είμαι ειλικρινής όταν ισχυρίζομαι ότι εισφέρω κάτι καινούργιο;

Σε αυτό το σημείωμα δεν ασχολήθηκα καθόλου με τις περαιτέρω επιπτώσεις τής γλωσσολογικής εργασίας, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν ακόμη και τη γλωσσική πολιτική. Η ιστορία ή η γλώσσα, ακόμη και η ορθογραφία, σχετίζονται συχνά με την ίδια την ταυτότητα κάποιου και, επομένως, η γνώμη μας ως «ειδικών» θα μπορούσε να επιδράσει στον τρόπο αντιλήψεως αυτής της ταυτότητας. Οι παρενέργειες της φαύλης συμπεριφοράς σε αυτόν τον τομέα ίσως αποδειχθούν άκρως επιζήμιες―με τρόμαξαν και προτίμησα να τις παραλείψω.

Αυτό καθιστά περισσότερο αναγκαία την ηθική αρτιότητα και τη δεοντολογία στην επιστημονική έρευνα. Η πραγματική επιστημονική συνεισφορά δεν παράγει απλώς μια φουσκωμένη από γνώσεις διάνοια, αλλά αναπαράγει την αρετή. Ειδάλλως, όπως είχαν ήδη διαπιστώσει οι αρχαίοι, ίσως αποτελεί πανουργία και όχι σοφία.

12/12/06

Ας μιλήσουμε για ορθογραφία...

They spell it Vinci and pronounce it Vinchy;
foreigners always spell better than they pronounce.

Mark Twain (1869)



Οι ιστορικοί γράφουν ότι η πλήρης πανοπλία τού Ρωμαίου λεγεωναρίου ζύγιζε περίπου 30 κιλά. Αν αναλογιστούμε ότι σε περίοδο εκστρατείας οι ρωμαϊκές φάλαγγες διήνυαν αρκετά χιλιόμετρα την ημέρα, καθώς και ότι η μάχη μπορούσε να διαρκέσει πολλές ώρες, ο λεγεωνάριος χρειαζόταν αρκετά αποθέματα αντοχής και δύναμης απλώς και μόνο για να κινείται. Και τότε μερικοί φαντασμένοι Ρωμαίοι, που κατακρίνει στα κείμενά του ο Ιούλιος Καίσαρ, διαπίστωναν πόσο λάθος είχαν κάνει όταν έσπευδαν να προσθέσουν στις πανοπλίες τους όμορφα διακοσμητικά φτερά ή χρυσές (αντί δερμάτινες) χειρίδες και ζώνες και τώρα δυσκολεύονταν να λυγίσουν τα γόνατα ή να απλώσουν τα χέρια.

Κάθε πρόταση για την ορθογραφία έχει την ιδιαιτερότητα ότι κομίζει το φορτίο τής συνεχούς δοκιμασίας. Οι μακρές διαφωνίες και διαμάχες έχουν πάντοτε το ίδιο αντικείμενο με την εικόνα τού Ρωμαίου λεγεωναρίου μπροστά στον καθρέφτη: Τι χρειάζομαι; Τι είναι απαραίτητο; Τι είναι περιττό; Τι είναι αταίριαστο; Τι είναι εφικτό;

Το ότι αναφέρθηκα σε στρατό έχει σκοπιμότητα: είχα υπ' όψιν τις ιδιότητες της ομοιομορφίας και της πειθαρχίας. Αυτές νομίζω ότι είχε τονίσει ήδη το 1932 σε ομιλία του προς ακροατήριο εκπαιδευτικών ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Παρακαλώ προσέξτε τη διατύπωσή του:

"Αναγνωρίζω την ανάγκη για μια απλοποίηση. Θα ήμουν όμως ο τελευταίος που θ' αδιαφορούσε για την ανάγκη ορθογραφικής πειθαρχίας. Και είναι χρέος μου να θυμίσω πως η απόχτηση γραπτής κοινής, σε όποια βάση και αν ρυθμιστή, θα έχη πάντοτε να κριθή μ' ένα άλλο ανώτατο σύνθημα, χρήσιμο και σε πολλά άλλα: της εργασίας."


Οι εύστοχες παρατηρήσεις τού Τριανταφυλλίδη αποδεικνύουν αναντίρρητες, καθώς πιστεύω, τις αρχές που προανέφερα. Αν και ηχούν δυσάρεστα, η ομοιομορφία και η πειθαρχία υπήρξαν στόχοι κάθε ορθογραφικής μεταρρύθμισης. Διέφερε, ωστόσο, το εκάστοτε πρότυπο αναφοράς. Με τη διεισδυτική του ματιά ο Τριανταφυλλίδης εξήγησε ότι το κριτήριο της εργασίας (δηλ. της εφαρμογής) είναι ισχυρότερο από το κριτήριο του μονομερούς ιστορισμού, αλλά και εγκυρότερο από την επιδίωξη της απλοποίησης ή της ευκολίας.

Σε τελευταία επιφυλλίδα του στην εφημερίδα Τα Νέα (Σάββατο, 9 Δεκεμβρίου) ο κ. Γιάννης Χάρης, επιμελητής εκδόσεων, υποστήριξε, με τον τρόπο του, την ισχύ αυτών των αρχών και κατέκρινε λεξικογραφικά εγχειρήματα που θεωρεί ότι τις παρακάμπτουν (άρθρο: Ορθογραφούμεν μετ' ευτελείας;). Υπολογίζω πάντοτε σοβαρά τις απόψεις των "εργατών" τής γλώσσας: μεταφραστών, συγγραφέων, επιμελητών, διορθωτών, εκπαιδευτικών κ.ά. Επειδή συνεχώς αναμετρούνται με τη γλώσσα και τη γραφή σε δημόσιο βήμα, διαθέτουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν αμέσως να αποτιμήσουν τον απόηχο των επιλογών τους.

Ο κ. Χάρης ευστοχεί στην παρατήρηση ότι κανένα λεξικογραφικό έργο δεν δικαιούται τον τίτλο τής Βίβλου σε γλωσσικά ζητήματα. Μολονότι η φράση του έχει συγκεκριμένο στόχο, δεν θα ήθελα να τον αδικήσω αφαιρώντας από το σχόλιό του το δίδαγμα που πρέπει να αντληθεί. Θα άξιζε να προστεθεί ότι η απόδοση τίτλων δεν είναι μονομερής: οι γλωσσολόγοι γνωρίζουμε ότι σε διάφορα έργα έχει κατά καιρούς απονεμηθεί ο τίτλος ευαγγέλιο της δημοτικής, κορωνίδα τής λεξικογραφίας, επιτομή τής εγκυρότητας κ.ά. Ας αποσπάσουμε από τη φόρτιση των χαρακτηρισμών την αξία τής συνύπαρξης διαφόρων λεξικών, γραμματικών και γλωσσολογικών προτάσεων, που συμβάλλουν στην καλλιέργεια των επί μέρους θεμάτων. Πρέπει να εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας να αναπτύσσει συνδυαστική θεώρηση και να μην περιφρονούμε μια καλή εισήγηση απλώς επειδή δεν ξεκίνησε από εμάς.

Ο κ. Χάρης έχει δίκιο ότι η ορθογραφική σύγχυση μπορεί να βλάψει τη γλωσσική πράξη, ιδιαίτερα τη διδακτική. Πιστεύει ότι οι νεωτεριστικές προτάσεις (εννοεί την ετυμολογική ορθογραφία) πρέπει να περιορίζονται σε αμιγώς επιστημονικές εργασίες και να τίθενται προς αξιολόγηση, ώστε να μην αιφνιδιάζεται ή παρασύρεται το κοινό, όπως θεωρεί ότι συμβαίνει με ένα λεξικογραφικό έργο περιωπής.

Ομολογώ ότι αυτή η θέση είναι αξιοπρόσεκτη και αξίζει κανείς να κοπιάσει διανοητικά, ώστε να τη σταθμίσει κατάλληλα. Ως προς το ζήτημα της διδακτικής ο κ. Χάρης έχει δίκιο: οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις δεν πρέπει να αποσυντονίζουν την εκπαιδευτική κοινότητα. Εντούτοις, ο καθένας μας παραδέχεται ότι η εγγενής αδράνεια που χαρακτηρίζει τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις (όπως συνέβη επί παραδείγματι με την καθυστερημένη καθιέρωση της Νεοελληνικής Κοινης και του μονοτονικού) τείνει να εδραιώνει συνήθειες (ναι, ακόμη και γραφές ή γλωσσικές τακτικές) που δεν μοχθήσαμε να ελέγξουμε ή δεν δεχτήκαμε να ανασκευάσουμε, επειδή είπαμε ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες. Τη συγκεκριμένη πτυχή τού ζητήματος νομίζω ότι παρέβλεψε ο κ. Χάρης. Ότι ο διάλογος για την ορθογραφία δεν πρέπει να γίνεται μόνο για να αντικρούσουμε τους αντιγνώμους μας, αλλά και για να φωτιστούν ενδεχόμενες αδυναμίες μας. Και ότι η σημερινή σχολική ορθογραφία δεν είναι επέκεινα ή υπεράνω αυτού του διαλόγου.

Στο επόμενο σημείωμα θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, διαφωνώ με την έμμεση θέση τού κ. Χάρη, ότι ο διάλογος για την ορθογραφία έχει ουσιαστικά λήξει. (Ζητώ συγγνώμη αν τον αδικώ ή του βάζω λόγια στο στόμα, αλλά αυτή την εικόνα αποκόμισα από το άρθρο του). Θα επιχειρήσω επίσης να αναλύσω ποιες αδυναμίες παρουσιάζει η καθιερωμένη σχολική ορθογραφία ως προς τις αρχές τής συνέπειας και της ομοιομορφίας. Έχοντας δαπανήσει πολλά χρόνια στη μελέτη των συναφών θεμάτων και με το φορτίο ή το εφόδιο των πολλών λαθών μου, έχω οδηγηθεί σε μερικά συμπεράσματα που ίσως σημαίνουν κάτι.

Μικρή παρατήρηση/παρένθεση: Όταν κρίνουμε μια ορθογραφική πρόταση, δεν θα πρέπει να υιοθετούμε το αξίωμα falsus in uno, falsus in toto, απορρίπτοντας συλλήβδην τις εισηγήσεις κάποιου με τον οποίο γενικά διαφωνούμε. Επειδή κάθε συζήτηση για αυτό το θέμα έχει αναντιρρήτως ιδεολογικό υπόβαθρο, επωμιζόμαστε, όταν γράφουμε, τη βαριά ευθύνη να δείξουμε ότι οι πεποιθήσεις που έκφράζουμε δεν έχουν θολώσει την κρίση μας και ότι η ισχυρή μας θέση δεν έχει καταστρέψει την ικανότητά μας να προσδίδουμε στη συζήτηση αξιοπρέπεια και ήθος. Και τότε, είτε επικρατήσουν οι απόψεις μας είτε όχι, το απόσταγμά τους θα είναι θετικό.
Προσθήκη (17/12/06): Μετά την ανάρτηση αυτού του κειμένου ο κ. Χάρης είχε την καλοσύνη (μέσω προσωπικής επικοινωνίας) να μου διευκρινίσει περαιτέρω θέσεις τού άρθρου του που φοβάται μήπως παρανοήθηκαν. Τον ευχαριστώ θερμά για τις διασαφήσεις του και θα τις λάβω υπ' όψιν στη συνέχεια της συζήτησης. Εξυπακούεται ότι θα περιμένω την προαναγγελθείσα επιφυλλίδα τού κ. Χάρη στα Νέα και κατόπιν θα συνεχίσω τη δική μου συνεισφορά.

6/12/06

Το δέντρο, τα κλαδιά και τα κύματα: Σχήματα στη γλωσσική αλλαγή

Σε παλαιό εγχειρίδιο για την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας δινόταν προς τον μαθητή η ακόλουθη (υφολογική) συμβουλή: Αποφεύγετε τη χρήση ρητών, παροιμιών και παραδειγμάτων στον γραπτό σας λόγο. Αν τα χρησιμοποιείτε, οι αναγνώστες σας ίσως νομίσουν ότι δεν μπορείτε να εκφραστείτε με δικά σας λόγια ή ότι δεν έχετε δικές σας ιδέες. Η συμβουλή αυτή δεν φαίνεται παράδοξη. Στα επιστημονικά εγχειρίδια η χρήση παραδειγμάτων σπανίζει και κυριαρχεί η μεταγλώσσα τής ορολογίας, με σκοπό τη συμπύκνωση των πληροφοριών και, ως εκ τούτου, την οικονομία τού λόγου. Πολλοί δε έχουν τη γνώμη ότι τα ρητά, οι παροιμίες και τα παραδείγματα ανήκουν προφανώς σε κοινωνίες με λιγότερα εγγράμματα μέλη, οι οποίες στηρίζονταν κυρίως στη μνήμη ως αποθήκη και φυλάκιο γνώσεων. Ο σύγχρονος επιστήμονας, κατ' εξοχήν ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, ανατρέφεται με την αντίληψη ότι η ακαδημαϊκή διδασκαλία περιλαμβάνει την παράθεση στοιχείων και επιχειρημάτων, θέσεων και αντιρρήσεων διατυπωμένων στη γλώσσα τής επιστήμης, στη γλώσσα των βιβλίων αυτών καθ' αυτά. Τελικά, το ακαδημαϊκό μάθημα καταλήγει να είναι αναμέτρηση του διδάσκοντος με ένα ή περισσότερα βιβλία.

Έχω από καιρού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω τακτική θα μπορούσε να παρομοιαστεί με κάποιον που ζωγραφίζει έναν πίνακα, χωρίς να χρησιμοποιεί κανένα γνωστό σχήμα. Μολονότι κάποιοι ομότεχνοι ίσως τον θαυμάσουν, πόσοι θα απολαύσουν πραγματικά το προϊόν ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Ακόμη και αν ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι η τεχνική του συνιστά τέχνη, τι εντύπωση θα αποκομίσουν για την τέχνη οι παρατηρητές;

Σε αυτό το σημείωμα επιθυμώ να δείξω ότι η χρήση παραδειγμάτων στην ακαδημαϊκή διδασκαλία τής γλωσσικής αλλαγής έχει στην πραγματικότητα βάθος, ισχύ και παραστατικότητα που την καθιστούν στοιχείο τής μάθησης και όχι απλώς βοήθημά της. Στα σημεία που θα παραθέσω στη συνέχεια, παρακαλώ προσπαθήστε να διακρίνετε την εκτενή χρήση των αναλογιών, που, αν λείψουν, καθιστούν ανεπαρκή την παρουσίαση και την αποτίμηση των αντίστοιχων θεωριών.

Ένα από τα πρώτα σχήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διδασκαλία τής Ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας ήταν το δέντρο (Friedrich von Schlegel, Franz Bopp κ.ά.). Η απλότητα αυτής της συλλήψεως έχει εισχωρήσει στην επιστημονική μεταγλώσσα. Κατανοούμε ευθύς αμέσως την αναφορά σε γλωσσικούς κλάδους, που προέκυψαν από κοινό κορμό, αναφερόμαστε σε ρίζες γλωσσών και λέξεων και τελικά δεν δυσκολευόμαστε να πούμε ότι φύσηξε ο άνεμος της γλωσσικής αλλαγής.

Αν η γλώσσα λειτουργούσε σαν μηχανή ή οργανισμός, το σχήμα δεν θα είχε ατέλειες. Αποτυπώνει πολύ καλά τις εγγύτερες και τις απώτερες σχέσεις των επί μέρους γλωσσών, ξεχωρίζει τους κλάδους από τους υποκλάδους και επιτρέπει την υπόθεση ότι, όπως ένα κλαδί μπορεί να ξεραθεί, μια γλώσσα μπορεί ομοίως να πεθάνει, αν πάψει να έχει ομιλητές.

Εντούτοις, όταν εμβαθύνουμε στην ιστορία των γλωσσών, το σχήμα ή το πρότυπο του δέντρου φαίνεται ατελές. Ας αναφερθούμε σε ένα μόνο μειονέκτημα: Στο κατά γράμμα δέντρο τα κλαδιά ξεκινούν από διαφορετικό σημείο τού κορμού, πλησιέστερα ή μακρύτερα από τη ρίζα. Αυτό θα φαινόταν πολύ ελκυστικό για τις γλωσσικές οικογένειες, ότι δηλαδή αποχωρίστηκαν από τον κοινό κορμό σε διαφορετικά χρονικά στάδια.

Αν, όμως, το σκεφθούμε βαθύτερα, η εξήγηση δεν ικανοποιεί. Επί παραδείγματι, σε ποιο χρονικό σημείο τής δημώδους Λατινικής αποχωρίστηκαν από τον κοινό κορμό οι ρομανικές γλώσσες; Αν υποθέσουμε ότι οι γλώσσες τής Καστίλλης (η κατοπινή Ισπανική) αποχωρίστηκαν στο χρονικό σημείο Α, οι υπόλοιποι λατινόφωνοι μιλούσαν ακόμη την ύστερη Λατινική; Και πότε έληξε ο προσδιορισμός; Πότε οι κάτοικοι των επαρχιών τής Λουζιτανίας συνειδητοποίησαν ότι η γλώσσα τους δεν ήταν Λατινική αλλά Πορτογαλική; Πότε το αντιλήφθηκαν οι ομιλητές των άλλων συγγενών γλωσσών; Για να χρησιμοποιήσουμε ένα ακόμη παράδειγμα, η απόλυτη υιοθέτηση του δενδροειδούς σχήματος θα παρομοίαζε τη γλώσσα με αμαξοστοιχία, η οποία βαθμηδόν χάνει τα βαγόνια της ώσπου μένει χωρίς κανένα, αλλά εμείς επιμένουμε να μιλούμε για τρένο.

Είναι προφανές ότι, όταν παρουσιάστεί στους φοιτητές ολόκληρος ο παραπάνω συλλογισμός, δεν υποτιμάται η νοημοσύνη τού ακαδημαϊκού ακροατηρίου. Απεναντίας, τους βοηθούμε να εισδύσουν στην ουσία τής θεωρίας και να τη συλλάβουν σφαιρικά και πλήρως. Ενεργοποιούμε τις δυνάμεις αντιλήψεώς τους και είναι πιθανόν μέσω κατάλληλων ερωτήσεων να αντιληφθούν οι ίδιοι το πλαίσιο του όλου σχήματος. Εν ολίγοις, τους βοηθούμε να αναπτύξουν και να καλλιεργήσουν επιστημονικό λογισμό.

Ο γλωσσολόγος που χώνεψε καλά το σχήμα τού δέντρου θα κατανοήσει επιπλέον τι επιδίωξε να προσφέρει η θεωρία των κυμάτων (Wellentheorie). Θα συλλάβει ευθύς τις ατέλειές της, αναλογιζόμενος ότι η γλωσσική αλλαγή δεν περνά σαν οδοστρωτήρας πάνω από προγενέστερα στρώματα ή τύπους. Θα καταλάβει, εν ολίγοις, ότι η γλωσσική αλλαγή είναι πολύπλοκη διαδικασία, στην οποία μόνον ατελώς μπορεί να έχει πρόσβαση ο επιστήμονας, διότι αποτελεί ο ίδιος τμήμα της ή την παρατηρεί υπό περιορισμένη οπτική γωνία και αφού έχει ήδη συντελεστεί.

Εφόσον ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος να σκέφτεται με βάση εικονοσχήματα (image-schemas), που αποτελούν δομές γνώσεως θεμελιώδεις στην οργάνωση της σκέψης, η χρήση παραδειγμάτων και σχημάτων στην επιστημονική μάθηση είναι στην πραγματικότητα εγγενές στοιχείο τής γνώσης. Η επιστημονική ανάλυση που δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθεί με δεδομένα γνωσιακά (cognitive) σχήματα γίνεται ανεπίγνωστη, ακατανόητη ή, όπως έγραψε ο μαθηματικός και γλωσσολόγος Ray Jackendoff, απλώς α-νόητη.