«Η ορθογραφία σε κάθε γλώσσα είναι κάτι συμβατικό. Όμως η σωστή ορθογράφηση είναι πάντα σημάδι γλωσσικής καλλιέργειας εκείνου που ορθογραφεί».
Από τις φράσεις αυτές τού Εμμ. Κριαρά μπορούμε να αντλήσουμε συμπυκνωμένη την αιτία τής έμφασης που αποδίδεται στην ορθογραφία: Αν και συμβατική, θεωρείται σημάδι γλωσσικής καλλιέργειας. Συχνά αποτελεί τον πρόχειρο μετρικό της κανόνα. Και είναι φανερή στρέβλωση της σημασίας της να κραδαίνουμε τα διδάγματα ή τις εφαρμογές τού κανόνα, για να καταδείξουμε την υπεροχή τής κατάρτισής μας.
Από αυτή την οπτική γωνία κατανοώ το πνεύμα τής δεύτερης επιφυλλίδας τού κ. Χάρη στα Νέα. Όσα κρίνω απαραίτητα για την απροκατάληπτη ανάγνωση αυτών των θέσεων έγραψα ήδη στο πρώτο μου σημείωμα. Επειδή κάποτε οι ορθογραφικές επιλογές ταλαντεύονται μεταξύ τής αβεβαιότητας και του ριζωμένου νεοελληνικού ατομισμού (όπως έγραψε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης), καταλαβαίνω την ανησυχία που εγείρει σε γλωσσικά ευαίσθητους ανθρώπους το ενδεχόμενο κάποιας ορθογραφικής ακαταστασίας ή αταξίας.
Θα προσπαθήσω τώρα να συνοψίσω, όσο κατάλαβα, τις αρχές που υπόκεινται στα άρθρα τού κ. Χάρη. Τον ευχαριστώ που είχε την καλοσύνη να διασαφήσει, όπως σημείωσα, ό,τι κατά τη γνώμη του παρανοήθηκε.
Ίσως κάποιος μπει στον πειρασμό να ανιχνεύσει σχολές σκέψεως ή γλωσσικές παρατάξεις, για να τοποθετήσει εκεί τα άρθρα τού κ. Χάρη και τα δικά μου. Πρόθεσή μου είναι να μη δώσω λαβή για αυτό. Με λυπεί πολλές φορές ότι, αντί να μοχθήσουμε να αναλύσουμε τη γλωσσική ή ορθογραφική πρόταση κάποιου, γυρεύουμε την ευκολία να χαρακτηρίσουμε απλώς τις θέσεις του με μια σφραγίδα που μας βολεύει (labelling). Φρονώ ότι έχουμε την ωριμότητα και την ευπρέπεια σε αυτή τη συζήτηση να προσπεράσουμε αυτό το ελάττωμα.
Στις επιφυλλίδες τού κ. Χάρη ξεχώρισα τις εξής απόψεις:
1) Μολονότι η συζήτηση για την ορθογραφία είναι επιστημονικώς επιτρεπτή, η εκάστοτε δημόσια εφαρμογή της πρέπει να ρυθμίζεται αρμοδίως, όχι ατομικώς.
2) Η χρήση τού ετυμολογικού κριτηρίου (επέκεινα της σχολικής ορθογραφίας) από το Λεξικό Μπαμπινιώτη επιφέρει αβεβαιότητα και σύγχυση, διότι:
α) δεν έχει τηρηθεί με συνέπεια και ομοιομορφία,
β) οδηγεί σε ορθογραφικές ακρότητες.
Χωρίς να αναφέρομαι άμεσα στις εκτιμήσεις τού κ. Χάρη, θέλω να στρέψω την προσοχή στο υπόβαθρο που φαίνεται να τις στηρίζει. Το περίγραμμα του ζητήματος είναι άκρως διδακτικό για την περίπτωση που μας απασχολεί. Διότι ο διάλογος για τη σχολική ορθογραφία έκλεισε πρόωρα και άτσαλα (ας μου επιτραπεί η φράση). Εξηγούμαι:
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης ασχολήθηκε εκτενώς και επισταμένως με το πρόβλημα της ορθογραφίας ως μέλος τού Εκπαιδευτικού Ομίλου και ως Ανώτερος Επόπτης τής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως (1917-20), αξιοποιώντας σημαντικές ομιλίες και κείμενα που είχε ήδη γράψει (ο μη εξοικειωμένος αναγνώστης καλείται να μελετήσει το πολυσέλιδο κείμενο «Η ορθογραφία μας», 1913, Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου 3, αναδημοσιευμένο τώρα στον τόμο Ζ΄ των Απάντων του). Η προσεκτική ανάγνωση των σχετικών κειμένων και των απαντήσεων προς τους αντιγνώμους (επί των ορθογραφικών, κυρίως τους Γ. Χατζιδάκι και Α. Σκιά) αποδεικνύει, όμως, ότι ο διάλογος αφορούσε κυρίως στην απλούστευση του πολυτονικού συστήματος (που η αλύγιστη ιστορική αρχή καθιστούσε κατ’ ουσίαν μη διδάξιμο) και επίσης στη γραφή παραγωγικών επιθημάτων και τερμάτων (θηλ. –ις / -η, αρσ. –εις / -ις / -ης κτλ.). Πολύ λιγότερη συζήτηση έγινε για αυτή καθ’ αυτήν τη γραφή των θεμάτων των λέξεων και αυτή περιορίστηκε σε λίγες χτυπητές περιπτώσεις (π.χ. αβγό / αυγό, αφτί / αυτί, τραυώ / τραβώ, αγώρι / αγόρι). Κατά τη σύνταξη της Νεοελληνικής Γραμματικής (1941) ο Τριανταφυλλίδης, άνθρωπος ακέραιου ήθους και υποδειγματικής ευθύτητας, παραδέχεται ότι ο σχετικός με την ορθογραφία διάλογος μεταξύ των μελών τής Επιτροπής περιστράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στο θέμα των καταλήξεων της «υποτακτικής» (που δεν ενοποιήθηκαν τότε) και της τονικής απλοποίησης (που προτάθηκε με υπόμνημα, αλλά δεν έγινε δεκτή από το υπουργείο). Κατόπιν ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης προχώρησε στη σύνταξη της επιτομής (της «Μικρής» Γραμματικής) αυτού του μνημειώδους έργου, ώστε να είναι κατάλληλη για τα σχολεία, υιοθετώντας, ως είναι φυσικό, τις λύσεις που είχε προκρίνει στη «Μεγάλη» Γραμματική.
Αντικειμενικά, το πλήθος των θεμάτων και προβλημάτων, καθώς και οι συνθήκες τής εποχής (πολιτικές και γλωσσοεκπαιδευτικές), δεν επέτρεψαν τη διεξαγωγή πλήρους και απροϋπόθετου διαλόγου, ενώ μερικά σχετικά ζητήματα υποσκελίστηκαν από άλλα ή συσσωματώθηκαν σε μη ομοειδή.
Κρίνοντας εκ των υστέρων (το 1951) την καθιέρωση της σχολικής ορθογραφίας, ο Νικόλαος Ανδριώτης έγραψε:
«…Ο Τριανταφυλλίδης στάθηκε ανένδοτος στη μόνη σωστή άποψη, ότι η ορθογραφία τής γλώσσας μας μόνο σα συνάρτηση της εθνικής παιδείας μπορεί να αντιμετωπιστή, ότι η νέα Ελληνική είναι αδύνατο να διδαχτή στα σχολεία όσο τη βαραίνει ο αβάσταχτος φόρτος τής αλύγιστης ιστορικής ορθογραφίας, που αξιώνει να γράφουμε το τραβώ με υ, το λάδι με υπογεγραμμένη, το φρύδι με περισπωμένη, το Γιάννης με η, το Αντώνης με ι, το Βασίλης με ει.»
Από τα ενδεικτικά αυτά σχόλια του Ανδριώτη, αλλά και από τον ίδιο τον Πρόλογο της Νεοελληνικής Γραμματικής, διακρίνουμε ευθύς εξ αρχής πόσα ανόμοια προβλήματα είχε να επιλύσει το ορθογραφικό σύστημα. Φυσικό ήταν, εφόσον ένα βιβλίο δεν μπορεί να συγγράφεται επ’ άπειρον, να δοθούν μερικές φορές επικαλυπτικές και όχι εξατομικευμένες λύσεις, να στιγματιστεί τρόπον τινά η ετυμολογική ορθογραφία και να απορριφθούν ετυμολογικά ορθές γραφές συμπαρασυρόμενες από περιπτώσεις τονικής απλοποίησης ή ενοποίησης της γραφής των τερμάτων.
Η επικράτηση της σχολικής ορθογραφίας έκτοτε γνώρισε μόνο δύο επεμβάσεις: την ενοποίηση της γραφής τής «υποτακτικής» (1976) και την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος (1982). Περαιτέρω διάλογος για την ορθογραφία (πέρα από τα ζητήματα αυτά) ουσιαστικά δεν έγινε. Η δύναμη της αδράνειας, η ισχύς τής κρατικής εκπαίδευσης (που είχε άλλοτε ευνοήσει τη μακρά ζωή τής καθαρεύουσας) και η απουσία ολοκληρωμένης πρότασης, που να αντιμετωπίζει με συνέπεια τα προβλήματα, απέτρεψαν τη διεξαγωγή αυτού του τόσο αναγκαίου διαλόγου.
Οι μελετητές και οι λεξικογράφοι, που είχαν να εφαρμόσουν το ορθογραφικό σύστημα σε ολόκληρο το σώμα τής γλώσσας και όχι μόνο σε λίγα σχηματιστικά παραδείγματα, άρχισαν κατά καιρούς να προκρίνουν λύσεις πέραν των ορίων τής σχολικής ορθογραφίας. Στο Νέο ελληνικό λεξικό τής σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας τού Εμμ. Κριαρά (1995) συναντούμε ετυμολογικές γραφές όπως παλληκάρι, ξυπόλυτος, κτήριο, καινούργιος, ήσκιος, σουσσούμι, χνότο κ.ά., τις οποίες ο συγγραφέας είχε υποστηρίξει επίσης σε ειδική ενότητα («Ορθογραφικό Λεξιλόγιο») του βιβλίου του Τα Πεντάλεπτά μου (Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 168-179). Πολλές αποκλίσεις από τη σχολική ορθογραφία περιέχει επίσης το εξαίρετο Λεξικό τής Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1969 κ.εξ.), που όμως απευθύνεται περισσότερο στον ειδικό γλωσσολόγο, αλλά και το Ετυμολογικό Λεξικό τού Νικόλαου Ανδριώτη (Θεσσαλονίκη 1983, γ΄ έκδ.). Μάλιστα, οι εκδότες τού εν λόγω ετυμολογικού λεξικού (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη) αισθάνθηκαν την ανάγκη να δικαιολογήσουν τον Ανδριώτη για τις ορθογραφικές επιλογές του, σημειώνοντας στον πρόλογο ότι «ως ετυμολόγος τής ελληνικής γλώσσας» είχε το δικαίωμα ή την ελευθερία να τις υιοθετήσει.
Ο κ. Χάρης παρέλειψε οποιαδήποτε αναφορά σε αυτά τα λεξικά και κατηύθυνε την προσοχή μόνο στο Λεξικό Μπαμπινιώτη (1998, 2002). Νομίζω ότι ο χειρισμός αυτός ήταν λανθασμένος, διότι προσφέρει στον αναγνώστη μέρος μόνο της αλήθειας. Δεν εξηγεί ακόμη γιατί αυτά τα λεξικά δεν προκάλεσαν σύγχυση ή αβεβαιότητα όταν κυκλοφορήθηκαν. Μήπως είχαν μικρότερη απήχηση ή προβολή στο κοινό; Μήπως δεν έπεισαν για τις επιλογές τους; Μήπως δεν ενόχλησαν τόσο, ώστε να ανακινήσουν τον διάλογο που είχε αδέξια κλείσει;
Πιθανώς ο κ. Χάρης έχει κατά νου συγγραφείς, επιμελητές ή άλλους χρήστες τού λεξικού σε υπεύθυνες θέσεις, οι οποίοι προσπάθησαν να επιβάλουν μεταρρυθμισμένες, ετυμολογικές ή οιονεί ετυμολογικές γραφές σε κείμενα που διόρθωσαν ή επιμελήθηκαν. Νομίζω ότι δεν είναι σωστό να μετακυλίουμε την αλαζονεία των ανθρώπων στο ορθογραφικό σύστημα, μιλώντας για «αλαζονεία τής ορθογραφίας», ενώ πρόκειται για «αλαζονική εφαρμογή» τέτοιων επιλογών. Οι αστοχίες των ανθρώπων, κυρίως δε των μη ειδικών, δεν είναι σοφό να καταλογίζονται στα λεξικά.
Ίσως επίσης η διάδοση των αρχών τής ετυμολογικής ορθογραφίας να φάνηκε ότι προσφέρει άλλοθι για πειραματισμό ή υπερδιόρθωση (hypercorrection), όπως προκύπτει από εύστοχα παραδείγματα του κ. Χάρη στη δεύτερη επιφυλλίδα του. Οπωσδήποτε, όμως, ένα λεξικό έχει το αναφαίρετο και ανέκκλητο δικαίωμα να συμμετέχει σε έναν διάλογο υποβάλλοντας επιστημονικές και ορθογραφικές προτάσεις. Η παρουσίαση των νέων προτάσεων τίθεται στο βήμα τής δημόσιας κρίσεως και, χωρίς να θίγει την εκπαιδευτική πράξη, εξελέγχει την επάρκειά της. Κρίνω ότι ο εκλιπών Ν. Ανδριώτης εδικαιούτο να δημοσιεύσει τις ετυμολογικά συνεπείς γραφές στο λεξικό του (ακόμη και αν έσφαλε σε μερικές ετυμολογήσεις) και ότι το Λεξικό Μπαμπινιώτη ευλόγως συνέχισε τον διάλογο. Στην πραγματικότητα, ο διάλογος για την ορθογραφία ευεργετείται από την παράλληλη συμπαράθεση τέτοιων απόψεων, η δε εύρεση λαθών ή ασυνεπειών μπορεί να αποβεί χρήσιμη σε αυτόν.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα εστιάσω την προσοχή στο τρίτο (και τελευταίο) μέρος των σημειωμάτων μου για την ορθογραφία. Επειδή τα ζητήματα που εθίγησαν έχουν αυτοτέλεια και επαρκή αφ’ εαυτών σπουδαιότητα, θεώρησα καλύτερο να επιδιώξω χωριστή την πραγμάτευσή τους. Από όλες τις πλευρές ο διάλογος αυτός μπορεί να ευρύνει το πεδίο μας και να ωφελήσει πραγματικά.
Συνέχεια στο Ας μιλήσουμε για ορθογραφία – Μέρος Γ΄.
Σημείωση: Ο κ. Χάρης εξέθεσε δημόσια και επωνύμως τις απόψεις του. Συνεπώς, θεωρώ έντιμο και ηθικά σωστό η απάντηση σε αυτές να δίνεται επίσης επωνύμως, τηρώντας έτσι τους κανόνες τής δεοντολογίας, αλλά και της προσωπικής ευθύτητας.
Θεόδωρος Σ. Μωυσιάδης
Δρ Γλωσσολογίας