7/7/08

Το τελικό -ν: Γραφέας και αναγνώστης

trattando l’ombre come cosa salda
Δάντης

Φανταστείτε ότι έχετε ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι και το σφραγίζετε ενόσω βρίσκεστε στην κορυφή ενός βουνού, ώστε να είναι γεμάτο αέρα. Καθώς κατεβαίνετε, διαπιστώνετε αμέσως ότι το μπουκάλι αρχίζει να συρρικνώνεται. Ο λόγος είναι προφανής: Η πίεση του εξωτερικού αέρα είναι ισχυρότερη από τον αραιότερο αέρα τού βουνού, ο οποίος είναι εγκλωβισμένος στο εσωτερικό.

Οι ορθογραφικές συμβάσεις που διατυπώνονται υπό μορφήν κανόνα έχουν να εξισορροπήσουν πιέσεις τις οποίες κάποτε παραβλέπουμε. Είναι περίεργο και κατά κάποιον τρόπο άδικο ότι μερικές φορές αστοχούμε να παρατηρήσουμε την ορθογραφική σύμβαση από την πλευρά τού αναγνώστη, όχι μόνο του γραφέα. Η πίεση μεταξύ των δύο ρόλων δεν είναι ισομερής και, αν την αγνοήσουμε, ενδέχεται να σπαταλούμε εξαιτίας της πολύτιμες πνευματικές δυνάμεις.

Οι μελέτες δείχνουν ότι, αν εξαιρέσουμε τη γραφή ορισμένων καταλήξεων, η χρήση (και κυρίως η παράλειψη) του τελικού -ν αποτελεί ένα από τα σημεία όπου εντοπίζονται τα περισσότερα ορθογραφικά λάθη. Εξετάζοντας συστηματικά την έκταση και το είδος τής σύγχυσης σε κάθε είδους κείμενα, είναι λογικό να διερωτηθούμε αν ο συμβατικός κανόνας προσφέρει επαρκή κατεύθυνση, αν ρυθμίζει ικανοποιητικά το φαινόμενο που επιδιώκει να περιγράψει.

Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω, αν μου επιτρέπεται ο λόγος, να γείρω την πλάστιγγα προς την πλευρά τού αναγνώστη-αποδέκτη των κειμένων, κρίνοντας υπό αυτό το πρίσμα τις ρυθμίσεις και τις προτάσεις για τη γραφή τού τελικού -ν. Ο αναγνώστης μου θα ξέρει, χωρίς ανάγκη για δική μου υπενθύμιση, ότι η σπουδή τής γλωσσικής χρήσης μελετά στην πραγματικότητα ανάσες ζωντανού λόγου και αναγνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να περιγράψει ανέπαφη την ευρυχωρία τους. Μερικές φορές τείνουμε να ξεχνούμε αυτή την αλήθεια και να «μεταχειριζόμαστε τους ήσκιους σαν κάτι στερεό», όπως έγραψε ο Δάντης στον στίχο που παρέθεσα. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να κατευθυνθεί η συζήτηση στα εξής καίρια ερωτήματα: Ποιος ρόλος πρέπει να έχει προτεραιότητα στην ορθογραφική σύμβαση, του γραφέα ή του αναγνώστη; Ποια είναι τα βασικά συστατικά μέρη τού ορθογραφικού κανόνα και πώς ανταποκρίνονται σε αυτά οι μέχρι τώρα διατυπωμένες προτάσεις;


Γραφέας και αναγνώστης: Ποιος έχει προτεραιότητα;


Ενώ όποιος απολαμβάνει τη μουσική δεν είναι απαραιτήτως μουσικός, ο γραφέας και ο αναγνώστης είναι οπωσδήποτε ρόλοι τού ίδιου ομιλητή. Η πραγματικότητα μας αναγκάζει να παραδεχτούμε ότι η διάκριση γραφέα και αναγνώστη υφίσταται μόνον ως εναλλαγή ρόλων. Στη διδακτική τής γλώσσας συχνά διαπιστώνουμε ότι η διευκόλυνση του ενός καταλήγει σε επιβάρυνση του άλλου, ότι η οικονομική ή πλεοναστική καταβολή δυνάμεων έχει για τους δύο ρόλους αντίθετη ροπή.

Υπάρχουν δύο ισχυροί λόγοι, για τους οποίους ο αναγνώστης δικαιούται προτεραιότητα.

Πρώτον, ο εγγράμματος ομιλητής λειτουργεί ως αναγνώστης σε βαθμό πολλαπλάσιο από ό,τι ως γραφέας. Η ανάγνωση κειμένων για πρακτικούς λόγους, σε καθημερινές συναλλαγές, αλλά και προς επιμόρφωση, εκπαίδευση ή καλλιέργεια υπερτερεί κατά πολύ της παραγωγής κειμένων. Η επέκταση του γραμματισμού στις σύγχρονες κοινωνίες επιβάλλει ή υποχρεώνει σε συνεχή αναγνώριση και ανάγνωση κειμένων, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη για επαρκείς αναγνώστες.

Δεύτερον, αν χρειάζεται οπωσδήποτε να διαλέξουμε, προφανώς θα αναγνωρίσουμε ότι παρέχοντας περισσότερη, ίσως και πλεοναστική, πληροφορία, εξασφαλίζουμε ισχυρό αντάλλαγμα: περισσότερη σαφήνεια. Αν και η οικονομία είναι για τον γραφέα πιο επιθυμητή, θα προτιμήσει να την αποποιηθεί ή να τη θυσιάσει, όταν αντιληφθεί ότι η ακρίβεια και η σαφήνεια διακυβεύονται από την επιλογή του. Ο ομιλητής ως αναγνώστης έχει αξιολογικό βάρος μείζονος σπουδαιότητας.

Η γραφή ή η παράλειψη του τελικού -ν με βάση την ισχύουσα (σχολική) ρύθμιση επιβαρύνει ιδιαίτερα τον αναγνώστη, διότι δεν είναι σχεδιασμένη για τις δικές του ανάγκες. Ο κανόνας ορίζει ότι το τελικό -ν του άρθρου τον, την, του αριθμητικού έναν και των αρνητικών δεν, μην χάνεται όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από διαρκές σύμφωνο {β, γ, δ, ζ, θ, λ, μ, ν, ρ, σ, φ, χ} (Νεοελληνική Γραμματική, §183-4, σ. 82-83).

Η τήρηση του κανόνα, όποιο κέρδος και αν έχει για τον γραφέα, αφήνει πρόσφορο έδαφος για ασάφεια (π.χ. τον μεγάλο κόλπο ~ το μεγάλο κόλπο· έπειτα δε/δεν (;) θα βρούμε τρόπο να γυρίσουμε πίσω· πρώτα θα γίνει τεχνικός έλεγχος, κατόπιν δε (;) θα εκδοθεί πιστοποιητικό καταλληλότητας). Ίσως κάποιος αντιτάξει ότι η όποια αμφισημία αίρεται από το συγκείμενο ή από τη σύνταξη, αλλά ακόμη και όταν δεν υπάρχει αντικειμενικώς ασάφεια, σημειώνεται καθυστέρηση της ανάγνωσης, που οφείλεται στην αβεβαιότητα του αναγνώστη. Επί παραδείγματι, όταν ακολουθεί επίθετο (ή περισσότερα του ενός επίθετα), η απουσία τού τελικού -ν μπορεί να υποχρεώσει τον αναγνώστη να επιστρέψει στο κείμενο, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι κατάλαβε σωστά (π.χ. συνέταξε ένα(ν) σύντομο αλλά κατανοητό και εκσυγχρονισμένο κανονισμό).

Ας σημειωθεί ότι η β΄ έκδοση της επιτετμημένης Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής (1975), η οποία διανεμήθηκε στα σχολεία, ενσωμάτωνε απόφαση του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη να διατηρείται το τελικό -ν «πάντοτε, ὁποιοδήποτε σύμφωνο καὶ ἂν ἀκολουθῆ, στὶς ἀκόλουθες περιπτώσεις: α) στὸ ἄρθρο τὸν πρὶν ἀπὸ ἐπίθετο (ἀνεξάρτητα ἂν ἀκολουθῆ ἢ ὄχι οὐσιαστικό), ἢ πρὶν ἀπὸ ὄνομα κύριο (…)· β) στὰ ἄκλιτα δέν, σάν (…) δ) στὴν τριτοπρόσωπη προσωπικὴ ἀντωνυμία τόν: τὸν βλέπω» (§136).

Η καλοσχεδιασμένη αυτή προσαρμογή αναιρέθηκε το επόμενο έτος και έκτοτε η σχολική Γραμματική δεν υιοθέτησε καμμία πρόταση που να αντανακλά περίσκεψη για τον αναγνώστη, αλλά αντιμετώπισε το τελικό -ν περίπου σαν μάταιο στολίδι. Επιπλέον, η πρόβλεψη της σχολικής Γραμματικής να φυλάσσεται το τελικό -ν «όπου χρειάζεται» (π.χ. στις αρσενικές αντωνυμίες αυτόν, εκείνον, τούτον: εκείνον το δρόμο, §184) μετακυλίει αδικαιολόγητο βάρος στον γραφέα, ο οποίος πρέπει τώρα να αποφασίζει αν υπάρχει πιθανότητα συγχύσεως. Προφανώς μπορεί να κάνει λάθος.


Ορθογραφική ρύθμιση: Παράμετροι


Απαιτούμε συνήθως από την ορθογραφική σύμβαση να χαρακτηρίζεται από συνέπεια: ευλόγως, διότι τότε είναι διδακτή και εφαρμόσιμη. Τον ουσιώδη ρόλο τής συνέπειας στην ιστορική-ετυμολογική ορθογραφία κατέδειξα σε προηγούμενα άρθρα μου, εξηγώντας σε ποιους τομείς η ετυμολογική αρχή ενισχύει την αξιοπιστία τού συστήματος. Σε γλώσσα με ενήλικη πλέον γραφή, όπως η Νέα Ελληνική, που δεν μαστίζεται πια από την άναρχη και πολύσπερμη εμφάνιση των κειμένων τού 18ου και 19ου αιώνα, η συστηματοποίηση είναι ζητούμενο και αξία.

Ο ορθογραφικός κανόνας που αποσκοπεί στη συνέπεια πληροί δύο επάλληλες παραμέτρους:

(α) Γενίκευση [generalisation], που σημαίνει ότι αντλεί στοιχεία από μεμονωμένες περιπτώσεις και προχωρεί στην περιγραφή ομολόγων.
(β) Προβλεψιμότητα [predictability], που σημαίνει ότι ενσωματώνει τη δυνατότητα να περιγράφει τύπους και μορφές που θα προκύψουν στο μέλλον ή σε καταστάσεις που δεν διατυπώνονται ρητά.

Από τα παραπάνω είναι, καθώς πιστεύω, εμφανές ότι η ορθογραφική σύμβαση έχει ισχύ ανάλογη της κανονικότητας στην οποία αποβλέπει. Αν κάτι περιορίζει ή εξισορροπεί τη γενίκευση και την προβλεψιμότητα, είναι η αρχή τής λογικής αντιπροσωπευτικότητας [reasonable representativeness], όπως ορίζεται στη διδακτική τής γλώσσας, η οποία επιτρέπει την αποτύπωση των φωνητικών αλλαγών, όταν δεν αλλοιώνεται το ίνδαλμα των λέξεων (π.χ. αποφεύγουμε να δηλώσουμε την έκκρουση ως ένωση του κλιτικού με το ρήμα: *τούδωσε, *μειδοποίησε) και όταν δεν διακυβεύεται η σαφήνεια.

Ας μεταφέρουμε τα παραπάνω θεωρητικά στοιχεία στο εξεταζόμενο θέμα.

Ο Αγαπητός Τσοπανάκης ασχολήθηκε συστηματικά με το πρόβλημα του τελικού -ν, τόσο σε χωριστό μελέτημά του (Προβλήματα της Δημοτικής: Το τελικό -ν, Θεσσαλονίκη 1987) όσο και στη Νεοελληνική Γραμματική του (Αθήνα & Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 169-174). Στα κείμενά του εύστοχα επισημαίνει ότι η ρύθμιση της γραφής τού τελικού -ν συσκότισε το σπουδαιότερο ζήτημα, που θα έπρεπε να είναι η επίδρασή του στη συμπροφορά και συνεκφορά με τον αρκτικό φθόγγο τής επόμενης λέξης στον προφορικό λόγο (π.χ. τον πρώτο καιρό [tom bróto ceró], την ξέρω [tiŋ gzéro], τη ντροπή [ti dropí]). Ακόμη παρατήρησε ότι το σπουδαιότερο πρόβλημα είναι «ἡ ματαιότητα τῆς προσπάθειάς μας νὰ ἀπομνημονεύσουμε τοὺς κανόνες τῆς ἀφομοίωσης ἢ τῆς διατήρησης τοῦ -ν μπροστὰ σ’ αὐτὰ ἢ σ’ ἐκεῖνα τὰ σύμφωνα καὶ φωνήεντα» (σελ. 172).

Εφόσον οι κανόνες συμπροφοράς αφορούν κατ’ εξοχήν στον ρέοντα προφορικό λόγο, οι εγγενείς περιορισμοί τής γραφής επιβαρύνουν άσκοπα τον γραφέα με φορτίο που ίσως αδυνατεί να σηκώσει. Ως αποτέλεσμα, η πείρα δείχνει ότι, παρά τη σχολική ρύθμιση, η υπόσταση του τελικού -ν στα σχολικά γραπτά παραμένει αβέβαιη. Λάθη όπως *το καιρό, *τη τροφή, *ένα καθηγητή, *κάποιο άνθρωπο έχουν χαρακτήρα ποιοτικό και συστηματικό: ο μαθητής έχει αλλοιωμένη εικόνα τού ρόλου τού τελικού -ν στη φωνοτακτική διαδοχή και εικάζει ότι είναι προτιμότερο ή ασφαλέστερο να το παραλείψει.

Ο Τσοπανάκης πρότεινε τη γραφή τού τελικού -ν σε όλες τις αιτιατικές τού οριστικού και αορίστου άρθρου τον-την, έναν-μιαν, των αντωνυμιών αυτόν-αυτήν, εκείνον-εκείνην, τούτον-τούτην, πόσον-πόσην, τόσον-τόσην κ.ά., καθώς και των άναρθρων επιθέτων και ουσιαστικών, π.χ. πολύν μαθητόκοσμο, τον/έναν δοκιμασμένο φίλο, ελαφρόν ύπνο, βαθύν ύπνο, πολύν κόσμο κ.ά. (έ.α. σελ. 173).

Οι προτάσεις αυτές επιλύουν το πρόβλημα της πιθανής ασάφειας από την παράλειψη του τελικού -ν και έχουν το πλεονέκτημα της γενικευτικής επέκτασης, η οποία μειώνει την υποχρέωση του γραφέα να απομνημονεύσει κανόνες που ενδεχομένως δεν κατανοεί.

Ασκώντας όμως καλή κρίση, αναρωτιόμαστε αν μερικές από τις προτεινόμενες αλλαγές χαρακτηρίζονται από λογική αντιπροσωπευτικότητα και προβλεψιμότητα, αρχές απαραίτητες για την ορθογραφική σύμβαση. Αν γράψουμε, καθώς συστήνει η Γραμματική Τσοπανάκη, Κύριον Γιώργον Μιχαλόπουλον, καθηγητήν, έμπορον, Κυρίαν Μελπομένην Μιχαλοπούλου, καθηγήτριαν, είναι αμφίβολο αν αποσαφηνίζουμε κάποια συγκεχυμένη δομή, συγχρόνως δε υποπίπτουμε στο σφάλμα να περιγράφουμε τύπους ανύπαρκτους στη γλωσσική χρήση ή απηρχαιωμένους. Η πρόταση δε να γράφουμε το τελικό -ν «ὅπου ἀλλοῦ ἡ σαφήνεια τοῦ λόγου τὸ καθιστᾶ ἀναγκαῖο, ἰδίως στὴν δήλωση ἄναρθρων ἀντικειμένων σὲ αἰτιατική» (έ.α.) στερείται προβλεψιμότητας, διότι αποθέτει στον γραφέα την ευθύνη ή το φορτίο να αναλύσει συντακτικά την πρόταση και, αφού αναγνωρίσει το άναρθρο αντικείμενο, να κρίνει αν απαιτεί αποσαφήνιση. Επιπλέον, ο αναγνώστης δικαίως θα αναρωτηθεί γιατί διατηρούμε το τελικό -ν στον γραπτό λόγο διδάσκοντας ότι αποβάλλεται μόνο στον προφορικό, αλλά δεν έχουμε αντίρρηση να εκθλίβουμε φωνήεντα που εκκρούονται από ισχυρότερα (π.χ. σ' αυτούς, σ' εκείνον, όπως γράφονται κατά κανόνα στη Γραμματική Τσοπανάκη).


Οι προτάσεις που συζητήθηκαν παραπάνω μας έδωσαν την ευκαιρία να εξετάσουμε γιατί είναι άστοχο να υποβαθμίζεται ο ρόλος τού αναγνώστη στην ορθογραφική σύμβαση. Συγχρόνως διακρίναμε ότι η γενίκευση και η προβλεψιμότητα της ρύθμισης πρέπει απαραιτήτως να εξισορροπούνται από τη λογική αντιπροσωπευτικότητα, ώστε η σύμβαση να είναι εφαρμόσιμη.

Υπάρχουν δύο ακόμη ζητήματα που αξίζουν την προσοχή μας. Πώς αιτιολογείται ιστορικά ο κλονισμός τού τελικού -ν, που ήγειρε την ανάγκη για αλλεπάλληλες ρυθμίσεις τής γραφής και της παράλειψής του; Ποιες λογικές παράμετροι μπορούν να ληφθούν υπ’ όψιν, προκειμένου η πίεση μεταξύ γραφέα και αναγνώστη να μην αποβαίνει εις βάρος τού δευτέρου και συγχρόνως να μη μετακυλίει στον πρώτο αδικαιολόγητο φορτίο;


Με αυτά τα ερωτήματα θα ασχοληθώ σε επόμενο άρθρο.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ (Φεβρουάριος 2011): Αξίζει να ενημερωθούν οι αγαπητοί φίλοι που πιθανώς ενδιαφέρονται για το ζήτημα ότι, σύμφωνα με απόφαση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ο σχολικός κανόνας για το τελικό -ν έχει πλέον αλλάξει επίσημα. Με μια καλομελετημένη προσαρμογή αποφασίστηκε να διατηρείται το τελικό -ν στο αρσενικό άρθρο τον πάντοτε, ανεξάρτητα από τον φθόγγο που ακολουθεί.

Η εύστοχη αυτή απόφαση εφαρμόζεται τόσο στην καινούργια γραμματική τού Γυμνασίου (των Χατζησαββίδη & Χατζησαββίδου) όσο και στην καινούργια γραμματική τού Δημοτικού (των Γεωργιαφέντη, Κοτζόγλου, Φιλιππάκη-Warburton), η οποία παρουσιάστηκε επίσημα στο πρόσφατο συνέδριο γλωσσολογίας τής Θεσσαλονίκης.

Στους συνδέσμους που παρέθεσα μπορεί ο αναγνώστης να εξετάσει αναλυτικά τις καινούργιες γραμματικές, που θα εισαχθούν στη σχολική τάξη.

10 σχόλια:

Stazybο Hοrn είπε...

Για μένα, ο κανόνας αυτός, έχει μια υπαρκτή -υλοποιούσα το ακουστικό /αισθητικό κριτήριο- εφαρμογή και μία πλεονάζουσα.

Ξεκινώντας από τη δεύτερη, δεν έχω πρόβλημα, να ακούσω, να διαβάσω, να πω ή να γράψω, χωρίς πάντοτε να το διορθώσω στην τελευταία περίπτωση, «άκουσε την βροχή», «έσυρε τον χορό».

Αντιθέτως, τα «πάρε το Κώστα τηλέφωνο», «έσωσε τη παρτίδα», κ.ο.κ., πολύ απλά, δεν μπορώ καν να τα εκφωνήσω!

Ωστόσο, ξέρω πολλούς που τα εκφέρουν μια χαρά· κατά κανόνα, όμως, αυτοί έχουν μεγαλώσει σε τόπους όπου η επικρατούσα γλώσσα επιτρέπει την συνεκφορά παρόμοιων φθόγγων. Και αυτό, πάλι, επιβεβαιώνει την αίσθησή μου ότι πράγματι ο κανόνας υλοποιεί αυτό που ο λάρυγγας, το στόμα, η μύτη, η γλώσσα, το αυτί του Έλληνα έχει μάθει να εκφέρει και να ακούει.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η σωστή προσέγγιση (θα έπρεπε να) είναι:

Έστω:

p: Αιτιατική αρσενικού ή θηλυκού άρθρου (οριστικού ή αορίστου), και, αντίστοιχα, αντωνυμίας που προσδιορίζει όνομα που ξεκινά από φωνήεν ή από στιγμιαίο, δίψηφο, ή διπλό σύμφωνο.

q: To νι είναι απαραίτητο

p => q

Αυτός ο κανόνας, και μόνο αυτός, επιτρέπει την προσθήκη του ν πριν από εξακολουθητικό σύμφωνο, καθώς η μόνη του προέκταση προκύπτει από την αντιθετοαντιστροφή της συνεπαγωγής:

not(q) => not (p)
Το νι δεν είναι απαραίτητο (χωρίς να σημαίνει ότι είναι υποχρεωτική η παράλειψή του) όταν ακολουθεί (αιτιατική ονόματος από) εξακολουθητικό σύμφωνο.

Έχω δύο υποψίες για το πώς προέκυψε ο κανόνας στη μορφή που τον θέσατε εσείς (το τελικό -ν του άρθρου τον, την, του αριθμητικού έναν και των αρνητικών δεν, μην χάνεται όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από διαρκές σύμφωνο {β, γ, δ, ζ, θ, λ, μ, ν, ρ, σ, φ, χ} (Νεοελληνική Γραμματική, §183-4, σ. 82-83).):

- Είτε ο συντάκτης του ερμήνευσε λανθασμένα την αντιθετοαντιστροφή που παρέθεσα παραπάνω, είτε

- Είτε η διατύπωση αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της υπαρκτής μονομέρειας και μανίας για απαλοιφή όσο το δυνατόν περισσοτέρων «λόγιων»* στοιχείων από την θεσμοθετημένη δημοτική.

hominid είπε...

> Το νι δεν είναι απαραίτητο (χωρίς να σημαίνει ότι είναι υποχρεωτική η παράλειψή του) όταν ακολουθεί (αιτιατική ονόματος από) εξακολουθητικό σύμφωνο.

Συμφωνώ σε αυτό, που είναι και η πρακτική συμβουλή μου προς Έλληνες ή ξένους που μαθαίνουν ελληνικά: Αν δεν είσαι σίγουρος αν χρειάζεται το "ν" (τοΝ, τηΝ), κράτα το. Στη χειρότερη περίπτωση θα είναι απλώς περιττό.

Περιμένουμε, ασφαλώς, με ενδιαφέρον τη συνέχεια της εμπεριστατώμενης ανάλυσης του Dr Moshe. :)

Φειδίας είπε...

Ναί, βεβαίως, εἶχε ἐπισημάνει καὶ ὁ Νίκος Σαραντάκος, ὀρθότατα, μερικὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τῶν παρενεργειῶν τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ τοῦ «ν»...
Πρίν, ὅμως, σπάσουμε τὸ κεφάλι μας ἀνακαλύπτοντας περίεργους κανόνες γιὰ τὸ πότε νὰ βάζουμε «ν» καὶ πότε ὄχι, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἂν ὑπάρχει λόγος εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ ὑποβάλλουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν μαζοχιστικὸν αὐτὸν αὐτοβασανισμόν. Καὶ ἡ μόνη αἰτία ποὺ κάναμε τὴν ζωή μας δύσκολη μὲ τὸν κανόνα αὐτόν εἶναι ἰδεολογική: νὰ ἐξαφανίσουμε τὰ «ν» γιὰ νὰ μὴν μοιάζουν «καθαρευουσιάνικα» τὰ κείμενά μας καὶ ἐνοχλοῦν ὁρισμένους. Τὸ ἀξιοσημείωτο δὲ [δέ, ὄχι κολοβωμένο «δέν»] εἶναι ὅτι ἐνῷ οἱ ἐπεμβάσεις τῶν δημοτικιστῶν σκοπὸ ἔχουν συνήθως τὴν ἁπλοποίησι, ἐδῶ ἀντιθέτως περιέπλεξαν τὰ πράγματα σκοπίμως. (Δηλαδὴ ἡ ἰδεολογικὴ ἀνάγκη γιὰ δημοτικίστικο φαίνεσθαι, ὑπερίσχυσε καὶ αὐτῆς τῆς φυσικῆς τάσεως τῆς δημοτικῆς πρὸς ἁπλοποίησιν.)

(Ὁ δὲ ἀκρωτηριασμὸς τοῦ «ν» ἀπὸ τὸ «δὲν» εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτος. Ἀπορῶ δηλαδή, πῶς κάποιοι ἀπεφάσισαν ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν περιέχει τὴν λέξι «δέ»! Γιὰ νὰ κάνουν τὴν ἀποτύπωσι τῆς τρέχουσας προφορᾶς ἀκριβέστερη (ἀπὸ ποῦ καὶ ὡς ποῦ αὐτὸ εἶναι τὸ κύριο καὶ ἀποκλειστικὸ ζητούμενο τῆς γραφῆς; τέλος πάντων...), ὄχι ἁπλῶς δυσκόλεψαν τὴν ὀρθογραφία, δυσκόλεψαν καὶ τὴν κατανόησι καὶ ἀντικατέστησαν μιὰ λέξι μὲ ἐντελῶς ἄλλη! Προσωπικῶς, συνηθίζω νὰ διαβάζω βιβλία, μυθιστορήματα ἢ ὅ,τι ἄλλο, μὲ τὸ στυλὸ στὸ χέρι, καὶ προσθέτω «ν» στὰ «δέ». Τόσο ἐνοχλητικὴ μοῦ εἶναι στὸ μάτι ἡ κολοβωμένη καὶ μεταλλαγμένη αὐτὴ λέξις. Καὶ γενικῶς ἡ αὐτόματη διόρθωσις τῶν ἑλληνικῶν ἐκδόσεων μοῦ εἶναι ἀντιαισθητική.)

Ἡ λύσι γιὰ τὸ «ν» τῶν ἄρθρων εἶναι μία καὶ ἁπλούστατη, σὰν τὸ αὐγὸ τοῦ Κολόμβου:

Γράφουμε «ν» παντοῦ καὶ πάντα.

Ἡ προφορὰ εἶναι ἄσχετη. (Καὶ ζήτημα ὀρθοφωνίας, ὄχι γραμματικῆς.)

Ὀμιλῶ βεβαίως γιὰ τὰ ἄρθρα. Τὸ «ν» τῶν ὀνομάτων εἶναι ἄλλη ὑπόθεσις, καὶ κακῶς τὰ συγχέουμε. (Καὶ ἐπ᾿ αὐτοῦ βεβαίως, ὁ Ἐλύτης ἔχει μιλήσει γιὰ τὶς «τρῦπες» ποὺ ἔβλεπε σὲ κάθε καφενεῖοΝ...)

Κάτι ἄλλο:

«τα κείμενά του εύστοχα επισημαίνει ότι η ρύθμιση της γραφής τού τελικού -ν συσκότισε το σπουδαιότερο ζήτημα, που θα έπρεπε να είναι η επίδρασή του στη συμπροφορά και συνεκφορά με τον αρκτικό φθόγγο τής επόμενης λέξης στον προφορικό λόγο (π.χ. τον πρώτο καιρό [tom bróto ceró], την ξέρω [tiŋ gzéro]»

Ἰσχύει καὶ ἀντίστροφα. Ἐὰν δὲν βάλουμε «ν», εἴμαστε ἀναγκασμένοι (γιὰ νὰ μὴν κάνουμε τὸ ἀρσενικὸ οὐδέτερο) νὰ παραμορφώσουμε τὴν προφορὰ τῆς λέξεως, προφέροντας b,g. Εἵμαστε ἀναγκασμένοι νὰ προφέρουμε ν, γιὰ νὰ μὴν προφέρουμε b,g (ἂν δὲν ποῦμε «τὸν πρῶτο», θὰ ποῦμε, τὸ μᾶλλον χυδαῖο «τὸ bρῶτο»). Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ κανόνας γιὰ τὰ κ,π,τ εἶναι αὐτονόητος γιὰ τὸν γραφέα (ἐὰν θέλουμε σώνει καὶ καλὰ νὰ τρῶμε «ν» - ποὺ δὲν ὑπάρχει λόγος, εἴπαμε).
Ἐγὼ ἔτσι τὸ σκεπτόμουν (ὅταν ἤθελα νὰ τὸ σκεφθῶ, διότι τὸ νὰ μάθῃ κανεὶς τὸν στίχο «κού-πού-τού (μπού-ντουγκουτσουτζού») εἶναι πανεύκολο, καὶ μόνο στὰ καταβαραθρωμένα ἑλλαδικὰ σχολεῖα φαίνεται δύσκολο). Σκεπτόμουν, ἐὰν δὲν βάλω «ν», πῶς θὰ μπορῇ νὰ προφερθῇ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Θὰ ἀναγκαστῶ νὰ γκαρξω κανὰ χοντροκομμένο b,d,g, ἄρα, γιὰ νὰ τὸ ἀποφύγω αὐτό, θέλει «ν».
(Τὸ «χυδαῖο» ποὺ εἶπα προηγουμένως ἔχει κυριολεκτικὴ σημασία, ὄχι ἰδεολογική. Αὐτὸ τὸ εἶδος προφορᾶς, b,d,g ἀντὶ τοῦ ν τῶν ἄρθρων, συνηθίζεται μὲ χροιὰ φωνῆς καὶ ὕφος «πολλὰ βαρὺ» καὶ μάγκικο σὲ ἐκφράσεις συνήθως χυδαῖες, τοῦ στὺλ -συγγνώμη- «τὸ(ν) bαίρνεις καὶ γέρνεις», ἐκφράσεις ποὺ δὲν τὶς προφέρουμε μὲ καθαρὴ καὶ λεπτεπίλεπτη ἄρθρωσι, κομψῶς καὶ ἀριστοκρατικῶς. Νομίζω ὅτι ἔχει βάσι ἡ παρατήρησίς μου - παραλλαγὲς τῆς προφορᾶς ἀναλόγως τοῦ ὕφους. Τὸ ἀνάλογον σὲ ἐκφράσεις ὅπως «δὲ βαριέσαι» (χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι ἡ βαρεμάρα καὶ ἡ βαρυθυμία τρῶνε τὸ «ν»), «καὶ δὲ πά᾿ νὰ γ...» (ἐδῶ τὸ «πολλὰ βαρὺ» ὕφος τρώει καὶ τὸ «ν» καὶ τὸ «-ει»).)

Stazybο Hοrn είπε...

Πού να σκέφτομαι τώρα, ας υπακούσω σ' ένα δόγμα και καθάρισα. Άλλωστε είναι και μεγαλοπρεπές, και αμόλυντο.

Dr Moshe είπε...

Ευχαριστώ για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας.

Η απόσταση προφορικού και γραπτού λόγου είναι τέτοια, ώστε δεν μας επιτρέπει να εκφράσουμε με γραπτά σύμβολα κάθε τι που προφέρεται. Στον γραπτό λόγο χρειαζόμαστε οικονομία μέσων. Ως εκ τούτου, έχουμε, τρόπον τινά, συμφωνήσει ότι αδυνατούμε να αποδώσουμε ποικιλίες αλλοφώνων, προϊόντα συναντήσεως φωνηέντων (ενδολεξικά και διαλεξικά), καθώς και τα περισσότερα υπερτεμαχιακά στοιχεία (π.χ. τον επιτονισμό).

Στην περίπτωση του τελικού -ν χρειαζόμαστε ορθογραφική σύμβαση που να λαμβάνει υπ' όψιν τον αναγνώστη (όχι απλώς να δηλώνει αρθρωτικές ποικιλίες) και να διαθέτει προβλεψιμότητα. Όλο και περισσότερα κείμενα δημόσιου λόγου παρουσιάζουν την τάση να φυλάσσουν το τελικό -ν των αρσενικών προ οποιουδήποτε φθόγγου, επειδή οι συντάκτες προτιμούν τη σαφήνεια από την τήρηση του κανόνα που ενδεχομένως δεν κατανοούν.

Η ορθογραφική σύμβαση, όπως θα τονίσω σε επόμενο άρθρο, πρέπει αφ' ενός μεν να προβλέπει συγκεκριμένη ταξινόμηση του τελικού -ν στο φωνητικό περιβάλλον (προκειμένου να αποτρέπεται η σύγχυση), αφ' ετέρου δε να αφήνει περιθώριο για χρήση ή παράλειψή του για ευφωνικούς λόγους. Η διεύρυνση του περιθωρίου θα ωθούσε στην υιοθέτηση του ασαφούς «όπου χρειάζεται», το οποίο αποδείχθηκε ανεπαρκές.

Η χρήση τού αντιθετικού συνδέσμου δε αποτελεί αναγκαία περιουσία και δεν είναι συνετό να τη στερηθούμε δημιουργώντας τεχνητή σύμπτωση με το αρνητικό δεν, το οποίο θα πρέπει να διατηρεί το τελικό -ν σε όλες τις περιπτώσεις.

Η ιστορία τού κλονισμού τού τελικού -ν είναι αρκετά μακρά και υπεραπλουστεύουμε όταν τη συνδέουμε με τάση για απόρριψη των λόγιων στοιχείων. Όσοι έχουμε δει μεσαιωνικά χειρόγραφα συχνά μένουμε έκπληκτοι από την αταξία τής γραφής και την ακαταστασία που μαρτυρούν οι επιλογές τού συντάκτη, ιδίως αν έχει ελλιπή μόρφωση ή γράφει κείμενα για τα οποία δεν έχει απομνημονεύσει τις χρηστικές φόρμουλες. Τέτοια κείμενα αποτελούν πολύτιμους μάρτυρες των φωνητικών αλλαγών που είχαν διαδραματιστεί από αιώνων στη γλώσσα και ρόλος μας είναι να τις μελετήσουμε, όχι να τις στηλιτεύσουμε. Αν και αυτό αποτελεί αντικείμενο χωριστού άρθρου, θα μπορούσαμε βραχύτατα να σημειώσουμε ότι ο κλονισμός τού τελικού -ν ενισχύθηκε από την τάση τής Ελληνικής να αποκτήσει την αποκαλούμενη βέλτιστη συλλαβική δομή (Σ-Φ), η οποία εξηγεί τις ρηματικές παρεκτάσεις τού προφορικού λόγου (π.χ. έχουν-ε, ήμουν-α).

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Babis Dermitzakis είπε...

Γεια σου Θοδωρή, καλά τα λες, πολύ ενδιαφέρον το κείμενό σου. Το πρόβληματ του ν το έχω αντιμετωπίσει κι εγώ πολλές φορές στα γραπτά μου. Προτιμώ να το βάζω για να μη δημιουργώ ασάφειες, για παράδειγμα σύγχυση ανάμεσα σε αρσενικό και ουδέτερο, πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει ο ξένος που μαθαίνει την ελληνική σαν ξένη γλώσσα.

Costas N. Kouremenos είπε...

[dr moshe, αρχή παραθέματος:]
Η χρήση τού αντιθετικού συνδέσμου δε αποτελεί αναγκαία περιουσία και δεν είναι συνετό να τη στερηθούμε δημιουργώντας τεχνητή σύμπτωση με το αρνητικό δεν, το οποίο θα πρέπει να διατηρεί το τελικό -ν σε όλες τις περιπτώσεις.
[τέλος παραθέματος]

Συμφωνώ απολύτως, αγαπητέ κε Μωυσιάδη, για το πολύτιμον του αντιθετικού συνδέσμου "δε". Είχα μείνει εμβρόντητος, πριν από χρόνια, ακούγοντας μιαν (άριστη) επιμελήτρια να λέει πως το "δε" είναι λέξη άχρηστη και εξοβελιστέα, και άρα δεν υπάρχει θέμα σύγχυσής του με το αρνητικό "δεν".
Παρ' όλα αυτά, η έκφραση "δε βαριέσαι, βρ' αδερφέ", δεν μπορεί να γραφτεί "δεν βαριέσαι, βρ' αδερφέ", γιατί τότε αλλάζει το νόημα, και σημαίνει ότι όντως ΔΕΝ βαριέται ο περί ου αδερφός. Αυτό το πρόβλημα, δηλ. η αμφισημία του "δεν", πώς αντιμετωπίζεται γραφικά, αν όχι με απαλοιφή του ν, όταν το "δεν" δεν σημαίνει "δεν" αλλά είναι μάλλον ρητορικό-προτρεπτικό;

Βεβαίως, και στην έκφραση που ανέφερε ο Καλλίμαχος, "βρε δεν πα' να γ...", πάλι προτρεπτικό "δεν" έχουμε, και παρ' όλα αυτά βάζουμε ν. Όμως εδώ το ν μπαίνει φυσικά, δεν ξενίζει, γιατί το απαιτεί η προφορά. Αντιθέτως, στο "δεν βαριέσαι", η γραφή του ν μάς υποβάλλει τη σκέψη ότι αυτό το "δεν" είναι αρνητικό, εμφατικό, και όχι ρητορικό, ακριβώς επειδή η παρουσία του αντιβαίνει στη φυσική προφορά "δε βαριέσαι".

Τέλος, συγχωρέστε με. Επαναφέρω στανικά ένα θέμα που με απασχολεί: το ανάποδο ερωτηματικό στην αρχή ερωτηματικής φράσης δεν είναι επιθυμητό σε μια γλώσσα όπως η ελληνική, όπου η ερώτηση δεν δηλώνεται με αντιστροφή υποκειμένου-ρήματος ή με συγκεκριμένο μόριο, παρά κυρίως με τον επιτονισμό, και όπου άρα, σε μια μακροσκελή περίοδο (όπως ακριβώς ετούτη!), ο αναγνώστης ξεκινά με καταφατικό επιτονισμό και ανακαλύπτει κάπου στη μέση ότι πρόκειται για ερώτηση, οπότε υποχρεώνεται είτε να αλλάξει κωμικότατα επιτονισμό στο δρόμο είτε να ξαναρχίσει όλη την περίοδο με τον σωστό, ερωτηματικό επιτονισμό; Η παραπάνω περίοδος δεν θα ήταν πιο ευανάγνωστη, αν ξεκινούσε με ανάποδο ερωτηματικό; Η προτεραιότητα του αναγνώστη, την οποία ορθά πρεσβεύετε, δεν το απαιτεί;
Συμφωνείτε; και έχει ανοίξει ποτέ συζήτηση γι' αυτό το θέμα;

Φιλικά
Κώστας Κουρεμένος

Dr Moshe είπε...

Αγαπητέ κ. Κουρεμένε,

Σας ευχαριστώ θερμά για τις εύστοχες παρατηρήσεις σας. Ζητώ συγγνώμη που, εξαιτίας ολιγοήμερης απουσίας μου, δεν μπόρεσα να σας απαντήσω νωρίτερα.

Χαίρομαι που συμφωνείτε με τη διατήρηση του τελικού -ν στο αρνητικό δεν και φαίνεται ότι αυτό αποτελεί σήμερα γενικότερη τάση, που επιβλήθηκε από τις ανάγκες τής σαφέστερης επικοινωνίας.

Στην εξαιρετικά σπάνια περίπτωση που η παρουσία ή η παράλειψη του -ν στο δεν (π.χ. δε βαριέσαι...) θα είχε λειτουργικό ρόλο, δηλ. θα ήταν απαραίτητη για τη διασάφηση του νοήματος, μπορούμε ασφαλώς και χωρίς ενοχές να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δυνατότητα. Θυμούμαστε πάντοτε ότι ο αναγνώστης έχει προτεραιότητα.

Δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν στον γραπτό λόγο οι συνηχήσεις και τα προϊόντα συμπροφοράς που εμφανίζονται στην ομιλία. Εξήγησα γιατί στο προηγούμενο σχόλιό μου. Αναφορικά με τη γραπτή απόδοση ύβρεων ή αισχρών σχολίων, ας έχουμε κατά νου ότι ο υβριστικός ή χυδαίος λόγος δεν πρέπει να έχει θέση ούτε στο στόμα ούτε στα κείμενά μας. :)

Η εισήγηση για τη χρήση ερωτηματικού στην αρχή των ερωτηματικών προτάσεων (κατά το πρότυπο των Ισπανικών) είναι ενδιαφέρουσα και χαίρομαι που επαναφέρετε το ζήτημα. Είχαν συζητηθεί επιχειρήματα υπέρ αυτής της ρύθμισης κατά την περίοδο καθιερώσεως του μονοτονικού, αλλά δεν υιοθετήθηκε ούτε είναι, νομίζω, σκόπιμη. Επιτρέψτε μου, παρακαλώ, να εξηγήσω:

Οι ερωτήσεις μερικής άγνοιας, είτε ευθείες είτε πλάγιες, δηλώνονται σαφώς από την ερωτηματική λέξη. Συνεπώς, το μόνο πρόβλημα θα παρουσιαζόταν σε ερωτήσεις ολικής άγνοιας και μάλιστα ακριβώς όταν ο λόγος είναι κάπως μακροπερίοδος, ώστε να μην προλαβαίνουμε να αντιληφθούμε ότι χρειαζόμαστε ανοδικό επιτονισμό. Οι περιπτώσεις αυτές είναι στην πράξη ολιγάριθμες και δεν είναι σκόπιμο να καταστίξουμε τα κείμενα με προληπτικά ερωτηματικά για λόγους συνεπείας.

Είστε αξιέπαινος για τη φροντίδα που δείχνετε στα γλωσσικά ζητήματα και σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε μαζί μου το ερώτημά σας.

Ανώνυμος είπε...

Σε θυμάμαι από την ΒΠ πόσο εντάξει είσαι. Δεν διάβασα όλο το άρθρο αλλά από μια ματιά εκφράζεις την δική μου άποψη για το συγκεκριμένο θέμα.

Άλλες δύο περιπτώσεις που προσωπικά έχω αντίστοιχη άποψη και μού έρχονται αμέσως στον νου.

Τα διαλυτικά! τι απλούστερο από το να μπαίνουν ΠΑΝΤΑ. Σε κάθε Ι ή Υ όταν προηγείται φωνήεν. Ακόμα και όταν τονίζεται.

Η κατάληξη -ήσιος. Τι απλούστερο από το να γράφεται πάντα με ήτα!

Ανώνυμος είπε...

Λέει ο κύριος Κουρεμένος: " ...Παρ' όλα αυτά, η έκφραση "δε βαριέσαι, βρ' αδερφέ", δεν μπορεί να γραφτεί "δεν βαριέσαι, βρ' αδερφέ", γιατί τότε αλλάζει το νόημα, και σημαίνει ότι όντως ΔΕΝ βαριέται ο περί ου αδερφός."

Κανένα νόημα δεν αλλάζει αγαπητέ, αυτό ακριβώς εννοούσε ο ποιητής λαός: [μα] δεΝ βαρυέσαι βρέ αδερφέ; Άσχετα τώρα αν στον προφορικό λόγο μέσα στο πέρασμα του χρόνου το ν χάνεται.

Δηλ. ισχύει ακριβώς το ίδιο με την κλασσική ελληνική ρήσιν: "βρε δεν πα' να γ...",

Εν κατακλείδι, το δίκαιον το έχει ο Καλλίμαχος: Στον γραπτό λόγο βάζουμε παντού και πάντα το τελικό "ν".