29/4/07

Ορθογραφικές αμφιγραφίες: μία ή δύο λέξεις;

curae posteriores fons querelarum

Οι περισσότεροι πιθανώς νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τι διακρίνει το κοστούμι ως ένδυμα. Θα συμφωνούσαμε χωρίς πολλή σκέψη ότι το κοστούμι αποτελείται από σακάκι και παντελόνι που είναι ραμμένα με το ίδιο ύφασμα και έχουν σχεδιαστεί να φοριούνται συνδυασμένα, ταιριάζοντας σε ορισμένο μέγεθος. Ο ορισμός φαίνεται πλήρης, αλλά ας σκεφθούμε: Αν έχουμε καλό γούστο, ίσως αποφασίσουμε κάποια φορά να συνδυάσουμε το σακάκι ή το παντελόνι ορισμένου κοστουμιού με άλλο συμπλήρωμα ―εξακολουθεί τότε να είναι κοστούμι; Ο βιαστικός αναγνώστης θα μου απαντήσει όχι, αλλά νομίζω ότι και εκείνος θα επιστρέψει το σακάκι και το παντελόνι τού κοστουμιού στην ίδια κρεμάστρα, ανεξάρτητα από τον συνδυασμό που διάλεξε να φορέσει.

Ώστε, μήπως το ζήτημα είναι ότι το κοστούμι αποτελείται από σακάκι και παντελόνι που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και, επιπλέον, τα βρίσκουμε στην ίδια κρεμάστρα;

Από γλωσσολογικής απόψεως, το ερώτημα δεν θα αποτελούσε πραγματικό πρόβλημα για γραφές συνεχούς χαρακτήρα και χωρίς οριοθετικά σημεία μεταξύ των λέξεων, γι’ αυτό και δεν απασχόλησε τους αρχαίους. Δεν θα συνιστούσε επίσης ζήτημα, αν υπήρχε σαφής μορφολογικός ορισμός τής λέξεως εκτός (συγ)κειμένου.

Σύμφωνα με ευρύτερα αποδεκτό ορισμό (H. Spencer & A. Zwicky, Handbook of Morphology, Oxford 1998), θα χαρακτηρίζαμε λέξη τη γλωσσική μονάδα που αποτελεί μία τονική ενότητα (δηλ. φέρει έναν μόνο τόνο), διαθέτει ολοκληρωμένη σημασία (που δεν είναι απλώς άθροισμα των σημασιών των μορφημάτων της, γραμματικών ή λεξικών), η δε αυτοτέλειά της δεν επηρεάζεται από τη σύνταξη. Ο συνδυασμός των εν λόγω κριτηρίων έχει ωθήσει ορισμένους γλωσσολόγους να ονομάσουν τις λέξεις αναφορικές νησίδες (anaphoric islands), για να δηλώσουν με αυτόν τον τρόπο τι κάνει τους ομιλητές να τις χωρίζουν με κενά στον γραπτό λόγο (Α. Ράλλη, Μορφολογία, Αθήνα 2005).

Όπως συχνά συμβαίνει σε ορισμούς, τα αντιπαραδείγματα που φαίνεται να αντιστέκονται σθεναρά στην ταξινόμηση επιμένουν να κάνουν διακριτή την παρουσία τους. Αυτό αληθεύει κατ’ εξοχήν (ή κατεξοχήν;) σε φραστικές λέξεις ή συνδυασμούς, καθώς και σε παγιοποιημένες (στερεότυπες) αναφορικές νησίδες, οι οποίες προκαλούν αμφιβολίες ως προς τον τρόπο γραφής τους. Στην πραγματικότητα, το αν θα γραφτούν με μία ή δύο λέξεις είναι ζήτημα που έχει συνδεθεί με την αυτοτέλεια ή δέσμευση των συστατικών μερών τους, με την ορθογραφική συνήθεια, καθώς και με τον βαθμό καθιερώσεως στον λόγο. Επιπλέον, δεν έχει λείψει (και) από αυτή τη συζήτηση η αναζήτηση ιδεολογικού υποβάθρου: έχει ενίοτε θεωρηθεί αρχαϊστική τάση, όχι αυτή καθ’ αυτήν η χρήση λογίων φραστικών λέξεων, αλλά η επιλογή τής γραφής τους με δύο λέξεις.

Το ερώτημα δεν είναι καινούργιο ή πρόσφατο. Ο Τριανταφυλλίδης το αντιμετώπισε ίσως πρώτη φορά όταν ανέλαβε να ρυθμίσει την ορθογραφία τού μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα Στα Μυστικά τού Βάλτου. Από την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ τους προκύπτει ότι ο γλωσσολόγος είχε ταλαντευτεί αρκετά ως προς τη δέουσα λύση. Το 1939 ξαναέγραψε για το θέμα, όταν απάντησε στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (στον πρόεδρό της Βάσο Δασκαλάκη, 1897-1944), που του είχε ζητήσει να της υποβάλει εισήγηση για ορθογραφικό κανονισμό. Δεδομένου ότι η σύνταξη της Νεοελληνικής Γραμματικής βρισκόταν σε αρκετά προχωρημένο στάδιο, ο Τριανταφυλλίδης εξήγησε ότι δεν ήταν σε θέση να δεχτεί το αίτημα. Ωστόσο, κατέγραψε μερικές παρατηρήσεις, με τη νηφαλιότητα και την ευγένεια που τον χαρακτήριζε. Μεταξύ αυτων είναι η ακόλουθη:

«…τα εισβάρος, ή καλύτερα σεβάρος, επικεφαλής δε μου πολυαρέσουν. Κάπου πρέπει να σταματήσωμε και τα παραδείγματα είναι πολύ αφθονώτερα απ’ όσα αναγράφονται.»

Ο Τριανταφυλλίδης αντιλαμβανόταν ότι δεν επρόκειτο για ζήτημα προσωπικής προτιμήσεως, εντούτοις ήταν ολοφάνερο ότι δεν μπορούσε να διατυπώσει κανόνες τέτοιους που να εξαλείφουν τις αμφιγραφίες. Στη Νεοελληνική Γραμματική (§ 75, 76) καταχωρίζει σειρά φραστικών λέξεων που πρέπει να γράφονται ως μία, αποφεύγει όμως επιμελώς να εξηγήσει γιατί. Αναφέρει απλώς:

«Σε κάθε όμως εποχή τής γλώσσας γεννιούνται με τη σύνθεση νέες λέξεις, και άλλων σύνθετων λέξεων συχνά απαρχαιώνονται τα συστατικά τους ή ο τρόπος που συνθέτονται. Γι’ αυτό δεν είναι εύκολο μερικές φορές να οριστή αν κάτι που λέμε αποτελή μια λέξη ή δύο.»

Στον κατάλογο που ακολουθεί γράφει ως μία λέξη τις εξής: απαρχής, απεναντίας, απευθείας, αφότου, αφού, δηλαδή, διαμιάς, ειδάλλως, ειδεμή, ενόσω, εντάξει (προστέθηκε αργότερα στη Μικρή Σχολική Γραμματική), ενώ, εξαιτίας, εξάλλου, εξαρχής, εξίσου, επικεφαλής (αλλαγή τής προηγούμενης άποψής του), επιτέλους, καθαυτό, καθεξής, καλημέρα, καληνύχτα, καλησπέρα, καληώρα, καταγής, κατευθείαν, κιόλας, μεμιάς, μολαταύτα, μόλο (που), μολονότι, μολονόπου, ολωσδιόλου, οπωσδήποτε, προπάντων, σάμπως, τωόντι, υπόψη, ώσπου, ωστόσο―καθένας, καθεμία, καθένα, καθετί, κατιτί, οποιοσδήποτε, οτιδήποτε, καθέκαστα.

Παρ’ ότι (ή μήπως παρότι;) οι επιλογές τού Τριανταφυλλίδη είναι ως επί το πλείστον αυτές που επικράτησαν και αποκαλύπτουν τον γλωσσικό ρεαλισμό του, έχουν σαφώς ενδεικτικό χαρακτήρα. Ακόμη, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις υποκείμενες αρχές που υπαγόρευσαν την α΄ ή τη β΄ προτίμηση, αν εξαιρέσουμε την ορθογραφική συνήθεια των λογοτεχνών τής εποχής.

Πολλά χρόνια αργότερα, στη δική του Νεοελληνική Γραμματική (Αθήνα & Θεσσαλονίκη 1994) ο προσφάτως εκλιπών Αγαπητός Τσοπανάκης προσθέτει στον ανωτέρω κατάλογο τις ακόλουθες φραστικές λέξεις, τις οποίες θεωρεί επιρρηματικά στοιχεία: ενμέρει (ο Τριανταφυλλίδης συνέστηνε εν μέρει), εντέλει, εντούτοις, εξαδιαιρέτου, εξάπαντος, εξημισείας, επιτούτου, κατακούτελα, καταλεπτώς, κατάμουτρα, καταπρόσωπο, κατάσαρκα, κατεξοχήν, μεσοστρατίς, μισοτιμής, ξοπίσω, ξώφαλτσα, οποτεδήποτε, οπουδήποτε, παρακάτω, παραπάνω, παραπέρα, παραπίσω, προσώρας κ.ά. (Παρέλειψα ορισμένα για τα οποία δεν ετίθετο ποτέ ζήτημα χωριστής γραφής τους).

Σε άρθρο του στο Βήμα (11 Απριλίου 1999) ο καθηγητής κ. Γ. Μπαμπινιώτης ασχολήθηκε επίσης με το θέμα, προσεγγίζοντάς το από την πλευρά τού γλωσσολογικού ορισμού τής λέξης και παραθέτοντας κατάλογο στοιχείων που πρέπει ή θα μπορούσαν να γράφονται ενωμένα ή χωριστά. Εντούτοις, στον επίλογο του άρθρου του υπογραμμίζει:

«Ας σημειωθεί, ωστόσο, με σαφήνεια και αίσθηση πραγματικότητας ότι απόλυτη συνέπεια στο ετερόκλιτο πλήθος των φράσεων δεν υφίσταται ούτε μπορεί να υπάρξει, αφού (…) ουδέποτε ένα σώμα ειδικών μελέτησε και ρύθμισε συστηματικά το θέμα στο σύνολό του.»

Η μελέτη των καταλόγων που βρίσκουμε στα ανωτέρω κείμενα επαληθεύει την προηγούμενη διαπίστωση. Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω ορισμένες επί μέρους (ή επιμέρους;) επιβοηθητικές αρχές, οι οποίες ενδέχεται να στρέψουν την προσοχή σε παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, αν ποτέ υπάρξει ή αναγνωριστεί ως αρμόδια τέτοια ρυθμιστική αρχή, που να συντάξει σχετικό ορθογραφικό κανονισμό. Ο κατηρτισμένος αναγνώστης και ο ενημερωμένος φιλόλογος μπορούν να καταλογίσουν στον γράφοντα την επωφελή ή ενδεχομένως άσκοπη παράθεσή τους.

1) Η ενωμένη ή χωριστή γραφή δεν εξαρτάται από το αν τα συστατικά μέρη απαντούν αυτοτελώς ή μόνο ως δεσμευμένα μορφήματα.

Κοινές λέξεις όπως αιτία, ίσος, άλλος, τόσο, που δεν ενοχλούν όταν απαντούν ενωμένα στις γραφές εξαιτίας, εξίσου, εξάλλου, ωστόσο, ώσπου. Το κριτήριο αυτό δεν λειτουργεί, όταν έστω ένα από τα δύο (ή περισσότερα) συστατικά μέρη είναι μονάδα τού κοινού λεξιλογίου.

2) Αν η αρχή τής τονικής ενότητας παραβιάζεται, η χωριστή γραφή θα μπορούσε να προτιμηθεί.

Εφόσον η λέξη αποτελεί μία τονική ενότητα και στην Ελληνική δεν έχουμε το φαινόμενο του δευτερεύοντος τόνου (όπως π.χ. στη Γερμανική: aufsteigen /áufštáigen/ «ανεβαίνω»), είναι παροδηγητικό να υιοθετούμε ενωτική γραφή που αντιβαίνει στον πραγματικό τόνο. Εξάλλου, ο ρόλος τού τόνου είναι προφανής στα τονικά παρώνυμα, δηλ. σε λέξεις που αλλάζουν σημασία, όταν  ο τόνος βρίσκεται σε διαφορετική θέση. Επί παραδείγματι, η γραφή καθετί, που συστήνει η Νεοελληνική Γραμματική, δεν συμφωνεί με την πραγματική εκφορά τού στοιχείου, που είναι διλεκτική: κάθε τι (με τόνο και στα δύο τεμάχια). Ομοίως, η γραφή ολωσδιόλου ή τελοσπάντων παραθεωρεί ότι τα συστατικά τεμάχια εκφέρονται σχεδόν πάντοτε χωριστά: όλως διόλου, τέλος πάντων.

3) Η ενωμένη γραφή δεν πρέπει να παραβιάζει τους φωνολογικούς κανόνες τής Ελληνικής.

Όταν σχηματίζονται συμπλέγματα φθόγγων ανεπίτρεπτα για την Ελληνική, είναι καλό να προτιμούμε τη χωριστή γραφή. Κατά τούτο, οι γραφές ενμέρει, ενπρώτοις, ενπολλοίς, ενγένει αντιτίθενται στους φωνολογικούς κανόνες τής γλώσσας, διότι τα συμπλέγματα *νμ, *νπ, *νγ δεν είναι ανεκτά σε ελληνικές λέξεις και όποτε παρουσιάστηκαν, ακολούθησε πλήρης ή μερική αφομοίωση (π.χ. συν-μετέχω > συμμετέχω, εν-μένω > εμμένω, εν-πορος > έμπορος, εν-γράφω > εγγράφω). Συνεπώς, γράφουμε εν μέρει, εν πρώτοις, εν πολλοίς, εν γένει, εν πάση περιπτώσει κ.τ.ό.

4) Η ενωμένη γραφή δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση ως προς την αναγνώριση της μορφολογικής κατηγορίας στην οποία ανήκει η λέξη.

Λάθη όπως *τον επικεφαλή, *οι επικεφαλείς, *έχω υπόψει κ.τ.ό. μαρτυρούν ότι ο ομιλητής παρασύρεται από την ενωμένη γραφή και θεωρεί ότι η προθετική φράση επί κεφαλής είναι κλιτό όνομα, το δε υπ’ όψη / υπ’ όψιν είναι ενδεχομένως ρηματικό μόρφημα (κατά το έχω κόψει) ή ακόμη και όνομα (π.χ. *η υπόψη, *την υπόψη). Οι γραφές επί κεφαλής, υπ’ όψη / υπ’ όψιν εξαλείφουν κάθε πιθανότητα συγχύσεως. Η επιλογή τής ενωμένης γραφής καθαυτό συνήθως οδηγεί στην αθέτηση της συντακτικής σχέσης τού κατά με αιτιατική: καθ’ (ε)αυτόν, καθ’ αυτό.




5) Αν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την παγίωση του συνδυασμού, η χωριστή γραφή είναι πάντοτε προτιμητέα.

Ενώ το εξάπαντος είναι ήδη αρχαίο, οι γραφές εξαδιαιρέτου, εξημισείας (Τσοπανάκης) παρουσιάζουν σαν απολίθωμα τις σχετικά πρόσφατες προθετικές φράσεις εξ αδιαιρέτου, εξ ημισείας (κυρίως του νομικού / συμβολαιογραφικού λεξιλογίου), ξαφνιάζοντας δυσάρεστα τον αναγνώστη.

Η ορθογραφική συνήθεια δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί. Για λόγους που σχετίζονται με τη συχνότητα εμφανίσεως, την οπτική εικόνα και την κατάρτιση του εκάστοτε γράφοντος, συναντούμε συχνά τις γραφές καταρχήν, προπάντων, απευθείας, αλλά διστάζουμε να γράψουμε (ή γράφουμε σπανιότερα) καταρχάς, προπαντός, κατευθείαν. Η Νεοελληνική Γραμματική, μολονότι αντιμετώπισε ρεαλιστικά το ζήτημα και είχε κατά νου τη λογοτεχνική κυρίως πρακτική, δεν έθεσε αρχές που να εξασφαλίζουν ομοιογενή ρύθμιση, επωμίζοντας έτσι στους μεταγενεστέρους την ευθύνη να συζητήσουν τις παραμέτρους του.

Τα χρόνια που πέρασαν έδειξαν ότι είναι σοφό να ξανανοίξουμε τη ντουλάπα και να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα κοστούμια που έχουμε κρεμάσει εκεί. Ίσως για μερικά κάναμε το λάθος να βάλουμε στην ίδια κρεμάστρα σακάκι και παντελόνι που δεν ανήκαν εκεί. Και αν φαίνεται ότι καθυστερήσαμε, είναι ίσως επειδή οι ύστερες φροντίδες είναι πηγή παραπόνων…

11/4/07

Η βάση τού μεταφορικού λόγου

  • Θα το ρισκάρω.
  • Οι πιθανότητες είναι εις βάρος μου / εναντίον μου.
  • Στην τελευταία αλλαγή ο προπονητής έριξε τον άσο που είχε στο μανίκι του.
  • Αν παίξεις σωστά τα χαρτιά σου, κανείς δεν μπορεί να σε σταματήσει.
  • Το καλό μου χαρτί είναι ότι με δικαιώνει η έκθεση της επιτροπής.
  • Νομίζω ότι μπλοφάρετε! Δεν έχετε στοιχεία εναντίον μου.
  • Διακυβεύεται η ίδια η ζωή του (< αρχ. κύβος «ζάρι»).

Ασφαλώς η ζωή δεν είναι τυχερό παιχνίδι, πολλώ δε μάλλον αφού τα τυχερά παιχνίδια με χρήματα αποτελούν επιβλαβή και εθιστική ενασχόληση. Τα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν, όμως, ανήκουν στο καθημερινό λεξιλόγιο και μπορούν να βρεθούν χωρίς καθόλου κόπο σε οποιοδήποτε πλήρες λεξικό ή σε βάση γλωσσικών δεδομένων. Φυσικά, δεν ανήκουν σε ανθρώπους εξοικειωμένους με τη χαρτοπαιξία ή γνώστες των τυχερών παιχνιδιών. Μαρτυρούν ωστόσο ότι, αν και πιθανότατα αγνοούμε τους κανόνες τέτοιων παιχνιδιών, χρησιμοποιούμε λεξιλογικές επιλογές που εφαρμόζουν την ορολογία τού παίκτη σε πράξεις τής καθημερινής ζωής και σε συνέπειές τους.

Εξετάστε ορισμένα παραδείγματα, εν μέρει αντίστοιχα, από την Αγγλική:

  • I’ll take my chances.
  • The odds are against me.
  • If you play your cards right, you will accomplish it.
  • Still, I have a few ideas up my sleeve.
  • He is bluffing. They are holding nothing against you.
  • These are high stakes.
  • Your life is at stake.

Η προφανής αντιστοίχιση της ορολογίας των παιγνίων με αποφάσεις τής καθημερινής ζωής δεν είναι τυχαία. Είναι προφανές ότι οι ομιλητές παρατηρούν κάποιου βαθμού ομοιότητα, πραγματική ή εικαζόμενη, και την προβάλλουν στις λεξιλογικές και φραστικές επιλογές τους. Στη γνωσιακή γλωσσολογία (cognitive linguistics) θεωρούμε ότι αυτή η αντίληψη ομοιότητας (similarity perception) αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό τού μεταφορικού λόγου.


Η παραδοσιακή διδασκαλία τής μεταφοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές πλάνες ως προς την παρουσίαση αυτής της αντίληψης ομοιότητας. Από τα σχολικά μας χρόνια έχουμε εξοικειωθεί με τυπικές μεταφορές, όπως π.χ. τα τριανταφυλλένια μάγουλα της κόρης ή αυτή η αλεπού με κορόιδεψε. Τέτοιες μεταφορές διδάσκονται συχνά ως τμήμα τής παραδοσιακής τεχνολογίας, δηλ. της αναγνώρισης των μερών τού λόγου και των καλολογικών στοιχείων του.


Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις πυλώνες τής παραδοσιακής αντίληψης περί μεταφοράς. Κατόπιν θα εξετάσουμε πώς οι εν λόγω απόψεις αστοχούν να προσδιορίσουν ποια είναι η βάση τού μεταφορικού λόγου και τι κινητροδοτεί τη λειτουργία του.


1. Η μεταφορά διδάσκεται σαν ρητορικό σχήμα λόγου, το οποίο αποσκοπεί στην καλολογία και, ως εκ τούτου, στον στολισμό τής επικοινωνίας.
2. Η μεταφορά αντιμετωπίζεται σαν αποκλειστικά γλωσσικό φαινόμενο ή λειτουργία και συνίσταται απλώς στη χρήση μιας λέξεως ή φράσεως αντί άλλης.
3. Η μεταφορά θεωρείται ότι βασίζεται σε πραγματική και προϋπάρχουσα ομοιότητα, η οποία υφίσταται στον αποκαλούμενο «πραγματικό κόσμο». Επομένως, τα ροδοκόκκινα μάγουλα μιας κοπέλας οφείλουν την ονομασία τους σε πραγματική ομοιότητα με το χρώμα ορισμένων τριαντάφυλλων, ενώ κάποιος μπορεί να μας εξαπατήσει, όπως η αλεπού πλησιάζει ύπουλα το θύμα της.


Με αφετηρία τούς τρεις αυτούς πυλώνες κατανοούμε ότι η παραδοσιακή εικόνα τής μεταφοράς εστιάζεται στην πεποίθηση ότι πρόκειται για ειδική, μη συμβατική χρήση τής γλώσσας. Ο τομέας-πηγή (source domain), από τον οποίο αντλείται η μεταφορική χρήση, θεωρείται ότι έχει πραγματική, προϋπάρχουσα και αντικειμενική ομοιότητα με τον τομέα-στόχο (target domain), στον οποίο προβάλλεται.


Η γνωσιακή γλωσσολογία έχει τις τελευταίες δεκαετίες αναδείξει θεμελιώδεις αδυναμίες αυτού του παραδοσιακού μοντέλου.


Κατ’ αρχάς, δεν είναι δυνατόν να ορίσουμε για κάθε μεταφορά την «προϋπάρχουσα ομοιότητα», στην οποία εικάζουμε ότι στηρίζεται. Ας επιστρέψουμε στις μεταφορές που παρουσιάζουν τη ζωή σαν τυχερό παιχνίδι. Προφανώς οι ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών τομέων δεν είναι αντικειμενικές ή προϋπάρχουσες, δηλ. οι πράξεις και οι συνέπειές τους δεν έχουν εγγενή (inherent) ομοιότητα με τα τυχερά παιχνίδια, ώστε να υπάρχει μεταξύ τους άρρηκτη αιτιώδης σχέση. Αν αυτό αλήθευε, ο αριθμός των μεταφορικών χρήσεων θα ήταν πολύ περιορισμένος, διότι θα προϋπέθετε οντολογική σύνδεση. Θα σήμαινε επίσης ότι στις ιδιότητες των λέξεων είναι εξ υπαρχής αποθηκευμένες άπειρες έννοιες, οι οποίες αναμένουν τις κατάλληλες συνθήκες για να έλθουν στο φως.


Στην πραγματικότητα, η τυπική σημασιολογία έχει πέσει σε αυτήν ακριβώς την παγίδα, καθώς τείνει να θεωρεί τη μεταφορά επέκταση της αντικειμενικής σημασίας σε άλλες συνθήκες αληθείας (truth conditions), οι οποίες καθορίζουν αν η εν λόγω σημασία λαμβάνει την τιμή αληθής ή ψευδής. Ωστόσο, οι συνθήκες τής αντικειμενικής πραγματικότητας παρέχουν το πλαίσιο (frame), όχι τους τρόπους τής επικοινωνίας. Η τυπική σημασιολογία θα υποστηρίξει ότι ο μεταφορικός λόγος συνιστά έμμεση διατύπωση μιας σημασίας, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί ευθέως ή κυριολεκτικώς υπό άλλες συνθήκες. Ως εκ τούτου, κατά τη θεωρία αυτή, όταν λέμε ότι κάποιος χώνεψε καλά ό,τι του διδάξαμε, μεταφέρουμε σε άλλες συνθήκες αληθείας τη λειτουργία τής πέψης. Όταν δίνουμε σε κάποιον τροφή για σκέψη, διατυπώνουμε εμμέσως ό,τι θα μπορούσαμε ευθέως να πούμε με τη φράση ιδέες για σκέψη.


Η εν λόγω θέση αποτυγχάνει εντελώς να προσδιορίσει τη βάση τού μεταφορικού λόγου και αδυνατεί να εξηγήσει τι κινητροδοτεί κάθε νέα μεταφορά. Αν η σημασία μιας πρότασης προέρχεται από το άθροισμα των σημασιών των λέξεων, τότε οι λέξεις αποτελούν περιέκτες (containers) άπειρων προϋπαρχουσών σημασιών, τις οποίες απλώς φέρουμε στην επιφάνεια μέσω της μεταφοράς.


Η αστοχία αυτού του συμπεράσματος καταφαίνεται από το εξής παράδειγμα: Υποθέστε ότι επινοώ την απίθανη μεταφορά η θεωρία αυτή είναι καμωμένη από φτηνό στόκο (παράδειγμα του Lakoff), εννοώντας ότι είναι ανίσχυρη ή αδύναμη. Τι είναι αυτό που κάνει τον ομιλητή να επινοήσει τη συγκεκριμένη μεταφορά και πώς την κατανοεί ο ακροατής; Ασφαλώς ο στόκος δεν έχει εγγενείς ομοιότητες με τη θεωρία ούτε εμπεριέχει a priori τη σημασία «αδύναμος, ανίσχυρος». Επί παραδείγματι, μπορεί να καταφερθούμε μειωτικά εναντίον κάποιου, λέγοντας ότι ο άνθρωπος είναι στόκος και δεν καταλαβαίνει τίποτα! Δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε για *θεωρητικό στόκο ή *θεωρητικό ασβεστοκονίαμα, διότι οι λέξεις αυτές δεν έχουν, όπως ελέχθη, εγγενή σχέση με την έννοια της θεωρίας.


Η χρήση τής συγκεκριμένης λέξης οφείλεται σε δομική σχέση των δύο τομέων, η οποία αποκαλείται αντίληψη δομικής ομοιότητας (perceived structural similarity). Έδρα της είναι το γνωσιακό σύστημα με το οποίο είναι δημιουργημένος ο άνθρωπος. Το εν λόγω σύστημα επιτρέπει την αναγνώριση δομικών σχέσεων ή συνδέσεων μεταξύ δύο τομέων, οι οποίοι στην αντίληψη του ομιλητή παρουσιάζουν δυνατότητες αντιστοιχίσεως (mapping). Συνεπώς, η μεταφορά δεν είναι πρωταρχικά γλωσσικό, αλλά νοητικό φαινόμενο, που υστερογενώς αποτυπώνεται στη γλώσσα.


Το τελικό μας παράδειγμα το αποδεικνύει σαφώς. Εξετάστε τη μεταφορά Ο ΘΥΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΥΓΡΟ. Τομέας-πηγή είναι το ΘΕΡΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΥΓΡΟ και τομέας-στόχος είναι ο ΘΥΜΟΣ. Οι δομικές αντιστοιχίες που κινητροδοτούν αυτή τη μεταφορά είναι οι ακόλουθες (προηγείται ο τομέας-πηγή και ακολουθεί ο τομέας-στόχος):


Πηγή - Στόχος

Περιέκτης (π.χ. δοχείο) - Σώμα
Κλίμακα θερμότητας - Κλίμακα θυμού
Πίεση περιέκτη - Πίεση θυμού
Κοχλασμός από βρασμό - Κοχλασμός από θυμό
Όρια αντοχής περιέκτη - Όρια ελέγχου τού θυμού
Έκρηξη - Απώλεια ελέγχου


Έχοντας υπ’ όψιν τις παραπάνω αντιστοιχίες είμαστε σε καλύτερη θέση να κατανοήσουμε τι κινητροδότησε τις ακόλουθες μεταφορές:

  • Βράζει το αίμα του και δεν σηκώνει πολλά-πολλά.
  • Κόντεψα να σκάσω απ’ το κακό μου!
  • Δεν περίμενα να αντιδράσεις τόσο ψύχραιμα υπό πίεση.
  • Δεν μπορεί να ξεσπάει πάνω σου όποτε νευριάζει.
  • Μετά από ώρα ξεθύμανε και κατάφερα να του μιλήσω.
  • Η ένταση ανάμεσά τους σιγόβραζε.
  • Συγγνώμη! Φούντωσα και είπα πράγματα που δεν έπρεπε…

Ότι κάποιος μπορεί να βράζει από θυμό ή να δώσει τόπο στην οργή είναι ασφαλώς ζήτημα αγωγής και ικανότητας αυτοελέγχου. Αλλά η δυνατότητα να αντιληφθούμε, να γνωρίσουμε και να αποδώσουμε έτσι τα αισθήματά μας έχει την αφετηρία της στη δομή τού γνωσιακού μας συστήματος, που συνιστά τη βάση τού μεταφορικού λόγου.

Σημείωση. Παραδείγματα και στοιχεία τής γνωσιακής θεωρίας τής μεταφοράς άντλησα, μεταξύ άλλων, από τα βιβλία των W. Croft & D.A. Cruse, Cognitive Linguistics (Cambridge University Press, 2004) και του G. Lakoff, Women, fire and dangerous things: what categories reveal about the mind (University of Chicago Press, 1987).