12/12/06

Ας μιλήσουμε για ορθογραφία...

They spell it Vinci and pronounce it Vinchy;
foreigners always spell better than they pronounce.

Mark Twain (1869)



Οι ιστορικοί γράφουν ότι η πλήρης πανοπλία τού Ρωμαίου λεγεωναρίου ζύγιζε περίπου 30 κιλά. Αν αναλογιστούμε ότι σε περίοδο εκστρατείας οι ρωμαϊκές φάλαγγες διήνυαν αρκετά χιλιόμετρα την ημέρα, καθώς και ότι η μάχη μπορούσε να διαρκέσει πολλές ώρες, ο λεγεωνάριος χρειαζόταν αρκετά αποθέματα αντοχής και δύναμης απλώς και μόνο για να κινείται. Και τότε μερικοί φαντασμένοι Ρωμαίοι, που κατακρίνει στα κείμενά του ο Ιούλιος Καίσαρ, διαπίστωναν πόσο λάθος είχαν κάνει όταν έσπευδαν να προσθέσουν στις πανοπλίες τους όμορφα διακοσμητικά φτερά ή χρυσές (αντί δερμάτινες) χειρίδες και ζώνες και τώρα δυσκολεύονταν να λυγίσουν τα γόνατα ή να απλώσουν τα χέρια.

Κάθε πρόταση για την ορθογραφία έχει την ιδιαιτερότητα ότι κομίζει το φορτίο τής συνεχούς δοκιμασίας. Οι μακρές διαφωνίες και διαμάχες έχουν πάντοτε το ίδιο αντικείμενο με την εικόνα τού Ρωμαίου λεγεωναρίου μπροστά στον καθρέφτη: Τι χρειάζομαι; Τι είναι απαραίτητο; Τι είναι περιττό; Τι είναι αταίριαστο; Τι είναι εφικτό;

Το ότι αναφέρθηκα σε στρατό έχει σκοπιμότητα: είχα υπ' όψιν τις ιδιότητες της ομοιομορφίας και της πειθαρχίας. Αυτές νομίζω ότι είχε τονίσει ήδη το 1932 σε ομιλία του προς ακροατήριο εκπαιδευτικών ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Παρακαλώ προσέξτε τη διατύπωσή του:

"Αναγνωρίζω την ανάγκη για μια απλοποίηση. Θα ήμουν όμως ο τελευταίος που θ' αδιαφορούσε για την ανάγκη ορθογραφικής πειθαρχίας. Και είναι χρέος μου να θυμίσω πως η απόχτηση γραπτής κοινής, σε όποια βάση και αν ρυθμιστή, θα έχη πάντοτε να κριθή μ' ένα άλλο ανώτατο σύνθημα, χρήσιμο και σε πολλά άλλα: της εργασίας."


Οι εύστοχες παρατηρήσεις τού Τριανταφυλλίδη αποδεικνύουν αναντίρρητες, καθώς πιστεύω, τις αρχές που προανέφερα. Αν και ηχούν δυσάρεστα, η ομοιομορφία και η πειθαρχία υπήρξαν στόχοι κάθε ορθογραφικής μεταρρύθμισης. Διέφερε, ωστόσο, το εκάστοτε πρότυπο αναφοράς. Με τη διεισδυτική του ματιά ο Τριανταφυλλίδης εξήγησε ότι το κριτήριο της εργασίας (δηλ. της εφαρμογής) είναι ισχυρότερο από το κριτήριο του μονομερούς ιστορισμού, αλλά και εγκυρότερο από την επιδίωξη της απλοποίησης ή της ευκολίας.

Σε τελευταία επιφυλλίδα του στην εφημερίδα Τα Νέα (Σάββατο, 9 Δεκεμβρίου) ο κ. Γιάννης Χάρης, επιμελητής εκδόσεων, υποστήριξε, με τον τρόπο του, την ισχύ αυτών των αρχών και κατέκρινε λεξικογραφικά εγχειρήματα που θεωρεί ότι τις παρακάμπτουν (άρθρο: Ορθογραφούμεν μετ' ευτελείας;). Υπολογίζω πάντοτε σοβαρά τις απόψεις των "εργατών" τής γλώσσας: μεταφραστών, συγγραφέων, επιμελητών, διορθωτών, εκπαιδευτικών κ.ά. Επειδή συνεχώς αναμετρούνται με τη γλώσσα και τη γραφή σε δημόσιο βήμα, διαθέτουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν αμέσως να αποτιμήσουν τον απόηχο των επιλογών τους.

Ο κ. Χάρης ευστοχεί στην παρατήρηση ότι κανένα λεξικογραφικό έργο δεν δικαιούται τον τίτλο τής Βίβλου σε γλωσσικά ζητήματα. Μολονότι η φράση του έχει συγκεκριμένο στόχο, δεν θα ήθελα να τον αδικήσω αφαιρώντας από το σχόλιό του το δίδαγμα που πρέπει να αντληθεί. Θα άξιζε να προστεθεί ότι η απόδοση τίτλων δεν είναι μονομερής: οι γλωσσολόγοι γνωρίζουμε ότι σε διάφορα έργα έχει κατά καιρούς απονεμηθεί ο τίτλος ευαγγέλιο της δημοτικής, κορωνίδα τής λεξικογραφίας, επιτομή τής εγκυρότητας κ.ά. Ας αποσπάσουμε από τη φόρτιση των χαρακτηρισμών την αξία τής συνύπαρξης διαφόρων λεξικών, γραμματικών και γλωσσολογικών προτάσεων, που συμβάλλουν στην καλλιέργεια των επί μέρους θεμάτων. Πρέπει να εκπαιδεύουμε τον εαυτό μας να αναπτύσσει συνδυαστική θεώρηση και να μην περιφρονούμε μια καλή εισήγηση απλώς επειδή δεν ξεκίνησε από εμάς.

Ο κ. Χάρης έχει δίκιο ότι η ορθογραφική σύγχυση μπορεί να βλάψει τη γλωσσική πράξη, ιδιαίτερα τη διδακτική. Πιστεύει ότι οι νεωτεριστικές προτάσεις (εννοεί την ετυμολογική ορθογραφία) πρέπει να περιορίζονται σε αμιγώς επιστημονικές εργασίες και να τίθενται προς αξιολόγηση, ώστε να μην αιφνιδιάζεται ή παρασύρεται το κοινό, όπως θεωρεί ότι συμβαίνει με ένα λεξικογραφικό έργο περιωπής.

Ομολογώ ότι αυτή η θέση είναι αξιοπρόσεκτη και αξίζει κανείς να κοπιάσει διανοητικά, ώστε να τη σταθμίσει κατάλληλα. Ως προς το ζήτημα της διδακτικής ο κ. Χάρης έχει δίκιο: οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις δεν πρέπει να αποσυντονίζουν την εκπαιδευτική κοινότητα. Εντούτοις, ο καθένας μας παραδέχεται ότι η εγγενής αδράνεια που χαρακτηρίζει τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις (όπως συνέβη επί παραδείγματι με την καθυστερημένη καθιέρωση της Νεοελληνικής Κοινης και του μονοτονικού) τείνει να εδραιώνει συνήθειες (ναι, ακόμη και γραφές ή γλωσσικές τακτικές) που δεν μοχθήσαμε να ελέγξουμε ή δεν δεχτήκαμε να ανασκευάσουμε, επειδή είπαμε ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες. Τη συγκεκριμένη πτυχή τού ζητήματος νομίζω ότι παρέβλεψε ο κ. Χάρης. Ότι ο διάλογος για την ορθογραφία δεν πρέπει να γίνεται μόνο για να αντικρούσουμε τους αντιγνώμους μας, αλλά και για να φωτιστούν ενδεχόμενες αδυναμίες μας. Και ότι η σημερινή σχολική ορθογραφία δεν είναι επέκεινα ή υπεράνω αυτού του διαλόγου.

Στο επόμενο σημείωμα θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, διαφωνώ με την έμμεση θέση τού κ. Χάρη, ότι ο διάλογος για την ορθογραφία έχει ουσιαστικά λήξει. (Ζητώ συγγνώμη αν τον αδικώ ή του βάζω λόγια στο στόμα, αλλά αυτή την εικόνα αποκόμισα από το άρθρο του). Θα επιχειρήσω επίσης να αναλύσω ποιες αδυναμίες παρουσιάζει η καθιερωμένη σχολική ορθογραφία ως προς τις αρχές τής συνέπειας και της ομοιομορφίας. Έχοντας δαπανήσει πολλά χρόνια στη μελέτη των συναφών θεμάτων και με το φορτίο ή το εφόδιο των πολλών λαθών μου, έχω οδηγηθεί σε μερικά συμπεράσματα που ίσως σημαίνουν κάτι.

Μικρή παρατήρηση/παρένθεση: Όταν κρίνουμε μια ορθογραφική πρόταση, δεν θα πρέπει να υιοθετούμε το αξίωμα falsus in uno, falsus in toto, απορρίπτοντας συλλήβδην τις εισηγήσεις κάποιου με τον οποίο γενικά διαφωνούμε. Επειδή κάθε συζήτηση για αυτό το θέμα έχει αναντιρρήτως ιδεολογικό υπόβαθρο, επωμιζόμαστε, όταν γράφουμε, τη βαριά ευθύνη να δείξουμε ότι οι πεποιθήσεις που έκφράζουμε δεν έχουν θολώσει την κρίση μας και ότι η ισχυρή μας θέση δεν έχει καταστρέψει την ικανότητά μας να προσδίδουμε στη συζήτηση αξιοπρέπεια και ήθος. Και τότε, είτε επικρατήσουν οι απόψεις μας είτε όχι, το απόσταγμά τους θα είναι θετικό.
Προσθήκη (17/12/06): Μετά την ανάρτηση αυτού του κειμένου ο κ. Χάρης είχε την καλοσύνη (μέσω προσωπικής επικοινωνίας) να μου διευκρινίσει περαιτέρω θέσεις τού άρθρου του που φοβάται μήπως παρανοήθηκαν. Τον ευχαριστώ θερμά για τις διασαφήσεις του και θα τις λάβω υπ' όψιν στη συνέχεια της συζήτησης. Εξυπακούεται ότι θα περιμένω την προαναγγελθείσα επιφυλλίδα τού κ. Χάρη στα Νέα και κατόπιν θα συνεχίσω τη δική μου συνεισφορά.

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γράφει ο Γ. Χάρης:

Ο ειδοποιημένος αναγνώστης ήδη θα το κατάλαβε: αναφέρομαι στην απόλυτη σύγχυση την οποία δημιούργησε τα τελευταία χρόνια το Λεξικό Μπαμπινιώτη, σύγχυση που με τον καιρό οδηγεί, ανεξέλεγκτα πια, σε κανονική και γενικευμένη ανορθογραφία.
http://ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=18712&m=P13&aa=1

Δύο αντεπιχειρήματα:

1. Το Λεξικό Μπαμπινιώτη κανέναν δεν έκανε ή έπεισε να γράφει αγώρι, τσηρώτο κτλ. Δηλ. οι συγκεκριμένες ορθογραφικές επιλογές, οι οποίες ξενίζουν, σε καμιά περίπτωση δεν οδήγησαν σε σύγχυση και μάλιστα απόλυτη.

2. Ορθογραφική ασυνέπεια ούτως ή άλλως υπάρχει. Δεν εμφανίστηκε το 1998. Ας δούμε την απόδοση των νεότερων δανείων: όχι μόνο πέναλτι, αλλά και πέναλτυ.

Ο Δ. Τομπαΐδης τον Ιανουάριο του 1998 (τρεις μήνες πριν από την πρώτη έκδοση του λεξικού Μπαμπινιώτη)
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12464&m=B07&aa=1
κάνει λόγο για «άναρχη γραφή» και «αναρχία στη γραφή».

Έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό του Γ. Χάρη;

Παρακαλώ, ας μη θεωρηθεί ότι «υποστηρίζω» τον Μπαμπινιώτη, με τον οποίον διαφωνώ σε πολλά. Ένα πράγμα όμως που μας έμαθε -και το θεωρώ σωστό- είναι ότι στα γλωσσικά θέματα δεν υπάρχουν οι «καλοί» και οι «κακοί». Μια τέτοια προσέγγιση σύνθετων και πολύπλευρων θεμάτων, όπως αυτά που συζητούμε, θα ήταν επιπόλαιη.

Με εκτίμηση.

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Το πρώτο πιάτο υπόσχεται πολλά και εντυπωσιάζει με το ήθος του.

Περισσότερα όμως δεν μπορώ να πω τώρα, επειδή και το πρώτο αυτό σημείωμα είναι απλώς μια εισαγωγή αλλά και η επιφυλλίδα του Γ. Χάρη είναι (αν τη διάβασα καλά) κι αυτή εισαγωγή της οποίας το κυρίως μέρος θα δημοσιευτεί σε επόμενο φύλλο των Νέων.

Οπότε... περιμένουμε :-)

Focal Point είπε...

Πράγματι, αγαπητέ φίλε, σε αρκετές περιπτώσεις αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει σωστό και λάθος

Αθήναιος είπε...

Δεν αναρρωτιέμαι αν υπάρχει σωστό ή λάθος απλά, αδυνατώ να δεχτώ ότι οποιαδήποτε συζήτηση για την ορθογραφία δεν έχει ιδεολογική χροια. Για μένα η γλώσσα είναι ταυτισμένη με την ιδεολογία και δεν έχω πρόβλημα με αυτό πρόβλημα έχω με όσους δεν του παραδέχονται. :-)

Ανώνυμος είπε...

Δεν αναρρωτιέμαι αν υπάρχει σωστό ή λάθος απλά, αδυνατώ να δεχτώ ότι οποιαδήποτε συζήτηση για την ορθογραφία δεν έχει ιδεολογική χροια. Για μένα η γλώσσα είναι ταυτισμένη με την ιδεολογία και δεν έχω πρόβλημα με αυτό πρόβλημα έχω με όσους δεν του παραδέχονται. :-)

Kατ'αρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αν είναι καλό ή κακό το να έχει ιδεολογική χροιά μια συζήτηση για τη γλώσσα. Γιατί υπάρχει και η άποψη ότι αυτό δεν είναι μεμπτό. Εγώ πιστεύω ότι πράγματι δεν είναι μεμπτό, αρκεί να υπάρχουν όρια. Για παράδειγμα, η ιδεολογία μου δεν θα πρέπει να με κάνει να υποστηρίξω μια ετυμολογία που δεν έχει επιστημονικά ερείσματα.

Δεν είναι εύκολο να παραδεχτείς ότι έχεις και ιδεολογικά κίνητρα, γιατί είναι σαν να ομολογείς ότι τα λεγόμενά σου είναι υποκειμενικά. Και ως ένα βαθμό τα λεγόμενα όλων μας είναι υποκειμενικά.

Π.χ. εγώ πιστεύω ότι μερικοί αρθρογράφοι αντιμετωπίζουν αρνητικά τη λόγια παράδοση για ιδεολογικούς λόγους, αλλά φυσικά δεν το ομολογούν. Θα μου πει κάποιος «μα και εσύ κάνεις το αντίθετο για ιδεολογικούς επίσης λόγους». Μπορεί.

Ένας κυμαινόμενος βαθμός υποκειμενικότητας είναι αναπόφευκτος, τελικά. Αρκεί να μην ωθούμαστε από την ιδεολογία μας στο να υποστηρίζουμε απόψεις που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Όπως π.χ. η άποψη ότι η πολυτυπία στη Νέα Ελληνική αποτελεί ιδεολόγημα! Η πολυτυπία δεν αποτελεί ιδεολγόγημα, αλλά απτή πραγματικότητα. Kαι τώρα δεν μιλάω καθόλου ιδεολογικά.

Dr Moshe είπε...

Ευχαριστώ τους αγαπητούς φίλους που διάβασαν και σχολίασαν το άρθρο μου. Μια-δυο περαιτέρω σκέψεις νομίζω ότι ταιριάζουν εδώ:

Προς τον αγαπητό φοινικιστή:
Σας ευχαριστώ που θίξατε το ζήτημα. Σκοπεύω να αναφερθώ σε αυτό στο δεύτερο μέρος.

Στον αγαπητό μου Νίκο Σαραντάκο:
Εξυπακούεται ότι θα διαβάσω με προσοχή το κείμενο του κ. Χάρη αύριο και θα το λάβω υπ' όψιν προτού συνεχίσω. Ενημέρωσα, ως είχα χρέος, και τον ίδιο σχετικά με αυτό.

Στον αγαπητό μου φίλο Focal (Point):
Αγαπητέ, δεν με τρομάζει τόσο η ορθογραφική αβεβαιότητα όσο το ενδεχόμενο να επιτρέπουμε στις απόψεις μας να τροφοδοτούν την αλαζονεία (ανεξαρτήτως κατευθύνσεως). Φαίνεται πως η ορθογραφία, ως εκ της θέσεώς της, αφήνει χώρο για αυτό.

Εκτιμώ επίσης τις εύστοχες σκέψεις που εκφράστηκαν σχετικά με το ιδεολογικό υπόβαθρο της συζήτησης. Η γνώμη μου βρίσκεται στον επίλογο του άρθρου μου και εμμένω σε αυτήν.

Ευχαριστώ θερμά.

Αθήναιος είπε...

Έφτιαξα google beta account και έστειλα το αγριογούρουνο στα βουνά να σπάσει πλάκα με τους κυνηγούς.

Προχθές το βράδυ, ήθελα να ήταν κάποιος από εσάς του γλωσσολόγους μαζί μου, είχα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Καθ. Χρήστο Ντούμα ο οποίος μου είπε ότι αφ'ότου πήρε σύνταξη ασχολείται με την "αρχαιολογική γλωσσολογία". Μου ανέπτυξε τη θεωρία του ότι όλες οι βασικές λέξεις, που σημαίνουν τη Φύση, προήλθαν από επιφωνήματα. Ας πούμε η λέξη "Άλς". Επίσης μου ανέπτυξε τη θεωρία ότι η λέξη ήλιος προέρχεται κι αυτή από τη θάλασσα. Μου θύμισε τις διαλέξεις του Γεωργίου Δεσποίνη ο οποίος α λα μανιέρ ντε Κόναν Ντόυλ, έκανε ταύτιση αγαλμάτων κι εμείς από κάτω κόβαμε τις φλέβες μας ομαδικώς. :-)

Υποψιάζομαι ότι θα διαφωνούσατε με τις απόψεις του αν και έχω την υπόνοια ότι θα αισθανόσασταν υποχρεωμένοι να διαφωνήσετε γιατί η ανάλυση δεν γινόταν με τρόπο γλωσσολογικό αλλά αρχαιολογικό. Ήταν πάντως ποιητικότατη και ομολογώ πως με γοήτευσε. Εξάλλου ο μεγαλύτερος ιστορικός μαγειρικής, ο Andrew Dalby, γλωσσολόγος είναι. Φλυαρώ.

Δεδομένου ότι η μελέτη της αρχαιολογίας, της Ιστορίας ( δεν ξέρω για τη Γλωσσολογία, θα μου πείτε εσείς) άρχισαν με την εμφάνιση της ιδέας του εθνικού κράτους, είναι μοιραίο να είναι επιστήμες με έντονο ιδεολογικό φορτίο.

Δέχομαι τις επισημάνσεις του Φοινικιστή με την επισήμανση ( χαριτολογώντας) ότι "Φοινικιστές" αποκαλούν οι εθνικιστές, όλους εμάς τους αποφοίτους της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών επειδή θεωρούν ότι στο ΕΚΠΑ επικρατεί η άποψη Μπαμπινιώτη όσον αφορά στην καταγωγή του αλφαβήτου.

Ανώνυμος είπε...

Μα γιατί έδιωξες το αγριογούρουνο;
:-)

Κατ'αρχήν, χρησιμοποιώ το ψευδώνυμο Φοινικιστής αστειευόμενος και μόνο. Είδα ότι στην τελευταία συζήτηση στις Ανορθογραφίες κάποιος υπογράφει ως Ινδοευρωπαίος και έτσι μου γεννήθηκε η ιδέα να χρησιμοποιήσω το Φοινικιστής. Δεν ήθελα σε καμιά περίπτωση να «προκαλέσω». Μόνο να αστειευτώ.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι γνωρίζω πράγματι γιατί οι εθνικιστές χρησιμοποιούν τον όρο Φοινικιστές.

Δυο σχόλια μόνο:
> επειδή θεωρούν ότι στο ΕΚΠΑ επικρατεί η άποψη Μπαμπινιώτη όσον αφορά στην καταγωγή του αλφαβήτου.

Πρώτον, δεν πρόκειται για άποψη συγκεκριμένου καθηγητή, αλλά για γενικώς αποδεκτή θέση των γλωσσολόγων.

Δεύτερον, εφόσον η εν λόγω θέση είναι γενικότερα αποδεκτή, δεν επικρατεί μόνο στο ΕΚΠΑ, αλλά σε όλα τα Πανεπιστήμια. Π.χ. και στο ΑΠΘ.