Στις 14 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στη Στοά τού Βιβλίου εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλιογραφικού έργου τού καθηγητή Ιατρικής και λογοτέχνη Γεράσιμου Ρηγάτου με ειδικότερη αναφορά στο τελευταίο του βιβλίο Βαδίζοντας προς την τρέλα. Προσκλήθηκα να μιλήσω μαζί με την ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας κ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου και την ψυχίατρο κ. Κατερίνα Μάτσα. Η εκδήλωση χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη επιτυχία, κυρίως χάρη στις υπέροχες μελωδίες που τραγούδησε η κ. Ζωή Απειρανθίτου, μεσόφωνος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με τη συνοδεία τού κ. Δημήτρη Βεζύρογλου στο πιάνο· το ακροατήριο που γέμισε ασφυκτικά την αίθουσα απόλαυσε οπωσδήποτε το μουσικό μέρος τής βραδιάς.
Ευχαριστώ τους αγαπητούς φίλους και συναδέλφους που παρευρέθηκαν και μας τίμησαν με την παρουσία τους. Ακολουθεί στη συνέχεια το κείμενο της ομιλίας μου, που ίσως φανεί ενδιαφέρον σε όσους δεν κατάφεραν να έρθουν.
Όταν μαθαίνουμε μουσική, συνήθως εκπλησσόμαστε από το
γεγονός ότι κάθε μελωδία που ακούμε ή μπορούμε να ακούσουμε, στην
πραγματικότητα το σύνολο των μελωδιών, μπορεί να παρασταθεί και να απαρτιστεί
από εφτά μόνο φθογγόσημα ή νότες.
Όταν εξετάζουμε τον χαρακτήρα ενός πολιτισμού, μας
εντυπωσιάζει ότι πίσω από τις ποικίλες εκδηλώσεις βρίσκεται ουσιαστικά η ίδια
γραμματική, επειδή φορείς της είναι άνθρωποι με παρόμοιες ανησυχίες, αδυναμίες
και επιδιώξεις. Τα βιβλία τού κ. Ρηγάτου, όλο αυτό το βιβλιογραφικό έργο τριών
δεκαετιών, έχουν φέρει στην επιφάνεια τις βασικές πτυχές τού λαϊκού πολιτισμού,
εικόνες και λήψεις από το συλλογικό πολιτιστικό θησαυροφυλάκιο: λαϊκές γνώσεις
και αντιλήψεις, πλευρές τής προφορικής παράδοσης, απόψεις για τη ζωή, τον
θάνατο, τη διατροφή, την υγεία, την ασθένεια και την ψυχασθένεια. Αν βλέπουμε
σε αυτά τα βιβλία με τόση καθαρότητα πώς αντίκριζαν οι άνθρωποι τον εαυτό τους,
αυτό εν πολλοίς συμβαίνει επειδή πραγματεύονται πλευρές ενός από τα κύρια συστατικά
τής πολιτιστικής γραμματικής: τη γλώσσα.
Σε αυτή την ομιλία θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σε τρία
ερωτήματα: Με ποιους μηχανισμούς απεικονίζει η γλώσσα στοιχεία που αποκαλύπτουν
πώς βλέπουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους σε βάθος χρόνου; Πώς παρουσιάζονται τα
πρόσωπα που είναι οι φορείς αυτού του πολιτισμού; Αξίζει τελικά τον κόπο να
μάθουμε για αυτά τα πρόσωπα και για ό,τι τους απασχολούσε;
Ας ξεκινήσουμε με τη γλώσσα.
Η γλώσσα διδάσκει πολλά σχετικά με την εικόνα που είχαν οι άνθρωποι για τον
εαυτό τους. Επειδή αυτό φέρνει στον νου έναν καθρέφτη, είναι ίσως χρήσιμο να
γνωρίζουμε ότι ο καθρέφτης, όπως τον ξέρουμε τώρα με τη χρήση γυαλιού,
συναντάται μετά τον 1ο αιώνα. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν μεταλλικούς
καθρέφτες, συνήθως από χαλκό (χαλκεῖα). Αυτοί
οι καθρέφτες ήταν ελαττωματικοί: είχαν ρωγμές, κοιλώματα, θάμπωναν γρήγορα και
λίγοι μπορούσαν να μισθώσουν στιλβωτές για να τους γυαλίζουν. Τελικά
οξιδώνονταν και αχρηστεύονταν.
Όταν μελετούμε τη γλώσσα παλαιότερων εποχών, χρειάζεται να
κάνουμε εμείς αυτή την προσπάθεια: να
στιλβώσουμε την επιφάνεια και να δούμε καθαρότερα τι σήμαιναν για αυτούς οι
λέξεις και τα πράγματα. Στα βιβλία τού κ. Ρηγάτου βρίσκουμε πλούσιο υλικό,
ταξινομημένο και ερμηνευμένο, που αναδεικνύει δύο κύριους μηχανισμούς τής εικονικότητας
στη γλώσσα: τον μεταφορικό λόγο και
την αλλαγή σημασίας.
Ο μεταφορικός
λόγος βασίζεται στην αντίληψη ομοιότητας. Χρησιμοποιούμε οικείες νοητικές
εικόνες, για να ερμηνεύσουμε ή να εκφράσουμε άλλες.
Ο κ. Ρηγάτος έχει ανασύρει από το πολιτιστικό
θησαυροφυλάκιο πλήθος τέτοιων μεταφορών. Εξετάστε ένα παράδειγμα από το βιβλίο
του Ιατρική παροιμιολογία. Έχουμε συνειδητοποιήσει
ότι μιλούμε για το αίμα, έχοντας όμως υπ’ όψιν μας το νερό; Λέμε π.χ. ότι μου πάγωσε / κόπηκε το αίμα (τρόμος), βράζει το αίμα του (οξύθυμος) και τελικά
το αίμα νερό δεν γίνεται (οι συγγενικές
σχέσεις είναι μόνιμες). Ή σκεφτείτε ένα παράδειγμα από το βιβλίο Βαδίζοντας προς την τρέλα. Υπάρχουν
πολλοί τρόποι να πούμε ότι κάποιος είναι ανισόρροπος. Η εικονικότητα όμως στη
γλώσσα φαίνεται καθαρά όταν επιλέγουμε να εκλάβουμε το μυαλό σαν μηχανή, η
οποία, για να λειτουργήσει, χρειάζεται βίδες.
Λέμε λοιπόν ότι η βίδα (κάποιου)
λασκάρει / του έστριψε / του σάλεψε / δεν σφίγγει / του λείπει. Κάποτε, μια
ολόκληρη φράση μπορεί να αποτελεί εκφραστική εικόνα, όπως στην κυπριακή
παροιμία Πέψε τομ πελλόν τζαι λάμνε τα
‘πίσων του, δηλ. «στείλε τον τρελό, αλλά τρέχα πίσω του».
Πώς λειτούργησε η γλώσσα; Μέσω της εικονικότητας απέδωσε
μια έννοια κατοπτρίζοντάς την σε άλλη. Τι επιτυγχάνεται; Εκφραστικότητα ύφους,
δηλ. πλουσιότερο μήνυμα.
Άλλος ένας σπουδαίος μηχανισμός είναι η αλλαγή σημασίας. Όταν χρησιμοποιούμε τη
γλώσσα, δεν την ανακαλύπτουμε εξαρχής. Αν έπρεπε κάθε φορά να επινοούμε νέες λέξεις
για νέες σημασίες ή αντικείμενα, αυτό θα καθιστούσε αδύνατη την επικοινωνία. Τι
κάνουμε; Εμπλουτίζουμε τα ήδη υπάρχοντα υλικά, οικοδομούμε σε αυτά και εφοδιάζουμε
τις κληρονομημένες λέξεις με νέες σημασίες. Εν ολίγοις, βάζουμε «οίνον νέον εις
ασκούς παλαιούς».
Στο έργο τού κ. Ρηγάτου εντυπωσιαζόμαστε από το εύρος των
σημασιολογικών αλλαγών που έχουν αποθησαυριστεί στην ιατρική λαογραφία.
Εξετάστε το πεδίο τής ασθένειας από μερικές λέξεις που ερμηνεύει με πολύ
ενδιαφέροντα τρόπο ο συγγραφέας στο έργο του Λεξικό Ιατρικής Λαογραφίας.
Οι λέξεις φρίκη και
φρικίαση έχουν συνδεθεί με τον φόβο
και τον ακραίο τρόμο. Το ρήμα φρίττω, όμως,
από το οποίο προέρχονται είχε αρχικώς άλλη σημασία: «σηκώνω όρθιο – σείω, κυματίζω»
(π.χ. Ιλιάδα: φάλαγγες ἔγχεσι πεφρικυῖαι «φάλαγγες
με όρθιες λόγχες»). Σταδιακά οι ομιλητές συσχέτισαν αυτή την εικόνα με φύλλα
δέντρων, στάχυα και τρίχες μαλλιών. Ήδη στους τραγικούς ποιητές το ρήμα φρίττω σήμαινε «ανατριχιάζω, ριγώ». Τώρα
η απόσταση από τη σημασία «νιώθω φόβο, τρομάζω» είναι ένα μόνο βήμα.
Αναλογιστείτε επίσης τον όρο υστερικός. Οι ψυχίατροι έχουν συγκεκριμένο επιστημονικό ορισμό,
αλλά στην αρχαία γλώσσα η λέξη σήμαινε απλώς «σχετικός με τη μήτρα» (ὑστέρα). Ο Ιπποκράτης άρχισε να αποκαλεί
ὑστερικὰ πάθη / οἰδήματα / ἀλγήματα πόνους
και παθήσεις γυναικών, που αποδίδονταν σε διαταραχές τής μήτρας. Σταδιακά, κάθε
νευρικό σύμπτωμα άγνωστης ή ασαφούς αιτιολογίας αποκλήθηκε υστερία.
Μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες σημασιολογικές αλλαγές που θα
βρείτε στα βιβλία τού κ. Ρηγάτου: Γιατί ονομάζονταν φθισικοί οι φυματικοί (ήδη στον Ιπποκράτη και τον Ηρόδοτο) και ποια
σχέση έχει αυτό με το ρήμα φθίνω; Πώς
έφτασε να ονομάζεται αμέθυστος ο
πολύτιμος λίθος που υποτίθεται ότι προφύλασσε από τη μέθη; Γιατί αποκλήθηκε νεφρίτης ο ημιπολύτιμος λίθος που
νομιζόταν ότι θεράπευε παθήσεις των νεφρών;
Όλες αυτές οι πολύτιμες δυνατότητες που εμπλουτίζουν τη
γλώσσα είναι εφικτές εξαιτίας των μηχανισμών με τους οποίους είμαστε
δημιουργημένοι: Σχηματίζουμε νοητικές εικόνες, κατόπιν λεκτικές εικόνες, νέες
σημασίες και τις αποθησαυρίζουμε στο λεξιλόγιο. Ο μεταβαλλόμενος κόσμος μας
υπάρχει, επειδή μπορέσαμε να τον αντικατοπτρίσουμε στη γλώσσα.
Ας εξετάσουμε τώρα το δεύτερο ερώτημα: Πώς παρουσιάζονται
τα πρόσωπα που είναι φορείς αυτού του πολιτισμού;
Ας επιστρέψουμε στο παράδειγμα του καθρέφτη. Μερικές φορές
είναι δυνατόν να κρατήσουμε τον καθρέφτη στο πλάι και τότε συνήθως βλέπουμε,
όχι τον εαυτό μας, αλλά την εικόνα κάποιου άλλου.
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους αποτυπώνεται αυτό
στη γλώσσα είναι η λειτουργία τής παρονομασίας
που παρατηρούμε στον σχηματισμό των επωνύμων. Μεγάλος αριθμός επωνύμων έχουν προέλθει
από προσωνύμια που σχετίζονται με την εμφάνιση, τον χαρακτήρα ή το επάγγελμα
κάποιου ή κάποιου προγόνου του. Επειδή τα επώνυμα διατηρούνται, επαγγέλματα που
δεν ασκούνται πλέον, εργαλεία που δεν χρησιμοποιούνται, τεχνικές που έχουν
εγκαταλειφθεί, ασθένειες που τώρα είναι άγνωστες αποθηκεύονται στα κύρια
ονόματα. Τα επώνυμα μοιάζουν με ληξιαρχείο από το οποίο δεν γίνονται σχεδόν
ποτέ διαγραφές.
Στο βιβλίο τού κ. Ρηγάτου Νεοελληνικά επώνυμα με ιατρική προέλευση παρατηρούμε ένα ακόμη
χαρακτηριστικό: ότι οι αρρώστιες και τα σωματικά ελαττώματα είναι εξαιρετικά
πρόσφορο έδαφος για την παρονομασία. Και επειδή το όνομα κάποιου δίνεται από άλλον,
μας δίνουν πλούσιες πληροφορίες για τον γλωσσικό καθρέφτη που τόσο πρόθυμα φωτίζει
τα ελαττώματα του άλλου.
Μερικά επώνυμα έχουν εύκολη την ερμηνεία τους: Κωφός, Κουτσομύτης, Κουτσάφτης, Κολοβός,
Κοντούλης, Σπανός, Ψελλός, Βήχας. Άλλα έχουν περισσότερο βάθος, π.χ. Μπαλλωμένος («σημαδεμένος», επειδή
ονόμαζαν μπαλλώματα τα σημάδια τού
προσώπου). Άλλα ελαττώματα κρύβονται
πίσω από επώνυμα ξένης προελεύσεως, συνήθως τουρκικά: Μπουρνάζος («μεγάλη μύτη»), Πελτέκης
(«τραυλός»), Σαρής («κίτρινος, χλομός»),
Τοπαλίδης («κουτσός»), Βερέμης («φυματικός»), Κουσούρης.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί κάποιοι γονείς
έδωσαν στα παιδιά τους ονόματα όπως Ζώης,
Πολυζώης, Σώστης (αν είχαν προηγουμένως χάσει μικρά παιδιά) ή Δράκος, Δρακούλης (με την ευχή το παιδί
να είναι δυνατό σαν δράκος και να νικήσει τον θάνατο).
Ίσως όμως δυσκολευτούμε λίγο να εξηγήσουμε πώς κάποιος έφτασε
να έχει το επώνυμο Μακαρίτης, που δεν
είναι τόσο σπάνιο όσο φανταζόμαστε. Σε αυτή την περίπτωση η παρονομασία
λειτουργεί αποτρεπτικά· αν ο θάνατος κατονομαστεί, τότε πιθανόν δεν είναι τόσο
ανίκητος εχθρός. Σε ονοματολογική μελέτη διαβάζουμε ότι κάποιος αξιωματικός που
λεγόταν Μακαρίτης ζήτησε μετά τους
Βαλκανικούς Πολέμους να αλλάξει το επώνυμό του (σε Δημητριάδης). Έγραψε στην αίτησή του ότι, αφού τον σεβάστηκαν οι
σφαίρες των πολέμων, δεν χρειαζόταν πλέον αυτό το επώνυμο. Φυσικά, και αυτός ο
άνθρωπος έχει τώρα πεθάνει…
Ότι ο γλωσσικός καθρέφτης στρέφεται συχνά αλλού για να
αποτυπώσει ελαττώματα ή αδυναμίες, φαίνεται επίσης στις λαϊκές λέξεις για την τρέλα. Πολύτιμες πληροφορίες και σημαντικά
σχόλια για αυτό βρίσκουμε στο τελευταίο βιβλίο τού κ. Ρηγάτου.
Η ίδια η λέξη τρελός
προέρχεται από το μεταγενέστερο τρηρός
«ελαφρός – που τρέμει σαν φτερό». Αλλά σκεφτείτε πόσο εκφραστικές είναι
τέσσερεις λέξεις από τη βενετική διάλεκτο: ζουρλός
(από ρήμα που σημαίνει «φλυαρώ»), κουζουλός
(«κουτάβι», εννοεί σκυλάκι που κάνει τρέλες από χαρά), λολός (πιθανώς «τραυλός»), μουρλός
(μάλλον από λέξη που σημαίνει «τοίχος» και μας θυμίζει πότε χαρακτηρίζουμε
κάποιον τούβλο). Στην Κρήτη έχουν
επίσης τη λέξη τροζός, που προήλθε
από συμφυρμό των τρελός και κοζός· αυτό το τελευταίο προέρχεται από
το ιταλ. coso «αυτός, ο τέτοιος, ο πώς τον λένε, που δεν
θέλουμε να κατονομάσουμε».
Οι λέξεις για την τρέλα καθρεφτίζουν απόψεις για την
τρέλα. Απόψεις που συνήθως στρέφουν τον καθρέφτη σε κάποιον άλλον.
Τελευταίο άφησα ένα εξίσου σπουδαίο ερώτημα: Αξίζει τον
κόπο να μάθουμε για τα πρόσωπα, τη γλώσσα και τις απόψεις εκείνων που ανθολογούνται
στα βιβλία σχετικά με τον λαϊκό πολιτισμό;
Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα του καθρέφτη, αν
κοιταχτούμε και παρατηρήσουμε κάποιο ελάττωμα στο ντύσιμο και την εμφάνισή μας,
ίσως παρακινηθούμε να κάνουμε κάτι για αυτό. Ο λαϊκός πολιτισμός δεν διασώζει
μόνο ειδυλλιακές εικόνες και γοητευτικές ιστορίες λέξεων. Συχνά αποτυπώνει αντιλήψεις που έχουμε κληρονομήσει συνειδητά
ή υπόρρητα και τώρα πρέπει να αποφασίσουμε αν θα τις αποδεχτούμε ή θα τις
αποποιηθούμε.
Στο βιβλίο του Βαδίζοντας
προς την τρέλα ο κ. Ρηγάτος έχει ανθολογήσει συγγραφείς, οι οποίοι απηχούν
την αντιμετώπιση της ψυχασθένειας από τον περίγυρο. Πιθανότατα έχουμε ξεπεράσει
την εποχή που η ψυχασθένεια αντιμετωπιζόταν με ηλεκτροσόκ, ξυλοκόπημα, καθήλωση
ή λοβοτομή, αλλά οπωσδήποτε έχουμε παρατηρήσει άλλες μορφές στιγματισμού:
απομόνωση, εξοστρακισμό, εμπαιγμό, χλευασμό ή οίκτο. Όπως εύστοχα σχολιάζεται
στο βιβλίο, αυτού του είδους οι αντιλήψεις οφείλονταν αρχικά στην άποψη ότι οι
ψυχασθενείς είναι δαιμονόληπτοι ή θεόληπτοι, αργότερα δε επικράτησε η εσφαλμένη
πεποίθηση ότι η ψυχική διαταραχή έχει την αφετηρία της σε προσωπικές αδυναμίες
και ελαττώματα του χαρακτήρα. Οι αντιλήψεις αυτές δεν σταμάτησαν κάπου στο παρελθόν,
αλλά έχουν φτάσει ώς εμάς και έχουμε ζυμωθεί μαζί τους.
Αν συμβαίνει αυτό καθώς κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, μήπως
μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας; Στις περιπτώσεις που σχολιάζει ο κ.
Ρηγάτος, η ψυχασθένεια παρουσιάζεται, όχι ως ασθένεια με επώαση, εκδήλωση και
κάποιας μορφής εξέλιξη, αλλά σαν ατύχημα. Και όπως κάθε ατύχημα, έχει συγκεκριμένη
αιτιολογία: ματαιωμένες προσδοκίες, ερωτική απογοήτευση, κατεστραμμένες
σχέσεις, απώλεια, κακοποίηση, θάνατος, εν ολίγοις κάποιο συγκλονιστικό σοκ. Οι
περισσότεροι δεν ζήτησαν βοήθεια. Μήπως σε αυτό συνέβαλαν τα αισθήματα
ανεπάρκειας, ενοχής και αποτυχίας που νιώθει κάποιος, επειδή βλέπει, όπως οι
ήρωες των διηγημάτων τού βιβλίου, ότι οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν σαν να
βαδίζει χωρίς επιστροφή προς την τρέλα; Και μήπως τα αισθήματά τους θα ήταν
λιγότερο εξουθενωτικά, αν ένιωθαν περισσότερη συμπαράσταση παρά εξώθηση προς τη
συντριβή;
Ο κ. Ρηγάτος, χωρίς ίχνος διδακτισμού, αφήνει αυτά τα
σοβαρά ερωτήματα να εγερθούν στον αναγνώστη. Σχολιάζει με αφηγηματικό ύφος το
πλαίσιο των ιστοριών, αλλά μην ξεγελαστείτε από το ύφος· δεν υστερεί καθόλου σε
τεκμηρίωση, η οποία δείχνει κατάρτιση τόσο στην επιστημονική βιβλιογραφία όσο
και στην ελληνική γραμματεία. Κατόπιν αποσύρεται και μας αφήνει να ελέγξουμε
τις δικές μας αντιλήψεις. Δεν συμφωνείτε ότι αυτό είναι αξιοσημείωτο όφελος;
Κάτι τελευταίο: Ο λαϊκός πολιτισμός μερικές φορές
περιφρονείται επειδή θεωρείται εύπεπτος και απλοϊκός, ανεπεξέργαστος. Τα βιβλία
τού κ. Ρηγάτου εύκολα μπορούν να πείσουν για το αντίθετο.
Έχουμε αναλογιστεί το πλούσιο νόημα που μπορεί να κρύβει
μια παροιμιώδης φράση; Στο βιβλίο τού κ. Ρηγάτου Ιατρική παροιμιολογία σχολιάζεται η παροιμία Κάλλιο λάχανα με γέλια παρά ζάχαρη με γκρίνια. Αυτή η εκφραστική
πρόταση θυμίζει εντυπωσιακά μια Βιβλική παροιμία που ανήκει στον Σολομώντα (Παροιμίαι
15:17): Κρείσσων ξενισμὸς λαχάνων πρὸς
φιλίαν ἢ παράθεσις μόσχων μετὰ ἔχθρας, που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε
ελεύθερα: «Καλύτερα να παραθέσεις ένα
πιάτο λαχανικά με φιλία παρά τον μόσχο τον σιτευτό με έχθρα». Ο απλός αυτός
παραβολικός λόγος διδάσκει ότι αξία έχει να μοιράζεται κανείς λίγα με φίλους,
παρά να έχει πολλά χωρίς ειρήνη. Αυτό μπορεί να φαίνεται κάπως αυθυπονόητο,
αφού μάλιστα σε όποια έρευνα γίνεται σχεδόν όλοι ομολογούν πρόθυμα ότι «τα
χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία»· ωστόσο, τι δείχνουν στην πραγματικότητα οι
προτεραιότητες και οι αποφάσεις τους στη ζωή, καθώς και τα κριτήρια με τα οποία
επιλέγουν φίλους ή προσκαλούν στο σπίτι τους; Η αυτοκριτική μπορεί να αποδειχθεί
αρκετά απαιτητική· έχω ακούσει ανθρώπους να παραδέχονται διάφορα σφάλματα και
αδυναμίες τους, αλλά δεν μου έχει συμβεί ποτέ να ακούσω κάποιον να λέει «είμαι
φιλάργυρος», «είμαι άπληστος» ή «είμαι πλεονέκτης». Αυτή η φαινομενικώς απλοϊκή
παροιμία που σχολιάζει ο κ. Ρηγάτος, αν αποφασίσουμε να τη στοχαστούμε και όχι
να την προσπεράσουμε γρήγορα, μπορεί να αποδειχθεί ένας μικρός κρύσταλλος
σοφίας.
Τέτοιοι κρύσταλλοι που έχουν αντέξει στον χρόνο αφθονούν
στα βιβλία τού κ. Ρηγάτου. Μερικές φορές απαιτούν προσπάθεια για να τους
βρούμε· μπορεί να είναι κρυμμένοι σε παροιμίες, κωδικοποιημένοι σε αινίγματα,
παρηλλαγμένοι στα κύρια ονόματα που συζητήσαμε ή θαμμένοι σε απόψεις και
αντιλήψεις για τη ζωή και την υγεία, που ίσως δεν συνειδητοποιούσαμε ότι έχουμε
κληρονομήσει. Είναι ίχνη από το απώτερο παρελθόν που έχουν φτάσει σε εμάς, στον
δικό μας τώρα καθρέφτη. Είναι λέξεις, μηνύματα και σήματα που ο συγγραφέας έχει
συγκεντρώσει, ταξινομήσει και ανασυνθέσει, ώστε να τους δώσει νόημα και να μας
προσφέρει ουσιαστικά μια γραμματική τού πολιτισμού.