6/9/10

33ο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Λειτουργικής Γλωσσολογίας: Κέρκυρα, 11-16 Οκτωβρίου 2010

Στις 11-16 Οκτωβρίου 2010 θα διεξαχθεί στην Κέρκυρα το 33ο συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Λειτουργικής Γλωσσολογίας (Société Internationale de Linguistique Fonctionnelle), το οποίο παρέχει για άλλη μια φορά την ευκαιρία επιστημονικών συζητήσεων υψηλού επιπέδου. Αυτή τη φορά η επιστημονική συνάντηση θα περιστραφεί σε τρεις βασικούς θεματικούς κύκλους, αντλημένους κυρίως από τον χώρο τής λειτουργικής γλωσσολογίας: 1) Γλωσσολογική μετάφραση και διερμηνεία, 2) Η δυναμική των αλλαγών στη σύνταξη, 3) Τα προσωπικά μονήματα στις πλέον ετερογενείς γλώσσες. Θα υπάρξουν επίσης μεμονωμένες ανακοινώσεις, οι οποίες δεν εντάσσονται στους παραπάνω θεματικούς κύκλους.

Ο ιστότοπος του συνεδρίου παρέχει ορισμένες γενικές πληροφορίες, τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει εδώ. Το πλήρες πρόγραμμα του συνεδρίου είναι τώρα διαθέσιμο σε αυτόν τον σύνδεσμο.

Σε αυτό το συνέδριο συμμετέχω με την ανακοίνωσή μου «Issues in methodology of etymological lexicography: The case of Modern Greek» (Ζητήματα μεθοδολογίας τής ετυμολογικής λεξικογραφίας: Η περίπτωση της Νέας Ελληνικής). Έχω επιλέξει μερικούς θεμελιώδεις τομείς τής ετυμολογικής λεξικογραφίας, οι οποίοι έχουν βαρύνοντα ρόλο για την ποιότητα του λήμματος και της πληροφορίας που παρέχεται σε αυτό. Για τον αναγνώστη που θα ήθελε ίσως να αποκτήσει τη γενική εικόνα τού θέματος, οι προγραμματικές αρχές στις οποίες κινείται η συγκεκριμένη ανακοίνωση περιέχονται στην περίληψή της, την οποία μπορείτε να διαβάσετε στη συνέχεια:


Issues in methodology of etymological lexicography:
The case of Modern Greek

Until recently the etymological lexicography of Modern Greek (M.G.) was limited to two concise dictionaries joined by the etymological components contained in general monolingual dictionaries. The growing attention to the requirements that emerge in compilation and use of etymological dictionaries raises some major issues concerning the quality and adequacy of older works in the field.

Macrostructure
The vocabulary scope of older etymological dictionaries has been remarkably narrow. To save space, cognates, compounds and derivatives were in most cases either omitted or treated separately, leaving synchronic and diachronic interrelations out of observation. A distinctive improvement to the lexicographical approach would be the insertion of etymological fields followed by readable notes on word families.

Word dating
Older projects provide only vague information about the actual first occurrence of most lexical items, undoubtedly confronted with the following obstacles: Double-source tradition of M.G. (oral and learned) – Lack of systematic source examination of learned vocabulary – A historical dictionary of M.G., including verified and diatopic material, remains a long-awaited venture.

Morphological information
Head articles of older dictionaries offered only the minimal information, closing each lemma with an ancient Greek form appearing at the head of the chain (etymology-origin point of view). The etymologist cannot overlook fields of essential interest, such as reconstructed elements, loanwords and material that is of unknown origin.

Semantic information
Establishing continuity has resulted to the inaccurate assertion that words retain their original or classical meanings. A significant step to ensure a high level of consistency would be to set a balanced boundary between word formation and semantic description and ensure that essential semantic shifts are confirmed, referenced and contextualised.

These issues are addressed with reference to articles of M.G. etymological dictionaries and to recent developments in etymological lexicography.

29/3/10

31η συνάντηση εργασίας τού Τομέα Γλωσσολογίας τού Α.Π.Θ. (17-18 Απριλίου 2010)

Η συμμετοχή σε ένα σημαντικό συνέδριο αποτελεί βασικό τρόπο να υποβάλει κανείς την πρότασή του στη σοφία των πολλών. Όσοι προσερχόνται στις επιστημονικές συναντήσεις έτοιμοι να ακούσουν και να ωφεληθούν από τις παρατηρήσεις των συναδέλφων τους κατορθώνουν να εμβαθύνουν περισσότερο και να ελέγξουν παράγοντες που ίσως είχαν διαφύγει την προσοχή τους.

Έχοντας πολλές φορές βρεθεί σε αυτή την ευεργετημένη θέση, εκτιμώ ιδιαίτερα τις προσπάθειες των διοργανωτών να συγκεντρώσουν και εφέτος στη Θεσσαλονίκη τόσα και τέτοια ενδιαφέροντα θέματα, όπως αυτά που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα της 31ης συνάντησης εργασίας τού Τομέα Γλωσσολογίας τού Α.Π.Θ. (17-18 Απριλίου 2010). Το θέμα τού συνεδρίου είναι «Διδασκαλία και εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας», εμπίπτει δε στο γενικότερο πλαίσιο της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας. Περιλαμβάνονται ελκυστικές ανακοινώσεις σχετικά με τη διδασκαλία τής γραμματικής, τη δίγλωσση εκπαίδευση, τον γραμματισμό και τις γλωσσικές στάσεις.

Σε αυτή τη συνάντηση παρουσιάζουμε μαζί με την αγαπητή μου συνάδελφο Γεωργία Κατσούδα (ερευνήτρια της Ακαδημίας Αθηνών) την εργασία μας «Ο ρόλος τής λαϊκής ετυμολογίας στη διδασκαλία τής ορθογραφίας». Είναι αρκετά χρόνια τώρα που ασχολούμαι θεωρητικά με την τυποποίηση της λαϊκής ετυμολογίας και ήθελα να προσθέσω εδώ μερικές λεπτομέρειες από την εισηγητική περίληψη της ανακοίνωσής μας (έχουν αφαιρεθεί οι βιβλιογραφικές παραπομπές).

Η λαϊκή ετυμολογία στηρίζεται εν πολλοίς στον μηχανισμό τής εικονικότητας, κατά τον οποίο η εγγύτητα στη μορφή οδηγεί σε επανερμηνεία ενός αδιαφανούς τύπου, προκειμένου να ταιριάζει με γλωσσικό υλικό οικειότερο στους ομιλητές. Η κινητροδότηση [motivation] των τύπων που επηρεάζονται δεν είναι αυθαίρετη, αλλά οφείλεται σε αναλογική μεταβολή που αποσκοπεί σε αυξημένη κανονικότητα.

Στις κοινωνίες υψηλού γραμματισμού η πρότυπη ορθογραφία επηρεάζει επίσης τη γλωσσική ικανότητα, καθώς φαίνεται ότι αποτελεί τμήμα τού νοητικού λεξικού. Επομένως, η αναγνώριση της έντυπης λέξης μπορεί να επιτευχθεί, όπως έχει αποδειχθεί ερευνητικά, με συνδυασμό πληροφοριών αντλημένων τόσο από το φωνολογικό όσο και από το ορθογραφικό λεξικό.

Εφόσον η διδασκαλία τής ορθογραφίας αποβλέπει σε προγραμματική επάρκεια, δηλαδή σε σχήμα προσιτό και διδάξιμο, σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζεται ανάγκη να συγκερασθεί η ισχυρή έλξη τού επάγοντος στοιχείου (που λαμβάνει χώρα στη λαϊκή ετυμολογία) με τις αρχές τής γενίκευσης και της απλούστευσης. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η λαϊκή ετυμολογία συνάπτει τις λέξεις προς άλλα συστήματα με αφετηρία τη φωνητική εγγύτητα, μερικοί εύλογοι στόχοι της (π.χ. απομονωμένες λόγιες λέξεις, δάνεια, δυσπρόφερτοι τύποι κ.ά.) παρουσιάζουν διπλή γραφή, κατ’ εξοχήν όταν δεν έχει επηρεαστεί αισθητά η φωνητική μορφή των τύπων.

Στην ανακοίνωση αυτήν αναλύεται η λειτουργία τής εικονικότητας στη λαϊκή ετυμολογία και εξετάζεται ο ρόλος της στη διδασκαλία τής ορθογραφίας. Διττογραφίες όπως πιλοτή / πυλωτή, πίρος / πείρος, κτήριο / κτίριο, ρεβίθι / ρεβύθι, λικουρίνος / λυκουρίνος, χλομός / χλωμός κ.ά., οι οποίες αποτελούν συχνά λεξικογραφικό πρόβλημα, αποδεικνύουν ότι ο βαθμός ανακλητικότητας του επάγοντος στοιχείου ποικίλλει, πράγμα που καθιστά την αποσαφήνιση αναγκαιότερη. Τέλος, προτείνονται τρεις αρχές για την τυποποίηση της ορθογραφίας των παρασυνδεδεμένων τύπων.

21/2/10

Νίκου Σαραντάκου: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (Αθήνα 2009, Εκδόσεις τού Εικοστού Πρώτου)

Βιβλιοκριτική παρουσίαση


Σε μια από τις γλαφυρότερες ιστορίες τού Ηροδότου διαβάζουμε ότι ο Φαραώ Νεκώ (6ος αι. π.Χ.) οργανώνει στόλο φοινικικών πλοίων με σκοπό να κάνουν τον περίπλου της Αφρικής (αποκαλείται μετωνυμικά Λιβύη στο κείμενο). Ο περίπλους διήρκεσε τρία περιπετειώδη χρόνια και οι ναύτες επιστρέφοντας διηγούνταν έκπληκτοι «ὡς περιπλέοντες τὴν Λιβύην [= Αφρική] τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά» (4.42). Ο Ηρόδοτος αδυνατούσε να το πιστέψει («ἐμοὶ μὲν οὐ πιστά») και δικαιολογημένα. Έχοντας ζήσει βορείως του ισημερινού κύκλου, η οπτική γωνία των ναυτών που περιέπλευσαν τη Νότιο Αφρική τού ήταν εξ ολοκλήρου απροσδόκητη και, ως εκ τούτου, ασύλληπτη.

Η επιστήμη τής ετυμολογίας αποδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις άσκηση σωστής οπτικής γωνίας. Αφού συγκεντρώσει το υλικό και απευθυνθεί στις πηγές του, ο ετυμολόγος ξανακοιτάζει τα στοιχεία με επιστημονική μέθοδο, προκειμένου να διακρίνει ποια οπτική γωνία είναι τώρα η καλύτερη. Τότε ακριβώς, κάποτε όλως διόλου απρόσμενα, η ιστορία τής λέξης έρχεται να του παραδοθεί σαν ώριμος καρπός.

Τέτοιος καρπός ώριμης οπτικής γωνίας είναι το άρτιο βιβλίο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία τού φιλολόγου και μεταφραστή Νίκου Σαραντάκου. Το έργο περιέχει τριάντα μία ιστορίες λέξεων «που ίσως σας έχουν απασχολήσει» (όπως δηλώνεται εύγλωττα στον υπότιτλό του) και πρωτοδημοσιεύτηκαν είτε στο ιστολόγιο του συγγραφέα είτε στην κυριακάτικη εφημερίδα με την οποία συνεργάζεται. Αναλυτικό πίνακα των κειμένων τού βιβλίου μπορεί ο αναγνώστης να δει στον ιστότοπο του συγγραφέα.

Ο Ν.Σ. επιδίωκε να συνθέσει ένα λεξιλογικό οδοιπορικό σε γεγονότα τού προηγούμενου έτους, ορμώμενος από λέξεις τής επικαιρότητας, αλλά κατάφερε κάτι πολύ σπουδαιότερο: να δείξει πώς συναρμολογείται μια ετυμολογική ιστορία κατ’ ευθείαν από τις πηγές. Ο συγγραφέας έχει το ταλέντο και την επιμονή να ξεδιαλέγει μέσα από σωρούς λεξιλογικών καταλοίπων τούς κρίκους μιας ασχημάτιστης ακόμη αλυσίδας και μετά να την προσφέρει όμορφα ξετυλιγμένη στον αναγνώστη.

Χωρίς να το διατυμπανίζει και ενίοτε χωρίς καν να το δηλώνει, το βιβλίο συναθροίζει μερικές από τις θεμελιώδεις παραμέτρους τής επιστημονικής ετυμολογίας και τους δίνει μορφή, απτή εφαρμογή. Με ευσυνειδησία τονίζεται σε διάφορα σημεία η αξία που έχουν για την ετυμολογία:

(α) η εκτίμηση της μορφολογικής αλλαγής (π.χ. σ. 73, όπου αναλύεται ο σχηματισμός των ρημάτων χάνω, ξεχάνω),
(β) η εκτίμηση της σημασιολογικής αλλαγής (π.χ. σ. 39-40, η σημασία «ψέμα» τής λ. μούσι· σ. 101-2, όπου αναλύεται ωραία το σημασιολογικό πεδίο τής λ. παραβολή· σ. 174-5, εξαιρετική η εξήγηση της σημασίας «σοβαρό λάθος» της λ. μαργαριτάρι),
(γ) η χρονολόγηση των τύπων (π.χ. σ. 164-5, όπου με εργώδη φιλολογική αναζήτηση προσδιορίζεται ακριβέστερα η αφετηρία τής λ. γρίπη στην Ελληνική),
(δ) οι γραπτές μαρτυρίες σε αντιδιαστολή προς οποιαδήποτε πεποιημένη αναγωγή (π.χ. σ. 133-5, όπου καυτηριάζεται η ασύγγνωστη παρετυμολόγηση του debate από το ανύπαρκτο *δίβατον· σ. 62, όπου καταδεικνύεται αναντίρρητα γιατί η λ. κεφτές δεν μπορεί να έχει ελληνική αρχή· σ. 33-35, όπου στηλιτεύεται η αδικαιολόγητη εμμονή ορισμένων στη γραφή τού Βατοπεδίου με -αι-).

Από τη συνολική εικόνα τού βιβλίου είναι εμφανές ότι ο Ν.Σ. αναγνωρίζει την κοπιαστική λεξικογραφική εργασία, που έχει καθαρίσει το μονοπάτι από τα ξερόχορτα κάθε όμορφης ετυμολογικής ιστορίας. Το επιστημονικό του υπόβαθρο, όχι απλώς το ταλέντο, τον έχει βοηθήσει να αναγνωρίζει πώς συντελείται η γλωσσική αλλαγή, πότε μια λέξη αποτελεί δάνειο ή αντιδάνειο, πώς λειτουργεί το φαινόμενο της προφύλαξης και σε ποια πεδία βρίσκει πρόσφορο έδαφος η λαϊκή ετυμολογία. Ο Ν.Σ. αποδίδει αθροιστικό ειδικό βάρος στην ακρίβεια των στοιχείων, επικουρούμενος επίσης από ηλεκτρονικά και διαδικτυακά εργαλεία που δεν ήταν διαθέσιμα ή προσβάσιμα όταν συντάσσονταν τα λεξικά. Αντιλαμβάνεται επομένως ότι ένα λεξικό χιλιάδων λημμάτων δεν έχει τη δυνατότητα της εξονυχιστικής εμβάθυνσης σε κάθε λέξη (σ. 15), όπως συμβαίνει με μια μονογραφία.

Οι στόχοι τού βιβλίου υπηρετούνται επίσης από τη γραφή του. Ο Ν.Σ. δεν γράφει ερμητικά, αλλά προσπαθεί επίμονα να συνομιλήσει με τον αναγνώστη και, όταν το πετυχαίνει, τον αιχμαλωτίζει στο κείμενο. Ο αναγνώστης θα ελκυστεί οπωσδήποτε από το ρωμαλέο ύφος τού βιβλίου, που πείθει χρησιμοποιώντας τα απλούστερα υλικά: Αποφεύγει τον μονοκόμματο μακροπερίοδο λόγο, ξεκινά από το γνωστό και προσφέρει βήμα-βήμα πρόσβαση στο καινούργιο, δίνει τη δυνατότητα νοητικής ανάπαυλας με ελεγχόμενους πλατειασμούς, λιτές αφηγηματικές διεξόδους, που λειτουργούν μνημονικά όπως η coda σε μια μουσική φράση.

Δεν ριψοκινδυνεύω πολύ, νομίζω, αν υπογραμμίσω την υποψία μου ότι αυτή η καλαίσθητη γραφή έχει στηριχτεί εν πολλοίς στην εξοικείωση του Ν.Σ. με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Στα κείμενά του συναντά κανείς άφθονες αναφορές, παραθέσεις και γνώμες από λογοτέχνες όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης, ο Καραγάτσης, ο Σολωμός, ο Καρκαβίτσας, ο Σκαρίμπας και άλλοι, με επιστροφές κυρίως στη γενιά τού 30, που αποτελεί τον μετρονόμο τής λογοτεχνικότητας στη νεοελληνική γραμματεία. Η επαφή τού συγγραφέα με κείμενα τέτοιων υψηλών απαιτήσεων φανερώνεται, καθώς πιστεύω, ως αναχώνευση και όχι σαν απλή κατάρτιση.

Αυτός ο γόνιμος αντικατοπτρισμός επιτρέπει στον Ν.Σ. να συντάσσει γοητευτικές ιστορίες λέξεων, αναμφίβολα ξαναδουλεμένες στα χρόνια που πέρασαν, όπως τα κείμενά του για το χρήμα και τα νομίσματα (σ. 67 κ.εξ.), η ιστορία τής μπάλας (σ. 78 κ. εξ.), καθώς και η συνδυασμένη αφήγηση της πορείας των λ. κάλπη, ψήφος, κουκκιά και κύαμος (σ. 139-45). Ο καλλιεργημένος αναγνώστης μπορεί να αφεθεί στην ιστορία των ελεφάντων και των αξιωματικών, των πιονιών και των κομματιών τού σκακιού, βέβαιος ότι η εμπιστοσύνη του θα ανταμειφθεί πλούσια (σ. 117-8).

Σε διάφορα σημεία τού βιβλίου ο Ν.Σ. διατυπώνει το αξίωμα «λεξιλογώ, δεν πολιτικολογώ» και χαίρομαι ότι έχει στις περισσότερες περιπτώσεις ευθυγραμμιστεί με αυτη τη σοφή αρχή. Η πολεμική για γλωσσικά ζητήματα, αταίριαστη άλλωστε στο ίδιο το αντικείμενο του βιβλίου, θα αδικούσε την επίπονη εργασία που υπόκειται σε αυτό. Δεν κουράζει, ελπίζω, να ξανατονίσω ότι η καυστική ειρωνεία αποτελεί μορφή φιλοφρόνησης προς τον εαυτό μας, την οποία οφείλουμε πάση θυσία να αποφύγουμε.

Η ισορροπία, που φαίνεται ότι βρήκε ο Ν.Σ. σε αυτό το ζήτημα, άφησε χώρο για μερικές από τις ευστοχότερες κρίσεις που καταγράφονται στα κείμενά του. Προσυπογράφει κανείς τη γνώμη τού συγγραφέα ότι η ετυμολογία δεν είναι εργαλείο φρονήματος ούτε στοχεύει στην αποκατάσταση κάποιου είδους γλωσσικής καθαρότητας (σ. 12). Δύο από τις πιο μεστές δηλώσεις τού βιβλίου είναι ότι η στερεότυπη διατύπωση «μας γλιτώνει από την ανάγκη να σκεφτούμε» (σ. 29), καθώς και ότι «το να χρησιμοποιούμε βαριές και ηχηρές λέξεις σε κάθε χρήση τις φθείρει» (σ. 31). Δίκιο έχει επίσης στην παρατήρηση ότι το σύμπλεγμα -χτ-, άλλοτε απλωμένο και σε λόγιες λέξεις (π.χ. εχτίμηση, πραχτικός, απόχτημα), έχει πλέον υποχωρήσει (σ. 148), οριστικά όπως δείχνουν τα πράγματα. Καλοζυγισμένη είναι ακόμη η κρίση του, ότι αν υπάρχει εδραιωμένη ετυμολόγηση με ισχυρή εσωτερική αιτία, είναι μάταιο να αναζητείται άλλη αρχή, όπως συμβαίνει όταν ακατάρτιστοι ερευνητές ετυμολογούν απερίσκεπτά ξένες λέξεις από τα Ελληνικά (σ. 135).

Λίγες μερικότερες αντιρρήσεις μου, πάντοτε διατυπωμένες εν γνώσει τής υψηλής στάθμης τού βιβλίου, αποβλέπουν μόνο στην ιδέα που εκφράζουν οι στίχοι τού Πινδάρου: κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι.

Δεν είναι απολύτως ακριβές ότι «τα παιδιά των αρχαίων προγόνων μας την εποχή του Περικλή είχαν δάσκαλο τον παιδαγωγό» (σ. 26). Στην αρχαία Αθήνα ο όρος παιδαγωγός είχε πολύ πιο περιορισμένη εφαρμογή, αφού δήλωνε τον οικέτη (οικιακό επιμελητή), ο οποίος οδηγούσε τον μαθητή από και προς το διδασκαλείο, φροντίζοντας κατόπιν να μελετά τα μαθήματά του. Η γενικότερη σημασία δεν φαίνεται να ανήκει στην Αθήνα τής κλασικής εποχής.

Ζήτημα οπτικής γωνίας, όπως συμβαίνει συχνά στην ετυμολογία, είναι η θεώρηση του σκίτσου ως αντιδανείου ή όχι, καθώς αμφότερες οι εκδοχές υπάρχουν στη βιβλιογραφία. Ο Ν.Σ. έχει υπ’ όψιν, ως φαίνεται (σ. 22), τους Cortelazzo & Zolli, αλλά οι περιπλοκές είναι άφθονες και η τελεία δεν έχει ακόμη τεθεί. Ζήτημα ορολογίας είναι, από την άλλη πλευρά, ο χαρακτηρισμός τού γαλλ. torneiement ως «ρηματικού ουσιαστικού» (σ. 21)· ο συγγραφέας έχει μάλλον μπερδέψει το nomen actionis, που ταιριάζει εδώ, με το ρηματικό ουσιαστικό όπως είναι π.χ. το γερούνδιο. Ακόμη, το υποκοριστικό τέρμα -άκι στο ουσιαστικό παραδάκι δεν «λειτουργεί επαυξητικά» (σ. 67), αλλά επιφέρει συναισθηματική σμίκρυνση, η οποία αποδίδει στην έννοια οικειότητα. Τέλος, δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα η απόλυτα διατυπωμένη δήλωση ότι το Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής είναι «το μόνο που έχει συνταχθεί με βάση σώματα κειμένων» (σ. 55)· λεπτομερειακή παρουσίαση των ειδικών πηγών των λεξικών υπάρχει στο μελέτημα «Σύντομη ανασκόπηση της σύγχρονης νεοελληνικής λεξικογραφίας» (συνεδριακή ανακοίνωση, διαθέσιμη προς ανάγνωση εδώ).

Κάνοντας λόγο για λίγα επουσιώδη αστοχήματα του βιβλίου, θέλω να υπογραμμίσω ξανά τη συνολική του αρτιότητα. Μου δίνει γνήσια και ειλικρινή χαρά ότι βλέπω τον συγγραφέα να συναυξάνεται με κάθε βιβλίο του, διδάσκοντας και διδασκόμενος, και να αντιμετρείται με τα κρυμμένα οδόσημα της ετυμολογικής πορείας, μέχρι που τελικά mens agit molem. Το βιβλίο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία είναι μια ευφυής, μεθοδολογημένη μελέτη, που έχει ζυγίσει προσεκτικά τους όρους τής επιστήμης. Αλλά δεν κρύβει, καθώς πιστεύω, και τον ενθουσιασμό τού συγγραφέα για την ιστορία των λέξεων, ενθουσιασμό που φωτίζει χωρίς να τυφλώνει και ιστορία που μυεί χωρίς να εκθειάζει.