6/2/09

Στον αρμό τής σύνθεσης

-ρρ- vs -ρ-

Υποθέστε ότι βρίσκεστε στο τραπέζι και ετοιμάζεστε να φάτε το φρούτο σας. Καθώς το παίρνετε στα χέρια, βλέπετε σάπιο κάποιο σημείο του. Τώρα έχετε τρεις επιλογές: Ίσως αποφασίσετε να φάτε ολόκληρο το φρούτο, αδιαφορώντας για το χαλασμένο μέρος του. Ή μπορεί να κρίνετε απαραίτητο να πετάξετε το φρούτο, ανησυχώντας μήπως φάτε κάτι σάπιο. Πιθανόν όμως να νιώθατε αρκετά ασφαλείς αν, αφού αφαιρέσετε το χαλασμένο κομμάτι, φάτε κατόπιν ό,τι έχει απομείνει από το φρούτο.

Όταν μοχθούμε να ορίσουμε ορθογραφική αρχή για κάποιο από τα δύσκολα σημεία τής Νέας Ελληνικής, ίσως χρειαστεί να σταθούμε αντιμέτωποι και με τις τρεις προηγούμενες επιλογές. Οι ορθογραφικοί μεταρρυθμιστές συνήθως θέλγονται στην αρχή από τη γοητεία των δύο πρώτων λύσεων· προτιμούν είτε να αποδεχτούν είτε να απορρίψουν με μία, αν γίνεται, ρηματική διατύπωση όλα τα στοιχεία που επηρεάζονται από τον κανόνα. Εξίσου συχνά, όμως, όσοι καταγίνονται με τις περιπλοκές τής νεοελληνικής ορθογραφίας, αφού πρώτα βηματίσουν λίγο με αμηχανία, αναγκάζονται να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι τα μελετώμενα στοιχεία έχουν ρίζες βαθύτερες από όσο είχαν προηγουμένως υποθέσει και ότι οι αποκλειστικές λύσεις αστοχούν να παρακολουθήσουν την πραγματικότητα. Τελικά φτάνουμε να παραδεχτούμε ότι ο κανόνας θα έχει εφαρμογή μόνον όταν αποβλέψει σε ορθογραφικό σώμα, όχι αν κλειστεί αυτάρεσκα στον εαυτό του.

Στα χρόνια πριν από τη δημοσίευση της Νεοελληνικής Γραμματικής (1941) ο δημόσιος επιστημονικός διάλογος για την ιστορική βάση τής ορθογραφίας είχε αποκτήσει λεπτομερέστερο χαρακτήρα, καθώς δεν περιοριζόταν στη διατύπωση αρχών αλλά απλωνόταν στα καθέκαστα. Από τα πολλά σημεία τριβής μεταξύ των διαφόρων ορθογραφικών κανονισμών και διαγραμμάτων που προτάθηκαν ή εφαρμόστηκαν αξίζει να σταθούμε εδώ σε ένα: τη γραφή τού διπλού -ρρ- όταν βρίσκεται στον αρμό τής σύνθεσης.

Στην αρχαία γλώσσα η γραφή τού αρκτικού -ρ- του β΄ συνθετικού ρυθμίζεται από τον εξής κανόνα: Αν το α΄ συνθετικό λήγει σε βραχύ φωνήεν, το αρκτικό -ρ- διπλασιάζεται λόγω αφομοιώσεων με σιγημένο φθόγγο και με συχνό αποτέλεσμα την άρση των αλλεπαλλήλων βραχειών συλλαβών, π.χ. ἀπο-ρρίπτω, ἰσο-ρροπία, διά-ρροια, κατα-ρράκτης, ἐπί-ρρημα. Η ίδια αρχή ισχύει στα σύνθετα με ἀ- στερητικό, όπου ο διπλασιασμός τού -ρ- ενίοτε οφείλεται σε αφομοίωση φθόγγου που έχει πλέον σιγηθεί, π.χ. ἄρρητος < *ἄ-Fρη-τος, ἄρρηκτος < *ἄ-Fρᾱκ-τος.

Εφόσον οι όροι που υπαγόρευσαν τον διπλασιασμό δεν έχουν λειτουργική ισχύ στη Νέα Ελληνική, αλλά μας βοηθούν μόνο να εξηγήσουμε την παρουσία του, είναι αναγκαίο να εξακριβώσουμε μέχρι ποιου σημείου θα ζητήσουμε από τον αρχαίο κανόνα να χρησιμεύσει ως κριτήριο στην ορθογραφία μας.

Παρακαλώ τώρα τον αναγνώστη να φέρει πάλι στον νου του το αρχικό παράδειγμα. Είναι ίσως απροσδόκητα εντυπωσιακό, αλλά η ιστορία τής γλώσσας καταδεικνύει ότι οι μελετητές συνήθως πειραματίζονται και με τις τρεις λύσεις, που θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να ξαναθυμηθούμε.


Κατ’ αρχάς, αν απορείτε ότι κάποιοι θα πρότειναν να φάμε ολόκληρο το φρούτο, αδιαφορώντας για το χαλασμένο του τμήμα, ίσως πρέπει να εξετάσετε τη ριζική λύση που εισηγήθηκε η Ακαδημία Αθηνών στο ορθογραφικό της διάγραμμα το 1930:

«Αἱ ἐκ τοῦ ρ ἀρχόμεναι λέξεις διπλασιάζουν τοῦτο ἐν συνθέσει, προηγουμένου βραχέος φωνήεντος: ἀσπρόρρουχο, ἐμπορορράφτης».

Κατά την εισήγηση της Ακαδημίας, που εφαρμόστηκε σε μερικούς τόμους τού ημιτελούς Ιστορικού Λεξικού, ο αρχαίος κανόνας ρυθμίζει καθ’ ολοκληρίαν τη νεότερη σύνθεση. Στο σκεπτικό, όμως, υπόκειται ένα θεμελιώδες σφάλμα:

Αν μείνουμε αγκιστρωμένοι στον αρχαίο κανόνα, τότε τον καλούμε να κανονίσει σύνθετα που ποτέ δεν γράφτηκαν έτσι και δεν σχηματίστηκαν με βάση αρχαία ή λόγια πρότυπα. Η εισήγηση να γράφουμε συχνορρωτώ, ψευτορρομαντισμός, μονορρούφι, μισορραγισμένος, ξενορράβω κτλ. δεν διακρίνεται από γλωσσικό ρεαλισμό.


Η άλλη ριζική λύση θα ήταν να πετάξουμε ολόκληρο το φρούτο. Πράγματι, ορισμένοι αθέτησαν χωρίς δισταγμό τον αρχαίο κανόνα και, αντί να χαθούν σε λεπτομέρειες, προτίμησαν να απλογραφήσουν κάθε -ρ- που απαντά σε όριο μορφημάτων.

Στη Νεοελληνική Γραμματική τού Αγ. Τσοπανάκη (1994), επί παραδείγματι, συναντούμε γραφές όπως άρωστος, αιμοραγία, μεταρηματικός (χωρίς όμως αυστηρή συνέπεια), που αποτελούν δυσάρεστο ξάφνιασμα για τον αναγνώστη και ανάγκασαν τον Εμμ. Κριαρά να τις επικρίνει απερίφραστα (Θητεία στη γλώσσα, Αθήνα 1998, σ. 199). Η υιοθέτηση της πρότασης αυτής θα μας υποχρέωνε, δίχως άλλο, να γράφουμε π.χ. σύραξη, αρυθμία, απόρητος, διαρήκτης, επιρεπής, συρέω, διαροή, αντίρηση και παρόμοια, προκαλώντας επιπλέον σύγχυση στον αναγνώστη ή μαθητή που βλέπει διαφορετική τη γραφή των ίδιων λέξεων στα αρχαία και λόγια κείμενα. Η εισήγηση αυτή δεν διακρίνεται από γλωσσικό ρεαλισμό.


Στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις διακρίνουμε ότι η αλύγιστη εφαρμογή ενός κανόνα με στόχο την απόλυτη συνέπεια δεν έχει αντίκρισμα στη γλωσσική πράξη. Αντί να απαντά στις διδακτικές ανάγκες, η στάση αυτή αποβλέπει μόνο στον εαυτό της. Η ορθογραφική σύμβαση, όμως, δεν είναι η περιστερά τού Νώε, για να την αφήσουμε ελεύθερη να σταθεί οπουδήποτε και να επικαθίσει σε κάθε εφικτό στόχο. Είναι ίσως χρησιμότερο να αναρωτηθούμε μήπως υπάρχει κάποιο σύστημα λιγότερο τέλειο ή ιδανικό, το οποίο όμως καθρεφτίζει ακριβέστερα την ενότητα της γραφής και σφυγμομετρεί την πραγματικότητα χωρίς να ακκίζεται συνομιλώντας με το είδωλό του στον καθρέφτη.

Ο αναγνώστης μου έχει ίσως ήδη αρχίσει να βρίσκει ελκυστικότερη την τρίτη λύση. Πιθανώς μπορούμε να δείξουμε σύνεση και να φάμε το φρούτο, αφού πρώτα αφαιρέσουμε το χαλασμένο μέρος του. Φυσικά, αυτή η διέξοδος είναι δυσκολότερη· απαιτείται να μεταχειριστούμε επιδέξια το μαχαίρι και να κόψουμε σωστά. Πού όμως θα κάνουμε την τομή;

Είναι ευτύχημα ότι η αξία αυτής της δυσχερέστερης μεθόδου αναγνωρίστηκε νωρίς στον ορθογραφικό διάλογο. Ο Τριανταφυλλίδης στη μνημειώδη μελέτη του Η ορθογραφία μας (1913) θεσπίζει τον εξής απλό κανόνα: «Μὲ διπλὸ ρ γράφονται ὅσες λέξεις, ἁπλὲς ἢ σύνθετες, κληρονομήθηκαν ἔτσι ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα: θάρρος, ἄρρωστος, αἱμορραγία, ἰσορροπία, σύρραξη. Μὲ ἁπλὸ ρ γράφονται (…) ὅλα τὰ νεωτερικὰ σύνθετα: ἀρχιραβίνος, ἀσπρόρουχα, γλυκορουφῶ, μισοραγισμένος…» Τον κανόνα υιοθέτησε, αν και χωρίς να ομολογεί την πατρότητά του, η Ακαδημία σε αναθεωρημένο ορθογραφικό της διάγραμμα το 1933 και περιλαμβάνεται στη Νεοελληνική Γραμματική, αποτελώντας έτσι διδακτικό στόχο.

Ενώ η γενική αυτή κατεύθυνση φαίνεται να λύνει το βασικό μας πρόβλημα, παρακαλώ τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει το καίριο μειονέκτημά της:

Αν μόνο οι αρχαίες και ελληνιστικές λέξεις διατηρούν το διπλό -ρρ-, τότε μετακυλίουμε στον γραφέα και στον μαθητή ή σπουδαστή τής γλώσσας την ευθύνη να ξεχωρίζει τις λέξεις αυτές από τις νεόπλαστες, να κατέχει δηλαδή στοιχεία βιογραφικά των λέξεων. Θα έπρεπε να γράφει ομόρρυθμος (αρχ.) αλλά ταχύρυθμος (νεότ.), απόρρητος, απορρίπτω, απορρυπαίνω, αντίρρηση (αρχ.) αλλά απορυπαντικό, αντιρυπαντικός (νεότ.), διαρρυθμίζω, μεταρρυθμίζω (αρχ.) αλλά απορυθμίζω (νεότ.) και παρόμοια.

Αν αποσκοπούμε σε κανόνα που θα είναι facilis victu, δεν είναι συνετό να προσθέτουμε παραμέτρους που πειραματίζονται με το επίπεδο ειδικών γλωσσικών γνώσεων των ομιλητών. Παραδείγματος χάριν, αν περιορίσουμε το διπλό -ρρ- εκεί όπου υπάρχει στερητικό α- (π.χ. άρρωστος, άρρητος) και στα σύνθετα όπου σημειώνεται αφομοίωση συμφώνου (π.χ. έρρινος, συρραφή), απαιτούμε από τον γραφέα να προχωρεί σε μορφολογική ανάλυση της δομής των συνθέτων καταλήγοντας ενίοτε σε παράλογα αποτελέσματα, π.χ. σύρριζα, συρροή, αλλά ομόριζα, διαροή, επιροή, καταροή και παρόμοια.

Το συμπέρασμά μου, αν κατορθώνω επιτυχώς να το διατυπώσω, είναι ότι και οι σοφότερες λύσεις χρειάζονται την εξασφάλιση αντικειμενικών δεδομένων που να υπακούουν στη λογική και στη συνέπεια. Το μόνο κριτήριο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως γνώμονας, έστω και αν αναγκαστούμε να κοπιάσουμε για να το περιγράψουμε, πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη διπλή παράδοση της Νέας Ελληνικής, συνεπώς στον χαρακτηρισμό τής σύνθετης λέξης ως λόγιας ή μη, πράγμα που έχει ως επί το πλείστον ακολουθηθεί στη νεοελληνική λεξικογραφία. (Λεπτομέρειες του σκεπτικού μνημονεύει ο Γ. Παπαναστασίου στο ισορροπημένο και εξαιρετικά χρήσιμο βιβλίο του Νεοελληνική Ορθογραφία, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 353-4). Με αυτή τη λογική βάση ο κανόνας αναδιατυπώνεται ως εξής:

«Γράφονται με δύο -ρρ- οι σύνθετες λέξεις που αποτελούν αρχαία κληρονομιά, καθώς και τα νεότερα λόγια σύνθετα».

Η αρχή αυτή, ωστόσο, απαιτεί, αν δεν θέλουμε να την παραδώσουμε δέσμια στην ασάφεια, να ορίσουμε μερικές προϋποθέσεις που να καθιστούν ασφαλέστερη την κρίση μας, όχι μόνον επί της αρχής αλλά και στις λεπτομέρειες. Ενώ για τα αρχαία σύνθετα η κατεύθυνση είναι σαφής, ο όρος λόγια σύνθετα πρέπει να νοηθεί ότι αφορά στην προέλευση και στον σχηματισμό, όχι στη σημερινή χρήση. Ας προσπαθήσουμε τώρα να συγκεντρώσουμε εν συντομία λίγα επιπρόσθετα στοιχεία που θα δώσουν στον αναθεωρημένο κανόνα λογικό ειρμό και προγραμματική επάρκεια:

(1) Γράφονται με διπλό -ρρ- μόνο τα λόγια γηγενή σύνθετα (αγγλ. native learned compounds) και, ως εκ τούτου, απλογραφούνται όλα εκείνα που περιέχουν στα συστατικά τους ξένη λέξη ως α΄ ή β΄ συνθετικό: ασπρόρουχα (ρούχο, σλαβ. λέξη), αφισορύπανση (αφίσα, γαλλ. λέξη), αρχιραββίνος, αντιρατσιστικός, ελληνορωμαϊκός, ελληνορωσικός κ.ά.

(2) Τα λόγια σύνθετα συχνά περιέχουν δεσμευμένα μορφήματα που δεν απαντούν αυτοτελώς στη Νέα Ελληνική. Επιπλέον, αρκετές φορές διασώζουν τον αρχαίο τύπο μιας λέξης που έχει μεταπλαστεί. Παραδείγματα: ημί-ρρευστος, ομό-ρριζος, έ-ρρινος, ωο-ρρηξία, ομό-ρροπος, εμμηνό-ρροια – απο-ρρίπτω, κατα-ρρίπτω (απέρριψα, κατέρριπτα), αλλά ρίχνω, έριξα, ανα-ριχτός – συρράπτω (συνέρραψα), αλλά ράβω, έραβα, έραψα, εμπορο-ράφτης.

(3) Αν ο κανόνας μας πρόκειται να είναι συγκροτημένος, χρωστούμε τότε να αντιμετωπίζουμε συνολικά τα συστήματα λέξεων και να χειριζόμαστε ομοιοτρόπως τις λεξιλογικές οικογένειες. Εφόσον τα αρχαία σύνθετα διατηρούν τη γραφή τους, συμμορφώνουμε με αυτά όσα λόγια σύνθετα βασίστηκαν στο ίδιο πρότυπο. Παραδείγματα:

ομόρρυθμος, μεταρρυθμίζω, αρρυθμία, πράγμα που επηρεάζει τα νεότερα ταχύρρυθμος, ετερόρρυθμος, απορρυθμίζω κ.ά.
απορρυπαντικό, πράγμα που επηρεάζει τα λόγια σύνθετα αντιρρυπαντικός, ηχορρύπανση (αλλά αφισορύπανση, όπως δείξαμε στο κριτήριο 1)
ανάρρωση, επίρρωση, οπότε και αναρρώνω (παρ’ ότι μεταπλασμένο)
συρρέω, καταρρέω, διαρρέω και επομένως συνέρρευσα, κατέρρευσα, διέρρευσα πράγμα που επηρεάζει το απλό ρέω, έρρεα, έρρευσα, για να μη διασπάται η λεξιλογική οικογένεια.

Οι λίγες αυτές αρχές προφανώς δεν επιλύουν όλα τα ζητήματα ούτε απαλλάσσουν τον αναγνώστη από την ανάγκη να συμβουλεύεται τα λεξικά για την προέλευση ή τη σύσταση μερικών συνθέτων. Αν οι διέξοδοι φαίνονται ίσως αδιαφανείς και σχεδόν πάντοτε μη ριζικές, είναι προφανώς επειδή η σύσταση της γλώσσας είναι πολυμερέστερη από όσο μπορεί να περιγράψει ο κανόνας. Εξάλλου η ορθογραφική σύμβαση δεν καλείται να κυβερνήσει, όπως έγραψε ο ποιητής, in clauso ventorum carcere, αλλά στο ανοιχτό πέλαγος της γλώσσας.