30/9/07

Paul Cartledge: Η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας

Το 2005 παρουσιάστηκε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό η μετάφραση ενός από τα αξιολογότερα ιστορικά έργα στην επιστημονική βιβλιογραφία, ο συλλογικός τόμος Η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας, τον οποίο συνέγραψε ομάδα ιστορικών υπό την κατεύθυνση του Paul Cartledge, καθηγητού τής Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Είχα την επιστημονική επιμέλεια της μετάφρασης αυτού του εξαιρετικού έργου, πράγμα που μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ με τον καθηγητή Cartledge, καθώς και με τους υπευθύνους τής σειράς από τον οίκο Cambridge University Press.

Στις 23 Νοεμβρίου 2005 ο εκδοτικός οίκος Σ. Ζαχαρόπουλου οργάνωσε εκδήλωση στη Στοά τού Βιβλίου για την παρουσίαση αυτού του τόμου, στην οποία προσκλήθηκα να μιλήσω μαζί με την καθηγήτρια Ιστορίας κ. Ραμού-Χαψιάδη, τον καθηγητή Φιλοσοφίας κ. Φαράντο, αλλά και τον ίδιο τον καθηγητή Cartledge. Σε αυτή την άκρως επιτυχημένη εκδήλωση αρκετοί ακροατές, συνάδελφοι και φίλοι ζήτησαν να έχουν γραπτώς όσα ελέχθησαν. Το κείμενο της ομιλίας μου, που ακολουθεί ευθύς αμέσως, δεν πραγματεύεται καινούργια στοιχεία, δείχνει όμως (ίσως ανεπαρκώς) πόσο εκτιμώ το αξιοσημείωτο αυτό έργο και την οπτική γωνία των συγγραφέων του.


Παρουσίαση του βιβλίου: Η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας





Από τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Agatha Christie και τις ταινίες που σκηνοθετήθηκαν με βάση αυτά, νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε πως η ωραιότερη σκηνή είναι μία από τις τελευταίες: εκεί όπου ο Βέλγος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό συγκεντρώνει σε ένα δωμάτιο όλους όσοι ενέχονται στην υπόθεση και τους ανακοινώνει ποιος είναι ο δολοφόνος και πώς τον βρήκε. Συχνά αναρωτιόμαστε: Αφού είχα όλα τα στοιχεία, γιατί δεν το είχα σκεφτεί έτσι;


Σε έναν τόμο μεσαίου μεγέθους, στην Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας, ο καθηγητής Paul Cartledge και οι ειδικοί συνεργάτες του κατορθώνουν δύο πράγματα θεμελιώδη για βιβλίο κλασικής ιστορίας: Πρώτον, να συγκεντρώσουν σε ένα βιβλίο σχεδόν όλους τους αξιόπιστους μάρτυρες σχετικά με τη μελετώμενη περίοδο και, δεύτερον, να μας κάνουν συχνά να διερωτηθούμε: Γιατί δεν το είχα σκεφτεί έτσι;

Αναφέρθηκα σε «μάρτυρες» και αυτό φέρνει στον νου μια φράση από τη Βίβλο και συγκεκριμένα από τον Ψαλμό 89:37. Εκεί η σελήνη χαρακτηρίζεται «μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός». Γιατί αποκαλείται μάρτυς πιστός; Επειδή οι άνθρωποι μπορούσαν να βασιστούν σε αυτήν για να ορίσουν τον χρόνο και να τον διαιρέσουν σε σεληνιακούς μήνες. Η σελήνη δεν χρειαζόταν να μιλήσει, για να είναι αξιόπιστος μάρτυς. Ήταν σιωπηλός μάρτυς.

Ξεφυλλίζοντας αυτόν τον θαυμάσιο τόμο που ετοίμασε ο καθηγητής Cartledge, είμαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης θα προσέξει πόση προσπάθεια καταβλήθηκε να στραφεί η προσοχή σε μερικούς σιωπηλούς μάρτυρες, σε «ανύμνητους ήρωες», σε αφανείς συμμετόχους αυτής της ιστορίας. Συνήθως αυτοί οι σιωπηλοί μάρτυρες, μολονότι έχουν καθοριστικό ρόλο στα διαδραματιζόμενα, δεν έχουν την αναγνώριση που θα ήρμοζε σε αυτούς, που θα απέδιδε δικαιοσύνη στη συμβολή τους.

Προσέξτε το κεφάλαιο με τίτλο «Περιβάλλον». Ο όρος αναφέρεται στη διαμόρφωση του φυσικού χώρου, στην τοπογραφία και στο κλίμα, καθώς και στις δραστηριότητες που ο τόπος επέτρεπε ή ευνοούσε. Η συγγραφέας αυτού του κεφαλαίου, η καθηγήτρια Susan Alcock, κατευθύνει την προσοχή μας στο «σιωπηλό τοπίο», όπως το αποκαλεί. Θέτει ερωτήματα που εξηγούν γιατί πρέπει να ακούσουμε αυτόν τον σιωπηλό μάρτυρα: Πώς σχετίζεται το κλίμα μιας περιοχής με τις εμπορικές συναλλαγές και τις πολεμικές συγκρούσεις; Ποια ήταν η συμβολή των ορυχείων αργύρου και μολύβδου τού Λαυρίου στην ανάπτυξη της αθηναϊκής οικονομίας και ηγεμονίας; Έχει ο φόβος για πιθανή έλλειψη τροφίμων ή λιμό σχέση με την αστική συγκέντρωση, τις υπερπόντιες επαφές ή τον αποικισμό; Το περιβάλλον είναι αξιόπιστος —αν και σιωπηλός— μάρτυς τού πλαισίου στο οποίο διαβιούσαν οι αρχαίοι. Είμαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης αυτού του κεφαλαίου και των ενημερωτικών ενθέτων πλαισίων του θα αναρωτηθεί: Γιατί δεν το είχα σκεφτεί έτσι;

Έπειτα, υπάρχει ένας ακόμη σιωπηλός μάρτυς: οι δούλοι. Στο κεφάλαιο «Εργασία και Ψυχαγωγία» ο Δρ Nick Fisher εκθέτει με θαυμάσιο αφηγητικό ύφος —το οποίο είμαι βέβαιος ότι θα απολαύσετε διαβάζοντας— πώς θα απαντούσε ένας νεαρός τής αρχαιότητας στο ερώτημα: «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» Παρ’ ότι περιβαλλόταν σε όλη τη νεαρή του ηλικία από δούλους, ποτέ δεν ήθελε να γίνει ένας από αυτούς. Ο βιαστικός αναγνώστης ή ακροατής θα σπεύσει αμέσως να καταδικάσει τη δουλοκτησία και τη σχετική πρακτική των αρχαίων, αλλά το βιβλίο δεν καταφεύγει σε εύκολα συμπεράσματα. Οι δούλοι ως σιωπηλός και σχεδόν «άφωνος» μάρτυς τής αρχαίας ιστορίας παρουσιάζονται ως συμμέτοχοι σε αυτήν και όχι απλώς αναξιοπαθούντες. Το βιβλίο φέρνει αυτούς τους σιωπηλούς μάρτυρες στο προσκήνιο και θέτει ερωτήματα: Τι αξία είχαν οι δούλοι ως περιουσιακό στοιχείο; Μήπως η κατοχή δούλων δρούσε ανασταλτικά στην εκμετάλλευση των ελεύθερων φτωχών; Είχαν οι δούλοι αίσθηση ταυτότητας; Ποιες εργασίες και ποια καλλιτεχνικά θαύματα οφείλουμε στη συμμετοχή τους; Και όσοι δυσκολεύονται να δεχτούν τον όρο «σιωπηλός μάρτυς» για όλους τους δούλους έχουν κάποιο δίκιο: δούλος ήταν και ο περίφημος Αίσωπος.

Στην Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας θα βρείτε και άλλους σιωπηλούς μάρτυρες: μετοίκους, γυναίκες, ελάσσονες συγγραφείς, εργάτες των αστικών εργαστηρίων (αγγειοπλάστες, κεραμοποιούς, οπλουργούς), φιλοσόφους που μνημονεύονται μόνο απαξιωτικά και ακροατές φιλοσόφων, οι οποίοι αποτελούσαν το κοινό τους και δεν έγραψαν τίποτε, ώστε να ακούσουμε τη φωνή τους. Με ισορροπημένο τρόπο και σε ένθετα που εξηγούν λεπτομερέστερα τα κεντρικά στοιχεία τής ιστορίας, το βιβλίο μας κατορθώνει να συγκεντρώσει αυτούς τους μάρτυρες και να μας βοηθήσει να δούμε τι αποκαλύπτουν (και μερικές φορές τι αποσιωπούν) για αυτούς οι πηγές. Η εικονογράφηση είναι εξαιρετικά πλούσια και επιμελημένη. Δεν περιλαμβάνει απλώς αυτά που αναμένει κάποιος να δει σε ένα βιβλίο κλασικής ιστορίας, δηλαδή μνημεία, ανδριάντες, αγγεία και χάρτες. Οι εικόνες συνοδεύονται από επεξηγητικά πλαίσια ή μεταφρασμένα κείμενα, τα οποία παρουσιάζουν τις μαρτυρίες απευθείας από τις πηγές.

Τέτοιες μαρτυρίες μάς παρουσιάζουν την ιστορία σαν έναν ζωγραφικό πίνακα. Παρακαλώ σκεφθείτε λίγο περισσότερο αυτό: Καθώς πλησιάζουμε έναν ωραίο πίνακα και βλέπουμε από κοντά πώς άπλωσε τα χρώματα ο καλλιτέχνης, μήπως διαπιστώνουμε ότι σχεδίασε το περίγραμμα με μια μονοκοντυλιά και κατόπιν άδειασε το χρώμα με τον κουβά; Οπωσδήποτε όχι. Καταλαβαίνουμε ότι απαιτήθηκαν εκατοντάδες, χιλιάδες μικρές πινελιές σε βάθος χρόνου. Ομοίως, το βιβλίο τού καθηγητού Cartledge και των συνεργατών του δείχνει ότι η ιστορία δεν διαμορφώνεται απλώς από μερικές ανδραγαθίες, από πράξεις γενναιοφροσύνης εκ μέρους των κραταιών ή από «βασιλείς και μάχες», όπως πολύ σωστά αναφέρει ο καθηγητής, αλλά από αμέτρητες, ασήμαντες και αφανείς πράξεις σε βάθος χρόνου. Το ότι η Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας επιτυγχάνει να φέρει στο φως τέτοιες πράξεις είναι από μόνο του αξιοσημείωτο.

Μέχρι τώρα αναφέρθηκα στον τρόπο γραφής τού βιβλίου, όπως ακριβώς ήταν και η πρόθεσή μου. Για τις ιδέες τού βιβλίου θα μιλήσουν άλλοι, αρμοδιότεροί μου: η καθηγήτρια κ. Ραμού-Χαψιάδη και ο καθηγητής κ. Φαράντος. Ως γλωσσολόγος, όμως, δεν θα αποφύγω τον πειρασμό για λίγα λεπτά να σας μιλήσω για λέξεις. Λέξεις-κλειδιά που θα βρείτε ή που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο και οι οποίες στο πραγματολογικό τους περιεχόμενο δηλώνουν περισσότερα από όσα σημαίνουν.

Τέτοια είναι κατ’ αρχάς η λέξη δημιουργός. Η λέξη αυτή φέρνει στον νου τού σύγχρονου αναγνώστη τον Θεό ως Πλάστη τού κόσμου ή τους ασχολουμένους με την καλλιτεχνική παραγωγή. Όμως, σε ποιο κεφάλαιο της Ιστορίας θα τοποθετούσατε τις δραστηριότητες των αρχαίων δημιουργών; Στο κεφάλαιο για την αρχιτεκτονική και τις εικαστικές τέχνες; Στο κεφάλαιο περί λογοτεχνίας; Στο κεφάλαιο για την επιστήμη; Ο καταλληλότερος χώρος είναι το κεφάλαιο που πραγματεύεται την εργασία. Δημιουργός είναι ο τεχνίτης που κατασκευάζει πράγματα για τον δήμο, για το σύνολο. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι στον Όμηρο η λέξη έχει ευρύ σημασιολογικό πεδίο· με ευκολία δηλώνει τον ξυλουργό, τον πρακτικό γιατρό, όπως και τον μάντη ή τον κήρυκα. Στην κλασική Ελλάδα δεν έχει αποκτήσει ακόμη το κύρος που διαθέτει σήμερα. Μολονότι δεν αναφέρεται πλέον μόνο στους χειρώνακτες, μπορεί να δηλώσει τον χρυσοχόο, τον βυρσοδέψη, τον τεχνίτη, μέχρις ότου στο Συμπόσιον του Πλάτωνος συναντήσουμε τελικά τη φράση: ὑπὸ πάσαις ταῖς τέχναις ἐργασίαι ποιήσεις εἰσὶ καὶ οἱ τούτων δημιουργοὶ πάντες ποιηταί (205c). Μήπως αυτό παρέχει κάποια εξήγηση για τις αρχαίες αντιλήψεις περί εργασίας; Ο αναγνώστης έχει αρκετή τροφή για σκέψη.

Τώρα θέλω να στρέψω την προσοχή σας στη λέξη ιδιοσυγκρασία. Η ετυμολογική ανάλυση δείχνει ότι το β΄ συνθετικό προέρχεται από το ρήμα συγκεράννυμι «αναμειγνύω, ανακατεύω». Πώς αυτό συνδέεται με τον χαρακτήρα και την ιδιοσυστασία τής συμπεριφοράς κάποιου; Στην Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας ένα εξαιρετικό πλαίσιο που συνέγραψε η καθηγήτρια Leslie Dean-Jones πραγματεύεται τις αντιλήψεις των αρχαίων για το σώμα. Οι αρχαίοι γιατροί δίδασκαν ότι το σώμα αποτελείται από υγρά ή χυμούς. Η κατάλληλη ισορροπία τού μείγματος των χυμών εξασφάλιζε την υγεία και καθόριζε τη συμπεριφορά ή την ιδιοσυγκρασία. Τόσο ο Ιπποκράτης όσο και ο Γαληνός αναγνώριζαν τέσσερεις τέτοιους χυμούς: το φλέγμα, τη χολή, τη μέλαινα χολή και το αίμα. Μήπως τώρα κατανοούμε καλύτερα τη σημασία και τη χρήση των όρων φλεγματικός και μελαγχολία ή τη φράση τα λόγια του έσταζαν χολή; Νομίζω ναι.

Η τελευταία λέξη που διάλεξα να σας αναφέρω έχει σχέση με τον πόλεμο. Είναι ο όρος οπλίτης. Στο κεφάλαιο «Πόλεμος και Ειρήνη» ο καθηγητής Cartledge μας προσφέρει με γλαφυρό τρόπο την εικόνα τού αρχαίου οπλίτη. Ο οπλίτης τού πεζικού έφερε βαριά ασπίδα, συχνά από ξύλο αλλά και από δέρματα ζώου και με εξωτερική επιφάνεια από ορείχαλκο, η δε πανοπλία του (αν συμπεριλάβουμε την περικεφαλαία, που μείωνε σημαντικά την ορατότητα, τον θώρακα και τις περικνημίδες) ζύγιζε περίπου 34 κιλά. Αυτό είχε την εξής βασική συνέπεια: Δεν υπήρχε νόημα στη φράση «μοναχικός οπλίτης». Ο δυσκίνητος και κουρασμένος από την πεζοπορία και την πανοπλία στρατιώτης μπορούσε να δράσει μόνο μέσα σε φάλαγγα, στην οποία ο ένας οπλίτης θα κάλυπτε τον άλλον σε κλειστή διάταξη. Οι οπλίτες έπρεπε να μένουν στη θέση τους ή, όπως ήταν ο αρχαίος όρος, έπρεπε να είναι ἐν τάξει. Η ισχύς τους εξηρτάτο από τη δυνατότητα να δρουν ως πειθαρχημένη μονάδα. Μήπως αυτό καθόρισε επί δύο περίπου αιώνες την υπεροχή των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων σε μάχες με κλειστή φάλαγγα; Νομίζω ναι.

Στην Εικονογραφημένη Ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας θα βρείτε και άλλες λέξεις, οι οποίες αποτυπώνουν τμήματα ιστορίας και έχουν η καθεμιά τη δική της βιογραφία. Ο καθηγητής Cartledge και το εκλεκτό του επιτελείο έχουν συγκεντρώσει τις λέξεις και τα πράγματα, τους μάρτυρες και τα στοιχεία, ώστε να υπάρχει ενώπιόν μας μια πινακοθήκη τής αρχαιότητας προσιτή ακόμη και στον μη ειδικό. Η μεταφράστρια του έργου, κ. Βίκυ Κυριαζή, από τις πιο έμπειρες και προσεκτικές μεταφράστριες με τις οποίες έχω συνεργαστεί, αγωνίστηκε και απέδωσε με μεγάλη επιτυχία το συχνά υπαινικτικό ή ελαφρώς χιουμοριστικό ύφος τού πρωτοτύπου στον βαθμό που ήταν εφικτό. Αυτό δεν ήταν εύκολο και της αξίζει θερμός έπαινος.

Μια τελευταία σκέψη: Οι σιωπηλοί μάρτυρες, οι ανύμνητοι ήρωες και οι αφανείς τής ιστορίας, που αποτέλεσαν δεδηλωμένο στόχο αυτού του βιβλίου, μας αποκαλύπτονται με ορισμένο τρόπο από τις πηγές. Αν και οι πηγές μάς δείχνουν τι ή πώς συνέβη, ο ιστορικός έχει τη δυνατότητα να μας εξηγήσει γιατί. Σε αυτό το βιβλίο ιστορίας ο αναγνώστης θα έχει αρκετό υλικό για να κατανοήσει την αιτία που βρίσκεται πίσω από την αφήγηση και αρκετή τροφή για να θέσει νέα ερωτήματα.

Συχνά οι απαντήσεις έχουν πολλές πτυχές. Στο Έγκλημα στο Orient Express της Agatha Christie, ο Ηρακλής Πουαρό αποδεικνύει ότι στον φόνο είχαν στην πραγματικότητα συμμετοχή όλοι οι επιβάτες τού βαγονιού, αποκάλυψη που εκπλήσσει τον αναγνώστη και τον θεατή. Ο καθηγητής Cartledge και οι συνεργάτες του καταφέρνουν να μας δείξουν ακριβώς αυτό: ότι η ιστορία τής Αρχαίας Ελλάδας είναι πολύχρωμη και πολυπαραγοντική, πολύπλευρη και πολυδιάστατη. Είναι καιρός για το ελληνικό ευρύτερο κοινό να αντιμετωπίσει αυτή την εκδοχή, έστω και με κάποια έκπληξη.

Και για αυτή τη συμβολή ταιριάζει, νομίζω, στον προσκεκλημένο μας απόψε μια αρχαία ελληνική φράση: χάριν ἶσμεν, ή σε απλούστερα ελληνικά, ευχαριστούμε.

21/9/07

Γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία

Man talks in order to get something
George Zipf (1949)

Ανάμεσα σε μια παρτίδα τένις και σε ένα παιχνίδι με ρακέτες στην αμμουδιά υπάρχει η εξής θεμελιώδης διαφορά: Στο τένις ο ένας παίκτης αγωνίζεται να ξεγελάσει τον άλλον χτυπώντας τη μπάλα με τέτοιον τρόπο και τόση δύναμη, ώστε να καθιστά την απόκρουση αδύνατη. Στις ρακέτες οι παίκτες προσπαθούν να βρίσκουν ο ένας τον άλλον με στόχο να ανταλλάξουν όσο το δυνατόν περισσότερες μπαλιές. Με δύο λέξεις, στο τένις υπάρχουν αντίπαλοι, ενώ στις ρακέτες συμπαίκτες.

Αν η γλωσσική επικοινωνία πρέπει οπωσδήποτε να παρομοιαστεί με ένα από τα δύο παιχνίδια, αυτό ασφαλώς δεν είναι το τένις. Η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ πομπού και δέκτη προϋποθέτει συνεργασία με αυξημένο βαθμό αμοιβαιότητας. Δεν είναι παράξενο που αρκετοί γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η σημασία τού εκφωνήματος [utterance] είναι προϊόν διαπραγματεύσεως από τους συνομιλητές με επιτυχή κατά το πλείστον κατάληξη. Όπως στις ρακέτες, πασχίζουμε να βρούμε τη θέση τού συνομιλητή μας και μοχθούμε να συλλάβει, όχι μόνο το μήνυμα, αλλά και το συνοδευτικό του πλαίσιο.

Η παρατήρηση αυτή, κοινός τόπος σε κάθε σημασιολογική θεωρία, εγείρει ένα καίριο πρόβλημα: Εφόσον το γλωσσικό σύστημα και οι αρχές τής συνομιλίας εγγυώνται την επικοινωνιακή επάρκεια, γιατί να συμβούν αλλαγές που θα διατάρασσαν την ισορροπία και θα έπλητταν την επικοινωνία; Αν, όπως έγραψε ο Zipf, «ο άνθρωπος μιλάει για να αποκομίσει κάτι», γιατί να επέλθουν μεταβολές που θα διακινδύνευαν ό,τι προσδοκά από τη συνομιλία; Εν ολίγοις, γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία;

Οι σημασιολογικές αλλαγές συνιστούν ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα αντικείμενα της ιστορικής γλωσσολογίας. Επειδή είναι εύκολο να προσελκύσουν την προσοχή ακόμη και του μη ειδικού, τείνουν να συναρπάζουν τους μελετητές και τους αναγνώστες. Αν θελήσουμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον κάποιου στο πεδίο ερευνών τής ιστορικής γλωσσολογίας ή της ετυμολογικής λεξικογραφίας, αρκεί να ξετυλίξουμε ενώπιόν του μερικές βιογραφίες λέξεων. Εντούτοις, οι δυσχέρειες στην επιστημονική διερεύνηση των σημασιολογικών αλλαγών ίσως περνούν απαρατήρητες. Ξεκινώντας από το υλικό, ας εξετάσουμε λίγα παραδείγματα και ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε πού έγκειται η δυσκολία. Κατόπιν θα κάνουμε ένα βήμα πίσω και θα επιχειρήσουμε να συζητήσουμε αν είναι δυνατή η ένταξη των μεταβολών σε συστηματικό ερμηνευτικό πλαίσιο.

1) Στον Έμπορο της Βενετίας τού Σαίξπηρ διαβάζουμε: My ships are safely come to road. Το λεξιλόγιο εκπλήσσει τον σύγχρονο αναγνώστη. Πώς τα πλοία βγαίνουν στον δρόμο ― και τι δουλειά έχουν εκεί;

2) Σε μεσαιωνικά κείμενα διαπιστώνουμε ότι το αρχ. ρήμα ἐκπτύω «φτύνω – αποβάλλω» απαντά επίσης με τη σημασία «ξεβράζω – αποδιώχνω». Οι άοριστοι ἐξέπτυσαν, ἐξεπτύσθησαν, καθώς και η μορφολογία τού ρήματος, επιβεβαιώνουν την υποψία μας ότι από αυτό προήλθε το ν.ελλ. ξεφτύζω. Αναρωτιόμαστε: Πώς φτάσαμε στη σημασία «φθείρομαι» και πώς εξηγείται η αλλαγή;

3) Ο φυσικός ομιλητής τής Γαλλικής δεν δυσκολεύεται καθόλου με τον ενεστώτα τού ρήματος aller «πηγαίνω», τον οποίο εμείς πρέπει να μάθουμε με προσπάθεια: je vais – tu vas – il va – nous allons – vous allez – ils vont. Ο ιστορικός γλωσσολόγος γνωρίζει, ωστόσο, ότι οι τύποι vais, vas, va, vont έχουν εξελιχθεί από το λατ. vadere «πηγαίνω», ενώ τα α΄ και β΄ πρόσωπα του πληθυντικού allons, allez προέρχονται από το υστερολατινικό ambulare «περπατώ». Γιατί η γλώσσα ενσωμάτωσε κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ακατανόητη ανωμαλία;

Ενώ οι λύσεις σε αυτά τα αινίγματα είναι καθ’ αυτές άκρως ενδιαφέρουσες, συχνά απλώς αυξάνουν τη δυσπιστία μας ως προς τη δυνατότητα να εξηγήσουμε γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία, ενώ ήδη καλύπτουν ανάγκες επικοινωνιακές. Ακόμη και όταν καταφέρνουμε να ταξινομήσουμε με τρόπο λογικό τις μεταβολές, αστοχούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί ένα λειτουργικό σύστημα σημασιών επιδέχεται αλλαγές που μπορεί να το πλήξουν.

Η αιτιολόγηση των σημασιολογικών μεταβολών προκάλεσε ευθύς εξ αρχής αμηχανία. Ήδη από τον καιρό των Νεογραμματικών γλωσσολόγων καθιερώθηκε η εδραιωμένη πια συνήθεια να παραλείπεται οποιαδήποτε νύξη περί σημασιολογικής αλλαγής από τις ιστορικές γραμματικές των διαφόρων γλωσσών. Ο αναγνώστης που ανοίγει μια ιστορική γραμματική έχει προετοιμάσει τον εαυτό του για πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των φωνημάτων, την αλλαγή των μορφολογικών σχημάτων και τις μεταβολές στη σύνταξη· οι μεταβολές σημασιών, απεναντίας, δεν θεωρούνται αντικείμενο τέτοιων έργων και οι συγγραφείς τους δεν αισθάνονται προς αυτές καμμία οφειλή. Όπως τόνισε εύστοχα ο Yakov Malkiel, οι σημασίες αναφέρονται απλώς ως ερμηνεύματα των λέξεων, όχι ως στοιχεία προς επιστημονική έρευνα (Etymology, 1993).

Κάτι ακόμη που ενισχύει τις ανωτέρω διαπιστώσεις: Οι μελέτες ιστορικής σημασιολογίας συνήθως μοχθούν να ταξινομήσουν τις ήδη διαπιστωμένες αλλαγές σε συστήματα ή σχήματα με μεγαλύτερη ή μικρότερη αντιπροσωπευτικότητα. Παρά ταύτα, τα χρήσιμα συμπεράσματα τέτοιων μελετών δείχνουν να εξαντλούνται σε αυτό, έχουν μικρή προβλεψιμότητα και αποφεύγουν να ασχοληθούν με την κινητροδότηση του όλου σχήματος. Ως εκ τούτου, καλογραμμένα σύγχρονα εγχειρίδια, όπως το βιβλίο Γλωσσική Μεταβολή των συναδέλφων Ε. Καραντζόλα & Α. Φλιάτουρα (Αθήνα 2005), μνημονεύουν τα είδη και τους μηχανισμούς των σημασιολογικών μεταβολών, αλλά δεν πραγματεύονται καθόλου τις αιτίες τους.

Η στάση αυτή εμπεριέχει την άλλοτε έμμεση και άλλοτε απροκάλυπτη ομολογία ότι δεν είναι εφικτό να εξηγήσουμε γιατί οι λέξεις αλλάζουν σημασία. Ο R.S.P. Beekes, από τους αξιολογότερους ιστορικοσυγκριτικούς γλωσσολόγους, το διατυπώνει ως εξής: «Η επαρκής περιγραφή των σημασιολογικών αλλαγών και η εξακρίβωση των αιτίων που τις προκαλούν είναι ενασχολήσεις που δεν προσφέρουν καμιά ιδιαίτερη ικανοποίηση στον συγκριτικό γλωσσολόγο· πρέπει να παραδεχθούμε ότι ως τώρα κανείς δεν έχει βρει μια πραγματικά ικανοποιητική μέθοδο προσέγγισης αυτών των θεμάτων» (Εισαγωγή στη Συγκριτική Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσολογία, ελλ. μτφρ. 2004, σελ. 140).

Αν δυσκολευόμαστε να συμφωνήσουμε με αυτή τη δήλωση, την οποία έχουν διατυπώσει επίσης σημασιολόγοι όπως ο St. Ullmann και ο H. Sperber, ας εξετάσουμε εν συντομία τι μπορούμε να προσδοκούμε από τις μέχρι τώρα προτάσεις.

Ο Antoine Meillet στο περίφημο μελέτημά του Comment les mots changent de sens «Πώς οι λέξεις αλλάζουν σημασία» (1921) αναγνώρισε τρεις κατηγορίες σημασιολογικών μεταβολών: α) δομικές [structurales], δηλ. οφειλόμενες στον τύπο τής λέξεως και στη θέση της στο λεξιλόγιο, β) αναφορικές [referentielles], δηλ. οφειλόμενες σε αλλαγή τού πράγματος (αντικειμένου αναφοράς), και γ) κοινωνικές [sociales], δηλ. οφειλόμενες στις μεταβολές των κοινωνικών ομάδων ή δικτύων, όπου ανήκουν οι ομιλητές.

Η περιγραφική αυτή ταξινόμηση άσκησε βαθιά επίδραση στη διερεύνηση της σημασιολογικής μεταβολής και περιέχει οξυδερκείς παρατηρήσεις. Ωστόσο, όταν καλούμαστε να την εφαρμόσουμε σε συγκεκριμένους τύπους αλλαγών, αμέσως αναρωτιόμαστε αν τα ερωτήματά μας βρίσκουν απάντηση.

Ας προσπαθήσουμε να ελέγξουμε τη διαπίστωση εν σχέσει με τα παραδείγματά μας:

1) Η σαιξπηρική φράση My ships are safely come to road θα ήταν απολύτως λογική για τα ελισαβετιανά Αγγλικά. Η λέξη road σήμαινε «ασφαλές, υπήνεμο λιμάνι», στο οποίο μπορούσαν να καταφύγουν τα πλοία. Γιατί όμως κατέληξε να σημαίνει «δρόμος»; Ο αναγνώστης μου θα απαντήσει ίσως «Εδώ έχετε παράδειγμα αναφορικής σημασιολογικής αλλαγής (μεταβολή τού πράγματος)», αλλά εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε γιατί οι ομιλητές θεώρησαν εύστοχη τη μεταφορά.

2) Τα μεσαιωνικά κείμενα δείχνουν την πορεία αλλαγής τού ρήματος ἐκπτύω στον τύπο ξεφτύζω με τη νεοελληνική σημασία. Σε ιστορικό κείμενο διαβάζουμε: τὸ δὲ στέμμα τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀκοντισθὲν μέρος τῶν μαργαριτῶν ἐξέπτυσεν τῶν κεχαλασμένων (βλ. Γ. Χατζιδάκι, Ακαδημεικά Αναγνώσματα, τ. Γ: Γενική Γλωσσική, σελ. 216). Είναι προφανές ότι από τη σημασία «φτύνω – ξεβράζω» προέκυψε η κατοπινή «αποβάλλω, χάνω», που θα πρέπει να θεωρήθηκε αρκετά εκφραστική στην αφετηρία της. Σε ποια από τις κατηγορίες τού Meillet μπορείτε αιτιολογημένα να εντάξετε την αλλαγή;

3) Η αλλαγή στο κλιτικό παράδειγμα του ρήματος aller είναι ακόμη δυσκολότερη ως προς την ταξινόμησή της. Από την εποχή τής ύστερης Λατινικής το εν λόγω ρήμα παρουσιάζει ανάμιξη τύπων από τα ρήματα ire «πηγαίνω» και vadere «προχωρώ (γρήγορα), πηγαίνω (κάπου)»: vado – vadis – vadit – imus – itis – vadunt. Κατά τον 6ο αι. μ.Χ. οι τύποι τού α΄ και β΄ πληθυντικού αντικαθίστανται από αντίστοιχα πρόσωπα του μετακλασικού ambulare «περπατώ»: ambulamus – ambulatis, από όπου προήλθαν τα γαλλ. allons – allez. Ζητήματα προς εξέταση: Γιατί οι ομιλητές έκριναν εύχρηστο αυτό το μικτό σύστημα; Γιατί η ανάμιξη συνέβη μόνο στο α΄ και β΄ πληθυντικό πρόσωπο; Και γιατί, εν τέλει, επικράτησαν οι τύποι τού πολυσύλλαβου ambulare με αλλαγή σημασίας, η οποία «υποχρέωσε» τρόπον τινά τη Γαλλική να δανειστεί από την παλαιά Γερμανική το ρήμα marcher, προκειμένου να καλύψει τη σημασία «περπατώ»;

Οι παρατηρήσεις αυτές εκθέτουν ζητήματα πέρα από υποκειμενική κρίση. Δείχνουν γιατί προτιμούμε να μη μιλούμε για «νόμους» αλλά για τάσεις σημασιολογικής μεταβολής και εξηγούν ίσως γιατί δυσκολευόμαστε να τιθασεύσουμε το γλωσσικό υλικό που έχουμε συγκεντρώσει.

Έχει χαρακτηριστικά λεχθεί ότι τα στοιχεία που διαθέτουμε για ολοκληρωμένη, συνθετική ανάλυση του φαινομένου είναι τόσο ανεπαρκή, ώστε φαίνεται σαν να ζητούμε βοτανολογική ταξινόμηση όλων των φυτών από κάποιον που έχει μελετήσει μόνο τη μαργαρίτα, το μανιτάρι και τη λεύκα. Για να επιστρέψουμε στο παιχνίδι με τις ρακέτες, μοιάζει σαν να είμαστε θεατές μιας εξαιρετικά εκτελεσμένης παρτίδας, στην οποία οι συμπαίκτες αλλάζουν συνεχώς, χωρίς εμείς να βλέπουμε πότε η ρακέτα αλλάζει χέρια και, το κυριότερο, χωρίς ποτέ να πέσει κάτω το μπαλάκι.

Υπάρχει τρόπος να ερευνήσουμε βαθύτερα τις αιτίες των αλλαγών, χωρίς να χρειαστεί να σταματήσουμε τον χρόνο ή ενόσω ακόμη αποτελούμε μέρος του;

Με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθώ σε επόμενο άρθρο.