20/7/07

Γλωσσική παραμυθία: Η αρχή τής ομοχρονίας

―Le temps s’en va, le temps s’en va, ma Dame
―Las, le temps non, mais nous, nous en allons

Pierre de Ronsard (1555)


Στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας οι δρομείς έχουν την υποχρέωση να ανταλλάξουν τη σκυτάλη μέσα σε περιορισμένη απόσταση. Από την ικανότητα των αθλητών να συνεργαστούν σε αυτό το μικρό διάστημα εξαρτάται, όχι μόνο η επιτυχία τους, αλλά η ίδια η εγκυρότητα της συμμετοχής τους. Η αλλαγή απαιτεί συγχρονισμένη και σαφώς οριοθετημένη συμπόρευση.

Αν συζητούμε τη διαδικασία τής γλωσσικής μεταβολής, δεν είναι ίσως άστοχο να λάβουμε υπ΄ όψιν το αγώνισμα της σκυταλοδρομίας. Οι αλλαγές στη γλώσσα, είτε είναι ταχείες είτε βραδείες, είτε ριζικές είτε ανεπαίσθητες, προϋποθέτουν οπωσδήποτε συγχρονισμένη και σαφώς οριοθετημένη συμπόρευση. Μπορούμε να αντιληφθούμε τη γλωσσική αλλαγή ως διαδικασία κατά την οποία το παλαιό και το νέο συνυπάρχουν, συμβαδίζουν και συμπορεύονται, μέχρις ότου η σκυτάλη παραδοθεί και το νέο επικρατήσει. Αποκαλούμε αυτή την αναγκαία συνθήκη ομοχρονία. Ο ιστορικός γλωσσολόγος έχει την αυτονόητη υποχρέωση να αποδείξει, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Γεωργίου Χατζιδάκι, «ὅτι ὅτε ἐλέχθη τὸ νεώτερον, ὑπῆρχεν ἔτι τὸ ἄλλο».

Οι γλωσσικές μελέτες πριν από την ανάπτυξη της επιστημονικής γλωσσολογίας και τη συνειδητοποίηση των κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται υπέπιπταν συχνά σε σφάλματα αναχρονισμού. Ενθουσιώδεις ερευνητές των ελληνικών γραμμάτων, γλωσσοδίφες των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, έσπευδαν να ανακαλύπτουν παντού ομηρικά στοιχεία, ίχνη τού δίγαμμα, ασυναίρετους τύπους και να εμφανίζουν συμπεράσματα που έδειχναν ατελή αντίληψη της γλωσσικής πραγματικότητας. Στη σπουδή τους να καταδείξουν τη γλωσσική συνέχεια, πραγματοποιούσαν χρονικά και λογικά άλματα, ακυρώνοντας τα συμπεράσματά τους, ακριβώς όπως ο δρομέας θα ακυρωθεί αν προσπαθήσει από μακριά να πετάξει τη σκυτάλη στον επόμενο συναθλητή του.

Η αρχή τής ομοχρονίας στηρίζεται στον ρεαλισμό. Ο ιστορικός γλωσσολόγος θεωρεί αδιανόητο να παραβλέψει ότι η μεταβολή προϋποθέτει επαφή τού παλαιού με το νέο, ότι ο δανεισμός απαιτεί (σε κάποιον βαθμό) δίγλωσσους ομιλητές και ότι καμμία εικαζόμενη αλλαγή δεν γίνεται δεκτή, αν δεν εντάσσεται ομαλά στο φωνολογικό και μορφολογικό σύστημα της συγκεκριμένης γλωσσικής φάσης. Αν δεν κρίνουμε κάθε μας εισήγηση υπό τους όρους τής ομοχρονίας, τα συμπεράσματά μας δεν ευθυγραμμίζονται με τη γλωσσική πραγματικότητα και τα ευγενή μας κίνητρα να αποδείξουμε τη γλωσσική συνέχεια δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσουν αυτό που η τεκμηρίωση απαιτεί: μαρτυρίες, σώματα κειμένων, συστηματική ανάλυση.

Στην περίοδο της προεπιστημονικής γλωσσολογίας ελάχιστα ετίθετο υπ’ όψιν των μελετητών η αναγκαιότητα ελέγχου τής ομοχρονίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε στον ελληνικό χώρο η απήχηση που γνώρισε η αποκαλούμενη αιολοδωρική θεωρία, την οποία δίδασκαν και προωθούσαν πολυμαθείς λόγιοι, όπως ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Δημήτριος Μαυροφρύδης και άλλοι. Η εν λόγω θεωρία πρέσβευε ότι η Νέα Ελληνική προερχόταν από «ανάμιξη» στοιχείων των αρχαίων αιολικών και δωρικών ιδιωμάτων, όχι από μετεξέλιξη της Ελληνιστικής Κοινής. Για την εποχή εκείνη, όταν αμφισβητείτο έντονα το ελληνικό στοιχείο και διαδίδονταν ευρέως μεταξύ των λογίων οι απόψεις περί σλαβικής καταγωγής των Ελλήνων, η αιολοδωρική θεωρία έβρισκε χωρίς δυσκολία πρόσφορο έδαφος και ευήκοα ώτα.

Εντούτοις, οι αγαθές προθέσεις δεν προσφέρουν γλωσσολογικά τεκμήρια. Μολονότι σήμερα δεχόμαστε ότι οι περιφερειακές κυρίως διάλεκτοι διατήρησαν αξιοσημείωτους αρχαϊσμούς από τις αρχαιοδιαλεκτικές νησίδες όπου ανήκαν, η αιολοδωρική θεωρία κατέφευγε σε αστήρικτους αναχρονισμούς, οι οποίοι μοιάζουν πολύ με τα έωλα ευρήματα των γλωσσικών μύθων.

Οι λόγιοι της εποχής αθετούσαν συστηματικά τον παράγοντα του χρόνου και επικαλούνταν επιφανειακές ομοιότητες. Επί παραδείγματι, στους νεοελληνικούς τύπους αγαπάει, τιμάει, νικάει έβλεπαν ασυναίρετες ομηρικές μορφές (έγραφαν, για λόγους εντελώς διαφορετικούς από τον Γ. Χατζιδάκι, ἀγαπᾷει, νικᾷει, τιμᾷει). Δεν είχαν αναλογιστεί ότι οι ασυναίρετοι τύποι είχαν από πολλούς αιώνες πάψει να είναι λειτουργικοί στη γλώσσα (σπανίζουν στους αττικούς συγγραφείς). Στην πραγματικότητα, η παρέκταση αγαπά-ει, τιμά-ει, νικά-ει δεν έχει καμμία σχέση με την αρχαία συναίρεση, αλλά οφείλεται σε αναλογική επέκταση του επιθήματος -ει που χαρακτηρίζει το γ΄ ενικό πρόσωπο.

Ομοίως, οι τύποι των θηλυκών ουσιαστικών τιμές, χώρες, ψυχές κτλ. δεν αποτελούν επιβιώματα αιολικών τύπων (πράγμα που ωθούσε τους αιολοδωριστές να γράφουν τιμαῖς, χώραις, ψυχαῖς) ούτε το αρχαίο άρθρο τού πληθυντικού αἱ τράπηκε με κάποιον μυστηριώδη τρόπο σε (οι αιολοδωριστές έγραφαν ᾑ ψυχαῖς, ᾑ χώραις), αλλά προέρχονταν από επίδραση των παλαιών τριτοκλίτων (π.χ. γυναίκες, ελπίδες, παγίδες) και του αρσενικού άρθρου οι, το οποίο επεκτάθηκε αναλογικά στο θηλυκό. Περαιτέρω, η αρχή τής ομοχρονίας δεν ελήφθη υπ’ όψιν από εκείνους που έβλεπαν δωρικό φωνήεν -α- στις γενικές του πατέρα, της ακρίδας κτλ. ούτε βάρυνε καθόλου στη σκέψη όσων ετυμολογούσαν νεοελληνικές λέξεις μιλώντας για «προσθήκη» ή «αφαίρεση» γραμμάτων.

Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε την ίδια πλάνη, το ίδιο πλαστό ή πεποιημένο συμπέρασμα, σε σύγχρονους δημοφιλείς μύθους. Ποια ομοχρονική βάση έχει ο αλματικός ισχυρισμός τού Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda) ότι στο εβραϊκό ληκτικό μόρφημα מ (του πληθυντικού αρσενικών) αναγνωρίζει την αρχαία ελληνική δίφθογγο –οι, όπως όμως προφέρεται στα Νέα Ελληνικά (δηλ. /i/); Ποια ετυμολογική βάση έχει η εικασία του ότι τα αρχαία ελληνικά ρήματα σε -ζω αποτελούν την αφετηρία εβραϊκών ρημάτων μέσης φωνής, όπου η κατάληξη έχει μετατραπεί σε πρόθεμα;

Περισσότερο οικεία είναι η πλάνη που σχετίζεται με τη λέξη αφτί. Ασφαλώς ορισμένοι ομιλητές, έχοντας εξοικειωθεί με τη γραφή αυτί και θεωρώντας την ίσως πιο καλαίσθητη, έχουν το δικαίωμα να κρατούν την άποψή τους και να υιοθετούν τη γραφή τής προτιμήσεώς τους. Ωστόσο, στους μη επιστημονικούς κύκλους είναι διαδεδομένη η εντύπωση ότι η γραφή αφτί οφείλεται σε εσκεμμένη απλούστευση και σε αθέτηση της ιστορίας τής γλώσσας.

Η θεώρηση αυτή είναι καθ’ ολοκληρίαν άστοχη και εντελώς παροδηγητική. Από την εποχή τού Γεωργίου Χατζιδάκι μέχρι τώρα οι γλωσσολόγοι και τα έγκυρα λεξικογραφικά έργα έχουν εξηγήσει ότι δεν πρέπει να αθετούμε την ετυμολογική αρχή. (Το σχετικό εξαίρετο κείμενο του αγαπητού συναδέλφου Βασ. Αργυρόπουλου δίνει απαντήσεις σε κάθε πιθανή αμφισβήτηση της ετυμολογικής πορείας). Εντούτοις, παρατηρεί κανείς να επαναλαμβάνονται εικασίες και αναχρονιστικές υποθέσεις, όπως ότι πρόκειται για διατήρηση του αρχ. δωρικού τύπου αὖς, αὐτός και του υποκοριστικού αὐτίον, πράγμα που ―κατά την ίδια επικριτική άποψη― συνηγορεί υπέρ της γραφής αὐ-.

Δεν κρίνω περιττό να επαναλάβω εδώ ότι ο έλεγχος της ομοχρονίας θα έπρεπε να είχε υποψιάσει τους εισηγητές τέτοιων εκδοχών. Ο αρχαϊκός δωρικός τύπος και ο πληθυντικός ἆτα (< *αὐσατ-) είχαν περιθωριοποιηθεί ήδη από την κλασική εποχή. Όταν συναντάται το μεσαιωνικό ἀφτίον, οι δωρικοί τύποι είχαν από πολλούς αιώνες παραδώσει τη σκυτάλη στους ισχυρότερους και ομαλότερους ομολόγους τους της Ελληνιστικής Κοινής. Δεν υπήρχαν πλέον, ώστε να παίξουν ρόλο στη μεταβολή.

Οι μεσαιωνικές μαρτυρίες δείχνουν ποια υπήρξε η πορεία τής αλλαγής που οδήγησε στο ουσ. αφτί. Η συνεκφορά τὰ ὠτία οδήγησε μετά τον ιωτακισμό σε περαιτέρω φωνητική εξέλιξη: τὰ ὠτία > *ταουτία [tautía] (με στένωση του /o/ προ του ανοικτότερου /a/) > [tawtía] (ημιφωνοποίηση) > *ταφτία (με αποκρυστάλλωση του ημιφώνου ως αήχου χειλοδοντικού αντί διχειλικού) > τ’ αφτία (με επανανάλυση που επέφερε ανασυλλαβισμό) > αφτία / (ενικός) αφτί. Πουθενά στη διαδρομή τής λέξεως δεν υπήρξε αρχαία δίφθογγος αυ-, την οποία θα έπρεπε για λόγους ιστορικής ορθογραφίας να διατηρήσουμε στη γραφή.


Ο ρόλος τής ομοχρονίας, όπως και των άλλων κριτηρίων ελέγχου που ανέλυσα σε προηγούμενα σημειώματα, είναι να πιστοποιήσει την εγκυρότητα της έρευνάς μας και να βεβαιώσει ότι το νόμισμα που κρατούμε δεν είναι πλαστό. Αντί να αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από έναν εύπεπτο μύθο, μπορούμε πάντοτε να ασκούμε το δικαίωμα να μελετούμε σε βάθος και να κατέχουμε τα κατάλληλα εργαλεία, τα επιστημονικά σύνεργα. Εργαλεία όπως η επανασύνθεση, η μορφολογική ανάλυση, η διαπίστωση αντιστοιχιών και η ομοχρονία έχουν εδώ και πολλά χρόνια καταθέσει τα διαπιστευτήριά τους και παρουσιάσει πλήθος αξιόπιστων ευρημάτων, τα οποία διεύρυναν τις γνώσεις μας για τη γλωσσική λειτουργία και εξέλιξη.

Αν κάποιος γοητεύεται από τη γλωσσική μυθολογία και τις ελκυστικές θεωρίες που την υποστηρίζουν, είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τα εξής ερωτήματα: Έχω αναρωτηθεί τι οδήγησε το σύνολο της γλωσσολογικής κοινότητας σε αυτή την άποψη; Έχω προσωπικά εξετάσει τα τεκμήρια που προσάγονται και τον τρόπο εφαρμογής ή προβολής τους σε αρχαίες και σύγχρονες γλώσσες; Έχουν οι εισηγητές των αντίθετων απόψεων υποστεί τον κριτικό έλεγχο της επιστημονικής κοινότητας, υποβάλλοντας γραπτά τους σε επιστημονικά περιοδικά για ομότιμη αναθεώρηση (peer-review) και παρουσιάζοντας εργασίες τους σε συνέδρια γλωσσολογίας για να κριθούν; Έχω βεβαιωθεί ότι όσοι κατηγορούν τη συγκριτική γλωσσολογία διαθέτουν το επιστημονικό υπόβαθρο να αναιρέσουν τα πορίσματά της;

Αν η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική, τότε είναι καλό να κάνουμε (μεταφορικώς) ένα βήμα πίσω και να δώσουμε στον εαυτό μας την απαιτούμενη κατάρτιση, ώστε να εξακριβώσουμε τι ποιότητας εργαλεία χρησιμοποιούνται στη γλωσσολογία. Αν είναι ιδεολογικά, τότε ασφαλώς πρέπει να ασκήσουμε κριτική. Αν όμως είναι επιστημονικά, θα έχουμε την υποχρέωση να βρούμε εμείς ανώτερα ή καλύτερης ποιότητας.

Η σύντομη ζωή μας δεν αφήνει πολύ χρόνο για ατέρμονες περιπλανήσεις στην ψευδώνυμη γνώση. Όπως ανέφερε το αρχικό απόσπασμα από τον Ρονσάρ, δεν είναι ο χρόνος που παρέρχεται, αλλά εμείς οι περαστικοί από αυτόν. Αν παρασυρθούμε από τους μύθους, από τα ευγενή ψεύδη, κινδυνεύουμε σοβαρά να μοχθούμε για την ανακάλυψη της αλήθειας μόνοι μας, χωρίς να οικοδομούμε σε ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί. Θα ήταν σαν να ξεκινούμε κάθε φορά από την αρχή… Και δεν θα έχουμε πάντοτε διαθέσιμο ή απεριόριστο χρόνο για αυτό.

Σημείωση: Ευχαριστώ όλους τους αναγνώστες των τεσσάρων σημειωμάτων περί γλωσσικής παραμυθίας για την ανταπόκρισή τους μέσω σχολίων και ηλ. μηνυμάτων. Σημειώνω ότι την αρχή τής ομοχρονίας και τη σπουδαιότητά της για την ετυμολογία έχω παρουσιάσει αναλυτικά στο βιβλίο μου Εισαγωγή στη Μεσαιωνική και Νεοελληνική Ετυμολογία (σ. 184 κ. εξ.).

1/7/07

Γλωσσική παραμυθία: Η διατήρηση της δομής

Ο καλύτερος τρόπος να ανακαλύψουμε πού βασίστηκε ένας πίνακας ζωγραφικής ασφαλώς δεν είναι να κοιτάξουμε στην παλέτα τού ζωγράφου. Αν το κάνουμε, ίσως μάθουμε κάτι για τα χρώματα και τις αναλογίες τους, ίσως μάλιστα καταφέρουμε να μαντέψουμε τι είδους πινέλα μεταχειρίστηκε, αλλά μέχρι εκεί. Τα εργαλεία τού ζωγράφου δεν μπορούν να αποκαλύψουν τι υπόκειται στον πίνακα.

Αν όμως είχαμε γνώση τής παιδείας τού καλλιτέχνη, αν ξέραμε το πρότυπο που έχει υιοθετήσει και, πολλώ μάλλον, αν είχαμε ενδεχομένως ανακαλύψει κάποιο προσχέδιο του πίνακα, όσο πρόχειρο και αν ήταν, τότε θα βαδίζαμε σε ασφαλέστερο δρόμο. Το ατελές αυτό προσχέδιο μπορεί να ήταν απλώς μερικές σκιές με μολύβι ή κάρβουνο, λίγες γραμμές στο μπλοκ, αλλά οπωσδήποτε θα μας αρκούσε για να αποκτήσουμε εικόνα τού περιγράμματος και της δομής τού έργου.

Όταν αναδιφούμε το γλωσσικό παρελθόν, χρειαζόμαστε αξιόπιστα στοιχεία που να μας παρέχουν εικόνα τής δομής τής γλώσσας, ιδίως των πρώιμων φάσεών της, χρειαζόμαστε ισχυρές ενδείξεις που να σκιαγραφούν τη διάρθρωση του συστήματός της, τη διάταξη και λειτουργία των τεμαχίων της στη διαδρομή τού χρόνου. Επειδή η γλώσσα έχει πλευρές ή όψεις που τείνουν να έλκουν αμέσως την προσοχή μας, απαιτείται βαθιά μελέτη και επισταμένη ανάλυση προκειμένου να διακρίνουμε πού πρέπει να στραφούμε για να συγκεντρώσουμε τα στοιχεία που αποκαλύπτουν τη δομή της. Όπως η προσπάθεια κάποιου να χαρτογραφήσει τη διαδρομή μιας αμαξοστοιχίας με μόνα στοιχεία ορισμένους ενδιάμεσους σταθμούς, έτσι και η αποκάλυψη της διαχρονικής δομής μιας γλώσσας με μόνα στοιχεία τα ελλιπώς διατηρημένα γραπτά μνημεία τού παρελθόντος είναι εγχείρημα δύσκολο και δεν πρέπει να βασίζεται στη διαίσθηση, στον ρομαντισμό και στην ημιμάθεια, που αποτελούν την αφετηρία τής γλωσσικής μυθολογίας.

Έχει επανειλημμένως καταδειχθεί ότι ο πλέον αξιόπιστος μάρτυς που διαθέτουμε για να αποκτήσουμε αυτές τις πληροφορίες είναι η μορφολογία, το επίπεδο γλωσσικής ανάλυσης που ασχολείται με τη δομή και λειτουργία των τεμαχίων (μορφημάτων), καθώς επίσης με τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν τον σχηματισμό των γραμματικώς αποδεκτών λέξεων μιας γλώσσας. Ο Γάλλος γλωσσολόγος Antoine Meillet, από τους θεμελιωτές των ιστορικοσυγκριτικών σπουδών, τόνισε τη σπουδαιότητα αυτού του παράγοντα: «Αυτό που τελειωτικά καθορίζει τη συνέχεια μεταξύ δύο γλωσσών είναι οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται η μορφολογία» (La méthode comparative en linguistique historique, Oslo & Paris 1925). Η μορφολογία διακρίνεται από τη σταθερότητα που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε ποια είναι η δομή των λέξεων και πώς δηλώνεται διαχρονικά.

Οι εικασίες που εμπίπτουν σε ό,τι έχουμε μέχρι τώρα αποκαλέσει «γλωσσική μυθολογία» έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αστοχούν οικτρά στον τομέα τής μορφολογίας. Όσοι διατυπώνουν τέτοιες εικασίες έχουν μερικές φορές μοχθήσει σκληρά να εδραιώσουν τη θεωρία τους σε παρατηρήσεις για λεξική ομοιότητα, σε νύξεις περί εκφραστικότητας διαφόρων φθόγγων (π.χ. ότι μερικοί φθόγγοι είναι καταλληλότεροι από άλλους στη δήλωση της τραχύτητας ή της ηπιότητας) ή σε σύγκριση ετερόκλιτων στοιχείων από άλλες γλώσσες (όπως π.χ. πρόσφατο βιβλίο που αναζητεί μυκηναϊκές ρίζες στην κουτσοβλαχική / αρωμουνική γλώσσα). Τελικά φθάνουν να ανακατεύουν απλώς τα χρώματα της παλέτας τού καλλιτέχνη, επιχειρώντας να ζωγραφίσουν τον πίνακα από την αρχή με βάση το ιδεατό τους σχέδιο.

Συνήθη μορφολογικά λάθη: Εσφαλμένη ανάλυση της λέξεως, υποτυπώδης ή μηδενική κατανόηση του ορίου τεμαχίων (μορφημάτων), κακή αποτίμηση του ρόλου κάθε μορφήματος στη συγκριτική μελέτη και άγνοια της λειτουργικής διαφοράς κάθε μορφήματος (συμφύματος, ενθήματος, επιθήματος κτλ.). Χωρίς επαρκή εποπτεία τής μορφολογίας είναι μάλλον βέβαιο ότι θα αποσπαστεί η προσοχή μας από κάτι φαινομενικά εντυπωσιακό. Όπως οι θεατές ενός ταχυδακτυλουργού, είναι πιθανόν ότι θα κοιτάζουμε εκεί όπου θέλει ο έμπειρος διασκεδαστής και όχι εκεί όπου πραγματικά συμβαίνει ό,τι κατόπιν μας παρουσιαστεί.

Ακραία παραδείγματα ελλιπούς γνώσεως της μορφολογίας έχω παραθέσει σε παλαιότερο άρθρο μου, ευγενώς φιλοξενημένο σε άλλον ιστότοπο, και είναι περιττό να τα επαναλάβω εδώ. Αρκούμαι να σημειώσω ότι οι εσφαλμένες ετυμολογικές αναγωγές με τις οποίες ασχολήθηκα σε εκείνο το άρθρο επαναλαμβάνονται κατά καιρούς αναδιατυπωμένες ή εμπλουτισμένες, με τρόπο πάντοτε κολακευτικό στα αφτιά και ύφος που μαρτυρεί σφαλερά εδραιωμένη πεποίθηση.

Η πλάνη που οφείλεται σε ανεπαρκή κατάρτιση ως προς τη μορφολογία μπορεί να εκδηλωθεί και με πιο έμμεσο τρόπο. Αυτό συμβαίνει, όταν δεν ξέρουμε πώς να αξιοποιήσουμε τα μορφολογικά στοιχεία ή όταν τα εξαναγκάζουμε να δηλώσουν αυτό που έχουμε προαποφασίσει.

Εξετάστε το ακόλουθο παράδειγμα.

Σε πρόσφατο βιβλίο τού οποίου ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι αποδεικνύει την πρωτοελληνική καταγωγή των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, χρησιμοποιούνται επιχειρήματα από τη μορφολογία. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η Ελληνική είναι η μόνη γλώσσα στην οποία τα παραγωγικά επιθήματα έχουν «νοηματικό» χαρακτήρα ή «νοηματική διασύνδεση», ενώ στις υπόλοιπες γλώσσες αποτελούν απλώς λείψανα παλαιότερων λειτουργιών.

Ως παράδειγμα παρουσιάζεται το επίθημα -τηρ, όπως απαντά σε ουσιαστικά τού τύπου κρα-τήρ, βα-τήρ, δο-τήρ, θυγά-τηρ, πα-τήρ, μή-τηρ κ.τ.ό., διατυπώνεται δε η άποψη ότι αντίστοιχες «ενδογενείς παραγωγικές καταλήξεις» (όπως τις αποκαλεί ο συγγραφέας) στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. -dar, -tar, -ter, -tir, -thair, -dor κτλ.) είναι εντελώς απομονωμένες. Για τις λέξεις με επίθημα -ther στην Αγγλική προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «δεν διαθέτουν ως σύνολο καμία νοηματική ή γραμματική διασύνδεση ούτε μεταξύ τους, ούτε με τα συγγενείας σημαντικά, ούτε με κάποια άλλη ομάδα ονομάτων μέσα στην αγγλική γλώσσα, όντας άλλωστε και διαφορετικά μέρη τού λόγου, δηλαδή άλλες είναι ονόματα (ουσιαστικά ή επίθετα), άλλες ρήματα και άλλες επιρρήματα!» (η σήμανση με θαυμαστικό είναι του συγγραφέα). Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι το επίθημα αυτό έχει πρωτοελληνική αρχή, την οποία κάθε λαός προσάρμοσε στην «εκάστοτε ακουστική του αντίληψη».

Η αξιοπρόσεκτη αυτή επιχειρηματολογία κινείται σε ολισθηρό έδαφος. Εν πρώτοις, η αντιπαραβολή τής Αρχαίας Ελληνικής με γλώσσες πολύ νεότερές της (π.χ. Αγγλική), οι οποίες βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο εξελίξεως, είναι παροδηγητική και αποσπασματική. Αν και παρατίθενται σποραδικά παραδείγματα από τη Λατινική και τη Σανσκριτική, δεν παρουσιάζεται το πληρες μεταπτωτικό σύστημα των επιθημάτων αυτών των γλωσσών, το οποίο σε σύγκριση και με την Ελληνική οδηγεί σε Ι.Ε. επίθημα *-ter.

Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι, ενώ στην Ελληνική το εν λόγω επίθημα δηλώνει τον δράστη τής ενέργειας, όταν απαντά σε άλλες συγγενείς γλώσσες, δεν έχει τέτοια λειτουργία. Εντούτοις, η μορφολογία τής Λατινικής ανατρέπει αυτή την ατελή εικόνα: τα παραγωγικά τέρματα -tor και -tr(ix) (θηλ.), που προέρχονται από άλλες μεταπτωτικές βαθμίδες τού Ι.Ε. επιθήματος *-ter, έχουν αυτό ακριβώς το λειτουργικό φορτίο. Παραδείγματα: lec-tor, fac-tor, ora-tor, ac-tor, vic-tor, inven-tor – vic-tr-ix, inven-tr-ix, gene-tr-ix κτλ. Ας αφήσουμε επίσης κατά μέρος το γεγονός ότι το συγκεκριμένο επίθημα δεν φαίνεται να έχει στην Ελληνική πολλές αρχαϊκές μαρτυρίες στη δήλωση του δράστη τής ενέργειας (απουσιάζει με αυτή τη λειτουργία από τα κείμενα της Γραμμικής Β΄, όπου το μοναδικό δείγμα ta-te-re δεν έχει βεβαιωμένα αναγνωσθεί *στατῆρες). Αξίζει ωστόσο να αναρωτηθούμε: Αν προς χάριν τής συζητήσεως παραδεχτούμε ότι κάποιο επίθημα ή ορισμένη μορφολογική κατηγορία εμφανίζεται πλήρως σε μια γλώσσα και ατελώς σε συγγενή της, είναι αυτό ο αξιόπιστος μάρτυς που πρέπει να αναζητήσουμε για να τεκμηριώσουμε την «πατρογονική γραμμή»;

Ορισμένα αντιπαραδείγματα μπορεί να εμπλουτίσουν τον συλλογισμό μας: Η Ελληνική έχασε (ήδη από την αρχαιότητα) τα περισσότερα ληκτικά σύμφωνα, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται να λήγει ελληνική λέξη σε σύμφωνο εκτός από ν, ς, ρ (σπανίως) με την εξαίρεση των λεξικών δανείων και ορισμένων καταλοίπων. Ωστόσο, η Λατινική διατηρεί το αρχαϊκό ληκτικό -d (π.χ. αντωνυμίες aliud, istud, id κτλ.), το οποίο στην Ελληνική ανιχνεύεται μόνο ως υπόλειμμα σε παράγωγα και χωρίς μορφολογικό ρόλο (π.χ. αρχ. ἀλλο-δ-απός, αναλογικά και πο-δ-απός). Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι η Λατινική είναι πρόγονος της Ελληνικής. Το αξιοσημείωτο γεγονός ότι η Λιθουανική διασώζει το οκτάπτωτο ινδοευρωπαϊκό σύστημα, το οποίο έχουν ως επί το πλείστον απολέσει άλλες συγγενείς γλώσσες (μεταξύ των οποίων και η Ελληνική), δεν συνιστά βάση εκκινήσεως παρόμοιου συλλογισμού. Η διαπίστωση ότι η Σανσκριτική διατηρούσε εν πλήρει λειτουργία το μόρφημα -bhyas της Ι.Ε. δοτικής πληθυντικού (*-bhyos) και ότι η Λατινική προσεγγίζει με το επίθημα -bus, ενώ η Αρχαία Ελληνική δεν έχει κρατήσει ούτε ίχνος του με πτωτική λειτουργία, δεν είναι λόγος να υποθέσουμε ότι αυτές είναι οι μητρικές γλώσσες. Η Ελληνική συγχώνευσε διάφορες πτωτικές λειτουργίες σε κοινή μορφολογική δήλωση, χωρίς αυτό να αποτελεί μειωτικό στοιχείο ή τον αποφασιστικό παράγοντα για τη βαθμίδα εξελίξεως μιας γλώσσας.

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να αυξηθούν απεριόριστα.

Όταν ερευνούμε την ιστορία τής γλώσσας και επανασυνθέτουμε πρωτογενείς τύπους, είναι σημαντικό να ακολουθούμε το περίγραμμα της δομής που μας δίνει η μορφολογία και όχι αυτό που έχουμε χαράξει στη διάνοιά μας επειδή είναι πιο ελκυστικό. Είναι ευτύχημα ότι η γλωσσολογία έχει αναπτύξει σε εξαιρετικό βαθμό τα εργαλεία τής επανασύνθεσης ή αποκατάστασης, που μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε επαληθεύσιμες υποθέσεις για το γλωσσικό παρελθόν. Αν δεν ξέρουμε μορφολογία, είναι πιθανόν ότι τα ίδια αυτά εργαλεία θα τραυματίσουν την αξιοπιστία μας, όπως ένας λατόμος πληγώνεται από τον δικό του πέλεκυ και τη δική του αδεξιότητα. Τελικά θα πλήξουν τη θεωρία που καλοπροαίρετα διατυπώσαμε.

Στο τελευταίο άρθρο αυτής της θεματικής ενότητας θα εξετάσουμε πώς η γλωσσική μυθολογία προσκρούει στην αρχή τής ομοχρονίας, που πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα σε κάθε συγκριτική μελέτη.

Σημείωση: Ενδιαφέρον και μεστό επιχειρημάτων το άρθρο παράλληλου συλλογισμού τού αγαπητού συναδέλφου Ευθ. Φ. Παναγιωτίδη, στο οποίο μετά χαράς παραπέμπω.