―Le temps s’en va, le temps s’en va, ma Dame
―Las, le temps non, mais nous, nous en allons
Pierre de Ronsard (1555)
―Las, le temps non, mais nous, nous en allons
Pierre de Ronsard (1555)
Στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας οι δρομείς έχουν την υποχρέωση να ανταλλάξουν τη σκυτάλη μέσα σε περιορισμένη απόσταση. Από την ικανότητα των αθλητών να συνεργαστούν σε αυτό το μικρό διάστημα εξαρτάται, όχι μόνο η επιτυχία τους, αλλά η ίδια η εγκυρότητα της συμμετοχής τους. Η αλλαγή απαιτεί συγχρονισμένη και σαφώς οριοθετημένη συμπόρευση.
Αν συζητούμε τη διαδικασία τής γλωσσικής μεταβολής, δεν είναι ίσως άστοχο να λάβουμε υπ΄ όψιν το αγώνισμα της σκυταλοδρομίας. Οι αλλαγές στη γλώσσα, είτε είναι ταχείες είτε βραδείες, είτε ριζικές είτε ανεπαίσθητες, προϋποθέτουν οπωσδήποτε συγχρονισμένη και σαφώς οριοθετημένη συμπόρευση. Μπορούμε να αντιληφθούμε τη γλωσσική αλλαγή ως διαδικασία κατά την οποία το παλαιό και το νέο συνυπάρχουν, συμβαδίζουν και συμπορεύονται, μέχρις ότου η σκυτάλη παραδοθεί και το νέο επικρατήσει. Αποκαλούμε αυτή την αναγκαία συνθήκη ομοχρονία. Ο ιστορικός γλωσσολόγος έχει την αυτονόητη υποχρέωση να αποδείξει, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Γεωργίου Χατζιδάκι, «ὅτι ὅτε ἐλέχθη τὸ νεώτερον, ὑπῆρχεν ἔτι τὸ ἄλλο».
Οι γλωσσικές μελέτες πριν από την ανάπτυξη της επιστημονικής γλωσσολογίας και τη συνειδητοποίηση των κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται υπέπιπταν συχνά σε σφάλματα αναχρονισμού. Ενθουσιώδεις ερευνητές των ελληνικών γραμμάτων, γλωσσοδίφες των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, έσπευδαν να ανακαλύπτουν παντού ομηρικά στοιχεία, ίχνη τού δίγαμμα, ασυναίρετους τύπους και να εμφανίζουν συμπεράσματα που έδειχναν ατελή αντίληψη της γλωσσικής πραγματικότητας. Στη σπουδή τους να καταδείξουν τη γλωσσική συνέχεια, πραγματοποιούσαν χρονικά και λογικά άλματα, ακυρώνοντας τα συμπεράσματά τους, ακριβώς όπως ο δρομέας θα ακυρωθεί αν προσπαθήσει από μακριά να πετάξει τη σκυτάλη στον επόμενο συναθλητή του.
Η αρχή τής ομοχρονίας στηρίζεται στον ρεαλισμό. Ο ιστορικός γλωσσολόγος θεωρεί αδιανόητο να παραβλέψει ότι η μεταβολή προϋποθέτει επαφή τού παλαιού με το νέο, ότι ο δανεισμός απαιτεί (σε κάποιον βαθμό) δίγλωσσους ομιλητές και ότι καμμία εικαζόμενη αλλαγή δεν γίνεται δεκτή, αν δεν εντάσσεται ομαλά στο φωνολογικό και μορφολογικό σύστημα της συγκεκριμένης γλωσσικής φάσης. Αν δεν κρίνουμε κάθε μας εισήγηση υπό τους όρους τής ομοχρονίας, τα συμπεράσματά μας δεν ευθυγραμμίζονται με τη γλωσσική πραγματικότητα και τα ευγενή μας κίνητρα να αποδείξουμε τη γλωσσική συνέχεια δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσουν αυτό που η τεκμηρίωση απαιτεί: μαρτυρίες, σώματα κειμένων, συστηματική ανάλυση.
Στην περίοδο της προεπιστημονικής γλωσσολογίας ελάχιστα ετίθετο υπ’ όψιν των μελετητών η αναγκαιότητα ελέγχου τής ομοχρονίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε στον ελληνικό χώρο η απήχηση που γνώρισε η αποκαλούμενη αιολοδωρική θεωρία, την οποία δίδασκαν και προωθούσαν πολυμαθείς λόγιοι, όπως ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Δημήτριος Μαυροφρύδης και άλλοι. Η εν λόγω θεωρία πρέσβευε ότι η Νέα Ελληνική προερχόταν από «ανάμιξη» στοιχείων των αρχαίων αιολικών και δωρικών ιδιωμάτων, όχι από μετεξέλιξη της Ελληνιστικής Κοινής. Για την εποχή εκείνη, όταν αμφισβητείτο έντονα το ελληνικό στοιχείο και διαδίδονταν ευρέως μεταξύ των λογίων οι απόψεις περί σλαβικής καταγωγής των Ελλήνων, η αιολοδωρική θεωρία έβρισκε χωρίς δυσκολία πρόσφορο έδαφος και ευήκοα ώτα.
Εντούτοις, οι αγαθές προθέσεις δεν προσφέρουν γλωσσολογικά τεκμήρια. Μολονότι σήμερα δεχόμαστε ότι οι περιφερειακές κυρίως διάλεκτοι διατήρησαν αξιοσημείωτους αρχαϊσμούς από τις αρχαιοδιαλεκτικές νησίδες όπου ανήκαν, η αιολοδωρική θεωρία κατέφευγε σε αστήρικτους αναχρονισμούς, οι οποίοι μοιάζουν πολύ με τα έωλα ευρήματα των γλωσσικών μύθων.
Οι λόγιοι της εποχής αθετούσαν συστηματικά τον παράγοντα του χρόνου και επικαλούνταν επιφανειακές ομοιότητες. Επί παραδείγματι, στους νεοελληνικούς τύπους αγαπάει, τιμάει, νικάει έβλεπαν ασυναίρετες ομηρικές μορφές (έγραφαν, για λόγους εντελώς διαφορετικούς από τον Γ. Χατζιδάκι, ἀγαπᾷει, νικᾷει, τιμᾷει). Δεν είχαν αναλογιστεί ότι οι ασυναίρετοι τύποι είχαν από πολλούς αιώνες πάψει να είναι λειτουργικοί στη γλώσσα (σπανίζουν στους αττικούς συγγραφείς). Στην πραγματικότητα, η παρέκταση αγαπά-ει, τιμά-ει, νικά-ει δεν έχει καμμία σχέση με την αρχαία συναίρεση, αλλά οφείλεται σε αναλογική επέκταση του επιθήματος -ει που χαρακτηρίζει το γ΄ ενικό πρόσωπο.
Ομοίως, οι τύποι των θηλυκών ουσιαστικών τιμές, χώρες, ψυχές κτλ. δεν αποτελούν επιβιώματα αιολικών τύπων (πράγμα που ωθούσε τους αιολοδωριστές να γράφουν τιμαῖς, χώραις, ψυχαῖς) ούτε το αρχαίο άρθρο τού πληθυντικού αἱ τράπηκε με κάποιον μυστηριώδη τρόπο σε ᾑ (οι αιολοδωριστές έγραφαν ᾑ ψυχαῖς, ᾑ χώραις), αλλά προέρχονταν από επίδραση των παλαιών τριτοκλίτων (π.χ. γυναίκες, ελπίδες, παγίδες) και του αρσενικού άρθρου οι, το οποίο επεκτάθηκε αναλογικά στο θηλυκό. Περαιτέρω, η αρχή τής ομοχρονίας δεν ελήφθη υπ’ όψιν από εκείνους που έβλεπαν δωρικό φωνήεν -α- στις γενικές του πατέρα, της ακρίδας κτλ. ούτε βάρυνε καθόλου στη σκέψη όσων ετυμολογούσαν νεοελληνικές λέξεις μιλώντας για «προσθήκη» ή «αφαίρεση» γραμμάτων.
Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε την ίδια πλάνη, το ίδιο πλαστό ή πεποιημένο συμπέρασμα, σε σύγχρονους δημοφιλείς μύθους. Ποια ομοχρονική βάση έχει ο αλματικός ισχυρισμός τού Γιοσέφ Γιαχούντα (Joseph Yahuda) ότι στο εβραϊκό ληκτικό μόρφημα מ (του πληθυντικού αρσενικών) αναγνωρίζει την αρχαία ελληνική δίφθογγο –οι, όπως όμως προφέρεται στα Νέα Ελληνικά (δηλ. /i/); Ποια ετυμολογική βάση έχει η εικασία του ότι τα αρχαία ελληνικά ρήματα σε -ζω αποτελούν την αφετηρία εβραϊκών ρημάτων μέσης φωνής, όπου η κατάληξη έχει μετατραπεί σε πρόθεμα;
Περισσότερο οικεία είναι η πλάνη που σχετίζεται με τη λέξη αφτί. Ασφαλώς ορισμένοι ομιλητές, έχοντας εξοικειωθεί με τη γραφή αυτί και θεωρώντας την ίσως πιο καλαίσθητη, έχουν το δικαίωμα να κρατούν την άποψή τους και να υιοθετούν τη γραφή τής προτιμήσεώς τους. Ωστόσο, στους μη επιστημονικούς κύκλους είναι διαδεδομένη η εντύπωση ότι η γραφή αφτί οφείλεται σε εσκεμμένη απλούστευση και σε αθέτηση της ιστορίας τής γλώσσας.
Η θεώρηση αυτή είναι καθ’ ολοκληρίαν άστοχη και εντελώς παροδηγητική. Από την εποχή τού Γεωργίου Χατζιδάκι μέχρι τώρα οι γλωσσολόγοι και τα έγκυρα λεξικογραφικά έργα έχουν εξηγήσει ότι δεν πρέπει να αθετούμε την ετυμολογική αρχή. (Το σχετικό εξαίρετο κείμενο του αγαπητού συναδέλφου Βασ. Αργυρόπουλου δίνει απαντήσεις σε κάθε πιθανή αμφισβήτηση της ετυμολογικής πορείας). Εντούτοις, παρατηρεί κανείς να επαναλαμβάνονται εικασίες και αναχρονιστικές υποθέσεις, όπως ότι πρόκειται για διατήρηση του αρχ. δωρικού τύπου αὖς, αὐτός και του υποκοριστικού αὐτίον, πράγμα που ―κατά την ίδια επικριτική άποψη― συνηγορεί υπέρ της γραφής αὐ-.
Δεν κρίνω περιττό να επαναλάβω εδώ ότι ο έλεγχος της ομοχρονίας θα έπρεπε να είχε υποψιάσει τους εισηγητές τέτοιων εκδοχών. Ο αρχαϊκός δωρικός τύπος και ο πληθυντικός ἆτα (< *αὐσατ-) είχαν περιθωριοποιηθεί ήδη από την κλασική εποχή. Όταν συναντάται το μεσαιωνικό ἀφτίον, οι δωρικοί τύποι είχαν από πολλούς αιώνες παραδώσει τη σκυτάλη στους ισχυρότερους και ομαλότερους ομολόγους τους της Ελληνιστικής Κοινής. Δεν υπήρχαν πλέον, ώστε να παίξουν ρόλο στη μεταβολή.
Οι μεσαιωνικές μαρτυρίες δείχνουν ποια υπήρξε η πορεία τής αλλαγής που οδήγησε στο ουσ. αφτί. Η συνεκφορά τὰ ὠτία οδήγησε μετά τον ιωτακισμό σε περαιτέρω φωνητική εξέλιξη: τὰ ὠτία > *ταουτία [tautía] (με στένωση του /o/ προ του ανοικτότερου /a/) > [tawtía] (ημιφωνοποίηση) > *ταφτία (με αποκρυστάλλωση του ημιφώνου ως αήχου χειλοδοντικού αντί διχειλικού) > τ’ αφτία (με επανανάλυση που επέφερε ανασυλλαβισμό) > αφτία / (ενικός) αφτί. Πουθενά στη διαδρομή τής λέξεως δεν υπήρξε αρχαία δίφθογγος αυ-, την οποία θα έπρεπε για λόγους ιστορικής ορθογραφίας να διατηρήσουμε στη γραφή.
Ο ρόλος τής ομοχρονίας, όπως και των άλλων κριτηρίων ελέγχου που ανέλυσα σε προηγούμενα σημειώματα, είναι να πιστοποιήσει την εγκυρότητα της έρευνάς μας και να βεβαιώσει ότι το νόμισμα που κρατούμε δεν είναι πλαστό. Αντί να αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από έναν εύπεπτο μύθο, μπορούμε πάντοτε να ασκούμε το δικαίωμα να μελετούμε σε βάθος και να κατέχουμε τα κατάλληλα εργαλεία, τα επιστημονικά σύνεργα. Εργαλεία όπως η επανασύνθεση, η μορφολογική ανάλυση, η διαπίστωση αντιστοιχιών και η ομοχρονία έχουν εδώ και πολλά χρόνια καταθέσει τα διαπιστευτήριά τους και παρουσιάσει πλήθος αξιόπιστων ευρημάτων, τα οποία διεύρυναν τις γνώσεις μας για τη γλωσσική λειτουργία και εξέλιξη.
Αν κάποιος γοητεύεται από τη γλωσσική μυθολογία και τις ελκυστικές θεωρίες που την υποστηρίζουν, είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τα εξής ερωτήματα: Έχω αναρωτηθεί τι οδήγησε το σύνολο της γλωσσολογικής κοινότητας σε αυτή την άποψη; Έχω προσωπικά εξετάσει τα τεκμήρια που προσάγονται και τον τρόπο εφαρμογής ή προβολής τους σε αρχαίες και σύγχρονες γλώσσες; Έχουν οι εισηγητές των αντίθετων απόψεων υποστεί τον κριτικό έλεγχο της επιστημονικής κοινότητας, υποβάλλοντας γραπτά τους σε επιστημονικά περιοδικά για ομότιμη αναθεώρηση (peer-review) και παρουσιάζοντας εργασίες τους σε συνέδρια γλωσσολογίας για να κριθούν; Έχω βεβαιωθεί ότι όσοι κατηγορούν τη συγκριτική γλωσσολογία διαθέτουν το επιστημονικό υπόβαθρο να αναιρέσουν τα πορίσματά της;
Αν η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική, τότε είναι καλό να κάνουμε (μεταφορικώς) ένα βήμα πίσω και να δώσουμε στον εαυτό μας την απαιτούμενη κατάρτιση, ώστε να εξακριβώσουμε τι ποιότητας εργαλεία χρησιμοποιούνται στη γλωσσολογία. Αν είναι ιδεολογικά, τότε ασφαλώς πρέπει να ασκήσουμε κριτική. Αν όμως είναι επιστημονικά, θα έχουμε την υποχρέωση να βρούμε εμείς ανώτερα ή καλύτερης ποιότητας.
Η σύντομη ζωή μας δεν αφήνει πολύ χρόνο για ατέρμονες περιπλανήσεις στην ψευδώνυμη γνώση. Όπως ανέφερε το αρχικό απόσπασμα από τον Ρονσάρ, δεν είναι ο χρόνος που παρέρχεται, αλλά εμείς οι περαστικοί από αυτόν. Αν παρασυρθούμε από τους μύθους, από τα ευγενή ψεύδη, κινδυνεύουμε σοβαρά να μοχθούμε για την ανακάλυψη της αλήθειας μόνοι μας, χωρίς να οικοδομούμε σε ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί. Θα ήταν σαν να ξεκινούμε κάθε φορά από την αρχή… Και δεν θα έχουμε πάντοτε διαθέσιμο ή απεριόριστο χρόνο για αυτό.
Σημείωση: Ευχαριστώ όλους τους αναγνώστες των τεσσάρων σημειωμάτων περί γλωσσικής παραμυθίας για την ανταπόκρισή τους μέσω σχολίων και ηλ. μηνυμάτων. Σημειώνω ότι την αρχή τής ομοχρονίας και τη σπουδαιότητά της για την ετυμολογία έχω παρουσιάσει αναλυτικά στο βιβλίο μου Εισαγωγή στη Μεσαιωνική και Νεοελληνική Ετυμολογία (σ. 184 κ. εξ.).