30/3/07

Η σημασιολογική δείνωση - Μέρος Β΄

Πάνω στο κομοδίνο της είναι ένα μικρό κουτάκι. Δεν έχει τίποτε σπουδαίο: ένα φτηνό κολιέ με πολλές πολύχρωμες χάντρες. Αλλά δίπλα του υπάρχει μια κάρτα. Λέει ότι το κολιέ είναι δώρο από την οχτάχρονη κορούλα της, που ξόδεψε για αυτό όλες της τις οικονομίες. Τώρα το ασήμαντο κουτάκι παίρνει στα μάτια της άλλη αξία. Η μητέρα αγκαλιάζει την κόρη της συγκινημένη και γεμάτη ευγνωμοσύνη.

Όπως τα πράγματα, έτσι και οι λέξεις συχνά εξαρτούν την αξία τους από το ποιος τις χρησιμοποιεί. Το περιβάλλον χρήσεως, το ποιόν των ομιλητών και η αντίληψη της γλωσσικής κοινότητας αποκτούν ξεχωριστό ρόλο στο σημασιολογικό φορτίο μιας λέξεως και επηρεάζουν την πορεία ενδεχόμενης μεταβολής. Αν η μητέρα που αναφέρθηκε στον πρόλογο δεχόταν το ίδιο δώρο σε επέτειο γάμου από τον σύζυγό της, οπωσδήποτε η αξιολόγησή του θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Στο προηγούμενο άρθρο μου εξήγησα ότι η σημασιολογική δείνωση συνεπάγεται μείωση του κύρους μιας λέξεως, η οποία ακολουθείται από κακοσημία. Ως αποτέλεσμα, η λέξη απαντά πλέον σε άλλο συγκείμενο και με διαφορετικά υπονοήματα. Όπως συμβαίνει με το σύνολο των σημασιολογικών μεταβολών, τις περισσότερες φορές δεν έχουμε τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε το σημείο αφετηρίας μιας αλλαγής, αλλά νιώθουμε απλώς ικανοποιημένοι όταν μπορούμε να απεικονίσουμε τη μετέπειτα εξέλιξη.

Η ενασχόληση με τις τάξεις των σημασιολογικών μεταβολών, κυρίως δε με τη δείνωση, καθιστά απαραίτητη μια διασάφηση. Η παραδοσιακή εικόνα των αλλαγών σημασίας βασιζόταν στην απατηλή εντύπωση ότι κατά κάποιον τρόπο η νεότερη σημασία προέρχεται ή εκπηγάζει από την προηγούμενη ή ότι η παλαιότερη σημασία μετατρέπεται στη νέα. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Αμφότερες οι σημασίες πρέπει να είναι διαθέσιμες στην ίδια γλωσσική κοινότητα υπό τον όρο τής ομοχρονίας, προκειμένου να διαμορφωθούν οι συνθήκες που ευνοούν κάποια αλλαγή.

Η αρχή αυτή είναι διαυγέστερη όταν εξετάζουμε τη σημασιολογική αλλαγή φράσεων, όχι απλώς λέξεων. Εξετάστε το ακόλουθο παράδειγμα δείνωσης:

Η φράση έφαγε της χρονιάς του σήμερα σημαίνει «ξυλοκοπήθηκε άγρια». Εντούτοις, η αρχή της δεν ήταν κακόσημη. Τα σώματα κειμένων δείχνουν ότι αρχικώς αναφερόταν σε κάποιον ο οποίος έφαγε από τις προμήθειες που είχε αποθηκεύσει εκείνη τη χρονιά. Είναι φανερό ότι, αφού οι εν λόγω προμήθειες ήταν προϊόντα εποχής, υπήρχαν σε αφθονία, επειδή ο σκοπός τους ήταν να καλύψουν τις ανάγκες ολόκληρου του έτους. Η χρήση τής φράσης με τη σημασία «ξυλοκοπήθηκε» ήταν στην αρχή ευφημιστική, δηλαδή αποσκοπούσε στην απόδοση δυσμενούς σημασίας με λεκτικά μέσα που δεν είχαν χρωματιστεί ως κακόσημα.

O δίαυλος αλλαγής τής σημασίας συνδέεται άρρηκτα με το περιβάλλον επικοινωνίας, όχι μόνο το συγκειμενικό, αλλά το ευρύτερο. Ο ομιλητής χρησιμοποιεί τη λέξη ή τη φράση με άλλη σημασία, επειδή αυτό υπηρετεί τα αξιώματα της επικοινωνίας. Σε αυτά περιλαμβάνεται επίσης η επιθυμία τού ομιλητή για πρωτοτυπία και εκφραστικότητα, ειδικά όταν νιώθει ότι τα διαθέσιμα μέσα έχουν υποστεί κατά κάποιον τρόπο κορεσμό.

Για να παραμείνουμε στο εννοιακό πεδίο τού «ξυλοκοπήματος», η φράση τον έκανα του αλατιού «τον έδειρα» δεν ήταν εξ αρχής κακόσημη. Φαίνεται ότι αφετηρία της υπήρξε η συνήθεια να κοπανίζουν το μπαγιάτικο ή σκληρό κρέας (κυρίως στα στρατόπεδα του 19ου αιώνα), για να μαλακώσει, ώστε στη συνέχεια να αλατιστεί. Το κοπανισμένο κρέας ήταν πλέον του αλατιού, κατάλληλο για αλάτισμα. Αυτή η κοινή εικόνα προσέδιδε στον λόγο ευφυΐα και πρωτοτυπία, όταν μεταφερόταν στην απόδοση του ξυλοκοπήματος.

Το περιβάλλον δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας. Οι ομιλητές τείνουν να αξιολογούν τον τρόπο επικοινωνίας, τον δικό τους και των άλλων, και να αντλούν συμπεράσματα για τη γλώσσα. Σε αρκετές περιπτώσεις η άποψή τους για άλλους ομιλητές επηρεάζει τις λέξεις, όπως το επίπεδο των κατοίκων επηρεάζει την εικόνα μιας περιοχής.

Στην περίπτωση των λέξεων dilettante (ιταλ.), amateur (γαλλ.) και ερασιτέχνης αυτός ακριβώς είναι ο λόγος τής σημασιολογικής δείνωσης. Οι πηγές δείχνουν ότι οι λέξεις αυτές αναφέρονταν σε κάποιον που εκδήλωνε πραγματική αφοσίωση σε κάτι, αν και δεν το ασκούσε ως επάγγελμα, αποτελούσε δε ενασχόληση των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. Βαθμηδόν οι ομιλητές άρχισαν να αντιδιαστέλλουν τέτοιες ασχολίες προς την ειδική επιστημονική γνώση των ειδημόνων. Τελικά, ερασιτέχνης αποκλήθηκε, όχι πλέον ο εραστής τής τέχνης, αλλά κυρίως ο ανειδίκευτος, ο άπειρος, ο μη ειδικός.

Οι όροι αγαθός και αθώος, μολονότι δεν έχουν χάσει τις αρχικές σημασίες τους, έφθασαν στη Νέα Ελληνική να δηλώνουν επίσης τον «ανόητο» ή «εύπιστο» άνθρωπο, πράγμα που κινείται παράλληλα προς τη δείνωση σημασίας την οποία υπέστησαν οι γαλλικές λέξεις innocent «αθώος – ανόητος» και bonhomme «καλός, καλοκάγαθος – ανόητος, εύπιστος». Στην ίδια κατηγορία ανήκει η λέξη κρετίνος «ηλίθιος», η οποία ανάγεται στο γαλλ. crétin, που δύσκολα αποκαλύπτει την καταγωγή του από το υστερολατινικό christianus (< ελνστ. χριστιανός).

Χαρακτηριστική περίπτωση σημασιολογικής χειροτέρευσης αποτελεί η αγγλική λέξη gay, η οποία επί αιώνες σήμαινε «πρόσχαρος, ζωηρός, εύθυμος» και ώς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δινόταν συχνά ως προσωπικό όνομα. Η αλλαγή σημασίας της ξεκίνησε από την αργκό των φυλακών, όπου η φράση gay cat σήμαινε «νεαρός αλήτης που τον εκμεταλλεύεται (συχνά σεξουαλικά) άλλος εμπειρότερος» και κατόπιν «νεαρός ομοφυλόφιλος», πράγμα που οδήγησε στη γενίκευση της σημασίας «ομοφυλόφιλος» (Webster’s Dictionary of Word Histories, Springfield Mass., 1992). Η επικράτηση της σημασίας αυτής είχε ως αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί εντελώς η ιστορικά κληρονομημένη χρήση «εύθυμος, ζωηρός», η οποία σήμερα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια από τον μέσο ομιλητή χωρίς σοβαρή παρεξήγηση.

Ιδιαίτερα επιρρεπή στη σημασιολογική δείνωση είναι τα λεξικά δάνεια. Αυτό δεν οφείλεται σε εγγενή κατωτερότητα των δανείων ούτε υπάρχει τίποτε το «χυδαίο» στη χρήση λέξεων ξένης προελεύσεως. Εντούτοις, το λεξικό δάνειο δεν μεταφέρει στην αποδέκτρια γλώσσα τις σημασιολογικές και μορφολογικές συνάψεις (γλωσσολογικώς, τις παραδειγματικές και συνταγματικές σχέσεις) που είχε στη γλώσσα προελεύσεως (φαινόμενο κλεψύδρας). Αυτό καθιστά τέτοια δάνεια επιρρεπή σε επανερμηνεία με βάση κυρίως τη φωνητική ομοιότητα.

Η λέξη παλάβρα είναι ισπανοεβραϊκής προελεύσεως και αρχικά σήμαινε, όπως και στα Ισπανικά, «λέξη, λόγος». Η ισπανοεβραϊκή γλώσσα (λαντίνο) αποτελούσε επί μακρόν lingua franca κατά τις εμπορικές συναλλαγές στην προπολεμική Θεσσαλονίκη (ακόμη και εκτός των σεφαραδίτικων κοινοτήτων) και έτσι η λέξη παλάβρα πέρασε στην Ελληνική. Στην αποδέκτρια γλώσσα, όμως, η ισχυρή παρετυμολογική επίδραση του ήδη μεσαιωνικού επιθέτου παλαβός (λόγω φωνητικής ομοιότητας) κινητροδότησε τη σημασιολογική δείνωση και έτσι σήμερα η λέξη παλάβρα έφθασε να σημαίνει «τρέλα», το δε παράγωγο παλάβρας έγινε συνώνυμο του παλαβός.

Όταν ένα λεξικό δάνειο ανταγωνίζεται μια λόγια λέξη, είτε επανεισηγμένη είτε νεόπλαστη, η σημασιολογική δείνωση μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος, αν το δάνειο συνδέεται με τη λαϊκή γλώσσα. Επειδή το ξένο λαϊκό δάνειο είναι φυσικό να έχει ευρεία χρήση, πιθανόν να αποφεύγεται στον γραπτό λόγο, ο οποίος στην εποχή μας αποκτά αυξανόμενη σπουδαιότητα. Ως εκ τούτου, ο μέσος ομιλητής ίσως αρχίσει να παίρνει αποστάσεις. Αυτή είναι πολλές φορές η αφετηρία διαφόρων μειωτικών χρήσεων. Επί παραδείγματι, τα λεξικά δάνεια λούστρος, χαμάλης, τενεκές, χασάπης, αν χρησιμοποιηθούν ως προσφωνήσεις, αποκτούν ευθύς αμέσως μειωτικό χαρακτήρα (π.χ. λούστρο! χαμάλη! τενεκέ! χασάπη!), τον οποίο δεν έχουν οι λόγιες αντίστοιχες: στιλβωτής, μεταφορέας, λευκοσίδηρος, κρεοπώλης.

Ο Δ. Τομπαΐδης προβάλλει την αντίρρηση ότι η αποδοχή αυτής της εξήγησης θα οδηγούσε στην άποψη πως «η γλώσσα των ανώτερων τάξεων μπορεί να ρυθμίζει τις σημασίες ή τις αποχρώσεις των σημασιών που παίρνουν οι λέξεις που χρησιμοποιούνται από το λαό» (Λεξιλογικά τής Νέας Ελληνικής, Αθήνα 1998, σελ. 35). Αν και η αντίληψη του άνωθεν (von oben nach unten) καθορισμού των σημασιών δεν είναι ίσως ελκυστική, το ειδικό βάρος στην πλάστιγγα φέρει η χρήση ή η σημασία που κερδίζει κύρος στους ομιλητές. Μολονότι αυτή δεν γέρνει πάντοτε προς την πλευρά των ανωτέρων τάξεων, η εισαγωγή λόγιων όρων ή η υιοθέτηση αρχαίων σε αντικατάσταση λεξικών δανείων ώθησε, την εποχή τού καθαρισμού, αρκετές ξένες λέξεις σε σημασιολογική χειροτέρευση.

Ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα παραδείγματα:

Η λέξη χάλι προέρχεται από το τουρκικό hal, το οποίο σημαίνει απλώς «κατάσταση» (χωρίς μειωτικό χαρακτήρα). Η επανεισαγωγή τής λέξης επίσκεψη ώθησε τη λαϊκή βίζιτα (δάνειο από την Ιταλική) στη μειωτική σημασία «επίσκεψη πόρνης». Οι λέξεις μαντάτο (λατ.) και χαμπέρι (τουρκ.) δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο ίδιο συγκείμενο με τη λέξη είδηση (π.χ. η φράση πήρα τα μαντάτα / τα χαμπέρια δηλώνει ότι κάποιος έμαθε μάλλον άσχημα νέα, πράγμα που δεν αποδίδεται από την αντίστοιχη φράση πήρα / έλαβα τις ειδήσεις).


Η σημασιολογική δείνωση είναι μέρος τού συνόλου των αλλαγών σημασίας, που αποτελούν το πλέον δυσπρόσιτο αντικείμενο έρευνας της ιστορικής γλωσσολογίας. Η ανακάλυψη κανονικοτήτων ή γενικών τάσεων δεν είναι εύκολη, επειδή πάντοτε υπάρχουν αντιπαραδείγματα που φαίνεται να ακυρώνουν την ομαλή ταξινόμηση. Αντί να κατονομάσει την αλλαγή, ο ιστορικός γλωσσολόγος πρέπει ίσως να αρκεστεί να την ερμηνεύσει, αναζητώντας τον παράγοντα που φέρει το ειδικό βάρος και κυριαρχεί στην επικοινωνία. Και στην επικοινωνία οι ερωτήσεις ποιος, σε ποιον, πώς και γιατί έχουν τον βαρύνοντα ρόλο.

Σημείωση: Προστέθηκαν μερικές λέξεις από τις πηγές που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο.

13/3/07

Η σημασιολογική δείνωση

Προς το τέλος τής ζωής του ο Βασιλιάς τής Αγγλίας Ιάκωβος Β΄ (King James II, 1633-1701) επισκέφθηκε τον τόπο όπου γίνονταν οι εργασίες για την αποκατάσταση του καθεδρικού ναού τού Αγ. Παύλου στο Λονδίνο. Ο ναός είχε καταστραφεί ολοσχερώς από την πυρκαγιά τού 1665 και επανασχεδιάστηκε με βάση το αναγεννησιακό πρότυπο που κυριαρχούσε τότε. Ο Βασιλιάς Ιάκωβος, καταφανώς ευχαριστημένος από τη νέα μορφή τού κτηρίου, το χαρακτήρισε amusing, awful and really artificial.

O σύγχρονος αναγνώστης δύσκολα θα συμπέραινε ότι ο βασιλιάς έφυγε ευδιάθετος! Οι χαρακτηρισμοί αυτοί θα ταίριαζαν ίσως σε φουτουριστικό θέατρο, οπωσδήποτε όχι σε μεγαλοπρεπή λατρευτικό χώρο. Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι οι ακροατές τού Βασιλέως Ιακώβου δεν παρεξηγήθηκαν από τα σχόλιά του. Στον καιρό τους τα λόγια του σήμαιναν ότι ο ναός ήταν «ευχάριστος, αξιοσέβαστος, πραγματικό καλλιτέχνημα», όχι «ευτράπελος, απαίσιος και στην πραγματικότητα τεχνητός /ψεύτικος»…

Η ιστορία των λέξεων αποδεικνύει σαφώς ότι habent verba fata sua… Καθώς βυθιζόμαστε στον ιστορικό χρόνο αναζητώντας πληροφορίες για τη χρήση και τη σημασία των λέξεων, ενίοτε διαπιστώνουμε ότι αρκετές από αυτές μοιάζουν με οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς. Λόγω της απουσίας αξιόπιστων κειμένων ή άλλων αναφορών, πολλές φορές δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε την αιτία τους ή να προχωρήσουμε σε κάποια αληθοφανή εικασία για την αφετηρία τους.

Στις μείζονες ταξινομήσεις των σημασιολογικών μεταβολών τού 20ού αιώνα (M. Bréal, G. Stern, S. Ullmann κ.ά.) βρίσκει πάντοτε θέση η κατηγορία που αποκαλούμε δείνωση ή χειροτέρευση (αγγλ. pejoration, γερμ. Pejorisierung ή Verschlechterung). Με αυτόν τον όρο κατονομάζονται οι αλλαγές σημασίας που δηλώνουν μείωση του κύρους ή της αξίας τού αντικειμένου αναφοράς και συνεπάγονται υποβάθμισή του. Ως αποτέλεσμα, λέξεις που κατά το παρελθόν θεωρούνταν εύσημες από τους ομιλητές τείνουν τώρα να αποφεύγονται στο ίδιο γλωσσικό περιβάλλον ή συγκείμενο.

Αποτελεί κοινή διαπίστωση της σύγχρονης γλωσσολογίας ότι οι μεταβολές σημασίας δεν υπόκεινται σε αυστηρά καθορισμένη κανονικότητα. Εξαιτίας τής φύσεως του λεξιλογίου, οι δυνατές αλλαγές είναι ουσιαστικά απεριόριστες, διότι δεν υφίστανται τους περιορισμούς συνδυασμού (ή υποκατηγοριοποιήσεως, κατά τον γλωσσολογικό όρο) των φωνημάτων και των μορφημάτων, οι οποίοι επικαθορίζουν τις φωνολογικές και μορφολογικές μεταβολές. Επιπλέον, οι μελέτες καταδεικνύουν ότι οι αλλαγές αντιλήψεων των ομιλητών αφ’ ενός και η αλλαγή τής χρήσεως ή της σύστασης των αντικειμένων αναφοράς αφ’ ετέρου είναι σε θέση να επιφέρουν μετατόπιση του σημασιολογικού φορτίου με τρόπο που δεν μπορεί εύκολα να ταξινομηθεί. Εν ολίγοις, για να εξηγήσουμε γιατί μια λέξη έγινε κακόσημη (pejorative), χρειάζεται να γνωρίζουμε τι συνέβη στο γλωσσικό και εξωγλωσσικό περιβάλλον της.

Σε αυτό και στο επόμενο άρθρο θα επιχειρήσω σύντομα να παρουσιάσω δύο αιτιολογικούς παράγοντες που φαίνεται να ευνοούν ή να κινητροδοτούν (motivate) τη σημασιολογική δείνωση. Οι εν λόγω παράγοντες είναι (α) συγκειμενικοί (contextual) και (β) εξωγλωσσικοί (linguistic-external).

Ας σκεφθούμε το εξής παράδειγμα:

Ένα σπίτι που επί πολλές δεκαετίες εθεωρείτο επαρκές και ικανοποιητικό σιγά-σιγά υφίσταται τις συνέπειες του χρόνου. Ακόμη, η γειτονιά του αρχίζει να υποβαθμίζεται επειδή κατοικίες που μαρτυρούν χαμηλό βιοτικό επίπεδο οικοδομούνται στην περιοχή, η οποία βαθμηδόν χάνει το κύρος ή την αίγλη που άλλοτε είχε.

Οι λέξεις δεν αποτελούν αυτόνομες νησίδες, αλλά είναι οργανωμένες σε σύνολα παραδειγματικών και συνταγματικών σχέσεων, τα οποία συχνά αποκαλούνται ακτινωτά δίκτυα (radial networks). Ενώ ο πυρήνας τής λεξικής σημασίας είναι ευκρινώς προσδιορισμένος, η ασάφεια (fuzziness) των περιφερειακών σημασιών αφήνει περιθώριο για επικάλυψη ή αλληλεπίδραση με αντίστοιχες σημασίες άλλων λέξεων. Τελικά, η αλλαγή στη χρήση ενός στοιχείου τού ακτινωτού δικτύου ενίοτε προκαλεί αλυσιδωτή αντίδραση που παρασύρει ένα ή περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη.

Επί παραδείγματι, η αγγλική λέξη undertaker σήμαινε «αυτός που αναλαμβάνει συγκεκριμένο έργο, εργολάβος». Ωστόσο, η συχνή χρήση της στη φράση funeral undertaker «εργολάβος κηδειών» περιόρισε την παρουσία της αποκλειστικά σε αυτό το συγκείμενο. Τελικά, η λέξη έφθασε να σημαίνει αποκλειστικά «νεκροθάφτης, εργολάβος κηδειών».

Μερικές φορές, η απόδοση αρνητικής σημασίας είναι υπόρρητη (implicit) και ο ακροατής την εκλαμβάνει ως τέτοια από το συγκειμενικό περιβάλλον. Αν η χρήση ενός όρου περιοριστεί σε περιβάλλον με συσσωρευμένα αρνητικά υπονοήματα (implicatures), η σημασιολογική δείνωση είναι επί θύραις. Παραδείγματος χάριν, η χρήση τής αγγλικής λέξης notorious «αξιοσημείωτος» σε συγκείμενο με αρνητικά υπονοήματα (όπως μαρτυρούν τα σώματα κειμένων τής Αγγλικής) οδήγησε στη σημασία «αξιοσημείωτος για κάτι κακό, περιώνυμος για άσχημο λόγο» και η λέξη έφθασε να σημαίνει «διαβόητος» (όπως ακριβώς και η ελληνική λέξη διαβόητος «διάσημος, φημισμένος» > «πασίγνωστος για άσχημο λόγο, κακόφημος»).

Η επίδραση άλλων μελών τού ακτινωτού δικτύου είναι εμφανής στο γερμανικό ουσιαστικό Dirne, το οποίο τον 15ο αιώνα σήμαινε «νεαρή υπηρέτρια», έννοια που αποδιδόταν επίσης από τις λέξεις Dienerin και Magd. Βαθμηδόν, οι λέξεις αυτές απορρόφησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τη συγκεκριμένη σημασία και ώθησαν τον όρο Dirne στην κακόσημη δήλωση της «πόρνης», η οποία υπήρχε ήδη ως ευφημιστική περιφερειακή χρήση. Σήμερα η λέξη Dirne σημαίνει αποκλειστικά «πόρνη».

Σε ορισμένες περιπτώσεις η κινητροδότηση μπορεί να είναι εξωγλωσσική, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω, αλλά η αλυσιδωτή αντίδραση συγκειμενική. Αυτό συμβαίνει συχνά με όρους που αποδίδουν την έννοια «αποχωρητήριο».

Η αρχαία λέξη απόπατος θεωρήθηκε πολύ εκφραστική και ίσως προσβλητική για δημόσια χρήση. Αυτό άνοιξε τον δρόμο για νέες σημασίες στις λέξεις αποχωρητήριο, μέρος (οι οποίες αρχικώς δεν σήμαιναν «τουαλέτα»), η δε λέξη καμπινές κρίθηκε ακατάλληλη για να εκφράσει αυτό που δήλωναν λιγότερο περιγραφικά η γαλλική λέξη τουαλέτα και η ιταλική λέξη μπάνιο (αν και αντιδάνειο). Οι λέξεις αυτές, επειδή δήλωσαν άλλο είδος υγιεινής από τη λεκάνη τουαλέτας (που σήμαινε η λ. καμπινές και κρίθηκε, ως εκ τούτου, χυδαία για δημόσια συζήτηση ή για ερώτηση πληροφορίας), βαθμηδόν κυριάρχησαν εν σχέσει με τα υπόλοιπα συνώνυμα. Η στάθμιση του βαθμού ευγένειας γίνεται εύκολα, όταν ο ομιλητής πρέπει να αποφασίσει ποιον όρο θα χρησιμοποιήσει σε δημόσια ερώτηση πληροφορίας, όπως: παρακαλώ, μπορείτε να μου πείτε πού είναι το μπάνιο/η τουαλέτα/ο καμπινές/το λουτρό/το μέρος κ.τ.ό…;

Ότι η τάση αυτή αποτελεί κοινό κτήμα και άλλων γλωσσών είναι φανερό από αντίστοιχους όρους τής Αγγλικής. Η φραστική λέξη Water Closet (W.C.) άρχισε να αντιμετωπίζεται σαν ελλιπώς ευγενής όρος, πράγμα που προκάλεσε αλυσιδωτή αντίδραση στο ακτινωτό δίκτυο και έφερε στην επιφάνεια διαδοχικώς τα ουσιαστικά lavatory «λουτρό», κατόπιν bathroom «μπάνιο» και restroom «δωμάτιο ανακούφισης (!)» (κυρίως στις Η.Π.Α.). Το γαλλικό δάνειο toilet (η βασική λέξη στη Βρετανική Αγγλική), ως όρος ξένης προελεύσεως, δεν έφερε τη φόρτιση των γηγενών λέξεων και διατηρήθηκε χωρίς πρόβλημα. Ακόμη και η σήμανση των χώρων επηρεάστηκε, με αποτέλεσμα οι πινακίδες W.C. να αντικαθίστανται σταδιακά από τις λέξεις Gents’ (Gentlemen’s) και Ladies’ (στις Η.Π.Α.).

Το συγκεκριμένο παράδειγμα μας οδηγεί στον δεύτερο αιτιολογικό παράγοντα της σημασιολογικής δείνωσης, που σχετίζεται, όχι με τη γλώσσα καθ’ αυτήν, αλλά με τη στάση των ομιλητών προς την έννοια ή το αντικείμενο αναφοράς. Για να θυμηθούμε το παράδειγμα του κτηρίου, μια κατοικία μπορεί να υποβαθμιστεί, όχι μόνο επειδή δίπλα της βρίσκονται ελλιπώς συντηρημένα ή φτωχά σπίτια, αλλά και επειδή οι παρατηρητές εικάζουν ότι οι ένοικοι της περιοχής είναι χαμηλού βιοτικού ή κοινωνικού επιπέδου. Σταδιακά, ολόκληρη η γειτονιά γίνεται κατά κάποιον τρόπο κακόφημη και προσελκύει την προσοχή μόνο με αυτή την ιδιότητα.

Ομοίως, η χρήση ορισμένων λέξεων από/για ορισμένες κοινωνικές ομάδες ή στάσεις μπορεί να συντελέσει ώστε οι ομιλητές να ταυτίσουν τον όρο με τις εν λόγω ομάδες και να αποφύγουν την περαιτέρω αναφορά.

Με αυτό όμως θα ασχοληθούμε στο δεύτερο μέρος τού άρθρου.

Σημείωση: Πολλά παραδείγματα αντλήθηκαν από το θαυμάσιο βιβλίο τού Gerd Fritz, Historische Semantik (Stuttgart 1998). Ζητώ συγγνώμη για τους αγγλικούς όρους που συχνά παρεντίθενται, αλλά σκέφτηκα ότι ο αναγνώστης που αναζητεί περαιτέρω βιβλιογραφία θα χρειαζόταν οπωσδήποτε τις λέξεις-κλειδιά.