Ακόμη λίγα σχόλια με αφορμή ένα αξιόλογο βιβλίο
Το 1793, ενόσω διαρκούσε ο αναβρασμός από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση, ανεξέλεγκτοι όχλοι είχαν σε αρκετές περιπτώσεις καταστρέψει βιβλιοθήκες και λεηλατήσει μνημεία. Ο αββάς Γρηγόριος, απηυδισμένος από τον χαλασμό, έπλασε μια λέξη αντιπροσωπευτική του: βανδαλισμός (vandalisme). Σχολίασε: Je créai le mot pour tuer la chose «Δημιουργώ τη λέξη, για να σκοτώσω το πράγμα».
Όπως νιώθουμε πιο άνετα κοντά σε κάποιον όταν ξέρουμε το όνομά του, έτσι και για να εξοικειωθούμε με μια ιδέα ή έννοια, για να στοιχειοθετήσουμε τη φυσιογνωμία της, πασχίζουμε να της βρούμε όνομα. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να επινοεί ονόματα για τα πράγματα, καθώς μας το δείχνει ήδη η Βιβλική αφήγηση της Γένεσης. Χωρίς όνομα η έννοια παραμένει ρευστή ουσία, απροσδιόριστη, στην πραγματικότητα προγλωσσική. Στη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων τού Νίκου Σαραντάκου τα εμπόδια έχουν όνομα και τα λάθη ταυτότητα. Στο προηγούμενο άρθρο μου ασχολήθηκα κυρίως με τον τρόπο γραφής αυτού του αξιοσημείωτου βιβλίου. Προσπάθησα να αναδείξω τα χαρίσματά του και να στηρίξω τη γνώμη μου ότι πρόκειται για υψηλής στάθμης ανάγνωσμα. Θα ήθελα τώρα να στρέψω την προσοχή σε δυο-τρία θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο, μπαίνοντας στο μονοπάτι που προτείνει και εξετάζοντας αν τα ονόματα αντιστοιχούν στα πράγματα.
Αν διάβασα σωστά, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων καταπιάνεται, μεταξύ πολλών άλλων, με μερικές βασικές έννοιες, τις οποίες τοποθετεί στη ρίζα διαφόρων γλωσσικών αντιλογιών. Κυρίαρχο ρόλο στην επιχειρηματολογία του παίζει η αποκαλούμενη νεοκαθαρεύουσα, όρος που χρησιμοποιείται ενίοτε και από άλλους κριτικούς. Καταφανώς ο συγγραφέας δεν φρονεί ότι υπάρχει κίνδυνος αναβίωσης της καθαρεύουσας, όπως τη θυμούμαστε ή τη διαβάζουμε ακόμη σε κείμενα του παρελθόντος ή όπως τη χρησιμοποιούσαν στον δημόσιο λόγο. Εκτιμά, ωστόσο, ότι υπάρχει τάση για προσκόλληση ή επιστροφή σε μερικούς λόγιους ή λογιότροπους τύπους και στηλιτεύει την τακτική ορισμένων να κατακρίνουν κάθε τρέχουσα χρήση που δεν συμβιβάζεται με το πρότυπό τους. Επειδή μερικοί επικριτές κατέχουν θέσεις-κλειδιά και έχουν πρόσβαση σε δημόσιο λόγο, η παρουσία τους γίνεται περισσότερο αισθητή και οι απόψεις τους έχουν ίσως κάποια απήχηση στο κοινό που επηρεάζουν.
Εντούτοις, η λεπτομερής μελέτη των στοιχείων δεν επιβεβαιώνει, καθώς πιστεύω, τον φόβο ότι μπροστά μας έχουμε κάποιας μορφής «παλινόρθωση» της «φετιχιστικής νεοκαθαρεύουσας». Ίσως μερικοί διανοούμενοι ή λόγιοι, ακόμη και επιστήμονες, κατορθώσουν με το κύρος ή την επικοινωνιακή τους ικανότητα να αυξήσουν τη διάδοση λίγων τύπων ή δομών τής προτιμήσεώς τους, αλλά η μεγάλη μάζα των ομιλητών παραμένει αμέτοχη ή υφίσταται μόνο απειροελάχιστη την επιρροή αυτή (βλ. D. Bolinger, «Usage and acceptability in language», από τον πρόλογο του The American Heritage Dictionary, 2η έκδ., Boston 1982). Τρέφω συμπάθεια προς τις υγιείς ανησυχίες που εκφράζονται στη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων, φοβούμαι όμως ότι το όνομα που επιλέχθηκε δεν είναι σύστοιχο του φαινομένου για το οποίο δημιουργήθηκε. Συμβαίνει κάποτε να υιοθετούμε έναν όρο επειδή αποδίδει τη στάση μας προς το πράγμα· φρονούμε ίσως ότι η οικειότητα προς τη λέξη μάς προστατεύει από την πλάνη. Νομίζουμε ακόμη ότι ένα απωθητικό όνομα (όπως ο όρος νεοκαθαρεύουσα) μπορεί να συμπυκνώσει εντός του όλα τα ψυχολογικά βάρη τής παλαιάς καθαρεύουσας εντοπισμένα στη σύγχρονη γλώσσα. Και προσπαθούμε έτσι να τα αποδιώξουμε.
Ο αναγνώστης μου θα διερωτηθεί αν είναι σκόπιμο να σταθούμε τόσο στην ορολογία. Σε τελική ανάλυση, αν τα φαινόμενα που περιγράφονται είναι σωστά, η ονομασία τους θα πρέπει να κρίνεται ζήτημα δευτερεύον. Νομίζω πως δεν είναι έτσι. Αν ο γιατρός διαγνώσει σωστά τα συμπτώματα και την έκτασή τους, λίγα θα μπορούσε να προσφέρει αν αποτύγχανε να κατονομάσει επακριβώς ό,τι βλέπει. Οι φορτισμένες λέξεις μπορεί να διευκολύνουν την τοποθέτηση, σηκώνουν όμως συγχρόνως σύννεφα σκόνης πάνω από το φαινόμενο που αποσκοπούν να περιγράψουν. Έχω τη γνώμη, όπως και άλλοι γλωσσολόγοι, ότι αυτό συμβαίνει με τον όρο νεοκαθαρεύουσα.
Η συγκεκριμένη ετικέτα έχει χρησιμοποιηθεί από μερικούς έμπειρους εργάτες τής γλώσσας, όπως ο Ν.Σ., ως όρος-ομπρέλα, ο οποίος αποδίδει «ιδεολογική τρομοκρατία» ή «φετιχιστικά συμπλέγματα» στη διάδοση ή επικράτηση ορισμένων λόγιων τύπων ή δομών, κυρίως όταν η ισχύς τους απορρέει από την επιβολή μερικών που κατέχουν θέσεις εξουσίας. Κάνω μερικές φορές την πικρή σκέψη ότι, αν δεν προσέξουμε, γρήγορα μεταθέτουμε στη γλώσσα ιδιότητες των ανθρώπων. Εξηγούμαι: Ό,τι χαρακτηρίζεται από εκζήτηση, ξυπασιά, αλαζονεία, φετιχισμό, άγνοια και παρόμοια δεν είναι η αποκαλούμενη νεοκαθαρεύουσα, αλλά ομιλητές, συγγραφείς, μεταφραστές και διορθωτές: άνθρωποι με αδυναμίες, οι οποίοι αυτονοήτως δεν περιορίζονται σε μία πλευρά τού γλωσσικού φάσματος.
Αν και η στρωματογραφία των παραγόμενων κειμένων δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστεί, μπορούμε καλύτερα να υποστηρίξουμε ότι ορισμένα είδη γραπτού λόγου αποκαλύπτουν έντονη ροπή για ανανέωση των γλωσσικών τρόπων. Επειδή η καθημερινή γλωσσική χρήση φαίνεται ή ακούεται τετριμμένη και συχνά φορτισμένη συναισθηματικά, υπάρχει ανάγκη για λεξιλογικές διεξόδους περισσότερο αποχρωματισμένες, προκειμένου να ταιριάζουν σε δημόσιο λόγο. Οι διέξοδοι αυτές αναζητούνται κατ’ ανάγκη στον λόγιο δίαυλο της γλώσσας. Δεν χρειάζεται να νιώθουμε ένοχοι απέναντί του.
Επιπλέον, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων αναλύει τις αιτίες των λαθών με βάση την προέλευση ή το κίνητρο: άγνοια, ακαταστάλαχτες περιοχές τής γλώσσας, εκζήτηση. Κατόπιν, ταξινομεί όσους επιδιώκουν να διορθώνουν τους άλλους σε α) λαθοθήρες, β) συντηρητές των λεπτών διακρίσεων και γ) κειτούκειτους (= που εξετάζουν αν η συγκεκριμένη χρήση υπάρχει ή κείται στα αρχαία κείμενα). Η εν λόγω διαίρεση περιλαμβάνει εύστοχες επί μέρους παρατηρήσεις. Αναφέρθηκα σε αυτές στο προηγούμενο άρθρο μου.
Θα περιοριστώ μόνο σε ό,τι κατά τη γνώμη μου φορτώνει το βιβλίο με περιττό υποκειμενισμό. Είναι σοφό να αναγνωρίσουμε ότι οι ρευστοί τομείς τής γλώσσας πιθανόν να παραμείνουν σε εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας και αυτό μας στερεί τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε το αποτέλεσμα ή να αποδείξουμε σωστή την πρόβλεψή μας. Είναι επομένως σπουδαίο να κατανοήσουμε ότι η επικρατούσα χρήση, την οποία εύλογα επικαλούμαστε, δεν είναι πάντοτε εύκολο να εξακριβωθεί. Όταν ελέγχουμε την αποδεκτότητα (acceptability) ενός τύπου, έχουμε συγκεκριμένα ερωτήματα να αντιμετωπίσουμε: Σε ποιον τομέα ή πεδίο θεωρείται η εν λόγω χρήση αποδεκτή ή κυρίαρχη; Στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο; Ποιες ηλικιακές ή κοινωνικές ομάδες την υιοθετούν και ποιες αμφιταλαντεύονται; Σε ποια λειτουργική εφαρμογή εντοπίζονται τα περισσότερα λάθη ή οι αποκλίσεις; Μήπως η χρήση που στιγματίζω (ή ενδεχομένως θωπεύω) αποτελεί μία ακόμη επιλογή ύφους, στοιχείο τής φυσικής ποικιλίας, που δεν είναι σκόπιμο να στερηθούμε; Μπορώ να ισχυριστώ με ειλικρίνεια ότι οι υποδείξεις μου δεν προβάλλουν απλώς τις προτιμήσεις ή τις διαισθητικές μου παρατηρήσεις;
Για να αξιώσουμε βάσιμα συμπεράσματα, συνετό είναι να μην εμπιστευτούμε μόνο το ένστικτό μας. Αν το πράξουμε, ενδέχεται να αστοχήσουμε στην κρίση μας και να συστήνουμε περιθωριακές χρήσεις όπως *η ταμία – της ταμίας, *η γραμματέα – της γραμματέας, *οι συγγράφισσες κτλ., παροτρύνοντας κατόπιν το κοινό να τις υιοθετήσει, προκειμένου «να τριφτούν στη χρήση» (σ. 213). Μπορεί επίσης να αφήσουμε την υποκειμενική μας προτίμηση να μας οδηγήσει να χαρακτηρίσουμε τη γενική της κυβερνήσεως τύπο «έξω από τη νόρμα» (σ. 195) ή να προτείνουμε ακόμη και τον άκλιτο τύπο ουδετέρου *του διαμπερέ (σ. 196). Τελικά, ίσως παρασυρθούμε να στηλιτεύσουμε τα λόγια επαγγελματικά θηλυκά σε –ος (π.χ. η υπουργός, η χημικός), επειδή παρατηρούνται λάθη σε συνεκφορές με επίθετα (σ. 211).
Θέλω να βεβαιώσω τον αναγνώστη ότι αυτός είναι ένας από τους λίγους τομείς που η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων σφάλλει στην κρίση. Τα πρόσφατα χρόνια έχουν διεξαχθεί συστηματικές και σταθμισμένες (= με υπολογισμό τής ηλικίας, του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης και του κειμενικού είδους) έρευνες για τον σχηματισμό των επαγγελματικών θηλυκών ονομάτων. Η πιο πρόσφατη είναι των συναδέλφων Άννας Ιορδανίδου & Ελένης Μάντζαρη: «Τα Θηλυκά Επαγγελματικά Ουσιαστικά: Γλωσσική Χρήση και Τυποποίηση» (5ο Συνέδριο, Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία, Λευκωσία 13-15/11/2005). Οι ερευνήτριες διαπιστώνουν (μεταξύ άλλων) κατόπιν μελέτης σε σώματα κειμένων ότι:
α) Τα επαγγελματικά σε –ος δύσκολα θηλυκοποιούνται (δηλ. δέχονται επιθήματα χαρακτηρισμένα: -ίνα, -ισσα) και αυτό γίνεται για γλωσσικούς λόγους (όχι κοινωνικούς ή από «μισογυνισμό», όπως καταλογίζει ο Ν.Σ., σ. 214). Αιτίες: Η εξοικείωση με την προϋπάρχουσα κατάληξη –ος, η ελαφρώς μειωτική χροιά τού επιθήματος –ίνα και η εντύπωση ότι τα λόγια μορφήματα είναι λιγότερο χαρακτηρισμένα και, ως εκ τούτου, καταλληλότερα για επίσημους επαγγελματικούς όρους.
β) Τα ουσιαστικά σε –της θηλυκοποιούνται με πολύ μικρή αντίσταση (π.χ. διευθύντρια, επιθεωρήτρια, αρμόστρια – προσθέτω ως μοναδική ιδιότυπη εξαίρεση τη λέξη βουλευτής).
γ) Τα ουσιαστικά σε –έας, -ίας, -ορας, -ονας εμφανίζουν μεγάλη αντίδραση λόγω της άσιγμης κατάληξης, η οποία οδηγεί σε αποκλίνοντες τύπους στη γενική πτώση (π.χ. *της συγγραφέας). Υπογραμμίζουν: «Η χρήση των λόγιων καταλήξεων –έως, -ορος, και –ονος φαίνεται ότι συμβάλλει στην αποτροπή αυτών των αποκλίσεων και γι’ αυτό η συστηματική περιγραφή τους είναι απαραίτητη σε οποιαδήποτε προσπάθεια τυποποίησης».
Οι ερευνήτριες καταλήγουν στην ακόλουθη εύστοχη διαπίστωση: «Η επικράτηση λόγιων στοιχείων, κυρίως στα ουσιαστικά σε –ας και –ης, αφορά ‘τοπικές’ και αυτόνομες διεισδύσεις, που δεν ανατρέπουν την ομαλότητα και την καθαρότητα του μορφολογικού συστήματος της Νέας Ελληνικής».
Από τη συνεξέταση των στοιχείων συνειδητοποιούμε ότι ορισμένοι λόγιοι μορφολογικοί τύποι αυτής της δομικής ισχύος αποτελούν απαραίτητες κλιτικές θυρίδες (slots) στο σύστημα και επικρατούν όπου δεν υπήρξαν ή δεν γενικεύτηκαν αντίστοιχοι δημοτικοί τύποι. Η λόγια προέλευσή τους δεν πρέπει να μας παρασύρει και να τους προσάπτουμε το σημάδι τού Κάιν. Αν θελήσουμε να στηρίξουμε τη θέση μας με το επιπρόσθετο επιχείρημα ότι ο τύπος η ταμία είναι αρχαίος (σ. 209), τότε παραχωρούμε το δικαίωμα στον αντίγνωμο να παρουσιάσει τον τύπο της γραμματέως, που μαρτυρείται ήδη στον Αριστοφάνη (Θεσμοφοριάζουσαι στ. 433). Αν επικαλεστούμε το κριτήριο της χρήσεως, θα πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να παραδεχτούμε ότι οι έρευνες (όπως αυτή που προανέφερα) πιθανόν να μην επιβεβαιώσουν τις θέσεις μας. Η πείρα έδειξε ότι αξιόλογες μελέτες σχετικά με το ζήτημα, όπως του Τριανταφυλλίδη, του Κριαρά, του Τσοπανάκη και του Φόρη (βιβλιογραφικά στοιχεία στο τέλος τού άρθρου), που επιχείρησαν να κανονίσουν τα θηλυκά επαγγελματικά και συνέστησαν χαρακτηρισμένα έμφυλα επιθήματα (π.χ. –ισσα, -ινα κτλ.), είχαν ρυθμιστικό χαρακτήρα και εν τέλει απέτυχαν να περιγράψουν τη γλωσσική πραγματικότητα. Ευτυχώς, ο Ν.Σ., παρ’ ότι συστήνει τους αποκλίνοντες τύπους *-έα, -έας και πληθ. –ισσες, μεταχειρίζεται στο βιβλίο του την επικρατούσα χρήση η συγγραφέας (σ. 44) και η γραμματέας (σ. 278). Οι αρχαίοι θα παρατηρούσαν καλόκαρδα: Μεταξὺ χειλέων καὶ κύλικος πολλὰ πέλει.
Το αξιόλογο βιβλίο τού Νίκου Σαραντάκου είναι γεμάτο χρήσιμες διαπιστώσεις, που μαρτυρούν εποπτεία των γλωσσικών πραγμάτων. Αξιοσημείωτες είναι ακόμη οι ορθογραφικές παρατηρήσεις του, που είναι συνεπείς και συστηματικές. Δεν θα τις συζητήσω εδώ ούτε θα επισημάνω πού διαφωνώ: ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει τις θεωρητικές μου θέσεις για την ορθογραφία σε προηγούμενα κείμενά μου.
Κάποτε, σε λίγα μόνο σημεία, η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων ίσως δεν καταλήγει στο σωστότερο συμπέρασμα. Αυτό είναι συγγνωστό και δεν μπορούμε να το απαιτήσουμε από ένα συγγραμμα γλωσσικής κριτικής, που προσπαθεί να επιπλεύσει στον ωκεανό τής γλώσσας, στις γκρίζες ζώνες και στις ακαταστάλαχτες περιοχές του. Είναι, όμως, βιβλίο που τροφοδοτεί τη σκέψη και που διδάσκει με τα απλούστερα εργαλεία τον ορθό επιστημονικό συλλογισμό. Είναι, με δυο λόγια, βιβλίο καμωμένο από ευφυΐα και κατανόηση.
Σημειώσεις: Οι παλαιότερες μελέτες των θηλυκών επαγγελματικών είναι του Τριανταφυλλίδη («Η ‘βουλευτίνα’ και ο σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών ουσιαστικών», Άπαντα Μ. Τριανταφυλλίδη, Θεσ/νίκη 1963, σ. 326-334), του Κριαρά (Τα Πεντάλεπτά μου, Θεσ/νίκη 1987, σ. 114-6), του Τσοπανάκη («Ο δρόμος προς την δημοτική: θεωρητικά, τεχνικά και γλωσσικά προβλήματα. Σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών», 1982, Νέα Εστία 1204, σ. 1120-42) και του Φόρη («Ένα πρωτότυπο και πολύτιμο λεξικό», 1968, Νέα Εστία 84, σ. 1365-79).
27 σχόλια:
Πολύ χαίρομαι που διαβάζω το δεύτερο μέρος της κριτικής του φίλτατου Θεόδωρου, που πολύ το περίμενα.
Μερικές παρατηρήσεις στις ενμέρει εύστοχες και πάντοτε ευγενικές κριτικές που διατυπώνει το σημείωμα.
Μια εισαγωγική παρατήρηση: οι περισσότερες αντιρρήσεις του φίλου Θ.Μ. εστιάζονται στο θέμα των επαγγελματικών θηλυκών, ενώ επισημαίνεται η διαφωνία μας στο θέμα της ορθογραφίας που έχει όμως αλλού συζητηθεί εκτενώς. Θα μ’ ενδιέφεραν επίσης οι παρατηρήσεις του φίλου Θ.Μ. στα θέματα της λαθοθηρίας και του γλωσσικού λάθους, όπου ξέρω ότι δεν συμφωνούμε απόλυτα. Όμως, θα μας δοθεί ενδεχομένως ευκαιρία να τις συζητήσουμε κάποια άλλη φορά.
Το θέμα των επαγγελματικών θηλυκών είναι εκείνο που θίγω με τη λιγότερη πληρότητα στο βιβλίο μου, και μάλιστα ομολογημένα ήδη στον πρόλογο: «Δεν ισχυρίζομαι ότι καλύπτω το θέμα πλήρως, κάθε άλλο μάλιστα» (σελ. 16). Επομένως, δέχομαι με ευχαρίστηση κάποιες από τις κριτικές του Θ.Μ. διότι πρόκειται για θέμα που ακόμα το μελετάω, το συζητώ και που θα το συζητάμε θαρρώ για καιρό. Είναι περίπλοκο θέμα, όπως αναγνωρίζω και στο βιβλίο (σελ. 211)
Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω δυο-τρία πράγματα.
Δεν στηλιτεύω τα λόγια επαγγελματικά θηλυκά σε –ος (π.χ. η υπουργός, η χημικός), επειδή παρατηρούνται λάθη σε συνεκφορές με επίθετα, αντίθετα επισημαίνω ότι είναι δύσκολο να βρεθεί θηλυκό του «κριτικός». Προβληματίζομαι όμως και επισημαίνω ότι πολλές φορές ο ερμαφρόδιτος τύπος του ουσιαστικού έλκει και το επίθετο και το κάνει κι αυτό ερμαφρόδιτο, με άφθονα παραδείγματα (η γενικός ταμίας, η επαρχιακός δικαστής) που μάλιστα συστήνονται από φιλολόγους (στην Κύπρο) ως προτιμότερα
Τον τύπο *το διαμπερέ τον προτείνω μόνο ειρωνικά στη σελ. 196. Τύπο «συγγράφισσες» (χωρίς αστερίσκο, εγώ) στο βιβλίο μου τουλάχιστον δεν έχω προτείνει ούτε έχω χρησιμοποιήσει (έκανα αναζήτηση στο ηλεκτρονικό αρχείο και βεβαιώθηκα), οπότε με αδικεί ο Θ.Μ. όταν δυο φορές στο κείμενό του λέει ότι τον προτείνω ή τον συστήνω. (Ίσως θυμάται κάποια συζήτησή μας στο φόρουμ του translatum.gr, άσχετη με το βιβλίο, όπου είχα πράγματι χρησιμοποιήσει στη ρύμη του λόγου μου τον τύπο «συγγράφισσες»• δεν έχω κατασταλάξει, αλλά προτιμώ το συγγράφισσες ή το συγγραφίνες ή και άλλο ακόμα πιο εξωτικό, παρά το οι συγγραφείς που κρύβει ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γραμμένο από δυο γυναίκες• το προτιμώ, αλλά δεν το έχω συστήσει σε κανέναν).
Επίσης, είναι ακριβές αλλά αποσπασματικό το παράθεμα ότι το «της κυβερνήσεως είναι έξω από τη νόρμα». Το πλήρες παράθεμα είναι «όσο έξω από τη νόρμα είναι το ‘η διεθνή’ άλλο τόσο είναι το ‘της κυβερνήσεως’ ή το ‘ηρνείτο’». Και ίσως να μπορούσα να διαλέξω πιο εύστοχα παραδείγματα στο απόσπασμα, αλλά την κεντρική ιδέα του την υπερασπίζομαι.
Επιμένω ότι οι εναλλακτικοί τύποι πρέπει να τριφτούν στη χρήση και να ανταγωνιστούν με τους επικρατούντες αυτή τη στιγμή ερμαφρόδιτους, χωρίς να παραγνωρίζω ότι επικρατούν αυτή τη στιγμή και θα επικρατούν και αύριο, και μεθαύριο. Γι’ αυτό άλλωστε και στα δικά μου κείμενα χρησιμοποιώ και τους επικρατούντες ερμαφρόδιτους τύπους αλλά και τους αποκλίνοντες. Οπότε επίσης με αδικεί η επισήμανση του Θ.Μ., που υπονοεί ασυνέπεια, ότι χρησιμοποιώ τον τύπο «η συγγραφέας», διότι παραλείπει να επισημάνει ότι χρησιμοποιώ επίσης τον τύπο «η συγγραφέα, της συγγραφέας» (δυο φορές στη σελ. 333).
Αυτά όμως είναι δευτερεύουσες αντιρρήσεις πάνω σ’ ένα ζήτημα που είναι υπαρκτό και που θα συνεχίσει να μας απασχολεί. Εύχομαι μάλιστα να έχουμε πολλές ακόμα και ελπίζω γόνιμες συζητήσεις με τον Θ.Μ. και τον ευχαριστώ για την πολύ προσεκτική κριτική του.
Υ.Γ. Μια αντίρρηση ή επισήμανση σε άσχετο θέμα: θέλοντας να υπονοήσει την ασυνέπεια μεταξύ λόγων και έργων, ο Θ.Μ. παρατηρεί ότι οι αρχαίοι θα σχολίαζαν «μεταξύ κύλικος και χειλέων πολλά πέλει». Συμφωνώ βέβαια ότι πέλει, αλλά εγώ ανέκαθεν είχαν την εντύπωση ότι η φράση αυτή σημαίνει ότι από το να πεις κάτι μέχρι να το κάνεις πολλά μπορούν να συμβούν, και όχι κατανάγκην η ασυνέπειά σου, αλλά και άλλα πολλά. Οι νεότεροι θα σχολίαζαν «δάσκαλε που δίδασκες», ίσως, σε παρόμοια περίπτωση. Χαίρομαι πάντως που ο Θ.Μ. δεν είναι κειτούκειτος, διότι βλέπω ότι χρησιμοποιεί την αρχαία φράση όπως τη λέμε εμείς σήμερα, έστω κι αν της βάζει τονικά σημάδια, και όχι όπως παραδίδεται στην αρχαία γραμματεία (π.χ. πολλά μεταξύ πέλει κύλικος και χείλεος άκρου). Κι εγώ έτσι τη χρησιμοποιώ.
Αγαπητέ κε Μωυσιάδη, έχω ένα ερώτημα διορθωτή: Το "να μην εμπιστευτούμε μόνο στο ένστικτό μας" είναι παρόραμα , αντί του "να μην εμπιστευτούμε μόνο το ένστικτό μας", ή το υπερασπίζεστε;
Αγαπητέ κ. Κουρεμένε, είστε πολύ προσεκτικός αναγνώστης και ευχαριστώ για την παρατήρησή σας. Θα το διορθώσω.
Αγαπητέ μου Νίκο, η βιβλιοκριτική είναι τέχνη δύσκολη και ο συγγραφέας είναι ο αρμοδιότερος να δώσει διευκρινίσεις σε ό,τι κατά τη γνώμη του παρανοήθηκε. Θεωρώ χάρισμα του βιβλίου ότι υποκινεί περαιτέρω συζητήσεις, ότι κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί. Στάθηκα μόνο σε μερικά θέματα, τα οποία πιστεύω ότι η γλωσσολογική μέθοδος αντιμετωπίζει διαφορετικά, χωρίς ασφαλώς να επιδιώκω την τελευταία λέξη.
Δυο-τρία σύντομα σχόλια:
Χάρηκα που η σύσταση για τύπο *του διαμπερέ (άκλιτο) έγινε ειρωνικά. Ζητώ συγγνώμη που δεν το κατάλαβα. Θα μπορούσες ίσως να προσθέσεις κάποιον δείκτη ύφους, όπως αποσιωπητικά, θαυμαστικό κτλ., ή κάποιο σχόλιο που να το διευκρινίζει.
Η σύγκριση του τύπου της κυβερνήσεως με σχηματισμούς όπως *της διεθνής δεν είναι ισοδύναμη και αδικεί τον συλλογισμό τού βιβλίου. Έχεις δίκιο ότι χρειαζόταν ευστοχότερο παράδειγμα.
Παρακολουθώ με σεβασμό τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται η Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων το κριτήριο της χρήσης. Με ανησύχησε μόνον ότι στο ζήτημα των επαγγελματικών θηλυκών η επικρατούσα χρήση παρακάμφθηκε, προκειμένου να συστηθούν περιθωριακές χρήσεις, επειδή είναι ομαλότερες. Νομίζω πως δεν πρέπει. Αν μου συγχωρείται κάποιου ορίου πρόβλεψη, έχω τη γνώμη ότι ο χρόνος δεν θα εδραιώσει τους αποκλίνοντες τύπους – όσο και αν μοιάζουν «δικαιότεροι» ή λιγότερο αμφίσημοι στον πληθυντικό. Υπάρχει σχετική βιβλιογραφία, που δεν είναι της παρούσης να αναφέρω.
Η λόγια παροιμία αναφέρθηκε (μεταποιημένη) με κάθε καλή διάθεση, αγαπητέ. Στόχος της δεν ήταν να σημάνει την απόσταση λόγων και έργων, αλλά τι μεσολαβεί από τον προφορικό ώς τον γραπτό λόγο.
Εύχομαι από καρδιάς πλούσια και παραγωγική συγγραφή, παρακινημένη από τη γνήσια γλωσσική σου ευαισθησία.
Πολὺ ἐνδιαφέρουσες οἱ ἐπισημάνσεις σας.
Λεπτομέρειες:
«Εκτιμά, ωστόσο, ότι υπάρχει τάση για προσκόλληση ή επιστροφή σε μερικούς λόγιους ή λογιότροπους τύπους και στηλιτεύει την τακτική ορισμένων να κατακρίνουν κάθε τρέχουσα χρήση που δεν συμβιβάζεται με το πρότυπό τους.»
Ἐγώ, ἀντιθέτως, στηλιτεώ τὴν τακτικὴ ὁρισμένων «προοδευτκῶν» νὰ κατακρὶνουν κάθε τρέχουσα λόγια χρήσι ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὰ κατεδαφιστικὰ πρότυπά τους.
«Εντούτοις, η λεπτομερής μελέτη των στοιχείων δεν επιβεβαιώνει, καθώς πιστεύω, τον φόβο ότι μπροστά μας έχουμε κάποιας μορφής «παλινόρθωση» της «φετιχιστικής νεοκαθαρεύουσας».»
Γιατί φόβος; Ἐὰν ἡ καθαρεύουσα δὲν ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἐπικρατήσῃ, τότε δὲν χρειάζεται φόβος. Ἐὰν ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἑπικρατήσῃ, πάλι δὲν χρειάζεται φόβος, ἀφοῦ (καθὼς μᾶς λέγει ἡ «προοδευτικὴ» γλωσσολογία, ὅ,τι ἐπικρατεῖ εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ σωστό.
Βλέπετε ὅτι τὰ ἰδεολογικὰ ἐπιχειρήματα ἀντιστρέφονται.
Κάτι ἄλλο πρέπει νὰ ἐξετάσουμε.
Νομίζω ὅτι ὁ Νίκος πιστεύει καλοπροαιρέτως ὅτι βρίσκεται στὴν ἐποχὴ τῶν Σούτσων, ἄντε τῆς ἐπαράτου, καὶ πολεμῶντας τὴν «καθαρεύουσα», πολεμᾶ ὡς προοδευτικὸς ἐπαναστάτης τὴν μαύρη ἀντίδρασι, πολεμᾶ τὴν ἐξουσία. (Φιλικῶς τὰ λέγω τοῦτα, ὄχι εἰρωνικῶς.) Δὲν ἔχουμε ἀντιληφθεῖ ὅτι ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια ἐξουσία εἶναι ὁ δημοτικισμός, καὶ δὴ ὁ προκρούστειος μαλλιαρισμός, τελαυταίως δὲ ὑπερτέρα ἐξουσία (μὲ πιόνι του σήμερα τὸν ἰσοπεδωτικὸ μαλλιαρισμό) εἶναι ὁ νεοταξικὸς ἀφελληνισμὸς τῆς παγκοσμιοποιήσεως. Ἀντιστασιακοὶ καὶ ἐπαναστάτες σήμερα εἶναι ὅσοι ὑπερασπίζονται τὴν λόγια παράδοσι, γενικῶς τὴν παράδοσι.
Φειδίας Μπουρλᾶς
Μία ἄλλη ἔνστασις. Ἐντάξει, Νίκο, χρήσιμη ἡ συλλογὴ καὶ ἀναίρεσις τῶν ἀστικῶν μύθων (αλυσσιδωτά μηνύματα), καλὸ εἶναι ποὺ τὰ συγκέντρωσες κιόλας, ἀλλά, ἔως ἐκεῖ. Τὰ μάθαμα πιὰ κι αὐτά, τόσα χρόνια. Ἡ κατάχρησίς τους, άπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα δείχνει ἐπιλογὴ εὐκόλου ἀντιπάλου. (Ἂν συνεχιστεῖ ἡ ὑπόθεσις μὲ τὸ «Hellenic Quest», θὰ ἀρχίζω νὰ πιστεύω ὅτι πρόκειται γιὰ κατασκευάσματα ξένων ὑπηρεσιῶν, γιὰ νὰ γελοιποιοῦν τὸν ἀγώνα γιὰ τὸν Ἑλληνισμό!)
Θέλω νὰ πῶ, ἐντάξει, νὰ χλευάζουμε τὴν ὅποια κυρία ἐπικαλεῖται μερικὲς σύνθετες λέξεις ὡς ἀπόδειξι τοῦ ὅτι «μόνον οἱ ἑλληνικὲς λέξεις ἔχουν ἐγγενὲς νόημα»· ἀλλὰ ὅταν ὁ Heisenberg (ὄχι γλωσσολόγος, ἀλλὰ ὁ μεγαλύτερος κατά τινες ἐπιστήμων τοῦ 20οῦ αἰῶνος) λέγει ὅτι «στὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴν λέξη καὶ στὸ ἐννοιολογικό της περιεχόμενο» καὶ ὁ -καθηγητὴς τῆς γλωσσολογίας βεβαίως- Γ. Μπαμπινιώτης ἐπικροτεῖ καὶ σχολιάζει ἐπ᾿ αὐτοῦ «πρόκειται γιὰ ὅ,τι συχνά, μὲ ἄλλη ὁρολογία, χαρακτηρίζεται ὡς ἐτυμολογικὴ διαφάνεια τῶν λέξεων τῆς Ἑλληνικῆς» κ.λπ., τότε ἐπαναλαμβάνουμε τοὺς ἴδιους χλευασμούς; (Τὸ ἴδιο καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις μύθων. Ἐὰν μοῦ πεῖς, «μά τὶ βλάκας ὁ τάδε, λέγει ὅτι οἱ ὑπολογιστὲς μιλοῦν μόνον Ἑλληνικά, ἐνῷ ὅλοι ξέρουμε ὅτι «μιλοῦν» γλῶσσα μηχανῆς!», θὰ σοῦ πῶ, κάτι μᾶς εἶπες· δὲν μιλοῦμε γιὰ γλῶσσα μηχανῆς, ἐξυπνάκια, ἀλλὰ γιὰ συντακτικὴ ἀνάλυσι· «time flies like an arrow; fruit flies like a banana».)
Ἤ, πάλι, τὶ ἔχει ἀξία; Ὅτι ὁ Χ γράφει βλακεῖες γιὰ τὸ «Hellenic Quest», ἢ ὅτι π.χ. ὁ Ἰωάννης Κ. Προμπονᾶς γράφει «Η ελληνική, μια από τις πέντε χιλιάδες περίπου γλώσσες που μιλιούνται σήμερα στον κόσμο, κατέχει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό. Είναι η μόνη ζωντανή γλώσσα της οποίας μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την εξέλιξη επί τριανταεπτά αιώνες. Η διαπίστωση ανήκει στους διαπρεπείς γλωσσολόγους Humbert, Risch και Duhoux, και είναι ορθή.» Παραδείγματος χάριν.
Κ.ο.κ.
Φειδίας Μπουρλᾶς
Καὶ κάτι ἀκόμη - ἐπιτρέψτε μου. Γράφει ὁ Νίκος:
«Επιμένω ότι οι εναλλακτικοί τύποι πρέπει να τριφτούν στη χρήση και να ανταγωνιστούν με τους επικρατούντες αυτή τη στιγμή ερμαφρόδιτους, χωρίς να παραγνωρίζω ότι επικρατούν αυτή τη στιγμή και θα επικρατούν και αύριο, και μεθαύριο.»
Ἀφοῦ ἐπικρατοῦν κιόλας σήμερα, ὅπως καὶ ἐσὺ Νίκο λέγεις, ἐγὼ θὰ ἔλεγα, ἀντὶ νὰ τρίψουμε τοὺς μαλλιαρισμοὺς ποὺ δὲν ἐπικρατοῦν, νὰ «τρίψουμε» τοὺς λογίους τύπους περισσότερο, ὤστε νὰ μὴν μᾶς κάνουν καμμία ἀπολύτως ἐντύπωσι - ἢ, μᾶλλον, νὰ τρίψουν τὰ ὀπίσθιά τους στὸ θρανίο τὰ δύσμοιρα θύματα τῆς καταβαραθρωμένης (σύμφωνα καὶ μὲ τὰ πρόσφατα ἀποτελέσματα τῆς ἐρεύνης τοῦ ΟΟΣΑ) «προοδευτικῆς» παιδείας μας, ὤστε νὰ μὴν κάνουν οὔτε σὲ αὐτοὺς ἐντύπωσι, διότι, γιὰ κάθε στοιχειωδῶς ἐγγράμματο ἄνθρωπο τὸ «-εως» -πρὸς Θεοῦ!- καὶ τὸ «-οῦς» εἶναι ἤδη αὐτονόητο καὶ ἀβίαστο χωρὶς νὰ χρειάζεται «τρίψιμο». Ἀντιθέτως, ἀπορῶ πῶς δὲν κάνει κανεὶς ἐμετὸ μὲ τὴν κατάχρησι τοῦ ἀηδοῦς «τῆς Ἑλλάδας» -ἀγελάδας, ἀκόμη καὶ σὲ ἐπίσημες ὀνομασίες ἰδρυμάτων καὶ τίτλους: Τράπεζα τῆς Ἑλλάδας, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδας, κ.ἄ. ἀγελαδινά. (Μόνο σὲ φράσεις οἰκειότητος, «ἡ Ἑλλάδα μας», ἐπιτρέπεται. ...Ἄλλη μιὰ περίπτωσις ὅπου ἡ ποικιλομορφία προσδίδει πλοῦτο.)
Πάντως, Νίκο, καλὰ κάνεις καὶ μᾶς εἰρωνεύεσαι γιὰ τὰ λάθη ποὺ κάνουμε προσπαθώντας νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν λόγια γλωσσική μας παράδοσι (ἡ ὁποία εἶναι μέρος τοῦ γλωσσικοῦ μας παρόντος). Δυστυχῶς, ἐξ αἰτίας μας, ἡ ἐλπαίδευσί μας στὰ ἀρχαῖα ὑπῆρξε ἀνεπαρκέστατη. Δική μας ἡ εὐθύνη - τὸ ὅτι μᾶς ἐμποδίσατε δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς ἀποτρέψει. (Ὑπάρχουν ζωντανὰ παραδείγματα γιὰ τὸ ἀντίθετο, ὅπως π.χ. ἡ «Ἑλληνικὴ Ἀγωγή».) Τὸ ἀκατανόητο, ὅμως, εἶναι ὅτι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γνώσις τοῦ γλωσσικοῦ μας πλούτου εἶναι ἀνεπαρκὴς συμπεραίνεις ὅτι... δὲν πρέπει νὰ τὸ διδασκόμαστε καθόλου, ἀντὶ τοῦ προφανοῦς καὶ αὐτονόητου συμπεράσματος ὅτι πρὲπει νὰ τὸν διδασκόμαστε περισσότερο καὶ καλύτερα. Οἱ καθαρευουσιάνοι κάνουν λάθη, δηλαδή, νὰ καταργήσουμε τὰ ἀρχαῖα! Ἀντὶ νὰ τὰ διδασκόμαστε περισσότερο καὶ καλύτερα!
Δυστυχῶς αὐτὴ ἡ φανατικὴ πολεμικὴ κατὰ τῶν ἀρχαίων. καὶ ἡ δική σου καὶ περισσότερο ἀκόμη τοῦ ἐξάλλου Γιάννη Χάρη, ἀποσιωπᾷ στὸ ἔργο σας αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἐθνικὴ προσφορά: ἡ ἐπισήμανσις καὶ στηλίτευσις τῶν ξενισμῶν.
Φειδίας Μπουρλᾶς
Τυπογραφικὸ λάθος: «Δυστυχῶς, ἐξ αἰτίας μας, ἡ ἐκπαίδευσί μας στὰ ἀρχαῖα ὑπῆρξε ἀνεπαρκέστατη»
Ἐννοοῦσα: ἐξ αἰτίας σας.
Για τα όσα φαιδρά λέει ο Καλλίμαχοσ (sic), δεν νομίζω ότι αξίζει κανείς να απαντήσει. Μόνο για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, ο Μπαμπινιώτης στα βιβλία του δεν αμφισβητεί επ’ ουδενί τη συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου (πβ. Θεωρητική Γλωσσολογία, σ. 94 κ.εξ.), άρα οι προσπάθειες να αποδοθεί επιστημονικό κύρος σε φαντασιοπληξίες (περί της ελληνικής ως «φυσικής γλώσσας» κλπ.) πέφτει μάλλον στο κενό. Και δε θα μπορούσε ο Μπ. να υπονοεί κάτι τέτοιο, γιατί θα αρνούνταν έτσι την ινδοευρωπαϊκή προέλευση της ελληνικής, κάτι που ο ίδιος με τα βιβλία του (Ιστορία της ελληνικής γλώσσας) και με το λεξικό του θεωρεί δεδομένο.
Επιστροφή στα σημαντικά: ο κος Σαραντάκος πετυχαίνει στα κείμενά του να συνδυάσει (από όσο μπορώ εγώ ο μη ειδικός να κρίνω) την επιστήμη με τον ζωντανό ρέοντα λόγο και να δώσει απολαυστικά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα διδακτικά αποτελέσματα. Με ιδιαίτερη οξυδέρκεια έχει εντοπίσει ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο, το οποίο οδηγεί σε αναβίωση και επανεισαγωγή λόγιων τύπων και σε υπερδιορθώσεις.
Χωρίς να θέλω να μειώσω τη θετική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τα κείμενα του κου Σαραντάκου, θα ήθελα να εκφράσω όμως και τον προβληματισμό μου μήπως κάποιες φορές οι παρατηρήσεις του συγγραφέα καταλήγουν über das Ziel hinaus (θα χρωστώ χάρη σε όποιον μου βρει δόκιμη μετάφραση αυτής της πολύ παραστατικής έκφρασης). Προσωπικά πιστεύω ότι η νέα ελληνική διατηρεί για διάφορους λόγους λόγιες και αρχαίες λέξεις και φράσεις, οι οποίες αποτελούν πλέον κομμάτι της νέας ελληνικής. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα γεγονός που θα πρέπει πλέον (μετά την τακτοποίηση του γλωσσικού ζητήματος) να αντιμετωπιστεί αξιολογικά ουδέτερα: ούτε θα πρέπει να εξοβελιστούν πάση θυσία ούτε και θα πρέπει να ενισχυθούν ή να «διορθωθούν» με βάση την αρχαία γραμματική, όσες φορές αποκλίνουν: έχουν «απολιθωθεί» και καθιερωθεί, οπότε, ακόμη κι αν είναι λάθος για έναν κλασικό φιλόλογο, είναι σωστές στη νέα ελληνική.
Η διαφωνία μου με τον σ. είναι η σκωπτική αντιμετώπιση από μέρους του της υπερδιόρθωσης είτε νεοελληνικών τύπων με βάση αρχαίους και λόγιους είτε αρχαιοελληνικών λόγω άγνοιας λεπτομερειών της αρχαίας γραμματικής. Για παράδειγμα στηλιτεύει την υπερδιόρθωση που γίνεται με τη σύνταξη αρχαιοπρεπών ρημάτων με γενική, τα οποία στα αρχαία συντάσσονταν με αιτιατική. Ενώ οι παρατηρήσεις του σχετικά με αυτό το θέμα είναι σωστές, έχω την εντύπωση ότι υποπίπτει σε λαθοθηρία (την οποία σε άλλη θέση δικαίως κατακρίνει) και τα βάζει όλα σε έναν τορβά. Η υπερβολική χρήση της γενικής από υπερδιόρθωση είναι κατά τη γνώμη μου φυσική απόρροια της ύπαρξης λόγιων τύπων στη νέα ελληνική. Δεν ξέρουν όλοι τέλεια γραμματική αρχαία και νέα (ούτε και οφείλουν), οπότε με τον ίδιο τρόπο που κάνουν π.χ. λάθη στα θηλυκά επαγγελματικά ή στα τριτόκλιτα ουσιαστικά, μπερδεύουν και τη σύνταξη των αρχαίων ρημάτων. Συμβαίνει. Δεν υποκρύπτεται πάντα εθνικιστική ιδεολογία πίσω από τη χρήση λόγιων τύπων. Ίσως είναι κι αυτή η αλλαγή σύνταξης από υπερδιόρθωση μια μορφή γλωσσικής αλλαγής. Παρόμοια φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί ήδη από την αρχαιότητα. Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι η γλωσσική αλλαγή αντιμετωπίζεται με δύο μέτρα και σταθμά, ανάλογα με την κατεύθυνση προς την οποία πηγαίνει. Πιστεύω ότι σε κάποιες περιπτώσεις λάθος χρήσης των αρχαίων-λόγιων τύπων θα έπρεπε να δοθεί περισσότερο το benefit of the doubt. Κατά τα άλλα θα συμφωνήσω βέβαια στο ακέραιο ότι είναι αληθινή απόλαυση η αλιεία μαργαριταριών σε κείμενα γλωσσαμυντόρων.
Αυτά τα ολίγα χωρίς να θέλω να χαλάσω την πολύ θετική εντύπωση που αποκομίζει ο καλόπιστος αναγνώστης των κειμένων του κου Σαραντάκου και με τη επιφύλαξη ότι δεν είμαι ειδικός.
Έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Ν. Σαραντάκου (με το οποίο σε γενικές γραμμές συμφωνώ), βρίσκω πολύ γόνιμες τις παρατηρήσεις του Αρχίδαμου. Πιστεύω δηλ. ότι βοηθούν να προχωρήσει παραπέρα η (ας πούμε) συζήτηση που ξεκίνησε μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου. Έρχομαι λοιπόν, απρόσκλητος, να πω κι εγώ τα δικά μου, με αφορμή το εύστοχο πράγματι παράδειγμα που διάλεξε ο Α.
Ως προς «την υπερδιόρθωση που γίνεται με τη σύνταξη αρχαιοπρεπών ρημάτων με γενική, τα οποία στα αρχαία συντάσσονταν με αιτιατική», λοιπόν, συμφωνώ με τον Α. ότι καθόλου δεν μας ενδιαφέρει τι λέει η αρχαία γραμματική. Όμως, εκείνοι που χρησιμοποιούν τέτοια σύνταξη, συνήθως, διαθέτουν «ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο». Η τακτική του ΝΣ (νομίζω εγώ) είναι να επισημαίνει την αντίφαση ανάμεσα στο υπόβαθρο αυτό και την πρακτική τους, τους φέρνει λοιπόν μπροστά σ’ ένα δίλημμα. Ή πρέπει να καθίσουν να μελετήσουν σε βάθος τα αρχαία ...για να μιλήσουν νέα ελληνικά (όπως υποστηρίζει ο σκληρός πυρήνας του ιδεολογικού τους υπόβαθρου), ή πρέπει να συμφωνήσουν με τον Α. και μένα ότι η αρχαία γραμματική είναι εκτός θέματος (αλλά τότε πάει περίπατο η ιδεολογία της «ενιαίας»), ή τέλος πάντων να βρουν κάποια άλλη λύση, μια άλλη διάρθρωση της θέσης τους που να ακούγεται λιγότερο σαθρή.
Ο Α. παρατηρεί, σωστά, ότι «δεν υποκρύπτεται πάντα εθνικιστική ιδεολογία πίσω από τη χρήση λόγιων τύπων». Επειδή όμως χρήση λόγιων τύπων κάνουμε όλοι μας, ας μου επιτρέψει να «διορθώσω» (ή να διαστρεβλώσω!) τη φράση του, να την οικειοποιηθώ για να πω κάτι άλλο ίσως: δεν υποκρύπτεται πάντα εθνικιστική ιδεολογία πίσω από τη χρήση μιας ιδιόμορφης ευπρεπισμένης γλώσσας. Για να το πω απλουστευτικά και (αλίμονο!) χρησιμοποιώντας ετικέτες, το «εκσυγχρονιστικό» Βήμα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της ευπρεπισμένης γλώσσας. Υποψιάζομαι λοιπόν ότι το «συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο» είναι κάτι ευρύτερο από τον εθνικισμό και τα συναφή.
Γι’ αυτό βρίσκω τον όρο «νεοκαθαρεύουσα» πετυχημένο (κι ας με συγχωρήσει ο πάντα ευγενικός οικοδεσπότης), δηλ. δεν πρόκειται για την παλιά καθαρεύουσα ξαναζεσταμένη αλλά για νέο φαινόμενο (που μπορεί, ίσως, να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο ανάλογο με την εμφάνιση της παλιάς καθαρεύουσας στον καιρό της).
Τώρα, η φύση και τα αίτια των γλωσσικών αλλαγών είναι θέμα που μάλλον ξεπερνάει τις δυνάμεις μου, νομίζω πάντως ότι τέτοιες αλλαγές μπορεί να προέλθουν, όχι μόνο από την εσωτερική λογική της γλώσσας, αλλά και από λόγους «ιδεολογικούς» (εξωγλωσσικούς, γενικότερα). Είναι λοιπόν πιθανό, ποιος ξέρει, κάτω από μια τέτοιου είδους πίεση, κάποια στιγμή, ας πούμε μετά από 50 χρόνια, όλα τα λόγια ρήματα (ίσως και όλα τα υπόλοιπα;!) να συντάσσονται μόνο με γενική.
Μέχρι τότε, εννοώ όσο τα πράγμα βρίσκεται σε εξέλιξη («κοχλάζει», στην ορολογία του ΝΣ), έχει κανείς δικαίωμα να δηλώνει τις προτιμήσεις του και να προσπαθεί να επηρεάσει, με τις όποιες δυνάμεις του, «την κατεύθυνση προς την οποία πηγαίνει».
Μια συντελεσμένη γλωσσική αλλαγή, ναι, αυτήν οφείλουμε να τη δεχτούμε χωρίς αξιολογήσεις.
Νομίζω πάντως ότι αυτό το φαινόμενο (σύνταξη λόγιων ρημάτων με γενική, είτε «σωστή» είτε «λανθασμένη»), σήμερα, χαρακτηρίζει κυρίως το δημοσιογραφικό λόγο (και το λόγο που τον μιμείται).
Λέγει ὁ Μελέαγρος:
«Όμως, εκείνοι που χρησιμοποιούν τέτοια σύνταξη, συνήθως, διαθέτουν «ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο». Η τακτική του ΝΣ (νομίζω εγώ) είναι να επισημαίνει την αντίφαση ανάμεσα στο υπόβαθρο αυτό και την πρακτική τους»
Ὅμως, ἐκεῖνοι ποὺ «διορθώνουν» τοὺς «νεοκαθαρευουσιάνους» ἔχουν ἕνα «συγκεκριμένο ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο»: νὰ μὴν κάνουν διορθώσεις. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ δική μου τακτικὴ εἶναι νὰ ἐπισημαίνω τὴν ἀντίφασι τοῦ ἰδεολογικοῦ ὑποβάθρου αὐτοῦ τῶν μαλλιαρῶν καὶ τῆς πρακτικῆς τους.
Ἡ διαφωνία μου μὲ τὸν Νίκο δὲν εἶναι στὸ ὅτι ἐπισημαίνει τὰ λάθη ποὺ κάνουμε κατὰ τὴν χρήσι τῶν λογίων τύπων, ἀλλὰ στὸ ὅτι -ἐὰν κάνω λάθος ἂς μὲ διαψεύσει- στὸ ὅτι ἐπισημαίνει τὰ λάθη αὐτά, ὄχι γιὰ νὰ ὑποδείξῃ τὴν ἀνάγκη να μελετοῦμε τὴν γλῶσσα μας καλύτερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑποδείξῃ τὴν κατ᾿ αὐτὸν ἀνάγκη νὰ καταργήσουμε τὴν γλῶσσα μας καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήσουμε μὲ κάποια ἀμερικανικὴ νιουσπήκ (ὁπότε καὶ δὲν θὰ κάνουμε πιὰ καὶ λάθη μὲ τὴν λόγια γλωσσική μας κληρονομιά, ἀφοῦ αὐτὴ πλέον δὲν θά... ὑπάρχει). Ὁ Ν.Σ. δηλαδὴ καθόλου δὲν τὸ ἐπιθυμεῖ, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ τὸ ὑποστηρίζουν δημοσίως καὶ παριστάνουν καὶ τοὺς γλωσσολόγους. Ἐκεῖ ὁδηγοῦν οἱ ἀκραῖες συνέπειες τῆς πολιτικῆς του, καὶ δὲν μοῦ ἔχει ἐξηγήσει πῶς διαφοροποιεῖται ἡ πολιτική του ἀπὸ τὴν πολιτικὴ αὐτῶν ποὺ ἀνέφερα. Σίγουρα θα βρίσκει ἐξοργιστικὸ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀποδίδω -ἔστω καὶ ὄχι τὴν πρόθεσι, ἀλλὰ μόνον τὶς ἀκραῖες συνέπειες, ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ ἔνστασίς μου, καὶ τὸ ἐρώτημα συγχρόνως.
Ἔχω καὶ ἄλλη ἔνστασι. Ἀπορῶ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀποστεωμένη καὶ ἀποκεκαθαρμένη ἀπὸ κάθε γλωσσικὴ «παγίδα» (ὅπως οἱ λόγιοι τύποι) «δημοτική», τῆς ὁποίας οἱ χρῆστες ΔΕΝ κάνουν λάθη. (Ἐδῶ γελᾶμε...)
«Ή πρέπει να καθίσουν να μελετήσουν σε βάθος τα αρχαία»
Μά, αὐτὸ ἀκριβῶς λέμε· ὅτι πρέπει νὰ μελετοῦμε τὰ ἀρχαῖα. Οἱ ἀρχαιοκτόνοι λένε ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὰ μελετοῦμε, καί, ἀφοῦ μᾶς ἀπαγορεύουν ἐν τοῖς πράγμασι νὰ τὰ μελετοῦμε, μᾶς κατηγοροῦν κι ἀπὸ πάνω ὅτι... δὲν τὰ μελετοῦμε!
«δεν υποκρύπτεται πάντα εθνικιστική ιδεολογία πίσω από τη χρήση λόγιων τύπων»
Ἡ συνειδητὴ ὑπεράσπισις καὶ καλλιέργεια τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἐθνικισμός· ὅπερ καλὸν καὶ ἅγιον. Ἀλλὰ καὶ ἡ μὴ συνειδητή, ἁπλῶς χάριν καλοπροαιρέτου παιδιᾶς, χρήσις τῶν λογίων τύπων, δὲν εἶναι βεβαίως στάσις καλλιεργημένη τόσο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ ἐθνικισμός, δεικνύει ὅμως τουλάχιστον καλαισθησία.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οὔτε ὑποκρύπτεται πάντα ἐθνομηδενιστικὴ μισελληνικὴ νοοτροπία πίσω ἀπὸ τὸν σύγχρονο δημοτικισμό, ἀλλά, ἐὰν φθάσουμε στὸ σημεῖο νὰ ἐχθρευόμαστε τὴν ἐθνική μας παράδοσι, βασικὸ τμῆμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ γλωσσικὴ παράδοσις, αὐτό, ναί, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μισελληνισμός.
«Γι’ αυτό βρίσκω τον όρο «νεοκαθαρεύουσα» πετυχημένο»
Εἶναι ἀντίστοιχο τοῦ ὅρου «νεοορθόδοξο» κίνημα, νέος πατριωτισμὸς τῆς Ἀριστερᾶς κλπ· ὅλα μὲ κοινὴ αἰτία· τὰ ἀντισώματα τῶν Ἑλλήνων ἔναντι τῆς λαίλαπας τῆς ἐθνομηδενιστικῆς νεοταξικῆς παγκοσμιοποιήσεως.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν μὴ ἐχόντων ἐπιχειρήματα νὰ ἀπαντοῦν σὲ ἀπόψεις τὶς ὁποῖες ἀποδίδουν στὸν συνομιλητή τους καὶ τὶς ὁποῖες αὐτὸς δὲν ἐξέφρασε, ὅπως κάνει πονηρὰ ὁ ἀνωτέρῳ «Ἀρχίδαμος». Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖτε, ἐδῶ ἀνοήτως ἐνόμισε ὅτι τὰ μικρὰ ἑλληνικὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἐμφανίζει ὁ blogger τὰ ὀνόματα τῶν σχολιαστῶν στὴν σελίδα τῶν σχολίων τὰ ἔγραψα ὁ ἴδιος - καὶ ἐνῷ δὲν εἶναι ἰκανὸς νὰ ἀντιληφθῇ ὅτὶ τὸ «καλλιμαχοσ» τὸ ἐμφανίζει ἔτσι ὁ blogger, ἔχουμε καὶ τὴν ἀξίωσι νὰ καταλαβαίνῃ καὶ τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ γράφω...
Αν και δεν θέλω να μονοπωλώ τη συζήτηση, αφού πρόκειται για το βιβλίο μου, πρέπει να απαντήσω σε μερικά σχόλια.
Ο φίλτατος Καλλίμαχος με κατηγορεί ότι πιστεύω πως ζούμε στην εποχή της επαράτου, αλλά κι αυτός μου φαίνεται πως παρουσιάζει μιαν εικονική πραγματικότητα στην οποία κυβερνά η ανανεωτική πτέρυγα του Σύριζα. Θα του θυμίσω ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Για παράδειγμα, η Γιαννάκου που την έχει για κόκκινο πανί, αύξησε τις ώρες διδασκαλίας των αρχαίων και ήταν υπέρ του πολυτονικού. Τέλος πάντων, αφού ο ίδιος θεωρεί εθνική στάση την υπεράσπιση της παράδοσης, ας με αφήσει να υπερασπίσω την παράδοση του Ψυχάρη και του Κριαρά.
Για τη διδασκαλία των αρχαίων, θέμα που δεν θίγεται στο βιβλίο, είχα διαφωνήσει με τον Γ.Χάρη όταν είχε δημοσιεύσει τα τέσσερα πολύ σημαντικά του σημειώματα. Σήμερα, και βλέποντας την κόρη μου να δεινοπαθεί, τείνω να συμφωνήσω μαζί του.
Για τον Αρχίδαμο, η μετάφραση της γερμανικής έκφρασης θα μπορούσε να είναι υπερακοντίζω, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Οι ενστάσεις του είναι πολύ βάσιμες και με απασχολούν, και όχι μόνο εμένα. Περισσότερα δεν θα πω, διότι με πρόλαβε ο Μελέαγρος και με κάλυψε. Όμως η συζήτηση για το τι είναι λάθος και τι δεν είναι, και γιατί, πρέπει να συνεχιστεί.
Ξανά για τον Καλλίμαχο: δεν είμαι κατά της επισήμανσης των λαθών. Είμαι ενάντιος στη λαθοθηρία, στη χρήση του λάθους, του "λάθους" ή του δήθεν λάθους ως εξουσιαστικού μηχανισμού ή ως μέσου για να ξεχωρίσουμε απ' τον κόσμο. Είμαι ολόψυχα αντίθετος σ' αυτόν που βρίζει αγράμματους όσους λένε π.χ. "ο πάτερ Νικόδημος". Οπότε σ' αυτόν, αφενός θα επισημάνω ότι ο Παπαδιαμάντης το έλεγε επίσης και ότι η Γραμματική το κατοχυρώνει, κι αφετέρου, πολύ θα χαρώ αν τον πιάσω στα πράσα σε καμιάν άλλη ελληνικούρα.
Κι ένα ανέκδοτο: όταν το 1966(;) ο Κοκός έβγαλε εκείνο το κατάπτυστο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα που έβγαζε μιάσματα τη μισή Ελλάδα, ανάμεσα στην κατακραυγή που ξεσηκώθηκε ήταν κι ένα σημείωμα του αείμνηστου Τ. Βουρνά στην Αυγή, που κατηγορούσε τον συντάκτη του διαγγέλματος (όχι τον Κοκό, βέβαια) για άγνοια της ελληνικής γλώσσας επειδή χρησιμοποιούσε τον τύπο "όλους όσους". Αριστερή λαθοθηρία; Βέβαια ίσως το 1966 η χρήση αυτή να ξένιζε περισσότερο.
Δυστυχώς δεν προφταίνω να γράψω περισσότερα...
κι αφετέρου, πολύ θα χαρώ αν τον πιάσω στα πράσα σε καμιάν άλλη ελληνικούρα.
Μην πας μακριά: βλέπε Απεκαταστάθη αντί για το ορθό αποκατεστάθη (στη σημείωση, στο τέλος της ανάρτησης).
Τὸ νὰ μὴν ξέρῃς νὰ κλίνῃς το «πατήρ», φυσικά, ἀγραμματοσύνη εἶναι. Ἐννοεῖται ὅτι δὲν μᾶς ἐνοχλεῖ ὅταν τὸ λέγῃ ἕνας ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ (χωρὶς νὰ σημαίνῃ ὅτι καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ μείνῃ ἀπαίδευτος), ἀλλά, ἐὰν τὸ λέγῃ ἀπόφυτος ΑΕΙ -μὲ ὕψιλον- ὑπάρχει πρόβλημα. Δὲν μοῦ λές, ὅμως, ὅταν ἡ κόρη σου, τώρα μὲ τὸ Euro 2008, ἀκούσῃ στὴν τηλεόρασι γιὰ τοὺς διεθνεῖς ἀγῶνες, καὶ πῇ, ὁ διεθνή, τοῦ διεθνή, ἡ διεθνή, τῆς διεθνή, ὁ Ἕλλην, τοῦ Ἕλλην, ὁ Πλάτων, τοῦ Πλάτων, τὸν Πλάτων, δὲν θὰ τὴν διορθώσῃς, ἐπειδὴ εἶναι φυσικὸ ποὺ μπερδεύτηκε τὸ παιδί; Πού, ναί, φυσικὸ εἶναι νὰ μπερδευτῇ, ἀλλὰ φυσικὸ καὶ νὰ μαθαίνουμε.
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα, τί νὰ πῶ; Ναί, ὁ Συνασπισμός («κυβερνητικὸ κόμμα», κατὰ Γιανναρᾶ) κυβερνᾷ, καὶ ἀρκεῖ νὰ ξεφυλλίσῃς τὰ σχολικὰ βιβλία (ἢ ἁπλῶς νὰ κοιτάξῃς γύρω σου) γιὰ νὰ τὸ διαπιστώσῃς. Κατὰ τ᾿ ἄλλα οἱ θέσεις μας ἔγιναν σαφεῖς, ὁπότε δὲν ἐπιμένω.
Μιὰ διόρθωσι μόνον, γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, ἐπειδὴ τὸ ἀκούω νὰ ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς. Ὁ Βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐχαρακτήρισε, τὸν κομμουνισμὸ -καὶ ὄχι τοὺς κομμουνιστὲς, ὄχι τὴν «μισὴ Ἑλλάδα» δηλαδή-, ξενόφερτο μίασμα, τὸ ὁποῖον ἦταν καὶ ἀκριβές ἐξ ἄλλου. (Τὸ ἴδιο περίπου ἔκανε, ἄλλωστε, ἐφέτος καὶ τὸ Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης.) Ἀντιθέτως, τοὺς κομμουνιστὲς ἐχαρακτήρισε «καλοὺς Ἕλληνας». («Ὁ κομμουνισμὸς ἀποτελεῖ μίασμα γεννηθὲν ἔξω τῆς Ἑλλάδος, ἐμπνεόμενον καὶ κινούμενον ἔξωθεν. Ἠθική του εἶναι τὸ ψεῦδος καὶ ἡ προδοσία. Μολύνει καὶ καθιστᾷ ἀνύποπτον ἐχθρόν τῆς Πατρίδος πάντα ἐρχόμενον εἰς ἐπαφήν μὲ αὐτόν, ἄτομον ἢ ὁμάδα, πάντα καλὸν Ἕλληνα, μὴ διαβλέποντα τὸν κίνδυνον».) (Καὶ μιλοῦμε γιὰ τὸν κομμουνισμὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε πνίξει τὴν Ἑλλάδα στὸ αἷμα, ὄχι μιὰ ἰδεολογία ἔτσι ἀορίστως.) Ἀντιθέτως, ὁ Γέρος τῆς Δημοκρατίας, ὁ Γεώργιος Παπανδρέου, δεινὸς χειριστὴς τῆς γλώσσης καὶ ἀξεπέραστος ρήτωρ, ἀλλὰ ὄχι τόσο πράος ὅσο ὁ Βασιλεύς, εἶχε πολὺ ὀξύτερη γλῶσσα καὶ ἐχαρακτὴρισε τοὺς ἀντάρτες τοῦ ΔΣΕ, αὐτοὺς τοὺς ἰδίους, «συρφετὸ τῶν προδοτῶν».
Ὑ.Γ. Ὅποιος βλέπει τυπογραφικὰ καὶ ἄλλα λάθη στὸ ἱστολόγιό μου, ἂς μοῦ τὰ ἐπισημαίνει, νὰ τὰ διορθώνω. Εὐχαριστῶ.
Επιτρέψτε μου να επισημάνω μια σύγχυση, χωρίς να επεκταθώ για την ώρα. Έχει φαίνεται γίνει κοινό κτήμα ή τουλάχιστον ευρύτερα γνωστή η θέση της γλωσσολογίας ότι το λάθος απολανθάνεται και με τη χρήση γίνεται σωστό· και θεωρούν πολλοί ότι μπορούν να την κάνουν μπούμεραγκ, τονίζοντας ότι τότε και τα λάθη που προκύπτουν κατά τη χρήση, επαναφορά κτλ. των πάσης φύσεως λόγιων στοιχείων θα έπρεπε και αυτά να αντιμετωπίζονται «ανεκτικά».
Όμως το λάθος που κάποτε (άδηλο πότε) γίνεται σωστό (και πάντως ώς τότε διορθώνεται) είναι αυτό που έχει «υιοθετηθεί» και καθιερωθεί από τη γλωσσική κοινότητα και όχι το οτιδήποτε γράφει κάθε στιγμή ο καθένας. Και για την ώρα γλωσσική κοινότητα δεν είμαστε οι όσοι διανοούμενοι, οι δημοσιογράφοι ή και όλοι έστω οι διορθωτές, αυτοί που τροφοδοτούν π.χ. τον Σαραντάκο. Έχουμε πει, έχω πάντως πει, επανειλημμένα, ότι αν κάποια στιγμή όλα τα μύρια «τέρατα» επικρατήσουν, και πάλι δε θα πάθει τίποτα η γλώσσα· όμως στο μεταξύ, εκτός απ’ το να διορθώνουμε, δουλειά μας είναι και να δείχνουμε τι –ιδεολογία– κρύβουν κατά κανόνα τα «λάθη» αυτά. Και το θέμα δεν είναι, εννοείται, οι χρήστες, ούτε ίσως και τα βαποράκια, αλλά οι έμποροι.
Καλές γιορτές σ’ όλους, χρόνια πολλά και καλά, πάντοτε καλύτερα.
Με πολλή προσοχή και σεβασμό παρατήρησα τη διασταύρωση διαφορετικών απόψεων σε αυτή τη συζήτηση. Εκφράζω την εκτίμησή μου για το βαθύ και ειλικρινές ενδιαφέρον των αγαπητών σχολιαστών. Προς ανθρώπους που νοιάζονται τόσο για τη γλώσσα τρέφω βαθιά συμπάθεια.
Λίγα σημεία ήθελα να σχολιάσω, που πιστεύω ότι αξίζουν προσεκτικότερη αντιμετώπιση.
Εν πρώτοις, οι γλωσσολόγοι δεν υποστηρίζουμε ότι τίποτε στη γλώσσα δεν είναι λάθος, επειδή αργότερα μπορεί να επικρατήσει. Η γλώσσα ουδέποτε κείται ακίνητη, ώστε να προσφέρεται για στατική μελέτη. Πάντοτε βρίσκεται εν εξελίξει. Ο γλωσσολόγος μπορεί (με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία) να προσδιορίσει ίσως την κατεύθυνση ή την πορεία ορισμένης αλλαγής.
Δεύτερον, οι αλλαγές δεν είναι απολύτως εξαρτώμενες. Εννοώ: Δεν είναι δυνατόν να αποδώσουμε ορισμένη μεταβολή σε έναν μόνο παράγοντα, όσο και αν αυτός φαίνεται ελκυστικός. Μερικές φορές τείνουμε να χαρακτηρίζουμε την κυοφορούμενη αλλαγή στοιχείο τής μόδας ή προϊόν επιβολής κοινωνιογλωσσικής φύσεως, αλλά όσες φορές το πράττουμε διαπιστώνουμε ότι οι βασικές παράμετροι έχουν διαφύγει την προσοχή μας. Και αυτές σχετίζονται με τη γλωσσική δομή και όχι με την ιδιοσυστασία των ομιλητών.
Τρίτον, δεν ξέρω αν μπορώ να συμφωνήσω ότι σκοπός μας είναι να αναλύσουμε την ιδεολογία τού ρεύματος από το οποίο εικάζουμε ότι εκπορεύονται οι αλλαγές. Θα δεχτώ όμως ότι είναι ευκολότερο. Οι άνθρωποι που φαίνεται να κινούνται σε κυρίαρχο ρεύμα και να το υποστηρίζουν είναι σαφώς πιο προσιτοί σε κάθε μορφής αρνητική κριτική.
Το 1996, όταν ο Τομέας Γλωσσολογίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών οργάνωσε το συνέδριο για την εικοσαετία από την καθιέρωση της Νεοελληνικής Κοινής, θυμούμαι (μεταπτυχιακός φοιτητής τότε) τα λόγια τού εκλιπόντος τώρα Τάσου Χριστίδη: «Οι ιδέες δεν είναι άυλες και ασώματες, επομένως πρέπει κανείς να αντιπαρατεθεί σε πρόσωπα». Από το εξοχικό μου και μακριά από το αρχείο και τις σημειώσεις μου ίσως να μην αποδίδω ακριβώς τα λόγια και ζητώ συγγνώμη για αυτό, αλλά διαβεβαιώνω τους αναγνώστες ότι αυτό είναι το νόημά τους. Έκτοτε και άλλοι επανέλαβαν την ιδέα αυτή.
Μερικές φορές, επειδή είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες, μπορεί να αδικήσουμε τις ιδέες μας. Ίσως δεν τις υποστηρίξαμε με τον αναγκαίο σεβασμό προς την αντιγνωμία, επειδή δεν καλλιεργήσαμε την απαιτούμενη παιδεία ή επειδή αφήσαμε να την υποσκάψει η υπερηφάνεια και η αυτάρεσκη υπεροψία. Όμως, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι ο στόχος τού γλωσσολόγου είναι να διερευνά τη γλωσσική αιτιότητα, ότι θα αποτυγχάναμε αν αναζητούσαμε κίνητρα, ότι γυρεύοντας ιδεολογικά ίχνη χάνουμε το επίκεντρο της επιστημονικής ανάλυσης.
Οι γλωσσολογικές έρευνες δείχνουν ότι, αν κάποια αλλαγή προήλθε από ανώτερα στρώματα ή προωθήθηκε από τη λόγια μελέτη, αυτό συνέβη επειδή αξιοποίησε και ενεθάρρυνε ήδη υπαρκτές τάσεις στη γλώσσα ή κενά τού συστήματος. Αυτό ισχύει για πολλά λόγια στοιχεία τής σύγχρονης Ελληνικής και καταδεικνύεται από τις έρευνες. Πλούσια βιβλιογραφία το αποδεικνύει και ελπίζω στο μέλλον να αναπτύξω κάποια πλευρά τού ζητήματος. Στο τελευταίο συνέδριο των Ιωαννίνων παρουσιάστηκαν ανακοινώσεις και έρευνες τόσο για τα λάθη όσο και για τη γλώσσα των μαθητών λυκείου, που δεν επιμαρτυρούν αρχαϊστικές τάσεις.
Από τη θέση αυτή θέλω άλλη μια φορά να ευχαριστήσω τον Νίκο Σαραντάκο, που το βιβλίο του στάθηκε αφορμή για τέτοια γόνιμη συζήτηση. Συνδυάζοντας σπουδές χημικού μηχανικού και αγγλικής φιλολογίας και έχοντας στις αποσκευές του μακρά θητεία στη μετάφραση, ο αγαπητός Νίκος διαθέτει οξυμμένη γλωσσική ευαισθησία, που εύχομαι να τον ωθήσει σε περαιτέρω συγγραφική δραστηριότητα.
Εκ μέρους μου πολλές ευχαριστίες προς όλους τους αγαπητούς σχολιαστές, οι οποίοι ένιωσαν την ανάγκη να παρουσιάσουν τις απόψεις τους.
Θὰ ἤθελα νὰ πῶ ἀρκετὰ ἀκόμη, ἀλλὰ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος.
Κύριε Μωυσιάδη θὰ μὲ ἐνδιέφερε ἡ ἄποψίς σας γιὰ τὸ 13τομον λεξικὸν ὁλοκλήρου τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης (ἐὰν μπορῇ νὰ θεωρηθῇ τέτοιο), τοῦ «Παπύρου», τὸ ὁποῖον διανέμεται μὲ τὴν «Καθημερινή».
Εὐχαριστῶ, Καλὴ Χρονιά, καὶ τοῦ χρόνου στὴν Πόλι.
Καλή χρονιά να έχουμε, γεμάτη ευτυχία,
Και φυσικά πολλά λεφτά, μα προπαντός υγεία
Χρόνια Πολλά Θοδωρή
Ευχαριστώ, κ. Μπουρλά, για την ερώτησή σας. Επιτρέψτε μου, όμως, να σας απαντήσω προσωπικά, επειδή σε αυτό το άρθρο άλλο είναι το κρινόμενο βιβλίο και δεν είναι κόσμιο να εκτρέψω τη συζήτηση. Σας ευχαριστώ για την κατανόησή σας.
Διάφοροι φίλοι, τους οποίους εκτιμώ, είχαν την καλοσύνη να σχολιάσουν το άρθρο μέσω ηλ. μηνυμάτων και αισθάνομαι την ανάγκη να τους ευχαριστήσω για την προσοχή τους και για τα σημεία που αναδεικνύουν.
Άξιος σχολιασμού είναι, κατά τη γνώμη μου, ο όρος ερμαφρόδιτα, που ο αγαπητός Νίκος Σ. χρησιμοποιεί για τα επίκοινα επαγγελματικά, όταν είναι θηλυκά. Ας μου επιτραπεί η κρίση ότι ο εν λόγω όρος δεν είναι επιστημονικός ούτε απαντά σε γλωσσολογικά εγχειρίδια μορφολογίας. Καταλαβαίνω ότι η χρήση του στη Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων αποσκοπεί στην εμφάνιση του λόγιου κλιτικού παραδείγματος (με γενικές -ου, -έως, -ονος, -ορος κτλ.) σαν αταίριαστου ή και ανάρμοστου προς το θηλυκό, αλλά έχω εξηγήσει γιατί το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο.
Επί παραδείγματι, ίσως διευρύνει τον συλλογισμό μας η υπενθύμιση ότι το σημερινό (ήδη μεσαιωνικό) άρθρο τής ονομαστικής πληθυντικού των θηλυκών οι προήλθε με αναλογική επέκταση του αρσενικού και αντικατέστησε το αρχ. αι, παρ’ ότι το τελευταίο έπαιζε διακριτό ρόλο (π.χ. αἱ γυναῖκες > οι γυναίκες). Λόγοι γλωσσικής δομής υπαγόρευσαν τη μεταβολή. Δεν υπάρχουν από συστηματικής πλευράς μορφήματα κατάλληλα ή προορισμένα μόνο για το αρσενικό ή μόνο για το θηλυκό, ώστε να θεωρήσουμε οποιονδήποτε άλλο συνδυασμό ερμαφρόδιτο. Σέβομαι, ωστόσο, την άποψη του συγγραφέα και τις γλωσσικές επιλογές που έχει υιοθετήσει.
Το τελευταίο μου σχόλιο σχετίζεται με το ύφος. Η αγαπητή μου Βίβιαν, με την οξεία πένα και την εγνωσμένη παιδεία της, γράφει ότι το ύφος επικαθορίζεται συχνά από το είδος ή το περιεχόμενο του θέματος.
Ως προς αυτό έχω επιφυλάξεις. Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένα κειμενικά είδη ο απαξιωτικός λόγος μοιάζει σαν οργωμένο χωράφι, όπου ο καθένας ρίχνει τον δικό του σπόρο. Είμαστε υποχρεωμένοι να σπέρνουμε στις ίδιες αυλακιές; Νομίζω όχι. Εξήγησα γιατί στο προηγούμενο άρθρο μου.
Με όλο τον σεβασμό προς τους αγαπητούς φίλους, θέλω να εμμείνω στην πεποίθηση ότι κανένα κειμενικό είδος δεν μας υποχρεώνει να συρθούμε στην ειρωνεία ή στην αλαζονική περιφρόνηση της άποψης που καταδικάζουμε. Το ύφος τού κειμένου δεν είναι στολισμός ιματίου, αλλά στοιχείο τού χαρακτήρα του και, κατ’ επέκταση, δείχνει το αποτύπωμα εκείνου που το συνέταξε. Σε τελική ανάλυση, όταν κάποιος πιστεύει ότι γνωρίζει την επιστημονική αλήθεια για ένα ζήτημα, τότε πρέπει να είναι ακόμη πιο ταπεινός, διότι ξέρει πόσο δύσκολο ήταν να τη βρει…
Στο θέμα αυτό δεν χρειάζεται, όμως, να επανέλθω.
Ελπίζω και εκφράζω την πεποίθηση ότι ο αγαπητός Νίκος θα συνεχίσει να γράφει αξιόλογα κείμενα, που έχουν προέλθει από τεκμηριωμένη έρευνα. Θα πω μόνον τούτο: Το βιβλιαράκι του Το αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων (Αθήνα 2000), όπου αναλύει την προέλευση παροιμιών και άλλων στερεότυπων φράσεων, είναι πραγματικό κόσμημα.
Να ευχαριστήσω τον φίλο Θόδωρο για τα καλά λόγια και ταυτόχρονα να ευχηθώ καλή χρονιά και ευτυχισμένο και δημιουργικό το 2008 στον δημιουργό του Linguarium και σε όλους τους θαμώνες του ιστολογίου!
Μια σύντομη προσθήκη στην ενδιαφέρουσα συζήτησή σας: Η μελέτη των Ιορδανίδου / Μάντζαρη βρίσκεται πλέον και στο διαδίκτυο [pdf].
Αγαπητέ κ. Μωυσιάδη, με καθυστερημένες ευχές για μια καλή χρονιά επιτρέψτε μου να επανέλθω στο προτελευταίο σχόλιό σας:
Έχετε βεβαίως δίκιο στην παρατήρησή σας ότι τα λάθη –και η ενδεχόμενη, λέω εγώ, καθιέρωσή τους– σχετίζονται –και, θα πρόσθετα– με τα κενά του συστήματος και τη γλωσσική δομή (μολονότι φοβούμαι πως έτσι υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσουμε τη γλωσσική δομή σαν κάποια μεταφυσική έννοια, σαν κάτι που δεν διαμορφώνεται ακριβώς από τους «χρήστες», όπως έγραφα, τα «βαποράκια», και προπάντων τους «εμπόρους»). Όμως, το να παρακολουθεί, το να εξετάζει κανείς κοινωνιογλωσσικά φαινόμενα και κοινωνικές και ιδεολογικές τάσεις δεν σημαίνει ότι επιδίδεται σε μαντική για επερχόμενες γλωσσικές αλλαγές. Ή αλλιώς: η όποια κριτική σε πρόσωπα και ιδέες δεν γίνεται με στόχο λ.χ. την αποτροπή των όποιων αλλαγών.
Από την άποψη αυτή δεν έχει νόημα να πούμε τώρα αν είναι ή δεν είναι δουλειά του γλωσσολόγου «η ανάλυση της ιδεολογίας του ρεύματος από το οποίο εικάζουμε ότι εκπορεύονται οι αλλαγές». Παραταύτα, μια και το ’φερε η κουβέντα, προσωπική μου έστω άποψη είναι πως, ακόμα κι αν δεχόμασταν ότι δεν είναι δουλειά του γλωσσολόγου αυτή, είναι οπωσδήποτε του κάθε –ενεργού, ας πούμε– πολίτη.
Γενικότερα πάντως, και όσο δεν βρισκόμαστε μπροστά σε παγιωμένες αλλαγές, θα ’πρεπε νομίζω να μην ξεχνάμε ότι, πλάι, μαζί, ή και ανεξάρτητα από το λάθος, υπάρχει η επιλογή. Η οποία, θα πω και εδώ, αν δεν αφορά τον γλωσσολόγο (αλλά ούτε τον κοινωνιογλωσσολόγο;), αφορά ίσως τον κάθε πολίτη. Έτσι, ενώ τα διάφορα «αποτελείτο» και «χρησιμοποιείτο» σχετίζονται προφανέστατα με κενά του συστήματος, δεν ξέρω με ποια γλωσσική δομή σχετίζεται, σε ποιο κενό του συστήματος πέφτει μέσα η επιδημική χρήση τού νόστου με την έννοια της νοσταλγίας, και τόσα άλλα –για να μείνω σε ένα καθαρό λάθος και να μην επεκταθώ στον καταιγισμό των μη λαθών, πλην όμως ιδεολογίας σημαντικών, όπως εισέρχομαι, εξέρχομαι, εξάγω (κραυγές!) κτλ.
Είναι όμως δυνατόν όλα αυτά να εξεταστούν ερήμην της ιδεολογίας τους; Και είναι εντέλει άλλο η εξέταση γλωσσικών φαινομένων και άλλο η εξέταση κοινωνικών και ιδεολογικών φαινομένων και τάσεων, η κίνηση γενικά των ιδεών;
Όσον αφορά τον λόγο του Χριστίδη, αντιγράφω από τον τόμο των πρακτικών, σ. 297:
«Καταρχήν θέλω να πω προκαταρκτικά ότι δεν έχω καμιά διάθεση να μετατρέψω αυτόν το διάλογο που θα γίνει σε προσωπική αντιπαράθεση. Δεν με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα, με ενδιαφέρουν οι θέσεις. Βεβαίως οι θέσεις ποτέ δεν είναι άυλες και ασώματες, εκπροσωπούνται από πρόσωπα, επομένως είσαι υποχρεωμένος να αντιπαρατεθείς σε πρόσωπα».
Είχε προηγηθεί οξεία επίθεση του Γ. Μπαμπινιώτη –το σημειώνω για να καταλάβει ο αναγνώστης την απάντηση του Χριστίδη, απ’ την οποία συγκρατήσατε, αναπόφευκτα, τη θέση λίγο πιο κατηγορηματική απ’ όσο ήταν. Δεν τα γράφω αυτά για να αποκαταστήσω οτιδήποτε, αφού θέση του Χριστίδη ήταν γενικότερα ότι «ο λόγος για τη γλώσσα είναι λόγος για την κοινωνία».
Και αφού η κοινωνία αποτελείται από ανθρώπους, λέω τώρα εγώ, αν καταλαβαίνω σωστά τη θέση του Χριστίδη, ο λόγος για τη γλώσσα θα είναι, οφείλει να είναι λόγος για τους ανθρώπους –που αυτοί είναι έτσι κι αλλιώς φορείς και των ιδεών και της γλώσσας.
Καλή χρονιά και πάλι σε όλους μας.
Αγαπητέ Δρ Μωσή, δεχτείτε, παρακαλώ, τις καθυστερημένες ευχές μου για καλή χρονιά. Επιτρέψτε μου δυο λόγια σχετικά με την ενδιαφέρουσα κριτική σας για το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου. Πρώτα απ' όλα, έχω τη γνώμη ότι ο όρος ερμαφρόδιτα ονόματα που χρησιμοποιεί ο Ν.Σ. μπορεί να μην είναι καθιερωμένος στην τεχνική ορολογία του συναφιού (ως γνωστόν, ο δόκιμος όρος είναι επίκοινο όνομα, που πέρασε μέσω του λατινικού genus epicoenum και στις δυτικές γλώσσες, π.χ. αγγλ. epicene), είναι όμως εκφραστικότατος και έχει μάλιστα αξιόλογο πεντιγκρί, που φτάνει λίγο πολύ ίσαμε τον Αριστοφάνη!
Εξηγούμαι -- και συμπαθάτε με, γιατί νῦν δ᾽ αἶνον βασιλεῦσ᾽ ἐρέω, φρονέουσι καὶ αὐτοῖς. Στις Νεφέλες (στ. 660-691) ο Σωκράτης κατακεραυνώνει τον μπουμπούνα μαθητή του τον Στρεψιάδη με καταιγισμό γλωσσικών ερωτήσεων, που δείχνουν, υποτίθεται, πόσο προχωρημένες είναι οι γλωσσικές θεωρίες του φιλοσόφου. "Δεν γίνεται", λέει ο Σωκράτης, "να λες αλεκτρόνα και το κοκόρι και την πουλάδα. Το αρσενικό θα το πεις αλέκτορα, ενώ το θηλυκό αλεκτρύαινα". Ο Στρεψιάδης εντυπωσιάζεται δεόντως. "Και δεν μου λες, για να 'χουμε καλό ρώτημα", συνεχίζει ο Σωκράτης, "τη σκάφη πώς τη λες;" "Πώς να την πω;", απαντάει ο Στρεψιάδης, "κάρδοπον τη λέω, όπως όλος ο κόσμος". "Βλέπεις που δεν ξέρεις τί σου γίνεται;", αντεπιτίθεται ο Σωκράτης. "Πρέπει να λες καρδόπη, όπως λες και Κλεωνύμη." Το μάθημα γλωσσολογίας ολοκληρώνεται αριστοφανικώ τω τρόπω με πολιτικοσεξουαλικό αστείο. "Για πες μου τώρα", συνεχίζει απτόητος ο Σωκράτης, "πώς θα φωνάξεις του Αμεινία αν τον δεις στον δρόμο;" "Ε πώς αλλιώς", απαντάει ο Στρεψιάδης, "Αμεινία θα του φωνάξω". "Ε τα βλέπεις που τον φωνάζεις σαν να ήταν γυναίκα -- η Αμεινία;", συνεχίζει ο Σωκράτης. "Και με το δίκιο μου", απαντάει ο Στρεψιάδης (πονηρός ο βλάχος), "αφού δεν έχει πάει στρατό".
Τι δηλοί ο μύθος; Ότι ουσιαστικά σαν τα ο/η αλεκτρυών, η καρδόπη κτλ. γίνονταν ήδη αισθητά από τον πέμπτον αιώνα ως (κυριολεκτικώς) ερμαφρόδιτα. Ο όρος, λοιπόν, που διάλεξε ο φίλος Ν.Σ. είναι κάθε άλλο παρά άστοχος και ίσως αξίζει μάλιστα να καθιερωθεί στη θέση του άχρωμου "επίκοινον".
Επί της ουσίας τώρα. Ένα σημαντικό πρόβλημα των ερμαφρόδιτων/επίκοινων ονομάτων που θίγει ο Ν.Σ. είναι οι συνεκφορές ουσιαστικού και επιθέτου. Λέμε, λογουχάρη (για να δανειστώ τα παραδείγματα του Ν.Σ.), η γενική ταμίας ή η επαρχιακή δικαστής. Όπως σωστά επισημαίνει ο Ν.Σ., οι αδελφοί Κύπριοι προτιμούν, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στη γραφειοκρατική γλώσσα, τους τύπους η γενικός ταμίας, η επαρχιακός δικαστής, η ακόμη και επίκουρος καθηγήτρια, που εμένα προσωπικά μου φαίνεται ελαφρώς ιπποκενταυρώδες. Αναντίρρητα η επιλογή των Κυπρίων μοιάζει να προσκρούει στο γλωσσικό αίσθημα (τουλάχιστον ημών των καλαμαράδων), πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι αντιμετωπίζει ένα άλλο πρόβλημα που εμείς δεν έχουμε λύσει, δηλαδή το πρόβλημα της κλητικής προσφώνησης. Θέλω να πω: ενώ το "κυρία πρόεδρε" (ή ακόμη και το ακραίο "κυρία πρόεδρος") είναι ανεκτό, πώς θα προσφωνήσει κανείς μια γενική (ή γενικό;) πρόξενο; "Κυρία γενική"; Με καμία κυβέρνηση. Μήπως τότε "Κυρία γενικέ"; Αυτό είναι κάπως πιο ανεκτό, γιατί υπάρχει το προηγούμενο του "Κυρία πρόεδρε", αλλά προϋποθέτει το "η γενικός πρόξενος", που είναι αναντίρρητα ερμαφρόδιτο.
Το πρόβλημα φυσικά δεν λύνεται με σχολιάκια του ποδαριού σαν και το δικό μου. Αυτό που (πρέπει να) μας ενδιαφέρει είναι ότι ο Ν.Σ. θίγει ένα από τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα της νεοελληνικής -- μαζί με τους παρατατικούς των μεσοπαθητικών είναι, ίσως, το πιο τυραννικό. Ένας τρόπος για την αντιμετώπισή του είναι, όπως προτείνει ο ίδιος ο Ν.Σ. σε σχόλιό του, "οι εναλλακτικοί τύποι ... να τριφτούν στη χρήση και να ανταγωνιστούν με τους επικρατούντες αυτή τη στιγμή ερμαφρόδιτους". Μια και τέθηκε το πρόβλημα του συγγράφισσα, να παρατηρήσω ότι ο τύπος είναι νομιμότατος και μάλιστα με τίτλους ευγενείας, αφού ήδη στην κλασική ελληνική το θηλυκό του φύλαξ είναι φυλάκισσα, κανονικά και με τον νόμο. Δεν υπαινίσσομαι, φυσικά, ότι οδηγός μας σε αυτά τα θέματα πρέπει να είναι η κλασική ελληνική ούτε ότι η κλασική ελληνική είναι ευγενεστέρα της καθ' ημάς λαλουμένης. Όπως λέει κι ο Σολωμός στον Διάλογο, και του πιο σπουδαίου νόμπιλε το γενεαλογικό δέντρο να πιάσεις, κάποια στιγμή θα φτάσεις στον πρόγονο που έπαιζε φλογέρα στα βουνά βόσκοντας πρόβατα. Επισημαίνω απλώς ότι το σχήμα φύλαξ - φυλάκισσα συνιστά γλωσσικό προηγούμενο, που μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί και στα δυσήνια επαγγελματικά θηλυκά της νεοελληνικής. Ας μην ξεχνάμε στο κάτω κάτω το δημοδιδασκάλισσα της καθαρεύουσας, που είναι ωστόσο οικείο στους περισσότερους σημερινούς ομιλητές.
Αγαπητέ Δρ Μωσή,
Να συνεχίσω την κατάχρηση της φιλοξενίας σας, για να διορθώσω ένα δακτυλογραφικό λαθάκι στο προηγούμενο σχόλιο; Αλεκτρυόνα ήθελα να γράψω, όχι αλεκτρόνα. Με το συμπάθιο.
Ελπίζω να με συμπαθήσει ο πάντοτε φιλόξενος Δρ Μωσής για το τρίτο κατά σειρά σχόλιό μου. Υπόσχομαι όμως ότι θα είναι και το τελευταίο. Βλέπετε, τόσο η βιβλιοκρισία του Δρ Μωσή όσο και πολλά από τα σχόλια που ακολούθησαν έχουν πολύ ψωμί. Θα ήθελα λοιπόν να προσθέσω μια υποσημείωση σε όσα ορθότατα και πειστικότατα υποστήριξε στα δύο σχόλιά του ο Γιάννης Χάρης. Έχω και εγώ τη γνώμη ότι οι γλωσσικές αλλαγές είναι αποτέλεσμα δύο, κυρίως, παραγόντων. Από τη μια μεριά έχουμε τις εγγενείς τάσεις του συστήματος, οι οποίες πιέζουν προς την κατεύθυνση συγκεκριμένων αλλαγών (φωνολογικών, μορφολογικών, συντακτικών). Οι εγγενείς αυτές τάσεις δημιουργούνται από διάφορους παράγοντες, που δεν είναι βέβαια της ώρας να αναλύσω: αντιπροσωπευτικά παραδείγματα έδωσε ο Δρ Μωσής στο δεύτερο μέρος της βιβλιοκρισίας του. Σημειώνω όμως την εξαιρετικά δραστική αρχή της αναλογίας: τα στοιχεία που εντάσσονται στον ίδιο παραδειγματικό άξονα ασκούν επίδραση το ένα στο άλλο και κατατείνουν προς τη δημιουργία μεγαλύτερης ή μικρότερης ομοιογένειας. Αναφέρω το πασίγνωστο παράδειγμα της νεοελληνικής ονομαστικής πατέρας, που προέκυψε (1) από αναλογική επίδραση της αιτιατικής ενικού πατέρα και (2) από την τάση της νεοελληνικής να χρησιμοποιεί το μόρφημα -s ως κριτήριο για τη διάκριση της ονομαστικής (ένσιγμης) από την αιτιατική (άσιγμη) των αρσενικών.
Οι τέτοιες εγγενείς τάσεις της γλώσσας, παρά την προφανή σπουδαιότητά τους, δεν ακυρώνουν με κανέναν τρόπο τους ιδεολογικούς (ή, ευρύτερα, τους κοινωνιογλωσσικούς) παράγοντες, που κι εκείνοι επικαθορίζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τις γλωσσικές αλλαγές. Θέλω να πω (για να μείνω μόνο στο επίπεδο του λεξιλογίου): το ότι λέμε σήμερα υπουργός αντί για μινίστρος είναι αποτέλεσμα άνωθεν επιβολής, η οποία προφανώς είχε σαφή ιδεολογικό χαρακτήρα. Ή, για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, ο επαγγελματίας που πουλάει λουλούδια θα γράψει στο επισκεπτήριό του ανθοπώλης και όχι βέβαια λουλουδάς. Μ’ αυτό τον τρόπο οικειοποιείται το κοινωνικό γόητρο που (θεωρεί ότι) του προσδίδει ο λογιότερος τύπος. Όλοι γνωρίζουμε ότι το λουλουδάς και κυρίως το λουλουδού έχουν πια μειωτικό χαρακτήρα, ο οποίος είναι το δίχως άλλο απόρροια της σύγκρουσης ανάμεσα στο λόγιο ανθοπώλης και στο δημώδες λουλουδάς. Προσωπικά, δεν θα εκπλαγώ αν αύριο μεθαύριο το λουλουδάς υποχωρήσει ακόμη περισσότερο ή και εξοριστεί εντελώς από την ελληνική. Κι επειδή η κατάληξη -άς έχει η ίδια πολλές φορές μειωτικό χαρακτήρα, δεν αποκλείεται να προκληθεί συρρίκνωση ή (ποιος ξέρει;) και εξαφάνιση του αντίστοιχου κλιτικού παραδείγματος. Αν δηλαδή το λουλουδάς δώσει τη θέση του στο ανθοπώλης, ή το ψωμάς στο αρτοποιός, τότε το κλιτικό παράδειγμα των αρσενικών σε –άς δεν θα έχει λόγο ύπαρξης. Είναι φυσικά ακραίο αυτό που λέω, θέλω όμως με την υπερβολή αυτή να δείξω ότι κάπως έτσι οι ιδεολογικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τη γλωσσική εξέλιξη.
Εν κατακλείδι, η ιδεολογία που διέπει το άλφα ή το βήτα γλωσσικό λάθος (οτιδήποτε, τελοσπάντων, θεωρείται γλωσσικό λάθος στην άλφα ή τη βήτα συγχρονία) πρέπει και παραπρέπει να μας απασχολεί. Ας με συμπαθήσει ο οικοδεσπότης, αλλά όποιος θεωρεί τη γλώσσα κλειστό σύστημα που δεν επηρεάζεται από εξωγλωσσικούς παράγοντες πέφτει, νομίζω, στο ίδιο σφάλμα με τους υπερενθουσιώδεις δομιστές των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τη γλώσσα ή το κείμενο ως αυτόνομους, αυθύπαρκτους οργανισμούς, που μπορούσε κανείς να τους καταλάβει και να τους ερμηνεύσει με βάση γλωσσικά μόνο ή κειμενικά μόνο κριτήρια. Σε παρόμοιο σφάλμα έπεσε, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, και ο μακαρίτης Ντεριντά, αλλά αυτό είναι άλλου παπά βαγγέλιο.
Ευχαριστώ και πάλι για τη φιλοξενία.
> το ότι λέμε σήμερα υπουργός αντί για μινίστρος είναι αποτέλεσμα άνωθεν επιβολής, η οποία προφανώς είχε σαφή ιδεολογικό χαρακτήρα.
Επειδή σκοπεύω (αν και μάλλον όχι αυτό το Σαββατοκύριακο) να γράψω ένα σημείωμα πάνω στο θέμα, να πω απλώς το εξής:
Αν η εισαγωγή λέξεων της καθαρεύουσας στη θέση αντίστοιχων ξένων ερμηνεύεται μόνο ως αποτέλεσμα ιδεολογικής επιβολής, τότε θα πρέπει να εξηγηθεί γιατί αυτή η ιδεολογική επιβολή δεν πέτυχε παντού. Ούτε τα μακαρόνια έγιναν, όπως γνωρίζουμε, "σκωληκίδες", ούτε ο χαλβάς "πολτός", ούτε η γραβάτα "λαιμοδέτης". Προφανώς, σε τέτοιες περιπτώσεις, η καθιέρωση λόγιων λέξεων συνάντησε εμπόδια τα οποία αλλού δεν υπήρχαν ή ήταν μικρότερα. Οπότε είμαστε πάλι υποχρεωμένοι να εξετάσουμε τον ρόλο μη ιδεολογικών παραμέτρων - π.χ. σε τι επίπεδο λόγου και ύφους αντιστοιχούσαν (ήδη τότε, εννοώ) κάποιες λέξεις ή κατηγορίες λέξεων.
Λίγοι θα διαφωνήσουν, πάντως, ότι οι μινίστροι, οι αβοκάτοι και οι κατήδες δεν μας ξενίζουν σήμερα λιγότερο από τις σκωληκίδες και τα ρινόμακτρα. ;)
Ως οικοδεσπότης αυτού του ιστολογίου θέλω να εκφράσω την εκτίμησή μου για τις σκέψεις που παρουσίασαν οι αγαπητοί σχολιαστές με τις τελευταίες τους συνεισφορές. Σας ευχαριστώ, αγαπητοί, που είχατε την καλοσύνη να εκθέσετε αναλυτικά τα επιχειρήματά σας. Ο κόπος σας να τα συγκεντρώσετε και να τα γράψετε δαπανώντας χρόνο δεν περνά απαρατήρητος, να είστε βέβαιοι.
Δεν αποτελεί στόχο μου να έχω τον τελευταίο λόγο στη συζήτηση, πολλώ μάλλον αφού σε αρκετά σημεία έχω παρουσιάσει εκτενώς τις θέσεις μου και δεν είναι σκόπιμο να τις επαναλάβω. Θα αρκεστώ μόνο σε λίγες επισημάνσεις.
Όταν συζητούμε για τα γλωσσικά λάθη, κινούμαστε αναπόφευκτα σε ολισθηρό έδαφος, επειδή μερικές περιπτώσεις βρίσκονται στη φαιά ζώνη και δεν ξέρουμε πώς να τις χειριστούμε. Από τα πρώτα μαθήματα ιστορικής γλωσσολογίας μαθαίνουμε ότι Communis error facit jus, διδασκόμαστε πώς να μελετούμε την αλλαγή, αλλά δεν μας αποδόθηκε ο ρόλος τού νομοθέτη. Ο λόγος είναι προφανής: Επειδή δεν μπορούμε να βγούμε έξω από τη γλώσσα για να την παρατηρήσουμε, συχνά αδυνατούμε να προσδιορίσουμε ποια ακριβώς είναι η πορεία τής αλλαγής. Η συνειδητοποίηση αυτού του σημείου θα μας παρακινεί, πιστεύω, να μελετούμε περισσότερο και να ασκούμε αυτοσυγκράτηση προτού εκφέρουμε κρίση, ειδικώς αν συγκεκριμένη μεταβολή δεν είναι της αρεσκείας ή της προτιμήσεώς μας.
Η γλώσσα δεν αποτελεί κλειστό σύστημα, όπως γνωρίζει κάθε γλωσσολόγος: επ’ αυτού έχω γράψει αναλυτικά στα σημασιολογικά μου σημειώματα. Αποτελεί, όμως, πάνω και πρώτα από όλα σύστημα. Οι κοινωνιογλωσσολογικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί απέδειξαν σαφώς ότι οι κοινωνικοί παράγοντες (π.χ. ο συρμός τής εποχής, οι κοινωνικές ανάγκες, το άνωθεν κύρος και η ξένη επίδραση) λειτουργούν ως επιταχυντές τής μεταβολής και δεν βρίσκονται στη ρίζα της. Αξιοποιούν κενά και τάσεις που ήδη υπάρχουν στο σύστημα. Δεν είναι άσκοπο να συζητούμε για τους επιταχυντές. Πρέπει όμως να αρχίσουμε από τη μηχανή, από τη γλωσσική δομή.
Παρακαλώ δείτε αναλυτικά αυτά τα σημεία στα έργα τού Labov, Principles of Linguistic Change, I. Internal Factors (Oxford 1994), II. Social Factors (Oxford 2003). Τη θέση αυτή αποτυπώνει ξεκάθαρα και η L. Milroy μετά τις έρευνες στο Μπέλφαστ (Language and Social Networks, Oxford 1987). Οι κοινωνικές παράμετροι βρίσκουν έδαφος εκεί όπου υπάρχουν κενές θυρίδες, όπως εξήγησα στο βιβλιοκριτικό μου άρθρο. Η εισαγωγή λόγιων στοιχείων σε τέτοιες περιπτώσεις καλύπτει ανάγκες τού συστήματος και χαίρομαι που κατανοούμε ότι αυτό συμβαίνει με τον μεσοπαθητικό παρατατικό (στο γ΄ πρόσωπο κυρίως) και στα επαγγελματικά θηλυκά.
Στην επιστημονική γλωσσολογική ανάλυση δεν έχει θέση ο όρος «ερμαφρόδιτα ουσιαστικά» και δεν πρόκειται να επικρατήσει. Είναι άστοχο να ζητούμε ονόματα που πιστεύουμε ότι θα πλήξουν χρήσεις τις οποίες θέλουμε να στιγματίσουμε. Σέβομαι τις προτιμήσεις και τις γλωσσικές αρετές των αγαπητών σχολιαστών, όμως η επιστημονική γλώσσα δεν χρειάζεται ορολογία με αξιολογικό φορτίο.
Αν σεβόμαστε τη γλωσσική χρήση, θα κρατήσουμε αποστάσεις από τη θέση ότι πρέπει να προωθήσουμε χαρακτηρισμένα έμφυλα ουσιαστικά, όπως *συγγράφισσες, *γραμμάτισσες κ.τ.ό., τα οποία προτάθηκαν πριν από δεκαετίες και απέτυχαν να διαδοθούν. Η πρόσφατη μελέτη των Ιορδανίδου & Μάντζαρη δείχνει ποια είναι η ισορροπημένη αντιμετώπιση του θέματος.
Για το ζήτημα του ύφους και της αντιπαράθεσης δεν έχω άλλο να πω. Από σεβασμό προς τα πρόσωπα και προς την περίσταση που μνημόνευσε ο κ. Χάρης, θα αρκεστώ σε όσα έχω ήδη γράψει. Θα αγωνίζομαι όσο μπορώ για να πείσω ότι η αλαζονεία, η σκληρή επίθεση και η ειρωνεία μάς βλάπτουν προσωπικά και υπονομεύουν τις απόψεις στις οποίες έχουμε επενδύσει.
Ευχαριστώ θερμά για την ουσιαστική και τεκμηριωμένη συμμετοχή σας, που συνέβαλε ουσιαστικά στον διάλογο.
Δημοσίευση σχολίου