-ρρ- vs -ρ-
Υποθέστε ότι βρίσκεστε στο τραπέζι και ετοιμάζεστε να φάτε το φρούτο σας. Καθώς το παίρνετε στα χέρια, βλέπετε σάπιο κάποιο σημείο του. Τώρα έχετε τρεις επιλογές: Ίσως αποφασίσετε να φάτε ολόκληρο το φρούτο, αδιαφορώντας για το χαλασμένο μέρος του. Ή μπορεί να κρίνετε απαραίτητο να πετάξετε το φρούτο, ανησυχώντας μήπως φάτε κάτι σάπιο. Πιθανόν όμως να νιώθατε αρκετά ασφαλείς αν, αφού αφαιρέσετε το χαλασμένο κομμάτι, φάτε κατόπιν ό,τι έχει απομείνει από το φρούτο.
Όταν μοχθούμε να ορίσουμε ορθογραφική αρχή για κάποιο από τα δύσκολα σημεία τής Νέας Ελληνικής, ίσως χρειαστεί να σταθούμε αντιμέτωποι και με τις τρεις προηγούμενες επιλογές. Οι ορθογραφικοί μεταρρυθμιστές συνήθως θέλγονται στην αρχή από τη γοητεία των δύο πρώτων λύσεων· προτιμούν είτε να αποδεχτούν είτε να απορρίψουν με μία, αν γίνεται, ρηματική διατύπωση όλα τα στοιχεία που επηρεάζονται από τον κανόνα. Εξίσου συχνά, όμως, όσοι καταγίνονται με τις περιπλοκές τής νεοελληνικής ορθογραφίας, αφού πρώτα βηματίσουν λίγο με αμηχανία, αναγκάζονται να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι τα μελετώμενα στοιχεία έχουν ρίζες βαθύτερες από όσο είχαν προηγουμένως υποθέσει και ότι οι αποκλειστικές λύσεις αστοχούν να παρακολουθήσουν την πραγματικότητα. Τελικά φτάνουμε να παραδεχτούμε ότι ο κανόνας θα έχει εφαρμογή μόνον όταν αποβλέψει σε ορθογραφικό σώμα, όχι αν κλειστεί αυτάρεσκα στον εαυτό του.
Στα χρόνια πριν από τη δημοσίευση της Νεοελληνικής Γραμματικής (1941) ο δημόσιος επιστημονικός διάλογος για την ιστορική βάση τής ορθογραφίας είχε αποκτήσει λεπτομερέστερο χαρακτήρα, καθώς δεν περιοριζόταν στη διατύπωση αρχών αλλά απλωνόταν στα καθέκαστα. Από τα πολλά σημεία τριβής μεταξύ των διαφόρων ορθογραφικών κανονισμών και διαγραμμάτων που προτάθηκαν ή εφαρμόστηκαν αξίζει να σταθούμε εδώ σε ένα: τη γραφή τού διπλού -ρρ- όταν βρίσκεται στον αρμό τής σύνθεσης.
Στην αρχαία γλώσσα η γραφή τού αρκτικού -ρ- του β΄ συνθετικού ρυθμίζεται από τον εξής κανόνα: Αν το α΄ συνθετικό λήγει σε βραχύ φωνήεν, το αρκτικό -ρ- διπλασιάζεται λόγω αφομοιώσεων με σιγημένο φθόγγο και με συχνό αποτέλεσμα την άρση των αλλεπαλλήλων βραχειών συλλαβών, π.χ. ἀπο-ρρίπτω, ἰσο-ρροπία, διά-ρροια, κατα-ρράκτης, ἐπί-ρρημα. Η ίδια αρχή ισχύει στα σύνθετα με ἀ- στερητικό, όπου ο διπλασιασμός τού -ρ- ενίοτε οφείλεται σε αφομοίωση φθόγγου που έχει πλέον σιγηθεί, π.χ. ἄρρητος < *ἄ-Fρη-τος, ἄρρηκτος < *ἄ-Fρᾱκ-τος.
Εφόσον οι όροι που υπαγόρευσαν τον διπλασιασμό δεν έχουν λειτουργική ισχύ στη Νέα Ελληνική, αλλά μας βοηθούν μόνο να εξηγήσουμε την παρουσία του, είναι αναγκαίο να εξακριβώσουμε μέχρι ποιου σημείου θα ζητήσουμε από τον αρχαίο κανόνα να χρησιμεύσει ως κριτήριο στην ορθογραφία μας.
Παρακαλώ τώρα τον αναγνώστη να φέρει πάλι στον νου του το αρχικό παράδειγμα. Είναι ίσως απροσδόκητα εντυπωσιακό, αλλά η ιστορία τής γλώσσας καταδεικνύει ότι οι μελετητές συνήθως πειραματίζονται και με τις τρεις λύσεις, που θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να ξαναθυμηθούμε.
Κατ’ αρχάς, αν απορείτε ότι κάποιοι θα πρότειναν να φάμε ολόκληρο το φρούτο, αδιαφορώντας για το χαλασμένο του τμήμα, ίσως πρέπει να εξετάσετε τη ριζική λύση που εισηγήθηκε η Ακαδημία Αθηνών στο ορθογραφικό της διάγραμμα το 1930:
«Αἱ ἐκ τοῦ ρ ἀρχόμεναι λέξεις διπλασιάζουν τοῦτο ἐν συνθέσει, προηγουμένου βραχέος φωνήεντος: ἀσπρόρρουχο, ἐμπορορράφτης».
Κατά την εισήγηση της Ακαδημίας, που εφαρμόστηκε σε μερικούς τόμους τού ημιτελούς Ιστορικού Λεξικού, ο αρχαίος κανόνας ρυθμίζει καθ’ ολοκληρίαν τη νεότερη σύνθεση. Στο σκεπτικό, όμως, υπόκειται ένα θεμελιώδες σφάλμα:
Αν μείνουμε αγκιστρωμένοι στον αρχαίο κανόνα, τότε τον καλούμε να κανονίσει σύνθετα που ποτέ δεν γράφτηκαν έτσι και δεν σχηματίστηκαν με βάση αρχαία ή λόγια πρότυπα. Η εισήγηση να γράφουμε συχνορρωτώ, ψευτορρομαντισμός, μονορρούφι, μισορραγισμένος, ξενορράβω κτλ. δεν διακρίνεται από γλωσσικό ρεαλισμό.
Η άλλη ριζική λύση θα ήταν να πετάξουμε ολόκληρο το φρούτο. Πράγματι, ορισμένοι αθέτησαν χωρίς δισταγμό τον αρχαίο κανόνα και, αντί να χαθούν σε λεπτομέρειες, προτίμησαν να απλογραφήσουν κάθε -ρ- που απαντά σε όριο μορφημάτων.
Στη Νεοελληνική Γραμματική τού Αγ. Τσοπανάκη (1994), επί παραδείγματι, συναντούμε γραφές όπως άρωστος, αιμοραγία, μεταρηματικός (χωρίς όμως αυστηρή συνέπεια), που αποτελούν δυσάρεστο ξάφνιασμα για τον αναγνώστη και ανάγκασαν τον Εμμ. Κριαρά να τις επικρίνει απερίφραστα (Θητεία στη γλώσσα, Αθήνα 1998, σ. 199). Η υιοθέτηση της πρότασης αυτής θα μας υποχρέωνε, δίχως άλλο, να γράφουμε π.χ. σύραξη, αρυθμία, απόρητος, διαρήκτης, επιρεπής, συρέω, διαροή, αντίρηση και παρόμοια, προκαλώντας επιπλέον σύγχυση στον αναγνώστη ή μαθητή που βλέπει διαφορετική τη γραφή των ίδιων λέξεων στα αρχαία και λόγια κείμενα. Η εισήγηση αυτή δεν διακρίνεται από γλωσσικό ρεαλισμό.
Στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις διακρίνουμε ότι η αλύγιστη εφαρμογή ενός κανόνα με στόχο την απόλυτη συνέπεια δεν έχει αντίκρισμα στη γλωσσική πράξη. Αντί να απαντά στις διδακτικές ανάγκες, η στάση αυτή αποβλέπει μόνο στον εαυτό της. Η ορθογραφική σύμβαση, όμως, δεν είναι η περιστερά τού Νώε, για να την αφήσουμε ελεύθερη να σταθεί οπουδήποτε και να επικαθίσει σε κάθε εφικτό στόχο. Είναι ίσως χρησιμότερο να αναρωτηθούμε μήπως υπάρχει κάποιο σύστημα λιγότερο τέλειο ή ιδανικό, το οποίο όμως καθρεφτίζει ακριβέστερα την ενότητα της γραφής και σφυγμομετρεί την πραγματικότητα χωρίς να ακκίζεται συνομιλώντας με το είδωλό του στον καθρέφτη.
Ο αναγνώστης μου έχει ίσως ήδη αρχίσει να βρίσκει ελκυστικότερη την τρίτη λύση. Πιθανώς μπορούμε να δείξουμε σύνεση και να φάμε το φρούτο, αφού πρώτα αφαιρέσουμε το χαλασμένο μέρος του. Φυσικά, αυτή η διέξοδος είναι δυσκολότερη· απαιτείται να μεταχειριστούμε επιδέξια το μαχαίρι και να κόψουμε σωστά. Πού όμως θα κάνουμε την τομή;
Είναι ευτύχημα ότι η αξία αυτής της δυσχερέστερης μεθόδου αναγνωρίστηκε νωρίς στον ορθογραφικό διάλογο. Ο Τριανταφυλλίδης στη μνημειώδη μελέτη του Η ορθογραφία μας (1913) θεσπίζει τον εξής απλό κανόνα: «Μὲ διπλὸ ρ γράφονται ὅσες λέξεις, ἁπλὲς ἢ σύνθετες, κληρονομήθηκαν ἔτσι ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα: θάρρος, ἄρρωστος, αἱμορραγία, ἰσορροπία, σύρραξη. Μὲ ἁπλὸ ρ γράφονται (…) ὅλα τὰ νεωτερικὰ σύνθετα: ἀρχιραβίνος, ἀσπρόρουχα, γλυκορουφῶ, μισοραγισμένος…» Τον κανόνα υιοθέτησε, αν και χωρίς να ομολογεί την πατρότητά του, η Ακαδημία σε αναθεωρημένο ορθογραφικό της διάγραμμα το 1933 και περιλαμβάνεται στη Νεοελληνική Γραμματική, αποτελώντας έτσι διδακτικό στόχο.
Ενώ η γενική αυτή κατεύθυνση φαίνεται να λύνει το βασικό μας πρόβλημα, παρακαλώ τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει το καίριο μειονέκτημά της:
Αν μόνο οι αρχαίες και ελληνιστικές λέξεις διατηρούν το διπλό -ρρ-, τότε μετακυλίουμε στον γραφέα και στον μαθητή ή σπουδαστή τής γλώσσας την ευθύνη να ξεχωρίζει τις λέξεις αυτές από τις νεόπλαστες, να κατέχει δηλαδή στοιχεία βιογραφικά των λέξεων. Θα έπρεπε να γράφει ομόρρυθμος (αρχ.) αλλά ταχύρυθμος (νεότ.), απόρρητος, απορρίπτω, απορρυπαίνω, αντίρρηση (αρχ.) αλλά απορυπαντικό, αντιρυπαντικός (νεότ.), διαρρυθμίζω, μεταρρυθμίζω (αρχ.) αλλά απορυθμίζω (νεότ.) και παρόμοια.
Αν αποσκοπούμε σε κανόνα που θα είναι facilis victu, δεν είναι συνετό να προσθέτουμε παραμέτρους που πειραματίζονται με το επίπεδο ειδικών γλωσσικών γνώσεων των ομιλητών. Παραδείγματος χάριν, αν περιορίσουμε το διπλό -ρρ- εκεί όπου υπάρχει στερητικό α- (π.χ. άρρωστος, άρρητος) και στα σύνθετα όπου σημειώνεται αφομοίωση συμφώνου (π.χ. έρρινος, συρραφή), απαιτούμε από τον γραφέα να προχωρεί σε μορφολογική ανάλυση της δομής των συνθέτων καταλήγοντας ενίοτε σε παράλογα αποτελέσματα, π.χ. σύρριζα, συρροή, αλλά ομόριζα, διαροή, επιροή, καταροή και παρόμοια.
Το συμπέρασμά μου, αν κατορθώνω επιτυχώς να το διατυπώσω, είναι ότι και οι σοφότερες λύσεις χρειάζονται την εξασφάλιση αντικειμενικών δεδομένων που να υπακούουν στη λογική και στη συνέπεια. Το μόνο κριτήριο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως γνώμονας, έστω και αν αναγκαστούμε να κοπιάσουμε για να το περιγράψουμε, πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη διπλή παράδοση της Νέας Ελληνικής, συνεπώς στον χαρακτηρισμό τής σύνθετης λέξης ως λόγιας ή μη, πράγμα που έχει ως επί το πλείστον ακολουθηθεί στη νεοελληνική λεξικογραφία. (Λεπτομέρειες του σκεπτικού μνημονεύει ο Γ. Παπαναστασίου στο ισορροπημένο και εξαιρετικά χρήσιμο βιβλίο του Νεοελληνική Ορθογραφία, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 353-4). Με αυτή τη λογική βάση ο κανόνας αναδιατυπώνεται ως εξής:
«Γράφονται με δύο -ρρ- οι σύνθετες λέξεις που αποτελούν αρχαία κληρονομιά, καθώς και τα νεότερα λόγια σύνθετα».
Η αρχή αυτή, ωστόσο, απαιτεί, αν δεν θέλουμε να την παραδώσουμε δέσμια στην ασάφεια, να ορίσουμε μερικές προϋποθέσεις που να καθιστούν ασφαλέστερη την κρίση μας, όχι μόνον επί της αρχής αλλά και στις λεπτομέρειες. Ενώ για τα αρχαία σύνθετα η κατεύθυνση είναι σαφής, ο όρος λόγια σύνθετα πρέπει να νοηθεί ότι αφορά στην προέλευση και στον σχηματισμό, όχι στη σημερινή χρήση. Ας προσπαθήσουμε τώρα να συγκεντρώσουμε εν συντομία λίγα επιπρόσθετα στοιχεία που θα δώσουν στον αναθεωρημένο κανόνα λογικό ειρμό και προγραμματική επάρκεια:
(1) Γράφονται με διπλό -ρρ- μόνο τα λόγια γηγενή σύνθετα (αγγλ. native learned compounds) και, ως εκ τούτου, απλογραφούνται όλα εκείνα που περιέχουν στα συστατικά τους ξένη λέξη ως α΄ ή β΄ συνθετικό: ασπρόρουχα (ρούχο, σλαβ. λέξη), αφισορύπανση (αφίσα, γαλλ. λέξη), αρχιραββίνος, αντιρατσιστικός, ελληνορωμαϊκός, ελληνορωσικός κ.ά.
(2) Τα λόγια σύνθετα συχνά περιέχουν δεσμευμένα μορφήματα που δεν απαντούν αυτοτελώς στη Νέα Ελληνική. Επιπλέον, αρκετές φορές διασώζουν τον αρχαίο τύπο μιας λέξης που έχει μεταπλαστεί. Παραδείγματα: ημί-ρρευστος, ομό-ρριζος, έ-ρρινος, ωο-ρρηξία, ομό-ρροπος, εμμηνό-ρροια – απο-ρρίπτω, κατα-ρρίπτω (απέρριψα, κατέρριπτα), αλλά ρίχνω, έριξα, ανα-ριχτός – συρράπτω (συνέρραψα), αλλά ράβω, έραβα, έραψα, εμπορο-ράφτης.
(3) Αν ο κανόνας μας πρόκειται να είναι συγκροτημένος, χρωστούμε τότε να αντιμετωπίζουμε συνολικά τα συστήματα λέξεων και να χειριζόμαστε ομοιοτρόπως τις λεξιλογικές οικογένειες. Εφόσον τα αρχαία σύνθετα διατηρούν τη γραφή τους, συμμορφώνουμε με αυτά όσα λόγια σύνθετα βασίστηκαν στο ίδιο πρότυπο. Παραδείγματα:
ομόρρυθμος, μεταρρυθμίζω, αρρυθμία, πράγμα που επηρεάζει τα νεότερα ταχύρρυθμος, ετερόρρυθμος, απορρυθμίζω κ.ά.
απορρυπαντικό, πράγμα που επηρεάζει τα λόγια σύνθετα αντιρρυπαντικός, ηχορρύπανση (αλλά αφισορύπανση, όπως δείξαμε στο κριτήριο 1)
ανάρρωση, επίρρωση, οπότε και αναρρώνω (παρ’ ότι μεταπλασμένο)
συρρέω, καταρρέω, διαρρέω και επομένως συνέρρευσα, κατέρρευσα, διέρρευσα πράγμα που επηρεάζει το απλό ρέω, έρρεα, έρρευσα, για να μη διασπάται η λεξιλογική οικογένεια.
Οι λίγες αυτές αρχές προφανώς δεν επιλύουν όλα τα ζητήματα ούτε απαλλάσσουν τον αναγνώστη από την ανάγκη να συμβουλεύεται τα λεξικά για την προέλευση ή τη σύσταση μερικών συνθέτων. Αν οι διέξοδοι φαίνονται ίσως αδιαφανείς και σχεδόν πάντοτε μη ριζικές, είναι προφανώς επειδή η σύσταση της γλώσσας είναι πολυμερέστερη από όσο μπορεί να περιγράψει ο κανόνας. Εξάλλου η ορθογραφική σύμβαση δεν καλείται να κυβερνήσει, όπως έγραψε ο ποιητής, in clauso ventorum carcere, αλλά στο ανοιχτό πέλαγος της γλώσσας.
15 σχόλια:
Καλημέρα,
Δίνετε το παράδειγμα συρράπτω, προφανώς από το συν+ράπτω και αόριστο συνέρραψα.
Το διπλό "ρ" είναι αβλεψία (λογικά δεν δικαιολογείται αφού το "ν", χωρίζεται από το "ρ" με το "ε") ή αποτελεί θέμα ορθογραφικής συνέπειας;
Εξαιρετικός!
"(1) Γράφονται με διπλό -ρρ- μόνο τα λόγια γηγενή σύνθετα (αγγλ. native learned compounds) και, ως εκ τούτου, απλογραφούνται όλα εκείνα που περιέχουν στα συστατικά τους ξένη λέξη ως α΄ ή β΄ συνθετικό"
Γιατί μόνο τα γηγενή;
Ο αρχιρραβίνος π.χ. είναι λέξη της λόγιας παράδοσης, όχι της δημοτικής (πρακτικός κανόνας: ήξερε να το πη η γιαγά μου;). Το ασπρόρρουχο, αν δεν κάνω λάθος, ήταν αντ χοκ νεολογισμός και επεβλήθη συνεπώς άνωθεν. Σε κάθε περίπτωση δεν καθιστά μη λόγιο ένα σύνθετο το γεγονός ότι περιέχει μια ξένη λέξη ούτε όλα τα λόγια είναι σώνει και καλά γηγενή, ειδικά όταν το ξένο συνθετικό έχει πολιτογραφηθή στα ελληνικά εδώ και πολλούς αιώνες.
Νομίζω ότι εδώ επηρεάζεστε από την γενικώτερη τάση απλογράφησης των ξένων λέξεων. Γιατί να μην αξίζουν όμως και οι ξένες λέξεις ένα ρω παραπάνω; :-)
@ thoughtsofashy,
Σας ευχαριστώ, αγαπητέ μου, για το ενδιαφέρον σας ερώτημα και χαίρομαι που διατυπώνετε με οξύνοια γλωσσικά σχόλια.
Το διπλό -ρρ- των παρωχημένων χρόνων τού συρράπτω δεν σχετίζεται με τη σύνθεση, αλλά προέρχεται από αφομοίωση του αρκτικού φθόγγου τού απλού ρήματος. Συγκεκριμένα, το ρήμα ῥάπτω ανάγεται σε μηδενισμένη βαθμίδα *sRp- (με R αποδίδω εδώ το φωνηεντικό ημίφωνο, επειδή δεν έχω διαθέσιμο το κατάλληλο σύμβολο), οπότε οι παρωχημένοι χρόνοι εμφανίζουν αφομοίωση λόγω της συλλαβικής αύξησης: *e-sRp-sa > *ἔρραπ-σα > ἔρραψα. Η φωνητική αυτή διάταξη διετηρείτο επίσης εν συνθέσει στην Αρχαία Ελληνική και εξηγεί την παρουσία τού διπλού -ρρ- στα αρχαία και λόγια σύνθετα.
Ελπίζω οι πληροφορίες αυτές να απαντούν στο ερώτημά σας και είμαι πάντοτε στη διάθεσή σας για όποια διευκρίνιση.
@ Αγαπητέ κ. Αναγνωστόπουλε,
Ευχαριστώ για τις εποικοδομητικές και πάντοτε ευφυείς παρατηρήσεις σας. Εκτιμώ τα σχόλιά σας.
Παρακαλώ να είστε βέβαιος ότι οι αρχές που παραθέτω και προτείνω σε αυτό το άρθρο δεν αποβλέπουν να κάνουν οικονομία στα -ρ- :) Το διπλό -ρρ-, ωστόσο, δεν είναι κάποιου είδους τίτλος, που να αποτιμά την αξία μιας λέξης σε σχέση με άλλες. Όπως προσπάθησα να δείξω, έχει την αφετηρία του σε φωνητικές ακολουθίες τής αρχαίας γλώσσας και επηρεάζει τον λόγιο σχηματισμό.
Οι λέξεις, ακόμη και όσες δεν είναι ευρύτερα γνωστές, δεν καθορίζονται από τον αριθμό των ομιλητών, αλλά από τη μορφολογική τους δομή. Οι ξένες λέξεις στις οποίες αναφέρεστε δεν θα μπορούσαν ποτέ να διπλασιάσουν τον αρκτικό τους φθόγγο, διότι δεν έχουν τις φωνητικές προϋποθέσεις που τον υπαγόρευσαν στην αρχαία γλώσσα.
Οι εν λόγω προϋποθέσεις έπαψαν να ισχύουν όταν τα διπλά σύμφωνα μονοφθογγίστηκαν προς το τέλος τής ελληνιστικής εποχής. Όσα δημώδη σύνθετα πλάστηκαν έκτοτε λειτουργούν υπό διαφορετικό πλαίσιο, το οποίο δεν είναι κατώτερο του αρχαίου ώστε να το υποτιμήσουμε ούτε λιγότερο συνεπές για να το αγνοήσουμε. Διατηρούμε τον διπλασιασμό στα κληρονομημένα σύνθετα και σε όσα πλάστηκαν υπό το πρότυπό τους (π.χ. άρρυθμος, παχύρρευστος, κομπορρημονώ), αλλά σεβόμαστε τους φωνητικούς νόμους τής νέας μας γλώσσας, οι οποίοι έχουν επίσης ιστορία αιώνων (π.χ. στενορύμι, καλοραμμένος, συχνορωτώ).
Ως νομικός γνωρίζετε καλύτερα από εμένα την αξία τού ερβαρτιανού Das Denken ist schwer και είμαι βέβαιος ότι κατανοείτε πόσο απλησίαστες είναι οι ριζικές και κατηγορηματικές απαντήσεις στα ευφυή ερωτήματα που μου θέσατε :) Ελπίζω να συνεχίσετε να τα υποβάλλετε και σας ευχαριστώ.
Τα σκέφτομαι και τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά, Δρ Μόσε, και τελειωμό δεν έχουν.
Ας πούμε: πώς θα γράψουμε βάσει του κανόνα σας την χρυσορρύπανση; (: αναφέρεται στην συνήθεια των Γάλλων βασιλέων να επιχρυσώνουν κάθε κάγκελο, αγαλματίδιο και κρήνη, μια συνήθεια γνωστή και ως γαλλομπαρόκ, κατά το βλαχομπαρόκ! :-) Λέξη εμού του ιδίου ασφαλώς). Αντιλαμβάνεστε πού το πάω: πόσο γηγενής είναι ο χρυσός;
Μήπως αυτή η διάκριση γηγενών και επείσακτων λέξεων επιβαρύνει υπέρμετρα τον χρήστη της γλώσσας; Είπαμε να ξέρουμε λίγη ετυμολογία για να ορθογραφούμε, αλλά αυτό δεν είναι πια υπερβολή; Μήπως η διάκριση λόγιων (εν τη ευρεία του όρου εννοία, κληρονομημένων και νεόπλαστων) και καθημερινών λέξεων θα ήταν πιο καθαρή;
Και θα επιμείνω λίγο ακόμη για τον αρχιρραββίνο (του 'φαγα και ένα β πριν!): βάσει της απάντησής σας φαίνεται να είναι καθοριστικό το πότε δημιουργήθηκε η λέξη, αν κατάλαβα καλά. Αν είναι ας πούμε ελληνιστική, τότε θα γράφτηκε ήδη από τότε με ρρ, άρα ας την κρατήσουμε, διαφορετικά όχι. Εξέφρασα την επιφύλαξή μου ως προς αυτό, οπότε καιρός να εκφράσω και την περιέργειά μου: μήπως τυχόν ξέρετε πότε απαντά για πρώτη φορά και επομένως πώς πρωτογράφτηκε στα ελληνικά;
Αγαπητέ κ. Αναγνωστόπουλε,
Κατανοώ την ανησυχία σας. Η σύνθετη εικόνα τής Νέας Ελληνικής, ωστόσο, δεν μας εμποδίζει να εξακριβώσουμε αν μια λέξη έχει λόγια προέλευση ή όχι.
Θα ήθελα να προσέξετε κάτι, το οποίο νομίζω ότι αποσαφηνίζει το ζήτημα που θέσατε: Αν μια λέξη είναι ήδη αρχαία ή ελληνιστική, η απώτερη προέλευσή της δεν παίζει κανέναν ρόλο και, εφόσον μετέχει σε λόγια σύνθετα, συμμορφώνεται με τον κανόνα. Συνεπώς, χρυσό-ρρευστος, χρυσό-ρροια κτλ.
Η σύνθετη λέξη αρχιραββίνος φαίνεται ότι πρωτοαπαντά στην Ελληνική το 1880, πιθανότατα με τη μορφή ἀρχιῤῥαβίνος (ακριβώς όπως σας το γράφω). Το απλό ουσιαστικό ραββίνος μας έρχεται από τα Ιταλικά, αλλά η πρώτη του παρουσία στην Ελληνική είναι ο ελληνιστικός τύπος ῥαββί, ο οποίος εξηγεί την παρουσία τού διπλού -ββ-, γνωστού και σε άλλη μία εβραϊκή λέξη: Σάββατο.
Οι ξένες λέξεις που εισήχθησαν στην Ελληνική σε εποχές τόσο νεότερες όπως το ουσ. ραββίνος δεν θα μπορούσαν να γραφτούν ποτέ με αρκτικό διπλασιασμό, ακόμη και αν ορισμένοι λόγιοι το είχαν επιχειρήσει σε εποχές άκρου καθαρισμού. Ανέλυσα τους λόγους στο άρθρο και στην προηγούμενή μου απάντηση.
Αγαπητέ μου, χωρίς αυτές τις λίγες αρχές δυσκολεύουμε τόσο την προγραμματική επάρκεια της γραφής μας, ώστε αδυνατούμε να καταλήξουμε σε ορθογραφικό σώμα. Όπως όταν έχουμε λόξυγγα, σκοντάφτουμε από τη μία ανάσα στην άλλη, από τη μία λέξη στην άλλη και δεν αντιμετωπίζουμε το λεξιλόγιο ως σύνολο. Αλλά αυτό είμαι βέβαιος ότι το αντιλαμβάνεστε πλήρως.
Σας ευχαριστώ θερμά.
Καλημέρα,
Σας ευχαριστώ πολύ για την διευκρίνιση. Ειλικρινά νόμιζα ότι ήταν *έραψα και όχι έρραψα και έχω την αίσθηση ότι πολλοί το νομίζουν αυτό. Ενδεικτικό ότι ο αυτόματος διορθωτής μού κοκκινίζει τον τύπο με "ρρ", τώρα που συντάσσω το μήνυμα.
Από περιέργεια ανέτρεξα στο λεξικό "Μπαμπινιώτη"(1998). Όμως, ενδεχομένως λόγω αβλεψίας, δεν υπήρχε καλή αποσαφήνιση σε σχέση με το ρήμα ράβω, αφού:
Στην σελίδα 1543, πρώτη στήλη υπαρχει το λήμμα ράβω και τύπος αορίστου έρραψα.
Στην σελίδα 1574 στην δεύτερη στήλη υπάρχει στήλη περί διπλού "ρ", που λίγο πολύ μοιάζει με την θέση σας. Όμως, εκεί αναφέρει το ράβω ως μεταπλασμένο ρήμα από το ράπτω με τύπο έραψα και όχι έρραψα.
Μου αρέσει που παρουσιάζετε τη λειτουργία της επιστήμης σας σχεδόν συναρπαστικά, ακόμη και για μας που δεν είμαστε γνώστες...
Αγαπητή Σταυρούλα,
Σας είμαι ευγνώμων για τα ευγενικά σας σχόλια. Τα συμπεράσματα της επιστήμης, αν πρόκειται να υποκινήσουν σε περαιτέρω έρευνα όπως είναι ο στόχος μου, πρέπει να ξεκινούν από γνωστά ή χειροπιαστά πράγματα και να οδηγήσουν κατόπιν τον αναγνώστη ή τον φοιτητή σε κάτι καινούργιο.
Σας εύχομαι καλή συνέχεια. :)
Καλησπέρα,
Εξαιρετικό άρθρο, αν και τελικά δεν υπάρχει ένας σαφής ενιαίος κανόνας!
Θα ήθελα να ρωτήσω πως εξηγείται η διαφορά των "άρρωστος" και "εύρωστος", αφού προέρχονται και τα δύο από το ρήμα ῥώννυμι.
Ευχαριστώ,
Κωνσταντίνος
Ευχαριστώ, αγαπητέ Κωνσταντίνε, για τα σχόλια και για το ερώτημα.
Ο διπλασιασμός τού -ρ- στην αρχαία γλώσσα εξηρτάτο από την ποσότητα της προηγούμενης συλλαβής: αν ήταν βραχεία, τότε συνέβαινε διπλασιασμός (-ρρ-), ενώ αν ήταν μακρά, διετηρείτο το απλό -ρ-. Στην προκειμένη περίπτωση, η λ. ἄρρωστος παρουσιάζει διπλασιασμό, διότι το στερητικό ἀ- είναι βραχύ, ενώ στη λ. εὔρωστος η δίφθογγος εὐ- καθιστούσε μακρά τη συλλαβή και επομένως δεν χρειαζόταν διπλασιασμός.
Αν έχετε οποιαδήποτε απορία, παρακαλώ μη διστάσετε να τη διατυπώσετε. Ευχαριστώ και πάλι.
Παρακαλώ λύστε μου την απορία: γιατί γράφονται με ένα ρ τα: εκροή, έκρυθμος; Αφού είναι σύνθετα και μάλιστα προηγείται βραχύ κι όχι μακρό φωνήεν...
Ευχαριστώ πολύ, Ν.Α.
Αγαπητέ φίλε, σας ευχαριστώ θερμά για το ερώτημά σας.
Ο κανόνας που πραγματεύεται το άρθρο ισχύει όταν πριν από το αρχικό ρ- του β΄ συνθετικού υπάρχει φωνήεν, π.χ. μετα-ρρύθμιση, απο-ρροή, δια-ρρέω κ.ά. Όταν προηγείται σύμφωνο (εκτός από το ένηχο -ν, το οποίο αφομοιώνεται προς το ρ-, π.χ. συν-ρέω > συρρέω), δεν έχουμε διπλασιασμό: εκ-ροή, έκ-ρυθμος.
Ελπίζω οι πληροφορίες αυτές να απαντούν στο ερώτημά σας. Ευχαριστώ πολύ.
Προσωπικώς ομιλών πιστεύω ότι η δικαιολογία ότι λέξεις της "αρχαίας ελληνικής κληρονομίας" γράφονται με δύο ρω είναι αρκετά ασαφής διότι αφ' ενός μεν δεν καθορίζεται ένα αυστηρό χρονικό πλαίσιο εφαρμογής του κανόνα και αφ' ετέρου, και αν καθοριζόταν, ποιός γνωρίζει αυτές τις λέξεις; Υπονοείται λοιπόν η εκμάθηση ενός εκτενεστάτου καταλόγου λέξεων.
Όμως εάν δεχθούμε λ.χ. την λ. 'μεταρρύθμιση' με δύο ρω - όπως ούτως ή άλλως απαντώνται τύποι με το θέμα 'μεταρρυθμ-' ήδη από τον 1ο αι. μ.Χ., θα πρέπει να αποκλείσουμε λέξεις τύπου 'αυτορρύθμιση' διότι το ρ. ρυθμίζω δεν απαντάται με το πρόθεμα 'αυτο-' εντός της αρχαίας ελληνικής κληρονομίας. Ενώ πάλι άλλες λέξεις με 'αυτορρ-' ίσως να απαντώνται.
Το συμπέρασμά μου είναι ότι το σημείο παρατήρησης δεν θα πρέπει να είναι η αρχαία ελληνική κληρονομία καθ' εαυτή, αλλά υποδειγματικές λέξεις από την αρχαία ελληνική ιστορική ορθογραφία οι οποίες αυτομάτως θα οδηγούν στην διαπίστωση πόσα ρω απαιτούνται κάθε φορά. Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι θα εναρμονισθούν κάποιες λέξεις με τον αρχαίο κανόνα. Και καλώς θα κάμουν, διότι είναι "επίπονο" να διχάσουμε το οφθαλμοφανές και την ιστορική ορθογραφία σε αρχαία και νέα όταν λ.χ. γράφουμε 'απορροφώ' κ.τ.ό. με δύο ρω, ενώ η λ. 'μονορρούφι' αποκλείεται. Αντιθέτως μάλιστα αυτό διδάσκει κιόλας την ορθή χρήση και εμπέδωση του κανόνα.
Υπάρχουν αρχαίοι ορθογραφικοί κανόνες, όπως π.χ. του τονισμού («μακρόν προ βραχέος περισπᾶται») ή των παραθετικών, που είχαν το λόγο και το νόημά τους στην αρχαία, αλλά δεν έχει κανένα νόημα να τους εφαρμόζουμε διά της βίας στη νέα ελληνική. Σ'αυτούς συγκαταλέγεται και ο κανόνας του διπλασιασμού του αρχικού ρ μετά από βραχύ φωνήεν, και όπως καταργήθηκαν οι πολλοί τόνοι και τα σοφΩτερος κλπ., ΄θα ΄ρθει και αυτουνού η ώρα. Ίσως ο Τσοπανάκης να ήταν απλώς λίγο μπρος από την εποχή του :)
Αντίθετα, το διπλό ρρ που προέρχεται από αφομοίωση τελιού Ν δύσκολα θα καταργηθεί, εκτός αν ποτέ επιχειρηθεί ριζική απλούστευση της νεοελληνικής ορθογραφίας. Όσο γράφουμε σύμμετρος ή εμμονή, έλλογος ή συλλογή, θα εξακολουθούμε πολύ λογικά να γράφουμε έρρινος και συρροή -- άλλωστε αυτές οι λέξεις είναι και σήμερα ετυμολογικά διαφανείς. Κι αν πρέπει, για λόγους λογικής συνοχής, να γράφουμε και σύρριζα και σύρραχο, χαλάλι!
Καλησπέρα, είμαι μαθητής της α΄τάξης του λυκείου και έφτασα στο άρθρο σας ψάχνοντας απάντηση στη διόρθωση του φιλολόγου μου για την "αυτορύθμιση" που του έγραψα και δε μπόρεσε να μου τεκμηριώσει το κοκκινάδι στο τετράδιο (θα μάθουμε μαζί ορθογραφία στην πράξη και στη θεωρία, λοιπόν!). Σας ευχαριστώ γι αυτό.
Θέλω να ρωτήσω όμως κάτι άλλο (τελειωμό δεν έχουν οι γλωσσικοί προβληματισμοί, ίσως και γι αυτό 8 στους 10 συμμαθητές μου δε σκέφτονται καν να επιλέξουν θεωρητική κατεύθυνση του χρόνου):
Γράφετε: Το συμπέρασμά μου, αν κατορθώνω επιτυχώς να το διατυπώσω, είναι ότι και οι σοφότερες λύσεις χρειάζονται την εξασφάλιση αντικειμενικών δεδομένων που να υπακούουν στη λογική και στη συνέπεια.
Aφού δεν έχω ακούσει κανέναν να λέει/γράφει "ακούουν", γιατί στη σύνθεση να λέμε υπακούουν και όχι "υπακούν";
Και πέρα απ αυτό το βασικό ερώτημα έχω κι άλλα δύο:)
α) αυτά τα παλιοεπιρρήματα πότε τα γράφουμε με κατάληξη -ως (καλώς) και πότε με -α (καλά); Η φιλόλογος του γυμνασίου μας έλεγε "ΠΟΤΕ ΣΕ -ως, ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑ ΜΙΛΑΤΕ". Είναι σωστό να λέμε "επιτυχώς", όπως κάνατε εσείς, ή να λέμε "πετυχημένα" είναι πιο σωστά; (Και γιατί να υπάρχει "σωστό", αφού στη θεωρία μαθαίνουμε ότι "η γλώσσα είναι ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ κώδικας επικοινωνίας";)
β) δε μπορώ να καταλάβω και αυτές τις παλιοπροσδιοριστικές και παλιοπροσθετικές δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις. Στο παράθεμα από το κείμενό σας δε βάζετε υποδιαστολή, προφανώς θεωρώντας πως είναι απαραίτητο συμπλήρωμα για την κατανόηση του νοήματος, αλλά αυτό για μένα είναι κάποτε μπελάς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εγώ το καταλαβαίνω σαν συμπλήρωμα που θα μπορούσε να παραλείπεται και θα έβγαζα το ίδιο νόημα, αν σταματούσατε στο "αντικειμενικών δεδομένων".
Συγγνώμη για το σεντονάκι, σας ευχαριστώ προκαταβολικά που με την απάντησή σας και θα φλεξάρω γνώσεις στον φιλόλογο και θα λύσω τις απορίες μου!!!
Τώρα που γνώρισα το blog θα σας παρακολουθώ
Δημοσίευση σχολίου