17/10/14

Ομιλία από την παρουσίαση των βιβλίων τού Γεράσιμου Ρηγάτου


Στις 14 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στη Στοά τού Βιβλίου εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλιογραφικού έργου τού καθηγητή Ιατρικής και λογοτέχνη Γεράσιμου Ρηγάτου με ειδικότερη αναφορά στο τελευταίο του βιβλίο Βαδίζοντας προς την τρέλα. Προσκλήθηκα να μιλήσω μαζί με την ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας κ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου και την ψυχίατρο κ. Κατερίνα Μάτσα. Η εκδήλωση χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη επιτυχία, κυρίως χάρη στις υπέροχες μελωδίες που τραγούδησε η κ. Ζωή Απειρανθίτου, μεσόφωνος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με τη συνοδεία τού κ. Δημήτρη Βεζύρογλου στο πιάνο· το ακροατήριο που γέμισε ασφυκτικά την αίθουσα απόλαυσε οπωσδήποτε το μουσικό μέρος τής βραδιάς.
Ευχαριστώ τους αγαπητούς φίλους και συναδέλφους που παρευρέθηκαν και μας τίμησαν με την παρουσία τους. Ακολουθεί στη συνέχεια το κείμενο της ομιλίας μου, που ίσως φανεί ενδιαφέρον σε όσους δεν κατάφεραν να έρθουν.



Όταν μαθαίνουμε μουσική, συνήθως εκπλησσόμαστε από το γεγονός ότι κάθε μελωδία που ακούμε ή μπορούμε να ακούσουμε, στην πραγματικότητα το σύνολο των μελωδιών, μπορεί να παρασταθεί και να απαρτιστεί από εφτά μόνο φθογγόσημα ή νότες.
Όταν εξετάζουμε τον χαρακτήρα ενός πολιτισμού, μας εντυπωσιάζει ότι πίσω από τις ποικίλες εκδηλώσεις βρίσκεται ουσιαστικά η ίδια γραμματική, επειδή φορείς της είναι άνθρωποι με παρόμοιες ανησυχίες, αδυναμίες και επιδιώξεις. Τα βιβλία τού κ. Ρηγάτου, όλο αυτό το βιβλιογραφικό έργο τριών δεκαετιών, έχουν φέρει στην επιφάνεια τις βασικές πτυχές τού λαϊκού πολιτισμού, εικόνες και λήψεις από το συλλογικό πολιτιστικό θησαυροφυλάκιο: λαϊκές γνώσεις και αντιλήψεις, πλευρές τής προφορικής παράδοσης, απόψεις για τη ζωή, τον θάνατο, τη διατροφή, την υγεία, την ασθένεια και την ψυχασθένεια. Αν βλέπουμε σε αυτά τα βιβλία με τόση καθαρότητα πώς αντίκριζαν οι άνθρωποι τον εαυτό τους, αυτό εν πολλοίς συμβαίνει επειδή πραγματεύονται πλευρές ενός από τα κύρια συστατικά τής πολιτιστικής γραμματικής: τη γλώσσα.
Σε αυτή την ομιλία θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σε τρία ερωτήματα: Με ποιους μηχανισμούς απεικονίζει η γλώσσα στοιχεία που αποκαλύπτουν πώς βλέπουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους σε βάθος χρόνου; Πώς παρουσιάζονται τα πρόσωπα που είναι οι φορείς αυτού του πολιτισμού; Αξίζει τελικά τον κόπο να μάθουμε για αυτά τα πρόσωπα και για ό,τι τους απασχολούσε;

Ας ξεκινήσουμε με τη γλώσσα. Η γλώσσα διδάσκει πολλά σχετικά με την εικόνα που είχαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους. Επειδή αυτό φέρνει στον νου έναν καθρέφτη, είναι ίσως χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι ο καθρέφτης, όπως τον ξέρουμε τώρα με τη χρήση γυαλιού, συναντάται μετά τον 1ο αιώνα. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν μεταλλικούς καθρέφτες, συνήθως από χαλκό (χαλκεῖα). Αυτοί οι καθρέφτες ήταν ελαττωματικοί: είχαν ρωγμές, κοιλώματα, θάμπωναν γρήγορα και λίγοι μπορούσαν να μισθώσουν στιλβωτές για να τους γυαλίζουν. Τελικά οξιδώνονταν και αχρηστεύονταν.
Όταν μελετούμε τη γλώσσα παλαιότερων εποχών, χρειάζεται να κάνουμε εμείς αυτή την προσπάθεια: να στιλβώσουμε την επιφάνεια και να δούμε καθαρότερα τι σήμαιναν για αυτούς οι λέξεις και τα πράγματα. Στα βιβλία τού κ. Ρηγάτου βρίσκουμε πλούσιο υλικό, ταξινομημένο και ερμηνευμένο, που αναδεικνύει δύο κύριους μηχανισμούς τής εικονικότητας στη γλώσσα: τον μεταφορικό λόγο και την αλλαγή σημασίας.
Ο μεταφορικός λόγος βασίζεται στην αντίληψη ομοιότητας. Χρησιμοποιούμε οικείες νοητικές εικόνες, για να ερμηνεύσουμε ή να εκφράσουμε άλλες.
Ο κ. Ρηγάτος έχει ανασύρει από το πολιτιστικό θησαυροφυλάκιο πλήθος τέτοιων μεταφορών. Εξετάστε ένα παράδειγμα από το βιβλίο του Ιατρική παροιμιολογία. Έχουμε συνειδητοποιήσει ότι μιλούμε για το αίμα, έχοντας όμως υπ’ όψιν μας το νερό; Λέμε π.χ. ότι μου πάγωσε / κόπηκε το αίμα (τρόμος), βράζει το αίμα του (οξύθυμος) και τελικά το αίμα νερό δεν γίνεται (οι συγγενικές σχέσεις είναι μόνιμες). Ή σκεφτείτε ένα παράδειγμα από το βιβλίο Βαδίζοντας προς την τρέλα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πούμε ότι κάποιος είναι ανισόρροπος. Η εικονικότητα όμως στη γλώσσα φαίνεται καθαρά όταν επιλέγουμε να εκλάβουμε το μυαλό σαν μηχανή, η οποία, για να λειτουργήσει, χρειάζεται βίδες. Λέμε λοιπόν ότι η βίδα (κάποιου) λασκάρει / του έστριψε / του σάλεψε / δεν σφίγγει / του λείπει. Κάποτε, μια ολόκληρη φράση μπορεί να αποτελεί εκφραστική εικόνα, όπως στην κυπριακή παροιμία Πέψε τομ πελλόν τζαι λάμνε τα ‘πίσων του, δηλ. «στείλε τον τρελό, αλλά τρέχα πίσω του».
Πώς λειτούργησε η γλώσσα; Μέσω της εικονικότητας απέδωσε μια έννοια κατοπτρίζοντάς την σε άλλη. Τι επιτυγχάνεται; Εκφραστικότητα ύφους, δηλ. πλουσιότερο μήνυμα.
Άλλος ένας σπουδαίος μηχανισμός είναι η αλλαγή σημασίας. Όταν χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, δεν την ανακαλύπτουμε εξαρχής. Αν έπρεπε κάθε φορά να επινοούμε νέες λέξεις για νέες σημασίες ή αντικείμενα, αυτό θα καθιστούσε αδύνατη την επικοινωνία. Τι κάνουμε; Εμπλουτίζουμε τα ήδη υπάρχοντα υλικά, οικοδομούμε σε αυτά και εφοδιάζουμε τις κληρονομημένες λέξεις με νέες σημασίες. Εν ολίγοις, βάζουμε «οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς».
Στο έργο τού κ. Ρηγάτου εντυπωσιαζόμαστε από το εύρος των σημασιολογικών αλλαγών που έχουν αποθησαυριστεί στην ιατρική λαογραφία. Εξετάστε το πεδίο τής ασθένειας από μερικές λέξεις που ερμηνεύει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο ο συγγραφέας στο έργο του Λεξικό Ιατρικής Λαογραφίας.
Οι λέξεις φρίκη και φρικίαση έχουν συνδεθεί με τον φόβο και τον ακραίο τρόμο. Το ρήμα φρίττω, όμως, από το οποίο προέρχονται είχε αρχικώς άλλη σημασία: «σηκώνω όρθιο – σείω, κυματίζω» (π.χ. Ιλιάδα: φάλαγγες ἔγχεσι πεφρικυῖαι «φάλαγγες με όρθιες λόγχες»). Σταδιακά οι ομιλητές συσχέτισαν αυτή την εικόνα με φύλλα δέντρων, στάχυα και τρίχες μαλλιών. Ήδη στους τραγικούς ποιητές το ρήμα φρίττω σήμαινε «ανατριχιάζω, ριγώ». Τώρα η απόσταση από τη σημασία «νιώθω φόβο, τρομάζω» είναι ένα μόνο βήμα.
Αναλογιστείτε επίσης τον όρο υστερικός. Οι ψυχίατροι έχουν συγκεκριμένο επιστημονικό ορισμό, αλλά στην αρχαία γλώσσα η λέξη σήμαινε απλώς «σχετικός με τη μήτρα» (ὑστέρα). Ο Ιπποκράτης άρχισε να αποκαλεί ὑστερικὰ πάθη / οἰδήματα / ἀλγήματα πόνους και παθήσεις γυναικών, που αποδίδονταν σε διαταραχές τής μήτρας. Σταδιακά, κάθε νευρικό σύμπτωμα άγνωστης ή ασαφούς αιτιολογίας αποκλήθηκε υστερία.
Μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες σημασιολογικές αλλαγές που θα βρείτε στα βιβλία τού κ. Ρηγάτου: Γιατί ονομάζονταν φθισικοί οι φυματικοί (ήδη στον Ιπποκράτη και τον Ηρόδοτο) και ποια σχέση έχει αυτό με το ρήμα φθίνω; Πώς έφτασε να ονομάζεται αμέθυστος ο πολύτιμος λίθος που υποτίθεται ότι προφύλασσε από τη μέθη; Γιατί αποκλήθηκε νεφρίτης ο ημιπολύτιμος λίθος που νομιζόταν ότι θεράπευε παθήσεις των νεφρών;
Όλες αυτές οι πολύτιμες δυνατότητες που εμπλουτίζουν τη γλώσσα είναι εφικτές εξαιτίας των μηχανισμών με τους οποίους είμαστε δημιουργημένοι: Σχηματίζουμε νοητικές εικόνες, κατόπιν λεκτικές εικόνες, νέες σημασίες και τις αποθησαυρίζουμε στο λεξιλόγιο. Ο μεταβαλλόμενος κόσμος μας υπάρχει, επειδή μπορέσαμε να τον αντικατοπτρίσουμε στη γλώσσα.

Ας εξετάσουμε τώρα το δεύτερο ερώτημα: Πώς παρουσιάζονται τα πρόσωπα που είναι φορείς αυτού του πολιτισμού;
Ας επιστρέψουμε στο παράδειγμα του καθρέφτη. Μερικές φορές είναι δυνατόν να κρατήσουμε τον καθρέφτη στο πλάι και τότε συνήθως βλέπουμε, όχι τον εαυτό μας, αλλά την εικόνα κάποιου άλλου.
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους αποτυπώνεται αυτό στη γλώσσα είναι η λειτουργία τής παρονομασίας που παρατηρούμε στον σχηματισμό των επωνύμων. Μεγάλος αριθμός επωνύμων έχουν προέλθει από προσωνύμια που σχετίζονται με την εμφάνιση, τον χαρακτήρα ή το επάγγελμα κάποιου ή κάποιου προγόνου του. Επειδή τα επώνυμα διατηρούνται, επαγγέλματα που δεν ασκούνται πλέον, εργαλεία που δεν χρησιμοποιούνται, τεχνικές που έχουν εγκαταλειφθεί, ασθένειες που τώρα είναι άγνωστες αποθηκεύονται στα κύρια ονόματα. Τα επώνυμα μοιάζουν με ληξιαρχείο από το οποίο δεν γίνονται σχεδόν ποτέ διαγραφές.
Στο βιβλίο τού κ. Ρηγάτου Νεοελληνικά επώνυμα με ιατρική προέλευση παρατηρούμε ένα ακόμη χαρακτηριστικό: ότι οι αρρώστιες και τα σωματικά ελαττώματα είναι εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος για την παρονομασία. Και επειδή το όνομα κάποιου δίνεται από άλλον, μας δίνουν πλούσιες πληροφορίες για τον γλωσσικό καθρέφτη που τόσο πρόθυμα φωτίζει τα ελαττώματα του άλλου.
Μερικά επώνυμα έχουν εύκολη την ερμηνεία τους: Κωφός, Κουτσομύτης, Κουτσάφτης, Κολοβός, Κοντούλης, Σπανός, Ψελλός, Βήχας. Άλλα έχουν περισσότερο βάθος, π.χ. Μπαλλωμένος («σημαδεμένος», επειδή ονόμαζαν μπαλλώματα τα σημάδια τού προσώπου). Άλλα ελαττώματα κρύβονται πίσω από επώνυμα ξένης προελεύσεως, συνήθως τουρκικά: Μπουρνάζος («μεγάλη μύτη»), Πελτέκης («τραυλός»), Σαρής («κίτρινος, χλομός»), Τοπαλίδης («κουτσός»), Βερέμης («φυματικός»), Κουσούρης.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί κάποιοι γονείς έδωσαν στα παιδιά τους ονόματα όπως Ζώης, Πολυζώης, Σώστης (αν είχαν προηγουμένως χάσει μικρά παιδιά) ή Δράκος, Δρακούλης (με την ευχή το παιδί να είναι δυνατό σαν δράκος και να νικήσει τον θάνατο).
Ίσως όμως δυσκολευτούμε λίγο να εξηγήσουμε πώς κάποιος έφτασε να έχει το επώνυμο Μακαρίτης, που δεν είναι τόσο σπάνιο όσο φανταζόμαστε. Σε αυτή την περίπτωση η παρονομασία λειτουργεί αποτρεπτικά· αν ο θάνατος κατονομαστεί, τότε πιθανόν δεν είναι τόσο ανίκητος εχθρός. Σε ονοματολογική μελέτη διαβάζουμε ότι κάποιος αξιωματικός που λεγόταν Μακαρίτης ζήτησε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους να αλλάξει το επώνυμό του (σε Δημητριάδης). Έγραψε στην αίτησή του ότι, αφού τον σεβάστηκαν οι σφαίρες των πολέμων, δεν χρειαζόταν πλέον αυτό το επώνυμο. Φυσικά, και αυτός ο άνθρωπος έχει τώρα πεθάνει…
Ότι ο γλωσσικός καθρέφτης στρέφεται συχνά αλλού για να αποτυπώσει ελαττώματα ή αδυναμίες, φαίνεται επίσης στις λαϊκές λέξεις για την τρέλα. Πολύτιμες πληροφορίες και σημαντικά σχόλια για αυτό βρίσκουμε στο τελευταίο βιβλίο τού κ. Ρηγάτου.
Η ίδια η λέξη τρελός προέρχεται από το μεταγενέστερο τρηρός «ελαφρός – που τρέμει σαν φτερό». Αλλά σκεφτείτε πόσο εκφραστικές είναι τέσσερεις λέξεις από τη βενετική διάλεκτο: ζουρλός (από ρήμα που σημαίνει «φλυαρώ»), κουζουλός («κουτάβι», εννοεί σκυλάκι που κάνει τρέλες από χαρά), λολός (πιθανώς «τραυλός»), μουρλός (μάλλον από λέξη που σημαίνει «τοίχος» και μας θυμίζει πότε χαρακτηρίζουμε κάποιον τούβλο). Στην Κρήτη έχουν επίσης τη λέξη τροζός, που προήλθε από συμφυρμό των τρελός και κοζός· αυτό το τελευταίο προέρχεται από το ιταλ. coso «αυτός, ο τέτοιος, ο πώς τον λένε, που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε».
Οι λέξεις για την τρέλα καθρεφτίζουν απόψεις για την τρέλα. Απόψεις που συνήθως στρέφουν τον καθρέφτη σε κάποιον άλλον.

Τελευταίο άφησα ένα εξίσου σπουδαίο ερώτημα: Αξίζει τον κόπο να μάθουμε για τα πρόσωπα, τη γλώσσα και τις απόψεις εκείνων που ανθολογούνται στα βιβλία σχετικά με τον λαϊκό πολιτισμό;
Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα του καθρέφτη, αν κοιταχτούμε και παρατηρήσουμε κάποιο ελάττωμα στο ντύσιμο και την εμφάνισή μας, ίσως παρακινηθούμε να κάνουμε κάτι για αυτό. Ο λαϊκός πολιτισμός δεν διασώζει μόνο ειδυλλιακές εικόνες και γοητευτικές ιστορίες λέξεων. Συχνά αποτυπώνει αντιλήψεις που έχουμε κληρονομήσει συνειδητά ή υπόρρητα και τώρα πρέπει να αποφασίσουμε αν θα τις αποδεχτούμε ή θα τις αποποιηθούμε.
Στο βιβλίο του Βαδίζοντας προς την τρέλα ο κ. Ρηγάτος έχει ανθολογήσει συγγραφείς, οι οποίοι απηχούν την αντιμετώπιση της ψυχασθένειας από τον περίγυρο. Πιθανότατα έχουμε ξεπεράσει την εποχή που η ψυχασθένεια αντιμετωπιζόταν με ηλεκτροσόκ, ξυλοκόπημα, καθήλωση ή λοβοτομή, αλλά οπωσδήποτε έχουμε παρατηρήσει άλλες μορφές στιγματισμού: απομόνωση, εξοστρακισμό, εμπαιγμό, χλευασμό ή οίκτο. Όπως εύστοχα σχολιάζεται στο βιβλίο, αυτού του είδους οι αντιλήψεις οφείλονταν αρχικά στην άποψη ότι οι ψυχασθενείς είναι δαιμονόληπτοι ή θεόληπτοι, αργότερα δε επικράτησε η εσφαλμένη πεποίθηση ότι η ψυχική διαταραχή έχει την αφετηρία της σε προσωπικές αδυναμίες και ελαττώματα του χαρακτήρα. Οι αντιλήψεις αυτές δεν σταμάτησαν κάπου στο παρελθόν, αλλά έχουν φτάσει ώς εμάς και έχουμε ζυμωθεί μαζί τους.
Αν συμβαίνει αυτό καθώς κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, μήπως μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας; Στις περιπτώσεις που σχολιάζει ο κ. Ρηγάτος, η ψυχασθένεια παρουσιάζεται, όχι ως ασθένεια με επώαση, εκδήλωση και κάποιας μορφής εξέλιξη, αλλά σαν ατύχημα. Και όπως κάθε ατύχημα, έχει συγκεκριμένη αιτιολογία: ματαιωμένες προσδοκίες, ερωτική απογοήτευση, κατεστραμμένες σχέσεις, απώλεια, κακοποίηση, θάνατος, εν ολίγοις κάποιο συγκλονιστικό σοκ. Οι περισσότεροι δεν ζήτησαν βοήθεια. Μήπως σε αυτό συνέβαλαν τα αισθήματα ανεπάρκειας, ενοχής και αποτυχίας που νιώθει κάποιος, επειδή βλέπει, όπως οι ήρωες των διηγημάτων τού βιβλίου, ότι οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν σαν να βαδίζει χωρίς επιστροφή προς την τρέλα; Και μήπως τα αισθήματά τους θα ήταν λιγότερο εξουθενωτικά, αν ένιωθαν περισσότερη συμπαράσταση παρά εξώθηση προς τη συντριβή;
Ο κ. Ρηγάτος, χωρίς ίχνος διδακτισμού, αφήνει αυτά τα σοβαρά ερωτήματα να εγερθούν στον αναγνώστη. Σχολιάζει με αφηγηματικό ύφος το πλαίσιο των ιστοριών, αλλά μην ξεγελαστείτε από το ύφος· δεν υστερεί καθόλου σε τεκμηρίωση, η οποία δείχνει κατάρτιση τόσο στην επιστημονική βιβλιογραφία όσο και στην ελληνική γραμματεία. Κατόπιν αποσύρεται και μας αφήνει να ελέγξουμε τις δικές μας αντιλήψεις. Δεν συμφωνείτε ότι αυτό είναι αξιοσημείωτο όφελος;
Κάτι τελευταίο: Ο λαϊκός πολιτισμός μερικές φορές περιφρονείται επειδή θεωρείται εύπεπτος και απλοϊκός, ανεπεξέργαστος. Τα βιβλία τού κ. Ρηγάτου εύκολα μπορούν να πείσουν για το αντίθετο.
Έχουμε αναλογιστεί το πλούσιο νόημα που μπορεί να κρύβει μια παροιμιώδης φράση; Στο βιβλίο τού κ. Ρηγάτου Ιατρική παροιμιολογία σχολιάζεται η παροιμία Κάλλιο λάχανα με γέλια παρά ζάχαρη με γκρίνια. Αυτή η εκφραστική πρόταση θυμίζει εντυπωσιακά μια Βιβλική παροιμία που ανήκει στον Σολομώντα (Παροιμίαι 15:17): Κρείσσων ξενισμὸς λαχάνων πρὸς φιλίαν ἢ παράθεσις μόσχων μετὰ ἔχθρας, που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ελεύθερα: «Καλύτερα να παραθέσεις ένα πιάτο λαχανικά με φιλία παρά τον μόσχο τον σιτευτό με έχθρα». Ο απλός αυτός παραβολικός λόγος διδάσκει ότι αξία έχει να μοιράζεται κανείς λίγα με φίλους, παρά να έχει πολλά χωρίς ειρήνη. Αυτό μπορεί να φαίνεται κάπως αυθυπονόητο, αφού μάλιστα σε όποια έρευνα γίνεται σχεδόν όλοι ομολογούν πρόθυμα ότι «τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία»· ωστόσο, τι δείχνουν στην πραγματικότητα οι προτεραιότητες και οι αποφάσεις τους στη ζωή, καθώς και τα κριτήρια με τα οποία επιλέγουν φίλους ή προσκαλούν στο σπίτι τους; Η αυτοκριτική μπορεί να αποδειχθεί αρκετά απαιτητική· έχω ακούσει ανθρώπους να παραδέχονται διάφορα σφάλματα και αδυναμίες τους, αλλά δεν μου έχει συμβεί ποτέ να ακούσω κάποιον να λέει «είμαι φιλάργυρος», «είμαι άπληστος» ή «είμαι πλεονέκτης». Αυτή η φαινομενικώς απλοϊκή παροιμία που σχολιάζει ο κ. Ρηγάτος, αν αποφασίσουμε να τη στοχαστούμε και όχι να την προσπεράσουμε γρήγορα, μπορεί να αποδειχθεί ένας μικρός κρύσταλλος σοφίας.

Τέτοιοι κρύσταλλοι που έχουν αντέξει στον χρόνο αφθονούν στα βιβλία τού κ. Ρηγάτου. Μερικές φορές απαιτούν προσπάθεια για να τους βρούμε· μπορεί να είναι κρυμμένοι σε παροιμίες, κωδικοποιημένοι σε αινίγματα, παρηλλαγμένοι στα κύρια ονόματα που συζητήσαμε ή θαμμένοι σε απόψεις και αντιλήψεις για τη ζωή και την υγεία, που ίσως δεν συνειδητοποιούσαμε ότι έχουμε κληρονομήσει. Είναι ίχνη από το απώτερο παρελθόν που έχουν φτάσει σε εμάς, στον δικό μας τώρα καθρέφτη. Είναι λέξεις, μηνύματα και σήματα που ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει, ταξινομήσει και ανασυνθέσει, ώστε να τους δώσει νόημα και να μας προσφέρει ουσιαστικά μια γραμματική τού πολιτισμού.

3/12/13

Γλωσσολογικά άρθρα

Σε αυτή την ανάρτηση περιέχονται σύνδεσμοι προς ορισμένα επιστημονικά άρθρα μου, τα οποία έχουν δημοσιευτεί τα προηγούμενα χρόνια είτε σε περιοδικά γλωσσολογίας είτε σε πρακτικά συνεδρίων και είναι ήδη διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Κατά καιρούς αρκετοί αναγνώστες αναζητούν πληροφορίες για ζητήματα γλωσσικής μεταβολής, ορθογραφίας, ετυμολογίας και γνωσιακής γλωσσολογίας· οπότε ίσως βρουν χρήσιμα κάποια από τα συμπεράσματα που καταγράφονται στα άρθρα. Επιπλέον, η τακτική που ακολουθείται πλέον από αρκετά επιστημονικά περιοδικά και από οργανωτικές επιτροπές συνεδρίων είναι να παρέχουν ελεύθερη πρόσβαση σε μέρος των περιεχομένων και των πρακτικών τους, διευκολύνοντας έτσι την ενημέρωση και την κατάρτιση του κοινού. Στην ανάρτηση αυτήν θα προστίθενται κατά καιρούς σύνδεσμοι και προς άλλα άρθρα μου, εφόσον έχουν εν τω μεταξύ καταστεί προσβάσιμα στο διαδίκτυο.
 
1) «Το επίρρημα τάχα. Μεταβολές σημασίας και ο ρόλος τής γραμματικοποίησης» (Γλωσσολογία / Glossologia 16, 2004-2005, σελ. 51-64)

2) «Ιεράρχηση κριτηρίων στην ετυμολογική έρευνα» (Γλωσσολογία / Glossologia 19, 2011, σελ. 45-55)

3) «Όψεις τού μεσοπαθητικού παρατατικού» (Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 30, 2010, σελ. 422-435· σε συνεργασία με τη Γ. Κατσούδα)

4) «Ο ρόλος τής λαϊκής ετυμολογίας στη διδασκαλία τής ορθογραφίας» (Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 31, 2011, σελ. 351-356· σε συνεργασία με τη Γ. Κατσούδα)

5) «Αλλαγές σημασίας στο εικονόσχημα του άξονα. Το παράδειγμα του ρήματος τρέπω» (Proceedings of the 8th ICGL, 2007, σελ. 1057-1062)

6) «Η αόριστη αντωνυμία κάποιος. Ο σχηματισμός και η λειτουργία της στη Μεσαιωνική Ελληνική» (Proceedings of the 10th ICGL, 2011, σελ. 983-989)

13/6/13

11ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας: Ρόδος, 26-29 Σεπτεμβρίου 2013

Στις 26-29 Σεπτεμβρίου 2013 διεξάγεται στη Ρόδο το 11ο Διεθνές Συνέδριο Γλωσσολογίας (ICGL11), το οποίο συγκεντρώνει εξαιρετικές συμμετοχές από συναδέλφους όλων των κλάδων τής επιστημονικής γλωσσολογίας. Έχοντας συμμετάσχει σε προηγούμενα διεθνή συνέδρια εδώ και πολλά χρόνια, χαίρομαι που το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών τού Πανεπιστημίου Αιγαίου ανέλαβε την ευθύνη τής διοργάνωσης μιας επιστημονικής συνάντησης υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων. Το πρόγραμμα βρίσκεται στον ιστότοπο του συνεδρίου, όπου είναι επίσης διαθέσιμο το βιβλίο των περιλήψεων.

Στο συνέδριο αυτό συμμετέχω με την ανακοίνωσή μου: «Αποκλίνοντες τύποι τής συνοπτικής προστακτικής». Παραθέτω στη συνέχεια την περίληψη της ανακοίνωσης για τους αναγνώστες που ίσως ενδιαφέρονται, έχοντας αφαιρέσει τα πρόσθετα βιβλιογραφικά στοιχεία.

Αποκλίνοντες τύποι τής συνοπτικής προστακτικής

Στην ανακοίνωση αυτήν εξετάζονται δύο σχηματισμοί τής συνοπτικής προστακτικής, οι οποίοι παρουσιάζουν αξιοσημείωτες αποκλίσεις και ερμηνευτικό ενδιαφέρον.

Η πρώτη περίπτωση αναφέρεται στον τύπο σήκω, β΄ ενικό πρόσωπο της συνοπτικής προστακτικής τού σηκώνομαι (αντί του αναμενομένου σηκώσου, πβ. κ. φορτώσου, στρώσου, ζώσου κ.ά.). Στο παρελθόν διατυπώθηκαν δύο κύριες ερμηνείες: α) Η εκδοχή τού Γ. Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄: 119· ΑΑ3: 154), ότι ο τύπος σήκω προέκυψε αναλογικά προς το επίρρημα επάνω· β) Η εκδοχή τού Μ. Φιλήντα (1924: 84-86), ότι πρόκειται για εξέλιξη του αρχαίου ενεργητικού τύπου σήκου με προσθήκη τού -ε, που αποτελεί τη συνήθη κατάληξη στις ενεργητικές προστακτικές, την οποία ακολούθησε συγχώνευση *σήκου-ε > σήκο (όπως ορθογραφεί τον παραγόμενο τύπο).

Οι ερμηνείες αυτές, εκτός από τα ειδικότερα προβλήματά τους, δεν ικανοποιούν, ενώ δεν εξετάστηκαν άλλα πιθανά πρότυπα σχηματισμού, καθώς και η δυναμική των δισύλλαβων προστακτικών στη Νέα Ελληνική.

Η δεύτερη περίπτωση αφορά σε συνοπτικές προστακτικές ρημάτων των οποίων το συνοπτικό θέμα λήγει σε -ξ, -ψ και σχηματίζονται εναλλακτικά με χαρακτήρα -χ, -φ αντίστοιχα είτε στο β΄ πληθυντικό πρόσωπο είτε στο β΄ ενικό πρόσωπο (εφόσον ακολουθούσε κλιτικό γ΄ προσώπου), π.χ. ανοίχτε (αντί ανοίξτε), κοιτάχτε (αντί κοιτάξτε), ρίχ’ τα (αντί ρίξ’ τα) – αλείφτε (αντί αλείψτε), κόφ’ το (αντί κόψ’ το), κλαύ’ τα (αντί κλάψ’ τα). Μολονότι γενικά θεωρείται ότι οι τύποι αυτοί σχηματίστηκαν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος και κατόπιν ανομοίωση τρόπου αρθρώσεως (Newton 1972: 119), η βαθύτερη ανάλυση της μεταβολής φέρνει στο φως και άλλους αξιοσημείωτους παράγοντες, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί η ιδιαίτερη σημασιολογική λειτουργία των εναλλακτικών ή αποκλινόντων τύπων.

Αναφορικά με τις δύο αυτές περιπτώσεις εξετάζονται, μεταξύ άλλων:

α) η διαχρονική προέλευση κάθε σχηματισμού,

β) η μαρτυρία των νεοελληνικών διαλέκτων,

γ) τα αναλογικά πρότυπα που ευνόησαν τις μεταβολές.

7/1/13

Βασ. Αργυρόπουλου: Ο πόλεμος των φθόγγων (Αθήνα 2012, εκδ. CaptainBook.gr)

Βιβλιοκριτική παρουσίαση
 

«Μέχρι η αλήθεια να φορέσει τα παπούτσια της, το ψέμα έχει κάνει τον γύρο τού κόσμου». Αυτή η ρεαλιστική διαπίστωση, που αποδίδεται στον Μαρκ Τουέιν, επαληθεύτηκε με τρόπο σωρευτικό το καλοκαίρι τού 2012, όταν μια δασκάλα διατύπωσε την ασύστατη κατηγορία ότι η νέα Γραμματική τής Ε΄-Στ΄ δημοτικού (υπό Ε. Φιλιππάκη-Warburton, Μ. Γεωργιαφέντη, Γ. Κοτζόγλου, Μ. Λουκά) καταργεί γράμματα του αλφαβήτου. Η σαγήνη αυτού του ψέματος ήταν τόσου βαθμού και τέτοιας φύσεως, ώστε να σταθεί αφορμή για την αλυσίδα δημοσιευμάτων που αποτέλεσαν τη φωνηεντιάδα, όπως έξυπνα αποκλήθηκε, ή τον πόλεμο των φθόγγων, όπως εύστοχα τον προσδιόρισε ο συγγραφέας στον τίτλο τού βιβλίου του.

Σε όλη αυτή τη ροή δημοσιευμάτων, κειμένων, άρθρων στο διαδίκτυο, σχολίων, ακόμη και επερωτήσεων στο κοινοβούλιο, αυτό που ουσιαστικά αμφισβητήθηκε είναι το δικαίωμα που έχει ένα επιστημονικό βιβλίο να κριθεί επιστημονικά, εν προκειμένω ένα βιβλίο γλωσσικής διδασκαλίας να κριθεί γλωσσολογικά, όχι ιδεολογικά ή ιδεοληπτικά. Αντ’ αυτού, ο διχαστικός λόγος αποσυνέθεσε ευθύς εξ αρχής τη σχετική συζήτηση, αφού στόχος του στάθηκε να εξοντώσει τον αντίπαλο, όχι να βρει ή να αναδείξει την αλήθεια.

Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ το βιβλίο Ο πόλεμος των φθόγγων του αγαπητού συναδέλφου γλωσσολόγου Βασ. Αργυρόπουλου έργο πραγματικά θαρραλέο. Ο συγγραφέας, από τους πρωτοπόρους στην εδραίωση του γλωσσολογικού αντιλόγου στο διαδίκτυο, ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει, έχοντας ήδη περάσει από τη στενή πύλη με το προηγούμενο, εκτενέστερο και συστηματικότερο βιβλίο του Αρχαιολατρία και γλώσσα (Αθήνα 2009, εκδ. Σ. Ζαχαρόπουλος). Παρά την ταχύτητα διαδόσεως των μύθων και την κακοπιστία που εγείρει η αντιμετώπισή τους, ο Β.Α. αφήνει με υπομονή την επιστημονική αλήθεια να δέσει σχολαστικά και «να φορέσει τα παπούτσια της», περιμένοντας βάσιμα ότι μόνο αυτή μπορεί να βαδίσει στο σκληρό έδαφος που είχε διαμορφωθεί από την πόλωση. Με ζήλο, επιμονή και επιμέλεια αναλαμβάνει έργο άχαρο, την ανασκευή των ψευδοεπιστημονικών επικρίσεων, γνωρίζοντας ότι ελάχιστοι θα το εκτιμήσουν, ότι αρκετοί δυσαρεστημένοι θα θεωρήσουν την εργασία του ύποπτη και μερικοί ίσως την κρίνουν περιττή. Και για τον λόγο αυτόν το μικρό αυτό βιβλίο αξίζει, καθώς πιστεύω, να χαρακτηριστεί γενναίο.

Ο πόλεμος των φθόγγων, βιβλίο γεννημένο από την επικαιρότητα, είναι στην ουσία σχολιολόγιο δεκατεσσάρων αντιρρητικών κειμένων, άρθρων και συνεντεύξεων, που δημοσιεύτηκαν με σκοπό να κατηγορήσουν τη νέα σχολική Γραμματική. Την εισαγωγή και τον πίνακα περιεχομένων μπορεί ο αναγνώστης να βρει στον ιστότοπο του εκδότη, ενώ στους συνδέσμους που παραθέτει ο συγγραφέας στο ιστολόγιό του είναι δυνατόν να παρακολουθήσει κανείς τις ενδιαφέρουσες ομιλίες των συναδέλφων κατά την παρουσίαση του βιβλίου. Κριτικές παρατηρήσεις και ενδιαφέροντα σχόλια έχει γράψει επίσης ο φιλόλογος και μεταφραστής Νίκος Σαραντάκος.

Ο συγγραφέας προτάσσει του κύριου μέρους ένα εισαγωγικό κεφάλαιο με τίτλο «Βασικές έννοιες». Η ενότητα αυτή αποδίδει με εύληπτο τρόπο επιστημονικό περιεχόμενο σε όρους που περιλαμβάνονται στην επίμαχη συζήτηση και αποτελεί, τρόπον τινά, συμβόλαιο που υπογράφει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη. Για να αποκτήσει κανείς εποπτεία τού ζητήματος, είναι απαραίτητο να ενημερωθεί ως προς θεμελιώδεις έννοιες, όπως φθόγγος, γράμμα, φωνήεν, σύμφωνο, φώνημα, φωνητική ορθογραφία, οι οποίες ορίζονται εύστοχα και επαρκώς. Το νόημα που υπόκειται σε αυτή την εισαγωγή είναι προφανές: Αν είχε κατανοηθεί ότι οι όροι φωνήεν και σύμφωνο αφορούν σε φθόγγους, δηλ. έναρθρους ήχους, και όχι σε γράμματα, η σαθρή συλλογιστική γραμμή των επικριτών τής νέας Γραμματικής θα αποδεικνυόταν απλώς άσκηση ματαιότητας. Ο Β.Α. τονίζει επανειλημμένα, κάποτε επιμένοντας μονότονα, ότι η ρίζα τής παρανόησης έγκειται στην ατελή αντίληψη της διαφοράς μεταξύ προφοράς και γραφής, φθόγγου και γράμματος.

Η καίρια αυτή αστοχία έχει διηθήσει βαθιά σχεδόν όλα τα αντιρρητικά κείμενα που καταχωρίζονται στο βιβλίο. Ο Β.Α. δεν αφήνει κανένα περιθώριο για υπεκφυγή, καθώς επισημαίνει μερικές από τις παρεπόμενες απόψεις που χρωμάτισαν ανεξάλειπτα τη φωνηεντιάδα. Αυτές είναι: 1) Η υιοθέτηση του μύθου ότι η νέα Γραμματική συμμετέχει σε οργανωμένο σχέδιο καταστροφής τής γλώσσας (σ. 21), 2) Η πλάνη ότι η νέα Γραμματική εμμέσως προωθεί τη φωνητική ορθογραφία (σ. 30), 3) Η πλάνη ότι η Ελληνική αποτελεί μη συμβατική γλώσσα και ότι έχει μαθηματικό χαρακτήρα (σ. 32), 4) Η ανυπόστατη παραδοχή ότι η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων υφίσταται στη Νέα Ελληνική (σ. 55-6), και 5) Η πλάνη ότι η ελληνική γραφή και ορθογραφία παρέμεινε διαχρονικώς αναλλοίωτη (σ. 105).

Ο Β.Α. απαντά σε όλες αυτές τις άκριτες παραδοχές αναδεικνύοντας, όχι μόνο την επιστημονική όψη κάθε ερωτήματος, αλλά και το ιδεολογικό φορτίο με το οποίο είναι εμποτισμένο. Σε αρκετές περιπτώσεις διαβάζει επιδέξια κάτω από τις γραμμές. Ως αποτέλεσμα, σωστά επισημαίνει ότι το αρχικό δημοσίευμα της εκπαιδευτικού, από το οποίο προέκυψε η οξεία αυτή συζήτηση, μαρτυρεί άγνοια θεμελιωδών στοιχείων αρθρωτικής φωνητικής, καθώς και προφανή έλλειψη κατάρτισης σχετικά με την ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος (σ. 26). Επιπλέον, ανασκευάζοντας σημεία από δημοσίευμα της καθηγήτριας κ. Ξανθάκη-Καραμάνου, σχολιάζει εύστοχα την απροθυμία της να αξιολογήσει αρνητικά τις επιθέσεις κατά της νέας Γραμματικής, ιδίως δε την περίτεχνη διατύπωση με την οποία η καθηγήτρια παρενείρει την απειλή τού λατινικού αλφαβήτου (σ. 90-1). Όπως εξηγείται σωστά αλλού (σ. 31), η αλλαγή αλφαβήτου —πράξη που γλωσσολογικά αποκαλείται ολικός επανεγγραφισμός— ουδέποτε απέκτησε απήχηση στην ελληνική κοινωνία, τα δε μειονεκτήματά της θα ήταν ανυπολόγιστα. Παρόμοιο και εξίσου άτοπο αποδεικνύεται το συμπέρασμα του καθηγητή κ. Τσαγκαράκη, ότι η νέα Γραμματική αποτελεί βήμα προς τη φωνητική ορθογραφία (σ. 99).

Μερικές από τις ευστοχότερες δηλώσεις που περιέχονται στο βιβλίο προσφέρουν τροφή για ώριμη σκέψη. Σε αυτές ανήκει ότι «η γλώσσα είναι υπόθεση της γλωσσικής κοινότητας, αλλά η ακριβής περιγραφή της αποτελεί υπόθεση του γλωσσολόγου» (σ. 63). Προσυπογράφει κανείς την επισήμανση του συγγραφέα, ότι σε σχέση με τη φωνητική περιγραφή «επικρίνεται η γραμματική γι’ αυτό ακριβώς για το οποίο έπρεπε να επαινείται» (σ. 47), καθώς και ότι οι επικριτές της καταφεύγουν συστηματικά σε «δογματικές αποφάνσεις και λεκτικές ακρότητες» (σ. 37). Δύσκολα θα διαφωνήσει κάποιος με τη θλιβερή πραγματικότητα ότι «ο φανατικός δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, συνήθως μάλιστα δεν λαμβάνει καν υπόψη του τον αντίλογο» (σ. 108).

Καθώς οι επικριτικές δημοσιεύσεις που παρατίθενται στο βιβλίο θίγουν πολλά επί μέρους θέματα, είναι εύλογο ότι δυσκολεύεται κανείς να αποφασίσει τι πρέπει να ανασκευάσει πρώτο—και ο συγγραφέας ομολογεί σε διάφορα σημεία αυτόν τον προβληματισμό του. Δεν θα ήταν, επομένως, άσκοπο να προσθέσω εδώ δυο-τρία σημεία που κρίνω ότι αξίζουν περαιτέρω σχολιασμό.

Κατ’ αρχάς, είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι, ενώ στο παρελθόν οι εκπρόσωποι του ψευδοεπιστημονικού χώρου κατηγορούσαν τη γραμματική Τριανταφυλλίδη και τις σχολικές αναπροσαρμογές της για προώθηση της αγλωσσίας στους μαθητές, τώρα παρουσιάζονται έτοιμοι να στοιχηθούν πίσω της, συνήθως χωρίς να την έχουν μελετήσει. Επιπλέον, είναι σημαντικό να παρατηρηθεί ότι στην επιστολή τού μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου, η οποία καταχωρίζεται στο βιβλίο, οι γλωσσικές απόψεις τού Σεφέρη, ενός από τους μάστορες του νεοελληνικού λόγου, παρουσιάζονται σαν συμπληρωματικές τής ιδεολογίας των επικριτών. Ο Σεφέρης, όμως, υποστήριζε θερμά την καλλιέργεια της Νέας Ελληνικής, όχι την άχρωμη καθαρεύουσα και τη δημοσιογραφική προχειρογραφία που ήταν του συρμού και στη δική του εποχή, και είχε προτείνει από το 1937 να συγκροτηθεί επιτροπή με τη συμβολή τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη, η οποία θα καταπιανόταν με διάφορους τομείς τής γλώσσας (μορφολογία, ορθογραφία, νέες λέξεις· βλ. Νέα Γράμματα, 13 Φεβρουαρίου 1937, σ. 2). Ο μεγάλος αυτός λογοτέχνης εκτιμούσε τη συμβολή τής επιστημονικής γλωσσολογίας στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής και είναι εξ ολοκλήρου άτοπο να τον τοποθετεί κανείς απέναντι στη γραμματική. Τέλος, με αφορμή τον άστοχο ισχυρισμό τού καθηγητή κ. Τσαγκαράκη, ότι «η όποια συζήτηση για φωνήεντα και φθόγγους της Νέας Ελληνικής πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις νεοελληνικές διαλέκτους», ο οποίος αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχουν περισσότεροι από πέντε φωνηεντικοί φθόγγοι στη Νέα Ελληνική, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κινείται παράλληλα με τον συλλογισμό των υποστηρικτών τής καθαρεύουσας στις αρχές τού 20ού αιώνα, οι οποίοι διατείνονταν επίμονα ότι δεν υπάρχει κοινή δημοτική, που θα μπορούσε να καθιερωθεί ως γλώσσα τής διοίκησης και της εκπαίδευσης, παρά μόνο διάλεκτοι και ιδιώματα.

Η διάρθρωση του βιβλίου έχει, όπως ελέχθη, τον χαρακτήρα σχολιολογίου τής κειμενογραφίας σχετικά με τη νέα Γραμματική. Συνεπώς, θεωρώ χρήσιμη την τακτική να παρουσιάζονται τα κρινόμενα κείμενα τμηματικά και να παρεμβάλλονται τα σχόλια του συγγραφέα ως ανασκευές των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Αυτό καθιστά το βιβλίο πιο ευανάγνωστο και διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον τού αναγνώστη.

Εντούτοις, ακριβώς επειδή συμβαίνει οι ίδιοι ανερμάτιστοι ισχυρισμοί να προβάλλονται σε αρκετά από τα κρινόμενα δημοσιεύματα, το βιβλίο περιέχει αρκετές επαναλήψεις, άλλοτε αναπόφευκτες και άλλοτε κουραστικές. Ίσως ήταν προτιμότερο να προσπερνά ο συγγραφέας δηλώσεις που έχουν ήδη απαντηθεί επαρκώς (όπως π.χ. η αστοχία στη διάκριση μεταξύ γράμματος και φθόγγου), παραπέμποντας στο κατάλληλο σημείο, πράγμα που θα του έδινε την ευχέρεια να ασχοληθεί εν συνεχεία με ό,τι δεν έχει σχολιαστεί.

Η μεταφορά σε βιβλίο κειμένων που αρχικά γράφτηκαν για το διαδίκτυο είναι, προφανώς, σχετικά καινούργιο κειμενικό είδος. Επειδή η πρώτη ύλη αυτών των κειμένων χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό προφορικότητας, έχει το πλεονέκτημα της αμεσότητας και του αυθορμητισμού, που κερδίζει ευθύς την προσοχή. Εντούτοις, η παρουσίασή τους ως ενοτήτων βιβλίου αποτελεί νέα πρόκληση, διότι η ύλη πρέπει να δουλευτεί ξανά, για να αποκτήσει χαρακτήρα δοκιμιακής μελέτης και όχι απλού αθροίσματος συζητήσεων.

Δεν είμαι βέβαιος ότι ως προς αυτό ο συγγραφέας βρήκε την κατάλληλη ισορροπία. Σε αρκετά σημεία τού βιβλίου το ύφος μοιάζει ανεπεξέργαστο ή και αφημένο, με αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση προχειρότητας ή βιασύνης―και αυτό αδικεί τη στερεή επιχειρηματολογία που περιέχεται στα κείμενα. Τέτοιου είδους χαρακτηριστικά είναι, εν προκειμένω, η συχνή χρήση τού β΄ ενικού προσώπου (π.χ. αν πας και πεις στο παιδί… - τι να του απαντήσεις τώρα;), οι επανειλημμένες ανακλητικές ερωτήσεις (π.χ. είναι σοβαρά πράγματα αυτά; - τι θα πει «πρέπει»; - μα σε τι επιτέλους αντιστέκονται;), καθώς και ορισμένες φράσεις τού προφορικού λόγου (π.χ. είναι και παραείναι σαφές ότι ισχύει – θέλει, λέει, την καθαρή απάντηση!). Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν ασφαλώς σε συνομιλία, αλλά δεν έχουν τη χροιά που αρμόζει στον δοκιμιακό λόγο, ο οποίος αναδεικνύεται περισσότερο όταν είναι διατυπωμένος ψυχραιμότερα. Ο ουδέτερος ή ταλαντευόμενος αναγνώστης, προς τον οποίο πρωταρχικώς απευθύνεται ο συγγραφέας, θα εκτιμήσει περισσότερο μια πραγματεία πυκνὸν ἔχουσα νόον παρά κείμενα που έχουν μεν ισχυρή βάση, αλλά μοιάζουν σε ορισμένα σημεία να έχουν γραφτεί με αγανάκτηση.

Το γεγονός ότι η φυσιογνωμία ενός αξιόλογου έργου μπορεί να αλλοιωθεί, αν το ύφος χρωματιστεί από συναισθηματική αντίδραση, φαίνεται καθαρότερα στις σελίδες 43-45, όπου ο συγγραφέας σε μακρά παρέκβασή του εκφράζει πικρά παράπονα για πρόσωπα του πανεπιστημίου που κρίνει ότι τον έβλαψαν και τον αδίκησαν. Στο θέμα αυτό επανέρχεται και παρακάτω (σ. 73), οι δε υπαινιγμοί που συνοδεύουν τα σχετικά σχόλια στις εν λόγω σελίδες δεν είναι, λυπούμαι να πω, γραμμένοι με νηφαλιότητα και με τη δέουσα πάντοτε κοσμιότητα.

Κατανοώντας πόσο δύσκολο είναι να χειριστεί κανείς συσσωρευμένα πληγωμένα αισθήματα, θα περιοριστώ σε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, αρκετές σελίδες στην ιστορία τής γλωσσικής επιστήμης σημαδεύτηκαν, όπως είναι γνωστό, από προσωπικές κατηγορίες, σφοδρές επιθέσεις, κάποτε και από ανοίκειους χαρακτηρισμούς. Ο Χατζιδάκις, ο Ψυχάρης, ο Φιλήντας, για να αναφερθώ σε τρία μόνο γνωστά πρόσωπα του παρελθόντος, μεταχειρίστηκαν αρκετές φορές ύφος και γλώσσα που αποσκοπούσε να μειώσει τους αντιγνώμους τους. Ανεξαρτήτως του αν είχαν ή όχι δίκιο σε κάθε ορισμένη περίπτωση, οι σελίδες αυτές δεν ήταν οι καλύτερές τους. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Ανδριώτη για τη Μεγάλη ρωμαίικη επιστημονική γραμματική, που συνέγραψε ο Ψυχάρης προς το τέλος τής ζωής του: «Οἱ παρεκβάσεις ὅμως οἱ σχετικὲς μὲ τὸ γλωσσικὸ ζήτημα καὶ μὲ τὰ προσωπικὰ πάθη εἶναι ἀφάνταστα πολλὲς καὶ μακρές. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ τὰ ἔξω τῶν ἐλαιῶν τῆς ἐπιστήμης, μαζὶ μὲ τὴν ἀπέχθεια τοῦ συγγραφέα πρὸς τὶς γνῶμες τοῦ Γ. Χατζιδάκι (…), φαρμακώνουν καὶ ἀσχημίζουν ὁλόκληρο τὸ ἐξαίρετο ἔργο καὶ ἀδικοῦν τὴν ἀναμφισβήτητα καλὴ θέληση ποὺ τὸ διαπνέει» (Νέα Εστία 55, 1954, σ. 573). Το μάθημα που διδάσκει ο Ανδριώτης είναι, καθώς πιστεύω, διαχρονικά ευεργετικό και πάντοτε ωφέλιμο.

Δεύτερον, εφόσον περιστοιχιζόμαστε από την αδικία, δεν είναι απροσδόκητο ότι σε κάποια στιγμή ενδέχεται να πληγούμε προσωπικά. Πώς θα αντιδράσουμε τότε; Έχω τη γνώμη ότι η αποκρυσταλλωμένη σοφία που περιέχουν δύο στίχοι τού Θεόγνιδος διατηρεί την ισχύ της: Οὐ χρὴ πημαίνειν ὅ τε μὴ πημαντέον εἴη, οὐδ’ ἔρδειν ὅ,τι μὴ λῷον ᾖ τελέσαι. Εν τέλει, αν αναμοχλεύουμε μια παλιά αδικία, επειδή πληγωθήκαμε προσωπικά και το ζήτημα δεν τακτοποιήθηκε, τότε επιτρέπουμε σε όποιον μας έβλαψε να συνεχίσει να μας πληγώνει.

Ευελπιστώ και εκφράζω την πεποίθηση ότι σε μελλοντική επανέκδοση του βιβλίου ο αγαπητός συνάδελφος θα ασκήσει καλύτερη κρίση.

Ορισμένοι αναγνώστες μέμφθηκαν το βιβλίο, θεωρώντας έλλειψή του ότι δεν παραθέτει επακριβώς διάφορες απαντήσεις προς τους επικριτές τής νέας Γραμματικής και κυρίως την εκτενή δήλωση που υπογράψαμε οι 140 γλωσσολόγοι ως τοποθέτηση της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με τις αστήρικτες κατηγορίες που διατυπώθηκαν. Πιστεύω ότι οι επικρίσεις αυτές δεν είναι δικαιολογημένες για δύο ισχυρούς λόγους. Πρώτον, ο Β.Α. αναφέρεται και παραπέμπει συχνά στην εν λόγω δήλωση (π.χ. σ. 76, 79), υποστηρίζοντας ρητά το περιεχόμενό της ως αξιόπιστο και έγκυρο. Δεύτερον, παραβλέφθηκε, νομίζω, ένα βασικό στοιχείο: Το βιβλίο σχολιάζει τα αντιρρητικά προς τη νέα Γραμματική δημοσιεύματα, όχι όσα γράφτηκαν προς ανασκευή τους, και επιπλέον δεν αποσκοπεί στη συγκέντρωση όλων των σχετικών με το θέμα κειμένων. Ο αναγνώστης που θα ήθελε να κατατοπιστεί περαιτέρω μπορεί να συμβουλευτεί την πληρέστατη βιβλιογραφία στο τέλος τού βιβλίου, στην οποία παραπέμπει τακτικά ο συγγραφέας.

Ένα από τα πιο καλογραμμένα τμήματα του βιβλίου είναι ο επίλογός του (σ. 107-110). Εκεί ο Β.Α. αναλύει συνοπτικά τις αιτίες και τις συνέπειες του πολέμου των φωνηέντων και προχωρεί χωρίς αμηχανία να προτείνει σκέψεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου που τον εξέθρεψε και τον αναπαρήγαγε. Έχοντας ξαναγράψει αναλυτικά για το ζήτημα, θα περιοριστώ να προσθέσω ότι η άγνοια και ο φανατισμός (αιτίες που μνημονεύει ο συγγραφέας) ευδοκιμούν κυρίως όταν συνδέονται με τον φόβο και την αναζήτηση ταυτότητας, οι δε πλαστές ταυτότητες συνεπάγονται την κατασκευή αντιπάλων που πρέπει να εξαλειφθούν. Δεν είναι παράδοξο ότι, όπως τόσες φορές μαρτυρεί η ιστορία, στη θέση αυτού του απειλητικού αντιπάλου έχει συχνά τοποθετηθεί η επιστήμη.

Ο Β.Α. αγγίζει με θάρρος πραγματικές ελλείψεις τού σύγχρονου πνευματικού βίου, όταν εισηγείται την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, την ανάπτυξη κριτικής σκέψης ως διδακτικό στόχο, αλλά και όταν παρουσιάζει την αξιόλογη πρόταση να ανατίθενται στους φοιτητές εργασίες σχετικές με την κατάρριψη της κινδυνολογικής ρητορείας και των παραγλωσσολογικών μύθων. Ενισχύοντας τις παραπάνω σκέψεις θα ήθελα να προσθέσω ότι σε αυτό μπορεί να συμβάλει η διδασκαλία στοιχείων ιστορικής γραμματικής και ιστορίας τού γλωσσικού ζητήματος. Δύσκολα όμως θα αναπτυχθεί κριτική συνείδηση σε σχέση με τη γλώσσα και τον πολιτισμό, αν η διδασκαλία τής αρχαίας λογοτεχνίας και ιστορίας δεν γίνεται με τρόπο που να βοηθεί τους μαθητές να διακρίνουν την αρχαιογνωσία από την αρχαιολατρία. Αλλά αυτό είναι ζήτημα που αξίζει χωριστή συζήτηση.

Η συζήτηση για τα φωνήεντα και τη νέα Γραμματική έθεσε ανοιχτά ορισμένα σκληρά ερωτήματα, που αποκάλυψαν συμπτώματα παθολογίας τής πνευματικής ζωής. Στο βιβλίο του Ο πόλεμος των φθόγγων ο Β.Α. επωμίζεται θαρραλέα τον ρόλο που του υπαγόρευσε η επιστήμη στην οποία αφιέρωσε τις σπουδές του. Αναλύοντας βήμα προς βήμα κάθε αντίρρηση, ο συγγραφέας δείχνει ξανά την αξία που έχει η άσκηση στοχασμού ως προϊόν επιμελούς μελέτης σε αντιδιαστολή προς τους εύπεπτους μύθους. Το βιβλίο αυτό βάλθηκε να αναμετρηθεί με τον νωχελικό οραματισμό που έχει σε πολλές περιπτώσεις κρατήσει αμβλυμμένη την αντίδραση του κοινού προς τη διάδοση ασύστατων αντιλήψεων σχετικά με τη γλώσσα. Ακολουθώντας τον δύσκολο δρόμο, ο συγγραφέας έγραψε αυτό το συναρπαστικό πόνημα για να ταχθεί με το μέρος τής αλήθειας, γνωρίζοντας ότι, όταν αυτή προηγηθεί, η κατανόηση θα ακολουθήσει.

5/4/12

5th International Conference on Modern Greek Dialects and Linguistic Theory

Στις 20-22 Σεπτεμβρίου 2012 πραγματοποιείται στην όμορφη Γάνδη τού Βελγίου το 5o Διεθνές Συνέδριο Νεοελληνικών Διαλέκτων και Γλωσσολογικής Θεωρίας (5th International Conference on Modern Greek Dialects and Linguistic Theory, συνήθως συντομογραφείται MGDLT). Η ιδέα των αξιοσημείωτων αυτών συνεδρίων ξεκίνησε το 2000 ως πρωτοβουλία των καθηγητών Αγγελικής Ράλλη, Brian Joseph και Mark Janse, οι οποίοι έχουν σημαντικό έργο στον τομέα τής διαλεκτολογικής έρευνας. Τα προηγούμενα συνέδρια διεξήχθησαν στην Πάτρα (2000), στη Μυτιλήνη (2004), στη Λευκωσία (2007) και στη Χίο (2009) και έχουν αποτελέσει εξαιρετική ευκαιρία για προώθηση των διαλεκτολογικών σπουδών, συγκεντρώνοντας γλωσσολόγους διαφορετικού θεωρητικού υποβάθρου. Όπως γνωρίζουν καλά όσοι ασχολούνται με τις διαλέκτους και τα ιδιώματα της Νέας Ελληνικής, η ποικιλία των φαινομένων που συναντώνται στις διαλέκτους χαρακτηρίζεται από μεγάλο χρονικό βάθος, συχνά δε η προσεκτική εξέτασή τους δοκιμάζει και κάποτε εξελέγχει τις υφιστάμενες παραδοχές σχετικά με τη διάρθρωση και τη σύσταση της Μεσαιωνικής Ελληνικής.

Στο συνέδριο αυτό συμμετέχω με την ανακοίνωσή μου Criteria for the development of ancient -υ- in Modern Greek dialects («Κριτήρια για την εξέλιξη του αρχαίου -υ- στις νεοελληνικές διαλέκτους»). Παραθέτω στη συνέχεια την περίληψη της ανακοίνωσης για τους αναγνώστες που θα ενδιαφέρονταν να εμβαθύνουν περισσότερο σε αυτό το δυσεπίλυτο πρόβλημα.


Ancient -υ-, the last vowel that underwent iotacism throughout the history of Greek, has attracted a lot of attention as a case of complex representation in Modern Greek dialects. Among dialectologists, there seems to be no obvious or common way of stating the conditions under which this vowel is represented as [u] or [ju].

The main point of disagreement refers to whether this development directly retains the ancient pronunciation of -υ- (sporadically favoured by a so-called Doric zone) or it constitutes a conditioned sound change (due to the adjacent consonants, mostly velar or labial). Most of the previous accounts utilise rich dialectic material and glotto-geographic arguments, in order to uncover the factors regulating the development. As a result, assumptions have been made either in favour (Tsopanakis, Setatos, Shipp, Karanastasis) or against (Hatzidakis, Pernot, Rohlfs, Psycharis) the ancient pronunciation hypothesis.

In this study, we intend to present a set of criteria, relating to linguistic forces or processes to account for the forms under consideration. In particular, we argue that a careful analysis of data points to several factors to be taken into account:
1)      The distribution of the [ju] variety as a result of glide formation (synizesis).
2)      The influence of -υ- on the adjacent consonants.
3)      The development of -υ- in a context that normally seems not to favour rounding or raising (i.e. /o/ or /i/ > /u/).
4)      The conditioned change /i/ > /u/, with the /i/ arising from other vowels (ι, η, ει, not υ).
In this perspective, the whole process is re-examined, clearly showing the need for a multifaceted tool to account for the complexity of the phenomenon, as well as illuminate the reasons that have raised so diversified interpretations.

10/10/11

Η ορθογραφία τού αντιδανείου

How long a time lies in one little word
Shakespeare

Η Αγγλίδα κοινωνιογλωσσολόγος Lesley Milroy διηγείτο κάποτε πόσο δύσκολο ήταν να εισχωρήσει σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης στο Μπέλφαστ, με σκοπό να παρατηρήσει κατόπιν τον τρόπο ομιλίας των μελών της. Ήταν συνηθισμένη τακτική να μένει ο επισκέπτης εντελώς σιωπηλός αρκετή ώρα, χωρίς να του απευθύνεται ο λόγος και χωρίς ο ίδιος να νιώθει υποχρεωμένος να εξηγήσει τον λόγο τής επίσκεψής του. Στη συγκεκριμένη κοινότητα ο επισκέπτης ή και ο γνωστός έπρεπε πρώτα να αναγνωριστούν, τρόπον τινά, προτού τους αποδοθεί ρόλος τέτοιος που να καθορίζει το είδος τής περαιτέρω επικοινωνίας.

Τα λεξικά δάνεια που έχουν διαγλωσσική πορεία δεν μπορούν επίσης να παρακάμψουν αυτά τα αρχικά στάδια της αναγνώρισης, έστω και αν δεν ακολουθήσουν όλα τον ίδιο δρόμο και δεν οδηγηθούν στην ίδια κατάληξη, που συχνά είναι η ενσωμάτωση της λέξης και η κωδικοποίησή της στην αποδέκτρια γλώσσα. Στο προηγούμενο άρθρο μου εξήγησα, όσο σαφέστερα μπορούσα, ότι το αντιδάνειο, όποια και αν είναι η αρχή και διαδρομή του, είναι λεξικό δάνειο διαμορφωμένο από προσχώσεις γενεών και γλωσσών που του άφησαν το αποτύπωμά τους.

Αυτή η ειδική κατηγορία δανείων περιέχει λέξεις οι οποίες, παρά την απώτερη προέλευσή τους, διαμορφώθηκαν βαθμηδόν σύμφωνα με τη φωνητική των ενδιαμέσων σταδίων τους και όχι με βάση την ετυμολογική τους αφετηρία. Το αντιδάνειο επιστρέφει συχνά τόσο αλλοιωμένο, ώστε συνήθως απαιτούνται γνώσεις που μόνο ο ιστορικός γλωσσολόγος διαθέτει, προκειμένου να ανιχνευτεί η αφετηρία, οι δε φυσικοί ομιλητές κατά κανόνα αδυνατούν να το συσχετίσουν με τα στοιχεία τού λεξιλογίου που οι ίδιοι αναγνωρίζουν ως γηγενή.

Θεωρητικές αρχές και προϋποθέσεις

Στο σημείο αυτό δεν περιττεύει, νομίζω, μια θεωρητική παρατήρηση. Τα στοιχεία τού λεξιλογίου είναι οργανωμένα σε λεξικά πεδία, στα οποία η πρόσβαση είναι τόσο φωνητική όσο και σημασιολογική. Επιπρόσθετα, όπως έχει δείξει η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, η αναγνώριση της έντυπης λέξης επιτυγχάνεται με συνδυασμό πληροφοριών αντλημένων τόσο από το φωνολογικό όσο και από το ορθογραφικό (νοητικό) λεξικό. (Τις συνέπειες αυτού του γεγονότος στην ορθογραφία εξετάσαμε με τη συνάδελφο Γ. Κατσούδα στο πρόσφατο άρθρο μας «Ο ρόλος τής λαϊκής ετυμολογίας στη διδασκαλία τής ορθογραφίας», Θεσσαλονίκη 2011, ΜΕΓ 31, 351-6). Η ιστορική φύση τής νεοελληνικής ορθογραφίας επιτρέπει τη συσχέτιση ετυμολογικά συγγενών λέξεων και αποτελεί, όπως έχω ξαναγράψει, τον άξονα στον οποίο μπορεί να στηριχτεί οποιαδήποτε αξίωση συνέπειας και προγραμματικής επάρκειας.

Αν όμως, όπως καταδείχθηκε παραπάνω, τα αντιδάνεια συνιστούν μια ειδική κατηγορία δανείων, των οποίων η αφετηρία ή κάποιο ενδιάμεσο στάδιο ήταν (εν προκειμένω) η Ελληνική, τότε η ορθογραφία τους δεν μπορεί να παραβλέψει το κριτήριο της συσχέτισής τους με στοιχεία τού λεξιλογίου που οι ομιλητές θεωρούν ήδη γνωστά (Παπαναστασίου 2008: 206). Όταν ένα αντιδάνειο δεν αναγνωρίζεται ως γηγενές στοιχείο, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τα περισσότερα μη προσαρμοσμένα δάνεια, και δεν λειτούργησαν σε αυτό οι αρχές τής εικονικότητας [iconicity] και της διαφάνειας [transparency] που θα επέτρεπαν την επανερμηνεία του, η λογική κατεύθυνση που καθορίζει την ορθογραφία του δεν είναι άλλη από την απλογράφηση, όπως ισχύει για όλα τα δάνεια.

Τόσο η ομοιομορφία όσο και η διαφάνεια αποτελούν πλευρές τής φυσικότητας και επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο οι φυσικοί ομιλητές επιλέγουν να ταξινομήσουν ή να αναγνωρίσουν τα στοιχεία τού λεξιλογίου. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος να ελέγξουμε την εφαρμογή των παραπάνω θεωρητικών αρχών είναι να εξετάσουμε τη λειτουργία τής συσχέτισης των αντιδανείων με τις λέξεις τής Ελληνικής που βρίσκονται στην ετυμολογική τους αλυσίδα.

Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να διατυπώσω μερικές εισηγητικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με κάποια συνέπεια τα γλωσσολογικά πορίσματα που προαναφέρθηκαν. Ο κατατοπισμένος αναγνώστης και ο ειδικός επιστήμονας θα σκεφτούν πιθανώς παραδείγματα δύσκολα στην ταξινόμηση, τα οποία φαίνεται να αντιστέκονται στην κατηγοριοποίηση. Έχω, ωστόσο, την πεποίθηση ότι οποιαδήποτε συστηματική μελέτη τού ζητήματος οφείλει να εξισορροπήσει συνεκτικά τον βαθύ ιστορικό χαρακτήρα τής νεοελληνικής ορθογραφίας με τις αρχές τής αναγνώρισης, της ομοιομορφίας και της απλογράφησης.

Ταξινόμηση και κριτήρια

Τα περισσότερα αντιδάνεια δεν παρουσιάζουν προβλήματα ορθογραφίας, καθώς η απόδοσή τους είναι ως επί το πλείστον φωνημική (π.χ. βάρκα, γουλί, ετόλ, ζαμπόν, καρέκλα, λάμπα, μαντολίνο, μπάνιο, πιάτσα, ταλέντο κτλ.). Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις στις οποίες η γραφή δεν είναι τόσο αυτονόητη. Με βάση τις θεωρητικές προϋποθέσεις τής προηγούμενης ενότητας, η ορθογραφική απόδοση των αντιδανείων θα μπορούσε να ενταχθεί στις εξής κατηγορίες:

[Το σύμβολο << δηλώνει ότι παραλείπονται ενδιάμεσα στάδια στην ετυμολογική αλυσίδα. Επίσης δεν σημειώνονται οι σημασιολογικές αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει].

1.         Τα απροσάρμοστα αντιδάνεια απλογραφούνται.

Η ακλισία, που υποδηλώνει μη συμμόρφωση προς το μορφολογικό σύστημα της Ελληνικής, σημαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων ότι η λέξη δεν αναγνωρίστηκε ως ελληνικής αρχής. Οι λέξεις αυτές μπορούν να γραφτούν με τον απλούστερο τρόπο, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα δάνεια.

            Παραδείγματα:
βίρα < βενετ. vira << αρχ. γῦρος
γκριφόν < γαλλ. griffon << αρχ. γρύψ, -πός
εστέτ < γαλλ. esthète << αρχ. αἰσθητικός
κολάζ < γαλλ. collage << αρχ. κόλλα
κολάν < γαλλ. collant << αρχ. κόλλα
κομεντί < γαλλ. comédie << αρχ. κωμῳδία
μπαλαντέρ < γαλλ. baladeur << αρχ. βαλλίζω
μπουτίκ < γαλλ. boutique << αρχ. ἀποθήκη
μπριγιάν < γαλλ. brillant << ελνστ. βήρυλλος
σπιράλ < γαλλ. spiral << αρχ. σπεῖρα
φαντεζί < γαλλ. fantaisie << αρχ. φαντασία

Εξαιρέσεις: π.χ. οξυζενέ (μεταφορά ελληνογενούς νεολογισμού), συνθεσάιζερ (βλ. κριτήριο 3β).

2.         Τα προσαρμοσμένα αντιδάνεια απλογραφούνται, όταν η συσχέτισή τους με την απώτερη ελληνική αρχή δεν είναι αισθητή στους ομιλητές. Πρόκειται για την πολυπληθέστερη ομάδα λέξεων.

Εφόσον οι συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκε το αντιδάνειο αντανακλούν κατά το πλείστον τη φωνητική ιστορία των ενδιαμέσων σταδίων και κατ’ εξοχήν της γλώσσας εισόδου, σπανίως οι ομιλητές είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τον επισκέπτη, δηλ. να προσδιορίσουν την ελληνική προέλευση και να συσχετίσουν τη λέξη με συγγενείς όρους. Τα εν λόγω αντιδάνεια μοιάζουν απομονωμένα στη συνείδηση των ομιλητών, διότι δεν εντάσσονται στα λεξικά πεδία των ομορρίζων τους. Συχνά το μόνο που μοιράζονται με την ελληνική λέξη από την οποία προέρχονται είναι ορισμένα φωνήματα που συνέβη να μην επηρεαστούν από την πολυδαίδαλη γλωσσική διαδρομή ή που φαίνονται παρόμοια, ενώ στην πραγματικότητα απηχούν την ιστορική φωνολογία των ενδιάμεσων γλωσσών. Οι λέξεις αυτές μπορούν να γραφτούν με τον απλούστερο τρόπο, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα δάνεια.

Παραδείγματα:
γκάμα < ιταλ. gamma < αρχ. γάμμα
γόμα < ιταλ. gomma << αρχ. κόμμι
γρέγος < βενετ. grego << αρχ. Γραικός
κανάτα (μεσν.) < μεσν. λατ. cannata << αρχ. κάννη (ομοίως όσα τελικώς ανάγονται στην ίδια αρχ. λέξη: κανέλα, κανελόνι, κανόνι, κάνουλα)
καρότο < ιταλ. carota << ελνστ. καρωτόν
μελόντικα < ιταλ. melodica << ελνστ. μελῳδικός
μπαλάντα < προβηγκ. balada << αρχ. βαλλίζω (ομοίως όσα τελικώς ανάγονται στην ίδια αρχ. λέξη: μπαλαρίνα, μπαλέτο, μπάλος)
μπριλάντι < ιταλ. brillante << ελνστ. βήρυλλος
παλάγκο < ιταλ. palanco << αρχ. φάλαγξ, -γγος
πιλότος < βενετ. piloto < μεσν. *πηδώτης
στιφάδο < βενετ. stufado << αρχ. τῦφος
τζίρος < ιταλ. giro << ελνστ. γῦρος
τσιρότο < ιταλ. cerotto << ελνστ. κηρωτόν
-έσα (μεσν. παραγωγικό τέρμα) < ιταλ. -essa << αρχ. -ισσα

3.         Η ετυμολογική γραφή μπορεί να προτιμηθεί, όταν υπάρχει ευδιάκριτη συσχέτιση του αντιδανείου με την ελληνική λέξη στην οποία ανάγεται ή με όρους τής ετυμολογικής της οικογένειας, καθώς και όταν ο σχηματισμός και η ιστορία τού αντιδανείου μετά την εκ νέου είσοδο στην Ελληνική καθιστούν την αναγνώριση προφανή. Στη μικρότερη αυτή ομάδα μπορούν να συγκαταλεχθούν ορισμένα αντιδάνεια υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α)        Η ιστορική γραφή υπάρχει ήδη στην ετυμολογική αλυσίδα, έχοντας έτσι μακρά ιστορία, που αποδεικνύει πρώιμη συνταύτιση με το υπόλοιπο λεξιλόγιο.

            Παραδείγματα:
κορώνα (μεσν.) < ιταλ. corona << αρχ. κορώνη
σκευρώνω (μεσν.) < σκευρίον < μεσν. λατ. sceurum << αρχ. σκεῦος
στρίγγλα (μεσν.) < υστερολατ. *strigula << αιτ. στρίγγα του ελνστ. *στρίγξ, -γγός

β)         Η συσχέτιση με ελληνικά ομόρριζα είναι ισχυρή είτε στο φωνητικό είτε στο σημασιολογικό γλωσσικό επίπεδο.

            Παραδείγματα:
γρύλος «τριζόνι» < ιταλ. grillo << αρχ. γρῦλος / γρύλλος
ρυζότο < ιταλ. risotto << ελνστ. ὄρυζα
σμυρίγλι < ιταλ. smeriglio << ελνστ. σμυρίς, -ίδος
συνθεσάιζερ < αγγλ. synthesiser << αρχ. σύνθεσις
φυντάνι < τουρκ. fıdan << μεσν. φυτόν

γ)         Το αντιδάνειο είναι λόγιος όρος ή σχηματίστηκε με λόγιο πρότυπο.

            Παραδείγματα:
γραικύλος < λατ. graeculus << αρχ. Γραικός
ελιξήριο < γαλλ. élixir << ελνστ. ξηρίον
εξωτικός < λατ. exoticus << ελνστ. ἐξωτικός
μωσαϊκό < ιταλ. mosaico << αρχ. Μοῦσα / Μῶσα (δωρ., πβ. μεσν. μωσαΐζω «κοσμώ με μωσαϊκό»)

δ)         Σε λίγες περιπτώσεις διττογραφιών η ετυμολογική γραφή θα μπορούσε να διατηρηθεί ή να ενισχυθεί, προκειμένου να εφαρμοστεί η αρχή τής ομοιομορφίας ή να μην επιβαρυνθεί τυχόν ομογραφία.

            Παραδείγματα:
γαρύφαλλο < μεσν. γαρόφαλ(λ)ον / γαρούφαλ(λ)ο / γαρυόφαλ(λ)ο < παλ. ιταλ. και γαλλ. τύποι (π.χ. garofalo) << ελνστ. καρυόφυλλον
τόννος «είδος ψαριού» < υστερολατ. tunnu(m) << αρχ. θύννος (προκειμένου να μη συγχέεται με τα ομώνυμα τόνος «τονικό σημείο» και τόνος «μονάδα βάρους»)
τσιγγούνης < τουρκ. çingene < μεσν. Τσιγγάνος


Με αυτές τις λίγες κατευθυντήριες γραμμές καταβλήθηκε προσπάθεια να εξεταστεί το ζήτημα της ορθογραφίας των αντιδανείων συνολικά και όσο το δυνατόν συστηματικότερα. Αν και πιθανώς μερικές περιπτώσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά, έχω τη γνώμη ότι η ταξινόμηση των κατηγοριών παρουσιάζει τις γλωσσολογικές αρχές με τρόπο λογικά εφαρμόσιμο. Στην πραγματικότητα, η ποικίλη σύσταση του νεοελληνικού λεξιλογίου και αυτή καθ’ αυτήν η ανόμοια διαδρομή των αντιδανείων φέρνουν στον νου χαλκογραφία εποχής που τείνει να αντιστέκεται σε κάθε εισήγηση, βρίσκοντας σε αυτήν ισχυρά αντίβαρα. Όπως σοφά λέει μια παλιά ασκεναζίτικη παροιμία, oyf itlekhn terets ken men gefinen a naye kashye, δηλ. θα υπάρχει πάντα μια καινούργια ερώτηση για κάθε απάντηση.


Βιβλιογραφικές αναφορές
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Α., 1985: «Πώς ορίζεται το αντιδάνειο;». ΜΕΓ 6, Θεσσαλονίκη, σ. 261-8
Βασμανόλη Ε., 2001: Οι αντιδάνειες λέξεις στη Νέα Ελληνική. Αθήνα (αδημοσίευτη διδ. διατριβή)
Dieterich K., 1901: «Zu den romanischen Lehnwörter im Neugriechischen». Byzantinische Zeitschrift 10, σ. 587-96
Ιορδανίδου Α., 2009: Το ταξίδι των λέξεων. Αθήνα: Άσπρη Λέξη
Maidhof A., 1931: Neugriechische Rückwanderer aus den romanischen Sprachen. Athen
Παπαναστασίου Γ., 2008: Νεοελληνική ορθογραφία. Θεσσαλονίκη. ΙΝΣ
Ράλλη Α., 2005: Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης